Θηλυκά υποζύγια στο Μαρόκο.
Τα εδάφη της Μελίγια και της Θέουτα είναι σήμερα τα μοναδικά ευρωπαϊκά εδάφη στην Αφρική. Αν και το Μαρόκο θεωρεί ότι αυτά τα εδάφη τού ανήκουν, αποτελούν μία από τις 17 αυτόνομες κοινότητες-περιφέρειες της Ισπανίας, απέναντι από το Γιβραλτάρ, με χερσαία σύνορα στον Νότο με το Μαρόκο.
Αυτό το «αμφισβητούμενο» κομμάτι γης αποτελεί και ένα αμφισβητούμενο κομμάτι ανθρωπισμού. Αυτά τα… φυσικά σύνορα συνιστούν ταυτόχρονα και σύνορα αφύσικα. Τα σύνορα όπου, τον 21ο αιώνα, ο πολιτισμός δίνει μια άνιση μάχη με την υποκρισία και το συμφέρον. Ο πόνος με τη σιωπή. Ο «πλούτος» με την απελπισία. Η υπερβολική ελευθερία με την ουσιαστική υποδούλωση. Εδώ, η ανατροπή του γνωστού στερεότυπου «ο άντρας κουβαλητής και η γυναίκα στο σπίτι» αποτελεί πταίσμα μπροστά στην καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Όλα αυτά, σε καθημερινή βάση, από τα άγρια χαράματα ώς το λυκόφως. Κάτω από έναν συρματόπλεκτο εξάμετρο φράχτη. Με τις εικόνες της ντροπής να διαδέχονται η μία την άλλη, υπό το… άγρυπνο βλέμμα των αρχών, στην υψηλή επίβλεψη του σύγχρονου αίσχους. Η απόκρυψη «κάτω από το χαλί», «τα στραβά μάτια», όπως καταγγέλλεται, απέναντι στη διαιώνιση του προσβλητικού για την ανθρώπινη φύση «χθες». Η διαρκής νεκρανάσταση της χειρότερης ίσως εκμετάλλευσης, αυτής του ανθρώπου από άνθρωπο. Μιας… «εκσυγχρονισμένης» δουλείας. Στον βωμό ενός καλά δομημένου και προσοδοφόρου εμπορίου. Με θύματα τις «κουβαλήτριες» («hamalates»), όπως τις αποκαλούν στο Μαρόκο. Τις «γυναίκες-μουλάρια» («mujeres mulas»), όπως τις αποκαλούν στην ευρωπαϊκή πλευρά. Αυτοί που έχουν μάθει να παρομοιάζουν με ζώα -αυτό το «κατώτερο είδος»- ανθρώπους που συμπεριφέρονται, αθέλητα ή τις περισσότερες φορές ηθελημένα, με «κατώτερο τρόπο». Ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, όσοι βρήκαν στη λέξη «αχθοφόρος» πλεόνασμα υποκρισίας.
Κάθε βήμα είναι μια μάχη, μια πάλη με δεκάδες κιλά. Όχι στο πλαίσιο μιας... πολυτελούς άρσης βαρών. Αλλά, ως τίμημα επιβίωσης. Τα βαριά αυτά βήματα κάνουν, εδώ και δεκαετίες, χιλιάδες γυναίκες, κάτοικοι της ισπανικής Θέουτα, με καταγωγή από το Μαρόκο, που, με τη βίζα που διαθέτουν, διασχίζουν τα σύνορα, ανεβαίνοντας τον λόφο των 400 μέτρων, από έναν στενό διάδρομο δημιουργημένο αποκλειστικά για πεζούς, κουβαλώντας ένα υπέρβαρο φορτίο, που μπορεί να φτάνει έως τα 100 κιλά, μέχρι πρότινος στην πλάτη τους και τώρα σε μικρά καροτσάκια, με προορισμό την πόλη Φνικέκ του Μαρόκου. Προκειμένου να εξασφαλίσουν μια χούφτα ευρώ. Που τους τα δίνουν, ως κόμιστρο, οι έμποροι στις δύο πλευρές των συνόρων. Ως ελάχιστο αντίτιμο για τα τεράστια κέρδη, ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, που αποκομίζουν από το γεγονός ότι η μεταφορά εμπορευμάτων με τα πόδια δεν φορολογείται. Σε αντίθεση με τη διέλευση των συνόρων με αυτοκίνητο ή οποιοδήποτε άλλο αυτοκινούμενο όχημα, όπου στα εμπορεύματα επιβάλλεται φόρος εισαγωγής. Επί τιμολογίων και λοιπών παραστατικών που ανέκαθεν και διηπειρωτικά αποτελούσαν είδος προς (φορο)αποφυγή. Προφανώς επειδή, στην πρώτη περίπτωση, λογίζονται ως προσωπικά είδη, ως προσωπική αποσκευή. Προφανώς επειδή η παραβίαση της νομιμότητας δεν γνωρίζει σύνορα. Και η ανάγκη δεν ξέρει από νόμο.
Φαγώσιμα, κάθε λογής προϊόντα, κυρίως ηλεκτρονικά και ηλεκτρικά είδη, χαρτικά, έως ρούχα και υφάσματα, καινούργια ή μεταχειρισμένα, που έχουν προορισμό τους χονδρέμπορους ή τα καταστήματα λιανικής του Μαρόκου. Το ρόλο του υποζυγίου «παίζουν» περισσότερες από 4.000 γυναίκες, οι οποίες, ανάλογα με το βάρος του μεταφερόμενου φορτίου, «κερδίζουν» από 10 ώς 25 ευρώ ανά «αγώι». Είτε πρόκειται για «λίγα» χιλιόμετρα, μέχρι τις πρώτες αποθήκες, είτε για αρκετά μίλια μακριά, απευθείας στα καταστήματα. Το αντίτιμο είναι ανάλογο με τα κιλά και ως εκ τούτου οι «γυναίκες υποζύγια» επιχειρούν να κουβαλήσουν όσο περισσότερα φορτία μπορούν. Φτάνοντας στα όρια. Υπερβαίνοντάς τα, όπως αποδεικνύουν οι θάνατοι που προκαλούνται. Με πιο πρόσφατο τον χαμό δύο γυναικών τον Ιανουάριο, εξαιτίας του ποδοπατήματος που ακολούθησε μια πτώση. Τεσσάρων από την αρχή της χρονιάς, σύμφωνα με ανθρωπιστικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Το ανθρώπινο ρεύμα, όπως στα γήπεδα, οι εκατοντάδες που ακολουθούσαν φορτωμένες, ήταν πιο ισχυρό από την ατομική διάσωση. Θάνατοι οι οποίοι αποκάλυψαν κι ένα παράλληλο εμπόριο. Αυτό των πιστοποιητικών διαμονής, καθώς κανένα από τα θύματα δεν ήταν κάτοικος των τεσσάρων συνοριακών πόλεων του Μαρόκου που έχουν το δικαίωμα εισόδου στην ισπανική Θέουτα χωρίς βίζα. «Χαρτιά» που αποκαλύφθηκε ότι αποκτώνται έναντι 300 ώς 500 ευρώ, μιας κούπας κρασιού, ή κορμιού, σύμφωνα με στόματα που άνοιξαν.
Το σύστημα ελέγχεται από τους χονδρέμπορους, οι οποίοι, εκτός από το… γράμμα του νόμου, εκμεταλλεύονται και τα τεράστια περιθώρια κέρδους που τους αποφέρει αυτό το ιδιότυπο καθεστώς εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου. Την «τάξη» επιβάλλουν οι «άνδρες με τα κίτρινα καπέλα», υπάλληλοι των μεταφορικών εταιρειών, που περιμένουν τα αγαθά τους στην άλλη πλευρά. Οι εκπρόσωποι των «μεγάλων», που μένουν μακριά από τα φώτα, κρυμμένοι στις αποθήκες ή και στις πολυτελείς επαύλεις της Καζαμπλάνκας και του Μαρακές. «Τι ψάχνεις;», σε ρωτούν «αφοπλιστικά» όταν τολμήσεις να ζητήσεις την άποψή τους. «Το κράτος δεν τους δίνει καμιά βοήθεια. Τι θες; Να πουλήσουν το κορμί τους στον δρόμο; Κουβαλούν ένα πακέτο και ταΐζουν τα παιδιά τους». Ψυχρή αποτύπωση της πραγματικότητας. Πραγματική αποτύπωση της ψυχρότητας.
Μια μάνα με την τυφλή κόρη της, γυναίκες με ειδικές ανάγκες, τυφλές, ακόμα και ηλικιωμένες, μαζί με τις κόρες τους, ανύπαντρες, χήρες, γυναίκες αδύνατες και σε κάθε περίπτωση αδύναμες. Σύγχρονες σκλάβες. Δεν επιλέγουν, δεν διαπραγματεύονται. Μονάχα μεταφέρουν. Σιωπηλά κι αδιαμαρτύρητα. «Το κάνω επί σχεδόν είκοσι χρόνια. Δεν έχω επιλογή», εξομολογείται με την περηφάνια της ντροπής μία από αυτές. «Έχω παιδιά, έξοδα, νοίκι, ρεύμα, τι να κάνω;», αναρωτιέται χωρίς απάντηση μια άλλη, φορώντας το ροζ «χιτζάμπ» στο κεφάλι και ένα γκρι φουλάρι γύρω από τον ιδρωμένο λαιμό.
Μέχρι πρότινος, οι γυναίκες αυτές κουβαλούσαν το τεράστιο φορτίο, σε καθημερινή βάση, στους ώμους. Το κορμί δίπλωνε στα δύο από το βάρος. Πολλές φορές, τους έλεγαν ψέματα για το βάρος. Που ήταν περισσότερο από το αναγραφόμενο. Εδώ και λίγες εβδομάδες, υπό το βάρος των καταγγελιών, οι ισπανικές αρχές τις «υποχρεώνουν» να χρησιμοποιούν καροτσάκια. Γεγονός που ενώ θεωρητικά θα άμβλυνε εκτός από το άγος και το άλγος, στις περισσότερες των περιπτώσεων επιτείνει τα προβλήματα, καθώς οι γυναίκες αυτές «έπιασαν» για πρώτη φορά… ρόδες στα χέρια τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ισορροπία, εσωτερική και εξωτερική. Δεν ξέρουν να γράφουν ή να διαβάζουν και νιώθουν ευτυχισμένες αν καταφέρουν να φάνε ένα γεύμα την ημέρα. «Δεν μπορώ να το χειριστώ, με πονούν ακόμα περισσότερο τα χέρια μου, πριν, στον ώμον είχα συνηθίσει. Τώρα αυξήθηκε το βάρος». Παράλληλα, μπήκε πλαφόν τεσσάρων χιλιάδων γυναικών-φορτίων ανά ημέρα. Από τις 15 χιλιάδες που υπολογίζεται ότι κάνουν αυτή τη… δουλειά τις τελευταίες δεκαετίες. Κι ενώ το «μέτρο» μοιάζει να προσπαθεί «κάτι να κάνει», η ντροπή παίρνει νέες διαστάσεις.
Τώρα, οι γυναίκες που μένουν «εκτός» βρίσκουν κάποια κρυφή γωνιά και φορούν, μέσα και πάνω από τα ρούχα τους, διπλές και τριπλές φορεσιές δεμένες και «πακεταρισμένες» με τη βοήθεια αυτοκόλλητων ταινιών. Ένα «γκανκστερικό» εμπόριο κρυμμένων κατάσαρκα ενδυμάτων που, αν όλα πάνε καλά και περάσουν τα σύνορα, πράγμα που συνήθως συμβαίνει, θα τα ξαναβγάλουν και θα τα παραδώσουν στους εμπόρους της άλλης πλευράς. Έχοντας παρακάμψει την… εγρήγορση των «επί το έργον» τελωνειακών. Ενισχυμένων, εσχάτως, από ιδιωτικά σώματα ασφαλείας. Κι όμως…
Όλα αυτά εξακολουθούν να συμβαίνουν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Με την παρέμβαση να εξαντλείται στο… καροτσάκι. Το καροτσάκι των «δικαιωμάτων» που κάποιοι διαφήμισαν ως «ένα βήμα στην κατεύθυνση του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων». Έτη φωτός από τον πυρήνα των ευρωπαϊκών, των ανθρώπινων αξίων.
Πότε η Ευρώπη θα περάσει από αυτό το υπ-ανθρώπινο duty free στο ανθρώπινο «free is duty»;
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 30 Μαΐου.
Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
3/8/2018