Οι «ρήτορες» της Βουλής.
Σκίτσο του Μ.ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ.
Η ρητορική γεννήθηκε μέσα στη Δημοκρατία. Εκεί αναπτύχθηκε, αλλά κι εκεί έφτασε στα όριά της. Ενας λόγος που εκφωνούνταν στην Εκκλησία του Δήμου, απέβλεπε να προβάλει μια πολιτική πρόταση, να εξηγήσει τον σκοπό της και τέλος, να πείσει τους ακροατές-πολίτες.
Αυτά σκεφτόμουν καθώς παρακολουθούσα από την τηλεόραση τις εργασίες της Βουλής. Τίποτα, όμως, από τα παραπάνω δεν έβρισκα σ’ αυτή τη συνεδρίαση. Και δεν είναι η μόνη φορά.
Εδώ και αρκετά χρόνια, οι αντιπρόσωποι του έθνους δεν έχουν καμιά σχέση με τη ρητορική. Πολλοί απ’ αυτούς δεν εκφωνούν τους λόγους τους, αλλά τους διαβάζουν. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, τους διαβάζουν άσχημα, αφού δεν έχουν κάνει ούτε μία πρόβα.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι δεν είναι δικοί τους. Εχουν αναθέσει σε κάποιους λογογράφους, οι οποίοι έχουν ράψει ένα κοστούμι που δεν είναι στα μέτρα αυτού που το παράγγειλε.
Μπορεί ο λόγος να είναι γραμμένος από άνθρωπο με γνώσεις του αντικειμένου, να είναι γλαφυρός, εύληπτος. Αυτά διαπιστώνεις όταν τον διαβάσεις σε μια εφημερίδα.
Οταν όμως τον διαβάσει ο βουλευτής από το βήμα της Βουλής, λίγα καταλαβαίνεις. Κι αυτό γιατί ένας γραπτός λόγος δεν μπορεί να λειτουργήσει ως προφορικός.
Μακροπερίοδος, με σχήματα, δεν ενημερώνει, δεν πείθει. Μορφάζει, ευτελίζει αυτόν που τον διαβάζει και κουράζει τον τηλεθεατή.
Το πράγμα δυσκολεύει όταν ο βουλευτής καλείται να προφέρει δύσκολες λέξεις, περίπλοκες φράσεις, ξενικούς όρους…
Τότε αγκομαχά, σκύβει πιο πολύ στο γραπτό, σχεδόν συλλαβίζει. Εχεις την εντύπωση ότι δεν βγάζει τα γράμματά του. Αλλοτε πάλι από αμηχανία πιάνει συνεχώς το μικρόφωνο.
Και οι προσφωνήσεις αιωρούνται, «κύριοι βουλευτές», «κύριοι συνάδελφοι», την ίδια στιγμή δεν κοιτάζει κανέναν. Τραβάει ζόρι ο καημένος με το κείμενο που έχει μπροστά του.
Τώρα, θα μου πείτε, τι σόι ρήτορας είναι αυτός. Δεν τελειώνουμε εδώ. Δείτε και παρακάτω: Ασχετος με το κείμενο που έχει μπροστά του και ξέροντας ότι τον παίρνει η κάμερα αφήνει να ξεχειλίσει το ταλέντο της υποκριτικής.
Ηθοποιός εκ του προχείρου χειρονομεί, φωνάζει, ξεκουμπώνει το σακάκι του, πίνει και ξαναπίνει νερό. Τώρα, ή έχασε τις γραμμές του κειμένου ή θυμήθηκε ότι τον βλέπουν οι ψηφοφόροι του.
Λάβρος υποστηρικτής των ψηφοφόρων του, κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του (δηλαδή τους άλλους βουλευτές) και απειλεί να παραιτηθεί αν δεν τηρηθούν όσα έχει προτείνει. Ασφαλώς και δεν πιστεύει ό,τι λέει, γιατί αν δεν τηρηθούν, ξεχνά την απειλή του.
Αλλοτε πάλι, για να συγκινήσει την εκλογική του πελατεία είναι έτοιμος να δακρύσει, δείχνει λυπημένος για πράγματα που τον υπερβαίνουν και ανυποχώρητος για πράγματα που δεν πρόκειται να υπερασπιστεί. Κι όλα αυτά, όχι μόνο όταν οι παρόντες βουλευτές είναι αρκετοί, αλλά ακόμη κι όταν είναι σχεδόν άδεια αίθουσα. Θα σκέφτεται «να ’ναι καλά η τηλεόραση».
Ολα αυτά μπορεί κανείς να τα παραβλέψει. Τι γίνεται όταν βρεθεί «επί προσωπικού»; Ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε. Αστραψε και βρόντηξε.
Επιτίθεται κατά του συναδέλφου του που του δημιούργησε «πρόβλημα» και με ανοίκειο τρόπο εκστομίζει λέξεις που δεν διανοείσαι ούτε να τις σκεφτείς. Γίνεται ο ίδιος ο χειρότερος υβριστής.
«Κατακεραυνώνει» τον αντίπαλό του με απρεπείς χαρακτηρισμούς, ομιλεί για σκευωρία και πλεκτάνη. Και το χειρότερο, αντί να απαντήσει στο επίμαχο θέμα, ανοίγει υποθέσεις πραγματικές ή φανταστικές που αφορούν τον συνάδελφό του. Και επειδή οι πολιτικοί –θέλουν δεν θέλουν– ασκούν μια αγωγή απέναντι στους πολίτες, εύκολα καταλαβαίνετε ότι η πρόταση του Πλάτωνα «να γίνουν οι φιλόσοφοι βασιλείς ή οι βασιλείς φιλόσοφοι» δεν έχει καμιά σχέση με τα καθ’ ημάς.
Κι αυτή την εικόνα τους τη μεταφέρουν και εκτός Κοινοβουλίου. Καλεσμένοι σε κάποιο πάνελ κοιτάζουν τον φακό με αυταρέσκεια, με μια ανεξήγητη σιγουριά ότι κατέχουν τη γνώση, ότι έχουν τη λύση διά πάσαν νόσον…
Πολύξεροι, ανήξεροι, αεράτοι, αεριτζήδες, πουλάνε αέρα κοπανιστό σε όσους τους παρακολουθούν. Αλλωστε τι έχουν να χάσουν, την τσόχα ή τα ραφτικά; Ετσι έκαναν πάντα.
Αλαζόνες, ανεύθυνοι, κρυμμένοι πίσω από τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, έκαναν σχέδια, και μάλιστα πρόχειρα, στα κεφάλια των συμπολιτών τους αδιαφορώντας για το μέλλον τους και φροντίζοντας για το δικό τους.
Μιλούν επί παντός επιστητού, διακόπτουν τον συνομιλητή τους, δεν δέχονται όμως να τους διακόπτουν.
Δηλώνουν ότι θέλουν να ολοκληρώσουν τη σκέψη τους, αλλά όσο χρόνο να τους δώσει ο παρουσιαστής, αυτοί είναι οι μοναδικοί εκπρόσωποι της ασάφειας, της γενικολογίας, του παραλόγου κι ενός συναισθηματισμού που αντιστρατεύεται τη λογική και που σημαδεύει κατευθείαν το θυμικό του πολίτη.
Αν η συζήτηση εξελίσσεται ομαλά, είναι ευγενείς, μειλίχιοι, ανεκτικοί. Αν, όμως, στραφεί ενάντια στις ιδέες τους ή το πρόσωπό τους –για το κόμμα τους δεν πολυενδιαφέρονται–, τότε γίνονται οξύθυμοι, μαχητικοί, ακόμη και χυδαίοι. Πάνω απ’ όλα η τιμή μας.
Μα η τιμή, τιμή δεν έχει…
Σωτήρης Στεφανόπουλος,
συγγραφέας
5/7/2018