Η Αμερική βυθίζεται ακόμη περισσότερο στο χρέος.


Πόσο χρέος μπορεί να αντέξει η κυβέρνηση των ΗΠΑ; Κανείς δεν γνωρίζει στα σίγουρα, αλλά αυτή τη στιγμή έχει ξεπεράσει τα όρια, όπως ποτέ άλλοτε - ή τουλάχιστον περισσότερο από την εποχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

Στην πρόσφατη έκθεση Fiscal Monitor, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προσφέρει συμβουλές για τα ανεπτυγμένα έθνη του κόσμου: Χρησιμοποιήστε αυτήν την περίοδο οικονομικής ανάπτυξης για να αποπληρώσετε μέρος των χρεών σας. Πάνω κάτω όλοι επιδιώκουν να σημειώσουν κάποια πρόοδο, με μία αξιοσημείωτη εξαίρεση: την Αμερική.

Χάρη στις φορολογικές περικοπές και τα σχέδια για τις δαπάνες που πέρασε το Κογκρέσο υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, το χρέος της κυβέρνησης των ΗΠΑ προβλέπεται τώρα να φτάσει το 96,2% του ΑΕΠ μέχρι το 2028. Πρόκειται για ένα ποσοστό 7% υψηλότερο από τις εκτιμήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου για την επόμενη δεκαετία, συγκριτικά με τις προβλέψεις ένα χρόνο νωρίτερα και σχεδόν τόσο υψηλό όσο το 1946, όταν η κυβέρνηση δανείζονταν τεράστια ποσά για την κατασκευή τανκς και αεροσκαφών για τον πόλεμο.

Ποιο είναι το όριο;

Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, ως ποσοστό του ΑΕΠ - προβλέψεις του CBO μετά το 2017



Πόσο πολύ είναι πάρα πολύ; Ως η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και ο εκδότης του κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος, οι ΗΠΑ διατηρούν μεγαλύτερες ελευθερίες συγκριτικά με άλλα έθνη. Τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ θεωρούνται το απόλυτο ασφαλές περιουσιακό στοιχείο, σε μια εποχή που τα περιουσιακά αυτά στοιχεία έχουν μεγάλη ζήτηση. Όταν ξεσπάνε κρίσεις, οι επενδυτές συρρέουν στο καταφύγιο του δολαρίου, μειώνοντας το κόστος δανεισμού των ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση δεν έχει τιμωρηθεί για τον υπερβολικό δανεισμό, στον βαθμό που έχουν τιμωρηθεί άλλες κυβερνήσεις.

Για όσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά, οι ΗΠΑ μπορούν να σταθεροποιήσουν το όριο του χρέους τους με σχετική ευκολία. Τα μαθηματικά είναι απλά: Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει αμετάβλητος αν ο αριθμητής (χρέος) αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνεται και ο παρονομαστής (η οικονομία). Μακροπρόθεσμα, η οικονομία των ΗΠΑ αναμένεται να αναπτυχθεί με ονομαστικό ρυθμό περίπου 4%. Και το χρέος - αν δεν αυξηθεί σε υπερβολικό βαθμό - θα αυξηθεί κατά το ποσοστό του επιτοκίου, που σήμερα προβλέπεται να είναι λίγο λιγότερο από το 4%. Επομένως, το μόνο που χρειάζεται η κυβέρνηση είναι να διατηρήσει τον προϋπολογισμό (τα έσοδα και τις δαπάνες, εξαιρουμένων των πληρωμών τόκων) σε ισορροπία, κάτι που έχει να πετύχει από το 2007.

Όμως, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και πολλές άλλες χώρες μπορούν να επιβεβαιώσουν, το κόστος δανεισμού μπορεί να αυξηθεί απότομα εάν οι επενδυτές αρχίσουν να ανησυχούν για την ικανότητα ή την προθυμία μιας κυβέρνησης να πληρώσει τα χρέη της. Ακόμη χειρότερα, αν οι ανησυχίες αυτές γίνουν πραγματικότητα, επειδή το υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους καθιστά αυτό το βάρος πολύ πιο δύσκολο να το αντέξει κανείς. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ θα είναι ιδιαίτερα έντονη: Η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να λάβει δράση και να ηρεμήσει τις αγορές - όπως συνέβη το 2008 - αν τα δικά της οικονομικά ήταν η πηγή των προβλημάτων.

Επομένως, τι θα μπορούσε να τρομάξει τους επενδυτές; Μια πιθανότητα είναι ότι θα μπορούσαν να αρχίσουν να αμφιβάλλουν για την ικανότητα της κυβέρνησης να μειώσει το χρέος της στο επίπεδο που ιστορικά θεωρούνταν λογικό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, ζητά από τα μέλη της να στοχεύσουν σε ένα ανώτατο δημόσιο χρέος ύψους 60% του ΑΕΠ. Πρόκειται για ένα δείκτη αναφοράς που αγνοήθηκε πρόσφατα και υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να εξετάσουμε το χρέος, αλλά τα προηγμένα έθνη έχουν επίσης αθετήσει πληρωμές του χρέους ή έχουν λάβει άλλα ριζοσπαστικά μέτρα σε χαμηλότερα επίπεδα χρέους.

Θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να ικανοποιήσουν μια τέτοια απαίτηση; Ας πούμε, σε μια περίοδο 10 ετών; Μέχρι το 2015, όταν ο λόγος του χρέους αναμενόταν να φτάσει το 78,7%, αυτό φαινόταν εφικτό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του CBO για την ανάπτυξη του ΑΕΠ και τα επιτόκια, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να έχουν πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ για να μειώσουν το ποσοστό στο 60%. Με βάση τις τελευταίες προβλέψεις, με το δείκτη χρέους να φτάνει το 96,2%, αυτό το έργο είναι πολύ πιο δύσκολο: Το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα θα ήταν 4,3%.

Ο δρόμος προς τη φερεγγυότητα 

Όπως μπορεί να επιβεβαιώσει η Ελλάδα, τόσο έντονη λιτότητα μπορεί να έχει σοβαρές πολιτικές και ανθρωπιστικές επιπτώσεις. Επίσης, οι ΗΠΑ δεν έχουν καταφέρει ποτέ κάτι τέτοιο. Από το 1800, το μεγαλύτερο μέσο πρωτογενές πλεόνασμα των ΗΠΑ που να έχει διατηρηθεί για 10 χρόνια ήταν 2,9%, και αυτό ήταν κατά τη διάρκεια της επενδυτικής έκρηξης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Βεβαίως, οι κυβερνήσεις μπορούν να μειώσουν το χρέος χωρίς να καταφεύγουν σε λιτότητα, αν και καμία από τις επιλογές δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική. Μπορούν να χρησιμοποιήσουν κανονισμούς ή άλλους μηχανισμούς για να αναγκάσουν τις τράπεζες να τους δανείσουν με χαμηλά επιτόκια. Αν δανείζονται στο δικό τους νόμισμα, μπορούν να δημιουργήσουν μία πληθωριστική κρίση, που θα ενισχύει τον παρονομαστή χωρίς να επηρεάζει τον αριθμητή - αλλά αυτό μπορεί να είναι δύσκολο να ελεγχθεί και να βλάψει την πίστωση της χώρας.

Τελικά, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο μια κυβέρνηση - και ειδικότερα αυτή των ΗΠΑ - μπορεί να δανειστεί πριν τα πράγματα ξεφύγουν εκτός ελέγχου. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: Είναι ένα όριο που καλύτερα να μη χρειαστεί να δοκιμαστεί.


Του Mark Whitehouse


24/4/2018