Γιατί ο Κοτζιάς πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
(1) Η θαμμένη βυζαντινή ισχύς του νεοελληνικού κράτους.
(2) Ο πειρασμός της «νομικής προσέγγισης»
της συμφωνίας των Πρεσπών.
(3) Ημερίδα ΥπΕξ για Συμφωνία Πρεσπών,19-7-2018.
(1) Η θαμμένη βυζαντινή ισχύς του νεοελληνικού κράτους.
(2) Ο πειρασμός της «νομικής προσέγγισης»
της συμφωνίας των Πρεσπών.
(3) Ημερίδα ΥπΕξ για Συμφωνία Πρεσπών,19-7-2018.
(4) «Αυξάνεται επικίνδυνα η επιρροή της Τουρκίας στα Βαλκάνια».
Γιατί ο Κοτζιάς πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Μπορεί ο Κοτζιάς να είχε εδώ και πολλά χρόνια κάνει σύνθημά του την «ενεργητική εξωτερική πολιτική», αλλά το ταξίδι στην Ουάσιγκτον με τον Τσίπρα και οι συνομιλίες με την αμερικανική ηγεσία προσέδωσαν συγκεκριμένο σχήμα σ’ αυτόν τον όρο. Κάπως έτσι, λοιπόν, προέκυψε το πρόσω ολοταχώς για να κλείσει χρόνια ανοικτά μέτωπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, με δεδηλωμένο σκοπό αυτή να αφιερωθεί στην ανάσχεση της τουρκικής επεκτατικής πίεσης.
Λίγο μετά, όμως, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών επισκέφθηκε την Τουρκία και ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο για την επίσκεψη Ερντογάν, η οποία είχε τη γνωστή κατάληξη. Όχι μόνο δεν δικαίωσε την προσδοκία του Κοτζιά για διαμόρφωση κλίματος «ήρεμων υδάτων» με την Άγκυρα, αλλά ουσιαστικά έριξε περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις στη ζώνη της έντασης.
Το δόγμα του Κοτζιά ήταν από τότε ότι τα προβλήματα στις σχέσεις Αθήνας-Τιράνων και Αθήνας-Σκοπίων δεν απειλούν την εθνική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ελληνοτουρκική διένεξη έχει γεωστρατηγικό χαρακτήρα και την απειλεί. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί το κλείσιμο των βαλκανικών μετώπων, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τουρκικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερο που η αποτυχία της επίσκεψης Ερντογάν κατέστησε ακόμα πιο επείγουσα αυτή την αντιμετώπιση.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Κοτζιά με τον Σλαβομακεδόνα ομόλογό του είναι πλέον αποτυπωμένο στη Συμφωνία των Πρεσπών και μπορεί με ακρίβεια να αποτιμηθεί. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τον Αλβανό ομόλογό του θα το δούμε προσεχώς, εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πως βρισκόμαστε πολύ κοντά σε συμφωνία. Όλη αυτή η διπλωματική κινητικότητα, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματική. Εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς πηγάζει και από μία αυθεντική ροπή του Κοτζιά, αλλά και από δυτικές συστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, άλλωστε, οι δύο αυτοί παράγοντες είναι ομόρροποι κι όχι αντίρροποι.
Τα μέτωπα στα Βαλκάνια
Το επιχείρημα του Κοτζιά ότι πρέπει να κλείσουν τα μέτωπα στα Βαλκάνια για να αντιμετωπισθεί η τουρκική επιθετικότητα είναι η μισή αλήθεια. Προφανώς, εάν το Μακεδονικό και τα ελληνοαλβανικά έκλειναν με έναν τρόπο που να σέβεται την πραγματικότητα της περιοχής και τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα, θα ήταν μία πολύ θετική εξέλιξη ακόμα και εάν δεν υπήρχε η πίεση της Άγκυρας. Πολύ περισσότερο που υπάρχει.
Το γεγονός, όμως, ότι το Μακεδονικό έκλεισε με τον τρόπο που έκλεισε αποδυναμώνει, αντί να ενδυναμώνει την ελληνική διπλωματία γενικώς και ειδικώς έναντι της Τουρκίας. Τα καλά λόγια από την πλευρά της Δύσης οφείλονται στο γεγονός ότι υπήρξε συμφωνία και ως εκ τούτου άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και προοπτικά στην ΕΕ.
Οι Δυτικοί δεν ενδιαφέρονταν ποτέ για το περιεχόμενο της συμφωνίας. Ακόμα και εάν η Αθήνα συμφωνούσε το γειτονικό κράτος να ονομάζεται Μακεδονία και όλα τα συναφή και πάλι θα χειροκροτούσαν και θα επαινούσαν την ελληνική κυβέρνηση που θα έβαζε την υπογραφή για την πολιτική τόλμη της και τη συμβολή της στη σταθερότητα!
Το γεγονός, όμως, ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αποδέχεται πράγματα που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα της περιοχής και πλήττουν το εθνικό συμφέρον της είναι ένα σημάδι πολιτικής-διπλωματικής αδυναμίας. Το μήνυμα που παίρνει η Άγκυρα είναι ότι αφού η Αθήνα υποχώρησε στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, πολύ περισσότερο θα υποχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα.
Κι αυτό, επειδή η ΠΔΓΜ είναι πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά σε παντελώς μειονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας, ενώ αντιστοίχως η Τουρκία είναι σαφώς σε πλεονεκτική. Με άλλα λόγια, το επικίνδυνο μήνυμα που παίρνει ο Ερντογάν είναι ότι εάν κλιμακώσει την πίεσή του στην Αθήνα θα αυξηθούν οι πιθανότητες να επιτύχει τους επεκτατικούς στόχους του. Η επίπτωση, λοιπόν της Συμφωνίας των Πρεσπών στα ελληνοτουρκικά είναι αντίστροφη από αυτή που πουλάει στην πολιτική αγορά ο Κοτζιάς.
Δικαιολογία για την ελληνορωσική κρίση
Αντίστοιχου προπαγανδιστικού χαρακτήρα είναι και η δικαιολογία που ο Κοτζιάς διοχέτευσε για την κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις. Διοχέτευσε ότι αυτή οφείλεται και στο ότι η προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν επέτρεψε την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον της Ελλάδας. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Η καμπύλη της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία δύο χρόνια έχει τις γνωστές διακυμάνσεις, αλλά όχι δραματικές αλλαγές σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Υπάρχει, βεβαίως, η ομηρία των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά αυτή συνδέεται με την μη παράδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που κατηγορούνται ότι συμμετείχαν στο πραξικόπημα.
Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός που διοχέτευσε ο Κοτζιάς είναι μία προσπάθεια να χρησιμοποιήσει την έντονη ανησυχία της ελληνικής κοινής γνώμης για την τουρκική επιθετικότητα για να δικαιολογήσει τους χειρισμούς του που οδήγησαν στην ανατροπή του άτυπου δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά.
Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, η Αθήνα πρέπει να τηρεί μία ετεροβαρή, αλλά υπαρκτή ισορροπία στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Δύση και τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ναι μεν ανήκει στη Δύση, αλλά πάντα φρόντιζε να κρατάει αποστάσεις από ψυχροπολεμικές κινήσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων σε βάρος της Μόσχας. Και έτσι έπρατταν οι Τσίπρας και Κοτζιάς μέχρι πρότινος.
Ο εναγκαλισμός Πούτιν-Ερντογάν
Κατά τα άλλα, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχει δρομολογήσει μία τάση αναθεώρησης ή τουλάχιστον προσαρμογής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αν και αυτό το διάστημα οι δύο πλευρές καταβάλλουν προσπάθειες να γεφυρώσουν το χάσμα που τις χωρίζει, οι πιθανότητες να συμβεί αυτό εκτιμώ πως είναι περιορισμένες.
Ο Ερντογάν δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στους Αμερικανούς. Είναι πεπεισμένος ότι αυτοί βρίσκονται πίσω από το πραξικόπημα του 2016 κι ότι επιδιώκουν να τον εξουδετερώσουν. Γι’ αυτό και έχει εναγκαλιστεί τον Πούτιν. Προσπαθεί να χρησιμοποιεί τη Ρωσία ως αντίβαρο στη δυτική πίεση. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο άδραξε την ευκαιρία και ανταποκρίθηκε, επειδή αυτό εξυπηρετεί τα ρωσικά συμφέροντα.
Παίζει με την Άγκυρα όχι απλώς για να βαθύνει το ρήγμα στη δυτική στρατηγική αλυσίδα, αλλά και επειδή έτσι σπάει τη γεωπολιτική περικύκλωση της Ρωσίας που επιδιώκει η Δύση. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, πως παρά την προσέγγιση με τον Ερντογάν, η Μόσχα παραμένει στην παραδοσιακή θέση της στο Κυπριακό. Αλλά και στα ελληνοτουρκικά δεν παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή στην πολιτική της.
Σταύρος Λυγερός
Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα αρθρογραφεί στο Πρώτο Θέμα. Συγγραφέας 13 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.
https://slpress.gr/ethnika/
giati-o-kotzias-poulaei-fykia-gia-metaxotes-kordeles/
22 Ιουλίου 2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Γιατί ο Κοτζιάς πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Μπορεί ο Κοτζιάς να είχε εδώ και πολλά χρόνια κάνει σύνθημά του την «ενεργητική εξωτερική πολιτική», αλλά το ταξίδι στην Ουάσιγκτον με τον Τσίπρα και οι συνομιλίες με την αμερικανική ηγεσία προσέδωσαν συγκεκριμένο σχήμα σ’ αυτόν τον όρο. Κάπως έτσι, λοιπόν, προέκυψε το πρόσω ολοταχώς για να κλείσει χρόνια ανοικτά μέτωπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, με δεδηλωμένο σκοπό αυτή να αφιερωθεί στην ανάσχεση της τουρκικής επεκτατικής πίεσης.
Λίγο μετά, όμως, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών επισκέφθηκε την Τουρκία και ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο για την επίσκεψη Ερντογάν, η οποία είχε τη γνωστή κατάληξη. Όχι μόνο δεν δικαίωσε την προσδοκία του Κοτζιά για διαμόρφωση κλίματος «ήρεμων υδάτων» με την Άγκυρα, αλλά ουσιαστικά έριξε περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις στη ζώνη της έντασης.
Το δόγμα του Κοτζιά ήταν από τότε ότι τα προβλήματα στις σχέσεις Αθήνας-Τιράνων και Αθήνας-Σκοπίων δεν απειλούν την εθνική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ελληνοτουρκική διένεξη έχει γεωστρατηγικό χαρακτήρα και την απειλεί. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί το κλείσιμο των βαλκανικών μετώπων, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τουρκικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερο που η αποτυχία της επίσκεψης Ερντογάν κατέστησε ακόμα πιο επείγουσα αυτή την αντιμετώπιση.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Κοτζιά με τον Σλαβομακεδόνα ομόλογό του είναι πλέον αποτυπωμένο στη Συμφωνία των Πρεσπών και μπορεί με ακρίβεια να αποτιμηθεί. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τον Αλβανό ομόλογό του θα το δούμε προσεχώς, εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πως βρισκόμαστε πολύ κοντά σε συμφωνία. Όλη αυτή η διπλωματική κινητικότητα, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματική. Εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς πηγάζει και από μία αυθεντική ροπή του Κοτζιά, αλλά και από δυτικές συστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, άλλωστε, οι δύο αυτοί παράγοντες είναι ομόρροποι κι όχι αντίρροποι.
Τα μέτωπα στα Βαλκάνια
Το επιχείρημα του Κοτζιά ότι πρέπει να κλείσουν τα μέτωπα στα Βαλκάνια για να αντιμετωπισθεί η τουρκική επιθετικότητα είναι η μισή αλήθεια. Προφανώς, εάν το Μακεδονικό και τα ελληνοαλβανικά έκλειναν με έναν τρόπο που να σέβεται την πραγματικότητα της περιοχής και τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα, θα ήταν μία πολύ θετική εξέλιξη ακόμα και εάν δεν υπήρχε η πίεση της Άγκυρας. Πολύ περισσότερο που υπάρχει.
Το γεγονός, όμως, ότι το Μακεδονικό έκλεισε με τον τρόπο που έκλεισε αποδυναμώνει, αντί να ενδυναμώνει την ελληνική διπλωματία γενικώς και ειδικώς έναντι της Τουρκίας. Τα καλά λόγια από την πλευρά της Δύσης οφείλονται στο γεγονός ότι υπήρξε συμφωνία και ως εκ τούτου άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και προοπτικά στην ΕΕ.
Οι Δυτικοί δεν ενδιαφέρονταν ποτέ για το περιεχόμενο της συμφωνίας. Ακόμα και εάν η Αθήνα συμφωνούσε το γειτονικό κράτος να ονομάζεται Μακεδονία και όλα τα συναφή και πάλι θα χειροκροτούσαν και θα επαινούσαν την ελληνική κυβέρνηση που θα έβαζε την υπογραφή για την πολιτική τόλμη της και τη συμβολή της στη σταθερότητα!
Το γεγονός, όμως, ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αποδέχεται πράγματα που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα της περιοχής και πλήττουν το εθνικό συμφέρον της είναι ένα σημάδι πολιτικής-διπλωματικής αδυναμίας. Το μήνυμα που παίρνει η Άγκυρα είναι ότι αφού η Αθήνα υποχώρησε στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, πολύ περισσότερο θα υποχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα.
Κι αυτό, επειδή η ΠΔΓΜ είναι πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά σε παντελώς μειονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας, ενώ αντιστοίχως η Τουρκία είναι σαφώς σε πλεονεκτική. Με άλλα λόγια, το επικίνδυνο μήνυμα που παίρνει ο Ερντογάν είναι ότι εάν κλιμακώσει την πίεσή του στην Αθήνα θα αυξηθούν οι πιθανότητες να επιτύχει τους επεκτατικούς στόχους του. Η επίπτωση, λοιπόν της Συμφωνίας των Πρεσπών στα ελληνοτουρκικά είναι αντίστροφη από αυτή που πουλάει στην πολιτική αγορά ο Κοτζιάς.
Δικαιολογία για την ελληνορωσική κρίση
Αντίστοιχου προπαγανδιστικού χαρακτήρα είναι και η δικαιολογία που ο Κοτζιάς διοχέτευσε για την κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις. Διοχέτευσε ότι αυτή οφείλεται και στο ότι η προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν επέτρεψε την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον της Ελλάδας. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Η καμπύλη της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία δύο χρόνια έχει τις γνωστές διακυμάνσεις, αλλά όχι δραματικές αλλαγές σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Υπάρχει, βεβαίως, η ομηρία των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά αυτή συνδέεται με την μη παράδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που κατηγορούνται ότι συμμετείχαν στο πραξικόπημα.
Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός που διοχέτευσε ο Κοτζιάς είναι μία προσπάθεια να χρησιμοποιήσει την έντονη ανησυχία της ελληνικής κοινής γνώμης για την τουρκική επιθετικότητα για να δικαιολογήσει τους χειρισμούς του που οδήγησαν στην ανατροπή του άτυπου δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά.
Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, η Αθήνα πρέπει να τηρεί μία ετεροβαρή, αλλά υπαρκτή ισορροπία στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Δύση και τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ναι μεν ανήκει στη Δύση, αλλά πάντα φρόντιζε να κρατάει αποστάσεις από ψυχροπολεμικές κινήσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων σε βάρος της Μόσχας. Και έτσι έπρατταν οι Τσίπρας και Κοτζιάς μέχρι πρότινος.
Ο εναγκαλισμός Πούτιν-Ερντογάν
Κατά τα άλλα, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχει δρομολογήσει μία τάση αναθεώρησης ή τουλάχιστον προσαρμογής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αν και αυτό το διάστημα οι δύο πλευρές καταβάλλουν προσπάθειες να γεφυρώσουν το χάσμα που τις χωρίζει, οι πιθανότητες να συμβεί αυτό εκτιμώ πως είναι περιορισμένες.
Ο Ερντογάν δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στους Αμερικανούς. Είναι πεπεισμένος ότι αυτοί βρίσκονται πίσω από το πραξικόπημα του 2016 κι ότι επιδιώκουν να τον εξουδετερώσουν. Γι’ αυτό και έχει εναγκαλιστεί τον Πούτιν. Προσπαθεί να χρησιμοποιεί τη Ρωσία ως αντίβαρο στη δυτική πίεση. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο άδραξε την ευκαιρία και ανταποκρίθηκε, επειδή αυτό εξυπηρετεί τα ρωσικά συμφέροντα.
Παίζει με την Άγκυρα όχι απλώς για να βαθύνει το ρήγμα στη δυτική στρατηγική αλυσίδα, αλλά και επειδή έτσι σπάει τη γεωπολιτική περικύκλωση της Ρωσίας που επιδιώκει η Δύση. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, πως παρά την προσέγγιση με τον Ερντογάν, η Μόσχα παραμένει στην παραδοσιακή θέση της στο Κυπριακό. Αλλά και στα ελληνοτουρκικά δεν παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή στην πολιτική της.
Σταύρος Λυγερός
Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα αρθρογραφεί στο Πρώτο Θέμα. Συγγραφέας 13 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.
https://slpress.gr/ethnika/
giati-o-kotzias-poulaei-fykia-gia-metaxotes-kordeles/
22 Ιουλίου 2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
1.
Η θαμμένη βυζαντινή ισχύς του νεοελληνικού κράτους.
Η θαμμένη βυζαντινή ισχύς του νεοελληνικού κράτους.
Ο όρος «cultural affinity» (πολιτιστική συμπάθεια) υποδηλώνει, σε γενικές γραμμές, τις κοινές, αξίες, χαρακτηριστικά και κοσμοθεωρία μεταξύ ατόμων η ομάδων ατόμων. Αναφορικά με τα κράτη-εθνότητες αυτή είτε προϋπάρχει ιστορικά είτε καλλιεργείται. Η καλλιέργεια αυτής αποτελεί στόχο της λεγόμενης πολιτιστικής διπλωματίας. Κατά γενική ομολογία τα κοινά συμφέροντα καθορίζουν σε κυρίαρχο βαθμό τις σχέσεις μεταξύ των εθνών.
Η αντίληψη, όμως, του περιεχόμενου του εθνικού συμφέροντος, είναι ένα χαρακτηριστικό συστημικό και με βαθιές προεκτάσεις στον υπαρξιακό πυρήνα του εκάστοτε συνειδησιακού πλαισίου. Οι κοινές αξίες, πολιτιστικές και πολιτικές, σε συνδυασμό με γεωπολιτικά συμφέροντα διαθέτουν τη δυναμική να σμιλεύσουν κοινές αντιλήψεις απειλών, γεννώντας συμβατά συμπεριληπτικά πλαίσια, θέτοντας έτσι τη βάση συμμαχιών.
Η εργαλειοποίηση λοιπόν μη «χειροπιαστών» μέσων όπως πχ. της ιστορίας, των διδαγμάτων και της κληρονομιάς της οφείλει να αποτελεί τμήμα κάθε στρατηγικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βασικό επιχείρημα περί της «δυτικότητας» το νέου ελληνισμού πηγάζει από την θέση και τη σημασία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στη διαμόρφωση της δυτικής σκέψης.
Στο προκείμενο λοιπόν, αναφορικά με την περιώνυμη ηγετική θέση της Ελλάδος στα Βαλκάνια, αυτή υποτίθεται θα βασιστεί στα παρακάτω. Τη συμμετοχή σε δυτικούς θεσμούς και τις οικονομικές συναλλαγές, με κινητήριο λάκτισμα την απάλειψη των ιστορικών διαφορών και παρερμηνειών, αρχής γενομένης με την συμφωνία των Πρεσπών.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των υπερασπιστών της συμφωνίας είναι ότι με αυτήν κατοχυρώνεται η ελληνική ιστορική κληρονομιά της Μακεδονίας. Βέβαια στο νεοελληνικό κράτος, ελέω νεωτερικής παράνοιας, η ελληνική ιστορία ταυτίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την αρχαία. Εδώ λοιπόν έγκειται το κρίσιμο ερώτημα. Όλα καλά, το Μεγαλέξανδρο ας πούμε ότι τον κατοχυρώσαμε, τι γίνεται με τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο;
Η πολιτισμική διπλωματία του Βυζαντίου
Οι παραπάνω, έδρασαν τον 9ο μX αιώνα. Ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ κρατικοί και εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι υψηλότατης μόρφωσης και παιδείας σε εντεταλμένη υπηρεσία από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και τον Πατριάρχη Φώτιο Α’. Η ελληνική τους παιδεία ήταν βαθιά, όπως κάθε μορφωμένου Βυζαντινού, και η ρωμαίικη-ελληνική τους συνείδηση μαρτυράται εκ των πηγών.
Εκτέλεσαν μεγάλο αριθμό από ταξίδια-αποστολές από τη Βαγδάτη μέχρι τη Μοραβία. Σκοπός αυτών των αποστολών ήταν ποικίλος και περιελάβανε από διαπολιτισμικό διάλογο με το Ισλάμ μέχρι την διάδοση της ορθοδοξίας και εν γένει του βυζαντινού συστήματος αξιών, στους σλαβικούς λαούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιας πολυπλοκότητας εξωτερική πολιτική θα εμφανιστεί στη δυτική Ευρώπη μετά το διαφωτισμό. Το έργο για το οποίο έμειναν στην ιστορία ήταν ο εκχριστιανισμός των σλάβων και η συνεπαγόμενη δημιουργία του γλαγολιτικού αλφαβήτου (το αρχαιότερο γνωστό σλαβικό αλφάβητο), στη βάση του οποίου εν συνεχεία ο Βούλγαρος μαθητής του Μεθοδίου, Άγιος Κλήμης της Αχρίδα, θα δημιουργήσει το κυριλλικό.
Όπως καταλαβαίνει κανείς η κληρονομιά του έργου αυτών των προσωπικοτήτων θα μπορούσε να εργαλειοποιηθεί από τον σύγχρονο ελληνισμό. Ούτε λίγο ούτε πολύ το ελλαδικό κράτος οφείλει να παρουσιαστεί ως μια δύναμη πατρική, ενωτική και διορατική, κάτι σαν μια μεταμοντέρνα Ρωμανία. Έτσι καθίσταται φύση και θέση συνεχιστής του έργου των Αγίων.
Τούτο μπορεί να εκφραστεί στο πλαίσιο του καλωσορίσματος των βαλκανικών εθνών στους δυτικούς θεσμούς καθώς και με σκοπό την εμπέδωση-διαμόρφωση ενός νέο- βαλκανικού πλαισίου συνεννόησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε όλα τα Βαλκάνια, ήδη υπάρχουν ποικίλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, από την μουσική και την τέχνη μέχρι την κοινωνική οργάνωση τα οποία υποδηλώνουν βυζαντινή-ελληνική επιρροή. Τέλος υφίσταται το κοινό συμφέρον στη βάση της ανάσχεσης της τουρκικής απειλής και της γενικότερης προόδου στην περιοχή.
Πνευματικοί πατέρες
Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος θεωρούνται απ’ τους απανταχού τους ορθόδοξους σλάβους ως οι πνευματικοί τους πατέρες και όχι αδίκως. Εκεί όπου χωλαίνει η κατάσταση είναι η προσπάθεια, με ψευδοεπιστημονική μεθοδολογία, από Σκοπιανούς και μερίδα Βούλγαρων ακαδημαϊκών, να αμφισβητηθεί η ελληνικότητα τους. Είναι άμεσης προτεραιότητας, η πλήρης αποσαφήνιση του ακριβούς περιεχομένου του όρου «ο Ελληνικός πολιτισμός η ιστορία η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα*».
Ως εκ τούτου πρέπει να κατοχυρωθεί ακαδημαϊκά και θεσμικά η αναγνώριση της ελληνικότητας των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, σε βαλκανικό και διεθνές επίπεδο.
Όλα τα παραπάνω οφείλει να αξιοποιήσει και να εκμεταλλευτεί μια δύναμη η οποία συνεχώς κομπάζει για την τρισχιλιετή ιστορία της. Εν κατακλείδι θα τολμήσω να πω ότι η ρωμαίικη (Βυζαντινή) κληρονομιά είναι απείρως χρηστικότερη από την αρχαία, ειδικά όσο αναφορά τα Βαλκάνια.
Το νεοελληνικό κράτος είτε θα αποφασίσει να καταστεί νέο-ρωμαίικο και να ακτινοβολήσει ως ο φυσικός και πνευματικός ηγέτης τω Βαλκανίων είτε θα συνεχίσει να σέρνεται πίσω από ατελείς πολιτικές. Με τη δεύτερη επιλογή το μόνο που θα μας μείνει θα είναι να κοιτάμε τα αρχαία μας στολίδια βυθισμένοι στην ανυποληψία και τη λοιδορία εχθρών και «φίλων».
*Όπως αναγράφεται στη συμφωνία των Πρεσπών {αρ. 7(2)}
O Θεόδωρος Ράκκας έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα (MA) Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας με ειδίκευση Oil & Gas Security and Geopolitics. Πήρε το πτυχίο του από το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών: Κατεύθυνση Διεθνών Σχέσεων και Οργανισμών της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Μιλάει Αγγλικά και Αραβικά.
31 Ιουλίου 2018
2.
Ο πειρασμός της «νομικής προσέγγισης» της συμφωνίας των Πρεσπών.
Η επιστημονική -νομική προσέγγιση της συμφωνίας των Πρεσπών είναι μεγάλος πειρασμός για έναν κατ΄ εξοχήν πανεπιστημιακό όπως είναι ο Υπουργός εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς.
Όμως συγχρόνως αποτελεί και μεγάλη παγίδα. Το να είναι μια συμφωνία νομικά άρτια, να συμβαδίζει με το διεθνές δίκαιο, δεν αρκεί για να την κάνει τέλεια η τουλάχιστον αποδεκτή από τα υποκείμενα της. Γιατί τελικά η κάθε συμφωνία ειδικά αυτή των Πρεσπών είναι αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης, και θα κριθεί όχι απλώς από τη νομική αρτιότητά της και την τελειότητα στην αρχιτεκτονική της, αλλά από την εφαρμογή της η οποία εναπόκειται φυσικά στους λαούς των δυο χωρών.
Ο κ. Κοτζιάς σε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία κάλεσε μια σειρά έγκριτων νομικών και πανεπιστημιακών σε μια συζήτηση που μεταδόθηκε μάλιστα απευθείας από το κανάλι της Βουλής, για τις νομικές πτυχές της συμφωνίας των Πρεσπών, όπου πράγματι με εξαντλητικό τρόπο αναλύθηκαν σε βάθος όλες οι πτυχές της συμφωνίας.
Για να μην αδικήσουμε τον υπουργό Εξωτερικών, ξεκινά από μια βάση την οποία πιθανόν οι περισσότεροι πολίτες να μην συμμερίζονται: εάν επιλέγεις την επίλυση ενός προβλήματος, το οποίο δεν μπορείς να το λύσεις με την ισχύ σου, τότε κάνεις συμβιβασμό. Και όταν η διαφορά αφορά θέματα ταυτότητας, υφαρπαγής πολιτιστικής κληρονομιάς, αλυτρωτισμού, ο συμβιβασμός θα είναι επώδυνος και για τις δυο πλευρές.
Όμως ο κ. Κοτζιάς υποβαθμίζει την προσπάθεια που ο ίδιος έκανε όταν στρέφεται με τέτοια οξύτητα εναντίον όσων διαφωνούν, με πρόθεση ή χωρίς, στη συμφωνία των Πρεσπών.
Μια συμφωνία η οποία έχει θετικά σημεία: την σχεδόν erga omnes χρήση της νέας ονομασίας, την αλλαγή συντάγματος, το ότι λύνεται ένα πρόβλημα που αποτελεί βαρίδι στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το ενδεχόμενο να μην υπήρχε στο μέλλον ευκαιρία για μια έστω και συμβιβαστική λύση... Όμως αρκούν αυτά και εξισορροπούν τους ανοικτούς λογαριασμούς που αφήνει με την ιστορία;
Πολιτικές ηγεσίες όπως η σημερινή ελπίζουν και πιστεύουν ότι ο χρόνος και η κοινή πορεία στην Ευρωατλαντική οικογένεια , θα αμβλύνει διαφορές και καχυποψίες, θα καλύψει τις μαύρες τρύπες που αφήνει η συμφωνία και ο συμβιβασμός.
Πιθανόν να είναι κι έτσι...
Στην συζήτηση που έγινε στο αμφιθέατρο «Γιάννος Κρανιδιώτης» τέθηκαν ορισμένα ζητήματα τα οποία αξίζουν έναν πρώτο σχολιασμό:
- Η συζήτηση περί αλυτρωτισμού κυριάρχησε, με την Μαριλένα Κοππά να επισημαίνει ότι αλυτρωτισμός τελικά δεν νοείται εάν δεν υπάρχει σαφής διεκδίκηση εδαφών. Μια επισήμανση με την οποία συμφώνησε και ο κ. Κοτζιάς.
Προφανώς αυτή είναι μια γενική αρχή, καθώς η τελική πράξη του Ελσίνκι αλλά και η ένταξη μιας χώρας στον ΟΗΕ και η αίτηση ένταξης της στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, προϋποθέτει την αναγνώριση των υφιστάμενων συνόρων. Όπως προβλέπονταν μάλιστα και με την ενδιάμεση συμφωνία.
Καμιά χώρα, ούτε καν αυτή η Τουρκία, δεν δηλώνει επισήμως ότι διεκδικεί ξένα εδάφη. Όσο για την Αλβανία ποτέ δεν δήλωσε ότι διεκδικεί την Πρέβεζα, αλλά το Τσάμικο και οι αναφορές σε σχολικά βιβλία για «αλβανικά εδάφη» προφανώς συνιστούν αλυτρωτισμό.
Όμως ο Μακεδονισμός όπως εκφράσθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, που δεν είχε σχέση φυσικά με τον Μέγα Αλέξανδρο, είχε εδαφική διάσταση, καθώς ο πυρήνας ήταν η επανένωση της «διαμελισμένης» Μακεδονίας (ας το έχουν υπόψη τους αυτό όσοι δέχθηκαν αμάσητα το «Μακεδονία του Ίλιντεν» που πάσαραν οι Σκοπιανοί με το επιχείρημα ότι δεν θίγεται έτσι η κληρονομιά του... Μεγάλου Αλεξάνδρου).
Αλλά ακόμη κι αν ίσχυε το επιχείρημα της κ. Κοππά, θα αναρωτιόνταν κανείς, προς τι οι θριαμβολογίες για τις ειδικές και συγκεκριμένες αναφορές της συμφωνίας εναντίον του αλυτρωτισμού. Αν δεν υπάρχει αλυτρωτισμός τότε για ποιον λόγο να προβλεφθούν ειδικές αναφορές στην συμφωνία;
Και κάτι ακόμη: εάν υπάρχει η πρόκειται να αναπτυχθεί αναθεωρητισμός και αλυτρωτισμός, θα τον εμπόδιζε η συμφωνία των Πρεσπών;
-Υπήρξε εξαντλητική επιστημονική προσέγγιση στο θέμα της ιθαγένειας – υπηκοότητας- εθνικότητας, με τον καθηγητή Χάρη Παμπούκη να τεκμηριώνει τη διαφορά της εθνότητας/εθνικότητας από την ιθαγένεια/υπηκοότητα.
Είναι προφανές ότι η εθνότητα ανήκει στην σφαίρα του αυτοπροσδιορισμού και δεν υπόκειται σε κρατικές αποφάσεις η διακρατικές συμφωνίες, ενώ η ιθαγένεια αποτυπώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με συγκεκριμένο κράτος.
Ο κ. Κοτζιάς μάλιστα αναρωτήθηκε εάν με τη λογική ότι η ιθαγένεια και η εθνότητα ταυτίζονται τι θα συνέβαινε με την ελληνική γηγενή ομογένεια στην Αλβανία; «Ότι τα διαβατήρια τους γράφουν Αλβανική ιθαγένεια, αλλά είναι άλλο η εθνότητα τους». Έθεσε ένα ακόμη ερώτημα ο κ. Κοτζιάς: «Για να γίνεις Μητροπολίτης στην Κωνσταντινούπολη, για να γίνεις Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, ποια είναι η προϋπόθεση; Να πάρεις τουρκική υπηκοότητα. Δηλαδή μόλις πάρει την τουρκική υπηκοότητα ο Πατριάρχης έγινε μέλος του τουρκικού έθνους και μουσουλμάνος; Ή έχει διαφορά η τουρκική ιθαγένεια από αυτό που αποκαλούν ως το Γένος;».
Όμως αυτές ακριβώς οι αναφορές είναι που εντείνουν τον προβληματισμό για την αναφορά της συμφωνίας των Πρεσπών σε «ιθαγένεια( nationality): Μακεδονική /πολίτης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Το διαβατήριο του κάθε Έλληνα ομογενή από την Αλβανία αναφέρει «ιθαγένεια: Αλβανική» και όχι «ιθαγένεια: Ελληνική /πολίτης της Δημοκρατίας της Αλβανίας».
Το διαβατήριο του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν αναφέρει «Ιθαγένεια: Ελληνική/Πολίτης της Δημοκρατίας της Τουρκίας».
Ο λόγος της διαφορετικής διατύπωσης στη συμφωνία των Πρεσπών είναι προφανής, καθώς με την αναφορά σε ιθαγένεια /εθνικότητα, καλύπτεται η διατήρηση του ζητήματος της «μακεδονικής εθνότητας»…
-Η γλώσσα ειπώθηκε δεν συνδέεται υποχρεωτικά με εθνική ταυτότητα. Πράγματι, συμβαίνει όταν αφορά γλώσσες που μιλιούνται σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη (για ιστορικούς και άλλους λόγους), όπως τα αγγλικά. Υπάρχουν όμως οι Αγγλοσάξονες σαν εθνοτική ομάδα που διαχωρίζεται σε αρκετές άλλες εθνικές (κρατικές) ομάδες Άγγλοι, Αμερικανοί, Νεοζηλανδοί, Ουαλοί.
Όμως είναι ύβρις να αφήνονται τέτοιοι υπαινιγμοί για την ελληνική γλώσσα, που η επιβίωση της ταυτίσθηκε με την επιβίωση της ελληνικής ταυτότητας και στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Εξάλλου κάποιος λόγος υπάρχει που για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας απαιτείται και η γνώση της ελληνικής…. Και εν πάση περιπτώσει αν ισχύει αυτό το επιχείρημα ας το προβάλλουμε στην σκοπιανή πλευρά προτείνοντας να ονομασθεί η γλώσσα τους «σκοπιανή» η βαρντάρσκα η οτιδήποτε άλλο.
Υπάρχουν ακόμη αρκετά σημεία, όπως οι εμπορικές χρήσεις της ονομασίας, το δικαίωμα χρίσης πλέον του όρου «Μακεδονία» και από την άλλη πλευρά, η διατήρηση θεσμών που δεν χρηματοδοτούνται από το κράτος και θα μπορούν να φέρουν τον όρο «Μακεδονικός» κ.α.
Στη δημόσια συζήτηση γίνεται ένα ακόμη λάθος: αντί να υποστηριχθεί η συμφωνία εφόσον υπάρχουν θέσεις και επιχειρήματα για να γίνει αυτό, στρέφεται όλη η επιχειρηματολογία, στο ότι οι προηγούμενοι τα είχαν κάνει χειρότερα. Αυτό κάθε άλλο παρά πείθει για την αναγκαιότητά της και την ορθότητά της.
Η μεγάλη διαφορά είναι ότι πλέον υπάρχει μια λύση, ένα κείμενο συμφωνίας που φέρει υπογραφές. Και αυτές δεν είναι του Κωσταντίνου Καραμανλή, του Κωσταντίνου Μητσοτάκη, του Κώστα Σημίτη, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά.
Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Νίκος Κοτζιάς έκαναν ένα τολμηρό βήμα, ανέλαβαν μια πολύ μεγάλη ευθύνη, που θα κριθεί από την ιστορία και πιθανόν, εάν επιβεβαιωθούν τα πολλά «αν» και «ίσως», να δικαιωθούν. Πριν από την ιστορία όμως, η συμφωνία θα κριθεί από τους πολίτες, και πάντως όχι από τους νομικούς.
Του Νίκου Μελέτη
https://www.liberal.gr/arthro/213639/amyna--diplomatia/2018/o-peirasmos-tis-isonnomikis-proseggisissin-tis-sumfonias-ton-prespon.html
23/7/2018
2.
Ο πειρασμός της «νομικής προσέγγισης» της συμφωνίας των Πρεσπών.
Η επιστημονική -νομική προσέγγιση της συμφωνίας των Πρεσπών είναι μεγάλος πειρασμός για έναν κατ΄ εξοχήν πανεπιστημιακό όπως είναι ο Υπουργός εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς.
Όμως συγχρόνως αποτελεί και μεγάλη παγίδα. Το να είναι μια συμφωνία νομικά άρτια, να συμβαδίζει με το διεθνές δίκαιο, δεν αρκεί για να την κάνει τέλεια η τουλάχιστον αποδεκτή από τα υποκείμενα της. Γιατί τελικά η κάθε συμφωνία ειδικά αυτή των Πρεσπών είναι αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης, και θα κριθεί όχι απλώς από τη νομική αρτιότητά της και την τελειότητα στην αρχιτεκτονική της, αλλά από την εφαρμογή της η οποία εναπόκειται φυσικά στους λαούς των δυο χωρών.
Ο κ. Κοτζιάς σε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία κάλεσε μια σειρά έγκριτων νομικών και πανεπιστημιακών σε μια συζήτηση που μεταδόθηκε μάλιστα απευθείας από το κανάλι της Βουλής, για τις νομικές πτυχές της συμφωνίας των Πρεσπών, όπου πράγματι με εξαντλητικό τρόπο αναλύθηκαν σε βάθος όλες οι πτυχές της συμφωνίας.
Για να μην αδικήσουμε τον υπουργό Εξωτερικών, ξεκινά από μια βάση την οποία πιθανόν οι περισσότεροι πολίτες να μην συμμερίζονται: εάν επιλέγεις την επίλυση ενός προβλήματος, το οποίο δεν μπορείς να το λύσεις με την ισχύ σου, τότε κάνεις συμβιβασμό. Και όταν η διαφορά αφορά θέματα ταυτότητας, υφαρπαγής πολιτιστικής κληρονομιάς, αλυτρωτισμού, ο συμβιβασμός θα είναι επώδυνος και για τις δυο πλευρές.
Όμως ο κ. Κοτζιάς υποβαθμίζει την προσπάθεια που ο ίδιος έκανε όταν στρέφεται με τέτοια οξύτητα εναντίον όσων διαφωνούν, με πρόθεση ή χωρίς, στη συμφωνία των Πρεσπών.
Μια συμφωνία η οποία έχει θετικά σημεία: την σχεδόν erga omnes χρήση της νέας ονομασίας, την αλλαγή συντάγματος, το ότι λύνεται ένα πρόβλημα που αποτελεί βαρίδι στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το ενδεχόμενο να μην υπήρχε στο μέλλον ευκαιρία για μια έστω και συμβιβαστική λύση... Όμως αρκούν αυτά και εξισορροπούν τους ανοικτούς λογαριασμούς που αφήνει με την ιστορία;
Πολιτικές ηγεσίες όπως η σημερινή ελπίζουν και πιστεύουν ότι ο χρόνος και η κοινή πορεία στην Ευρωατλαντική οικογένεια , θα αμβλύνει διαφορές και καχυποψίες, θα καλύψει τις μαύρες τρύπες που αφήνει η συμφωνία και ο συμβιβασμός.
Πιθανόν να είναι κι έτσι...
Στην συζήτηση που έγινε στο αμφιθέατρο «Γιάννος Κρανιδιώτης» τέθηκαν ορισμένα ζητήματα τα οποία αξίζουν έναν πρώτο σχολιασμό:
- Η συζήτηση περί αλυτρωτισμού κυριάρχησε, με την Μαριλένα Κοππά να επισημαίνει ότι αλυτρωτισμός τελικά δεν νοείται εάν δεν υπάρχει σαφής διεκδίκηση εδαφών. Μια επισήμανση με την οποία συμφώνησε και ο κ. Κοτζιάς.
Προφανώς αυτή είναι μια γενική αρχή, καθώς η τελική πράξη του Ελσίνκι αλλά και η ένταξη μιας χώρας στον ΟΗΕ και η αίτηση ένταξης της στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, προϋποθέτει την αναγνώριση των υφιστάμενων συνόρων. Όπως προβλέπονταν μάλιστα και με την ενδιάμεση συμφωνία.
Καμιά χώρα, ούτε καν αυτή η Τουρκία, δεν δηλώνει επισήμως ότι διεκδικεί ξένα εδάφη. Όσο για την Αλβανία ποτέ δεν δήλωσε ότι διεκδικεί την Πρέβεζα, αλλά το Τσάμικο και οι αναφορές σε σχολικά βιβλία για «αλβανικά εδάφη» προφανώς συνιστούν αλυτρωτισμό.
Όμως ο Μακεδονισμός όπως εκφράσθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, που δεν είχε σχέση φυσικά με τον Μέγα Αλέξανδρο, είχε εδαφική διάσταση, καθώς ο πυρήνας ήταν η επανένωση της «διαμελισμένης» Μακεδονίας (ας το έχουν υπόψη τους αυτό όσοι δέχθηκαν αμάσητα το «Μακεδονία του Ίλιντεν» που πάσαραν οι Σκοπιανοί με το επιχείρημα ότι δεν θίγεται έτσι η κληρονομιά του... Μεγάλου Αλεξάνδρου).
Αλλά ακόμη κι αν ίσχυε το επιχείρημα της κ. Κοππά, θα αναρωτιόνταν κανείς, προς τι οι θριαμβολογίες για τις ειδικές και συγκεκριμένες αναφορές της συμφωνίας εναντίον του αλυτρωτισμού. Αν δεν υπάρχει αλυτρωτισμός τότε για ποιον λόγο να προβλεφθούν ειδικές αναφορές στην συμφωνία;
Και κάτι ακόμη: εάν υπάρχει η πρόκειται να αναπτυχθεί αναθεωρητισμός και αλυτρωτισμός, θα τον εμπόδιζε η συμφωνία των Πρεσπών;
-Υπήρξε εξαντλητική επιστημονική προσέγγιση στο θέμα της ιθαγένειας – υπηκοότητας- εθνικότητας, με τον καθηγητή Χάρη Παμπούκη να τεκμηριώνει τη διαφορά της εθνότητας/εθνικότητας από την ιθαγένεια/υπηκοότητα.
Είναι προφανές ότι η εθνότητα ανήκει στην σφαίρα του αυτοπροσδιορισμού και δεν υπόκειται σε κρατικές αποφάσεις η διακρατικές συμφωνίες, ενώ η ιθαγένεια αποτυπώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με συγκεκριμένο κράτος.
Ο κ. Κοτζιάς μάλιστα αναρωτήθηκε εάν με τη λογική ότι η ιθαγένεια και η εθνότητα ταυτίζονται τι θα συνέβαινε με την ελληνική γηγενή ομογένεια στην Αλβανία; «Ότι τα διαβατήρια τους γράφουν Αλβανική ιθαγένεια, αλλά είναι άλλο η εθνότητα τους». Έθεσε ένα ακόμη ερώτημα ο κ. Κοτζιάς: «Για να γίνεις Μητροπολίτης στην Κωνσταντινούπολη, για να γίνεις Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, ποια είναι η προϋπόθεση; Να πάρεις τουρκική υπηκοότητα. Δηλαδή μόλις πάρει την τουρκική υπηκοότητα ο Πατριάρχης έγινε μέλος του τουρκικού έθνους και μουσουλμάνος; Ή έχει διαφορά η τουρκική ιθαγένεια από αυτό που αποκαλούν ως το Γένος;».
Όμως αυτές ακριβώς οι αναφορές είναι που εντείνουν τον προβληματισμό για την αναφορά της συμφωνίας των Πρεσπών σε «ιθαγένεια( nationality): Μακεδονική /πολίτης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Το διαβατήριο του κάθε Έλληνα ομογενή από την Αλβανία αναφέρει «ιθαγένεια: Αλβανική» και όχι «ιθαγένεια: Ελληνική /πολίτης της Δημοκρατίας της Αλβανίας».
Το διαβατήριο του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν αναφέρει «Ιθαγένεια: Ελληνική/Πολίτης της Δημοκρατίας της Τουρκίας».
Ο λόγος της διαφορετικής διατύπωσης στη συμφωνία των Πρεσπών είναι προφανής, καθώς με την αναφορά σε ιθαγένεια /εθνικότητα, καλύπτεται η διατήρηση του ζητήματος της «μακεδονικής εθνότητας»…
-Η γλώσσα ειπώθηκε δεν συνδέεται υποχρεωτικά με εθνική ταυτότητα. Πράγματι, συμβαίνει όταν αφορά γλώσσες που μιλιούνται σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη (για ιστορικούς και άλλους λόγους), όπως τα αγγλικά. Υπάρχουν όμως οι Αγγλοσάξονες σαν εθνοτική ομάδα που διαχωρίζεται σε αρκετές άλλες εθνικές (κρατικές) ομάδες Άγγλοι, Αμερικανοί, Νεοζηλανδοί, Ουαλοί.
Όμως είναι ύβρις να αφήνονται τέτοιοι υπαινιγμοί για την ελληνική γλώσσα, που η επιβίωση της ταυτίσθηκε με την επιβίωση της ελληνικής ταυτότητας και στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Εξάλλου κάποιος λόγος υπάρχει που για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας απαιτείται και η γνώση της ελληνικής…. Και εν πάση περιπτώσει αν ισχύει αυτό το επιχείρημα ας το προβάλλουμε στην σκοπιανή πλευρά προτείνοντας να ονομασθεί η γλώσσα τους «σκοπιανή» η βαρντάρσκα η οτιδήποτε άλλο.
Υπάρχουν ακόμη αρκετά σημεία, όπως οι εμπορικές χρήσεις της ονομασίας, το δικαίωμα χρίσης πλέον του όρου «Μακεδονία» και από την άλλη πλευρά, η διατήρηση θεσμών που δεν χρηματοδοτούνται από το κράτος και θα μπορούν να φέρουν τον όρο «Μακεδονικός» κ.α.
Στη δημόσια συζήτηση γίνεται ένα ακόμη λάθος: αντί να υποστηριχθεί η συμφωνία εφόσον υπάρχουν θέσεις και επιχειρήματα για να γίνει αυτό, στρέφεται όλη η επιχειρηματολογία, στο ότι οι προηγούμενοι τα είχαν κάνει χειρότερα. Αυτό κάθε άλλο παρά πείθει για την αναγκαιότητά της και την ορθότητά της.
Η μεγάλη διαφορά είναι ότι πλέον υπάρχει μια λύση, ένα κείμενο συμφωνίας που φέρει υπογραφές. Και αυτές δεν είναι του Κωσταντίνου Καραμανλή, του Κωσταντίνου Μητσοτάκη, του Κώστα Σημίτη, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά.
Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Νίκος Κοτζιάς έκαναν ένα τολμηρό βήμα, ανέλαβαν μια πολύ μεγάλη ευθύνη, που θα κριθεί από την ιστορία και πιθανόν, εάν επιβεβαιωθούν τα πολλά «αν» και «ίσως», να δικαιωθούν. Πριν από την ιστορία όμως, η συμφωνία θα κριθεί από τους πολίτες, και πάντως όχι από τους νομικούς.
Του Νίκου Μελέτη
https://www.liberal.gr/arthro/213639/amyna--diplomatia/2018/o-peirasmos-tis-isonnomikis-proseggisissin-tis-sumfonias-ton-prespon.html
23/7/2018
ΠΗΓΗ:https://www.youtube.com/watch?v=S_2p1lznAXo
3.
Ημερίδα Υπουργείου Εξωτερικών για Συμφωνία Πρεσπών
19-7-2018
Ομιλία του Άγγελου Συρίγου, αν. καθηγητή διεθνούς δικαίου και εξωτερικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στην ημερίδα που διοργάνωσε το Υπουργείο Εξωτερικών για τις νομικές πτυχές της Συμφωνίας των Πρεσπών στις 19/7/2018.
4.
«Αυξάνεται επικίνδυνα η επιρροή της Τουρκίας στα Βαλκάνια».
Η Τουρκία επεκτείνει την οικονομική και πολιτιστική της επιρροή στις βαλκανικές χώρες καθώς οι αναλυτές αναφέρουν ότι η στρατηγική της αυτή απευθύνεται σε χώρες που έχουν μουσουλμανική πλειοψηφία και αυτό ανησυχεί ορισμένους από τους δυτικούς συμμάχους.Η περιοχή των Βαλκανίων ήταν το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η ιστορική κληρονομιά κατέστησε την περιοχή ως προτεραιότητα για το κυβερνών κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKparti), υπό την καθοδήγηση του επανεκλεγμένου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας έγινε ορατή στην τελετή των εγκαινίων του Ερντογάν αυτόν το μήνα. Ενώ οι ηγέτες της Δυτικής Ευρώπης δεν ήταν παρόντες, οι ηγέτες των βαλκανικών χωρών παρέστησαν στην τελετή.
«Όσο το κόμμα του Ερντογάν έχει στο νου του, την αναβίωση του Οθωμανικού παρελθόντος, τα Βαλκάνια είναι σημαντικά για αυτό», λέει ο καθηγητής Ιστάρ Γκοζαϊντίν, μελετητής για τα Βαλκάνια.
«Τα Βαλκάνια, ως περιοχή, επί πολλούς αιώνες ήταν υπό οθωμανική κυριαρχία και επιρροή. Διακρίνω μια αναβίωση της ισλαμικής ταυτότητας και της τουρκικής επιρροής την περιοχή», λέει ο καθηγητής διεθνών σχέσεων Χουσεΐν Μπαγκσί, εμπειρογνώμονας για τα Βαλκάνια, στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Μέσης Ανατολής στην Άγκυρα. «Η Τουρκία χρησιμοποιεί την πολιτιστική, οικονομική και γλωσσική της δύναμη στις τουρκικές μειονότητες που ζουν στα Βαλκάνια, για να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή αυτή», προσθέτει ο καθηγητής Μπαγκσί.
Ορισμένοι Eυρωπαίοι ηγέτες εξέφρασαν την ανησυχία τους για το θέμα αυτό.
«Δεν επιθυμώ να κατευθύνουν τα Βαλκάνια η Τουρκία ή η Ρωσία», δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Ο Ερντογάν απάντησε αμέσως, λέγοντας ότι αυτό το σχόλιο ήταν «ανάρμοστο για έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο».
Η τουρκική οικονομία είναι πολύ ισχυρότερη από τους γείτονές της στα Βαλκάνια και η οικονομία είναι το κυριότερο όπλο επιρροής της Άγκυρας. Η Τουρκία κατασκευάζει αεροδρόμια, επενδύει σε διάφορους τομείς, όπως στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και πολλά άλλα», λέει ο εμπειρογνώμονας Μπαγκσί. Η Τουρκία επενδύει στην κατασκευή του αεροδρομίου στον Αυλώνα (Vlora) και στην ίδρυση της μοναδικής αλβανικής αεροπορικής εταιρείας.
«Υπάρχει μια επιθετική οικονομική πολιτική προς τα Βαλκάνια, που κανείς δεν μπορεί να ανταγωνισθεί την Τουρκία. Στα Βαλκάνια υπάρχουν δύο σημαντικές χώρες που τα επηρεάζουν. Η μία είναι η Γερμανία και η άλλη είναι η Τουρκία», συνεχίζει ο Μπαγκσί.
Το εμπόριο βοήθησε την Άγκυρα να ξεπεράσει τις εχθροπραξίες του παρελθόντος. «Πολλές από αυτές τις χώρες δεν έχουν άμεση πρόσβαση στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, πολλοί από αυτούς βλέπουν την Τουρκία ως χώρα για εμπορικές δραστηριότητες», λέει ο αναλυτής Σεμίχ Ιντίζ από την ιστοσελίδα ‘Αλ Μόνιτορ’.
«Κατά τους πρόσφατους πολέμους στα Δυτικά Βαλκάνια, η Τουρκία και η Σερβία ήταν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι δύο χώρες είχαν εχθρότητα μεταξύ τους.
Σήμερα βλέπουμε ότι η Σερβία και η Τουρκία, διατηρούν στενές σχέσεις, παρά τις διαμάχες για το Κοσσυφοπέδιο και τη Βοσνία και άλλα θέματα αυτού του είδους.
Μια χώρα όπως η Σερβία εκτιμά τη φιλία με την Τουρκία και νομίζω ότι αυτό ισχύει και άλλες χώρες όπως η Κροατία», προσθέτει ο Ιντίζ, αναφερόμενος στα γεγονότα που οδήγησαν στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Η Σερβία είναι πλέον ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας στα Βαλκάνια, με εμπορικό ισοζύγιο ύψους 1 δις δολαρίων.
Η αξιοποίηση των δεσμών με τον τουρκικό λαό που ζει στα Βαλκάνια μέσω της προώθησης της θρησκείας και του πολιτισμού είναι ένα σημαντικό εργαλείο που χρησιμοποιεί η Άγκυρα.
Χρησιμοποιούν τη θρησκεία και τη διπλωματία
Όργανα όπως η TIKA και η DIYANET, αναπτύσσουν εξαιρετικές θέσεις εργασίας στην περιοχή», λέει ο Γκοζαϊντίν. Η TIKA είναι η τουρκική κρατική υπηρεσία ανάπτυξης, ενώ η DIYANET είναι ο οργανισμός που ασχολείται με ισλαμικά θέματα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Και οι δύο αυτοί θεσμοί βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών για την επέκταση της τουρκικής επιρροής στα Βαλκάνια.
«Συνεργάζονται με τις αρχές αυτών των χωρών και προσπαθούν να επηρεάσουν τις πολιτικές τους. Στη Βοσνία για παράδειγμα, προσπαθούν να επηρεάσουν τον διορισμό των θρησκευτικών αρχών με πρόθεση να συνεργασθούν μαζί τους», λέει ο Γκοζαϊντίν.
Η Τουρκία έχει χρηματοδοτήσει έργα για την κατασκευή τζαμιών στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένων δύο από τα μεγαλύτερα τζαμιά της περιοχής, στην Αλβανία και τη Βουλγαρία. Τα τουρκικά πολιτιστικά ιδρύματα εργάζονται επίσης για την προώθηση της εθνοτικής τουρκικής ταυτότητας.«Η Άγκυρα έχει πετύχει να αυξήσει την επιρροή της, υπάρχουν ενδείξεις ανησυχιών για αυτό» προειδοποιεί ο Γκοζαϊντίν.
Πέρυσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες ειδοποιήθηκαν για τις πολιτικές της Άγκυρας. «Τα Βαλκάνια είναι μια περιοχή που προκαλεί μεγάλη ανησυχία», δήλωσε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας εκείνης της εποχής, ο στρατηγός Μάκμάστερ.
Η Άγκυρα απέρριψε αυτές τις επικρίσεις λέγοντας ότι απλώς αποκαθιστά πολιτιστικού δεσμούς αιώνων και πρόσθεσε ότι η Ρωσία και οι ευρωπαϊκές χώρες αγωνίζονται να επηρεάσουν τα Βαλκάνια.
Τον Μάιο, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι πραγματοποίησαν συνομιλίες με τους ηγέτες των Δυτικών Βαλκανίων στη Βουλγαρία, για να τονίσουν εκ νέου την ‘ευρωπαϊκή προοπτική’ της περιοχής. Δεδομένης της ιστορίας των τελευταίων ετών με εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις στην περιοχή, οι αναλυτές προειδοποιούν για τον κίνδυνο σοβαρών εθνικιστικών αντιδράσεων, εάν η Άγκυρα δεν μετρήσει προσεκτικά τα βήματά της.
«Οι τουρκικές ή μουσουλμανικές μειονότητες θεωρούνται πιθανή απειλή για τις περισσότερες βαλκανικές χώρες», αναφέρει ο αναλυτής Μπαγκσί.«Όσο ισχυρότερη είναι η μουσουλμανική ταυτότητα, τόσο πιο πολλά λαϊκιστικά κινήματα θα αναπτυχθούν και θα ενισχυθούν στα Βαλκάνια, όπως στη Γερμανία και σε άλλες χώρες. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα συγκρούσεων».
Ντόριαν Τζόουνς - Άρθρο στην ‘VOA’ στην αλβανική γλώσσα
Το παρόν άρθρο μεταφράστηκε και επιμελήθηκε από το © Βαλκανικό Περισκόπιο - Γιῶργος Ἐχέδωρος
The Hellenic Information Team