Η αφαίμαξη της οικονομίας τροχοπέδη για την ανάπτυξη.


Η πρόβλεψη του προϋπολογισμού ήταν ότι το 2017 η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,7%. Στο Μεσοπρόθεσμο που κατέθεσε η κυβέρνηση ο στόχος για την ανάπτυξη περιορίζεται στο 1,8%. Τελικώς τον Μάρτιο του 2018 η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε πως η ανάπτυξη το 2017 ήταν 1,4%. Εάν οι αισιόδοξες προβλέψεις είχαν γίνει μόνο από την ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε κανείς να τις αποδώσει στη σκοπιμότητά της να ωραιοποιήσει το άμεσο μέλλον, αφού το παρόν είναι ζοφερό. Αντίστοιχες προβλέψεις, όμως, είχαν κάνει και οι δανειστές.

Ο Τσίπρας και οι υπουργοί του υπερηφανεύονται για το γιγαντιαίο πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 και του 2017. Ενώ ο στόχος ήταν αντιστοίχως 0,5% και 1,75% του ΑΕΠ συσσώρευσαν πολλαπλάσιο, για την ακρίβεια και τις δύο χρονιές περίπου 4,2% του ΑΕΠ! Πρωτογενές πλεόνασμα, όμως, σημαίνει ότι το 2016 αφαιρέθηκαν από την πραγματική οικονομία πάνω από 6,5 δισ. ευρώ περισσότερα από τον στόχο. Το δε 2017 αφαιρέθηκαν 4,5 δισ. ευρώ. Τα όσα επιστράφηκαν με το περιβόητο κοινωνικό μέρισμα ήταν ένα μέρος αυτού του ποσού. Η αφαίρεση κατέστη δυνατή με την υπερφορολόγηση, η οποία με τη σειρά της επιτείνει την έλλειψη ρευστότητας.

Και γιατί όλα αυτά; Το 2016 για να πείσει η κυβέρνηση τους δανειστές και ειδικά το ΔΝΤ ότι κακώς επιμένει στη λήψη πρόσθετων μέτρων. Το 2017 για να τους πείσει ότι πρέπει τουλάχιστον να αναβληθεί η νομοθετημένη για την αρχή του 2019 μείωση των συντάξεων, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην υποστεί το αναπόφευκτο πολιτικό-εκλογικό κόστος.

Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Το 2016 το υπερπλεόνασμα αφυδάτωσε περαιτέρω την πραγματική οικονομία και τελικώς η κυβέρνηση υπέκυψε και αποδέχθηκε τα πρόσθετα μέτρα. Το 2017 το υπερπλεόνασμα επίσης αφυδάτωσε την πραγματική οικονομία και υπάρχει η πρόθεση να καταργηθεί (ή αναβληθεί) η μείωση των συντάξεων, χωρίς προς το παρόν να υπάρχει σχετική συμφωνία των δανειστών. Έστω και με καθυστέρηση, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στη μείωση της υπερφορολόγησης.

Στα γόνατα

Ας παρακάμψουμε προς στιγμή τις δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις που έχει η αφαίμαξη και το γιγαντιαίο πρωτογενές πλεόνασμα. Ας μείνουμε στο στενά οικονομικό επίπεδο. Όταν η ελληνική οικονομία είναι στα γόνατα, λόγω έλλειψης ρευστότητας, η δια της υπερφορολόγησης πρόσθετη αφαίμαξή της είναι ο ασφαλής δρόμος για να εμποδίσεις την ανάπτυξη. Αυτό επηρεάζει αρνητικά την επιβίωση μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, αλλά και τη δυνατότητα παραγωγής πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Εάν τελικώς καταστεί εφικτή η παραγωγή τέτοιου πρωτογενούς πλεονάσματος, οι επιπτώσεις για την πραγματική οικονομία και κατ’ επέκτασιν για την κοινωνία θα είναι βαρύτατες.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, το 22,2% των Ελλήνων επιβιώνει σε συνθήκες ένδειας. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς το δημόσιο αυξάνονται με ρυθμό που προσεγγίζει μέχρι και το ένα δισ ευρώ το μήνα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχει εξαντληθεί η γενική φοροδοτική ικανότητα ενός δυσανάλογα μεγάλου ποσοστού επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Οι κατασχέσεις λογαριασμών κλπ μόνο προσωρινά μπορούν να καλύψουν το κενό.

Η επιβολή δυσβάσταχτων φορολογικών βαρών ρίχνει στον γκρεμό και επιχειρήσεις και νοικοκυριά που μέχρι τώρα εξαντλούσαν όλα τα περιθώρια για να είναι συνεπή στις υποχρεώσεις τους. Εκτός αυτού, λειτουργεί και ως κίνητρο για τη φυγή από την Ελλάδα υγιών επιχειρήσεων, αλλά και ως αντικίνητρο για νέες παραγωγικές επενδύσεις και για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες από νέους επιστήμονες.

Προφανώς, υπάρχουν στρώματα που έχουν φοροδιαφύγει και συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν. Και σ’ αυτό το επίπεδο πρέπει να ληφθούν στοχευμένα μέτρα, τα οποία ούτε αυτή η κυβέρνηση λαμβάνει παρά την αντίθετη ρητορική της. Επίσης, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μία από μηδενική βάση επανεξέταση κάθε δημόσιας δαπάνης με σκοπό την αξιολόγηση της αποδοτικότητας και της σκοπιμότητάς της. Μία τέτοια διαδικασία όχι μόνο θα εξοικονομούσε πόρους, αλλά και θα διευκόλυνε την παραγωγική ανασυγκρότηση του κράτους.

Ο δύσκολος δρόμος

Αυτός, όμως, είναι ο δύσκολος δρόμος, τον οποίο δεν δείχνει ικανή να ακολουθήσει η κυβέρνηση Τσίπρα, όπως δεν τον ακολούθησαν και οι προηγούμενες. Αυτό που έκαναν και σε γενικές γραμμές συνεχίζει η σημερινή κυβέρνηση, είναι περισσότερο ή λιγότερο οριζόντιες περικοπές, οι οποίες έχουν καταστήσει άκρως προβληματική τη λειτουργία ζωτικών λειτουργιών του κράτους. Το επιβεβαίωσε δραματικά και η φονική πυρκαγιά.

Ακόμα και έτσι, όμως, η επιβολή εξοντωτικών μέτρων λιτότητας το μόνο που καταφέρνει είναι να μετατρέπει την ελληνική οικονομία σχεδόν σε ζόμπι. Και μία οικονομία ζόμπι δεν μπορεί να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% και μάλιστα για αρκετά χρόνια, ούτε και 2,2% μέχρι το 2060. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της είναι να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι αφενός η διάλυση του κλίματος αβεβαιότητας που σκοτώνει την οικονομία, αφετέρου η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για μεγάλες και συνακόλουθα για μικρότερες παραγωγικές επενδύσεις.

Οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται μόνο για χαμηλό κόστος εργασίας και για περικοπή των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτά, άλλωστε, έχουν σε μεγάλο βαθμό ήδη συντελεστεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για μία σειρά άλλους παράγοντες, όπως είναι η πολιτική σταθερότητα, ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας, οι σαφείς κανόνες, η εξάλειψη γραφειοκρατικών εμποδίων και η μείωση της υπερφορολόγησης.

Η ελάφρυνση του χρέους

Αναγκαία, αλλά όχι και ικανή συνθήκη για να καθαρίσει ο οικονομικός ορίζοντας ήταν και παραμένει η οριστική γενναία μείωση του χρέους. Επ’ αυτού έλαβε χώρα η γνωστή διαπραγμάτευση, στην οποία πρωταγωνίστησαν το Βερολίνο και το ΔΝΤ, αλλά στην οποία συμμετείχαν και το Eurogroup και η Κομισιόν και εμμέσως πλην σαφώς ο Ντράγκι.

Είναι κοινός τόπος, άλλωστε, για όλα τα οικονομικά ινστιτούτα –μη εξαιρουμένων των γερμανικών– ότι το κούρεμα (όχι απλώς η αναδιάρθρωση) του ελληνικού χρέους είναι αναπόφευκτο. Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, ωστόσο, κρίνεται από όλους σχεδόν τους ανεξάρτητους παρατηρητές απογοητευτικό. Η ελληνική οικονομία δεν χρειάζεται ανάσες επιβίωσης. Χρειάζεται γύρισμα σελίδας και στο επίπεδο του χρέους.

Ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε και εν μέρει καθόρισε την απόφαση είναι η ωμή δήλωση του επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Βάιντμαν το 2016. Σε μία κρίση οικονομικού εθνικισμού, είχε δηλώσει πως αυτό που έχει σημασία είναι να επιτευχθεί βιώσιμο πλεόνασμα και όχι η αναδιάρθρωση του χρέους. Προφανώς, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η αποπληρωμή του χρέους και καθόλου το εάν η ελληνική οικονομία θα σταθεί και πάλι στα πόδια της.

Το επιχείρημα των Γερμανών ήταν πάντα πως μέχρι το 2022 η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει περίοδο χάριτος. Άρα, το βάρος που σηκώνει δεν είναι μεγάλο. Από λογιστικής απόψεως έχει δίκιο. Το χρέος, ωστόσο, δεν είναι μόνο λογιστικό μέγεθος. Είναι και οικονομικό μέγεθος. Το μη βιώσιμο χρέος είναι παράγοντας οικονομικής αβεβαιότητας που απωθεί τις παραγωγικές επενδύσεις, τις οποίες η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη.

Την προφανή αυτή αλήθεια έχει αναγνωρίσει δημοσίως και η Λαγκάρντ. Όσο το χρέος παραμένει ουσιαστικά μη βιώσιμο, οι αγορές και οι υποψήφιοι επενδυτές θα συνεχίσουν να θεωρούν την Ελλάδα προβληματική χώρα, χώρα υψηλού ρίσκου. Αυτή είναι η συνταγή για να παραμένει στα γόνατα. Το γεγονός, μάλιστα, πως η κυβέρνηση Τσίπρα επέτυχε το 2016, το 2017 και από ότι όλα δείχνουν και το 2018 υπερπλεονάσματα προσφέρει ισχυρό επιχείρημα σε όσους αρνούνται την αναγκαία γενναία ελάφρυνση. Αντιστρόφως, αποδυναμώνει την πίεση που ασκεί το ΔΝΤ προς αυτή την κατεύθυνση.


Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα αρθρογραφεί στο Πρώτο Θέμα. Συγγραφέας 13 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.

1/9/2018 




               ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ               

 Barrons: Η διάσωση της Ελλάδας 
ήταν μια καταστροφή για την… Ελλάδα.

Ο ESM εκταμίευσε την τελευταία υποδόση του δανείου προς την ελληνική κυβέρνηση στις 6 Αυγούστου, ενώ στις 20 Αυγούστου τελείωσε και επίσημα το ελληνικό πρόγραμμα, παρά το γεγονός ότι τα δάνεια δεν αναμένεται να αποπληρωθούν πλήρως πριν περάσει τουλάχιστον μισός αιώνας, αναφέρει το αμερικανικό οικονομικό περιοδικό Barrons.

Αν και ο στόχος ήταν η υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας, όλα αυτά τα έκτακτα δάνεια προς τη χώρα πρέπει να θεωρηθούν ως μια αποτυχία. Από το 2008 και μετά η οικονομία της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 25% και τουλάχιστον 400.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Οι τιμές των ακινήτων υποτιμήθηκαν κατά 43%. Η τραπεζική πίστωση προς τον ιδιωτικό τομέα μειώθηκε κατά 1/3.

Όμως αυτά τα αποτελέσματα δεν αποτελούν έκπληξη από τη στιγμή που κάποιος θα αντιληφθεί γιατί εξαρχής δόθηκαν αυτά τα δάνεια στην Ελλάδα. Ο στόχος δεν ήταν να βοηθηθούν οι Έλληνες ή η κυβέρνησή τους, αλλά οι πιστωτές τους στην Ευρώπη.

Μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001, η χώρα έγινε αποδέκτης ξένων επενδύσεων. Αυτό οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση την εσωτερική κατανάλωση. Οι Έλληνες ξόδευαν πολύ περισσότερα απ’ όσα κέρδιζαν, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, από το 5% του ΑΕΠ το 1999, στο 10% το 2006 και στο 14% το 2008. Παράλληλα επταπλασιάστηκε το ύψος των ενυπόθηκων δανείων. Ο πληθωρισμός κινήθηκε σε σχετικά ήπιους ρυθμούς -μεσοσταθμιστικά γύρω στο 3,5% από το 2002 ως το 2007- γεγονός όμως που υποδηλώνει αύξηση της κατανάλωσης, παρότι αυτές οι δαπάνες ήταν εμφανώς μη βιώσιμες.  

Και ενώ ο ελληνικός ιδιωτικός, μη χρηματοπιστωτικός τομέας αύξανε το χρέος του όσο και η ελληνική κυβέρνηση, νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο προέβαιναν σε μακροχρόνια δάνεια από τις εγχώριες τράπεζες. Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση δανειζόταν κυρίως μέσω της έκδοσης ομολόγων και σε τακτά διαστήματα προέβαινε σε roll over για την αναχρηματοδότησή τους. Περί τα μέσα του 2009, η ελληνική κυβέρνηση χρωστούσε σε δανειστές της στο εξωτερικό περισσότερα από 230 δισ. ευρώ - ποσό που αντιπροσώπευε το 70% των δανειακών της υποχρεώσεων.  

Σύμφωνα με το Barrons, η ελληνική κυβέρνηση χρειαζόταν διαρκώς δανεικά από το εξωτερικό για να εξυπηρετεί το χρέος της. Αυτή η κίνηση ήταν εύκολη πριν το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς ο ραγδαίος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας και η προφανής της σύγκλιση με πλουσιότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, την είχαν καταστήσει έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Όμως μετά την κρίση οι επενδυτές αποχώρησαν, με αποτέλεσμα να πληγούν τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και οι τράπεζες της χώρας. Και ενώ οι τράπεζες είχαν ένα μεγάλο απόθεμα ξένων περιουσιακών στοιχείων τα οποία θα τις βοηθούσαν να αποπληρώσουν τους πιστωτές τους, η κυβέρνηση δεν είχε αυτή την τύχη.

Αν η Ελλάδα είχε δικό της νόμισμα η κεντρική της τράπεζα θα μπορούσε να έχει ρίξει ρευστότητα ώστε να αποτρέψει μια απότομη κατάρρευση των δαπανών. Όμως η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ καθιστούσε αδύνατη μια τέτοια κίνηση. Κυβέρνηση και τράπεζες στην Ελλάδα χρωστούσαν σε ένα νόμισμα το οποίο η Τράπεζα της Ελλάδας δεν μπορούσε να τυπώσει, ενώ η ΕΚΤ δεν φαινόταν πολύ διατεθειμένη να βοηθήσει.

Σε αυτές τις περιπτώσεις η στάνταρτ αντίδραση θα ήταν η κυβέρνηση να δηλώσει χρεοκοπία και να στραφεί για δανεισμό προς το ΔΝΤ, έως ότου εξομαλυνθεί η κατάσταση. Τα ποσά που θα απαιτούντο σύμφωνα με το Barrons μέχρι την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης δεν θα ήταν τόσα, συγκρινόμενα με τα σχεδόν 300 δισ. ευρώ που κατέληξε να δανειστεί η Ελλάδα.

Όμως αυτή η προοπτική μπλοκαρίστηκε τόσο από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, όσο και από τις ΗΠΑ. Ρόλο σε αυτό έπαιξε η χρεοκοπία της Lehman Brothers, που δημιούργησε την πεποίθηση ότι μια ελληνική χρεοκοπία θα δημιουργούσε μια χειρότερη οικονομική κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας ισχυρής απόφασης που ήθελε την αποφυγή της όποιας μείωσης στα ποσά που χρωστούσε η ελληνική κυβέρνηση. 

Η ανησυχία των ξένων πιστωτών δεν ήταν το τι θα προκαλούσε η χρεοκοπία στην Ελλάδα, αλλά το τι θα προκαλούσε σε αυτούς. Πέραν των απωλειών 230 δισ. ευρώ του ελληνικού κρατικού χρέους, το οποίο από μόνο του θα μπορούσε να σαρώσει πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, υπήρχε έκθεση διεθνών επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες που έφτανε τα 120 δισ. ευρώ. Από την πλευρά τους οι ελληνικές τράπεζες είχαν μικρή έκθεση στο δημόσιο χρέος -μόλις το 8% των συνολικών τους κεφαλαίων το 2009-, ποσό όμως που ήταν μεγαλύτερο από τα αποθεματικά τους.    

Πάντα σύμφωνα με το Barrons, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα απαιτούσε μερική ρευστοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ή μια σαφή διάσωση των ελληνικών τραπεζών. Αν και κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, η προοπτική του τρομοκράτησε τόσο τον τότε Αμερικανό ΥΠΟΙΚ, Τίμοθι Γκάιτνερ, όσο και τον τότε επικεφαλής της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, καθώς φοβόντουσαν τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε μια τέτοια κίνηση στο εύθραυστο ευρωπαϊκό και αμερικανικό οικονομικό σύστημα.    

Αντ’ αυτού επιλέχθηκε να δοθεί μια σειρά δανείων στην Ελλάδα έτσι ώστε να αποπληρώσει τους διεθνείς πιστωτές της του ιδιωτικού τομέα. Όπως υπολόγισε το 2015 ο Γιάννης Μουζάκης του MacroPolis, μόνο 27 δισ. ευρώ -ή το 11% των χρημάτων που δάνεισε στην Ελλάδα το ΔΝΤ- κάλυψαν κρατικά ελλείμματα ή χρησιμοποιήθηκαν για την πληρωμή καθυστερούμενων κρατικών οφειλών προς Έλληνες ιδιώτες. Αντίθετα, το 70% αυτών των δανείων πήγαν άμεσα στην αποπληρωμή των ξένων κατόχων ελληνικών ομολόγων ή ξένων πιστωτών - τα υπόλοιπα πήγαν στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Και σαν να μην ήταν αυτό από μόνο του κακό, αυτά τα δάνεια ήρθαν με σκληρούς όρους για αυξήσεις φόρων και περικοπές των δημοσίων δαπανών - όροι οι οποίοι επιδείνωσαν την ύφεση μετατρέποντας την σε καταστροφή που πήρε τις διαστάσεις της "Μεγάλης Ύφεσης".

Το 2010 δεν υπήρχε η θέληση να δαπανηθούν εκατοντάδες δισ. ευρώ για τη διάσωση ολλανδικών, γαλλικών και γερμανικών τραπεζών. Για τεράστια ατυχία της Ελλάδας, υπήρξε αρκετή "αλληλεγγύη" ώστε να αποφευχθεί αυτή η διάσωση των βορειοευρωπαϊκών τραπεζών, μέσω της ελληνικής κυβέρνησης, καταλήγει το Barrons.   

http://www.capital.gr/oikonomia/3312196/
barrons-i-diasosi-tis-elladas-itan-mia-katastrofi-gia-tin-ellada
26/9/2018  


 Οι ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger.
 Στο αρχικό  πρωτότυπο κείμενο  παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.