Όπισθεν ολοταχώς από τη Μέρκελ.
Η Άνγκελα Μέρκελ, επιτέλους, μίλησε. Με συνέντευξή της στην κυριακάτικη έκδοση της "Frankfurter Allgemeine" η Γερμανίδα καγκελάριος έδωσε με καθυστέρηση οκτώ μηνών το περίγραμμα των στόχων της για την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης – σε απάντηση των φιλόδοξων προτάσεων που έχει καταθέσει, ήδη πριν από τις γερμανικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου ο Εμμανουέλ Μακρόν.
Εναπόκειται τώρα στον Γάλλο πρόεδρο να κρίνει αν το "ποτήρι" είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Για την ακρίβεια, αν θα προσπεράσει, μεταμφιέζοντάς την σε κλασικό "ευρωπαϊκό συμβιβασμό", μία ήττα την οποία δεν έχει όπλα για να αποτρέψει.
Διότι, παρά το "ευρωπαϊκό πνεύμα" και τη διπλωματικότητα των απαντήσεών της, η Άνγκελα Μέρκελ όχι μόνο αποκρούει, όπως αναμενόταν, τις πιο προωθημένες προτάσεις Μακρόν, όπως, για παράδειγμα, είναι η θέσπιση θέσης Ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών, αλλά και υπαναχωρεί σε σημεία στα οποία προς στιγμήν φάνηκε να προβαίνει σε παραχωρήσεις, όπως αυτά που αφορούν την τραπεζική ένωση.
Αντί να ανοίξει τη συζήτηση για την Ευρωζώνη, την οποία οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία καθιστούν εκ νέου επίκαιρη, η Γερμανίδα καγκελάριος προτιμά να στρέψει τη συζήτηση σε ζητήματα περισσότερο πρόσφορα σε συμφωνία πλην ξένα προς το έως τώρα περιεχόμενο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως αυτό της κοινής ασφάλειας. Με άλλα λόγια, θέτει προς τη μόνη αξιόλογη στρατιωτική και πυρηνική δύναμη της Ευρώπης των "27", την προοπτική δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού μηχανισμού διοίκησης και προμηθειών, υπό την ηγεσία, υποθέτει κανείς, της τραγικά υποεξοπλισμένης Γερμανίας.
Αυτάρεσκη υποτίμηση των ρίσκων
Όμως αυτή είναι η τροπή που έχει πάρει η δημόσια συζήτηση στη Γερμανία, όπου ο πληθυσμός μοιάζει να έχει οχυρωθεί σε μιαν αυτάρεσκη υπερτίμηση της γερμανικής οικονομικής ισχύος (και αντίστοιχη υποτίμηση των ρίσκων, ιδίως σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικών ανατροπών και εμπορικών πολέμων), ενώ τα ξενοφοβικά στερεότυπα που είχαν επιστρατευτεί στις αρχές της δεκαετίας εναντίον της Ελλάδας επανεμφανίζονται τώρα στα μέσα ενημέρωσης με αντικείμενο την Ιταλία – όπως αποδεικνύει το εξώφυλλο και το κύριο άρθρο του τελευταίου τεύχους του περιοδικού "Der Spiegel", για όσους "θέλουν να χρηματοδοτούν το dolce far niente τους με τα λεφτά των άλλων".
Πρόκειται για την ίδια ποιότητα λόγου με την επίμαχη ανάρτηση του Γερμανού επιτρόπου, Γκίντερ Έτινγκερ, ότι οι αγορές θα διδάξουν τους Ιταλούς να μην ψηφίζουν λαϊκιστές ή με την εξωφρενική προτροπή του γνωστού οικονομολόγου Χανς-Βέρνερ Ζιν να καθιερώσει η Γερμανία κεφαλαιακούς ελέγχους ώστε να διορθώσει της ανισορροπίες του Target2.
Η απομάκρυνση από το πολιτικό προσκήνιο του πρώην προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου και πρώην ηγέτη των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, Μάρτιν Σουλτς, μοιάζει να οδήγησε στον κάλαθο των αχρήστων τα σχετικά με την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης κεφάλαια του προγράμματος συγκυβέρνησης του νέου γερμανικού "μεγάλου συνασπισμού". Αντίθετα, ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, ξεπερνά και τον προκάτοχό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην επιδίωξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων (εις βάρος των τόσο αναγκαίων δημόσιων επενδύσεων), θέτοντας έτσι την ίδια τη Γερμανία σε μια "δίαιτα" η οποία αποκλείει ουσιαστικά δημοσιονομικά και επενδυτικά ανοίγματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η παρέμβαση Βάιντμαν
Το σύνολο της γερμανικής ελίτ μοιάζει συντεταγμένο σε αυτή την πολιτική. Πάνω στην ώρα, λ.χ., ο κεντρικός τραπεζίτης, Γενς Βάιντμαν, έστρεψε τα βέλη του εναντίον όσων οραματίζονται περισσότερο επεκτατικές πολιτικές. Με τον νου στραμμένο προφανώς στην Ιταλία, ο Βάιντμαν επικαλέστηκε τις προόδους που σημείωσαν οι χώρες της κρίσης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος) ως προς την ανάκτηση ανταγωνιστικότητας διά της μείωσης του κόστους εργασίας. Παράλληλα, μολονότι εμφανίσθηκε να αποσύρει την επί της αρχής αντίθεσή του στην καθιέρωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων, επέμεινε ότι θα πρέπει προηγουμένως "να έχουν περιοριστεί τα ρίσκα που προέκυψαν από εθνική ευθύνη" καθώς και "η επιρροή των εθνικών πολιτικών αποφάσεων στην ποιότητα των τραπεζικών ισολογισμών". Υπογραμμίζοντας μάλιστα το υψηλό ποσοστό τόσο των κρατικών ομολόγων όσο και των "κόκκινων" δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών ορισμένων χωρών (βλ. και πάλι Ιταλία), ο Βάιντμαν προχώρησε σε μια παρομοίωση: "Μπορείτε να κλείσετε μια ασφάλεια αστικής ευθύνης μόνον για μελλοντικά ατυχήματα και όχι εάν η ζημιά έχει προκληθεί ήδη".
Κατά το Eurointelligence, o Βάιντμαν εκτιμά ότι οι πολιτικές εξελίξεις σε Ιταλία και Ισπανία ακυρώνουν τη φιλοδοξία του να διαδεχθεί τον Μάριο Ντράγκι στην ηγεσία της ΕΚΤ το 2019 και συνεπώς τον "απελευθερώνουν" να εκφράζεται ως ο επικεφαλής των δυνάμεων που πατούν το "φρένο" στο Δ.Σ. της ΕΚΤ. Επιπλέον, η παρέμβασή του αποτελεί και προληπτική κίνηση αποτροπής των όποιων συμβιβασμών έχει η Μέρκελ κατά νου.
Επιστροφή της πολιτικής αντί των αυτοματισμών
Είναι προφανές ότι η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας φιλοδοξεί να παρεμβληθεί στον διάλογο Παρισιού-Βερολίνου και ο Μακρόν έχει συμφέρον να ενσωματώσει την κίνηση αυτή. Όμως ακριβώς το "ιταλικό ζήτημα" οδηγεί τη γερμανική πλευρά σε σκλήρυνση των θέσεών της, καθώς αυτό ενισχύει τους φόβους της "μεταβιβαστικής ένωσης".
Η καταρχήν θεμιτή επιθυμία της Γερμανίας να υπερασπιστεί τα θεμελιώδη της κυριαρχίας και της ευημερίας της (απέναντι σε όσους προτείνουν ως θεραπεία για κάθε πρόβλημα άλλο ένα βήμα ομοσπονδιοποίησης) δεν δικαιώνει τη διαιώνιση μιας ανισόρροπης ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής η οποία βραχυπρόθεσμα συντελεί στη συσσώρευση θηριωδών γερμανικών πλεονασμάτων, εις βάρος των εταίρων, μακροπρόθεσμα δε προορίζεται να καταρρεύσει, ελλείψει πολιτικής ενοποίησης και των αναγκαίων για κάθε νομισματική ένωση μεταβιβάσεων.
Πεμπτουσία του "οράματος" Μέρκελ παραμένει η τήρηση των "κανόνων" και η αποφυγή κάθε συζήτησης για το χρέος. Όμως το "ιταλικό ζήτημα" επαναφέρει, οσοδήποτε άκομψα ή αυτοσχεδιαστικά, το ερώτημα ποιος θεσπίζει τους κανόνες και ποιος επωφελείται από αυτούς. Με άλλα λόγια, εισάγει και πάλι το στοιχείο της πολιτικής εκεί που το Βερολίνο φαντάζεται ότι έχει λύσει τα προβλήματα διά του αυτοματισμού των μηχανισμών τύπου ESM.
Του Κώστα Ράπτη
10/6/2018