Η Κίνα αντιμετωπίζει την Αφρική όπως έκαναν οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες;

 ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
(1) Η μάχη της Αυστραλίας κατά των κινεζικών πολιτικών παρεμβάσεων.
  Τι θα κάνουν οι νέοι νόμοι της.  
(2) Η Κίνα θα υπονομεύσει την στρατηγική του Τραμπ για το Ιράν;
Η Τεχεράνη αντισταθμίζει την διεθνή απομόνωση.
(3)  Μια θύελλα ετοιμάζεται στα Στενά της Ταϊβάν;
Οι εντάσεις αυξάνονται μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι.
(4)  Η αδυσώπητη μάχη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας 
για τον οικονομικό έλεγχο του Μαυροβουνίου. 
 (5) Τι σχέση έχουν οι δεσμοί Κίνας-Σρι Λάνκα με τον Πόλεμο του Οπίου.
6) Η Κίνα θα χάσει το "παχνίδι" της Νότιας Σινικής Θάλασσας. 


 Η Κίνα αντιμετωπίζει την Αφρική 
όπως έκαναν οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες;

Η Κίνα βρίσκεται στην Αφρική για έναν απλό λόγο: θέλει να εκμεταλλευτεί τους ανθρώπους και τους πόρους της αφρικανικής γης. Είναι παρόμοια, ίσως, περίπτωση με όσα έκαναν οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες για το εμπόριο – αλλά πολύ χειρότερα. Οι επιχειρήσεις της κινεζικής κυβέρνησης προσπαθούν να μετατρέψουν την Αφρική σε μια άλλη κινεζική επαρχία. Κρατούν ό,τι αξίζει από την Αφρική.

Την παραπάνω άποψη ενστερνίζονται αρκετοί Αφρικανοί πολιτικοί. Ο πολιτικός της Ζάμπιας, Michael Sata, ήταν ένας από αυτούς, τουλάχιστον προτού εκλεγεί πρόεδρος της χώρας το 2011. Το 2007 είχε γράψει μια επιστολή προς το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, στην οποία έλεγε: “Σε σύγκριση με τους Κινέζους, οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες ήταν καλύτεροι. Αν και η εμπορική εκμετάλλευση ήταν το ίδιο δριμεία, τουλάχιστον οι Ευρωπαίοι επένδυσαν σε υποδομές. Οι Κινέζοι, από την άλλη, παίρνουν ό,τι θέλουν χωρίς να ανταποδίδουν κάτι στην κοινωνία”.

Για αρκετά χρόνια, η παγκοσμιοποίηση είχε αδιαφορήσει για την Αφρική, αφού η “μαύρη ήπειρος” δεν είχε υποδομές, υπέφερε από πολιτική αβεβαιότητα και μηδαμινή οικονομική δύναμη. Όλα άλλαξαν όμως όταν μπήκε στο παιχνίδι η Κίνα. Το Πεκίνο διψούσε για ορυκτά και ενέργεια για την αναπτυσσόμενη βιομηχανική του παραγωγή. Και έτσι οι Κινέζοι έβαλαν την Αφρική στον χάρτη της παγκοσμιοποίησης. Η ήπειρος θεωρήθηκε τόσο σημαντική επιχειρηματική προτεραιότητα για το Πεκίνο όσο και η Σανγκάη.

Η Αφρική λοιπόν μπήκε στην κορυφή της οικονομικής ατζέντας του Πεκίνου. Ένας εύκολος και βολικός στόχος. Χρόνο με τον χρόνο, οι κινεζικές κυβερνήσεις έστελναν αντιπροσωπείες σε όλες τις πρωτεύουσες των αφρικανικών χωρών, εξασφαλίζοντας τις αναγκαίες υποδομές που χρειαζόταν το Πεκίνο, μετατρέποντας την Αφρική σε μια “δεύτερη ήπειρο” για την Κίνα.

Ο Howard W. French περιγράφει την κατάσταση στο βιβλίο του “Η δεύτερη ήπειρος της Κίνας”, εξηγώντας: “Όταν κατάλαβε ότι η Αφρική είχε παραμεληθεί από τη Δύση στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου, το Πεκίνο είδε την ήπειρο σαν το πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν κινεζικές εταιρείες στις διεθνείς επιχειρήσεις. Και φυσικά δεν αποτέλεσε εμπόδιο το γεγονός ότι η Αφρική κατέχει στα εδάφη της μια τεράστια ποσότητα πολύτιμων ορυκτών, περιζήτητων στην παγκόσμια βιομηχανία”.

Το μακρύ χέρι της παγκοσμιοποίησης έφτασε στην Αφρική. Το εμπόριο μεταξύ Κίνας και της “δεύτερης κινεζικής ηπείρου”, της Αφρικής, προσέγγισε τα 400 δισ. δολ. το 2015.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι που δεν πιστεύουν ότι η Κίνα θέλει να κάνει επαρχία της την Αφρική. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Ching Kwan Lee, ο οποίος δεν πιστεύει ότι οι επενδύσεις που έκαναν οι Κινέζοι στην Αφρική θυμίζουν “αποικιοκράτες” ή “ιμπεριαλιστές”. Ο Lee μάλιστα φτάνει να υποστηρίξει πως οι κινεζικές επιχειρήσεις στην πραγματικότητα προωθούν την αφρικανική αυτονομία και ανεξαρτησία. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Κίνα βοηθάει την Αφρική να σταθεί στα πόδια της και όχι να τη δεσμεύσει.

Ίσως θα ήταν καλύτερο να μη μοιραστεί αυτή την άποψη με τους λαούς του Πακιστάν και της Σρι Λάνκα, που είναι υπερβολικά χρεωμένοι στην Κίνα. Αυτές είναι οι χώρες που κινδυνεύουν περισσότερο να γίνουν σημερινές αποικίες του Πεκίνου.

Από Panos Mourdoukoutas - 05/08/2018


     ΣΧΕΤΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ    


Ο Turnbull και ο Κινέζος πρωθυπουργός Li Keqiang στην Έκτη Συνάντηση Στρογγυλής Τραπέζης CEO Αυστραλίας-Κίνας, στο Σίδνεϊ, τον Μάρτιο του 2017. REUTERS

 1. 

 Η μάχη της Αυστραλίας κατά των κινεζικών πολιτικών παρεμβάσεων.

  Τι θα κάνουν οι νέοι νόμοι της.  

Περίληψη:  Η Αυστραλία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας στρατηγικής παρεμβολών της Κίνας, αλλά ο κατάλογος των στόχων του Πεκίνου είναι μακρύς.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, ενώ εισήγαγε νομοθεσία για να καταστήσει παράνομες τις ξένες παρεμβάσεις στην αυστραλιανή πολιτική, ο πρωθυπουργός Malcolm Turnbull δήλωσε στο αυστραλιανό κοινοβούλιο ότι η κλίμακα της απειλής για την αυστραλιανή δημοκρατία και κυριαρχία από ξένες εκστρατείες επιρροής ήταν "άνευ προηγουμένου". Ο Turnbull δεν κατονόμασε κανέναν αλλά οι προτεινόμενοι νόμοι είχαν σαφώς ως στόχο κυρίως την κινεζική συγκεκαλυμμένη παρέμβαση. Τον περασμένο Ιούνιο, το αυστραλιανό κοινοβούλιο ψήφισε τη νομοθεσία.

Τα τελευταία χρόνια, οι υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας της Αυστραλίας έχουν όλο και περισσότερο απογοητευτεί από την ανεπάρκεια των νόμων της χώρας περί κατασκοπείας και αισθάνονται αδύναμες ενάντια στη νέα απειλή από την ξένη παρέμβαση, η οποία έχει ανθίσει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Όταν πρότεινε τη νέα νομοθεσία, η κυβέρνηση του Turnbull σημείωσε [2] ότι οι υπάρχοντες νόμοι δεν στοχεύουν την συμπεριφορά ξένων κυβερνήσεων που “υπολείπεται της κατασκοπείας αλλά έχουν σκοπό να βλάψουν την εθνική ασφάλεια της Αυστραλίας ή να επηρεάσουν τις πολιτικές ή κυβερνητικές διαδικασίες της Αυστραλίας”. Αυτή η ατιμωρησία, είπε, είχε δημιουργήσει “ένα επιτρεπτικό περιβάλλον δραστηριοποίησης για κακόβουλους ξένους δρώντες".

Παρόλο που όλες οι μεγάλες χώρες εξακολουθούν να στρατολογούν κατασκόπους για να κλέψουν μυστικά, η παλαιού τύπου κατασκοπεία έχει ξεπεραστεί από νέα είδη [υπηρεσιών] πληροφοριών και επιχειρήσεων επιρροής. Η Κίνα έχει παίξει αυτό το παιχνίδι ιδιαίτερα επιθετικά. Όπως το έθεσε ένας ανώτερος υπάλληλος της εθνικής ασφαλείας της Αυστραλίας, οι επιχειρήσεις της Κίνας εναντίον της Αυστραλίας ανέρχονται σε "πλήρη επίθεση".

Η νέα νομοθεσία έρχεται μετά από εκτεταμένες ειδήσεις που αναφέρουν τις δραστηριότητες του Τμήματος Εργασιών Ενωμένου Μετώπου του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, του οποίου η αποστολή εν συντομία είναι «να κάνει τους ξένους να υπηρετούν την Κίνα» και το οποίο προσελκύει ενεργά πράκτορες επιρροής μεταξύ των ελίτ της Αυστραλίας και τους χρησιμοποιεί για να προωθήσει ευνοϊκές απόψεις για την Κίνα. Τα μάτια της αυστραλιανής κυβέρνησης επίσης άνοιξαν από τις διαβαθμισμένες ενημερώσεις από τον Αυστραλιανό Οργανισμό Πληροφοριών Ασφαλείας (Australian Security Intelligence Organisation, ASIO), την εσωτερική υπηρεσία πληροφοριών της χώρας, σχετικά με την έκταση των κινεζικών παρεμβάσεων.

Οι νέες μορφές υπονόμευσης διεξάγονται από ένα ευρύ φάσμα ξένων κυβερνητικών υπηρεσιών, όχι μόνο από τις υπηρεσίες πληροφοριών. Στην περίπτωση της Κίνας, αυτό σημαίνει τις δραστηριότητες του Ενωμένου Μετώπου καθώς και ορισμένες άλλες υπηρεσίες, όπως το Τμήμα Διασύνδεσης του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, το οποίο είναι υπεύθυνο για "πολιτικές εχθροπραξίες”.

Κάτω από την θεληματική ηγεσία του προέδρου Xi Jinping, η Κίνα έχει γίνει ειδική στο να επιχειρεί σε αυτό που μια πρόσφατη έκθεση του Κέντρου για τις Στρατηγικές και Δημοσιονομικές Εκτιμήσεις (Center for Strategic and Budgetary Assessments) ονομάζει [3] «γκρίζες ζώνες» των δημοκρατικών κοινωνιών -οι περιοχές μεταξύ κράτους και μη κράτους, ειρήνης και πολέμου, φανερού και συγκεκαλυμμένου, εγχώριου και ξένου. Οι νέοι νόμοι έχουν ως στόχο να μετατρέψουν ορισμένες από τις γκρίζες ζώνες σε μαύρες.

Η Αυστραλία είναι ευάλωτη στην συγκεκαλυμμένη επιρροή από την Κίνα εν μέρει λόγω της μεγάλης κινεζικής διασποράς της (μεταξύ 4% και 5% του πληθυσμού), για την οποία το Κομμουνιστικό Κόμμα εργάζεται σκληρά ώστε να κερδίσει την νομιμοφροσύνη της και στην συνέχεια να την διατηρήσει. Η οικονομική εξάρτηση της Αυστραλίας από την Κίνα έχει επίσης δημιουργήσει μια ομάδα στελεχών επιχειρήσεων της Αυστραλίας, πολιτικών, ακαδημαϊκών και σχολιαστών με επιρροή, οι οποίοι είναι θετικά διακείμενοι προς τα κινεζικά συμφέροντα.

Βρέθηκα και εγώ στο στόχαστρο της επιρροής του Πεκίνου όταν ο εκδότης μου, [ο οίκος] Allen & Unwin, αποφάσισε ξαφνικά να ματαιώσει την δημοσίευση του βιβλίου μου που εκθέτει την έκταση της κινεζικής επιρροής στην Αυστραλία. Παρόλο που προηγουμένως είχε ενθουσιαστεί, ο Allen & Unwin αναφέρθηκε στο φόβο αντιποίνων από το Πεκίνο, και συγκεκριμένα τον κίνδυνο ενοχλητικής δυσφήμησης από συμπαθούντες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος στην Αυστραλία. Η χρήση του νομικού πολέμου από το Πεκίνο κατά των επικριτών του στην Δύση αποτελεί ένα παράδειγμα της εκμετάλλευσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων για την υπονόμευση της δημοκρατίας.

Όταν ο [εκδοτικός οίκος] Allen & Unwin απέρριψε το βιβλίο μου, το μήνυμα διαδόθηκε στην υπόλοιπη εκδοτική βιομηχανία στην Αυστραλία, η οποία παρέμεινε ομαδικά μακριά, εκτός από έναν, τον Hardie Grant, πρόθυμο να αναλάβει τον κίνδυνο υπεράσπισης της ελευθερίας του λόγου. Ο φόβος τώρα είναι ότι οι Αυστραλοί μελετητές, φοβούμενοι ότι δεν θα βρουν έναν εκδότη, ίσως να αποφεύγουν τα βιβλία που είναι αρκετά επικριτικά για το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Σύμφωνα με τον νέο νόμο, οι δραστηριότητες υποστήριξης της Κίνας δεν θα είναι παράνομες εκτός αν είναι «συγκεκαλυμμένες, καταναγκαστικές ή διεφθαρμένες», [αυτή είναι] η γραμμή που χάραξε η κυβέρνηση μεταξύ της νόμιμης επιρροής και της απαράδεκτης παρέμβασης. Ωστόσο, η κυβέρνηση έχει επίσης θεσπίσει ένα νέο σύστημα διαφάνειας για την εξωτερική επιρροή που θα απαιτεί από οποιονδήποτε ενεργεί για λογαριασμό ενός αλλοδαπού εντολοδόχου (κράτος, κρατική εταιρεία, ή εταιρεία που πιστεύεται ότι έχει συνδέσεις με μια κυβέρνηση) να εγγραφεί δημόσια.

ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΞΕΝΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Εκτός από την διεύρυνση του ορισμού της κατασκοπείας, η νέα νομοθεσία για τις εξωτερικές παρεμβάσεις απαγορεύει κάποιες λιγότερο άμεσες μορφές επιρροής. Απαγορεύει τις συμπεριφορές που κατευθύνονται, χρηματοδοτούνται ή εποπτεύονται από ξένο εντολέα (ή κάποιον που ενεργεί εξ ονόματός του) και έχει σκοπό να επηρεάσει μια πολιτική ή κυβερνητική διαδικασία ή την άσκηση δημοκρατικού ή πολιτικού δικαιώματος ή να βλάψει την εθνική ασφάλεια και είναι συγκεκαλυμμένη ή περιλαμβάνει εξαπάτηση ή απειλές.

Η πρώτη εκδοχή του νομοσχεδίου δεν έκανε αρκετά για να προστατεύσει τα δικαιώματα των δημοσιογράφων, των ακαδημαϊκών και των πληροφοριοδοτών, αλλά μετά από ενδελεχή κοινοβουλευτική αναθεώρηση, το νομοσχέδιο τροποποιήθηκε εκτενώς για να ικανοποιήσει τους επικριτές του, προτού ψηφιστεί σε νόμο τον Ιούνιο.

Ορισμένα παραδείγματα, βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα, δίνουν μια ιδέα για τα είδη δραστηριοτήτων που πιθανώς θα γίνουν ποινικά αδικήματα στο πλαίσιο της νέας νομοθεσίας και θα υπόκεινται σε βαρείς όρους φυλάκισης. Ένας πλούσιος δωρητής με εμφανείς δεσμούς με υπηρεσίες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος απειλεί κατ’ ιδίαν να αποσύρει μια υπεσχημένη μεγάλη δωρεά σε ένα πολιτικό κόμμα, εκτός εάν [το κόμμα] αλλάξει την πολιτική του σχετικά με την Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Ένας οργανισμός που ενεργεί κατ’ εντολή ενός κινεζικού προξενείου, κινητοποιεί τα μέλη του για να διαταράξει μια νόμιμη διαδήλωση από υποστηρικτές της αυτονομίας του Θιβέτ και να εκφοβίσει τους συμμετέχοντες. Στη μέση μιας προεκλογικής εκστρατείας, ένα πρόσωπο ευθυγραμμισμένο με μια ομάδα του Ενιαίου Μετώπου και σε διαβούλευση με ένα κινεζικό προξενείο, κυκλοφορεί μια επιστολή εντός της εθνοτικά κινεζικής κοινότητας καταγγέλλοντας έναν υποψήφιο ή κόμμα ως «αντι-κινεζικό» και προτρέποντας την κοινότητα να ψηφίσει για τον αντίπαλό του.

Ο νέος νόμος δίνει έναν ευρύ ορισμό της ξένης παρέμβασης, αλλά δεν θα καλύψει τα πάντα. Μια σειρά ξένων παρεμβολών ή επιχειρήσεων επιρροής που είναι εχθρικές προς τα εθνικά συμφέροντα της Αυστραλίας θα του διαφύγουν. Ένας πλούσιος άνθρωπος με στενούς αλλά μυστικούς δεσμούς με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα μπορούσε ακόμα να χρηματοδοτήσει την δημιουργία ενός think tank σε ένα αυστραλιανό πανεπιστήμιο και να επιλέξει τον διευθυντή του χωρίς να παραβιάσει τον νόμο. Αυτό θα συνέβαινε ακόμη και αν οι ιδρυτικές αρχές, οι προσδοκίες και η δομή του think tank είναι όλα ευνοϊκά για το Πεκίνο.

Σε ένα άλλο σενάριο, φανταστείτε ότι ένας πρώην πρωθυπουργός έχει προσκληθεί [να συμμετάσχει] στο διοικητικό συμβούλιο ενός σημαντικού θεσμού στην Κίνα. Σύντομα αρχίζει να βλέπει τον κόσμο μέσα από "κινεζικά" μάτια. Όντας κορυφαίος διαμορφωτής γνώμης εγχωρίως, υποστηρίζει την υπόθεση του Πεκίνου με συνέπεια, συχνά αναπαράγοντας σημεία προπαγάνδας από επίσημα κρατικά μέσα ενημέρωσης. Παρόλο που δεν θα εμπίπτει στο νόμο περί παρεμβολών, μπορεί να υποχρεωθεί να εγγραφεί στο νέο σύστημα διαφάνειας.

Ή μια πλούσια επιχειρηματίας με στενούς δεσμούς με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα που αγοράζει κινεζόφωνες εφημερίδες και αλλάζει τον εκδοτικό προσανατολισμό τους για να προωθεί κινεζικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έρχονται σε σύγκρουση με την επίσημη θέση της Αυστραλίας. Η εφημερίδα κινητοποιεί πατριωτικούς Κινέζους φοιτητές ώστε να αναφέρουν τους καθηγητές τους και ενθαρρύνει τους αναγνώστες της να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις υπέρ του Πεκίνου. Και εδώ, η επιχειρηματίας δεν θα είχε κάνει τίποτα παράνομο.

Τέλος, φανταστείτε ότι ένας αξιωματούχος από ένα κινεζικό προξενείο διαμαρτύρεται σε ένα πανεπιστήμιο για μια λέκτορα η οποία αναφέρθηκε στην Ταϊβάν ως ανεξάρτητη χώρα. Εάν το πανεπιστήμιο υπενθύμιζε στην λέκτορα ότι παρότι είναι ελεύθερη να λέει ό,τι της αρέσει στην τάξη, θα πρέπει να θυμάται ότι το πανεπιστήμιο απέκτησε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από Κινέζους φοιτητές, [η λέκτορας] δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα στο πλαίσιο του νέου νόμου.

Αν και αυτές οι περιπτώσεις δεν περιλαμβάνουν παρανομία, υπάρχουν πράγματα που μπορεί να κάνει η αυστραλιανή κυβέρνηση. Μπορεί να εκδώσει μια αυστηρή προειδοποίηση προς τα πανεπιστήμια. Μπορεί να καλέσει τον Κινέζο πρεσβευτή για να επαναλάβει ότι η παρέμβαση στις εγχώριες υποθέσεις της Αυστραλίας δεν θα γίνει ανεκτή. Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, η εκτεταμένη προσοχή των μέσων ενημέρωσης στην κινεζική παρέμβαση και επιρροή έχει καταστήσει τους Αυστραλούς πολύ πιο ενήμερους για τις συγκεκαλυμμένες δραστηριότητες της Κίνας και είναι πιο έτοιμοι να τις αντιμετωπίσουν.

ΤΙ ΕΠΕΤΑΙ;

Κάποιες από τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ της Αυστραλίας, ακόμα και μερικοί από τους μελετητές της Κίνας, παραμένουν τυφλοί σε σχέση με τους κινδύνους, παρά το βουνό των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των προειδοποιήσεων του επικεφαλής της ASIO, Duncan Lewis, ότι οι ξένες παρεμβάσεις και η κατασκοπεία είναι "εκτεταμένες, ασίγαστες και αυξανόμενα εξελιγμένες". Κάθε μεγάλη αποκάλυψη κάνει εκείνους [4] που, σύμφωνα με τα λόγια μιας ανοικτής επιστολής από αρκετούς μελετητές της Κίνας," δεν βλέπουν κανένα στοιχείο" για κινεζικές παρεμβάσεις, πιο απομακρυσμένους από την αλήθεια και περιθωριοποιημένους από την συζήτηση.

Η αυστραλιανή κυβέρνηση έχει κάνει λίγα πράγματα για να εξηγήσει στο κοινό γιατί είναι απαραίτητοι αυτοί οι νόμοι. Παρόλα αυτά, οι παρεμβατικές δραστηριότητες του Πεκίνου έλαβαν έντονη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης, γεγονός που εξηγεί γιατί το αντιπολιτευτικό Εργατικό Κόμμα αποφάσισε να μην αντιταχθεί [στους νόμους], παρόλο που ισχυρά στοιχεία εντός του κόμματος έχουν πέσει υπό την επιρροή του Πεκίνου.

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και την άνοδο της ισλαμικής τρομοκρατίας, η ASIO κατηύθυνε τις αντικατασκοπικές της ικανότητες υπέρ της αντιτρομοκρατίας. Αλλά αυτή η κίνηση επέτρεψε σε νέες μορφές υπονόμευσης να ευδοκιμήσουν ανεξέλεγκτα. Ο οργανισμός μετατοπίζει τώρα τις προτεραιότητές του στην αντιμετώπιση της ξένης υπονόμευσης.

Οι νέοι νόμοι δεν είναι αναδρομικοί. Εντούτοις, οι υπηρεσίες πληροφοριών και επιβολής του νόμου φέρονται να επιταχύνουν στην επιδίωξή τους να διώξουν ποινικά εκείνους που υποπτεύονται ότι παραβιάζουν σήμερα τους νέους κανόνες. Οι πρώτες υποθέσεις θα είναι κρίσιμες, τόσο για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο οι δικαστές θα ερμηνεύουν τη νέα νομοθεσία όσο και για να επιτραπεί στο κοινό να αποκτήσει γνώση για τις εσωτερικές λειτουργίες του σύγχρονου κόσμου των ξένων παρεμβολών.

Οι επιτυχείς ποινικές διώξεις θα χρησιμεύσουν επίσης ως ισχυρός αποτρεπτικός παράγοντας, καθιστώντας πιο δύσκολο για κάθε χώρα να επηρεάσει τις κυβερνητικές διαδικασίες ή την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων στην Αυστραλία.

Επιπλέον, το νέο σύστημα διαφάνειας πρόκειται, για πρώτη φορά, να εξασφαλίσει ότι το αυστραλέζικο κοινό έχει μεγαλύτερη γνώση των δραστηριοτήτων εκείνων που προσπαθούν να επηρεάσουν την εγχώρια πολιτική και να επιχειρηματολογήσουν εξ ονόματος μιας ξένης δύναμης.

Άλλες χώρες σημειώνουν [αυτά που γίνονται στην Αυστραλία]. Η Αυστραλία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας στρατηγικής παρεμβολών της Κίνας, αλλά ο κατάλογος των στόχων του Πεκίνου είναι μακρύς. Οι ξένες κυβερνήσεις εξετάζουν λεπτομερώς τις κινήσεις της Αυστραλίας με σκοπό να τις μιμηθούν εάν αποδειχθούν αποτελεσματικές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, λίγοι προσεκτικοί παρατηρητές αναγνωρίζουν (τουλάχιστον κατ΄ιδίαν) ότι, όσο ανησυχητική κι αν είναι η ανάμιξη της Ρωσίας στην αμερικανική πολιτική, το παιχνίδι του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, μπορεί να αποδειχθεί ένας περισπασμός από την πιο μακροχρόνια υπονόμευση που επιτελείται από τον πραγματικό αντίπαλο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στα αγγλικά:

Σύνδεσμοι:

Clive Hamilton
Ο CLIVE HAMILTON είναι καθηγητής Δημόσιας Δεοντολογίας στο Πανεπιστήμιο Charles Sturt στην Καμπέρα και ο συγγραφέας του Silent Invasion: China’s Influence in Australia.

27/07/2018

 Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Wang Yi, και ο Ιρανός ομόλογός του, Mohammad Javad Zarif, στο Πεκίνο, τον Μάιο του 2018. THOMAS PETER / REUTERS

 2. 

  Η Κίνα θα υπονομεύσει την στρατηγική του Τραμπ για το Ιράν;  

   Η Τεχεράνη αντισταθμίζει την διεθνή απομόνωση.  

Περίληψη:  Σήμερα, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες πιέζουν άλλες χώρες και επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν την ιρανική αγορά και να σταματήσουν να εισάγουν ιρανικό πετρέλαιο, η Τεχεράνη ελπίζει ότι το Πεκίνο θα την προστατεύσει από μεγαλύτερες οικονομικές ζημίες. Προς το παρόν, η Κίνα αξιολογεί τις επιλογές της. 

Τον Μάιο, ο πρόεδρος Donald Trump ανακοίνωσε ότι απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν [2]. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, περιέγραψε [3] την επιθετική νέα πολιτική της διοίκησης σχετικά με το Ιράν, η οποία σχεδιάστηκε για να αποτρέψει την έξοδο της χώρας από την απομόνωση. Αυτή η στρατηγική, όπως πιστεύει η διοίκηση Trump, θα αναγκάσει το Ιράν να επιστρέψει στο τραπέζι [των διαπραγματεύσεων] και να συνάψει μια “ευρύτερη και καλύτερη” συμφωνία που θα αντιμετωπίζει τις ανησυχίες του προέδρου για την υπάρχουσα συμφωνία. Για την Τεχεράνη, η πλήρης οικονομική ανάκαμψη και οι ανανεωμένοι δεσμοί με τις Δυτικές χώρες φαίνονται τώρα να μην έχουν πιθανότητες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα σχέδια της κυβέρνησης Trump θα πετύχουν.

Στο μεγαλύτερο μέρος των δύο δεκαετιών, η ηγεσία του Ιράν αντιμετώπισε την διεθνή απομόνωση αναπτύσσοντας βαθύτερους δεσμούς με την Κίνα και την Ρωσία. Σήμερα, καθώς η Ουάσινγκτον επιδιώκει και πάλι να σφίξει τα λουριά, η Τεχεράνη βλέπει την σχέση της με το Πεκίνο ως βασικό στοιχείο για να παραμείνει στην επιφάνεια. Η Κίνα ανακοίνωσε ότι πιθανότατα θα συνεχίσει να εισάγει πετρέλαιο [4] από το Ιράν, ακόμη και μετά από τις κινήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών για να μειώσουν τις πωλήσεις ιρανικού πετρελαίου στο μηδέν μέχρι τον Νοέμβριο. Και η εμπλοκή των Κινέζων με το Ιράν θα μπορούσε να ανοίξει το έδαφος για άλλους να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα, γεγονός που θα υπονόμευε τη νέα εκστρατεία πίεσης των ΗΠΑ.

ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΣΧΕΣΗ

Οι Κινέζοι αξιωματούχοι χαρακτηρίζουν συχνά την σχέση τους με το Ιράν ως "20 αιώνες συνεργασίας", αλλά η σύγχρονη συνεργασία των δύο χωρών ξεκίνησε στις τελευταίες ημέρες της μοναρχικής διακυβέρνησης στο Ιράν. Τον Αύγουστο του 1978, ο πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), Hua Guofeng, ταξίδεψε στο Ιράν -η πρώτη φορά που ένας Κινέζος κομμουνιστής ηγέτης επισκέφθηκε μια μη κομμουνιστική χώρα. Παρόλο που η ισλαμική επανάσταση ανέτρεψε τον σάχη Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί μόλις λίγους μήνες αργότερα, ο Χούα δημιούργησε μια βάση συνεργασίας που θα διαρκούσε περισσότερο από τον σάχη. Μετά την επανάσταση, ο Χούα γρήγορα αποζημίωσε το νέο καθεστώς ζητώντας συγνώμη για την προηγούμενη επίσκεψή του και εκφράζοντας την επιθυμία του για μεγαλύτερους δεσμούς με την Ισλαμική Δημοκρατία. Μετά την κρίση των ομήρων του Ιράν και την επακόλουθη διεθνή απομόνωση της χώρας, η Κίνα έγινε ζωτικός εταίρος. Κατά την διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, ο οποίος διήρκεσε από το 1980 έως το 1988, η Κίνα ήταν βασικός προμηθευτής όπλων των Ιρανών. Και στις δεκαετίες που ακολούθησαν, σιγά-σιγά αλλά σταθερά καθιερώθηκε ως σημαντικός παράγοντας στην οικονομία του Ιράν, στις εμπορικές σχέσεις, στην εξωτερική πολιτική και στις στρατιωτικές υποθέσεις.

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους άρχισαν να επιβάλλουν κυρώσεις σε μια προσπάθεια να περιορίσουν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το Πεκίνο υπονόμευσε τις προσπάθειες των ΗΠΑ παρέχοντας στην ταλαιπωρούμενη χώρα οικονομική βοήθεια,ένα ανοιχτό κανάλι με το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, και στρατιωτική υποστήριξη. Αυτή η σχέση ήταν αμοιβαία επωφελής. Η Κίνα είδε το Ιράν ως κύρια πηγή ενέργειας και σημαντική αγορά. Η θέση του Ιράν στο σταυροδρόμι της Μέσης Ανατολής, της Νότιας και Κεντρικής Ασίας και της Ευρώπης, καθώς και η πρόσβασή του στον Περσικό Κόλπο και στα Στενό του Ορμούζ, το κατέστησαν σημαντικό στο όραμα της Κίνας για την ενσωμάτωση αυτών των βασικών περιφερειών μέσω έργων υποδομής και μεταφοράς που είναι σχεδιασμένα να επεκτείνουν την κινεζική πολιτική και οικονομική επιρροή.

Αν και η Κίνα υποστήριξε τις κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών κατά του Ιράν το 2010, συνέχισε να εμπλέκεται με την Ισλαμική Δημοκρατία και, με τον τρόπο αυτό, κεφαλαιοποίησε την απομόνωση της μεσανατολικής χώρας. Καθώς άλλοι διεθνείς προμηθευτές και εταιρείες αποσύρονταν, κινεζικά αγαθά και υπηρεσίες πλημμύρισαν την αγορά του Ιράν. Οι Ιρανοί εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την συνεχιζόμενη συνεργασία της Κίνας σε μια εποχή που κανένα άλλο έθνος (εκτός από την Ρωσία) δεν ήταν πρόθυμο να εμπλακεί. Η διμερής σχέση ενισχύθηκε περαιτέρω με την ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας One Belt, One Road [5], στην οποία το Ιράν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Παρόλα αυτά, οι δεσμοί αυτοί σταματούσαν πολύ πριν από το να μπορούν να θεωρηθούν ως μια στρατηγική συμμαχία. Αμφότερα τα κράτη θέλησαν να επιδιώξουν τα δικά τους συμφέροντα χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τους δεσμούς τους με άλλους σχετικούς παίκτες. Ειδικότερα, η Κίνα δεν επιθυμούσε η στήριξή της στο Ιράν να βλάψει την σχέση της με τις Δυτικές δυνάμεις.

Παρόλο που οι δύο χώρες διατήρησαν μια πραγματιστική συνεργασία, με την πάροδο του χρόνου η σχέση άρχισε να χαλάει. Μέχρι την στιγμή που οι πυρηνικές συνομιλίες ξανάρχισαν το 2012, οι Ιρανοί καταναλωτές είχαν φτάσει να βλέπουν τα κινεζικά προϊόντα ως δεύτερης ποιότητας και η πολιτική ελίτ έκρινε ότι το Πεκίνο ήταν αναξιόπιστο. Κατά την περίοδο των διεθνών κυρώσεων, το Ιράν αγωνίστηκε [6] για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού του και συχνά δεν είχε άλλη επιλογή παρά να στραφεί στην Κίνα, η οποία δεν αντιμετώπιζε ανταγωνισμό στην ιρανική αγορά. Ως αποτέλεσμα, το Ιράν πλημμύρισε με κινεζικά προϊόντα χαμηλής ποιότητας. Αλλά η ποιότητα των προϊόντων δεν ήταν το μόνο ιρανικό παράπονο για την Κίνα. Η εμπλοκή της Κίνας στο Ιράν δεν δημιούργησε θέσεις εργασίας. Αντίθετα, οι Ιρανοί παρακολουθούσαν καθώς οι Κινέζοι εργάτες τούς αντικατέστησαν σε διάφορα έργα που είχαν ανατεθεί στην Κίνα, ακόμα και όταν τα ποσοστά ανεργίας συνέχισαν να ανεβαίνουν στο Ιράν. Οι Ιρανοί ήταν επίσης απογοητευμένοι με τους όρους και τον ρυθμό των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, διαμαρτυρήθηκαν για την βραδεία πρόοδο στην κατασκευή του μετρό της Τεχεράνης και ακύρωσαν μια σύμβαση με την εθνική πετρελαϊκή εταιρεία της Κίνας το 2014 λόγω επαναλαμβανόμενων καθυστερήσεων. Οι πυρηνικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες άρχισαν το 2012, προσέφεραν στο Ιράν μια ακαταμάχητη ευκαιρία διαφοροποίησης των προμηθευτών του και αποκατάστασης των εμπορικών και των πολιτικών δεσμών με άλλες χώρες, ιδίως με εκείνες της Ευρώπης.

Το ιρανικό κοινό και η ηγεσία επιθυμούσαν ομοίως να ανοίξουν την χώρα τους στην Δύση. Ωστόσο, πολλοί Ιρανοί ζήτησαν προσοχή και έκαναν έκκληση στην κυβέρνηση να διατηρήσει καλούς δεσμούς με την Κίνα σε περίπτωση που τα πράγματα δεν λειτουργήσουν. Τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειξαν ότι είχαν δίκιο. Η εκλογή του Τραμπ κατέστησε σαφές στο Ιράν ότι δεν θα μπορούσε να απομακρυνθεί από την Κίνα. Ο Trump είχε κάνει γνωστή την περιφρόνησή του προς την πυρηνική συμφωνία καθ’ όλη την προεκλογική εκστρατεία. Και μετά από αρκετούς μήνες θερμής ρητορικής και μπρος-πίσω μέσα στην διοίκηση, έβαλε την συμφωνία στην εντατική ανακοινώνοντας την απόσυρση των ΗΠΑ.

Ο ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ

Σήμερα, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες πιέζουν άλλες χώρες και επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν την ιρανική αγορά και να σταματήσουν να εισάγουν ιρανικό πετρέλαιο, η Τεχεράνη ελπίζει ότι το Πεκίνο θα την προστατεύσει από μεγαλύτερες οικονομικές ζημίες. Προς το παρόν, η Κίνα αξιολογεί τις επιλογές της. Αφενός, οι κινεζικές επιχειρήσεις δεν θέλουν να βρεθούν σε εμφανή μη συμμόρφωση με τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Έχουν γίνει όλο και πιο παγκόσμιες, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πιο ευάλωτες στις πιέσεις των ΗΠΑ από ό, τι στο παρελθόν. Και η Ουάσιγκτον δεν έχει διστάσει να διερευνήσει και να επιβάλει κυρώσεις σε κινεζικές εταιρείες όπως οι γίγαντες των τηλεπικοινωνιών Huawei και ZTE για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα με την Τεχεράνη. Ωστόσο, το Ιράν έχει λόγο [7] να παραμείνει αισιόδοξο. Σημαντικές κινεζικές εταιρείες εξακολουθούν να συμμετέχουν ενεργά στο Ιράν και πολλές από αυτές είναι έτοιμες να αναλάβουν καθώς οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αποσύρονται. Για παράδειγμα, η Κίνα εξακολουθεί να επενδύει σε μεγάλο βαθμό στους ιρανικούς τομείς των σιδηροδρόμων και της ενέργειας. Τον Ιούλιο του 2017, η Κίνα συμφώνησε να επενδύσει [8] 1,5 δισ. δολάρια για την ηλεκτροδότηση του σιδηροδρόμου Τεχεράνης-Μασχάντ. Η Κίνα είναι πιο ευέλικτη στις διαδικασίες πληρωμής, έχοντας χρησιμοποιήσει την ανταλλαγή προϊόντων στο παρελθόν, και οι προσπάθειές της εξαρτώνται λιγότερο από το αμερικανικό δολάριο καθώς χρησιμοποιεί το εθνικό της νόμισμα για να πληρώνει για τις εισαγωγές πετρελαίου αποσκοπώντας στην δημιουργία ενός φράγματος έναντι της οικονομικής πίεσης των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομικοί δεσμοί και το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Ιράν πιθανότατα θα συνεχίσουν, ακόμα και όταν η διοίκηση Trump επιβάλλει νέες κυρώσεις.

Η Κίνα θα διαδραματίσει επίσης σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση της συνέχισης της εφαρμογής των πυρηνικών διατάξεων της συμφωνίας. Με την Ουάσινγκτον έξω από την εξίσωση, το Πεκίνο βρίσκεται τώρα στην θέση του οδηγού για τον επανασχεδιασμό μιας βασικής πυρηνικής εγκατάστασης, του αντιδραστήρα βαρέος ύδατος του Arak. Είναι επίσης έτοιμο να ολοκληρώσει δύο πυρηνικούς αντιδραστήρες στο Ιράν τα επόμενα χρόνια. Αυτό κάνει το Πεκίνο έναν ακόμη μεγαλύτερο παίκτη στον πυρηνικό τομέα του Ιράν, ο οποίος κυριαρχείτο εδώ και πολύ καιρό από τη Μόσχα. Από τη μια πλευρά, η αυξημένη ξένη εμπλοκή στον πυρηνικό τομέα του Ιράν είναι θετική, καθώς θα συμβάλει στον έλεγχο των πυρηνικών δραστηριοτήτων του Ιράν. Από την άλλη πλευρά, με την Κίνα να εμπλέκεται σοβαρά σε μια ακόμη ιρανική βιομηχανία, θα είναι ακόμη πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να απομονώσουν αποτελεσματικά την χώρα.

Η Κίνα έχει ήδη μεγάλη επιρροή στο Ιράν και αυτή μόνο θα αυξηθεί καθώς η πυρηνική συμφωνία συνεχίζει να παραπαίει. Αυτή την στιγμή, οι Ευρωπαίοι διαπραγματεύονται μεταξύ τους για να αναπτύξουν μια δέσμη κινήτρων που θα ενθαρρύνουν το Ιράν να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τους όρους της συμφωνίας. Αλλά η Ευρώπη έχει περιορισμένη ικανότητα να ανθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ στερούνται τελικά την πολιτική βούληση να υπονομεύσουν τις προσπάθειες της Ουάσινγκτον να απομονώσει το Ιράν, καθώς πρέπει να εξισορροπήσουν το συμφέρον τους για την διατήρηση της συμφωνίας με άλλες προτεραιότητες που απαιτούν την συνεργασία των ΗΠΑ. Ακόμη κι όταν επιδιώκει συνομιλίες με τους Ευρωπαίους, η Τεχεράνη υπολογίζει στο Πεκίνο για να λειτουργήσει ως φράγμα κατά της απομόνωσης που επιβάλλεται από τις ΗΠΑ. Η προθυμία της Κίνας να συνεχίσει τις συναλλαγές της με το Ιράν θα εμποδίσει τις προσπάθειες των ΗΠΑ να απομονώσουν την χώρα και θα καταστήσει τις κυρώσεις λιγότερο αποτελεσματικές από ό, τι στο παρελθόν. Επιπλέον, επειδή ο Trump επαναλαμβάνει μονομερώς τις κυρώσεις παρόλο που το Ιράν δεν έχει παραβιάσει την συμφωνία, άλλες χώρες δεν συμμετέχουν στην εκστρατεία πίεσης των ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, έχουν αρχίσει να αναζητούν σοβαρά τρόπους ανοσοποίησης των επιχειρήσεων τους από τις μονομερείς κυρώσεις των ΗΠΑ. Μακροπρόθεσμα, αυτό θα μειώσει σημαντικά τις προσπάθειες των ΗΠΑ για την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας.

Στα αγγλικά:

Σύνδεσμοι:




Dina Esfandiary και Ariane M. Tabatabai

Η DINA ESFANDIARY είναι συνεργάτις του Κέντρου Επιστημών και Ασφάλειας στο Τμήμα Μελετών Πολέμου στο King's College του Λονδίνου και πρόσθετη συνεργάτις του Προγράμματος Μέσης Ανατολής στο Center for Strategic and International Studies.Η ARIANE M. TABATABAI είναι διευθύντρια του Προγράμματος Σπουδών και επισκέπτρια επίκουρη καθηγήτρια στην Σχολή Εξωτερικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Georgetown και βοηθός ανώτερη συνεργάτις στο Center for a New American Security. Είναι οι συγγραφείς του βιβλίου με τίτλο Triple Axis: Iran’s Relations with Russia and China. [1]
23/7/2018



Η πρόεδρος της Ταϊβάν, Tsai Ing-wen, σε μια στρατιωτική άσκηση στην Penghu, στην Taiwan, τον Μάιο του 2017 . TYRONE SIU / REUTERS

  3. 

  Μια θύελλα ετοιμάζεται στα Στενά της Ταϊβάν; 

  Οι εντάσεις αυξάνονται μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι.  

Περίληψη:  Το Πεκίνο επιδιώκει να πείσει τον λαό της Ταϊβάν ότι η συνεχιζόμενη ύπαρξη του νησιού ως de facto ανεξάρτητο κράτος είναι μια χαμένη υπόθεση, και ότι δεν διαθέτουν ούτε τα μέσα ούτε και τους συμμάχους που θα ήταν απαραίτητα για να αντισταθούν στην ενοποίηση.

Στις 24 Ιουνίου, στην πρώτη συνέντευξή της στα Δυτικά μέσα ενημέρωσης για πάνω από ένα χρόνο, η πρόεδρος της Ταϊβάν, Tsai Ing-wen, κάλεσε την διεθνή κοινότητα να “δουλέψουμε μαζί για να επαναβεβαιώσουμε τις αξίες μας για την δημοκρατία και την ελευθερία προκειμένου να περιορίσουμε την Κίνα και να ελαχιστοποιήσουμε την επέκταση της ηγεμονικής της επιρροής”. Αυτά είναι εξαιρετικά δυνατά λόγια για μια πρόεδρο της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν) -ακόμη και για την Tsai, ένα μέλος του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (Democratic Progressive Party, DPP).

Από τότε που εκλέχτηκε η Tsai [1] το 2016, παρέμεινε αφοσιωμένη στο status quo στις σχέσεις έναντι των στενών, παρά αυτό που αποκάλεσε στην συνέντευξη της "τεράστια πίεση" από το Πεκίνο. Αυτό σημαίνει να διατηρηθεί η de facto παρά η de jure ανεξαρτησία της Ταϊβάν, η διεξαγωγή διασυνοριακών υποθέσεων σύμφωνα με το σύνταγμα της ROC (Republic of China, της Δημοκρατίας της Κίνας όπως είναι το επίσημο όνομα της Ταϊβάν) και την ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και ο σεβασμός των συμφωνιών που είχαν προηγουμένως διαπραγματευτεί εκατέρωθεν των στενών.

Το Πεκίνο, από την άλλη πλευρά, έχει εντατικοποιήσει τις προσπάθειές του για την ενοποίηση της Ταϊβάν και της ηπειρωτικής Κίνας με βάση το αξίωμα του Πεκίνου περί "μιας Κίνας". Σε απάντηση στις εκλογές του 2016 στην Ταϊβάν -στην οποία το DPP απέκτησε για πρώτη φορά ταυτόχρονα έλεγχο του εκτελεστικού και νομοθετικού κλάδου- ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping [2] αμέσως ξεκίνησε μια εκστρατεία πίεσης στο νησί, αρχίζοντας ακόμη και ενώ η σχετικά φιλική κυβέρνηση του Ma Ying-jeou ήταν ακόμα στην εξουσία. Στην διάρκεια των 35 μηνών από τη νίκη της Tsai, το Πεκίνο διέκοψε τις επίσημες επικοινωνίες στα στενά, έκλεψε διπλωματικούς συμμάχους της Ταϊπέι, χρησιμοποίησε οικονομική μόχλευση για να τιμωρήσει την Ταϊβάν, εξασφάλισε τον αποκλεισμό της Ταϊβάν από διεθνή φόρουμ και αύξησε τον ρυθμό και το πεδίο των στρατιωτικών ασκήσεων στα ύδατα γύρω από το νησί. Ο Xi δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι θα χαλαρώσει οποτεδήποτε σύντομα.

Ωστόσο, η εκστρατεία πίεσης του Xi δεν πρέπει να διαβάζεται απλώς ως ένδειξη δυσαρέσκειας προς την τρέχουσα κυβέρνηση του DPP. Παρόλο που το DPP έχει στο παρελθόν εξετάσει να κινηθεί προς την επίσημη ανεξαρτησία, μέχρι στιγμής η κυβέρνηση δεν έχει απειλήσει ανοιχτά την διασυνοριακή σχέση. Αντίθετα, απέφυγε να μιλήσει για την ανεξαρτησία και μάλιστα πρόσφερε τον περιστασιακό κλάδο ελαίας στο Πεκίνο. Οι πραγματικοί λόγοι για την ανησυχία του Xi είναι βαθύτεροι από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή κόμμα. Η υποστήριξη υπέρ της ενοποίησης μειώνεται ραγδαία στον πληθυσμό της Ταϊβάν την ίδια στιγμή που ο Xi κάνει την ενοποίηση μια πιο σημαντική συνιστώσα του οράματός του για το μέλλον της Κίνας -το λεγόμενο China Dream. Οι πρόσφατες προκαταρκτικές παρατηρήσεις της Tsai υποδηλώνουν ότι βλέπει αυτό που πολλοί στην Δύση δεν αναγνωρίζουν: Η σχέση μεταξύ Ταϊπέι και Πεκίνου γίνεται ασυγκράτητη, και το πρόβλημα υποβόσκει στα Στενά της Ταϊβάν.

Η ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ ΓΕΝΝΑ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ

Τα σχεδόν 70 χρόνια από την αρχική διάσπαση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων χαρακτηρίστηκαν από διαφορετικούς βαθμούς εχθρότητας. Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, η προσέγγιση του Πεκίνου για την ώθηση της Ταϊβάν προς την ενοποίηση δεν ήταν πάντα τόσο επιθετική όσο είναι σήμερα. Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Ma Ying-jeou, από το 2009 έως το 2016, η στρατηγική της Κίνας ήταν να αυξήσει την οικονομική εξάρτηση της Ταϊβάν από την ηπειρωτική χώρα, συνεπώς, κατά το σκεπτικό της, καθιστώντας την ενοποίηση αναπόφευκτη. Αλλά προς απογοήτευση του Hu Jintao, του προέδρου της Κίνας από το 2003 έως το 2013, και τώρα του Xi, ο λαός της Ταϊβάν το μελετούσε περισσότερο όταν έφτασε να καθορίσει την φύση της σχέσης του με την Κίνα.

Το κύριο επίτευγμα της εκατέρωθεν των στενών προσέγγισης στην περίοδο [της προεδρίας] του Μα ήταν η συμφωνία-πλαίσιο οικονομικής συνεργασίας (ECFA), ουσιαστικά μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών των χωρών εκατέρωθεν των στενών. Η ECFA δεν είχε τις θετικές οικονομικές επιπτώσεις που πολλοί οικονομολόγοι περίμεναν, αλλά ακόμη και μια άκρως επιτυχημένη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου δεν θα είχε αναγκαστικά αυξήσει την υποστήριξη της Ταϊβάν προς την ενοποίηση. Πολλοί Ταϊβανέζοι εκείνη την εποχή, ειδικά οι νεότεροι, ανησυχούσαν για την σύσφιγξη των διασυνοριακών δεσμών. Για αυτούς, το Πεκίνο ήταν ανέκαθεν ουσιαστικά μια ξένη δύναμη με κακόβουλα σχέδια για το νησί και αμφέβαλλαν για το αν η προσέγγιση ήταν προς το συμφέρον τους. Κατά την διάρκεια της δεύτερης θητείας του Μα, το 2014, φοιτητές και ομάδες της κοινωνίας των πολιτών κατέλαβαν την βουλή (Yuan) για να σταματήσουν την ψήφιση της εμπορικής συμφωνίας Cross-Strait ServiceTrade Agreemen, μια συνθήκη που αποσκοπούσε στην ελευθέρωση του εμπορίου των υπηρεσιών μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας και του νησιού. Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους της Ταϊπέι για να υποστηρίξουν τις απαιτήσεις των καταληψιών. Αργότερα εκείνο το έτος, το DPP κατέγραψε σημαντικά εκλογικά κέρδη στις τοπικές εκλογές και το 2016 πέτυχε ενοποιημένο έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης.

Η επιτυχία του -με νοοτροπία ανεξαρτησίας- DPP, συνέβη στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης τάσης που θα πρέπει να είναι ανησυχητική για το Πεκίνο, αλλά που αποδείχθηκε ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξει: Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, το ποσοστό του πληθυσμού στην Ταϊβάν που αυτοπροσδιορίζονται ως Κινέζοι έχει μειωθεί σημαντικά καθώς εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονται ως Ταϊβανέζοι αυξάνονται. Το 1992, το 46,4% των ερωτηθέντων από το Κέντρο Μελετών Εκλογών του Εθνικού Πανεπιστημίου Chengchi ανέφεραν ότι αυτοπροσδιορίζονται τόσο ως "Ταϊβανέζοι όσο και Κινέζοι". Το 25,5% αυτοπροσδιορίστηκε ως Κινέζοι˙ και το 17,6% ταυτοποιήθηκε ως Ταϊβανέζοι. Τον Δεκέμβριο του 2017, ο διπλός αυτοπροσδιορισμός είχε πέσει στο 37,3% και η κινεζική ταυτότητα στο 3,8%. Ο ταϊβανέζικος αυτοπροσδιορισμός, από την άλλη πλευρά, είχε ανέλθει στο 55,3% των ερωτηθέντων.

Είναι ενδιαφέρον ότι το ποσοστό των ερωτηθέντων που αυτοπροσδιορίζονται ως αποκλειστικά Ταϊβανέζοι κορυφώθηκε στο 60,6% το 2014, κατά την διάρκεια της δεύτερης θητείας του Ma, ενώ η Ταϊπέι και το Πεκίνο είχαν μια στενότερη σχέση από το σύνηθες. Κατά την ίδια περίοδο, ενισχύθηκε η υποστήριξη για ενδεχόμενη ανεξαρτησία, όπως και η στήριξη για την διατήρηση του status quo επ 'αόριστον. Η υποστήριξη για την ενδεχόμενη ενοποίηση και για την ενοποίηση βραχυπρόθεσμα έχουν μειωθεί από τότε που η έρευνα που διεξήχθη για πρώτη φορά το 1994. Για να τεθεί απλά, η απόσταση δεν έκανε την καρδιά των Ταϊβανέζων πιο τρυφερή [προς την Κίνα], αλλά προφανώς η οικειότητα όντως τροφοδότησε την περιφρόνηση.

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΑΪΒΑΝ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ

Όλα αυτά προκαλούν πρόβλημα για τον στόχο της ενοποίησης της Κίνας. Στην πραγματικότητα, από τις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές της Ταϊβάν το 1996, η Κίνα απέτυχε να σημειώσει πρόοδο προς αυτόν τον στόχο. Τα τελευταία 20 χρόνια οι σχέσεις εκατέρωθεν των στενών, μαζί με τη μείωση της υποστήριξης για την ενοποίηση στην Ταϊβάν, υποδηλώνουν ότι σε αυτό το σημείο η μη καταναγκαστική ενοποίηση απλώς δεν περιλαμβάνεται στις πιθανότητες.

Αλλά αντί να αποδεχτεί αυτή την πραγματικότητα και να προσπαθήσει να μετατοπίσει το επίκεντρο [του ενδιαφέροντος] μακριά από το νησί, ο Xi έκανε την ενοποίηση σημαντικό στοιχείο του ονείρου της Κίνας. Άρχισε να μιλάει για την "μεγάλη ανανέωση του κινεζικού έθνους" -που γι’ αυτόν απαιτεί επίσημη ενοποίηση με την Ταϊβάν- κατά την διάρκεια μιας ομιλίας που έδωσε το 2012 ως γενικός γραμματέας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Φυσικά, ίσως ακόμα πιο σημαντικό για το Κινεζικό Όνειρο από την εδαφική επέκταση είναι το να είναι εγγυημένη η οικονομική ευημερία των Κινέζων πολιτών. Το περασμένο φθινόπωρο, στο 19ο Συνέδριο του Κόμματος, ο Xi διαβεβαίωσε [3] ότι από το μέσο του αιώνα το ΚΚΚ θα "αναπτύξει την Κίνα σε μια μεγάλη σύγχρονη σοσιαλιστική χώρα που θα είναι ευημερούσα, ισχυρή, δημοκρατική, πολιτιστικά προηγμένη, αρμονική και όμορφη". Αλλά όπως ισχυρίστηκαν οι πολιτικοί επιστήμονες Derek Scissors και ο Dan Blumenthal [4], η κινεζική οικονομία ίσως να εισέρχεται σε περίοδο στασιμότητας. “Απούσης μιας ισχυρής μεταρρύθμισης υπέρ της αγοράς, η οποία δεν φαίνεται τώρα πουθενά”, δηλώνουν, «η πραγματική οικονομική ανάπτυξη θα σταματήσει μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, ανεξάρτητα από το τι ισχυρίζεται η κυβέρνηση».

Εάν ο Xi αποδειχθεί ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του για οικονομική ευημερία για όλους τους Κινέζους, όπως ίσως πράγματι να συμβαίνει, τα άλλα στοιχεία του China Dream θα γίνουν πιο σημαντικά. Δεν εκπλήσσει το ότι μίλησε για την Ταϊβάν με έντονους όρους στο συνέδριο του Κόμματος. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Xi επιβεβαίωσε την δέσμευσή του να “προστατεύσει την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κίνας”. “Έχουμε την αποφασιστικότητα, την αυτοπεποίθηση και την ικανότητα να νικήσουμε τις προσπάθειες των αυτονομιστών της ‘ανεξαρτησίας της Ταϊβάν’ σε οποιαδήποτε μορφή", δήλωσε. "Ποτέ δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν, σε οποιαδήποτε οργάνωση ή σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, ανά πάσα στιγμή ή σε οποιαδήποτε μορφή, να χωρίσει οποιοδήποτε τμήμα της κινεζικής επικράτειας από την Κίνα!".

Η επιθυμία του Πεκίνου για την Ταϊβάν δεν είναι καινούργια, αλλά υπό τον Xi η στόχευση έχει γίνει πιο σταθερή. Σε γενικές γραμμές, η εκστρατεία πίεσης του Xi κατά της κυβέρνησης Tsai έχει τρεις βασικούς στόχους. Πρώτον, η Κίνα ελπίζει να απομονώσει την Ταϊβάν στην διεθνή σκηνή και να προωθήσει την αφήγησή της για την “μια Κίνα”, με στόχο τη μείωση του εξωτερικού ενδιαφέροντος για την ταλαιπωρία της Ταϊβάν και την αποθάρρυνση της παρέμβασης εξ ονόματός της. Δεύτερον, το Πεκίνο επιδιώκει να πείσει τον λαό της Ταϊβάν ότι η συνεχιζόμενη ύπαρξη του νησιού ως de facto ανεξάρτητο κράτος είναι μια χαμένη υπόθεση, και ότι δεν διαθέτουν ούτε τα μέσα ούτε και τους συμμάχους που θα ήταν απαραίτητα για να αντισταθούν στην ενοποίηση. Τέλος, η Κίνα προσπαθεί να κανονικοποιήσει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις στην περιοχή της Ταϊβάν, ενώ ταυτόχρονα φθείρει τα στρατιωτικά προτερήματα του νησιού με το να το αναγκάζει να αντιδρά συνεχώς στις κινεζικές στρατιωτικές δραστηριότητες.

Βεβαίως, η Κίνα εξακολουθεί να προτιμά να επιτύχει την ενοποίηση με μη βίαιο τρόπο (αν και μια τέτοια ενοποίηση φυσικά θα εξακολουθεί να είναι εξαναγκαστική). Ωστόσο, η δυνατότητα του Πεκίνου να στραφεί προς την βία δεν μπορεί να αποκλειστεί -στην πραγματικότητα επιδιώκει να δημιουργήσει τις συνθήκες στις οποίες η χρήση βίας έναντι της Ταϊβάν θα ήταν μια πιο βιώσιμη επιλογή.

ΤΡΙΚΥΜΙΩΔΕΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΕΝΟΨΗ

Το 2013, ο Xi είπε στον Vincent Siew, πρώην αντιπρόεδρο της Ταϊβάν, ότι "το ζήτημα της πολιτικής διαίρεσης που υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών πρέπει να φτάσει βήμα προς βήμα σε μια τελική λύση και δεν μπορεί να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά". Αλλά οι ηγέτες της Ταϊβάν έχουν λόγο να ανησυχούν για την ελευθερία των μελλοντικών γενεών, εάν η Κίνα βρει τον δρόμο της.

Ο Xi είναι σαφώς ανυπόμονος να κάνει μετρήσιμη πρόοδο προς την ενοποίηση, αλλά αυτό αποδεικνύεται δύσκολο να γίνει χωρίς έναν πρόθυμο εταίρο απέναντι από τα στενά. Ακόμα κι αν το κατ’ όνομα υπέρ της ενοποίησης Kuomintang (KMT) επρόκειτο να αναλάβει την προεδρία το 2020, ίσως και πάλι να μην συνεργαζόταν με την ατζέντα του. Όπως και το DPP, το KMT διαμορφώνεται από ευρύτερες κοινωνικές τάσεις. Δεδομένης της κατεύθυνσης στην οποία κινείται η κοινή γνώμη στην Ταϊβάν, τα επόμενα χρόνια είναι πιο πιθανό το KMT να προσεγγίσει περισσότερο το DPP σχετικά με την Κίνα από ό, τι το αντίστροφο.

Η Κίνα και η Ταϊβάν μοιάζουν όλο και περισσότερο σαν μια ασταμάτητη δύναμη και ένα ακίνητο αντικείμενο, χωρισμένες μόνο με 100 μίλια ανοιχτών υδάτων. Η Ταϊπέι έχει αποδειχθεί ένας υπεύθυνος δρων στην Ανατολική Ασία και θα προσπαθήσει να αποτρέψει μια ενδεχομένως κατακλυσμιαία σύγκρουση, εφόσον το να πράττει έτσι δεν απαιτεί να υποτάσσεται στο Πεκίνο. Το εάν το Πεκίνο θα δεχτεί κάτι λιγότερο από την υποταγή, ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές. Αν ο Xi διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην υπόσχεσή του για μια καλύτερη ζωή για όλους τους Κινέζους, μπορεί να καλωσορίσει μια αντιπαράθεση με την Ταϊπέι. Το Στενό της Ταϊβάν είναι ήδη γνωστό για τους ισχυρούς του ανέμους και τα ασταθή ύδατα -αλλά πιο τρικυμιώδεις θάλασσες βρίσκονται ενόψη.

Στα αγγλικά:

Σύνδεσμοι:

Michael Mazza 
Ο MICHAEL MAZZA είναι επισκέπτης συνεργάτης για την Εξωτερική Πολιτική και στις Σπουδές Αμυντικής Πολιτικής στο American Enterprise Institute.

30/7/2018



  4.  

  Η αδυσώπητη μάχη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας 

 για τον οικονομικό έλεγχο του Μαυροβουνίου. 

Νέο πεδίο αντιπαράθεσης ΗΠΑ – Κίνας και μάλιστα αυτή τη φορά επί βαλκανικού εδάφους με αφορμή έναν αυτοκινητόδρομο.Tο μικροσκοπικό Μαυροβούνιο των 600.000 κατοίκων έλαβε δάνειο 809 εκατ. ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την κατασκευή ενός κινεζικού αυτοκινητοδρόμου.

Σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, το μικροσκοπικό Μαυροβούνιο των 600.000 κατοίκων έλαβε δάνειο 809 εκατ. ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την κατασκευή ενός κινεζικού αυτοκινητοδρόμου, που συνδέει το παράκτιο λιμάνι του Bar με τη συνοριακή σερβική πόλη Boljare.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το Μαυροβούνιο έλαβε δάνειο για τη χρηματοδότηση του δύσκολου αυτού έργου παρά τις μελέτες που υποδηλώνουν ότι θα είναι πολύ δύσκολη η εξυπηρέτηση αυτού του δανείου επειδή το έργο πιθανότατα δεν θα είναι επικερδές στο επίπεδο που χρειάζεται για να γίνει αυτό.

Ένα κινεζικό δάνειο για την πρώτη φάση του έργου εκτόξευσε το χρέος του Μαυροβουνίου και αναγκάστηκε η κυβέρνηση να αυξήσει τους φόρους, να παγώσει εν μέρει τους μισθούς του δημόσιου τομέα και να τερματίσει τα κοινωνικά επιδόματα. Παρά τα μέτρα αυτά, το χρέος του Μαυροβουνίου αναμένεται να προσεγγίσει το 80% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) φέτος ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποστηρίζει ότι η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να συνάψει άλλο δάνειο για να ολοκληρώσει το φιλόδοξο έργο της.

Ο δρόμος βρίσκεται στο επίκεντρο μιας έντονης συζήτησης για την κινεζική επιρροή στην Ευρώπη, τόσο στα κράτη μέλη της ΕΕ όσο και στις χώρες που επιθυμούν να ενταχθούν στην Ένωση όπως το Μαυροβούνιο και οι γείτονές του στα Δυτικά Βαλκάνια Σερβία, FYROM και Αλβανία.

Καθώς το Πεκίνο επεκτείνει την οικονομική του εμβέλεια στο πλαίσιο της φιλόδοξης πρωτοβουλίας Belt and Road (BRI), οι φτωχές χώρες σε όλη την Ασία και την Αφρική έχουν ενδώσει στα ελκυστικά κινεζικά δάνεια και την υπόσχεση των σημαντικών έργων υποδομής. Αυτό τους επέτρεψε να αναπτυχθούν με τρόπους που ίσως δεν ήταν εφικτοί χωρίς πρόσβαση στα τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας.  Ωστόσο, ορισμένες χώρες, όπως η Σρι Λάνκα, το Τζιμπουτί και η Μογγολία,  επιβαρύνθηκαν με χρέη και να εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τη γενέτειρα του Πεκίνου.

Το Μαυροβούνιο είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που βρισκόταν σε αυτή τη θέση, καθώς η κυβέρνησή του πιέζει με το σχέδιο του για ένα νέο αυτοκινητόδρομο που θα οδηγήσει το κράτος σε ένα καλύτερο μέλλον.
"Αυτός ο αυτοκινητόδρομος είναι μια μεγάλη υπόθεση στο Μαυροβούνιο. 
Υπενθυμίζει στους ανθρώπους τον Tito και τις ημέρες μεγάλων σοσιαλιστικών σχεδίων στην περιοχή ", δήλωσε ο ακαδημαϊκός Mladen Grgic,, αναφερόμενος στον κομμουνιστή ηγέτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, Josip Broz Tito.«Αλλά είναι μια παγίδα. Τώρα που έχουν ξεκινήσει, οι πολιτικοί δεν μπορούν να το σταματήσουν - ανεξάρτητα από το πόσο βλαβερό μπορεί να είναι. Και ειλικρινά δεν θέλουν», δήλωσε ο Grgic, συγγραφέας μιας μελέτης του 2017 για τον αυτοκινητόδρομο.

Υπό μία έννοια, πρόκειται για γεωπολιτικό παράδοξο παρά, καθώς η φιλοαμερικανική κυβέρνηση του Μαυροβουνίου είναι «κλειδωμένη» θεσμικά στην  «σφαίρα επιρροής» της Κίνας μέσα από τις οικονομικές συνέπειες της εθνικής οδού Bar-Boljare, η οποία μπορεί να μην είναι να είναι επωφελής για τους πολίτες της, αλλά θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ένα μεγαλόπνοο σκοπό για την περιοχή ως σύνολο, λειτουργώντας ως εναλλακτικός διάδρομος στη θάλασσα για τη Σερβία, σύμμαχο του Πεκίνου .

Η αμερικανοκινεζική διαμάχη για την περίπτωση του Μαυροβουνίου, θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για την εκκίνηση ενός νέου ψυχρού πολέμου στην Ευρώπη, ενώ το παράδειγμα της μικροσκοπικής χώρας είναι πιθανό να ακολουθήσει και άλλο κράτος της Βαλκανικής. Ένα τέτοιο σενάριο δεν θα ήταν εξ ολοκλήρου άνευ προηγουμένου, καθώς κάτι παρόμοιο συμβαίνει στη γεωπολιτικά σημαντική χώρα της Ρουάντα σήμερα με τον Πρόεδρο Kagame, ο οποίος εδώ και πολύ καιρό θεωρείται ένας από τους πιο αδιάλλακτους συμμάχους των ΗΠΑ αλλά στρέφεται γρήγορα προς την Κίνα.

22/7/2018


     5.  

    Τι σχέση έχουν οι δεσμοί Κίνας-Σρι Λάνκα με τον Πόλεμο του Οπίου.

Η Κίνα μετατρέπει τη Σρι Λάνκα σε μία "ημιποικία" της σύγχρονης εποχής, με τον ίδιο τρόπο που η Μεγάλη Βρετανία και η Πορτογαλία μετέτρεψαν τη νότια Κίνα στις δικές τους ημι-αποικίες πίσω στα μέσα του 19ου αιώνα.

Η Σρι Λάνκα δεν έχασε πόλεμο από την Κίνα. Ποτέ δεν παραχώρησε επίσημα στην Κίνα κανένα μέρος της επικράτειάς της. Ωστόσο, παρέδωσε τον οικονομικό έλεγχο του λιμανιού Hambantota στην China Merchants Port Holdings (CM Port).

Την περασμένη εβδομάδα, η CM Port πραγματοποίησε πληρωμή ύψους 584 εκατ. δολ., ως μέρος μιας συμφωνίας ύψους 1,12 δισ. δολ. για τη λειτουργία του λιμένα Hambantota της Σρι Λάνκα, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters. Με βάση αυτή τη συμφωνία που υπεγράφη τον Ιούλιο του 2017, η CM Port θα διαχειρίζεται το λιμάνι κατασκευής κινεζικών πλοίων ύψους αξίας 1,5 δισ. δολ. για 99 έτη. Το συνολικό ποσό των 1,12 δισ. δολ. θα χρησιμοποιηθεί για να μειωθεί το χρέος της κυβέρνησης της Σρι Λάνκα προς την Κίνα.

Από οικονομικής άποψης, η συμφωνία αυτή είναι παρόμοια με εκείνη που η Κίνα υπέγραψε μετά από τους Πολέμους του Οπίου με τους Βρετανούς και τους Πορτογάλους, παραδίδοντάς τους τον έλεγχο των νότιων λιμανιών της.

Η αυξανόμενη παρουσία της Κίνας στη Σρι Λάνκα ξεκίνησε το 2007, όταν το Πεκίνο παρείχε στον Πρόεδρο Rajapaksa τόσο στρατιωτική όσο και διπλωματική υποστήριξη για τη συντριβή των Τίγρεων Ταμίλ. Στη συνέχεια ακολούθησαν κατασκευαστικά projects υψηλού προφίλ και δάνεια υψηλού επιτοκίου που άφησαν τη Σρι Λάνκα βαθιά χρεωμένη στην Κίνα.

Το δημόσιο χρέος της Σρι Λάνκα έφτασε το 77,60% του ΑΕΠ της χώρας το 2017, πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της τάξης του 69,69% για την περίοδο 1950-2017, σύμφωνα με το Tradingeconomics.

Εν τω μεταξύ, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Σρι Λάνκα ανέρχεται στο 5,5% του ΑΕΠ της χώρας, αυξάνοντας το χρέος της.

Η αύξηση του χρέους έρχεται σε μια εποχή που η Σρι Λάνκα παρουσιάζει επίμονα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία ανέρχονταν στο 2,60% του ΑΕΠ της χώρας το 2017.

Για να αντιμετωπίσει το αυξανόμενο χρέος προς την Κίνα, η Σρι Λάνκα έχει συνάψει συμφωνίες με την ασιατική χώρα για την ανταλλαγή χρέους προς μετοχές, γεγονός που κατέστησε την Κίνα ιδιοκτήτη μεγάλων έργων υποδομής όπως το κυριότερο λιμάνι της Σρι Λάνκα - και ένα βασικό φυλάκιο στον Ινδικό Ωκεανό για το Πεκίνο.

Η εξέλιξη αυτή έχει πλήξει την Ινδία, η οποία σιγά-σιγά περικυκλώνεται από την Κίνα. Και οι σύμμαχοι της Ινδίας ανησυχούν για τις επιθετικές κινήσεις της Κίνας με στόχο τον έλεγχο του θαλάσσιου εμπορίου από τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας στον Ινδικό Ωκεανό.

Αυτό είναι κάτι που οι επενδυτές στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ασίας θα πρέπει να παρακολουθήσουν προσεκτικά, καθώς ανοίγει ακόμα ένα μέτωπο μεταξύ των δύο ασιατικών γιγάντων, αυξάνοντας τον γεωπολιτικό κίνδυνο για επενδύσεις στην περιοχή.

Οι αγορές, προς το παρόν, φαίνεται να αγνοούν τους κινδύνους αυτούς.

Του Panos Mourdoukoutas

29/6/2018




     6.  

 Η Κίνα θα χάσει το "παχνίδι" της Νότιας Σινικής Θάλασσας. 

Η Κίνα θέλει υπό τον έλεγχό της όλη τη Νότια Σινική Θάλασσα. Τη θέλει εξολοκλήρου δική της. Γι' αυτό θα τη χάσει όλη, κάποια μέρα.

Στο "παιχνίδι" της Νότιας Σινικής Θάλασσας, η Κίνα παίζει εναντίον όλων, δηλαδή έχει απέναντί της τις Φιλιππίνες, το Μπρουνέι, την Ταϊβάν και το Βιετνάμ. Επίσης, η Κίνα ανταγωνίζεται τις ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας. Αυτές οι δυνάμεις θέλουν να εγγυηθούν την ελεύθερη μετακίνηση και πλοήγηση στην τεράστια έκταση της Θάλασσας. Σκεφτείτε πως εμπόριο αξίας περίπου 5 τρισ. δολ. διακινείται σε αυτόν τον θαλάσσιο διάδρομο κάθε χρόνο.

Γιατί η Κίνα έχει στραφεί εναντίον όλων αυτών; Για συγκεκριμένους λόγους. Ένας από αυτούς είναι πως η Νότια Σινική Θάλασσα αποτελεί ζωτικό κομμάτι του οράματός της να γίνει ο επόμενος παγκόσμιος ηγέτης. Από εδώ ξεκινά ο θαλάσσιος δρόμος του μεταξιού της Κίνας.

"Όσον αφορά την Κίνα, ο ναυτιλιακός δρόμος του μεταξιού ξεκινά από τη Νότια Σινική Θάλασσα", λέει ο Vijay Eswaran, επιχειρηματίας της Μαλαισίας και πρόεδρος του Ομίλου Εταιρειών QI. "Θεωρεί ότι θα διαδραματίζει ως χώρα σημαντικότερο ρόλο στο ναυτιλιακό εμπόριο μελλοντικά".

Ένας άλλος λόγος είναι πως η Κίνα βλέπει τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ως δική της ιδιοκτησία. "Διαχρονικά η Κίνα πιστεύει ότι η Νότια Σινική Θάλασσα της ανήκει", συμπληρώνει ο Vijay. Τα πάντα, ακόμη και τα κοιτάσματα που κρύβονται στον βυθό της, τα οποία η Κίνα θέλει να εξορύξει. Γι' αυτό και κατασκευάζει τεχνητά νησιά. Και αυτό, με τη σειρά του, τροφοδοτεί τον κινεζικό εθνικισμό, που απαιτείται για να υποστηρίξει και να ενισχύσει το πολιτικό status quo της χώρας.

Και τι γίνεται με τις αξιώσεις των γειτονικών χωρών που ταυτίζονται με τις δικές της επιδιώξεις; "Η Κίνα δεν βλέπει κανένα από τα άλλα αιτήματα από τις γειτονικές χώρες στη θάλασσα της Νότιας Κίνας ως απειλή", προσθέτει ο Vijay.
Μάλιστα, χρησιμοποιεί το εργαλείο του εκφοβισμού για να βεβαιωθεί ότι αυτό δεν θα συμβεί. Όταν με την παρέμβαση του ΟΗΕ δικαιώθηκαν οι Φιλιππίνες στις διαφορές τους με την Κίνα για τη Νότια Σινική Θάλασσα πριν από ενάμιση χρόνο, το Πεκίνο έκανε μερικά βήματα για να βεβαιωθεί ότι ο Duterte δεν θα απειλούσε τα σχέδιά της. Το πρώτο βήμα ήταν να απειλήσει με πόλεμο τον Duterte σε περίπτωση που οι Φιλιππίνες ασκούσαν το δικαίωμα που τους παρείχε η διαιτησία του ΟΗΕ. Το δεύτερο βήμα ήταν να υποσχεθεί μια γενναιόδωρη επένδυση για να βοηθήσει τους Φιλιππινέζους να αντιμετωπίσουν τα πολλά προβλήματά τους. Και αυτή η στρατηγική είχε αποτέλεσμα. Ο Duterte δεν εφάρμοσε την απόφαση τελικά.

Πιο πρόσφατα, η Κίνα εφάρμοσε το "μοντέλο Duterte" για να εκφοβίσει το Βιετνάμ. Τον περασμένο Ιούλιο το Βιετνάμ ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει τις έρευνες πετρελαίου, προκαλώντας την έντονη προειδοποίηση από το Πεκίνο ότι θα επιτεθεί στις βάσεις πετρελαίου και αερίου του Βιετνάμ.

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες ναυτικές δυνάμεις που είναι έτοιμες να αμφισβητήσουν τη φιλόδοξη αποστολή της Κίνας. "Είναι η δυτική επιρροή, δηλαδή οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που έχουν μεγαλύτερη επίδραση στην κινεζική πολιτική της περιοχής".

Είναι έτοιμη η Κίνα να απαντήσει σε αυτό το μέτωπο δυνάμεων; Η απάντηση είναι δύσκολη. Αυτό που δεν είναι δύσκολο να πούμε είναι πως οι χώρες που στρέφονται εναντίον όλων, συνήθως χάνουν. Αυτό έγινε πριν χρόνια με τη γειτονική Ιαπωνία, το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και με την Κίνα.

Εν τω μεταξύ, οι επενδυτές των αγορών της περιοχής θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να παρακολουθούν τυχόν αντιπαραθέσεις της Κίνας με την Αμερική και τους δυτικούς συμμάχους της.

Του Panos Mourdoukoutas

http://www.capital.gr/forbes/3302495/
i-kina-tha-xasei-to-paxnidi-tis-notias-sinikis-thalassas

1/7/2018


 Οι απόψεις,που δημοσιεύονται στα εκάστοτε-χάριν ενημέρωσης και προβληματισμού-αναρτώμενα άρθρα (ή κάθε είδους κείμενα) του ιστολογίου μου, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους αρθρογράφους που επώνυμα τις διατυπώνουν.