Naksa: Πώς το Ισραήλ κατέλαβε ολόκληρη την Παλαιστίνη.


Το αίμα που ρέει στην Παλαιστίνη από τον περασμένο Μάρτιο και εξακολουθεί, έχοντας αφήσει δεκάδες νεκρούς, έρχεται να συναντήσει μία από τις θλιβερότερες επετείους της σύχρονης παλαιστινιακής ιστορίας. Τέτοιες μέρες, πριν από 51 χρόνια, το Ισραήλ προχώρησε σε μια μια κίνηση - «αστραπή» που σόκαρε όλο τον κόσμο: Μέσα σε έξι μέρες, από τις 5 έως και 6 Ιουνίου του 1967, κατέλαβε όσα παλαιστινιακά εδάφη παρέμεναν ελεύθερα (Δυτική Όχθη, Ανατολική Ιερουσαλήμ, Λωρίδα της Γάζας), καθώς και τα συριακά υψώματα του Γκολάν και την αιγυπτιακή Χερσόνησο του Σινά.

Για τους Παλαιστίνιους ειδικά, εκείνες τις μέρες συντελέστηκε η ολοκληρωτική «μεταμόρφωσή» τους σε πρόσφυγες και έγκλειστους μέσα στην πατρίδα τους. Γι’ αυτό και η 5η Ιουνίου είναι η μέρα της «Νάκσα», δηλαδή η μέρα της καταστροφής, της ήττας. Η μέρα που ολοκληρώθηκε αυτό που ξεκίνησε 18 χρόνια πριν, το 1948, με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, με όρους εθνοκάθαρσης ενάντια στους Παλαιστίνιους. Στην πρώτη φάση, τουλάχιστον 750.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους, τα οποία καταστράφηκαν. Τα γειτονικά αραβικά κράτη έσπευσαν να βοηθήσουν τους Παλαιστίνιους. Ήταν ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος, η λήξη του οποίου το 1948, βρήκε το Ισραήλ να ελέγχει το 78% της ιστορικής Παλαιστίνης, με το υπόλοιπο 22% να βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Αιγύπτου και της Ιορδανίας.

Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 1967, το Ισραήλ με έναν «αστραπιαίο» πόλεμο, τον πόλεμο των «Έξι Ημερών», όπως έμεινε στην Ιστορία, απορρόφησε πλέον ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη, καθώς και επιπλέον έδαφος από την Αίγυπτο και τη Συρία. Μέχρι το τέλος αυτού του πολέμου, το Ισραήλ είχε εκδιώξει ακόμη 300.000 Παλαιστίνιους από τα σπίτια τους, συμπεριλαμβανομένων και 130.000 που εκτοπίστηκαν πρώτη φορά το 1948 και τριπλασίασε τα εδάφη του. Υπό Ισραηλινό έλεγχο βρίσκονται πλέον η ανατολική Ιερουσαλήμ, η Λωρίδα της Γάζας, η Δυτική Όχθη, τα υψίπεδα του Γκολάν και η χερσόνησος του Σινά.


Γιατί ξέσπασε ο πόλεμος

Όπως σε κάθε πόλεμο, πολύ περισσότερο στους αραβο-ισραηλινούς, κάθε πλευρά προτείνει τις δικές της εκδοχές. Το Αl Jazeera ωστόσο παραθέτει μια σειρά που γεγονότων, που όπως αναφέρει, οδήγησαν «αναμφισβήτητα» στο ξέσπασμά του. Καταρχήν, υπήρχαν συχνές συγκρούσεις στις γραμμές της ανακωχής που ορίστηκαν μετά τον πόλεμο του 1948. Χιλιάδες Παλαιστίνιοι πρόσφυγες προσπαθούσαν να διασχίσουν τα πολλαπλά σύνορα αναζητώντας συγγενείς, το δρόμο της επιστροφής στα σπίτια τους και για να ξαναπάρουν πίσω τα χαμένα κτήματά τους. Εκτιμάται ότι μεταξύ 1949 και 1956 ο ισραηλινός στρατός σκότωσε από 2.000 έως και 5.000 ανθρώπους που προσπάθησαν να περάσουν τα σύνορα. Το 1953, το Ισραήλ διέπραξε την πιο μεγάλη σφαγή, μέχρι τότε, στη Δυτική Όχθη, στο χωριό Κιμπιά (Qibya), όπου ανατινάχθηκαν 45 σπίτια και φονεύθηκαν τουλάχιστον 69 Παλαιστίνιοι.

Το 1956 ξεσπά η κρίση του Σουέζ. Το Ισραήλ, μαζί με τη Γαλλία και τη Βρετανία, εισέβαλαν στην Αίγυπτο με στόχο την ανατροπή του προέδρου Νάσερ, με αφορμή εθνικοποίηση της γαλλο-βρετανικής εταιρείας που διαχειριζόταν την Διώρυγα. Οι τρεις χώρες, μετά και την παρέμβαση της ΕΣΣΔ, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν και εγκαταστάθηκε ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών κατά μήκος των αιγυπτιακών-ισραηλινών συνόρων, στη Χερσόνησο του Σινά, για τα επόμενα δέκα χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και του 1960 η παλαιστινιακή αντίσταση στους κατακτητές κλιμακώνεται με το κίνημα των Φενταγίν (στα αραβικά σημαίνει «αυτός που είναι έτοιμος να θυσιαστεί»), το οποίο αποτελούνταν από ένοπλες αντάρτικες παλαιστινιακές ομάδες που διενεργούσαν επιθέσεις εναντίον του ισραηλινού στρατού.

Το 1966, το Ισραήλ εισέβαλε στο χωριό As Samu της Δυτικής Όχθης, με αφορμή τις βαριές απώλειες που υπέστη ο στρατός του από την ένοπλη πτέρυγα της παλαιστινιακής οργάνωσης της Φατάχ (ιδρύθηκε το 1958 από τον Γιάσερ Αραφάτ), στη μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση του ισραηλινού στρατού από την Κρίση του Σουέζ του 1956. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες περικύκλωσαν τους άοπλους κατοίκους του χωριού και ανατίναξαν τα περισσότερα σπίτια του. Τουλάχιστον 18 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 100 τραυματίστηκαν.

Παράλληλα, Συρία και Ισραήλ βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη για την εκμετάλλευση του νερού του Ιορδάνη για τις καλλιέργειες, διαμάχη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία προς τον πόλεμο. Στις 13 Μαΐου 1967, η Σοβιετική Ένωση προειδοποίησε λανθασμένα την Αίγυπτο ότι το Ισραήλ συγκέντρωνε στρατεύματα για να εισβάλει στη Συρία. Σύμφωνα με την αμυντική συμφωνία μεταξύ της Αιγύπτου και της Συρίας που υπογράφηκε το 1955, οι δύο χώρες ήταν υποχρεωμένες να προστατεύουν η μία την άλλη σε περίπτωση επίθεσης. Η Αίγυπτος διέταξε τον ΟΗΕ να αποσύρει τους κυανόκρανους από το Σινά και ανέπτυξε δικό της στρατό. Λίγες μέρες αργότερα ο Νάσερ απέκλεισε τον διάπλου της Ερυθράς Θάλασσας στα ισραηλινά πλοία. Στα τέλη Μαΐου, η Αίγυπτος και η Ιορδανία υπέγραψαν ένα αμοιβαίο αμυντικό σύμφωνο που έθεσε ουσιαστικά τον ιορδανικό στρατό υπό την «αιγίδα» της Αιγύπτου. Το Ιράκ ακολούθησε την ίδια διαδικασία λίγο αργότερα.

Το ισραηλινό «Blitzkrieg»

Με αυτά τα δεδομένα, το Ισραήλ αποφάσισε να χτυπήσει ξαφνικά με έναν «κεραυνοβόλο πόλεμο» (Blitzkrieg). Το πρωί της 5ης Ιουνίου, το Ισραήλ επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στις αεροπορικές βάσεις της Αιγύπτου και κατέστρεψε σχεδόν το σύνολο των μαχητικών πριν προλάβουν να απογειωθούν. ‘Ηταν, υπό κλίμακα, το «Περλ Χάρμπορ» των Αιγυπτίων, αλλά όχι με το ίδιο αποτέλεσμα του ιστορικού του αντίστοιχου. Ταυτόχρονα, ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στη Λωρίδα της Γάζας και στη χερσόνησο του Σινά και το βράδυ της ίδιας μέρας επιτέθηκε στα αεροδρόμια της Συρίας. Την επόμενη μέρα ξέσπασαν μάχες μεταξύ της Ιορδανίας και του Ισραήλ για τον έλεγχο της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.

Την αυγή της 7ης Ιουνίου, ο Ισραηλινός στρατιωτικός διοικητής Moshe Dayan διέταξε τα ισραηλινά στρατεύματα να αναλάβουν τον έλεγχο της Παλιάς Πόλης της Ιερουσαλήμ. Παράλληλα, σε διπλωματικό επίπεδο, οι Ισραηλινοί διπλωμάτες στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσινγκτον, προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την αμερικανική υποστήριξη για την καθυστέρηση της κατάπαυσης του πυρός, προκειμένου να δοθεί στο Ισραήλ περισσότερος χρόνος να «ολοκληρώσει τη δουλειά». Μέχρι το μεσημέρι της 7ης Ιουνίου οι ισραηλινές δυνάμεις είχαν καταλάβει την Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ από τον ιορδανικό στρατό. Οι μεγάλες πόλεις της Δυτικής Όχθης, Ναμπλούς, Βηθλεέμ, Χεβρώνα και Ιεριχώ έπεσαν στα χέρια του ισραηλινού στρατού μια μέρα αργότερα. Το ίδιο συνέβη και με τις δύο μεγάλες γέφυρες στον ποταμό Ιορδάνη που συνδέουν τη Δυτική Όχθη με την Ιορδανία.

Μετά την αρπαγή της Παλιάς Πόλης, οι ισραηλινές δυνάμεις κατέστρεψαν ολόκληρη τη γειτονιά του Μαροκινού Τετραγώνου, ηλικίας 770 ετών, για να διευκολύνουν την πρόσβαση σε αυτό που οι Εβραίοι αποκαλούν ως το Δυτικό Τείχος (γνωστό στους μουσουλμάνους και ως το τείχος του Αλ Μπουράκ). Ο τόπος έχει θρησκευτική σημασία τόσο για τους Εβραίους όσο και για τους Μουσουλμάνους. Περίπου 100 παλαιστινιακές οικογένειες που ζούσαν στην περιοχή έλαβαν εντολή να εκκενώσουν τα σπίτια τους και η γειτονιά βομβαρδίστηκε και κατεδαφίστηκε εντελώς.

Τα Κίνητρα

Τα κίνητρα του πολέμου των έξι ημερών αποτελούν σημείο διαμάχης μεταξύ διαφόρων ιστορικών και αναλυτών. Κάποιοι πίστευαν ότι το Ισραήλ είχε μια «μισοτελειωμένη δουλειά» με την Παλαιστίνη από το 1948. Αυτό το βασίζουν σε όσα έγραψε την παραμονή της επίθεσης του 1967, ο Ισραηλινός υπουργός, Γιγκάλ Αλλόν: «Στον ... νέο πόλεμο, πρέπει να αποφύγουμε το ιστορικό λάθος του πολέμου της Ανεξαρτησίας [1948] ... και δεν πρέπει να σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι να πετύχουμε την ολοκληρωτική νίκη, την εδαφική ολοκλήρωση της Γης του Ισραήλ».

Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και με τις εντολές του Γιτζάκ Ράμπιν, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού εκείνη την περίοδο - ο οποίος αργότερα έγινε ο πρωθυπουργός του Ισραήλ - οι ισραηλινές δυνάμεις «καθαρίζουν» εθνολογικά τις κατακτημένες περιοχές και καταστρέφουν αρκετά παλαιστινιακά χωριά, εκδιώκοντας δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους. Παράλληλα, στις 9 Ιουνίου το Ισραήλ επιτίθεται στα συριακά υψώματα του Γκολάν, τα οποία καταλαμβάνει την επομένη. Η Αίγυπτος υπέγραψε ανακωχή με το Ισραήλ στις 9 Ιουνίου, ενώ η Συρία στις 11 Ιουνίου. Οι συντριπτική πλειοψηφία των Παλαιστινίων προσφύγων ζήτησε καταφύγιο στην Ιορδανία.

Ο εφιάλτης των εποικισμών

Μέσα σε έξι ημέρες, το Ισραήλ έθεσε πάνω από ένα εκατομμύριο Παλαιστινίους υπό τον άμεσο έλεγχό του στη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Λωρίδα της Γάζας. Ο πόλεμος του 1967 μετέτρεψε το Ισραήλ στη χώρα με τον μεγαλύτερο παλαιστινιακό πληθυσμό. Το σοκ της απώλειας και της ήττας δημιούργησε μια επαναστατική ατμόσφαιρα μεταξύ των Παλαιστινίων, η οποία οδήγησε στην εκ νέου εμφάνιση της ένοπλης αντίστασης.

Για τους Ισραηλινούς ήταν μέρες θριάμβου. Το σκληροπυρηνικό σιωνιστικό κομμάτι ζύμωσε το αφήγημα ότι το αποτέλεσμα του πολέμου του 1967 ήταν ένα «θαύμα», ενισχύοντας τις σκοταδιστικές αντιλήψεις περί του ότι είχαν «δικαίωμα σε ολόκληρη την Αγία Γη». Σε πιο πρακτικό επίπεδο, ακολούθησε το «τσουνάμι» των εποικισμών στα κατεχόμενα εδάφη. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό, σύμφωνα με το Al Jazeera: «Ότι ο πόλεμος άνοιξε το ζήτημα της αποικιοκρατικής φύσης του σιωνιστικού κινήματος». Παρά το ψήφισμα 242 του ΟΗΕ που κάλεσε το Ισραήλ να εγκαταλείψει τα κατακτημένα εδάφη με αντάλλαγμα την ειρήνη με τους γείτονές του, το Ισραήλ άρχισε να ενθαρρύνει τους πολίτες του να μετακινηθούν σε αυτά τα εδάφη, όπως και έκαναν.

Μόλις ένα χρόνο μετά τον πόλεμο του 1967, υπήρχαν έξι ισραηλινοί οικισμοί χτισμένοι στα συριακά υψώματα του Γκολάν. Μεταξύ 25 και 27 Ιουνίου, το Ισραήλ προσάρμοσε παράνομα την Ανατολική Ιερουσαλήμ και διάφορα τμήματα της Δυτικής Όχθης, δηλώνοντάς τα ως μέρος του κράτους του Ισραήλ, σε μια κίνηση που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τη διεθνή κοινότητα.

Οι περισσότερο χαμένοι από τον πόλεμο ήταν οι Παλαιστίνιοι. Τα 51 χρόνια που πέρασαν από τότε, συνιστούν τη μακρύτερη κατοχή στη σύγχρονη ιστορία. Μέχρι το 1973, το Ισραήλ είχε εγκαταστήσει 17 οικισμούς στη Δυτική Όχθη και επτά στη Λωρίδα της Γάζας. Μέχρι το 1977, περίπου 11.000 Ισραηλινοί ζούσαν στη Δυτική Όχθη, στη Λωρίδα της Γάζας, στα Υψώματα του Γκολάν και στη Χερσόνησο του Σινά. Σήμερα, τουλάχιστον 600.000 Ισραηλινοί ζουν σε εβραϊκούς οικισμούς διάσπαρτους στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Τα υπόλοιπα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, που φιλοξενούν περίπου 5,1 εκατομμύρια Παλαιστίνιους, παραμένουν υπό ισραηλινό στρατιωτικό έλεγχο με την πρόφαση της «ασφάλειας» του Ισραήλ. Ουσιαστικά πρόκειται για τεράστια στρατόπεδα συγκέντρωσης. Διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τεκμηριώνουν συνεχώς παραβιάσεις εκ μέρους του Ισραήλ και την επιβολή ενός νέου, ιδιότυπου «Απαρτχάιντ». Ενώ το παλαιστινιακό αίμα, μεταξύ άλλων και παιδιών, ρέει με κάθε αφορμή.

Η μαρτυρία, του Μοχάμεντ Μπούτου
 συνταξιούχου εργάτη και Παλαιστίνιου πολίτη του Ισραήλ

«Γεννήθηκα το 1939 στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης, το έκτο από εννέα παιδιών, και μεγάλωσα σε μια μικρή μικρή πόλη που ονομάζεται al-Mujaydil. Έχω ευχάριστες αναμνήσεις από την παιδική ηλικία μου, να παίζω με τα ξαδέλφια μου που έμεναν στη γειτονιά και τη μυρωδιά των φρέσκων αμύγδαλων, των λεμονιών και της βροχής. Αλλά τον Απρίλιο του 1948 όλα άλλαξαν.

Ο πατέρας μου επέστρεφε από τη Χάιφα όταν το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε έπεσε σε μπλόκο της σιωνιστικής πολιτοφυλακής. Τον έδεσαν, του έκλεισαν τα μάτια και τον απήγαγαν μαζί με τους άλλους επιβάτες. Δεν είχαμε ιδέα για το πού βρισκόταν ή αν ήταν ζωντανός ή νεκρός. Η μαζική εκδίωξη των Παλαιστινίων από τους σιωνιστές παραστρατιωτικούς ήταν σε πλήρη εξέλιξη και ο τρόμος και το χάος εξαπλώνονταν σε όλη τη χώρα. Η μητέρα μου, πεπεισμένη ότι ο πατέρας μου είχε σκοτωθεί, έκανε την κηδεία του.

Μετά από τρεις εβδομάδες, ο πατέρας μου απελευθερώθηκε ξαφνικά χωρίς εξηγήσεις. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, έμαθε ότι ένοπλοι Σιωνιστές πλησίαζαν την πόλη μας. Φοβούμενος για την ασφάλειά μας, αποφάσισε να φύγει μαζί μας στη Ναζαρέτ, όπου ήλπιζε να βρει προσωρινό καταφύγιο. Έξι εβδομάδες αργότερα, η πόλη δέχθηκε επίθεση. Θυμάμαι ακόμα έντονα τις σφαίρες να προσγειώνονται ανάμεσα στα πόδια μου. Ο πατέρας μου αποφάσισε να μετακινηθούμε για ακόμη μια φορά και ξεκινήσαμε με τα πόδια προς τον βορρά, σε ένα ταξίδι περίπου 50 μιλίων με προορισμό τον Λίβανο.

Με το πέρασμα του χρόνου συνειδητοποιήσαμε ότι τα γειτονικά αραβικά κράτη δεν πρόκειται να απελευθερώσουν την Παλαιστίνη, οπότε το 1950 ο πατέρας μου αποφάσισε να επιστρέψουμε μόνοι μας στο σπίτι μας. Μέσω της Ιορδανίας, πέρασε τα σύνορα με το Ισραήλ μέσω της Δυτικής Όχθης και από εκεί έφτασε στη Ναζαρέτ. Οι υπόλοιποι από εμάς ακολούθησαν σύντομα εκτός από την μεγαλύτερη αδελφή μου που παρέμεινε πίσω στην Ιορδανία επειδή είχε ένα μικρό παιδί και φοβόταν μη σκοτωθεί από Ισραηλινούς στρατιώτες στο ταξίδι, όπως πολλοί Παλαιστίνιοι που προσπάθησαν να γυρίσουν.

Μετά την επιστροφή μας, ανακαλύψαμε ότι οι περίπου 150.000 Παλαιστίνιοι που ζούσαμε σε αυτό που πλέον ήταν το Ισραήλ αντιμετωπιστήκαμε ως ανεπιθύμητοι ξένοι μέσα στην ίδια τη χώρα μας. Παρόλο που μας δόθηκε η ιθαγένεια, το μεγαλύτερο μέρος της γης μας βρισκόταν υπό στρατιωτικό έλεγχο μέχρι το 1966. Η μητέρα μου μάλιστα διώχθηκε για «διείσδυση»… στη χώρα της και διατάχθηκε η απέλασή της μαζί με εμένα και τα αδέλφια μου.

Μας δόθηκε μόνο μια αναβολή και γλιτώσαμε μια δεύτερη απέλαση ως αποτέλεσμα διαμαρτυριών από Παλαιστίνιους που φοβούνταν ότι το Ισραήλ σχεδίαζε να απελάσει τους πάντες. Αλλά ενώ μας επιτράπηκε να μείνουμε, οι πληγές ήταν ακόμα φρέσκες και επώδυνες. Τα σπίτια του Al-Mujaydil είχαν εξαφανιστεί εντελώς από το χάρτη και είχαν αντικατασταθεί από νέα που είχαν κατασκευαστεί για τους Εβραίους έποικους. Το τζαμί καταστράφηκε, όπως και το μουσουλμανικό νεκροταφείο. Το μόνο που παρέμειναν ήταν δύο εκκλησίες και ένα χριστιανικό νεκροταφείο. Σήμερα, ένα πάρκο και ένα εργοστάσιο της L'Oreal στέκονται εκεί που είναι η πατρίδα μου. Μια πινακίδα στο πάρκο λέει ότι η πόλη ιδρύθηκε το 1950 από Ιρανούς μετανάστες. Φανταστείτε πώς είναι να κοιτάζετε αβοήθητοι το σπίτι σας και τα πιο αγαπημένα προσωπικά αντικείμενα να αρπάζονται από ξένους ή να καταστρέφονται και η ιστορία της οικογένειας και του λαού σας να σβήνεται.

Η ιστορία μου δεν είναι μοναδική. Στην πραγματικότητα, είμαι ένας από τους τυχερούς. Περίπου 750.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και εμποδίστηκαν να επιστρέψουν, σε αυτό που έγινε γνωστό ως Νάκμπα ("καταστροφή" στα αραβικά). Περισσότεροι από 400 παλαιστινιακές πόλεις και χωριά καταστράφηκαν συστηματικά ή καταλήφθηκαν από Εβραίους εποίκους. Και εκατοντάδες Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν.

Για περισσότερο από 50 χρόνια, οι Παλαιστίνιοι στα κατεχόμενα εδάφη ζουν κάτω από την καταπιεστική ισραηλινή στρατιωτική κυριαρχία χωρίς δικαιώματα, ενώ οι Παλαιστίνιοι πολίτες του Ισραήλ υπόκεινται σε δεκάδες νόμους που επιβάλουν διακρίσεις εναντίον μας. Ένας από αυτούς τους νόμους μας εμποδίζει να επανενωθούμε με τα μέλη της οικογένειας που απελάθηκαν το 1948, την αδελφή μου, μεταξύ αυτών. Αν και γεννήθηκε, μεγάλωσε, παντρεύτηκε και γέννησε το πρώτο της παιδί στο al-Mujaydil, το Ισραήλ αρνήθηκε να την αφήσει να επιστρέψει και να επανενωθεί με την οικογένειά μας. Το αποτέλεσμα ήταν να ζήσει και να πεθάνει το 2002 στην Ιορδανία, με την προσμονή της επιστροφής. Τα ξαδέλφια μου είναι διάσπαρτα σε όλο τον κόσμο.

Η Νάκμπα δεν ήταν μόνο ένα ιστορικό γεγονός. Συνεχίζεται αμείωτη για 70 χρόνια. Κάθε φορά που φεύγω από τη Ναζαρέτ, περνάω την πόλη όπου μεγάλωσα. Αν και τη βλέπω και εξακολουθώ να έχω τίτλους για πολλά στρέμματα γης, δεν μπορώ να επιστρέψω και να ζήσω εκεί. Έχω ένα εγγόνι, ένα πολύτιμο 4χρονο αγόρι που αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα μπορεί να ζήσει στην ελευθερία». 


 9/6/2018