Οι πυρκαγιές και οι πολιτικά ορθώς σκεπτόμενοι ηλίθιοι.
Μια από τις πιο ακραίες εκφράσεις της ξεχαρβαλωμένης κοινωνίας, στην οποία με τον τρόπο μας συμμετέχουμε όλοι, είναι ότι από τα διαδοχικά παθήματα και από τις καταστροφές, όπως οι πυρκαγιές, που υφίστανται ο πληθυσμός σε όλα τα επίπεδα και χωρίς καν επίσημο πόλεμο, οι πολίτες δεν μοιάζουν καθόλου να «βάζουν μυαλό». Αντίθετα, χάνεται όλο και περισσότερο ακόμα και η διάθεση να ερμηνευτούν πολιτικά τα φαινόμενα. Διάθεση που ως πρόσφατα χαρακτήριζε την κοινή λογική.
Κάποιος ξένος με την ελληνική πραγματικότητα, κατάπληκτος, μάλλον, θα έβλεπε τις διάφορες συζητήσεις στα κανάλια της τηλεόρασης, θα διάβαζε τις αναρτήσεις στο διαδίκτυο, θα άκουγε τα σχόλια που κάνουν δεξιά και αριστερά οι δήθεν πολίτες αυτής της δήθεν ευρωπαϊκής χώρας. Της ρημαγμένης από την οικονομική κρίση χώρας, με το διαλυμένο σύστημα υγείας και παιδείας, με τις ανεξέλεγκτες ροές των λαθρομεταναστών, με την αποδομημένη ιστορική μνήμη, με τις επιδρομές της αποικιοκρατικής εφορίας στις περιουσίες και στα εισοδήματα. Θα άκουγε, λοιπόν, πολλούς από τους ανθρώπους που ζουν σε αυτή την χώρα, να εκφράζουν σε κάθε ευκαιρία με περισσή βεβαιότητα τις πιο αντιφατικές εκτιμήσεις πάνω στις αιτίες και τις συνέπειες των καταστροφών που έχουν υποστεί.
Τα είδαμε και τα ακούσαμε πάλι με τις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική. Ακούσαμε τις καταγγελίες περί «ασύμμετρης απειλής» που επικαλείται εδώ και χρόνια η εκάστοτε κυβέρνηση. Της απειλής που εκπορεύεται «μεταφυσικά», από τις πάντα μυστικές και σκοτεινές πηγές των ανώνυμων και απροσδιόριστων αντιπάλων του εκσυγχρονιστικού και προοδευτικού προγράμματος που υλοποιούν υποτίθεται οι παραπάνω «εκάστοτε κυβερνήσεις».
Η «αντισυνωμοσιολογική» ρητορική προσπάθησε με αρκετή επιτυχία και πάλι να εμποδίσει τη διατύπωση του πρωταρχικού και κεφαλαιώδους ερωτήματος: Ποιες δυνάμεις οργανώνουν κάθε λίγο και λιγάκι τις πυρκαγιές που κατακαίουν την χώρα ως εμπρηστικές, πολεμικού τύπου ενέργειες; Με ποιες σκοπιμότητες; Με ποιους φυσικούς αυτουργούς που λειτουργούν περίπου ως καταδρομείς; Με ποια εγχώρια ή διεθνή στηρίγματα;
Απέναντι σε τέτοια ερωτήματα οι περισσότεροι δημοσιογραφούντες αναλυτές, σοβαροφανείς σχολιαστές, εκλεγμένοι από το λαό πολιτικοί, αγανακτισμένοι δημοτικοί άρχοντες, πικρόχολοι ειδικοί σε θέματα δασών και πυροπροστασίας, επιλέγουν εντούτοις μια στάση «αγνωστικιστικά αδιάφορη» απέναντι σε παρόμοιες απορίες σχετικές με τις αιτίες της καταστροφής. Το ίδιο και οι εξοργισμένοι απλοί πολίτες που συνήθως βλέπουν σε αυτές τις περιστάσεις «τις περιουσίες και τους κόπους μιας ζωής να καταστρέφονται σε λίγα λεπτά», οι αυτόπτες μάρτυρες που είδαν τα παιδιά τους ή τους οικείους τους σε αυτήν την τελευταία πυρκαγιά να καίγονται ή να πνίγονται.
Θα έλεγε κανείς ότι για την ιδεολογική «ειρηνοφιλία» του μέσου αποβλακωμένου πολίτη που ζει καθησυχασμένος στο αέναο παρόν των συμφορών του, υπάρχουν μόνο ζητήματα διαχείρισης των συμβάντων και απόδοσης ευθυνών στα ιδιωτικά συμφέροντα, την ανθρώπινη επιπολαιότητα και τις παραλείψεις του κράτους. Είναι πεπεισμένος εκ των προτέρων μόνο για τις πασίγνωστες ελλείψεις και την ανοργανωσιά του κρατικού εθνικού μηχανισμού, παράλληλα με τις «ασύμμετρες απειλές».
Οι φράσεις που ακούγονται είναι: «τα καλώδια της ΔΕΗ σπινθήριζαν», «υπήρχαν αυθαίρετοι οικισμοί μέσα στα δάση», πρέπει να στιγματιστεί «η αμέλεια των ασυνείδητων κατασκηνωτών που ανάβουν φωτιές όταν φυσάει ο άνεμος», να αναφερθούν «οι επιτήδειοι εμπρηστές που θέλουν να εγκαταστήσουν λατομεία ή ανεμογεννήτριες σε δασικές περιοχές». Παλαιότερα ήταν και οι βοσκοί που δημιουργούσαν βοσκοτόπια, αλλά τώρα η κτηνοτροφία στην Αττική έχει συρρικνωθεί, συνεπώς η φράση αυτή δεν ακούγεται πια. Η όποια έστω έμμεση αναφορά σε πολιτικές σκοπιμότητες που ενδεχομένως θα ερμήνευαν ορισμένες από τις καταστροφές που υφίσταται ο τόπος, έχει εκ των προτέρων στιγματιστεί ως ανορθόλογη, λαϊκίστικη και συνωμοσιολογική.
Μισές αλήθειες λοιπόν, απολύτως συμπληρωματικές της μεταφυσικής των πάντα απροσδιόριστων «ασύμμετρων απειλών». Αλήθειες, ωστόσο, ικανές να συγκαλύψουν στα μυαλά των «πληροφορημένων» και «με άποψη» ιδιωτών, την απουσία ενός ευρύτερου και πιο σύνθετου πλαισίου ανάλυσης των διαφόρων καταστροφών, την απουσία συνολικής κατανόησης του πλέγματος της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής, δημογραφικής και περιβαλλοντικής αποδόμησης και κατάρρευσης της χώρας.
Πρόκειται για αλήθειες ελλειπτικές, στενές τόσο που να χωράνε στα γνωστά ερμηνευτικά σχήματα της «ατομικής ανευθυνότητας των ανώριμων πολιτών», των «οικονομικών συμφερόντων κάθε επίδοξου κατσαπλιά ή καταπατητή δασικών εκτάσεων» και κυρίως βέβαια της ανεπάρκειας του εθνικού κράτους ως προς την πρόληψη, την αυστηρή τήρηση των νόμων ή την έγκαιρη αντιμετώπιση των καταστροφών. Τα στερεότυπα, δηλαδή, με τα οποία κουτσά στραβά, χρόνια τώρα βολεύεται η ανάπηρη πολιτική σκέψη των Ελλήνων «Ευρωπαίων πολιτών» (ή «πολιτών του κόσμου») όταν επιχειρούν να στοχαστούν την πραγματικότητα. Των ηλιθίων, δηλαδή, που σε κάθε ευκαιρία παριστάνουν τους έξυπνους και τους ενημερωμένους για τα πάντα.
Οι «πολιτικά ορθώς σκεπτόμενοι» νεοέλληνες εξ ορισμού απεχθάνονται την δημόσια εκδήλωση κάθε «εχθροπάθειας» που θα έτεινε να πολιτικοποιήσει με «λαϊκίστικους» όρους, τις περί φυσικών και οικονομικών καταστροφών συζητήσεις. Απεχθάνονται να αποδίδουν τις πιθανές αιτίες των μεγάλων καταστροφών σε άλλους, πολιτικά εχθρικούς και αποσταθεροποιητικούς παράγοντες που δρουν -εντός ή εκτός της χώρας- με σχέδια και σκοπιμότητες. Κατά τη γνώμη τους, όλα αυτά είναι εξ ορισμού «ανυπόστατες και αστήριχτες θεωρίες συνωμοσίας».
Πολιτικά δραστήριος εμπρηστής
Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας αρνούνται πεισματικά να θέσουν έστω ως υπόθεση εργασίας το ερώτημα σχετικά με τις ενδεχόμενες πολιτικοστρατιωτικές προϋποθέσεις των καταστροφών. Με το να θέσουν με τρόπο που θα μπορούσε να ανατρέψει τα υποτίθεται απολίτικα και ειρηνιστικά στερεότυπα, με τα οποία έχει συνηθίσει να λειτουργεί η σκέψη των δουλικά και μοιρολατρικά «σκεπτόμενων», συστηματικών «αντισυνωμοσιολόγων» της συμφοράς. Καταλήγουμε έτσι σε μια μορφή πολιτικού στοχασμού που αρνείται να αναστοχαστεί τις συνθήκες της λειτουργίας της και ασχολείται μόνο με τη διαχείριση του παρόντος.
Ένας πολιτικός της αντιπολίτευσης συνόψισε αυτήν την μεταμοντέρνα αίσθηση του «επείγοντος» στην κοινή αντίληψη ενός αέναου παρόντος που εμφανίζεται μέσα από διαδοχικές εμπειρίες. Έσπευσε, λοιπόν, να επισημάνει ότι οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται τόσο για το που οφείλονται οι φωτιές, όσο για τη διαχείριση της κρίσης που παρουσιάζεται κάθε φορά «για πρώτη φορά» στη ζωή τους. Λόγου χάρη για τις συνέπειες της πυρκαγιάς στις περιουσίες τους και στις ζωές των οικογενειών τους.
Αν υποθέσουμε ότι αυτό ισχύει. Και στο μέτρο που θα συνεχίσει να ισχύει, πρόκειται για μια αντίληψη, ίσως και για μια νοοτροπία, που σίγουρα θα προκαλεί μεγάλη χαρά σε όποιον ή όποιους ενδεχομένως ετοιμάζονται να επαναλάβουν κάπου αλλού τις εμπρηστικές τους προσπάθειες. Tί καλύτερο μπορεί να ελπίζει ένας πολιτικά ή οικονομικά δραστήριος εμπρηστής από έναν «αντίπαλο» που αρνείται συστηματικά να τον εντοπίσει, ή να τον κατονομάσει, λόγω των πολιτικώς ορθών «αντισυνωμοσιολογικών του πεποιθήσεων»;
Πρόκειται με άλλα λόγια, για μια ιδεολογική τρομοκρατία που έχει επιβληθεί εδώ και 30-40 χρόνια, μέσω των οργανικών διανοούμενων του διεθνοποιημένου καζινοκαπιταλισμού, στα ευρωπαϊκά ΜΜΕ και στην εκπαίδευση. Διαχέει τις αξίες του ειρηνισμού που αντιστοιχούν στις λογικές και τα συμφέροντα ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού κόσμου εμπορευματοποιημένων κοινωνικών σχέσεων και απαγορεύει ακόμα και να σκεφτεί κανείς το ενδεχόμενο των διομαδικών συγκρούσεων με όρους εθνικών πολιτικών αντιπαραθέσεων.
Έτσι διαμορφώθηκαν μέσα στις τελευταίες δεκαετίες μεγάλες ομάδες κατά φαντασίαν πολιτών του κόσμου, μια μάζα δηλαδή ιδεολογικά χειραγωγούμενων και διανοητικά ή μεθοδολογικά αποβλακωμένων ιδιωτών, οι οποίοι έχουν μάθει να ερμηνεύουν τα γεγονότα και τις συγκρούσεις είτε με στενά οικονομικούς όρους, είτε ως τυχαία συμβάντα. Με αυτές τις κοινωνικές και πολιτικές νοοτροπίες, δυστυχώς είναι βέβαιο ότι θα θρηνήσουμε ξανά θύματα. Και πάλι τότε θα ψάχνουμε τι και ποιος φταίει μέχρι να ξεχαστεί κι αυτό όπως όλα.
Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχολογίας. Αρχικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών (1985-2003) και στη συνέχεια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διευθυντής της έδρας UNESCO στις Επιστήμες της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Ερευνητής στο CNRS (1978-1982). Συγγραφέας βιβλίων, δοκιμίων, μονογραφιών και πολλών άρθρων σχετικά με θέματα κοινωνικής, πολιτικής και εκπαιδευτικής ψυχολογίας.
8/8/2018