Ο ανθρωπιστικός εφιάλτης της Υεμένης. Οι πραγματικές ρίζες της σύγκρουσης.

 Η πρακτική αντιμετώπιση της κρίσης από διεθνείς οργανισμούς βοήθειας ήταν αναποτελεσματική. Τον Ιούλιο του 2017, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι αναστέλλει επ’ αόριστον το πρόγραμμα εμβολίων για την χολέρα στην Υεμένη. Αναφέρθηκε στις δυσκολίες παράδοσης των φαρμάκων και στο γεγονός ότι η εκστρατεία εμβολιασμού θα είχε περιορισμένη επίδραση καθώς η νόσος είχε ήδη μολύνει περισσότερους από 300.000 ανθρώπους.

Yemen’s Humanitarian Nightmare...
Κρίσιμη κατάσταση: Σε νοσοκομείο στην Al Hudaydah, στην Υεμένη,
 τον Ιούνιο του 2017. ABDULJABBAR ZEYAD / REUTERS 

Στις 20 Φεβρουαρίου 2015, καθώς οι κάτοικοι της Sanaa προετοιμάζονταν για τις βραδινές προσευχές, ο πρόεδρος της Υεμένης, Abd-Rabbu Mansour Hadi, φόρεσε ένα niqab της γυναίκας του και βγήκε από την πίσω πόρτα της επίσημης κατοικίας του [2], όπου τον περίμενε ένα αυτοκίνητο. Επί έναν μήνα, Houthi επαναστάτες, οι οποίοι είχαν καταλάβει την [πρωτεύουσα] Sanaa στα τέλη του 2014, τον κρατούσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Μέχρι την στιγμή που οι φρουροί παρατήρησαν ότι είχε φύγει, ο Χαντί είχε φτάσει στην σχετική ασφάλεια του νότιου λιμανιού του Άντεν. Ένα μήνα αργότερα, καθώς οι δυνάμεις των Houthi προχώρησαν νότια, έφυγε ξανά, αυτή την φορά στο Ριάντ, όπου κάλεσε την Σαουδική Αραβία να παρέμβει στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης [3].

Μέσα σε λίγες μέρες, ένας συνασπισμός αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας ξεκίνησε μια εκστρατεία αεροπορικών επιθέσεων εναντίον στόχων των Houthi που γρήγορα μεταμορφώθηκε σε πολιορκία ολόκληρης της χώρας. Αποκομμένη από εισαγωγές, και υπό την αδιάκοπη βομβιστική επίθεση της Σαουδικής Αραβίας, η Υεμένη μετατράπηκε σε μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις της σύγχρονης εποχής [4]. Επτά εκατομμύρια Υεμενίτες ζουν σε περιοχές που βρίσκονται κοντά στον λιμό, σχεδόν δύο εκατομμύρια παιδιά υποφέρουν από οξύ υποσιτισμό, και ένα ξέσπασμα χολέρας έχει μολύνει περισσότερους από 600.000 ανθρώπους.

Η σύγκρουση στην Υεμένη περιγράφεται συχνά ως έκρηξη της αντιπαλότητας των Σιιτών-Σουνιτών μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, καθώς το Ιράν έχει προμηθεύσει όπλα και στρατιωτικούς συμβούλους στους Χούτι. Αλλά αυτό παρερμηνεύει τόσο την προέλευση του πολέμου όσο και τον λόγο για τον οποίο παρενέβη η Σαουδική Αραβία. Ο πόλεμος δεν αφορά τα περιφερειακά συμφέροντα [5]˙ αποτελεί συνέχεια μιας μακρόχρονης σύγκρουσης μεταξύ της κυβέρνησης της Υεμένης και των περιθωριοποιημένων βόρειων φυλών, η οποία κλιμακώθηκε χάρη στην σταδιακή μείωση της νομιμοποίησης και της ικανότητας της κεντρικής κυβέρνησης στη Σαναά. Και η Σαουδική Αραβία παρενέβη όχι για να αντιμετωπίσει τον ιρανικό επεκτατισμό αλλά για να εξασφαλίσει τα νότια σύνορά της απέναντι στην απειλή των Χούτι. Ως αποτέλεσμα, μόνο ένας εσωτερικός πολιτικός διακανονισμός στην Υεμένη μπορεί να θέσει τέλος στον πόλεμο, αν και η Σαουδική Αραβία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις μπορούν να κάνουν πολλά για να βελτιώσουν την κατάσταση εν τω μεταξύ.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Το σύγχρονο κράτος της Υεμένης γεννήθηκε το 1962, όταν επαναστάτες, πολλοί από τους οποίους είχαν απορροφήσει σύγχρονες ιδέες εθνικισμού σε ξένα πανεπιστήμια, έπαυσαν τον Ιμάμη Μουχάμαντ αλ-Μπαντρ και ίδρυσαν την Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης ή αλλιώς την Βόρεια Υεμένη. Για τα επόμενα 40 χρόνια, μέλη της -ξένης παιδείας- ελίτ που προκάλεσαν την επανάσταση, κατέλαβαν ορισμένες από τις σημαντικότερες θέσεις στη νέα δημοκρατία, υπηρετώντας ως πρόεδροι, πρωθυπουργοί, υπουργοί και διοικητές. Βάσιζαν τη νομιμοποίησή τους στους ρόλους που έπαιξαν κατά την επανάσταση και τα επακόλουθά της, επιτυγχάνοντας μια σχεδόν μυθική θέση στην εθνική φαντασία. Η επανάσταση άλλαξε και την υπόλοιπη κοινωνία της Υεμένης. Ενίσχυσε τον αυξανόμενο αστικό πληθυσμό της Υεμένης και έθεσε τέλος στην κυριαρχία εκείνων των οικογενειών -γνωστών ως sayyids - που μπορούσαν να εντοπίσουν την γενεαλογία τους έως τον προφήτη Μωάμεθ. Και έστειλε τις βόρειες φυλές της Υεμένης, που είχαν στηρίξει τον παυθέντα Badr, στην πολιτική έρημο. Αποκλεισμένη από κρατική χρηματοδότηση, η περιφέρειά τους παρέμεινε στάσιμη και τα προβλήματά της κακοφόρμιζαν.

Μετά την ενοποίηση της Βόρειας και της Νότιας Υεμένης, το 1990, οι διακρίσεις κατά των βόρειων φυλών προκάλεσαν άνοδο ενός κινήματος διαμαρτυρίας στον βορρά, καθοδηγούμενο εν μέρει από την οικογένεια Houthi, μια από τις πιο εξέχουσες δυναστείες sayyid στην βόρεια Υεμένη. Στην συνέχεια, το 2004, κατά τις πρώτες συγκρούσεις μεταξύ των βόρειων φυλών και της κυβέρνησης, ο στρατός της Υεμένης σκότωσε τον Hussein Badreddin al-Houthi, έναν από τους ηγέτες του κινήματος. Ο θάνατός του σηματοδότησε την έναρξη της ένοπλης εξέγερσης των βόρειων φυλών και έδωσε στους επαναστάτες το όνομά τους. Για τα επόμενα επτά χρόνια συνεχίστηκαν οι σποραδικές μάχες, χωρίς καμία πλευρά να κερδίζει ουσιαστικό πλεονέκτημα.

Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση πολεμούσε τους Χούτι στο βορρά, η εξουσία της στην υπόλοιπη χώρα εξασθενούσε. Η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα επαναστατικό κράτος είναι η διατήρηση της νομιμοποίησής του αφότου πεθάνουν οι ιδρυτές του και, μισό αιώνα μετά την επανάσταση, λίγοι από τους αρχικούς ηγέτες της Υεμένης παραμένουν εν ζωή. Τον Ιούνιο του 2011, ο Abdul Aziz Abdul Ghani, ένας από τους τελευταίους της επαναστατικής γενιάς, τραυματίστηκε θανάσιμα σε μια απόπειρα δολοφονίας του προέδρου της χώρας, Ali Abdullah Saleh, κατά την διάρκεια λαϊκών διαμαρτυριών που είχαν παραλύσει την Sanaa. Και οι δύο πλευρές του πολιτικού χάσματος σταμάτησαν τις εχθροπραξίες γα να πενθήσουν. Αλλά από εκείνη την στιγμή, το κράτος της Υεμένης που δημιουργήθηκε από την επανάσταση ουσιαστικά εξαφανίστηκε.

Ο θάνατος της επαναστατικής γενιάς της Υεμένης δημιούργησε όχι μόνο κρίση εθνικής ταυτότητας αλλά και διακυβέρνησης. Κάποτε, οι φοιτητές της Υεμένης που είχαν αποκτήσει πτυχίο στο εξωτερικό, ήταν υπερήφανοι για την επιστροφή τους στην πατρίδα ως μελλοντικοί ηγέτες της. Όμως, τα τελευταία δέκα χρόνια, μεγάλο μέρος της μορφωμένης ελίτ έχει εγκαταλείψει την χώρα, αναφέροντας την επιδείνωση της διαφθοράς και της ανικανότητας της κυβέρνησης καθώς και της έλλειψη εγχώριων ευκαιριών απασχόλησης. Οι πολιτικοί διορισμοί απονέμονται τώρα με βάση την φυλετική συμμετοχή και όχι με την κατάρτιση ή την εμπειρία, και οι τεχνοκράτες έχουν σταδιακά δώσει την θέση τους στους ευεργετούμενους από τον νεποτισμό.

Καθώς η νομιμοποίηση της κεντρικής κυβέρνησης μειώθηκε την τελευταία δεκαετία, άνοιξε ένα πολιτικό κενό. Από το 2009, εξτρεμιστικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο [6], προέκυψαν για να καλύψουν το κενό. Αλλά ήταν το βόρειο κίνημα των Houthi, ήδη οργανωμένο και αντίθετο προς την κεντρική κυβέρνηση, που ήταν τοποθετημένο για να επωφεληθεί πλήρως από την ετοιμόρροπη δημοκρατία.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

Η ευκαιρία των Houthi ήρθε στις αρχές του 2011, όταν εξεγέρσεις σε μέρη όπως η Αίγυπτος και η Τυνησία ενέπνευσαν μήνες μαζικών διαμαρτυριών [7] κατά της διεφθαρμένης, αυταρχικής κυβέρνησης στην Σαναά. Εκείνον τον Φεβρουάριο, ο Abdul-Malik al-Houthi, ένας βόρειος ηγέτης ανταρτών, δήλωσε την υποστήριξή του στις αντιπολιτευτικές διαδηλώσεις και έστειλε χιλιάδες από τους οπαδούς του να συμμετάσχουν στις συγκεντρώσεις στην πρωτεύουσα. Μερικές από τις πιο δυνατές εικόνες της εξέγερσης ήταν εκείνες των μελών των φυλών με παραδοσιακές φορεσιές να διαδηλώνουν δίπλα στα μέλη του κινήματος της αστικής νεολαίας. Πενήντα χρόνια νωρίτερα, αυτές οι δύο ομάδες είχαν πολεμήσει η μια την άλλη για τον έλεγχο της Υεμένης˙ το 2011, προήλαυναν μαζί εναντίον ενός κοινού εχθρού, του Σαλέχ.

 Διαδηλωτές πορεύονται κατά την διάρκεια αντικυβερνητικής διαδήλωσης στην Radfan, μια περιοχή στη νότια επαρχία Lahej της Υεμένης, τον Ιανουάριο του 2011. STRINGER / REUTERS 

Μέχρι το τέλος του έτους, η εξέγερση είχε επιτύχει τον κύριο στόχο της: Ο Σαλέχ συμφώνησε να αποχωρήσει και να αντικατασταθεί από τον αντιπρόεδρό του, τον Χαντί. Στις αρχές του 2013, οι κυβερνητικές και αντιπολιτευτικές ομάδες ξεκίνησαν μια διάσκεψη εθνικού διαλόγου που κορυφώθηκε το 2014 με ένα σχέδιο, υποστηριζόμενο από τον Χαντί, να γράψει ένα νέο σύνταγμα και να διαιρέσει την Υεμένη σε έξι επαρχίες. Τότε, ο Τζαμάλ Μπενομάρ, τότε ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για την Υεμένη, προέβλεψε ότι η συμφωνία θα οδηγήσει σε «δημοκρατική διακυβέρνηση βασισμένη στο κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα των πολιτών».

Ωστόσο, η αντιπολίτευση των Houthi απέρριψε την συμφωνία, καθώς θα εξασθενούσε περαιτέρω την δύναμη των βόρειων φυλών. Κατά την διάρκεια του 2014, αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, σε πολλές από τις οποίες ηγούνταν οι Houthi, συνέχισαν να μαίνονται. Τον Σεπτέμβριο, οι δυνάμεις των Houthi κατέλαβαν την Sanaa και στην συνέχεια στις αρχές του 2015 διέλυσαν το κοινοβούλιο, ανάγκασαν τον Hadi να παραιτηθεί και εγκατέστησαν μια επαναστατική επιτροπή για να αντικαταστήσει την κυβέρνηση της Υεμένης.

Η πρόοδος των Houthi εξενεύρισε το Riyadh. Από την ίδρυση της Σαουδικής Αραβίας, το 1932, οι ηγέτες της ανησυχούν για την ασφάλεια των νότιων συνόρων της χώρας με την Υεμένη [8]. Το 1934, η Σαουδική Αραβία πολέμησε τον πρώτο της πόλεμο εναντίον του Βασιλείου της Υεμένης για να εξασφαλίσει αυτά τα σύνορα. Σύμφωνα με την συνθήκη που τερμάτισε τον πόλεμο, η Σαουδική Αραβία προσάρτησε τρεις συνοριακές επαρχίες της Υεμένης που είχε καταλάβει κατά την διάρκεια των συγκρούσεων. Έκτοτε, η εξωτερική πολιτική της Σαουδικής Αραβίας έναντι της Υεμένης καθοδηγείται από την ανάγκη διατήρησης μιας αδύναμης κεντρικής κυβέρνησης στην Σαναά, η οποία δεν απειλεί την ασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας. Κάθε φορά που ένα δημοφιλές κίνημα ή μια ισχυρή κεντρική αρχή φαινόταν σαν να εμφανίζεται στην Υεμένη, η Σαουδική κυβέρνηση ανταποκρινόταν με στρατιωτική δράση και οικονομική υποστήριξη σε φιλο-σαουδικές ομάδες.

Η άνοδος των Houthi ήταν η πραγματοποίηση των χειρότερων φόβων των ηγετών της Σαουδικής Αραβίας. Το 2009 και το 2010, οι διασυνοριακές αψιμαχίες μεταξύ των μαχητών Houthi και των σαουδαραβικών δυνάμεων προκάλεσαν τις πρώτες απώλειες της Σαουδικής Αραβίας κατά μήκος των συνόρων Σαουδικής Αραβίας-Υεμένης από την δεκαετία του 1960. Μετά την κατάληψη της Sanaa το 2014, η ηγεσία των Houthi απηύθυνε ανοιχτά έκκληση για πόλεμο με την Σαουδική Αραβία, χρησιμοποιώντας αιτήματα για την επιστροφή των τριών συνοριακών επαρχιών ως μια παραινετική κραυγή για το κίνημα.

Η ΣΑΟΥΔΙΚΗ ΑΡΑΒΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΕΙ

Ως αποτέλεσμα, όταν ο Χαντί ζήτησε βοήθεια από την Σαουδική Αραβία, το Ριάντ ήταν πολύ ευχαριστημένο να ανταποκριθεί [9]. Τον Μάρτιο του 2015, η Σαουδική Αραβία και ένας συνασπισμός αραβικών εθνών από το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council, GCC) ξεκίνησε μια στρατιωτική εκστρατεία [10] για να απωθήσει τους Χούτι και να αποκαταστήσει την κυβέρνηση. Η Σαουδική Αραβία παρουσίασε την παρέμβαση ως απάντηση στην απειλή του ιρανικού επεκτατισμού, υποστηρίζοντας ότι οι Χούτι ήταν στην πραγματικότητα πληρεξούσιοι των Ιρανών. Αυτό κέρδισε την υποστήριξη άλλων αραβικών χωρών και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, η σαουδαραβική ρητορεία έχει διαστρεβλώσει κατά πολύ τον ρόλο του Ιράν στην σύγκρουση [5]. Παρόλο που ορισμένα ελαφρά όπλα και χρήματα έρευσαν από το Ιράν στους Χούτι, τα ποσά δεν είναι μεγάλα και δεν υπάρχει πραγματική συμμαχία Χούτι-Ιράν. Οι βόρειες φυλές δεν μοιράζονται την επιθυμία του Ιράν να αμφισβητήσει το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και άρχισαν να τοποθετούνται ως εναλλακτική λύση στην κεντρική κυβέρνηση της Υεμένης πολύ πριν λάβουν οποιαδήποτε ιρανική βοήθεια. Ο πραγματικός στόχος της εκστρατείας της Σαουδικής Αραβίας δεν ήταν το Ιράν, αλλά οι ίδιοι οι Χούτι.

Η παρέμβαση, η οποία ξεκίνησε ως μια σειρά αεροπορικών επιθέσεων εναντίον των στρατιωτικών στόχων των Houthi, μεταμορφώθηκε σε μια προσπάθεια να καταστραφεί η οικονομική υποδομή της Υεμένης [11] προκειμένου να απομακρυνθεί η κοινή γνώμη από το κίνημα Houthi και την αντι-σαουδική του στάση. Νοσοκομεία, εργοστάσια, δίκτυα ύδρευσης, εγκαταστάσεις αποχέτευσης, γέφυρες και δρόμοι έχουν καταστραφεί σε βομβιστικές επιδρομές. Ο συνασπισμός της Σαουδικής Αραβίας, με την βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών, απέκλεισε τα λιμάνια της Υεμένης και καθιστούσε επικίνδυνο για τα πολιτικά αεροσκάφη να πετάξουν στην χώρα, κάνοντας δύσκολο στις υπηρεσίες βοήθειας ή επιχειρήσεις να φέρουν αγαθά στο αεροδρόμιο της Sanaa, και στους τραυματίες από την Υεμένη να πάνε στο εξωτερικό για θεραπεία.

Η οικονομία της Υεμένης, ήδη αδύναμη, έχει καταρρεύσει υπό την πίεση. Για πολλούς Υεμενίτες, η αγορά τροφίμων ή φαρμάκων είναι πλέον δύσκολη ή αδύνατη. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τα δύο τρίτα των 28 εκατομμυρίων ανθρώπων της Υεμένης αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε τρόφιμα και δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό. Επτά εκατομμύρια από αυτούς ζουν σε περιοχές που βρίσκονται στο χείλος του λιμού και σχεδόν δύο εκατομμύρια παιδιά της Υεμένης είναι έντονα υποσιτισμένα. Χωρίς λειτουργικές δημόσιες υπηρεσίες, τα σκουπίδια και τα λύματα συσσωρεύθηκαν στους δρόμους και ξεχύθηκαν σε πηγάδια. Από τον Απρίλιο, η χολέρα, η οποία εξαπλώνεται με το μολυσμένο νερό, έχει προσβάλλει πάνω από 600.000 ανθρώπους, σκοτώνοντας πάνω από 2.000.

Άνδρας μεταφέρει ένα τραυματισμένο κορίτσι που διασώθηκε από τον τόπο ενός αεροπορικού χτυπήματος στην Σαναά, στην Υεμένη, τον Αύγουστο του 2017. KHALED ABDULLAH / REUTERS 

Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, η Διεθνής Αμνηστία και άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν καταδικάσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη. Ο Adama Dieng, ειδικός σύμβουλος του ΟΗΕ για την πρόληψη γενοκτονιών, κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να διερευνήσει πιθανά εγκλήματα της Σαουδικής Αραβίας κατά της ανθρωπότητας. Ωστόσο, απεικονίζοντας την παρέμβασή της ως μια σύγκρουση με το Ιράν, η Σαουδική Αραβία φαίνεται να έχει πείσει μεγάλο μέρος του κόσμου, ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες, να αγνοήσουν την σκόπιμη στόχευση των πολιτών της Υεμένης.

Η πρακτική αντιμετώπιση της κρίσης από διεθνείς οργανισμούς βοήθειας ήταν αναποτελεσματική. Τον Ιούλιο του 2017, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι αναστέλλει επ’ αόριστον το πρόγραμμα εμβολίων για την χολέρα στην Υεμένη. Αναφέρθηκε στις δυσκολίες παράδοσης των φαρμάκων και στο γεγονός ότι η εκστρατεία εμβολιασμού θα είχε περιορισμένη επίδραση καθώς η νόσος είχε ήδη μολύνει περισσότερους από 300.000 ανθρώπους. Ο ΠΟΥ μπορεί κάλλιστα να έχει δίκιο, αλλά αυτός και άλλοι διεθνείς οργανισμοί έχουν χάσει τις ευκαιρίες να βοηθήσουν στην επίλυση της ευρύτερης σύγκρουσης.

Επειδή η διεθνής κοινότητα έχει αναγνωρίσει επισήμως μόνο την εξόριστη κυβέρνηση της Υεμένης και δεδομένης της περιορισμένης διπλωματικής προσοχής της κυβέρνησης Χούτι, οι ουδέτερες ανθρωπιστικές οργανώσεις συγκαταλέγονται στις ελάχιστες ομάδες που μπορούν να διαμεσολαβήσουν στην σύγκρουση χωρίς πολιτικούς περιορισμούς. Αυτός είναι ένας ρόλος που έχουν παίξει στην Υεμένη και παλαιότερα. Στην δεκαετία του 1960, η κυβέρνηση της νέας Αραβικής Δημοκρατίας της Υεμένης πολέμησε έναν εξαετή εμφύλιο πόλεμο με βόρειες φυλές πιστές στον παυθέντα ηγέτη Badr. Τότε, όπως και σήμερα, οι βόρειες φυλές δεν αναγνωρίστηκαν επίσημα από ξένες κυβερνήσεις, οπότε η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και ο ΟΗΕ ήταν οι μόνες ομάδες που είχαν πρόσβαση σε αυτές. Τα Ηνωμένα Έθνη άνοιξαν μια άμεση γραμμή επικοινωνίας με τους ηγέτες τους, νομιμοποιώντας την θέση τους στην σύγκρουση και ενθαρρύνοντάς τους να συμμετάσχουν σε μια εθνική ειρηνευτική διάσκεψη. Και ο Ερυθρός Σταυρός διευκόλυνε πολλές ανταλλαγές κρατουμένων, εισάγοντας πτυχές της Σύμβασης της Γενεύης σε μια περιοχή του κόσμου όπου οι πολεμιστές παραδοσιακά αποκεφάλιζαν τους αιχμαλώτους αντί να τους ανταλλάσσουν.

Κατά την διάρκεια του τρέχοντος πολέμου, ο Ερυθρός Σταυρός και ο ΟΗΕ μπορούν να επαναλάβουν αυτή την στρατηγική. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα την ανθρωπιστική κρίση και να δώσουν στις φυλές των Houthi μια διεθνή πλατφόρμα από την οποία θα διαπραγματευτούν με την εξόριστη κυβέρνηση. Ο ΟΗΕ θα μπορούσε επίσης να στείλει ειρηνευτικές δυνάμεις για να διασφαλίσει τα νότια σύνορα της Σαουδικής Αραβίας, ανακουφίζοντας έναν από τους κύριους παράγοντες της σύγκρουσης. Αυτή η τακτική λειτούργησε από το 1963 έως το 1964, όταν το προσωπικό του ΟΗΕ περιπολούσε μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Υεμένης, και μεσολάβησε σε διασυνοριακές διαφορές. Μια παρόμοια παρουσία διατήρησης της ειρήνης σήμερα θα έδινε στο Ριάντ αρκετή εμπιστοσύνη για την ασφάλεια των συνόρων ώστε να σταματήσει την αεροπορική εκστρατεία και να άρει τον ναυτικό αποκλεισμό του, θέτοντας τέλος στην άμεση ανθρωπιστική κρίση.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ

Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπλέκονται στις μάχες στην Υεμένη, έχουν υποστηρίξει τον υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας συνασπισμό με διάφορους τρόπους. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ εκπαιδεύουν τις δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας και προσφέρουν τις βάσεις τους σε σαουδαραβικά αεροπλάνα για ανεφοδιασμό. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πουλήσει στην Σαουδική Αραβία όπλα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, πολλά από τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί στην Υεμένη.

Αυτό σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να βελτιώσουν την κατάσταση στο έδαφος. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να απειλήσει να αποσύρει την στρατιωτική της υποστήριξη για να πιέσει την Σαουδική Αραβία να τερματίσει τις εχθροπραξίες και να αποδεχθεί μια διεθνή ειρηνευτική δύναμη κατά μήκος των συνόρων Σαουδικής Αραβίας-Υεμένης. Με μια [νεκρή] ζώνη να αποτρέπει τις άμεσες εδαφικές επιδρομές, η Σαουδική Αραβία μπορεί να είναι πιο πρόθυμη να επιτρέψει στους Υεμενίτες να υιοθετήσουν την δική τους πολιτική λύση, ακόμη και αν η ηγεσία των Houthi διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επόμενη κυβέρνηση.

Οποιαδήποτε διαπραγμάτευση μεταξύ της κυβέρνησης των ΗΠΑ και των Houthi θα αντιμετωπίσει σοβαρή αντίδραση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε κάθε διαδήλωση των Houthi, οι διαδηλωτές ψάλλουν: «Ο Θεός είναι υπέροχος! Θάνατος στην Αμερική! Θάνατος στο Ισραήλ! Κατάρα στους Εβραίους! Νίκη στο Ισλάμ!». Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ επεσήμαναν αυτό το σύνθημα ως απόδειξη της αντι-αμερικανικής στάσης του κινήματος [των Χούτι] και, δεδομένου ότι η έκφραση βασίζεται σε ένα ιρανικό επαναστατικό σύνθημα, ως απόδειξη της συνεργασίας Χούτι-Ιρανών. Ο Χαντί μέχρι που έχει ακόμη και επίσημα ζητήσει από τον ΟΗΕ να χαρακτηρίσει τους Χούτι ως τρομοκρατικό οργανισμό.

Ωστόσο, το σύνθημα είναι παραπλανητικό. Οι Χούτι είναι μια από τις λίγες ομάδες στη Μέση Ανατολή που έχουν μικρή πρόθεση ή ικανότητα να αντιμετωπίσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ή το Ισραήλ. Και μακράν του να είναι ευθυγραμμισμένο με τους εξτρεμιστές, το κίνημα Houthi συγκρούστηκε επανειλημμένα με το Ισλαμικό Κράτος (επίσης γνωστό ως ISIS) και την Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο. Είναι η Σαουδική Αραβία που έχει υποστηρίξει από καιρό Σουνιτικές ισλαμιστικές ομάδες στην Υεμένη. Επιπλέον, οι βόρειες φυλές της Υεμένης είναι πρόθυμες να δεχτούν ξένη βοήθεια ανεξάρτητα από το ποιος την δίνει. Κατά την δεκαετία του 1960, έλαβαν μυστική στρατιωτική βοήθεια από το Ισραήλ στον εμφύλιο πόλεμό τους ενάντια στη νέα δημοκρατία.

Ο Αμπντούλ-Μαλίκ αλ-Χούτι και η υπόλοιπη ηγεσία του κινήματος, ωστόσο, χρειάζονται ένα επείγον μάθημα στην σύγχρονη διπλωματία. Τα μέλη της οικογένειας Houthi απέρριψαν το αντι-αμερικανικό σύνθημα της ομάδας ως απλά λόγια, υποστηρίζοντας ότι δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική πολιτική. Ωστόσο, οι λέξεις μπορεί να είναι επικίνδυνες. Η ηγεσία των Houthi πρέπει να απομακρύνει την σύγκρουση της Υεμένης από τις διαιρέσεις που χαρακτηρίζουν την υπόλοιπη περιοχή. Θα πρέπει να ξεκινήσει υιοθετώντας ένα νέο σύνθημα.

Τα πόδια ενός παιδιού καλυμμένα από σκόνη, καθώς άνθρωποι αναζητούν επιζώντες κάτω από τα ερείπια ενός σπιτιού που καταστράφηκε από αεροπορική επίθεση στην Σαναά, τον Σεπτέμβριο του 2015. MOHAMED AL-SAYAGHI / REUTERS 

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι διεθνείς οργανισμοί θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι το να εστιάζουν στις εντάσεις μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας μόνο αποσπά την προσοχή από την εξεύρεση μιας τοπικής πολιτικής διευθέτησης για να σταματήσουν οι μάχες. Αμφότερες οι κύριες αιτίες του εμφυλίου πολέμου είναι εσωτερικές της Υεμένης: Μια παράνομη δημοκρατική κυβέρνηση και ένα κίνημα Houthi που δεν έχει καμία πρόθεση να υποχωρήσει στο πολιτικό σκότος του βόρειου οχυρού του. Μέχρι στιγμής, οι ειρηνευτικές συνομιλίες με επικεφαλής τον Ismail Ould Cheikh Ahmed, τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ για την Υεμένη, δεν κατανόησαν τίποτε από τα δύο και επιχείρησαν να λύσουν την κρίση απαιτώντας την απόσυρση των Χούτι και την αποκατάσταση της παυθείσας δημοκρατικής κυβέρνησης.

Αυτό πρέπει να αλλάξει. Πριν από το 1990, η Υεμένη δεν υπήρξε ποτέ ως ενιαία χώρα. Μια ειρηνική λύση πρέπει να αναγνωρίσει τις εσωτερικές διαιρέσεις της Υεμένης. Η χώρα αποτελείται από τρεις περιοχές. Ο βορράς, η πατρίδα του κινήματος Houthi, περιέχει τη μεγάλη πλειοψηφία του σιιτικού πληθυσμού και κυριαρχείται από ισχυρές φυλετικές συμμαχίες. Ο νότος της χώρας, μια βρετανική αποικία από το 1839 έως το 1967 και μετά ένα αραβικό κομμουνιστικό κράτος μέχρι την ενοποίηση της Υεμένης, είναι πρωτίστως σουνιτικός, με αδύναμη φυλετική δομή που έχει διαβρωθεί από την πάνω από έναν αιώνα αυτοκρατορική κυριαρχία και από δεκαετίες κοσμικής κομμουνιστικής ιδεολογίας. Τέλος, η ανατολική περιοχή της Υεμένης, γνωστή ως Hadramawt, κατοικείται από έναν αραιοκατοικημένο πληθυσμό Hadrami που παραδοσιακά απολάμβανε σημαντική ανεξαρτησία.

Καμία από αυτές τις περιοχές δεν μπορεί ή δεν πρέπει να ασκεί πλήρη έλεγχο επί των άλλων δύο. Ωστόσο, ούτε η διάσπαση της Υεμένης σε τρία χωριστά έθνη θα λύσει το πρόβλημα. Μια καλύτερη λύση θα περιλάμβανε ένα ομοσπονδιακό σύστημα που θα διατηρούσε έναν βαθμό αυτονομίας για κάθε περιοχή και θα καθιέρωνε μια αδύναμη κεντρική κυβέρνηση για να μεσολαβεί σε διαφορές σχετικά με εδάφη ή πόρους και για να καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική. Εκτός από την διατήρηση της ειρήνης στην Υεμένη, η απουσία ενός ισχυρού κεντρικού κράτους θα μείωνε τις ανησυχίες της Σαουδικής Αραβίας σχετικά με την περιφερειακή σταθερότητα.

Η μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον της Υεμένης, ωστόσο, δεν είναι η Σαουδική Αραβία, το Ιράν ή ακόμη και ένας ανανεωμένος εμφύλιος πόλεμος, αλλά μάλλον μια αυξανόμενη έλλειψη νερού [12] που απειλεί τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Σύμφωνα με προβλέψεις του ΟΗΕ, οι μεγάλες αστικές περιοχές της Υεμένης θα μπορούσαν να στεγνώσουν εντός του 2018, ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς άρδευσης και του αυξανόμενου πληθυσμού. Η Σαουδική Αραβία έχει υποσχεθεί από καιρό να αποκαταστήσει την υποβαθμισμένη υποδομή της Υεμένης μετά τον πόλεμο. Αυτά τα χρήματα θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη μετακίνηση μεγάλων αστικών πληθυσμών σε περιοχές με περισσότερο νερό και να επενδυθούν σε έργα μαζικής αφαλάτωσης. Αυτό δεν χρειάζεται να είναι μια μονομερής συμφωνία: Μια σταθερή Υεμένη θα μπορούσε να αφήσει την Σαουδική Αραβία να μεταφέρει πετρέλαιο από τα πηγάδια της στα διυλιστήρια και τις ναυτικές εγκαταστάσεις στο Άντεν, δίνοντας στην σαουδική κυβέρνηση μια νέα γραμμή εξαγωγής που θα παρακάμψει το Στενό του Ορμούζ, αποφεύγοντας τον αιώνιο κίνδυνο του ιρανικού αποκλεισμού. Αν οι ξένες κυβερνήσεις και τα Ηνωμένα Έθνη αποφασίσουν σύντομα να μειώσουν τα βάσανα της Υεμένης και να δεχτούν ότι ο εμφύλιος πόλεμος χρειάζεται μια τοπική λύση, τότε η Υεμένη μπορεί ακόμη να ανακάμψει και να προσθέσει ένα μέτρο σταθερότητας σε μια ασταθή περιοχή. 

Στα αγγλικά: 

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Beyond-Arab-Cold-War-International/dp/0190618442/...
[2] http://www.cnn.com/2015/02/21/world/yemen-unrest/index.html
[3] http://www.reuters.com/article/yemen-security/update-1-yemen-minister-ca...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/yemen/2017-03-21/seeking-account...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2015-04-19/irans-game-yemen
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/yemen/2015-10-28/how-al-qaeda-ru...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/persian-gulf/2011-02-25/letter-sana
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/persian-gulf/2009-12-16/disorder...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/saudi-arabia/2015-03-29/houthi-a...
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/yemen/2015-09-18/houthis-divided
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/saudi-arabia/2015-04-15/bleeding...
[12] https://www.foreignaffairs.com/articles/yemen/2013-07-23/how-yemen-chewe...

Asher Orkaby
Ο ASHER ORKABY είναι ερευνητικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Harvard και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Beyond the Arab Cold War: The International History of the Yemen Civil War, 1962–68. [1]


18/04/2018