Η ιδιοτελής δυτική ανάγνωση για τον Ελληνισμό.



Όταν δημιουργήθηκε το σύγχρονο ελλαδικό κράτος, στην Ευρώπη κυριαρχούσε, ελέω διαφωτισμού, ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό, πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο. Το νέο κράτος όφειλε να συμβαδίζει με τα ευρωπαϊκά δεδομένα να είναι δηλαδή ένα νεωτερικό κράτος-έθνος. Συνεπώς, η Δύση και οι ντόπιοι εκπρόσωποι της προώθησαν ένα μοντέλο νεορομαντικού εθνικισμού, επιχειρώντας να επιβάλουν στους Έλληνες μια εθνική συνείδηση αρχαιόπληκτης παρθενογένεσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, παρέθεσαν και παραθέτουν την ιστορία του μεσαιωνικού Ελληνισμού σαν μια περίοδο σκοταδισμού, όχι ιδιαίτερα διαφορετική απ την οθωμανική! Τα εθνώνυμα Ρωμιός και Γραικός καταπολεμήθηκαν από ποικίλους «διαφωτιστές» και μέχρι σήμερα παρουσιάζονται σαν υποτιμητικά. Με λίγα λόγια, οι δυτικές δυνάμεις έραψαν την ελληνική ιστορία στα δικά τους μέτρα και σταθμά, προκρίνοντας μόνο το κομμάτι της κλασικής αρχαιότητας, το οποίο και αποτελούσε την βάση του σύγχρονου πολιτισμού τους.

Ως δια μαγείας «παρέλειψαν» την περίοδο της πρώτης, έντονης και άμεσης επαφής τους με το σώμα του Ελληνισμού, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτό συνέβη κυρίως, με σκοπό διατηρηθεί το ελληνικό κράτος στη σφαίρα επιρροής τους, μακριά από την ομόδοξη Ρωσία. Επιπλέον, όμως, ο κλασικός ελληνικός κόσμος των μικρών πόλεων κρατών του κυρίως ελλαδικού χώρου τους βόλευε και γεωπολιτικά.

Ταίριαζε πολύ καλύτερα σαν πρότυπο και σημείο αναφοράς για τη «μικρή πλην τίμια» Ελλάδα που ήθελαν οι Δυτικοί, ιδιαίτερα σε σχέση με τη χιλιόχρονη οικουμενική αυτοκρατορία που υποτιμούσε τη Δύση. Αυτή την θεώρηση προσπάθησαν, και εν μέρει κατάφεραν, να τη «φυτέψουν» στο νέο Ελληνισμό. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η μεγαλύτερη μερίδα των νεοελληνικών ελίτ είναι δυτικοτραφής.

Συνεπώς προσπαθεί να περάσει πρότυπα, αξίες και μοντέλα που σε πολλές περιπτώσεις διέπονται από άκρατο μιμητισμό και ξενομανία. Τούτα συνεπάγονται την πλήρη απαξίωση προς το βυζαντινό παρελθόν στην παιδεία και τη δημόσια ζωή, καθώς και την υποβάθμιση κάθε νοοτροπίας και στοιχείου πολιτισμού που διαφοροποιεί τον Ελληνισμό από τη Δύση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η επιχειρηματολογία της συμπερίληψης του Ελληνισμού στο αμιγώς ευρωπαϊκό-δυτικό πολιτισμικό πλαίσιο, γίνεται πάντα και αυστηρά υπό το πρίσμα της κλασικής αρχαιότητας.

Το συλλογικό υποσυνείδητο

Αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν χειραγωγούνται, όπως η πίστη, η παράδοση και η συλλογική ιστορική μνήμη. Η «Μεγάλη Ιδέα», που κυριάρχησε στο νεοελληνικό κράτος μέχρι και το 1922, πήγαζε από τον πόθο για ανασύσταση της «Ρωμανίας» των Κομνηνών. Επιπλέον, ο μέσος Έλληνας, εξέλαβε και εκλαμβάνει την αρχαία ελληνική κληρονομιά πιο πολύ σαν την απόδειξη της ανωτερότητας του απέναντι στον Δυτικό παρά σαν τον συνδετικό κρίκο.

Ο νεοέλληνας δηλώνει Ευρωπαίος, αλλά αναφερόμενος στην Ευρώπη χρησιμοποιεί πάντοτε το τρίτο πρόσωπο (αυτοί οι Ευρωπαίοι εμείς οι Έλληνες). Επίσης θεωρεί την αρχαία Ελλάδα λίκνο του δυτικού πολιτισμού αλλά ταυτόχρονα είναι ακραιφνής ακόλουθος της Ανατολικής Ορθόδοξης παράδοσης και αποστρέφεται τους Καθολικούς ως αιρετικούς. Ακόμη θεωρεί την Μέση Ανατολή βάρβαρη και σκοταδιστική, αλλά διασκεδάζει με μουσική βαθιά ανατολίζουσα, τρώγοντας κεμπάπ και μπακλαβά.

Τέλος, η Αθήνα είναι γι’ αυτόν η πόλη που γέννησε τον πολιτισμό και τη δημοκρατία, αλλά πάντα η Κωνσταντινούπολη θα είναι η αιώνια και πραγματική πρωτεύουσα του Γένους. Δηλώνει περήφανα Έλληνας και αποστρέφεται να τον αποκαλούν Γραικό ή Ρωμιό, αλλά ταυτόχρονα συγκινείται τραγουδώντας «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις» και γεμίζει από υπερηφάνεια ενθυμούμενος την ιστορική ρήση του Αθανάσιου Διάκου «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ’ αποθάνω».

Το πρόβλημα της Ευρώπης 

Η σύγχρονη Ευρώπη, η οποία πλέον εκφράζεται μέσω της ΕΕ, δεν έχει ακόμα αποδεσμευτεί από την μεσαιωνική αντίληψη του Christendom, ούτε πολιτισμικά ούτε όμως και γεωπολιτικά. Ο Ελληνισμός από τη άλλη, όντας ουσιαστικά η μόνη ορθόδοξη οντότητα ενταγμένη από καιρό στην θεσμική και πολιτική Δύση ακροβατεί μεταξύ των επιταγών του (αναγκαίου) εκσυγχρονισμού, της κρίσης ταυτότητας και της επαιτείας. Έτσι καταλήγει να μοιάζει με νόθο παιδί αριστοκρατικής οικογένειας υιοθετημένο σε μεγάλη ηλικία.

Για να γίνει εφικτή η καλλιέργεια ευρωπαϊκής συνείδησης πρέπει η έννοια της Ευρώπης να ξεφύγει επιτέλους από τα όρια της καρολίγγειας επικράτειας και να συμπεριλάβει ολόκληρη την γεωγραφική, ιστορική και πολιτιστική Ευρώπη. Η μελέτη, η κατανόηση και πάνω απ’ όλα η αναγνώριση του ρόλου του μεσαιωνικού και νέου Ελληνισμού στο ευρωπαϊκό μείγμα, αποτελεί την πηγή της αποβολής των αγκυλώσεων και της ανάδειξης μιας Ευρώπης ευρωπαϊκής και όχι «φράγκικης».

Οι Έλληνες πρέπει να αποβάλουμε επιτέλους το σύνδρομο των ξενικών κομμάτων. Ο μεγαλύτερος αντίπαλος οποιασδήποτε σκέψης είναι η ιδεοληψία, ειδικά όταν αυτή πρόσκειται επί ιδεών και πλαισίων όχι ενδογενών αλλά εισαγόμενων. Ο Έλληνας δεν δύναται να είναι ούτε ευρωπαϊστής, ούτε ατλαντιστής, ούτε ρωσόφιλος. Αντ’ αυτού, οφείλει να είναι αποκρυσταλλωμένα και συνειδητά, σύγχρονος Έλληνας. Άλλο οι συμμαχίες βασισμένες σε ορθολογικούς υπολογισμούς, και άλλο η ταύτιση. Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα καινούριο αφήγημα, το οποίο θα πηγάζει από την εμπέδωση της αδιάλειπτης, τρισχιλιετούς, ιστορικής μας ύπαρξης.

Εν κατακλείδι ο Ελληνισμός είναι κάτι το μοναδικό. Βρίσκεται, γεωγραφικά, ιστορικά και πολιτιστικά ανατολικά της Δύσης και δυτικά της Μέσης Ανατολής. Ως εκ τούτου ο Έλληνας δεν είναι ούτε κλασικά δυτικός ούτε ανατολίτης. Είναι δάσκαλος και μαθητής και των δύο ως Γραικός, Ρωμιός και Έλληνας, έννοιες συνώνυμες κι αλληλοσυμπληρούμενες. Ήταν και θα είναι ο θεματοφύλακας του ελεύθερου πνεύματος, καθώς και ο ισορροπιστής μεταξύ των δύο κόσμων. Ας εμπεδώσουμε επιτέλους την βαριά μας κληρονομιά, καταρχάς ακαδημαϊκά, κι ας προχωρήσουμε μπροστά.


O Θεόδωρος Ράκκας έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα (MA) Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας με ειδίκευση Oil & Gas Security and Geopolitics. Πήρε το πτυχίο του από το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών: Κατεύθυνση Διεθνών Σχέσεων και Οργανισμών της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Μιλάει Αγγλικά και Αραβικά.

6 Αυγούστου 2018 


    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ   




 Έθνος και «εκσυγχρονιστική» νεωτερικότητα.

Η αιτία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας, τις συνέπειες της οποίας βιώνει για μια ακόμη φορά με επώδυνο τρόπο το ελληνικό έθνος, έχει βαθιές ρίζες στην ιδεολογία της εξάρτησης που έφερε μαζί του το νεοελληνικό κράτος και η οποία δεν είναι απλώς πολιτική. Το διακύβευμά της είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορική ανάδυση και τη νομιμοποίηση της ηγεμονίας του Δυτικού Κόσμου στη νεότερη εποχή. Η οποία, διέρχεται ευθέως όχι από τη γενεαλογία της σχέσης του Ελληνισμού με το Νεότερο Κόσμο, αλλά από τη θέση που «όφειλε» να του αποδοθεί στην ταξινομία της κοσμοϊστορίας.

Στο πλαίσιο αυτό, το νεοελληνικό κρατικό μόρφωμα εκλήθη να αναλάβει έναν ρόλο αποδόμησης του μείζονος Ελληνισμού, απαξίωσης του ελληνικού παρόντος και αποκοπής του από τα ιστορικά του πεπραγμένα. Ο ρόλος αυτός, καθιστούσε απολύτως αναγκαία τη συγκρότηση μιας κρατικής διανόησης με βαθιά εγχαραγμένη την ιδεολογία μιας παραρτηματικής πρόσδεσης του ίδιου του Ελληνισμού στην Εσπερία. Ιδεολογία απόσχισης των μετα-ρωμαϊκών του πεπραγμένων (του Βυζαντίου και της τουρκοκρατίας) από την «αρχαιότητα».

Έχοντας εμποτισθεί βαθιά στον πυρήνα της σκέψης της η διανόηση αυτή –και δι’ αυτής η άρχουσα τάξη– με την ιδεολογία της ενιαίας «ιστορικής» ορθοταξίας και της ομόλογης ολιγαρχικής σκέψης, που επινόησε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, αναμενόταν να λειτουργήσει δίκην μεταπράτη ως αγωγός μετακένωσης του εσπεριανού κανόνα και ως χορηγός νομιμοποίησης της εξάρτησης του ελληνισμού στο άρμα του.

Όπως έχω επισημάνει από το 2006, στο διάβημα αυτό της κρατικής διανόησης «ελλοχεύει μια προσαρτηματική ή, για να γίνω πιο λιτός,  μηρυκαστική  λειτουργία». Αυτή η λειτουργία εισάγει την φασιστική αρχή της εθελοδουλίας σε μέτρο απαξίας οποιουδήποτε διανοητικού εγχειρήματος αποτολμήσει να διαφοροποιηθεί από τον ιδεολογικό ιδεότυπο αυτών «που στη Δύση καταγίνονται με την κατασκευή των μεθόδων και των σχημάτων της ιστορικής “επιστήμης”». Είναι οι περιπτώσεις των Φερνάν Μπροντέλ και του Ερικ Χομπσμπάουμ, μεταξύ των άλλων…

Οι ρήξεις με τον Ελληνικό Κόσμο

Το ζήτημα του έθνους δεν θα βρεθεί στο επίκεντρο του πολεμικού αυτού «διαλόγου» για λόγους ιστορικής περιέργειας. Θα βρεθεί επειδή συνέχεται με δύο κεφαλαιώδεις ρήξεις με την πρόοδο που διδάσκει ο Ελληνικός Κόσμος, τις οποίες διέπραξε η νεωτερική διανόηση. Η μια, αφορά στο περιεχόμενο των εννοιών που σημαίνουν τα κοινωνικά φαινόμενα, έναντι των οποίων προσήλθαν σε μια άνευ προηγουμένου ασέλγεια. Ασέλγεια που συνίστατο στην αποκένωσή τους από το περιεχόμενο που παρέλαβαν από την ολοκληρωμένη ανθρωποκεντρικά «αρχαιότητα» και την αναγόμωσή τους με το πρωτο-ανθρωποκεντρικό υλικό της νεωτερικότητας.

Η άλλη αφορά στην ανασκολόπιση της ελληνικής εξέλιξης, προκειμένου να παρεισαχθεί ο δυτικός φεουδαλικός Μεσαίωνας ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ δύο ανθρωποκεντρικών περιόδων, της «αρχαιότητας» και της «νεωτερικότητας». Η ίδια η δυτική ιστοριογραφία ομολογεί με περισσή αυθάδεια ότι ανήγαγε τα πρότυπα της δυτικής φεουδαρχίας και του δυτικού δεσποτικού κράτους σε ερμηνευτικά εργαλεία, με τα οποία αναλύει τις κοινωνίες του παρελθόντος και της εποχής της, δηλαδή την κοσμοϊστορία. Χρειάσθηκε γι’ αυτό να σημανθεί το τέλος της «αρχαιότητας» τον 5ο αιώνα, να ανακηρυχθεί το Βυζάντιο ως «ξένος πολιτισμός», ξένος προς αυτήν, μολονότι θα το ταξινομήσει στον Μεσαίωνα, κυρίως, όμως, προς την «αρχαιότητα».

Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι και οι δύο αυτές ρήξεις με την ελληνική κοσμοσυστημική πραγματικότητα έχουν ως επίκεντρο την παραδοχή ότι ο Ελληνισμός έπαψε να υπάρχει ως ιστορική οντότητα και κατ’ επέκτασιν ως συνέχεια, μετά τον 5ο αιώνα. Πολλώ δε μάλλον αφού δεν αποτέλεσε έθνος, στο μέτρο που εξ αποφάσεως αυτό εμφανίζεται μόλις τον 19ο αιώνα και ιδίως ότι αποτελεί επινόηση, δηλαδή τεχνητό δημιούργημα του νεωτερικού κράτους.

Για τη Δύση, η αποδόμηση αυτή της κοσμοσυστημικής ιστορικότητας του Ελληνισμού και η ανάγνωσή του με τα μάτια της δικής της εκδοχής της κοσμοϊστορίας, αποτέλεσε μια αναγκαία επιλογή για την τεκμηρίωση της ηγεμονίας της. Το εγχείρημα αυτό της επέτρεψε, επίσης, να οικειοποιηθεί τον Ελληνισμό, την «αρχαιότητα», χωρίς να υποχρεωθεί να αποδεχθεί το γνωσιολογικό φορτίο που φέρνει εξ αντικειμένου μαζί του. Αυτή η επιλογή δεν υπήρξε άδολη. Αποτέλεσε την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να αναδειχθεί η πρωτοτυπική ανωτερότητα και η ολοκληρωμένη δημοκρατική διάσταση της Εσπερίας.

Η οπισθοδρόμηση βαφτίστηκε εκσυγχρονισμός

Εάν, όμως, οι μαιανδρισμοί αυτοί της νεωτερικής «επιστήμης» εξυπηρέτησαν τον Δυτικό δρόμο προς την ηγεμονία, η εθελοδουλία της ελληνικής κρατικής διανόησης αποτέλεσε την κρίσιμη παράμετρο για τη δυσάρμοση της αιτιολογικής βάσης του ελληνικού προβλήματος. Με γνώμονα την επιλογή αυτή, η επιβολή στον ηττημένο Ελληνικό Κόσμο μιας ολικής οπισθοδρόμησης στις απαρχές της ομόλογης προς την νεωτερικότητα πρωτο-ανθρωποκεντρικής εποχής του, ορίσθηκε σαν εκσυγχρονισμός.

Η κατάλυση των κοινών και της εταιρικής οικονομίας, αιτιολογήθηκε ως πράξη απόσεισης δύο καταλοίπων της φεουδαρχίας. Η κατάργηση της δημοκρατίας και η επιβολή αρχικά της απολυταρχίας και στη συνέχεια της εκλόγιμης μοναρχίας ως εξευρωπαϊσμός. Η αρχή της ενιαίας ολιγαρχικής σκέψης που δίδαξε ο διαλογιζόμενος για την έξοδο των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τη δεσποτεία Διαφωτισμός, ως το καταστάλαγμα της προόδου.

Ουδείς αναλογίσθηκε ότι ο εγκλεισμός αυτός της ελληνικής κοινωνίας στο σκοτεινό λαβύρινθο μιας αντιδραστικής γι’ αυτόν πολιτειακής θέσμισης, όπως εκείνη της νεωτερικότητας, θα λειτουργήσει εφεξής ως η κλεψύδρα στο δρόμο προς την ιστορική του αφάνεια. Μάλιστα, το μετρόσημο αυτό, η αριστερή καχεκτική ιδεολογία έσπευσε να περιβάλει με προοδευτική σήμανση.

Η διαλεκτική ανάδειξη των ερωτημάτων, που εγείρονται σχετικά με το διακύβευμα του έθνους και, περαιτέρω, για την ιδιαίτερη φύση και την εξελικτική συνέχεια του Ελληνισμού, αποκαλύπτει, κατά τη γνώμη μου, με ανάγλυφο τρόπο, την αιτιολογία του ελληνικού αδιεξόδου. Κυρίως, όμως, αποκαλύπτει το βάθος του αντιδραστικού όσο και ιδεολογικά μεταπρατικού χαρακτήρα της ελληνικής κρατικής διανόησης. Εν ολίγοις, της ευθύνης της για την ελληνική κακοδαιμονία.


 Ο Γιώργος Κοντογιώργης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρώην πρύτανης. Γεννήθηκε στο Νυδρί Λευκάδας. Πτυχιούχος της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Μεταπτυχιακές σπουδές πολιτικής επιστήµης, κοινωνιολογίας και ιστορίας στο Παρίσι. Εκεί ανακηρύχθηκε το 1975 Docteur d’ Etat. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία και περισσότερα από 300 επιστηµονικά άρθρα. Έχει διδάξει σε πολλά γνωστά ξένα πανεπιστήμια. Το 1985 διατέλεσε επί δίµηνο Γενικός Διευθυντής της ΕΤ 1, το 1989 (από 1-7 έως 31-12) Πρόεδρος και Διευθύνων Σύµβουλος της ΕΡΤ και στις εκλογές του 1993 υπηρεσιακός υφυπουργός Τύπου.

 5 Αυγούστου 2018