Max Weber: Οι αρχαίες κοινωνίες και η οικονομία τους.
Ο γερμανός κοινωνιολόγος,
φιλόσοφος και οικονομολόγος Μαξ Βέμπερ
Οι αρχαίες κοινωνίες και η οικονομία τους.
Τα κλασικά κείμενα του Μαξ Βέμπερ για την οικονομική
και κοινωνική ιστορία της αρχαιότητας σε νέα έκδοση.
Max Weber
Για την οικονομική και κοινωνική ιστορία της αρχαιότητας
Μετάφραση-επιμέλεια-εισαγωγή Θανάσης Γκιούρας
Εκδόσεις ΚΨΜ, 2017
σελ. 560, τιμή 27 ευρώ
Στην ακαδημαϊκή και γενικότερα στην επιστημονική εκδοτική παραγωγή που κατακλύζεται από εγχειρίδια προς ικανοποίηση των περιορισμένων εκπαιδευτικών αναγκών των εγχώριων πανεπιστημίων, η έκδοση κλασικών κειμένων στον χώρο της οικονομικής ιστορίας και της οικονομικής επιστήμης, γενικότερα, αποτελεί εκδοτικό γεγονός πρώτου μεγέθους, ιδιαίτερα αν αυτή αφορά κείμενα ενός εκ των σημαντικότερων διανοητών, του Max Weber.
Η οικονομική ιστορία της αρχαιότητας αποτέλεσε πεδίο διενέξεων και συζητήσεων μεταξύ διανοουμένων, ιστορικών και οικονομολόγων που συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας, όπως δείχνει και η πρόσφατη έκδοση (2012) του καθηγητή του ΜΙΤ Peter Temin για τη Ρωμαϊκή Οικονομία της Αγοράς. Η συνεισφορά του Weber στη συζήτηση αυτή αφορά τρία κείμενα: το πρώτο τους κοινωνικούς λόγους της παρακμής του αρχαίου πολιτισμού (1896), το δεύτερο τη διένεξη για την κοινωνική οργάνωση των αρχαίων Γερμανών (1904) και, το σημαντικότερο εκ των τριών, τις αγροτικές σχέσεις στην αρχαιότητα (1909).
Δούλοι και αυτάρκεια
Μια βασική αφετηριακή ερώτηση των ερευνών του Weber είναι η αποφυγή του αυτονόητου: τι έχουμε υπόψη μας όταν μιλάμε για την αρχαιότητα και την οικονομία της; Στο πρώτο κείμενο ο Weber υπενθύμιζε ότι, παρά την ύπαρξη διεθνούς εμπορίου, ελεύθερης εργασίας στις πόλεις και ενός δικτύου ανταλλαγών εντός της αυτοκρατορίας, το οικονομικό σύστημα της Ρώμης ήταν δουλοκτητικό, με κύριο χαρακτηριστικό του την αυτάρκεια. Η οικονομική επέκταση τροφοδοτούνταν από την εξασφάλιση δούλων και την κατάκτηση εδαφών προς εκμετάλλευση· η παύση των κατακτητικών πολέμων οδήγησε στη μείωση του αριθμού των δούλων και στη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, ενώ η παρακμή των πόλεων και η ανάπτυξη της ενδοχώρας στη βάση φυσικής οικονομίας «δεν επέτρεψαν την κάλυψη των απίστευτα διογκωμένων κρατικών αναγκών μέσω της χρηματικής οικονομίας». Η οργάνωση της παραγωγής δεν υπάκουε στην εκλογίκευση της οικονομικής δραστηριότητας και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας, όπως λ.χ. υποστηρίζει ο Temin, αλλά στις κοινωνικές, οικονομικές και θεσμικές εξελίξεις, στα συμφέροντα των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων και στις αυξανόμενες χρηματικές ανάγκες του πολιτικού οικοδομήματος. Ο κύκλος της οικονομικής εξέλιξης της αρχαιότητας ολοκληρώνεται υπό το βάρος μιας ανυπέρβλητης αντίθεσης: η επέκταση της φυσικής οικονομίας ήταν αδύνατον να συντηρήσει χρηματοοικονομικά ένα δυσθεώρητο πολιτικό και στρατιωτικό imperium με συνέπεια την παρακμή του και τη σταδιακή επικράτηση μικρότερων μορφών πολιτικής οργάνωσης, των γαιοδεσποτειών, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτόν «μια ευρεία μετατόπιση στα συνολικά κοινωνικά θεμέλια και στα οργανωτικά προβλήματα του κράτους».
Η «γαιοδεσποτική υπόθεση» αποτέλεσε το κεντρικό ζήτημα της διένεξης για τον χαρακτήρα της αρχαιογερμανικής κοινωνικής οργάνωσης και η συμμετοχή του Weber στη διένεξη αυτή είχε σκοπό αφενός να υποδείξει την ανάγκη ελέγχου και ερμηνείας των πηγών, αφετέρου να κριτικάρει μονοσήμαντες - οικονομίστικες - ερμηνείες για την ταξική της διαφοροποίηση. Κατά την άποψή του, οι κοινωνικές εξελίξεις της κοινωνικής αυτής οργάνωσης καθορίζονταν «κατά κύριο λόγο από την πολιτική και εν μέρει από τη θρησκεία, όχι όμως κατά κύριο λόγο από την οικονομία».
Οι αγροτικές σχέσεις
Δεν είναι τυχαίο ότι το ογκωδέστατο κείμενο για τις αγροτικές σχέσεις στην αρχαιότητα ξεκινά με την οικονομική θεωρία της αρχαιότητας και τις ερμηνείες που αναζητούν αντιστοιχίες με τη σύγχρονες κοινωνικές οργανώσεις. Η υπόδειξη του Weber ότι ο «αρχαίος πολιτισμός έχει ειδικές ιδιομορφίες που τον διαφοροποιούν αυστηρά από τον μεσαιωνικό και τον νεωτερικό» καθιστά προβληματική τη μεταφορά σύγχρονων οικονομικών σχέσεων στην αρχαιότητα και τη χρήση εννοιών που προσιδιάζουν στην καπιταλιστική οικονομική οργάνωση, καθώς «τίποτε δεν θα ήταν πιο επισφαλές από το να παρασταθούν οι σχέσεις της αρχαιότητας ως "νεωτερικές"». Η εμφάνιση «κεφαλαιοκρατικών» συναλλακτικών σχέσεων στην αρχαιότητα αποδεικνύεται ιδιαίτερα περιορισμένη· τα εμπόδια που έθεταν η πολιτική οργάνωση, ο περιορισμός της Αγοράς και των αγοραίων σχέσεων και οι φραγμοί στην ανάπτυξη «οικονομικού-λογιστικού υπολογισμού» καθιστούσαν ιδιαίτερα επισφαλή τη θέση του «επιχειρηματία» της αρχαιότητας και εμπόδιζαν την εξάπλωση εκχρηματισμένων οικονομικών συναλλαγών που απαντούν στη νεωτερικότητα. Αντίστοιχα, η νικητήρια πορεία της «πόλεως» κατά την αυτοκρατορική ρωμαϊκή περίοδο δεν σηματοδοτούσε επ' ουδενί την επικράτηση κεφαλαιοκρατικών μορφών οργάνωσης, αφού «η θέση του αρχαίου επιτηδεύματος - τόσο η κοινωνική όσο και η οικονομική - δεν ανέρχεται με την ανάπτυξη του πλούτου, [και] δεν επιτυγχάνει πουθενά το επίπεδο των μεγάλων μεσαιωνικών επιτηδευματικών κέντρων, ενώ η συνολική ειδικά νεωτερική κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, εκείνη [δηλαδή] της επιτηδευματικής κυκλοφορίας, συνδυάζεται με τις δικαιικές μορφές που έχουν δημιουργηθεί ακριβώς από εκείνες τις «βιομηχανικές πόλεις», δηλαδή συνδυάζεται με αυτό που λείπει στην αρχαία "πόλιν"».
Η παρακμή της πόλης
Καθοριστικός παράγοντας για την παρακμή των αρχαίων κοινωνιών δεν ήταν, όμως, μόνο η παρακμή της πόλης. Σημαντικοί ήταν, επίσης, οι πολιτικοί αγώνες, ο συσχετισμός των ταξικών συμφερόντων και οι κοινωνικές συγκρούσεις στις οποίες «κρυβόταν ο αγώνας μεταξύ ελεύθερης και ανελεύθερης εργασίας, ο οποίος οδήγησε αργότερα, την περίοδο των Γράκχων, σε επανάσταση». Ετσι, μέσα από την πολυεπίπεδη αυτή ανάλυση του Weber του κοινωνικού βίου της αρχαιότητας, των κοινωνικοοικονομικών δομών και των υλικών και πολιτισμικών μηχανισμών που διαμόρφωσαν τις κοινωνίες αυτές και τελικά τις οδήγησαν στην παρακμή τους, αναδεικνύονται οι υλικές, τεχνικές και κοινωνικές σχέσεις που συγκροτούν ένα σύστημα παραγωγής και αναπαραγωγής οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, ενώ, παράλληλα, αναφαίνονται οι εκλεκτικές συγγένειες της προσέγγισής του με αυτή του Marx.
Οπως δηκτικά σημειώνει ο επιμελητής στην εισαγωγή του, η μελέτη των κειμένων αυτών προσφέρει «μια ατραπό γενετικής εξήγησης της νεωτερικότητας βασισμένη σε πλούσιους συνδυασμούς παραγόντων, που απελευθερώνει τον αναγνώστη από την ανέξοδη ιδιωτεία η οποία επιμένει, ενίοτε όχι χωρίς περίσσιο στόμφο, να επικεντρώνει την προσφορά του Weber στην περιβόητη έρευνα για τον προτεσταντισμό και την κεφαλαιοκρατία».
Εν κατακλείδι, η προσέγγιση της αρχαιότητας από τον Weber συμβάλλει όχι μόνο στη ρεαλιστική απεικόνιση αυτής της ιστορικής περιόδου, αλλά και στη γνώση της δικής μας, καθώς μετρά προσεκτικά την απόσταση που μας χωρίζει από αυτήν, και με αυτόν τον τρόπο τα ζητήματα που θίγουν τα κείμενα αυτά δεν αφορούν παρωχημένες συζητήσεις του fin de siècle, αλλά ερωτήματα που απασχολούν τους ερευνητές μέχρι σήμερα.
Τα κείμενα έχει μεταφράσει και επιμεληθεί ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Θανάσης Γκιούρας, που φρόντισε με την εκτενέστατη και κατατοπιστική εισαγωγή του να εντάξει τα έργα του Weber στο ιστορικό τους πλαίσιο και να αναδείξει τη διαρκή σημασία τους για την έρευνα της οικονομικής ιστορίας της αρχαιότητας. Η μακρά μεταφραστική του εμπειρία και η βαθιά γνώση τού βεμπεριανού έργου τον βοήθησαν να δαμάσει τα απαιτητικά αυτά κείμενα, δημιουργώντας ένα μεταφραστικό και ερευνητικό αποτέλεσμα που είναι εφάμιλλο των καλύτερων αντίστοιχων διεθνών εγχειρημάτων για το έργο του Max Weber.
Ενα συναρπαστικό ανάγνωσμα για απαιτητικούς αναγνώστες!
Γιώργος Στασινόπουλος ,
επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
03/06/2018