Η άλλη παράδοση στους δανειστές.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
(1) Ο εχθρός των Ελλήνων.
(2)Η μοναδική λύση της Ελλάδας:
Έξοδος από το σκοτάδι μόνο με ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο. 


Η άλλη παράδοση στους δανειστές. 

Το γεγονός ότι οκτώ και βάλε χρόνια μετά την υπαγωγή της Ελλάδας σε Μνημόνια και στους εταίρους-δανειστές δεν υπάρχει ένα επαρκώς επεξεργασμένο καινοτόμο Εθνικό Σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας είναι αποκαλυπτικό του δραματικού ελλείμματος που υπάρχει στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος. Παρά τις τεκτονικές αλλαγές, συνεχίζεται ακόμα και τώρα μία θλιβερή παράδοση.

Τα περιφερειακά συνέδρια που οργάνωσε η κυβέρνηση Τσίπρα είχαν ως δεδηλωμένο στόχο να διαμορφώσουν ένα τέτοιο σχέδιο. Κατά κανόνα, όμως, λειτούργησαν περισσότερο σαν πολιτικές παραστάσεις, παρά σαν μηχανισμός παραγωγής ενός εθνικού σχεδίου. Μπορεί οι εταίροι-δανειστές να ενέκριναν το σχέδιο που τους υπέβαλε το οικονομικό επιτελείο, αλλά δύσκολα βρίσκεις ανεξάρτητους οικονομικούς παρατηρητές, οι οποίοι να θεωρούν πως το εν λόγω σχέδιο έχει τις προϋποθέσεις να παίξει τον ρόλο, για τον οποίο επισήμως προορίζεται.

Μετά την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, η κυβέρνηση είχε αναγάγει σε εθνικό στόχο την έξοδο από τα Μνημόνια δια της εφαρμογής και όχι δια του «σκισίματος». Σήμερα, που βρισκόμαστε σε απόσταση ημερών από τη λήξη του, ο Τσίπρας και οι υπουργοί του, όπως και η ηγεσία της ΝΔ, να είχε πει με καθαρές κουβέντες στους Έλληνες πολίτες το πως πρέπει να πορευθεί η Ελλάδα στη συνέχεια με δεδομένες και τις ασφυκτικές δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι των εταίρων-δανειστών. Γι’ αυτό το κρίσιμης σημασίας ζήτημα δεν έχουμε ακούσει τίποτα άξιο λόγου στις αλλεπάλληλες κοινοβουλευτικές και άλλες αντιπαραθέσεις.

Και πριν από την εκδήλωση της κρίσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν την τάση να εστιάζουν μόνο σε δημοσιονομικού τύπου παρεμβάσεις. Η διαχείριση της υφιστάμενης πίτας, όμως, μπορεί να μειώσει τις δημοσιονομικές ανισορροπίες, αλλά όχι να λύσει το οικονομικό πρόβλημα. Αυτό μπορεί να λυθεί μόνο εάν δρομολογηθεί νέα αναπτυξιακή δυναμική, η οποία να διευρύνει τα περιθώρια.

Είναι ενδεικτικό της κυριαρχούσας νοοτροπίας το γεγονός ότι οι διαδοχικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης –περισσότερο ή λιγότερο– είχαν ταυτίσει τα αναπτυξιακά κίνητρα με τις επιδοτήσεις. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί, επίσης, ότι είχαν ταυτίσει την ανάπτυξη με τα κοινοτικά κονδύλια. Ακόμα και στους μνημονιακούς καιρούς κάθε συζήτηση για ανάπτυξη συνδέεται με το ΕΣΠΑ. Το ΕΣΠΑ, όμως, είναι ένα μόνο από τα αναπτυξιακά εργαλεία που έχει στα χέρια του το πολιτικό σύστημα.

Άρση αντικινήτρων

Η πείρα, άλλωστε, έχει αποδείξει ότι τα παραδοσιακά κίνητρα με την κατάχρηση των κοινοτικών κονδυλίων έχουν εξαντλήσει προ πολλού τον ωφέλιμο βίο τους. Μπορεί να γέμισαν τσέπες επιτήδειων επιχειρηματιών, διεφθαρμένων πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων, αλλά απέτυχαν παταγωδώς να θέσουν την οικονομία σε τροχιά παραγωγικής ανασυγκρότησης, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να παράγουν πλούτο.

Το κόστος εργασίας, κυρίως λόγω των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, είχε οπωσδήποτε παίξει αρνητικό ρόλο ειδικά στις επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας. Η Ελλάδα, όμως, δεν μπορούσε ούτε έπρεπε να προσπαθήσει να γίνει ανταγωνιστική με βάση το κόστος εργασίας. Στο κόστος εργασίας το αδιαμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα το έχουν οι χώρες του Τρίτου Κόσμου και σε μικρότερο βαθμό οι χώρες του άλλοτε Ανατολικού Συνασπισμού. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να διεκδικήσει άλλη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αξιοποιώντας τα ουκ ολίγα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.

Για σοβαρούς επενδυτές, που ενδιαφέρονται ακριβώς γι’ αυτά τα πλεονεκτήματα, σημαντικότερο κίνητρο και από τις επιδοτήσεις και από το σχετικά χαμηλό κόστος εργασίας είναι η κατάργηση των πολλών και συχνά αδικαιολόγητων αντικινήτρων. Επίσης, η διαμόρφωση σταθερών κανόνων σε όλα τα επίπεδα. Πέρα, όμως, από το φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, καθοριστικής σημασίας είναι η χάραξη μιας στρατηγικής για το είδος της ανάπτυξης που ταιριάζει στην Ελλάδα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Η χώρα διαθέτει αρκετές αναπτυξιακές δυνατότητες, που για πολλά χρόνια λιμνάζουν λόγω πολιτικής αβελτηρίας, ιδεολογικών προκαταλήψεων, γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και νομικών εμποδίων. Κεντρικός στόχος μιας νέας ριζοσπαστικής αναπτυξιακής στρατηγικής είναι να εντοπισθούν, να αξιολογηθούν και να αξιοποιηθούν αυτές οι λιμνάζουσες δυνατότητες.

Καινοτόμες ιδέες – νέα εργαλεία

Σε πολλές περιπτώσεις, γι’ αυτό δεν απαιτείται ούτε ένα ευρώ. Και για όσες, όμως, απαιτούνται πόροι, αυτοί μπορούν υπό προϋποθέσεις να προσελκυστούν. Το πρόβλημα των πόρων δεν ήταν απαγορευτικό εμπόδιο στη μεταπολιτευτική περίοδο και ιδιαιτέρως μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη. Σήμερα, όμως, είναι εμπόδιο και μάλιστα μεγάλο.

Την ειδοποιό διαφορά μπορεί να κάνει η εφαρμογή καινοτόμων ιδεών. Εάν αυτές συνδυαστούν με τη χρήση νέων πολιτικών και επιχειρησιακών εργαλείων, θα καταστεί δυνατή η απελευθέρωση αναξιοποίητων παραγωγικών δυνάμεων, η οποία με τη σειρά της θα τροφοδοτήσει την αναπτυξιακή δυναμική. Τι σημαίνει νέα πολιτικά εργαλεία; Σημαίνει πρακτικά ότι αυτό που μέχρι τώρα ήταν αδύνατο (λόγω πολιτικής αβελτηρίας, γραφειοκρατικών και νομικών εμποδίων) μπορεί να γίνει δυνατό.

Ό,τι υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και μια καλώς εννοούμενη στρατηγική ανάπτυξης πρέπει να μπορεί να δρομολογηθεί ακόμα και εάν χρειαστεί να εφαρμοστούν έκτακτες, αλλά διαφανείς διαδικασίες. Εάν γι’ αυτόν τον σκοπό πρέπει να αλλάξουν κάποιοι νόμοι, έπρεπε να είχαν ήδη αλλάξει. Οι νόμοι δεν είναι ταμπού. Υπάρχουν για να εξυπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον, όπως το αντιλαμβάνεται σε κάθε εποχή η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών.

Δεν θα έπρεπε, για παράδειγμα, να έχει θεσμοθετηθεί η κατά προτεραιότητα δικαστική διεκπεραίωση των υποθέσεων που αφορούν την υλοποίηση εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων; Το ίδιο δεν θα έπρεπε να ισχύει και για φορολογικές υποθέσεις, καθώς και για υποθέσεις διαφθοράς;

Η Ελλάδα έχει περιέλθει σε καθεστώς μειωμένης εθνικής κυριαρχίας και σε σημαντικό βαθμό θα παραμείνει και μετά το τέλος του 3ου Μνημονίου. Προς το παρόν, για να δρομολογηθούν ακόμα και δευτερεύουσας σημασίας μέτρα πρέπει να εξασφαλισθεί το “πράσινο φως” από τους δανειστές. Το καθεστώς αυτό αποτελεί αναμφίβολα εμπόδιο, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις διευκολύνει το κόψιμο “γόρδιων δεσμών”.

Τέλος εποχής

Η ελληνική οικονομία/κοινωνία βιώνει το τέλος μιας εποχής. Αυτό αφορά συνολικά την Ευρώπη, αλλά ισχύει πολύ περισσότερο για την Ελλάδα. Πολλοί το 2010-12 αντιλαμβάνονταν την κρίση σαν μια δυσάρεστη παρένθεση. Τώρα πλέον τέτοιου είδους αυταπάτες έχουν εξανεμισθεί. Η πολιτική δημιουργίας ελλειμμάτων, προκειμένου να διατηρηθεί ένα επίπεδο ευημερίας, έχει οριστικά τελειώσει και μαζί μ’ αυτή έχει τελειώσει και το εύκολο χρήμα.

Η παρούσα κρίση χρέους δεν μοιάζει με τις προηγούμενες. Οι αλλεπάλληλες δέσμες μνημονιακών μέτρων είχαν στόχο το βίαιο ντρεσάρισμα της ελληνικής οικονομίας-κοινωνίας στις νεοφιλελεύθερες προδιαγραφές. Σε σημαντικό βαθμό το έχουν επιτύχει με βαρύτατο και κόστος. Επειδή δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, σημασία έχει η εφεξής γραμμή πλεύσης.

Η συζήτηση στους κόλπους του πολιτικού συστήματος για την αναπτυξιακή στρατηγική ήταν και παραμένει από απογοητευτική έως εξοργιστική. Πριν την εκδήλωση της κρίσης το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ έριζαν με προπαγανδιστικά σχήματα και ανταγωνίζονταν σε ιδεολογικοπολιτικό μεταπρατισμό. Το μεν ΠΑΣΟΚ είχε υψώσει τη σημαία του σουηδικού μοντέλου, η δε ΝΔ του ιρλανδικού!

Όσο δε για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτός δεν είχε καν μοντέλο να σερβίρει. Και όταν βρέθηκε προ των πυλών της εξουσίας σέρβιρε εκείνο το ανεκδιήγητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Στη συνέχεια, βεβαίως, μέσω της γνωστής διαδρομής, εισήλθε στο μνημονιακό μονοπάτι και σε γενικές γραμμές ακολούθησε τις κακές συνήθειες των προκατόχων του.

Αναμφίβολα, η Ελλάδα έχει να διδαχτεί πολλά και από παντού, αλλά μέχρις εκεί. Δεν πρόκειται να της λύσουν το πρόβλημα έτοιμες συνταγές από το εξωτερικό. Από τη στιγμή που βγήκε εκτός ατζέντας η ρήξη με το ευρωιερατείο, η μόνη ελπίδα για να ξεφύγουμε από τη μέγγενη είναι ένα καινοτόμο Εθνικό Σχέδιο με ιθαγένεια που να μπορεί να εφαρμοσθεί στο δεσμευτικό μεταμνημονιακό πλαίσιο. Όσο το πολιτικό σύστημα δεν το καταρτίζει και το υιοθετεί, η παράδοση στους δανειστές θα συνεχίζεται με άλλη μορφή.

2/8/2018 

           ΣXETIKA KEIMENA         


 1.
Ο εχθρός των Ελλήνων.

Με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της χώρας μας, καθώς επίσης τις προοπτικές για το μέλλον της εάν τηρηθεί το τεσσαρακονταετές μνημόνιο και δεν διαγραφεί ένα μέρος των χρεών της, η ελπίδα η δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία μορφή λιποταξίας – ενώ ο ισχυρισμός πως δεν υπάρχει καμία εναλλακτική δυνατότητα εκτός από την οδυνηρότερη μορφή χρεοκοπίας που βιώνουμε, είναι εντελώς ανόητος..
Άποψη
Δεν υπάρχει καμία ελπίδα για την Ελλάδα – ενώ όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα. Η πατρίδα μας έχει εισέλθει στο τελευταίο στάδιο της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, καθώς επίσης πολιτισμικής της κατάρρευσης – ενώ δεν υπάρχει κανένα απολύτως κόμμα στη Βουλή που να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει με όλα αυτά τα προβλήματα.
Ειδικότερα, μόνο εάν γκρεμιστεί εκ βάθρων το υφιστάμενο σύστημα που μας έχει οδηγήσει έως εδώ, υπάρχει κάποια προοπτική για τη χώρα μας – αφού οτιδήποτε οικοδομηθεί επάνω στα σαθρά, βρώμικα θεμέλια του, είναι καταδικασμένο να ακολουθήσει την ίδια πορεία. Μία πορεία που μετέτρεψε την πατρίδα μας σε αποτυχημένο κράτος – εξευτελίζοντας τη διεθνώς με την πολιτική της υποτέλειας, των υποκλίσεων και της επαιτείας των κυβερνήσεων της.
Η μοναδική δυνατότητα πάντως να κόψει τα δεσμά της η Ελλάδα, με τα οποία δέθηκε χειροπόδαρα από την Τρόικα, είναι η ποινική δίωξη όλων όσων υπέγραψαν τα μνημόνια της καταστροφής – με την κατηγορία της εθνικής προδοσίας. Μόνο τότε θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει όλες τις συμφωνίες που υπεγράφησαν – με την έννοια ότι δρομολογήθηκαν από πολιτικούς που ξεπούλησαν τη χώρα, αδιαφορώντας εντελώς για τους Πολίτες της. Διαφορετικά είναι δυστυχώς υποχρεωμένη να τις σεβαστεί – αφού έτσι αποδέχονται οι Έλληνες σιωπηρά ότι πρόκειται για δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις τους.
Στη συνέχεια, θα έπρεπε η Ελλάδα να απαιτήσει την κατάργηση όλων των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων που τις συνοδεύουν – ζητώντας επί πλέον αποζημίωση για τη ζημία άνω του 1 τρις € που της προκάλεσε η Τρόικα, αναστέλλοντας τις πληρωμές των ομολόγων της. Υπενθυμίζουμε εδώ τα εξής:
«Η εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων με νέα, καθώς επίσης με συνεχώς μεγαλύτερες επιβαρύνσεις, οδηγεί στην καταστροφή και στο χάος – μέσα από κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις, οι οποίες θα ξεσπάσουν νομοτελειακά όταν οι Έλληνες χάσουν τα πάντα, αδυνατώντας πλέον ακόμη και να επιβιώσουν» (πηγή).
Συνεχίζοντας, η Ελλάδα δεν έχει μόνο μετατραπεί σε μία άβουλη αποικία των δανειστών της τουλάχιστον για τα επόμενα 100 χρόνια, έχοντας φορτωθεί με  ένα τεσσαρακονταετές μνημόνιο αλλά, επίσης, απειλείται όσο ποτέ μέχρι σήμερα η εδαφική της ακεραιότητα – από πολλές διαφορετικές πλευρές, με αφετηρία τη Μακεδονία. Στα πλαίσια αυτά, μόνο εάν συνειδητοποιήσουμε όλοι μαζί, κόμματα και Πολίτες, τη θλιβερή κατάσταση, στην οποία έχουμε οδηγηθεί, ίσως υπάρξει μία αμυδρή προοπτική για το μέλλον – αφού, μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση ενεργοποιείται ολόκληρο το Έθνος απέναντι στους κινδύνους, ενώνεται και κυριολεκτικά μεγαλουργεί.
Εάν όχι, η κατάρρευση δυστυχώς ολοκληρώνεται και το Έθνος διαλύεται ολοσχερώς, καταλήγοντας στα σκουπίδια της ιστορίας – λεηλατημένο, εξαθλιωμένο και ανίκανο να αμυνθεί απέναντι στις δυνάμεις που το ωθούν στην εξαφάνιση του. Ως εκ τούτου, θεωρώ σωστό να προειδοποιήσω τους Έλληνες ότι, πρέπει να πάψουν πια να έχουν ψευδαισθήσεις – πιστεύοντας πως η χώρα θα επανέλθει σε μία βιώσιμη πορεία ανάπτυξης, με πρόγραμμα τα μνημόνια και με έλεγχο τήρησης τους τις νέες τρίμηνες αξιολογήσεις.
Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον, όταν επιβάλλονται νέοι φόροι, καθώς επίσης καινούργιες επιβαρύνσεις, ενώ την ίδια στιγμή έχει καταστραφεί εντελώς ο παραγωγικός της ιστός. Πόσο μάλλον με νέες μειώσεις των δημοσίων δαπανών, οι οποίες προκαλούν διπλάσια πτώση του ΑΕΠ, σχετικά με τους φόρους – ενώ η φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών έχει σχεδόν μηδενισθεί και το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Οι Έλληνες πρέπει να πάψουν επίσης να ελπίζουν ότι, με νέες εκλογές, καθώς επίσης με την αξιωματική αντιπολίτευση ως μία καινούργια κυβέρνηση, θα λυθούν τα προβλήματα τους – αφού, εκτός του ότι θα πρόκειται για μία επανάληψη του πειράματος της διετίας 2012-2014, όπου ως γνωστόν θεωρείται ως ο ορισμός της ανοησίας κατά τον Αϊνστάιν, οι συνθήκες είναι κατά πολύ δυσμενέστερες από τότε.
Ακόμη χειρότερα όταν το ευρύτερο περιβάλλον της πατρίδας μας, ολόκληρος ο πλανήτης δηλαδή και όχι μόνο η Ευρώπη, ευρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού, απειλούμενος από αλλεπάλληλα κραχ που θα τον βύθιζαν στο χάος – γεγονός που σημαίνει ότι, αρκεί μία μικρή σπίθα για να ξεσπάσει μία καταστροφική πυρκαγιά, με συνέπειες που είναι αδύνατον να προβλεφθούν.
Περαιτέρω είναι δεδομένο το ότι, κάποια στιγμή θα συμφέρει τη Γερμανία η μετάβαση της χώρας μας στη  δραχμή, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η μετατροπή των Ελλήνων σε δουλοπάροικους – δηλαδή, σε χαμηλού κόστους εργαζομένους της βιομηχανίας τους. Επίσης για να μπορούν να αγοράσουν όλα όσα «πάγια» θα έχουν απομείνει (ακίνητα, οικόπεδα, νησιά, επιχειρήσεις κλπ.), έναντι υποτιμημένων δραχμών – οπότε να επιστρέψει η Ελλάδα σε πορεία ανάπτυξης, από την οποία όμως δεν θα έχουμε πια κανένα απολύτως όφελος όλοι εμείς οι ιθαγενείς.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει πλέον ρεαλιστική λύση για την Ελλάδα, υπενθυμίζοντας πως κανένας σοβαρός οικονομολόγος δεν πιστεύει πια ότι, μπορεί να τα καταφέρει χωρίς μία ονομαστική διαγραφή χρέους και εφαρμόζοντας τα μνημόνια – ούτε φυσικά η Γερμανία και το ΔΝΤ, έχοντας αποφασίσει να διατηρήσουν τη χώρα μας στην καραντίνα, στην απομόνωση, τυπικά μόνο μέλος της Ευρωζώνης και της ΕΕ, παράλληλα με την υφαρπαγή του συνόλου του πλούτου της, χωρίς τελικά να αποφύγει τη χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Σημαίνουν τώρα οι παραδοχές αυτές ότι, αντιμετωπίζουμε την κατάσταση της χώρας μας με ηττοπάθεια; Ασφαλώς όχι, αφού η ηττοπάθεια παραπέμπει σε μία ορισμένη ψυχική κατάσταση που έχει νόημα μόνο σε σχέση με κάποια δράση (Schumpeter). Με απλά λόγια, τα ίδια τα γεγονότα και τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτά, δεν μπορούν ποτέ να είναι ηττοπαθή ή το αντίθετο.
Για παράδειγμα, η είδηση πως το πλοίο βυθίζεται, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα, δεν είναι αυτή καθεαυτή ηττοπαθής. Το πνεύμα όμως, με το οποίο υποδεχόμαστε την είδηση θα μπορούσε να είναι ηττοπαθές: στην περίπτωση που το πλήρωμα καθόταν και άρχιζε να πίνει. Θα μπορούσε βέβαια και να μην είναι – εάν το πλήρωμα έτρεχε στις αντλίες για να διασώσει το πλοίο, χωρίς φυσικά να γνωρίζει εάν θα τα καταφέρει.
Στα πλαίσια αυτά, εάν οι άνθρωποι αρνούνται να δουν την «είδηση» της πορείας της χώρας προς την καταστροφή, παρά το ότι είναι καλά τεκμηριωμένη με αριθμούς (όπως συμβαίνει σήμερα με όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα, καθώς επίσης με ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού), τότε έχουν απλά τάσεις φυγής από την πραγματικότητα.
Εκτός αυτού, ακόμη και αν οι διαπιστώσεις μοιάζουν με προβλέψεις/προγνώσεις, εξακολουθούν να μη φέρουν στοιχεία ηττοπάθειας – με την έννοια πως ο οποιοσδήποτε φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα αρνιόταν να υπερασπίσει τη ζωή του, ακόμη και αν γνώριζε πως αργά ή γρήγορα θα πέθαινε. Ηττοπαθής είναι εκείνος που ενώ ισχυρίζεται, για παράδειγμα, πως αγαπάει την πατρίδα του, αρνείται εν τούτοις να την υπερασπισθεί – αδιάφορο εάν θεωρεί την ήττα του δεδομένη (όπως το 1940) ή εάν αυταπατάται με μάταιες ελπίδες για τη σωτηρία της.

Σήμερα πάντως, με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της χώρας μας, η αισιοδοξία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία μορφή λιποταξίας – επειδή δεν τεκμηριώνεται με κανέναν απολύτως τρόπο.
Ολοκληρώνοντας, το άρθρο μου αυτό δεν είναι απαισιόδοξο, αφού πιστεύω πως ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας σήμερα είναι η ουτοπική ελπίδα των Πολιτών της – την οποία συντηρούν πολύ έξυπνα οι δανειστές, επειδή εξυπηρετεί όσο τίποτα άλλο τα συμφέροντα τους, μαζί με τον εκφοβισμό που επιχειρείται μέσω της γειτονικής μας χώρας.
Τη συντηρεί επίσης η κυβέρνηση, όπως και τα άλλα πολιτικά κόμματα εξουσίας, επειδή φοβούνται την τιμωρία, εάν ξυπνήσουν οι Έλληνες και αντιδράσουν. Η ελπίδα όμως αυτή, καθώς επίσης η εκκωφαντική σιωπή των αμνών που επικρατεί στην Ελλάδα, είναι δηλητήριο για το μέλλον μας – οπότε δεν πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν.


3/8/2018



 2.
Η μοναδική λύση της Ελλάδας:
Έξοδος από το σκοτάδι μόνο με ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο. 

  του κ. Βασίλη Μαρκεζίνη, Ακαδημαϊκού, από τις 28.02.2012

Στο πρόσφατο βιβλίο μου Οι επτά ιδέες για πιθανή αναγέννηση επανέλαβα ένα θέμα που κατέχει κεντρική θέση σε όλες σχεδόν τις δημοσιεύσεις μου της τελευταίας πενταετίας: στην πλειονότητά τους, οι πολιτικοί που μας κυβερνούν τα τελευταία δώδεκα (ή και περισσότερα) χρόνια, ασχέτως των όποιων ταλέντων και προσωπικών ιδιοτήτων τους, έχουν αποτύχει παταγωδώς και, επιπλέον, έχουν γονατίσει τη χώρα μας.

Πράγματι, αυτοί είναι κυρίως οι άνθρωποι που μας κατέστρεψαν. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που είναι σήμερα υπόλογοι στον ελληνικό λαό, έστω και αν –κακώς− παραμένουν ατιμώρητοι. Επ’ ουδενί λόγω, όμως, είναι οι άνθρωποι που μπορούν να μας σώσουν ή που θα μπορούσαμε έστω και να τους διανοηθούμε σε ρόλο σωτήρων. Καθώς φαίνεται, μάλιστα, τέσσερα χρόνια αφότου πρωτοδιατύπωσα αυτή την ιδέα σε ένα άρθρο μου στο Βήμα (19 Φεβρουαρίου 2009), ένας ανώτερος δικαστής και υπουργός επικρατείας της σημερινής κυβέρνησης δείχνει και ο ίδιος να έχει πειστεί για την ορθότητα της ιδέας μου. Κάλλιο αργά παρά ποτέ!

Οι αλλεπάλληλες δηλώσεις στις οποίες προβαίνουν σήμερα κορυφαία στελέχη του ΠΑΣοΚ, με σκοπό να αποποιηθούν κάθε ευθύνη ή να αποστασιοποιηθούν από τις (κατά γενική ομολογία) εξωφρενικές ενέργειες του αρχηγού τους −ο οποίος, κατά τον πλέον απίστευτο και απολύτως ασυγχώρητο τρόπο, παραμένει ακόμη μέσα στα πράγματα−, αποδεικνύει απλώς ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι καιροσκόποι πολιτικοί του χειρίστου είδους, οι οποίοι δικαίως έχουν προκαλέσει την μήνιν και την αηδία της μεγαλύτερης μερίδας του λαού.

Και ερωτώ: το στίγμα αυτό πόσοι από τους κορυφαίους συνεργάτες του κ. Παπανδρέου μπορούν να το αποφύγουν; Το δόγμα της συλλογικής υπουργικής ευθύνης – από τα πλέον κεντρικά του κοινοβουλευτικού συστήματος – δεν περιορίζει την ευθύνη για τα σημερινά οικονομικά μας χάλια μόνο σε διατελέσαντες οικονομικούς υπουργούς, αλλά αδιαμφισβήτητα επεκτείνει την ευθύνη σε όλους τους υπουργούς των κυβερνήσεων για τις αποφάσεις τις οποίες έλαβαν (ή δεν έλαβαν) και για τις οποίες σήμερα μας ταπεινώνουν οι ξένοι «φίλοι» μας!

Επιπλέον, οι εν λόγω πολιτικοί δεν είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα. Τα ΜΜΕ, που βρίσκονται σήμερα σε κατάσταση χρεοκοπίας ή ημιχρεοκοπίας, έχουν και αυτά το δικό τους μερίδιο ευθύνης, διότι από το πρώτο έως το τελευταίο (είτε πρόκειται για τηλεοπτικό σταθμό είτε για εφημερίδα) διευθύνονται με κύριο γνώμονα όχι το καλό του κοινωνικού συνόλου, αλλά το κέρδος ή τη ματαιόδοξη επιδίωξη να κατευθύνουν τις τύχες του τόπου.

Κανείς, και πάντως όχι ο γράφων, δεν απαιτεί από τους συνανθρώπους του να φέρονται ανιδιοτελώς. Ο γράφων όμως θεωρεί κάθε μορφής υπερβολή, μη εξαιρουμένης της υπερβολής κατά την επιδίωξη του ιδίου συμφέροντος, ιδιαίτερα επιλήψιμη συμπεριφορά, η οποία, αργά ή γρήγορα, θα έχει το τίμημά της. Δεν είναι, λοιπόν, ο κ. Τσοχατζόπουλος ο μόνος υπαίτιος για την ηθική και οικονομική μας κατάντια! Υπάρχουν και άλλοι, οι οποίοι όμως έχουν καταφέρει να αλληλοαπαλλαχθούν!

Μετά το νέο υπερ-Μνημόνιο, το οποίο πρόσφατα ψήφισαν 199 από τους 300 εκλεγμένους αντιπροσώπους μας, έχει πλέον έλθει η στιγμή για ριζοσπαστικές αλλαγές στο πολιτικό μας σύστημα. Για όλους όσοι έζησαν αυτή την αξέχαστη «βραδιά Παπαδήμου», η εμπειρία των πυρπολημένων κτηρίων, του καταιγισμού δακρυγόνων και των βανδαλισμών που έγιναν θα παραμείνει αλησμόνητο δείγμα δημοκρατίας α λα Παπαδήμος, ανάλογο (μια και δύσκολα θα μπορούσε να είναι χειρότερο) με το μοντέλο του Γιώργου Παπανδρέου! Και εφόσον μιλάμε για την κυβέρνηση Παπαδήμου, δεν θα έπρεπε άραγε ο πρωθυπουργός να έχει διατάξει ανάκριση για το ποιοι ακριβώς είναι οι «κουκουλοφόροι»;

Μήπως δηλαδή έχουμε και σε αυτόν τον τομέα «συνεργασία» μεταξύ παρανόμων και παρακρατικών ταραχοποιών; Δυστυχώς, όμως, και παρά τα ανωτέρω, στον ελληνικό ορίζοντα δεν διαφαίνονται οι αναγκαίες αλλαγές, αλλά η αναπόδραστη παρακμή της χώρας μας. Προσωπικά, ελάχιστα ενδιαφέρομαι για την καταδίκη ή τη διάσωση των υπαιτίων· η σωτηρία της χώρας μου, αντιθέτως, με ενδιαφέρει στον μέγιστο βαθμό. Και, για καλή μου τύχη, είμαι σε θέση να διατυπώνω ιδέες, που μπορεί μεν να είναι −εν μέρει ή και πλήρως– λανθασμένες, αλλά τις διατυπώνω ως αντικειμενικός παρατηρητής, ο οποίος δεν ζητά τίποτε, δεν αναμένει τίποτε και δεν φοβάται τίποτε. Πόσοι από τους πολιτικολογούντες μας μπορούν ειλικρινά να ισχυριστούν κάτι τέτοιο;

Πώς, λοιπόν, προτείνω να κινηθούμε;

Ανάγκη για εκλογές

Το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να πράξουμε είναι να προκηρύξουμε εκλογές και να ζητήσουμε από τον λαό να αναδείξει μια νέα, πλήρως νομιμοποιημένη Βουλή. Όπως είναι φυσικό, όλοι εκείνοι οι πολιτικοί που δεν έχουν την παραμικρή πιθανότητα επανεκλογής αντιτίθενται σφόδρα σε αυτή την προοπτική. Επειδή όμως είναι έξυπνοι, ή μάλλον πονηροί, φροντίζουν να συγκαλύπτουν τους πραγματικούς λόγους της αντίθεσής τους και να επικαλούνται διάφορες υψηλές αρχές συνδεόμενες με το συμφέρον του κράτους. Ποιου κράτους, όμως; Του κράτους που πρόσφατα κατέστρεψαν λαμβάνοντας αποφάσεις βασισμένες σε περίπλοκα έγγραφα, τα οποία δεν είχαν μπει καν στον κόπο να διαβάσουν; Δεν τα χάβουν πλέον οι Έλληνες ψηφοφόροι κάτι τέτοια.

Αυτό που καταλαβαίνουν οι Έλληνες είναι ότι μερικοί από τους συγκεκριμένους πολιτικούς επιδιώκουν απλώς να «κερδίσουν χρόνο», ώστε κάποιες εφημερίδες, που θεωρούν ότι στα καθήκοντά τους, πέραν της κάλυψης των ειδήσεων, περιλαμβάνεται και η ανάδειξη κυβερνήσεων, να μπορέσουν να παρουσιάσουν το απόλυτο μηδέν ως κάτι «νέο» και «καινοτόμο», το οποίο θα «συγκινήσει το αποκαμωμένο εκλογικό σώμα». Σε αυτό το μηδέν, λοιπόν, θα προστεθούν και οι ίδιοι, ξεχνώντας μάλλον ότι 0 + 0 = 0!

Άραγε, όμως, μια αποτυχημένη −κατά πολλούς− Υπουργός Εξωτερικών, η οποία έχει καταλήξει να αποτελεί την προσωποποίηση της πελατειακής πολιτικής, πόσο πιθανό είναι να προσφέρει αυτό το πολυπόθητο «νέο»; Η αποδεδειγμένη μη εκλογιμότητά της δεν σημαίνει τάχα ότι το εκλογικό σώμα δεν τη θέλει, όπως άλλωστε, δεν την ήθελαν και οι κομματικοί της συνάδελφοι ως αρχηγό τους;

Ή μήπως, πάλι, ένας 75χρονος πρώην υπουργός, που απορρίφθηκε από τη ΝΔ, απορρίφθηκε από το ΠΑΣοΚ και, πρόσφατα, απορρίφθηκε ηχηρά και από το ίδιο το εκλογικό σώμα, θα μπορούσε ποτέ να είναι το «μοντέρνο», το «νέο», για να μην πω και «νεαρό», άτομο που χρειαζόμαστε;

Εφόσον λοιπόν, και πάλι, η απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό «Όχι!» (όπως και οφείλει να είναι), είναι τάχα περισσότερο ελκυστική η συμμετοχή του προέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ στην ομάδα που επιδιώκει να δημιουργήσει το νέο κόμμα; Φυσικά, θα έλεγαν κάποιοι, η «έλξη» ενός τέτοιου κόμματος θα μπορούσε ίσως να ενισχυθεί και με την προσθήκη της σημερινής υπουργού Παιδείας, δεδομένου ότι δεν έχει βρει ακόμη τη θέση της στις ομάδες που διεκδικούν τα σκήπτρα του κ. Παπανδρέου.

Πόσο «αθώα» είναι όμως η συγκεκριμένη υπουργός για όλα όσα αποφάσισαν το κόμμα και η κυβέρνησή της ή, εξίσου, η κυβέρνηση του πρώην «μέντορά» της στις αρχές της δεκαετίας του 2000; Πράγματι, είναι παράλογο ακόμη και να σκεφτόμαστε την πιθανότητα ότι οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας μπορούν να διορθώσουν τα λάθη του ΠΑΣοΚ εφαρμόζοντας την ίδια ή ανάλογη συνταγή − την οποία, μόλις την περασμένη Κυριακή, υιοθέτησαν ξανά… για το καλό του τόπου!

Ανάγκη για ανανέωση κομμάτων και φιλοσοφιών

Εφόσον, κατά τα φαινόμενα, η «παρθενογένεση» δεν μπορεί να αναδείξει εγκαίρως ένα νέο κόμμα για τις επόμενες εκλογές, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο μιας μαζικής μετάγγισης αίματος − ή, θα έλεγα, μιας μεταμόσχευσης μυελού οστών −, η οποία θα προσπαθήσει να σώσει τα παλιά και φθαρμένα κόμματα από τη σημερινή, σοβαρότατη, κρίση αναιμίας που αντιμετωπίζουν, προκαλώντας τη δημιουργία νέων ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Θεωρητικά, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο αναζωογόνησης, ή ακόμη και ανανέωσης. Ωστόσο, όπως στους ετοιμοθάνατους ανθρώπους, έτσι και στους ετοιμοθάνατους πολιτικούς οργανισμούς, τα θνήσκοντα κύτταρα ενδέχεται να απορρίψουν τα νέα κύτταρα· και το κεφάλι − στη βιολογία, το ανοσοποιητικό σύστημα − ενδέχεται να μην έχει τη δύναμη να αντιδράσει.

Ο τρίτος τρόπος για τη μείζονα αλλαγή που χρειαζόμαστε είναι μέσω της πλήρους ανατροπής της έννομης τάξης. Παρότι, ομολογουμένως, η χώρα μας χρειάζεται εκ βάθρων ανανέωση, ο συγκεκριμένος τρόπος ενέχει πολυάριθμους και σοβαρότατους κινδύνους. Θα προκαλέσει μεγάλο ανθρώπινο πόνο· θα γυρίσει την οικονομία της χώρας μας ακόμη πιο πίσω· θα αφήσει ολόκληρη τη σημερινή γενιά με τραύματα ανάλογα του Εμφυλίου των μέσων της δεκαετίας του ’40. Και, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ορισμένοι δεν βλέπουν άλλον τρόπο για να επιτύχουμε την απαραίτητη ανανέωση, προσωπικά ποτέ δεν θα τον δεχόμουν, για τους λόγους που προανέφερα.

Εντούτοις, πρέπει να αλλάξουμε οπωσδήποτε τους Έλληνες πολιτικούς δρώντες, ακριβώς επειδή πρέπει να αλλάξουμε τις ισχύουσες πολιτικές: χρειαζόμαστε νέες πολιτικές σε εσωτερικό, ήτοι κοινωνικό, επίπεδο· νέες πολιτικές στις εξωτερικές μας σχέσεις και στην εθνική μας άμυνα· νέες πολιτικές στους τομείς των δημόσιων οικονομικών και, εν γένει, της οικονομίας. Αυτή η καινοτομία όμως μπορεί να προέλθει μόνον από νέα πρόσωπα, που δεν θα ελέγχονται από ξένους παράγοντες αλλά απλώς θα ξέρουν να συνεργάζονται μαζί τους· δεν θα σαστίζουν από φοβερό αίσθημα τιμής (και κατωτερότητας) αν ο Σαρκοζί, η Μέρκελ ή ο Μπαρόσο τούς τηλεφωνούν για να τους πουν τι πρέπει να κάνουν· δεν θα είναι εξαρτημένα από τα οικονομικά μας κατεστημένα και άρα δεν θα νιώθουν υποχρεωμένα να υποκύπτουν στα αιτήματά τους για κάθε λογής «διευκολύνσεις». Υπάρχουν τέτοια πρόσωπα;

Ανάγκη για ένα όνειρο

Η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι: «Ναι!» Ο νέος ηγέτης μας, όμως, πρέπει να μπορεί να ονειρευτεί και, όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, να έχει το θάρρος, τη φαντασία και τη ρητορική δεινότητα να μεταδώσει αυτό το όνειρο και στον λαό του.

Να κάνει τους συμπατριώτες του περήφανους που είναι Έλληνες. Να αναζωπυρώσει την πίστη τους στον Θεό τους, αλλά, συγχρόνως, να τους διδάξει και εκείνο το είδος ανεκτικότητας που δίνει δύναμη σε ένα ενωμένο έθνος και συνάδει με τη νομική μας αντίληψη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτή εκφράζεται και εφαρμόζεται από το δίκαιό μας.

Δεν μπορούμε να πούμε στις άλλες χώρες πώς να κυβερνώνται· οφείλουμε όμως να εξασφαλίσουμε την εντιμότητα, την αποτελεσματικότητα και τη δίκαιη διακυβέρνηση της χώρας μας.

Θα πουν μερικοί: ο Μαρκεζίνης τρέφει αυταπάτες. Θα τους απαντούσα: αν ο ηγέτης έχει πίστη, αν είναι αποδεδειγμένα ανεπηρέαστος και ανεξάρτητος από αμφίβολης εντιμότητας επιχειρηματίες και ξένους πολιτικούς, και αν μπορεί επιπλέον να εμπνεύσει έναν νέο στόχο στους Έλληνες και να τους κάνει να πιστέψουν σε αυτόν, τότε, ναι, μπορεί να τα καταφέρει.

Και θα τα καταφέρει, εφόσον συνεργαστεί με ανθρώπους τους οποίους θα επιλέξει με βάση την αξία τους, και όχι κομματικά κριτήρια.

Θα τα καταφέρει, εφόσον αρχίσει τη διακυβέρνησή του αποκαθιστώντας πάραυτα τις οικονομικές αδικίες που έχουν υποστεί οι πιο αδύναμοι, οι πιο φτωχοί, οι πιο περιθωριοποιημένοι, οι ξεχασμένοι συνταξιούχοι, οι απόκληροι.

Θα τα καταφέρει, εφόσον πείσει τους πλουσίους (και στην Ελλάδα έχουμε πολλούς!) να δώσουν τη βοήθειά τους σε αυτήν τη φάση έντονης ανάγκης, και εφόσον, ως αντάλλαγμα, θέσει σε ισχύ ένα φορολογικό καθεστώς που θα τους προσφέρει κίνητρα αλλά και σταθερότητα φορολογικής ρύθμισης για να κάνουν εκ νέου επενδύσεις στην Ελλάδα.

Τέλος, θα τα καταφέρει εφόσον προσελκύσει νέους φίλους από το εξωτερικό, μέχρις ότου οι παλιοί φίλοι λογικευθούν και ξαναφερθούν στη χώρα μας με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Αυτό το προτείνω από καιρό, αλλά πρέπει να γίνει αμέσως!

Η ισοκατανομή θυσιών σηματοδοτεί τον νέο δρόμο 
προς την κοινωνική συνοχή

Η συντριπτική αδικία των μέτρων που ελήφθησαν κατά τα τελευταία δύο χρόνια επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν οριζόντια, δηλαδή τυφλά. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει άμεση αποκατάσταση των μεγαλύτερων αδικιών που διαπράχθηκαν με αυτόν τον τρόπο.

Όπως για πολλά άλλα πράγματα, έτσι και στην προκειμένη περίπτωση θα χρειαστούν χρήματα. Δεδομένου όμως ότι το σενάριο που προβλέπω θα εκτυλιχθεί κατά πάσαν πιθανότητα εκτός ευρώ − εξαιτίας της καταστροφικής πολιτικής των αρχικών και των νεότερων «μνημονιακών», και όχι γιατί επιθυμούν κάτι τέτοιο οι «αντιμνημονιακοί» − είναι πια καιρός να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σοβαρά πως θα αντιμετωπίσουμε αυτό το τρομακτικό ενδεχόμενο.

Όπως πάντα, το πρώτο βήμα είναι να κοιτάξουμε κατάματα τον κίνδυνο και να ειδοποιήσουμε χωρίς περιστροφές τους συμπατριώτες μας για το τι πρέπει να γίνει. Αν αποδεχθούν τη διάγνωση της ασθένειας και τη συνταγή για τη θεραπεία, τα μέτρα θα ληφθούν κατόπιν συναίνεσης, και όχι επιβολής. Αν, πάλι, οι συμπολίτες μας δεν συμφωνούν, θα πρέπει να πάνε σε άλλο γιατρό, αναζητώντας άλλη θεραπεία. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η απόφαση θα είναι δική τους, και όχι των ξένων! Η θεραπεία που προτείνω, λοιπόν, στηρίζεται στην ιδέα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο όλοι οι πολίτες –δεν αναφέρομαι καν στους εξ ορισμού εγωκεντρικούς πολιτικούς− πρέπει να δεχθούν, έστω και αν δεν τους ικανοποιεί όλους εκατό τοις εκατό. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει εφόσον όλοι πάρουμε κάτι και δώσουμε κάτι: βασιλείς και στρατιώτες, πλούσιοι ή πένητες, εργοδότες ή εργαζόμενοι, συνδικαλιστές ή απλά μέλη συνδικάτων, αστυνόμοι και διαδηλωτές − όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν συμφέρον να επιτύχει αυτή η προσπάθεια. Σε αυτή την υπαρξιακή μάχη, πρέπει να ερωτηθούν οι πάντες, ακόμη και οι νομοταγείς αναρχικοί, και, ει δυνατόν, να συμφωνήσουν!

Έτσι, η άμεση λήψη των μέτρων που ανέφερα ενδεικτικά πρέπει να συνδυαστεί με:

(α) τη συνειδητή απόφαση όλων των Ελλήνων πολιτών να μην προβαίνουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες επί ένα ορισμένο διάστημα, ώστε να μπορέσουν τα νέα μέτρα να τελεσφορήσουν·

(β) την προθυμία των πιο ευκατάστατων πολιτών να προστατεύσουν από τον οικονομικό πόνο τούς λιγότερο τυχερούς·

(γ) την απόφαση των εργαζομένων και των συνδικάτων τους − που οφείλουν να απελευθερωθούν από τις κομματικές κηδεμονίες − να επιτρέψουν την αναδόμηση του κράτους, να δουλέψουν συνειδητά για τη συλλογή των φόρων, να συμπράξουν με κάθε τρόπο στη μείωση της γραφειοκρατίας προκειμένου η χώρα να προσελκύσει νέες επενδύσεις.

Όλα αυτά πρέπει να γίνουν με απώτερο σκοπό να επανέλθουμε σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και, επιπλέον, να πείσουμε τους ξένους ότι έχει γίνει μια πραγματικά νέα αρχή, η οποία, αργά, κοπιαστικά αλλά με βεβαιότητα, θα επαναφέρει τη χώρα μας σε θέση οικονομικής ανταγωνιστικότητας.

Αυτή η αναδόμηση πιθανότατα θα απαιτήσει τη συνέχιση της εξυγίανσης και της σμίκρυνσης του δημόσιου τομέα, αλλά και την απόλυση όσων δεν εργάζονται επειδή οφείλουν τις θέσεις τους αποκλειστικά και μόνο σε κομματικούς διορισμούς και εξυπηρετήσεις.

Επειδή αυτά τα μέτρα δεν θα είναι εύκολα, θα πρέπει να ληφθούν κατά «έξυπνο» τρόπο, που σκοπό θα έχει να μετριάσει των πόνο των πολιτών που θα τα υποστούν. Να αποφευχθούν, όμως, ΔΕΝ είναι δυνατόν.

Πιστεύω, ωστόσο, ότι θα γίνουν αποδεκτές οι σχετικές αποφάσεις από τους περισότερους από εμάς, ιδίως εάν εφαρμοστούν αφού πρώτα αποκατασταθούν διάφορες κατάφωρες αδικίες − π.χ. αφού οι διαπιστωμένοι μεγαλοοφείλετες του δημοσίου υποχρεωθούν να πληρώσουν τους τεράστιους φόρους που οφείλουν.

Θα μου πείτε: «Κλείνει έτσι η μαύρη τρύπα των εσόδων;» Η απάντηση είναι: «Όχι, βεβαίως». Εντούτοις, μια τέτοια κίνηση θα καθιστούσε πιο εύκολη την εφαρμογή της λιτότητας, γιατί θα έπειθε τους θιγόμενους πολίτες ότι δεν θα μπαίνουν πάντα οι ίδιοι στο στόχαστρο για να προφυλάξουν τους πολυπροστατευμένους τραπεζίτες, ξένους και δικούς μας, οι οποίοι τον τελευταίο καρό έχουν γίνει τα «αγαπημένα παιδιά» του κράτους!

Επανέρχομαι λοιπόν στην απόλυτη ανάγκη για μια ευρεία συναίνεση −και όχι για έξωθεν επιβεβλημένες υποχρεώσεις−, βασισμένη στην ισοκατανομή των βαρών, προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι θα αποφευχθούν οι εσωτερικές κοινωνικές αναταραχές και θα μειωθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, οι σοβαροί κίνδυνοι του πληθωρισμού που συνοδεύουν κάθε υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος και πηγάζουν από την πίεση να αναπληρωθούν αμέσως οι απώλειες από την υποτίμηση.

Εν ολίγοις, έμφαση πρέπει να δοθεί όχι μόνο στην αποκατάσταση αδικιών αλλά και στη συγκράτηση των τιμών και στη δημιουργία όλων εκείνων των θεμελίων που θα πείσουν τους απλήρωτους πιστωτές μας − διότι θα έχουμε πολλούς ξένους που θα υπάγονται σε αυτή την κατηγορία, μια και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε χωρίς να αποτινάξουμε το χρέος μας − ότι μια μέρα θα είμαστε και πάλι αρκετά ελκυστικοί ώστε να σκεφτούν την πιθανότητα νέων επενδύσεων στη χώρα μας.

Η τελευταία αυτή δήλωση δεν είναι θεωρητική· βασίζεται στην πραγματικότητα· την πραγματικότητα ότι οι αγορές ξεχνούν εύκολα εφόσον τους αποδείξεις ότι η οικονομία σου έχει αρχίσει να ανακάμπτει.

Και όλα αυτά θα πρέπει να στηριχθούν από μια νέα εξωτερική πολιτική που θα εκμεταλλευθεί τους αναξιοποίητους φυσικούς πόρους μας και θα προσελκύσει ξένα συμφέροντα, τα οποία μέχρι τώρα δεν μας επέτρεπε καν να σκεφτούμε η εξάρτησή μας από κάποιους άλλους «φίλους».

Είναι εφικτά όλα αυτά;

Η αναγέννηση του Φοίνικα μέσα από τις στάχτες του συμβαίνει μόνο στη μυθολογία. Είμαστε όμως τόσο βαθιά μέσα στα «σκατά» − δυστυχώς, μόνο η λαϊκή γλώσσα μπορεί να εκφράσει με ακρίβεια την εικόνα της σημερινής κατάστασης − είμαστε τόσο απομονωμένοι από τους φίλους μας, τόσο στερημένοι από έντιμους και εμπνευσμένους ηγέτες, ώστε θα ήταν ότι χειρότερο να επικεντρωθούμε σε μύθους και να ελπίζουμε ότι θα βρούμε κάποιον τρόπο για να τους κάνουμε πραγματικότητα.

Μπορούν να επιτύχουν οι προτάσεις μου; Ναι! Με δυσκολίες, αναμφίβολα, τεράστιες θυσίες, αλλά και πλήρη αυτοπειθαρχία. Όλα αυτά είναι αναγκαία γιατί οι συμπατριώτες μου πρέπει να καταλάβουν ότι, όπως είναι υπερβολικές οι απειλές περί ακαριαίου θανάτου σε περίπτωση που βγούμε από το ευρώ, έτσι δεν ευσταθεί διόλου και η άποψη ότι γυρίζοντας στη δραχμή θα γίνουμε «κύριοι του οίκου μας». Η πραγματική απάντηση είναι ότι, μόνον αν δείξουμε μέγιστη αυτοσυγκράτηση και πειθαρχία, μπορεί να ισχύσει και να διαρκέσει κάτι τέτοιο!

Θα σταθούμε, οι Έλληνες, στο ύψος της πρόκλησης; Το ζήτημα μάλλον είναι: έχουμε εναλλακτική λύση;

Τι ακριβώς μας προσφέρουν ο κ. Παπαδήμος και οι πολιτικοί αρχηγοί μας: μακροχρόνια υποτέλεια στην Ευρώπη; De facto μεθόδους που θα απορροφούν όλα τα χρήματα που θα κερδίζουμε, ώστε να πληρώνουμε, πρώτα και υποχρεωτικά, τους ξένους τραπεζίτες για τα δανεικά τους;

Ή μήπως η τυφλή υπακοή (και όχι η φιλία) προς τους Αμερικανούς θα μας βοηθήσει, τη στιγμή που αυτοί στηρίζουν τόσο απροκάλυπτα τις τουρκικές πιέσεις εναντίον μας;

Επιπλέον, η καταφυγή στον νεοσυντηρητισμό, η οποία θα κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, δεν είναι επ’ ουδενί λόγω προτιμότερη από την επιλογή ενός μοντέλου αγοράς με κίνητρα που θα επιτρέπουν μεν την κερδοφορία αλλά θα προϋποθέτουν και έναν σημαντικό βαθμό κοινωνικής ευθύνης και υποχρεώσεων εκ μέρους των ευπόρων.

Εν ολίγοις, απαιτείται ισορροπία· ισορροπία μέσω της κοινής προσπάθειας. Ισορροπία που θα στηρίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο όλα τα μέλη της κοινωνίας θα αναλάβουν να τηρήσουν μέχρις ότου, έπειτα από μια περίοδο κακουχίας δύο ή και τριών ετών, ξαναβγούμε από το σκοτάδι.

Συμπύκνωσα πολλές ιδέες μέσα σε πολύ λίγο χώρο. Γι’ αυτόν τον λόγο, κάποιοι αναγνώστες μπορεί να νιώσουν αμφιβολίες για τις προτάσεις μου. Αμφιβολίες για το αν οι Έλληνες είναι καν σε θέση να επιχειρήσουν ένα θαύμα…

Απευθύνομαι όμως σε όλους όσοι θεωρούν ανυπόφορη τη σημερινή κατάσταση και πιστεύουν ότι τα πράγματα διαρκώς χειροτερεύουν. Προς χάριν αυτών, και μόνον, θα παραφράσω την κατακλείδα του Μανιφέστου του Μαρξ και του Ένγκελς: Έλληνες, ενωθείτε! Δεν έχετε να χάσετε παρά τις αλυσίδες σας. Αλλά μπορείτε να κερδίσετε τον κόσμο!

Η πολιτική θεωρία του Μαρξ, του μεγάλου αυτού στοχαστή, δεν ευοδώθηκε λόγω της οικονομικής ευημερίας που προκάλεσε η βιομηχανική επανάσταση. Ωστόσο, η προπαρατεθείσα κατακλείδα αποτελεί και σήμερα σημαντική πηγή έμπνευσης ακριβώς επειδή παραμένει απολύτως συναφής με την εποχή μας.

Δεν έχουμε άλλη επιλογή, δεδομένου ότι το μόνο που κάνει σήμερα ο κ. Παπαδήμος είναι να μας μεταφέρει τις εντολές άλλων! Ακόμη και την περιβόητη λιτότητα που απαιτούν οι δανειστές μας οι υπουργοί του δεν έχουν ακόμη αρχίσει να την εφαρμόζουν στα σοβαρά.

Η Αριστερά, παρότι δεν ευθύνεται για το σημερινό χάος, μοιάζει ακόμη βυθισμένη στον ταξικό πόλεμο του παρελθόντος, αδυνατώντας να προβάλει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα διακυβέρνησης, πέραν μιας πολιτικής που στηρίζεται στη (α) συνεχή άρνηση και (β) στις συνεχείς κινητοποιήσεις στους δρόμους. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, οι δυνάμεις της είναι περισσότερο διχασμένες από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν και, ως εκ τούτου, αδυνατούν να διαμορφώσουν μια πειστική εναλλακτική λύση.

Είμαστε άραγε αρκετά απελπισμένοι ώστε να δοκιμάσουμε επιτέλους τη λύση της κοινωνικής συνεργασίας και αρκετά τολμηροί ώστε να ωφεληθούμε από τους καρπούς της; Ο χρόνος θα το δείξει.

Προσωπικά, με το παρόν κείμενο, σκοπό έχω να παρουσιάσω μια γενική σύνοψη της μόνης θεραπείας που θεωρώ ότι μπορεί να μας σώσει. Διότι η θεραπεία αυτή είναι διαχρονική, τόσο λόγω της ορθότητας της βασικής της αρχής − της ισότητας προσπαθειών − όσο και λόγω της απόστασής της από τις παροδικές μόδες που ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να νομίζουν ότι μπορούν να αποκτήσουν κάτι χωρίς να δώσουν κάτι.

Η ζωή όμως στηρίζεται στο «πάρε-δώσε». Το ίδιο το Ευαγγέλιο βλέπει ακόμη και τη δωρεά ως αμφοτεροβαρή σύμβαση: «Δωρεὰν ἐλάβετε», μας λέει, «δωρεὰν δότε»!

https://analyst.gr/2018/08/01/i-monadiki-lisi-tis-elladas/

1 Αυγούστου 2018