ΔΝΤ: Το ισχυρότερο σοκ παγκοσμίως δέχθηκε η ελληνική αγορά εργασίας.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
(1) Για μια χούφτα ευρώ: 14,5 ευρώ το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα και 30,3 ευρώ στην ΕΕ.
(2) Πάνω από 193.000 οι νέοι που αμείβονται με υποκατώτατο μισθό(1) Για μια χούφτα ευρώ: 14,5 ευρώ το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα και 30,3 ευρώ στην ΕΕ.
έως 428 ευρώ.
(4) 'Αποψη: Κατά πόσον πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί;
ΔΝΤ: Το ισχυρότερο σοκ παγκοσμίως δέχθηκε
η ελληνική αγορά εργασίας.
Την περίοδο 2008-2016 η ελληνική οικονομία δέχθηκε το ισχυρότερο σοκ στην αγορά εργασίας μεταξύ των 37 "ανεπτυγμένων" οικονομικά κρατών που μελετά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Καταγράφει στην χώρα μας τη μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας, αλλά και τη μεγαλύτερη μείωση του δείκτη απασχόλησης.
Μετά από την Ελλάδα το δεύτερο μεγαλύτερο πλήγμα δέχθηκε η κυπριακή οικονομία, ενώ έπονται σε μέγεθος τριγμών της αγοράς εργασίας η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία.
Στον αντίποδα, πολύ μεγάλη αύξηση της απασχόλησης καταγράφεται στη Μάλτα, στη Σιγκαπούρη, στη Γερμανία και στην Κορέα.
Τα στοιχεία του ΔΝΤ περιλαμβάνονται στην εξαμηνιαία έκθεση World Economic Outlook, μέρος της οποίας (τα κεφάλαια 2,3 και 4) δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Ο λόγος για την έκθεση που περιλαμβάνει και τα στοιχεία για το ΑΕΠ, τα οποία όμως θα βγουν στη δημοσιότητα μέσα στις επόμενες μέρες μαζί με το "Κεφάλαιο 1" της έκθεσης.
Επίσης, αναμένονται σε ξεχωριστές εκθέσεις και τα δημοσιονομικά στοιχεία του ΔΝΤ τα οποία αυτή τη φορά έχουν ειδικό ενδιαφέρον, αφού ίσως αποκαλύψουν τις θέσεις του αναφορικά με την εμπροσθοβαρή ή όχι εφαρμογή του μειωμένου αφορολογήτου.
Όσο για τα κεφάλαια 2 3 και 4 της έκθεσης που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα σχετίζονται κυρίως με την αγορά εργασίας και δείχνουν τους μεγάλους τριγμούς που προκάλεσε η κρίση στην Ελλάδα. Πάντως, ενδιαφέρον είναι σύμφωνα με τα γραφήματα που παρουσιάζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ότι η κρίση προκάλεσε έξοδο από την αγορά εργασίας κατά κύριο λόγο ανδρών οι οποίοι δεν έβρισκαν δουλειά.
Αντιθέτως οι γυναίκες κινητοποιήθηκαν στην Ελλάδα εν μέσω κρίσης. Η χώρα μας κατατάσσεται 4η σε αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας την περίοδο 2008 2016. Της Ελλάδας προηγούνται σε επιδόσεις το Ισραήλ, η Γερμανία και η Ισπανία.
Γενικότερα σε παγκόσμιο επίπεδο η έκθεση αναφέρει ότι η συμμετοχή στην αγορά εργασίας έχει αυξηθεί μεταξύ των γυναικών και των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων, αλλά έχει μειωθεί μεταξύ των νέων και των ανδρών. Η γήρανση και η παγκόσμια κρίση είναι η εξήγηση για την μείωση της συμμετοχής ανδρών στην αγορά εργασίας κατά την τελευταία δεκαετία. "Ωστόσο, η αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών υπογραμμίζει τη σημασία άλλων παραγόντων" αναφέρει το ΔΝΤ, όπως το μορφωτικό επίπεδο, οι τεχνολογικές εξελίξεις, η κατάρτιση, η μείωση των κινήτρων για συνταξιοδότηση. Ειδική σημασία δίδεται στην γήρανση και στην ανάγκη επανεξέτασης των μεταναστευτικών πολιτικών για την τόνωση της προσφοράς εργασίας σε "προηγμένες" οικονομίες.
Της Δήμητρας Καδδά
9/4/2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Σκίτσο του Π.ΖΕΡΒΟΥ
1.
Για μια χούφτα ευρώ: 14,5 ευρώ το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα
Για μια χούφτα ευρώ: 14,5 ευρώ το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα
και 30,3 ευρώ στην ΕΕ.
Το ανά ώρα κόστος της εργασίας (μισθολογικό και μη μισθολογικό) ανήλθε στην Ελλάδα το 2017 στα 14,5 ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (EUROSTAT).
Στην ευρωζώνη ήταν κατά μέσο όρο στα 30,3 ευρώ, ενώ μεταξύ των κρατών της ΕΕ το μικρότερο εργατικό κόστος είχαν η Βουλγαρία με 4,9 ευρώ, η Ρουμανία με 6,3 ευρώ, η Λιθουανία με 8 ευρώ, η Λετονία με 8,1 ευρώ, και η Ουγγαρία με 9,1 ευρώ.
Στον αντίποδα, το μεγαλύτερο ανά ώρα κόστος εργασίας στην ΕΕ εμφάνισαν για το 2017 η Δανία με 42,5 ευρώ, το Βέλγιο με 39,6 ευρώ, το Λουξεμβούργο με 37,6 ευρώ, η Σουηδία με 36,6 ευρώ και η Γαλλία με 36 ευρώ.
Όπως αναφέρει η EUROSTAT οι εν λόγω εκτιμήσεις προέρχονται από επιχειρήσεις που απασχολούσαν κατ’ ελάχιστον 10 εργαζόμενους, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι εργαζόμενοι στη Δημόσια Διοίκηση.
Το 2008 το ωριαίο κόστος της εργασίας στην Ελλάδα ήταν, όπως αναφέρεται, στα 16,8 ευρώ.Το 2015 είχε πέσει στα 14,1 ευρώ ενώ το 2016 ήταν στα 14,2 ευρώ. Το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας (κυρίως για ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα) ήταν το 2017 στην Ελλάδα στο 25,7% του συνολικού κόστους, δηλαδή περίπου όσο ήταν κατά μέσο όρο και στο σύνολο της ευρωζώνης (25,9%).
Στην Ελλάδα, τέλος το μεγαλύτερο ωριαίο κόστος εργασίας ήταν στον βιομηχανικό τομέα με 15,3 ευρώ. Στον τομέα των υπηρεσιών ήταν στα 14,3 ευρώ, ενώ στον τομέα των κατασκευών ήταν στα 10,2 ευρώ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ Μ. Σπινθουράκης Βρυξέλλες
9/4/2018
2.
Πάνω από 193.000 οι νέοι που αμείβονται
Πάνω από 193.000 οι νέοι που αμείβονται
με υποκατώτατο μισθό έως 428 ευρώ.
Στο 7,6% του συνόλου των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα ανήλθαν το 2017 όσοι αμείβονται με "υποκατώτατο" μισθό, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από την τελευταία ετήσια έκθεση του Πληροφοριακού Συστήματος "Εργάνη" του Υπ. Εργασίας. Πρόκειται για νέους 19 έως 24 ετών, οι οποίοι πληρώνονται με μισθό 12% κάτω από τον κατώτατο (εξού και η ονομασία "υποκατώτατος").
Μ΄ άλλα λόγια, οι μισθός τους ανέρχεται σε έως 510 ευρώ μικτά (ή 428 ευρώ καθαρά) έναντι του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ μικτά με τον οποίο αμείβονται οι εργαζόμενοι άνω των 25 ετών.
Αν, μάλιστα, ένας νέος έχει σύμβαση μερικής απασχόλησης (δηλ. απασχόλησης που διαρκεί κάτω από 8 ώρες/5ήμερο), τότε ο μισθός του πέφτει και κάτω από τα 428 ευρώ καθαρά. Π.χ. αν εργάζεται 4 ώρες/5ήμερο, τότε θα αμείβεται με 214 ευρώ καθαρά.
Ο κατά 12% κατώτερος από τον κατώτατο μισθό για τους νέους θεσπίστηκε το Φλεβάρη του 2012 επί κυβέρνησης Παπαδήμου (η οποία στηριζόταν από το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ), μαζί με τη μείωση 20% στον κατώτατο μισθό .
Έτσι, έκτοτε ο κατώτατος μισθός για νέους έως 25 ετών έπεσε κατά 32% σε σχέση με ό,τι ίσχυε μέχρι πρότινος (δηλαδή από 751 ευρώ μικτά στα 510 ευρώ μικτά).
Το 2013, έναν χρόνο μετά από τη μείωση του κατώτατου μισθού των νέων, 89.074 νέοι αμείβονταν με μισθό 510 ευρώ μικτά κατά το μέγιστο.
Επί του συνόλου των μισθωτών, το ποσοστό ανερχόταν στο 6,4%.
Πέντε χρόνια μετά, δηλαδή, το 2017,οι αμειβόμενοι με τον "υποκατώτατο" μισθό αυξήθηκαν κατά 50.668 ή 36%, φτάνοντας τους 139.762. Το πλήθος αυτό αντιστοιχεί στο 7,6% του συνόλου των μισθωτών.
Η μεγάλη στροφή φαίνεται πως έγινε το 2015 (δηλαδή επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), καθώς το ποσοστό των αμειβομένων με τον "υποκατώτατο" μισθό εκτινάχθηκε από το 6,4%-6,9% που ήταν το 2013-2014 στο 7,4%-7,6% την περίοδο 2016 -2017.
Ο αύξηση των νέων εργαζομένων που αμείβονται με τον υποκατώτατο ήταν πολύ μεγαλύτερη –ως ποσοστό- από την αύξηση όλου του πλήθους των εργαζομένων την περίοδο 2013-2017.
Συγκεκριμένα, το σύνολο των απασχολούμενων που καταγράφει το σύστημα "Εργάνη" αυξήθηκε κατά 26% μεταξύ 2013-2017 έναντι 36% που αυξήθηκε το πλήθος των εργαζομένων 19-24 ετών που αμείβονται με τον "υποκατώτατο" μισθό.
Μ’ άλλα λόγια, φαίνεται πως στην αγορά εργασίας υπάρχει μία τάση υποκατάστασης εργαζομένων άνω των 25 ετών με εργαζομένους κάτω των 25 ετών.
Του Δημήτρη Κατσαγάνη
25/3/2018
3.
Η Ελλάδα, φτωχός συγγενής της Ευρωζώνης και το 2017.
Ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη το 2017, αλλά και ένα από τα χαμηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ο αρνητικός ρυθμός πιστωτικής επέκτασης αλλά και αποταμίευσης, είναι μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία που κάνουν την ελληνική οικονομία να ξεχωρίζει με αρνητικό τρόπο στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την οικονομία της Ευρωζώνης τον προηγούμενο χρόνο. Γίνεται, έτσι, σαφές ότι το αποτύπωμα της κρίσης στην ελληνική οικονομία παραμένει έντονο, παρά την επικείμενη έξοδο από το μνημόνιο.
Ο μόνος τομέας στον οποίο δείχνει να πηγαίνει καλά η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με το «πανόραμα» της έκθεσης της ΕΚΤ, είναι τα δημοσιονομικά, λόγω υπερπλεονασμάτων που επέβαλε το μνημόνιο, αλλά και η επιλογή της υπερφορολόγησης.
Αναλυτικότερα, το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2017 κατά 1,4%, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν 2,3%. Ουσιαστικά, η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να συμμετάσχει στην αναπτυξιακή άνοιξη της Ευρώπης και δεν έζησε το φαινόμενο του «ελατηρίου» που αναμενόταν, μετά τη μακροχρόνια ύφεση.
Η χαμηλή πτήση του ΑΕΠ το 2017 οφείλεται κυρίως στην καθήλωση της κατανάλωσης (αυξήθηκε κατά 0,1% το 2017, έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη). Στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, η θέση της Ελλάδας έχει υποχωρήσει στα 19.900 ευρώ (στοιχεία 2016), όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 31.700 και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι 29.900.
Η Ελλάδα κατέχει την προτελευταία θέση στην Ευρωζώνη, μετά τη Λετονία (19.400 ευρώ), η οποία, όμως, έχει πραγματοποιήσει άλμα σε σχέση με το παρελθόν. Στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε χειρότερη θέση είναι μόνο η Βουλγαρία (14.600 ευρώ), η Κροατία (18.000 ευρώ) και η Ρουμανία (17.700 ευρώ).
Σε αρνητικό έδαφος συνεχίζει να κινείται η αποταμίευση (-6,8%, έναντι 12,1% στην Ευρωζώνη και 10,8% στην Ευρωπαϊκή Ενωση), κάτι που δείχνει ότι οι Ελληνες εξακολουθούν να δαπανούν «από τα έτοιμα» για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι αμοιβές των εργαζομένων αυξήθηκαν για πρώτη φορά το 2017, αλλά μόνο κατά 0,1%, όταν στην Ευρωζώνη η αύξηση ήταν 1,6% και στην Ευρωπαϊκή Ενωση 2,1%.
Στα δημοσιονομικά (στοιχεία του 2016), η Ελλάδα εμφανίζεται με άνετο πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ της (έναντι μέσου ελλείμματος 1,5% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη) και με το μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα στην Ευρωζώνη (3,7% του ΑΕΠ, έναντι 0,6% στην Ευρωζώνη). Παραμένει, όμως, πάνω από τον μέσο όρο στις δαπάνες του κράτους (49,7% του ΑΕΠ, έναντι 47,6% του ΑΕΠ μέσος όρος στην Ευρωζώνη), κάτι το οποίο δείχνει ότι τα πλεονάσματα στηρίχθηκαν κυρίως στην υπερφορολόγηση και λιγότερο στις περικοπές δαπανών.
Το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου το 2017, παρά τη μεγάλη πτώση, ήταν το υψηλότερο με διαφορά στην Ευρωζώνη, φτάνοντας το 6% στους μακροπρόθεσμους τίτλους έναντι 1,1% στην Ευρωζώνη. Βεβαίως, σε σύγκριση με το 9,7% του 2015 και το 8,4% του 2016, είναι μια πρόοδος.
Πιστωτική ασφυξία
Οι συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας που επικρατούν στη χώρα διαπιστώνονται, τέλος, από τον ρυθμό μεταβολής των χορηγούμενων δανείων (-0,1% έναντι 3,1% στην Ευρωζώνη στις επιχειρήσεις και -1,5% έναντι 2,9% στα νοικοκυριά), αλλά και από το κόστος δανεισμού (4,51% στις επιχειρήσεις, έναντι 1,76% στην Ευρωζώνη και 2,78% στεγαστικά στα νοικοκυριά έναντι 1,86% στην Ευρωζώνη).
ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΛΩΡΑ
http://www.kathimerini.gr/958364/article/oikonomia/
ellhnikh-oikonomia/h-ellada-ftwxos-syggenhs-ths-eyrwzwnhs-kai-to-2017
11/4/2018
Στον δείκτη «ποιότητας θεσμών και κανονισμών» είμαστε... ουραγοί.
4.
'Αποψη: Κατά πόσον πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί;
Σε πρόσφατο ρεπορτάζ η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε μελέτη του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ σύμφωνα με την οποία ο μέσος (καθαρός) μηνιαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα βρίσκεται κάτω των 700 ευρώ για το 37,4% των εργαζομένων ενώ, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το 29,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ. Βάσει λοιπόν των προαναφερθέντων, τίθεται επιτακτικά το ερώτημα: χρειάζεται, και κατά πόσον, αύξηση των μισθών το 2018;
Για να απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα, σημειώνω ότι οι μισθοί στο σύνολο της οικονομίας μας επηρεάζονται: α) θετικά από το γενικό επίπεδο τιμών, β) θετικά από την παραγωγικότητα εργασίας, γ) θετικά από την ανταγωνιστικότητα τιμών της οικονομίας μας (τιμές εισαγωγών προς εγχώριες τιμές), και δ) αρνητικά από το ποσοστό ανεργίας. Στην Ελλάδα η απόκλιση των μισθών από τα λεγόμενα economic fundamentals, δηλαδή από τις δυνατότητες της οικονομίας, εμφανίζει σε γενικές γραμμές την παρακάτω εικόνα:
• Σημαντική αρνητική απόκλιση μέχρι και 7,77% παρουσιάστηκε τη δεκαετία του 1970 κυρίως λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης πετρελαίου.
• Σημαντική θετική απόκλιση της τάξης του 8,12% παρουσιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως αποτέλεσμα της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ να «προωθήσει» εξαιρετικά γενναιόδωρες αυξήσεις μισθών.
• Σημαντικές αρνητικές αποκλίσεις μέχρι και 10,78% παρουσιάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως αποτέλεσμα της κατάργησης της υποχρεωτικής εκχώρησης Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) στους μισθούς.
• Μετά την είσοδό μας στο ευρώ, οι μισθοί κινήθηκαν μέχρι και 7,12% πάνω από τις δυνατότητες της οικονομίας. Στη διάρκεια της περιόδου 2013-2017 όμως, και (βέβαια) λόγω μνημονίων, η θετική «απόκλιση» των προηγούμενων ετών ανατράπηκε με βίαιο τρόπο. Σημειώνω ότι, για το 2017, το οικονομετρικό μοντέλο Liverpool εκτιμά ότι οι μισθοί στο σύνολο της οικονομίας κινήθηκαν 3,59% κάτω από τις οικονομικές μας δυνατότητες.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι ονομαστικοί μισθοί θα μπορούσαν, άμεσα, να αυξηθούν κοντά στο 3,6%. Εδώ λοιπόν τίθεται το εύλογο ερώτημα: Στον βαθμό που αυτό συμβεί δεν πρόκειται να επιβαρυνθεί αρνητικά η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας;
Πιστεύω ότι τέτοια αρνητική εξέλιξη δεν πρόκειται να λάβει χώρα. Και τούτο επειδή η επίδραση άλλων ποσοτικών και ποιοτικών μεταβλητών στη διεθνή μας ανταγωνιστικότητα είναι πολλαπλώς μεγαλύτερη από την αύξηση των ονομαστικών μισθών. Αναφέρομαι χαρακτηριστικά: α) στον υψηλό συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων (ο οποίος, ευρισκόμενος στο 29%, υπερβαίνει κατά πέντε περίπου ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ) και β) στον δείκτη «ποιότητας των θεσμών και κανονισμών» (regulatory quality) της World Bank (http://info.worldbank.org/governance/wgi/#home), ο οποίος καταγράφει την ικανότητα του κράτους να δημιουργεί/εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Στον δείκτη αυτό βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση από την... Αλβανία, αλλά τουλάχιστον ξεπερνάμε τους γείτονες της FYROM...
Πράγματι, τόσο ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων όσο και οι επιδόσεις μας στην ποιότητα θεσμών και κανονισμών λειτουργούν ως μεγαλύτερο «βαρίδι» από την αύξηση των μισθών έως και 3,6%, η οποία, εντέλει, αναπληρώνει μέρος του χαμένου εισοδήματος της περιόδου 2013-2017!
Κώστας Μήλας ,
καθηγητής και πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.
http://www.kathimerini.gr/957970/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/apoyh-kata-poson-prepei-na-ay3h8oyn-oi-mis8oi
10/4/2018
3.
Η Ελλάδα, φτωχός συγγενής της Ευρωζώνης και το 2017.
Ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη το 2017, αλλά και ένα από τα χαμηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ο αρνητικός ρυθμός πιστωτικής επέκτασης αλλά και αποταμίευσης, είναι μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία που κάνουν την ελληνική οικονομία να ξεχωρίζει με αρνητικό τρόπο στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την οικονομία της Ευρωζώνης τον προηγούμενο χρόνο. Γίνεται, έτσι, σαφές ότι το αποτύπωμα της κρίσης στην ελληνική οικονομία παραμένει έντονο, παρά την επικείμενη έξοδο από το μνημόνιο.
Ο μόνος τομέας στον οποίο δείχνει να πηγαίνει καλά η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με το «πανόραμα» της έκθεσης της ΕΚΤ, είναι τα δημοσιονομικά, λόγω υπερπλεονασμάτων που επέβαλε το μνημόνιο, αλλά και η επιλογή της υπερφορολόγησης.
Αναλυτικότερα, το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2017 κατά 1,4%, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν 2,3%. Ουσιαστικά, η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να συμμετάσχει στην αναπτυξιακή άνοιξη της Ευρώπης και δεν έζησε το φαινόμενο του «ελατηρίου» που αναμενόταν, μετά τη μακροχρόνια ύφεση.
Η χαμηλή πτήση του ΑΕΠ το 2017 οφείλεται κυρίως στην καθήλωση της κατανάλωσης (αυξήθηκε κατά 0,1% το 2017, έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη). Στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, η θέση της Ελλάδας έχει υποχωρήσει στα 19.900 ευρώ (στοιχεία 2016), όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 31.700 και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι 29.900.
Η Ελλάδα κατέχει την προτελευταία θέση στην Ευρωζώνη, μετά τη Λετονία (19.400 ευρώ), η οποία, όμως, έχει πραγματοποιήσει άλμα σε σχέση με το παρελθόν. Στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε χειρότερη θέση είναι μόνο η Βουλγαρία (14.600 ευρώ), η Κροατία (18.000 ευρώ) και η Ρουμανία (17.700 ευρώ).
Σε αρνητικό έδαφος συνεχίζει να κινείται η αποταμίευση (-6,8%, έναντι 12,1% στην Ευρωζώνη και 10,8% στην Ευρωπαϊκή Ενωση), κάτι που δείχνει ότι οι Ελληνες εξακολουθούν να δαπανούν «από τα έτοιμα» για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι αμοιβές των εργαζομένων αυξήθηκαν για πρώτη φορά το 2017, αλλά μόνο κατά 0,1%, όταν στην Ευρωζώνη η αύξηση ήταν 1,6% και στην Ευρωπαϊκή Ενωση 2,1%.
Στα δημοσιονομικά (στοιχεία του 2016), η Ελλάδα εμφανίζεται με άνετο πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ της (έναντι μέσου ελλείμματος 1,5% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη) και με το μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα στην Ευρωζώνη (3,7% του ΑΕΠ, έναντι 0,6% στην Ευρωζώνη). Παραμένει, όμως, πάνω από τον μέσο όρο στις δαπάνες του κράτους (49,7% του ΑΕΠ, έναντι 47,6% του ΑΕΠ μέσος όρος στην Ευρωζώνη), κάτι το οποίο δείχνει ότι τα πλεονάσματα στηρίχθηκαν κυρίως στην υπερφορολόγηση και λιγότερο στις περικοπές δαπανών.
Το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου το 2017, παρά τη μεγάλη πτώση, ήταν το υψηλότερο με διαφορά στην Ευρωζώνη, φτάνοντας το 6% στους μακροπρόθεσμους τίτλους έναντι 1,1% στην Ευρωζώνη. Βεβαίως, σε σύγκριση με το 9,7% του 2015 και το 8,4% του 2016, είναι μια πρόοδος.
Πιστωτική ασφυξία
Οι συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας που επικρατούν στη χώρα διαπιστώνονται, τέλος, από τον ρυθμό μεταβολής των χορηγούμενων δανείων (-0,1% έναντι 3,1% στην Ευρωζώνη στις επιχειρήσεις και -1,5% έναντι 2,9% στα νοικοκυριά), αλλά και από το κόστος δανεισμού (4,51% στις επιχειρήσεις, έναντι 1,76% στην Ευρωζώνη και 2,78% στεγαστικά στα νοικοκυριά έναντι 1,86% στην Ευρωζώνη).
ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΛΩΡΑ
http://www.kathimerini.gr/958364/article/oikonomia/
ellhnikh-oikonomia/h-ellada-ftwxos-syggenhs-ths-eyrwzwnhs-kai-to-2017
11/4/2018
Στον δείκτη «ποιότητας θεσμών και κανονισμών» είμαστε... ουραγοί.
4.
'Αποψη: Κατά πόσον πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί;
Σε πρόσφατο ρεπορτάζ η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε μελέτη του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ σύμφωνα με την οποία ο μέσος (καθαρός) μηνιαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα βρίσκεται κάτω των 700 ευρώ για το 37,4% των εργαζομένων ενώ, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το 29,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ. Βάσει λοιπόν των προαναφερθέντων, τίθεται επιτακτικά το ερώτημα: χρειάζεται, και κατά πόσον, αύξηση των μισθών το 2018;
Για να απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα, σημειώνω ότι οι μισθοί στο σύνολο της οικονομίας μας επηρεάζονται: α) θετικά από το γενικό επίπεδο τιμών, β) θετικά από την παραγωγικότητα εργασίας, γ) θετικά από την ανταγωνιστικότητα τιμών της οικονομίας μας (τιμές εισαγωγών προς εγχώριες τιμές), και δ) αρνητικά από το ποσοστό ανεργίας. Στην Ελλάδα η απόκλιση των μισθών από τα λεγόμενα economic fundamentals, δηλαδή από τις δυνατότητες της οικονομίας, εμφανίζει σε γενικές γραμμές την παρακάτω εικόνα:
• Σημαντική αρνητική απόκλιση μέχρι και 7,77% παρουσιάστηκε τη δεκαετία του 1970 κυρίως λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης πετρελαίου.
• Σημαντική θετική απόκλιση της τάξης του 8,12% παρουσιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως αποτέλεσμα της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ να «προωθήσει» εξαιρετικά γενναιόδωρες αυξήσεις μισθών.
• Σημαντικές αρνητικές αποκλίσεις μέχρι και 10,78% παρουσιάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως αποτέλεσμα της κατάργησης της υποχρεωτικής εκχώρησης Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) στους μισθούς.
• Μετά την είσοδό μας στο ευρώ, οι μισθοί κινήθηκαν μέχρι και 7,12% πάνω από τις δυνατότητες της οικονομίας. Στη διάρκεια της περιόδου 2013-2017 όμως, και (βέβαια) λόγω μνημονίων, η θετική «απόκλιση» των προηγούμενων ετών ανατράπηκε με βίαιο τρόπο. Σημειώνω ότι, για το 2017, το οικονομετρικό μοντέλο Liverpool εκτιμά ότι οι μισθοί στο σύνολο της οικονομίας κινήθηκαν 3,59% κάτω από τις οικονομικές μας δυνατότητες.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι ονομαστικοί μισθοί θα μπορούσαν, άμεσα, να αυξηθούν κοντά στο 3,6%. Εδώ λοιπόν τίθεται το εύλογο ερώτημα: Στον βαθμό που αυτό συμβεί δεν πρόκειται να επιβαρυνθεί αρνητικά η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας;
Πιστεύω ότι τέτοια αρνητική εξέλιξη δεν πρόκειται να λάβει χώρα. Και τούτο επειδή η επίδραση άλλων ποσοτικών και ποιοτικών μεταβλητών στη διεθνή μας ανταγωνιστικότητα είναι πολλαπλώς μεγαλύτερη από την αύξηση των ονομαστικών μισθών. Αναφέρομαι χαρακτηριστικά: α) στον υψηλό συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων (ο οποίος, ευρισκόμενος στο 29%, υπερβαίνει κατά πέντε περίπου ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ) και β) στον δείκτη «ποιότητας των θεσμών και κανονισμών» (regulatory quality) της World Bank (http://info.worldbank.org/governance/wgi/#home), ο οποίος καταγράφει την ικανότητα του κράτους να δημιουργεί/εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Στον δείκτη αυτό βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση από την... Αλβανία, αλλά τουλάχιστον ξεπερνάμε τους γείτονες της FYROM...
Πράγματι, τόσο ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων όσο και οι επιδόσεις μας στην ποιότητα θεσμών και κανονισμών λειτουργούν ως μεγαλύτερο «βαρίδι» από την αύξηση των μισθών έως και 3,6%, η οποία, εντέλει, αναπληρώνει μέρος του χαμένου εισοδήματος της περιόδου 2013-2017!
Κώστας Μήλας ,
καθηγητής και πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.
http://www.kathimerini.gr/957970/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/apoyh-kata-poson-prepei-na-ay3h8oyn-oi-mis8oi
10/4/2018