Πως φτάσαμε στο ΟΧΙ του 1940.


(Από τον «Ερμή»)

«Ολόκληρη η δεκαετία του 1930 ήταν μια προπαρασκευή για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος τυπικά ξεκίνησε την 1η Σεπτεμβρίου 1939, όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, διάρκεσε σχεδόν εφτά χρόνια και έληξε στις 9 Μαΐου 1945, με την κατάληψη του Βερολίνου από τους σοβιετικούς. Για την Ευρώπη, γιατί η Ιαπωνία συνθηκολόγησε τον Αύγουστο, μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι»

«Γιατί λέτε τυπικά το 1939;»

«Γιατί είχαν προηγηθεί πολλά, τα οποία είχαν άμεση σχέση. Η εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία, τον Οκτώβρη του 1935. Ο Ισπανικός Εμφύλιος, που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1936 και στον οποίο πήρε μέρος με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ολόκληρη η Ευρώπη, ως τη λήξη του στα 1939. Ακόμα και η Ελλάδα, η οποία συμμετείχε άμεσα με εθελοντές ή έμμεσα πουλώντας πυρομαχικά στη νόμιμη Ισπανική κυβέρνηση, μετά από άδεια του Μεταξά. Τον Οκτώβρη του 1936 συμφωνήθηκε η δημιουργία του Άξονα Γερμανίας – Ιταλίας. Και ένα μήνα μετά η συμμαχία της Γερμανίας με την Ιαπωνία. Οι διεργασίες για τον Άξονα ολοκληρώθηκαν το Σεπτέμβριο του 1940, οπότε ο Άξονας συμπληρώθηκε με την προσθήκη της Ιαπωνίας»

«Δηλαδή στον πόλεμο του 1940 θεωρητικά είχαμε αντιπάλους
 και τους Ιάπωνες;»

«Ευτυχώς δεν εμφανίστηκαν στα μέρη μας. Μόνο αυτοί μας έλειπαν! Στο μεταξύ, τον Ιούλιο του 1937, η Ιαπωνία είχε εισβάλει  στην Κίνα και ένα χρόνο αργότερα την είχε καταλάβει ολόκληρη. Και στις 12 Μαρτίου 1938 η Γερμανία εισέβαλε στην Αυστρία και τη προσάρτησε. Λίγες βδομάδες μετά έγινε διπλό δημοψήφισμα, σε Γερμανία και Αυστρία, το οποίο επικύρωσε την ενσωμάτωση»

«Με τι ποσοστά;»

«99% και κάτι στη Γερμανία και 100% παρά κάτι στην Αυστρία. Την ίδια περίοδο είχε προσχωρήσει στους Γερμανούς η Ουγγαρία, ενώ τον επόμενο χρόνο, στις 15 Μαρτίου 1939, η Γερμανία εισέβαλε και κατάκτησε την Τσεχοσλοβακία. Λίγες μέρες αργότερα προσχώρησε στους Γερμανούς η Ισπανία του Φράνκο, αλλά μόνο πολιτικά, χωρίς στρατιωτική συμμαχία, προς μεγάλη απογοήτευση του Χίτλερ, ο οποίος σκόπευε να πετάξει τους Άγγλους από το Γιβραλτάρ και να τους αποκλείσει τη δίοδο στη Μεσόγειο»

«Γιατί δε  μπήκε και η Ισπανία στον Άξονα;»

«Γιατί οι Ισπανοί γνώριζαν εκ πείρας ότι στο τέλος της αναμέτρησης θα κερδίσει η Αγγλία και οι Γερμανοί θα χάσουν. Ο Φράνκο ήταν δικτάτορας, αλλά δεν ήταν ανόητος. Δεν άλλαξε γνώμη ούτε όταν η Γερμανία είχε κυριαρχήσει σε όλη την Ευρώπη, πλην Βρετανίας»

«Κάτι παρόμοιο δεν έκανε και ο Μεταξάς για την Ελλάδα;»

«Όχι. Ο Μεταξάς δεν τήρησε τη φιλική ουδετερότητα του Φράνκο, αντιθέτως μπήκε στον πόλεμο κατά του Άξονα, στο πλευρό των Βρετανών. Ο Άξονας εξακολουθούσε να κινείται επιθετικά. Στις 7 Απριλίου 1939 η Ιταλία εισέβαλε και κατέκτησε την Αλβανία. Ο βασιλιάς Αχμέτ Σέχου κατέφυγε την Ελλάδα, αλλά ο Μεταξάς τον έστειλε στην Τουρκία, για να μην δώσει αφορμή στους Ιταλούς. Την 1η Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία, με την οποία είχαν υπογράψει αμυντική συνθήκη Βρετανοί και Γάλλοι και τη κατέκτησαν μέσα σε τρεις βδομάδες. Ακολούθησε εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Πολωνία. Οι σοβιετικοί πήραν το δικό τους κομμάτι, όπως είχε συμφωνηθεί με το σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ. Παράλληλα εισέβαλαν και κατέκτησαν τις τρεις μικρές Βαλτικές χώρες, Εσθονία, Λιθουανία και Εσθονία, ενώ πήραν και τμήματα της Ρουμανίας, δηλαδή τη Βεσσαραβία και τη βόρεια Μπουκοβίνα. Εισέβαλαν και στη Φινλανδία, αλλά δυσκολεύτηκαν πολύ και τελικά απέτυχαν να την κατακτήσουν. Με τη συνθήκη ειρήνης όμως κέρδισαν το 11% του εδάφους και των 30% των παραγωγικών πηγών της Φινλανδίας»

«Έφτασε και η ώρα της Ελλάδας…»

«Όχι ακόμα. Μετά την εισβολή στην Πολωνία, η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, αλλά δεν έγινε κάτι τον πρώτο καιρό. Αντιθέτως ο Χίτλερ κατάλαβε τη Δανία, τον Απρίλιο του 1940 και εισέβαλε στη Νορβηγία, την οποία επίσης κατέλαβε. Προλαβαίνοντας τους Βρετανούς που σκόπευαν να εγκατασταθούν εκεί οι ίδιοι, για λόγους ασφαλείας. Αμέσως μετά, τον Μάιο, ήρθε η σειρά της Ολλανδίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου. Οι Ολλανδοί αντιστάθηκαν τρεις ολόκληρες μέρες, αλλά στο Βέλγιο οι Γερμανοί χρειάστηκαν λίγο περισσότερο χρόνο, επειδή εκεί υπήρχαν Γαλλικές και Βρετανικές δυνάμεις. Πριν συνθηκολογήσει το Βέλγιο, οι Γερμανοί εισέβαλαν από τα εδάφη του στη Γαλλία. Το Γαλλικό μέτωπο άντεξε τρεις μέρες πριν καταρρεύσει και μετά άρχισε η υποχώρηση. Στις 14 Ιουνίου οι Γερμανοί είχαν πάρει το Παρίσι και στις 22 του μηνός ο Πεταίν υπέγραψε ανακωχή διατηρώντας υπό Γαλλικό έλεγχο τα δύο πέμπτα της Γαλλίας, με έδρα το Βισύ. Στο μεταξύ Άγγλοι και Γάλλοι που μάχονταν στο Βέλγιο, είχαν υποχωρήσει στο λιμάνι της Δουνκέρκης, από το οποίο κατάφεραν να διαφύγουν μετά από μια τρομερή κινητοποίηση κάθε πλεούμενου που υπήρχε στη Βρετανία διακόσιες είκοσι πέντε χιλιάδες Βρετανοί και εκατόν δεκαπέντε χιλιάδες Γάλλοι στρατιώτες. Η μάχη της Αγγλίας θα άρχιζε τον Ιούλιο, αλλά ήδη από τον Ιούνιο ήταν κατακτημένες ή φιλικές στον Άξονα, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης, όλες οι χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης πλην της ουδέτερης Ελβετίας και της επίσης ουδέτερης Γιουγκοσλαβίας. Υπήρχε μόνο μία φιλοβρετανική χώρα»

«Η Ελλάδα!»

«Ναι. Είχε φτάσει πλέον και η δική της ώρα. Η Ιταλία έκανε μεγάλα όνειρα. Θα κατείχε τη Ελλάδα και μετά θα καταλάμβανε τη Αίγυπτο. Η Αγγλία δεν θα είχε πια λιμάνια για το στόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο, στην οποία θα κυριαρχούσε η Ιταλία. Δεν θα έμενε η Γερμανία το μοναδικό αφεντικό της Ευρώπης και του κόσμου!»

«Και οι δικοί μας; 
Είχαν προετοιμαστεί βλέποντας αυτή τη λαίλαπα του πολέμου στην Ευρώπη;

«Ναι, κατά το δυνατόν. Ο Μεταξάς ήταν ένας σκληρός δικτάτορας, αλλά είχε συλλάβει το θανάσιμο κίνδυνο που απειλούσε τη χώρα σε όλες του τις διαστάσεις. Το ΟΧΙ ήταν υποχρεωτικό γιατί σε αντίθετη περίπτωση η Ελλάδα κινδύνευε να βρεθεί διαμελισμένη ανάμεσα σε Ιταλία, Βουλγαρία και Αγγλία»

«Και Αγγλία;»

«Δεν υπήρχε περίπτωση η Αγγλία να αφήσει την Κρήτη και το Αιγαίο στη διάθεση του Άξονα… Κι όταν όλα θα είχαν τελειώσει, η Ελλάδα θα βρισκόταν στο στρατόπεδο των ηττημένων. Ούτε λόγος θα μπορούσε να γίνει για τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο ή τις διεκδικήσεις στα βόρεια σύνορα. Το χειρότερο ενδεχόμενο όμως ήταν  ο σίγουρος νέος εθνικός διχασμός ή μπροστά στο οποίο ο παλαιός θα φάνταζε μικρός. Γι’ αυτό ο Μεταξάς προτίμησε να μπει στον πόλεμο, θεωρώντας τον το μικρότερο κακό στην πρώτη φάση και αποβλέποντας σε κέρδη μετά τη λήξη του»

«Ήξερε ο Μεταξάς ότι η Γερμανία θα χάσει;»

«Ήταν σίγουρος, από τη στιγμή που η Γερμανία δεν είχε καταφέρει στον πρώτο χρόνο του πολέμου ένα συντριπτικό πλήγμα κατά της Αγγλίας. Η Αγγλία παρέμενε ζωντανή και ο Μεταξάς έβλεπε ότι θα εμπλεκόταν τελικά ολόκληρος ο Αγγλοσαξωνικός κόσμος, δηλαδή και η Αμερική. Διέβλεπε επίσης τη σύγκρουση της Γερμανίας και τη Σοβιετική Ένωση, συνεπώς την τελική ήττα της Γερμανίας. Γι’ αυτό παρ’ όλο που στη διαμάχη του Βενιζέλου με το Παλάτι υπήρξε το δεξί χέρι του φιλογερμανού Κωνσταντίνου, υπό το πρόσχημα της ουδετερότητας, δεν δίστασε να κάνει στροφή στις νέες συνθήκες του Β’ ΠΠ και να ταχθεί με το μέρος της Αγγλίας.  Σε συνεννόηση με τον Γεώργιο, φυσικά»

«Δηλαδή ο Μεταξάς ακολουθούσε πια την πολιτική του Βενιζέλου;»

«Ειρωνεία της Ιστορίας… Αυτό ακριβώς έκανε. Και όχι μόνο το έκανε αλλά δεν δίστασε να το παραδεχτεί δημόσια»

«Αυτό δείχνει ότι…»

«…ότι ο άθλιος αυτός δικτάτορας είχε εκτός από στρατηγικό μυαλό και μια αξιοσημείωτη αίσθηση ευθύνης. Κάτι που δεν τον χαρακτήριζε τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν ήταν ταυτισμένος με τον καταστροφικό Κωνσταντίνο και οργάνωνε τους παρακρατικούς επίστρατους για να χτυπήσει τον Βενιζέλο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχε προετοιμάσει την Ελλάδα για τον πόλεμο με την Ιταλία και τη Βουλγαρία, όσο καλύτερα μπορούσε»

Τον κοίταξα ερωτηματικά.

«Στα σύνορα με τη Βουλγαρία είχε κατασκευάσει τα γνωστά οχυρά, τα οποία δεν άντεξαν βέβαια στη Γερμανική επίθεση, αλλά θα ήταν αδύνατον για τους Βούλγαρους να τα περάσουν, με τα μέσα που διέθεταν.  Και δυτικότερα, σε Μακεδονία και Ήπειρο, είχε κάνει μερική επιστράτευση, τοπική, χωρίς να το πάρει είδηση κανείς, παρά τη φορτική επιμονή του Παπάγου για γενική επιστράτευση…»

«Η οποία θα έδινε στην Ιταλία το πρόσχημα που χρειαζόταν για κήρυξη πολέμου;»

«Ακριβώς»

«Και ο Παπάγος;»

Ο Ερμής πήρε μια περιφρονητική έκφραση και δεν απάντησε.  Σκέφτηκα να τον πειράξω λίγο.

«Δεν περίμενα ποτέ ν’ ακούσω από εσάς καλές κουβέντες για τον Μεταξά!»

Ο Ερμής σήκωσε τους ώμους.

«Και να σκεφτείς ότι η Ελλάδα είχε προνομιακές σχέσεις με τη Γερμανία ειδικά στον τομέα των εξοπλισμών. Πέρα από μια συμπάθεια μεταξύ των συγγενικών ιδεολογημάτων του ναζισμού και της 4ης Αυγούστου. Ενώ ο πόλεμος στην Αλβανία συνεχιζόταν, ο Μεταξάς προσπαθούσε να δει αν οι Γερμανοί θα μεσολαβούσαν για ανακωχή, ενώ αρνιόταν τις προτάσεις των Άγγλων να στείλουν δυο μεραρχίες στην Ελλάδα, για βοήθεια»

«Γιατί αρνιόταν τη βοήθεια των Άγγλων;»

«Διότι η παρουσία αγγλικών μεραρχιών στην Ελλάδα σήμαινε αυτομάτως γερμανική επίθεση. Πολύ σωστά λοιπόν ο Μεταξάς ζητούσε από τους Άγγλους δέκα μεραρχίες και την ανάλογη αεροπορία. Αλλά ενώ γινόντουσαν αυτές οι διεργασίες, το Γενάρη του 1941, πέθανε ξαφνικά»

«Υπονοείτε ότι τον έβγαλαν από τη μέση;»

«Όχι, αν και αυτό συζητήθηκε πολύ. Εννοώ ότι μετά το θάνατο του Μεταξά δεν υπήρχε στην Αθήνα ένας άνθρωπος ικανός να χειριστεί τη δύσκολη κατάσταση, με τον πόλεμο και όλες τις διεθνείς επιπλοκές»

«…και;»

«Και όλα πήγαν στραβά. Λάθη στο μέτωπο της Αλβανίας.  Λάθη με το αδύναμο Βρετανικό εκστρατευτικό σώμα, που ήρθε στέλνοντας πρόσκληση στο Χίτλερ να επιτεθεί αμέσως στην Ελλάδα.  Λάθη με την αμυντική στρατηγική Ελλήνων και Άγγλων απέναντι στους Γερμανούς. Το χειρότερο όμως ήταν ότι όταν κατέρρευσε η άμυνα στα σύνορα και οι Γερμανοί άρχισαν να κινούνται προς το νότο, κατέρρευσε και η ηγεσία της χώρας. Και η πολιτική, το Παλάτι και η κυβέρνηση και η στρατιωτική, δηλαδή ο Παπάγος»

«Πως έγινε αυτό;»

«Παλάτι και Παπάγος ήθελαν να συνεχιστούν οι μάχες για λίγες μέρες ακόμα, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους χιλιάδες Άγγλους στρατιώτες να αποχωρήσουν και να μη πιαστούν αιχμάλωτοι. Αυτό όμως σήμαινε ότι δινόταν η δυνατότητα στους Ιταλούς να αντεπιτεθούν και να αιχμαλωτίσουν τον ελληνικό στρατό, ο οποίος θα έμενε χωρίς γραμμές ανεφοδιασμού. Οι στρατηγοί από το μέτωπο παρακαλούσαν για λήξη του πολέμου, αλλά κυβέρνηση και Παπάγος επέμεναν, για χάρη των Άγγλων»

«Ποιος είχε δίκιο;»

«Σ’ αυτές τις περιπτώσεις διαλέγεις το μικρότερο κακό. Προφανώς το μεγαλύτερο κακό θα ήταν η αιχμαλωσία των ελληνικών μεραρχιών και, ενδεχομένως, η μεταφορά δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών εκτός Ελλάδας, με άγνωστες συνέπειες. Πέρα από τις ενδεχομένως τρομερές απώλειες που θα υπήρχαν με την παράταση των μαχών και τους γερμανικούς βομβαρδισμούς»

«Και τότε προέκυψε ο Τσολάκογλου και υπέγραψε την παράδοση…»

«Κι έγινε ο πρώτος δοσίλογος πρωθυπουργός»

«Πως τον κρίνετε;»

«Έκανε καλά που υπέγραψε την παράδοση. Στη συνέχεια θέλησε να παίξει με το διάβολο που του έδινε τη δήθεν πρωθυπουργία και κάηκε».

ΠΗΓΗ
29 Οκτωβρίου 2017


             ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ              



 1.
Μεταξάς: Το ΟΧΙ, η θαλάσσια κυριαρχία 
και η πίστη για την ήττα του Χίτλερ.

Στις 30 Οκτωβρίου 1940, δύο μόλις ημέρες μετά την έκρηξη του πολέμου, ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, μίλησε στους σημαντικότερους δημοσιογράφους του αθηναϊκού Τύπου, σχετικά με το πως ο πόλεμος έφτασε στην Ελλάδα, τους λόγους για τους οποίους απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο και την πρόβλεψή του για προσάρτηση των Δωδεκανήσων.

«Κύριοι έχω λογοκρισία και μπορώ να σας υποχρεώσω να γράψετε μόνον ότι θέλω. Αυτήν την ώρα όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχή σας. Για αυτό σας κάλεσα σήμερα για να μιλήσω με χαρτιά ανοικτά. Θα σας πω για τα πάντα…Μη νομίσετε ότι η απόφαση του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή, ή ότι δεν έγινε παν το επιτρεπόμενο για να αποφύγουμε τον πόλεμο. Από την εποχή της κατάληψης της Αλβανίας (από τους Ιταλούς), το Πάσχα πέρυσι, το πράγμα άρχισε να φαίνεται.

“Από τον περασμένο Μάιο είπα στον κ. Γκράτσι ότι αν προσβάλλονταν τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα θα αντιστεκόμασταν, αντί πάσης θυσίας και με όλα τα μέσα. Συγχρόνως όμως μου έρχονταν από τη Ρώμη, από τη Βουδαπέστη, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίες αντίθετοι. Στις 15 Αυγούστου έγινε ο τορπιλισμός της «Έλλης». Γνωρίζεται ότι από την πρώτη στιγμή διαπιστώθηκε ότι το έγκλημα ήταν ιταλικό. Εν τούτοις δεν επιτρέψαμε να γίνει γνωστό ότι είχαμε και τις υλικές εκείνες αποδείξεις περί της εθνικότητας του εγκληματία.Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλικά τα οποία συνόδευαν τα πλοία που μετέφεραν τους προσκυνητές από την Τήνο, μετά το έγκλημα, αν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οτιδήποτε άλλο να κάνουν αμέσως χρήση των όπλων τους. θα σας αποκαλύψω τώρα ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθεί καταλλήλως το Βερολίνο.

“Μου διαμηνύθηκε εκ μέρους του Χίτλερ η σύσταση να αποφύγω οποιονδήποτε μέτρο που μπορούσε να θεωρηθεί πρόκληση από τους Ιταλούς. Έκανα το παν για να μην μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι εύλογες αφορμές, αλλά ούτε ευλογοφανές παράπονο, εκ μέρους μας, αν και από τη πρώτη στιγμή αντιλήφθηκα τι πράγματι σήμαινε η όλως αόριστη σύσταση του Βερολίνου. Εσείς καλύτερα από κάθε άλλο γνωρίζετε ότι έκανα το παν για να μην δώσουμε αφορμή εμφάνισης της Ιταλίας ως δυνάμενης να έχει ευλογοφανείς καν αφορμές αιτιάσεων.

“Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει με όλες τις λεπτομέρειες την ιστορία των ατελείωτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανική υπομονή την οποία τηρήσαμε προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνο σε δημοσιογραφικές ανασκευές των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών. Ομολογώ ότι εμπρός στη φοβερή ευθύνη της ανάμιξης της Ελλάδας σε τέτοιο μάλιστα πόλεμο, έκρινα πως καθήκον μου ήταν να προφυλάξω τον τόπο από αυτόν, έστω και με κάθε τρόπο, ο οποίος όμως θα συμβιβαζόταν με τα γενικότερα συμφέροντα του Έθνους.

“Σε σχετικές βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνση του Άξονα, μου δόθηκε να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύση ήταν η εκούσια προσχώρηση της Ελλάδας στην «Νέα Τάξη». Προσχώρηση που θα γινόταν λίαν ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ ως «εραστή του ελληνικού πνεύματος». Συγχρόνως όμως μου δόθηκε να καταλάβω ότι η ένταξη στη «Νέα Τάξη» προϋπέθετε προκαταρκτική άρση όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονές μας. Και ναι μεν αυτό θα συνεπάγονταν φυσικά κάποιες θυσίες για την Ελλάδα, αλλά οι θυσίες αυτές θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως ασήμαντες μπροστά στα «οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα», τα οποία θα είχε για την Ελλάδα η «Νέα Τάξη» στην Ευρώπη και στη Βαλκανική. Φυσικά με κάθε περίσκεψη και ανεπισήμως επεδίωξα με κάθε τρόπο να κατατοπισθώ συγκεκριμένα ποιες θα ήταν οι θυσίες αυτές, με τις οποίες η Ελλάδα θα πλήρωνε την ατίμωση, της με την δική της θέληση προσφοράς υπαγωγής της στη «Νέα Τάξη».

“Με καταφανή προσπάθεια αποφυγής σαφούς καθορισμού μου δόθηκε να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνες στοργή του Χίτλερ ήταν η εγγύηση ότι οι θυσίες αυτές θα περιορίζονταν στο ελάχιστο δυνατό. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσο επιτέλους θα μπορούσε να είναι αυτό το ελάχιστο, τελικώς θα δόθηκε να κατανοήσουμε ότι αυτό συνίστατο σε μερικές ικανοποιήσεις προς την Ιταλία, δυτικώς μέχρι την Πρέβεζα και προς τη Βουλγαρία, ανατολικά μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Δηλαδή θα έπρεπε για να αποφύγουμε τον πόλεμο να γίνουμε εθελοντές δούλοι και να πληρώσουμε αυτή την τιμή με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδας προς ακρωτηριασμό από την Ιταλία και του αριστερού προς ακρωτηριασμού από τη Βουλγαρία.

“Φυσικά δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδας. Και με το δίκιο τους. Κυρίαρχοι πάντοτε της θάλασσας δεν θα παρέλειπαν, υπερασπιζόμενοι τους εαυτούς τους, έπειτα από μια τέτοια αυτοδούλωση της Ελλάδας στους εχθρούς τους να καταλάβουν την Κρήτη και τα άλλα μας νησιά τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυπτε μόνο από την πιο απλή λογική, αλλά και από ασφαλείς βέβαιες πληροφορίες από την Αίγυπτο, όπου είχε ήδη προμελετηθεί και αντιμετωπισθεί η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνει ως φυσικό επακόλουθο κάθε τυχόν εκούσιας ή ακούσιας συνεργασίας της Ελλάδας με τον Άξονα, στα ελληνικά νησιά, ώστε να εμποδιστούν οι δυνάμεις του Άξονα να τα χρησιμοποιούσουν.

“Δεν μπορώ αφετέρου να μην παραδεχθώ ότι σε μια τέτοια περίπτωση το δίκιο δεν θα βρίσκονταν με το μέρος της κυβέρνησης, η οποία για να προφυλάξει τον λαό από τον πόλεμο θα τον καταδίκαζε σε εθελούσια υποδούλωση, μετά εθνικού ακρωτηριασμού. Αυτή η δήθεν προφύλαξη θα ήταν για την τύχη, στο μέλλον, της ελληνικής φυλής, πλέον ολέθρια και από τις χειρότερες έστω συνέπειες του πολέμου. Το δίκαιο, λοιπόν, δεν θα ήταν με το μέρος της κυβέρνησης της Αθήνας, αν η τελευταία ενεργούσε κατά τις υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα.

“Το δίκαιο θα ήταν με το μέρος του ελληνικού λαού, ο οποίος θα την καταδίκαζε, και με το μέρος των Άγγλων οι οποίοι, υπερασπιζόμενοι την ύπαρξή τους, επίσης δικαίως θα λάμβαναν τα μέτρα που φέρονται να έχουν μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τις δίκαιες αιτιάσεις των Ελλήνων, που θα προέκυπταν εν καιρώ αν δινόταν η εύλογος αυτή αφορμή. Θα δημιουργούνταν έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτή τη φορά Ελλάδες. Πρώτη θα ήταν η επίσημη της Αθήνας, η οποία θα είχε φτάσει στην πώρωση και στο κατάντημα για να αποφύγει τον πόλεμο να δεχτεί να γίνει εθελοντής δούλος, πληρώνοντας μάλιστα την τιμή αυτή και με την συγκατάθεσή της να αυτοακρωτηριασθεί τραγικότατα, παραδίνοντας στη δουλεία πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα μπορώ να πω τους ελληνικότερους των ελληνικών.

“Δεύτερη θα ήταν η πραγματική Ελλάδα. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίο ποτέ δεν θα αποδεχόταν την εκούσιά του υποδούλωση πληρωμένη μάλιστα με εθνικό ακρωτηριασμό αφόρητο, που θα ισοδυναμούσε με οριστική ατίμωση και μελλοντική σίγουρη εκμηδένιση του Ελληνισμού ως έννοια και οντότητα, πρώτα ηθική και δεύτερον και υλική. Το Έθνος ουδέποτε δεν θα συγχωρούσε στον Βασιλιά και στην Εθνική Κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου τέτοια πολιτική. Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μια ακόμη Ελλάδα, η Ελλάδα την οποία δεν θα παρέλειπαν να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκληση του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψη του βρετανικού στόλου, στην Κρήτη και στα άλλα νησιά. Η τρίτη αυτή Ελλάδα, η «Δημοκρατική» θα είχε με το μέρος της όχι μόνο την πρόθυμη υποστήριξη της Αγγλίας, στην οποία θα έδινε το δικαίωμα να καλύψει τα νησιά μας, καλυπτόμενη και η ίδια στη βόρειο Αφρική, αλλά θα είχε με το μέρος της και το εθνικό δίκιο.

“Η ηθική δύναμη λοιπόν θα απορροφούσε μοιραίως την επίσημη Ελλάδα, γιατί θα διέθετε η τρίτη αυτή Ελλάδα, την ανεπιφύλακτη έγκριση και ενίσχυση της ανεπίσημης δεύτερης Ελλάδας, την εθνική δημόσια γνώμη εν τη παμψηφία της. Έζησα κύριοι την περίοδο του εθνικού διχασμού, που δημιουργήθηκε το 1916 όταν από την κατάσταση εκείνη προέκυψαν δύο Ελλάδες, η της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Τον κίνδυνο από μια νέα διαίρεση της Ελλάδας, μια νέα διαίρεση μάλιστα κατά πολύ τραγικότερη, διότι όπως την σκιαγράφησα δεν θα ήταν καν διχασμός, αλλά τριχοτόμηση, τον κίνδυνο αυτό τον θεωρώ για το Έθνος και για το μέλλον του ασύγκριτα χειρότερο από τον πόλεμο, έστω και αυτόν τον πόλεμο, από τον οποίον είναι δυνατό και υποδουλωμένη να βγει προσωρινώς η Ελλάδα. Λέγω προσωρινώς γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας.

Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορούν να νικήσουν. Υπάρχουν πολλά εμπόδια. Η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να μην προκαλέσει μεν, με κανένα τρόπο κανέναν, αλλά και με κανέναν τρόπο να μην υποκύψει. Προ παντός είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει τα εδάφη της, έστω και αν πρόκειται να πέσει. Ήδη η απόφασή της αυτή και η πολιτική της αυτή, χάρις στην οποία απρόκλητα προσβλήθηκε, χάρισε στον τόπο και στον λαό μας το πλέον ανεκτίμητο των αγαθών και το μεγαλύτερο στοιχείο της δύναμής του. Αυτή η πολιτική έδωσε στον λαό την απόλυτη ψυχική και πανεθνική ένωσή του. Σήμερα όμως επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντες προδικάζουν την τελική μας νίκη.

“Η Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των Γερμανών. Είναι σύμμαχος των Άγγλων. Η Βουλγαρία βέβαια ενεδρεύει και τώρα όπως και τότε, αλλά εν’ πάση περιπτώσει αυτή την εποχή, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν τολμά. Ο καιρός όμως δεν δουλεύει για τον Άξονα. Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος, για τη Γερμανία η νίκη θα ήταν σε κάθε περίπτωση δυνατή μόνο με κοσμοκρατορία. Αλλά η κοσμοκρατορία για την Γερμανία κατέστη οριστικά αδύνατη στη Δουνκέρκη. Ο πόλεμος για τον Άξονα έχει χαθεί, από τη στιγμή που η Αγγλία διακήρυξε: «Θα πολεμήσουμε έστω και μόνοι στο νησί μας και πέραν των θαλασσών. Θα πολεμήσουμε μέχρι της νίκης».

“Αλλά επιπλέον εμείς οι Έλληνες πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν πολεμάμε μόνο για τη νίκη, αλλά και για τη δόξα. Δεν ξέρω αν κανείς αντιβενιζελικός από εσάς είναι πάντοτε αδιάλλακτος. Λοιπόν ακούτε για να συνεννοηθούμε. Εγώ κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, τήρησα μέχρι σήμερα την πολιτική του αείμνηστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτική της ουδετερότητας. Έκανα το παν για να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της σύγκρουσης των μεγάλων κολοσσών. Ήδη μετά την άδικη επίθεση της Ιταλίας, η πολιτική που ακολουθώ είναι η πολιτική του αείμνηστου Βενιζέλου.

“Διότι είναι η πολιτική συνταυτισμού της Ελλάδας με την τύχη της δύναμης, για την οποία η θάλασσα είναι ανέκαθεν, όπως και για την Ελλάδα, όχι το εμπόδιο που χωρίζει, αλλά η υγρή λεωφόρος που συνδέει. Βέβαια στην ιστορία μας την νεώτερη δεν είχαμε μόνο ευγνωμοσύνης λόγους για την Αγγλία, της οποίας άλλωστε η μεταπολεμική πολιτική, των τελευταίων ιδίως ετών, είναι πολιτική μεγίστων και ιστορικών αγγλικών ευθυνών. Αλλά τις ευθύνες αυτές η Αγγλία τις αποδίδει σήμερα με την περήφανη αποφασιστικότητα λαού μεγάλου, σώζοντας την ελευθερία του κόσμου και του πολιτισμού. Για την Ελλάδα η Αγγλία είναι φυσική φίλη και επανειλημμένα αποδείχθηκε προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια.

“Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί να μην είναι δική μας. Θα είναι νίκη του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι στον οποίο η Γερμανία, η οποία αφού ως τώρα δεν κατόρθωσε να επιτύχει οριστικό αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβεί. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζοντας δεν πρέπει να θεωρείται για τον Άξονα ανέφελος, ούτε προς Ανατολάς. Και η Ανατολή είναι πάντοτε μυστηριώδης. Πάντοτε ήταν, αλλά σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά είναι γεμάτη από απρόοπτα και μυστήριο. Τελικώς λοιπόν θα νικήσουμε. Και θέλω φεύγοντας από την αίθουσα αυτή να πάρετε μαζί σας όλη την δική μου απόλυτη βεβαιότητα ότι θα νικήσουμε. Εν τούτοις πρέπει να σας επαναλάβω, ότι επισημότερο διακήρυξα από την πρώτη στιγμή.

“Η Ελλάς δεν πολεμά για τη νίκη. Πολέμα για τη Δόξα. Και για την Τιμή της. Έχει υποχρέωση προς τον εαυτό της να μείνει άξια της ιστορίας. Η Ιταλία είναι μεγάλη δύναμη, όταν δε προχθές έγινε η πρώτη αεροπορική επιδρομή, ομολογώ ότι με έκπληξη άκουσα σε σχετική ερώτησή μου την απάντηση ότι τα επιδράμοντα αεροπλάνα ήταν μόνο ιταλικά. Αυτό φτάνει να σας δώσει να καταλάβετε με ποιες ιδέες μπήκα στον πόλεμο. Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει, έστω και χωρίς καμιά ελπίδα νίκης. Μόνο γιατί πρέπει. Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός θα ήταν αδύνατο να δεχτεί οτιδήποτε άλλο αυτή τη στιγμή. Γιατί είναι ελεύθερος και απερίσπαστος στην φυσική του ευθυκρισία και υπερηφάνεια, εφόσον δεν δόθηκε η ευκαιρία να θολωθεί η κρίση του δια αγοραίων θορύβων και παραπλανητικών εκστρατειών.

“Κάναμε ότι ήταν δυνατό για να μην έχουμε το παραμικρό άδικο. Και θα εξακολουθήσουμε την ίδια τακτική μέχρι τέλους. Σας έχω στο τραπέζι μερικά έγγραφα. Είναι όλες οι αποδείξεις της ιταλικής ενέδρας εκ προμελέτης. Όταν τελειώσω μπορείτε να τα δείτε. Περιττό να πάρετε σημειώσεις. Συντομότατα θα δημοσιευτούν στη Λευκή Βίβλο, η οποία διέταξα να εκδοθεί το ταχύτερο. Δεν σας κρύβω κύριοι ότι η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μας περιμένουν μάλιστα δοκιμασίες μεγάλες. Για να μην δώσω ευκαιρία προς την επιζητούμενη δια παντός τρόπου αφορμή κατασυκοφάντησής μας, βρέθηκα υποχρεωμένος να πάρω μια απόφαση εξόχως σοβαρή. Να μην κάνω επιστράτευση όταν από καιρού την ζητούσε και εξακολούθησε επανειλημμένα να μου ζητά το Επιτελείο.

“Ο ιταλικός όγκος λοιπόν βρήκε απέναντί του δυνάμεις πολύ ασθενείς, τουλάχιστον για την κρούση των πρώτων ημερών. Ο ρόλος σας είναι σήμερα μεγάλος και επισημότατος. Μη χάνετε το θάρρος σας, οτιδήποτε και αν γίνει, γιατί αλλιώς αδύνατον να φανείτε άξιοι του λαού σας και του καθήκοντός σας, το οποίο είναι να συντηρήσετε την ιερή φλόγα του ελληνικού λαού, να βοηθήσετε τον μαχόμενο στρατό, να υπάρξετε συνεργάτες της κυβέρνησης, ότι και αν αισθάνεστε για αυτή. Πρέπει να πιστέψετε εσείς για να μπορέσετε να μεταδώσετε την πίστη σας στο κοινό σας, μολονότι αυτή τη φορά έχουμε όλοι μας να πάρουμε από τον ελληνικό λαό και από το απερίγραπτο θάρρος του και όχι να δώσουμε. Θέλω ακόμα να πω κάτι.

“Ξέρω με βεβαιότητα ότι από τη φοβερή αυτή δοκιμασία η Ελλάδα θα υποφέρει. Ξέρω επίσης με βεβαιότητα ότι τελικώς εξέλθει όχι μόνο ένδοξη, αλλά και μεγαλύτερη. Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ. Τσώρτσιλ, το οποίο δημοσιεύτηκε σήμερα στις εφημερίδες, με ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών. Λοιπόν επιθυμώ να σας τονίσω τούτο. Εκείνοι οι οποίοι στο τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτή επιβεβαίωση εγγράφου συμφωνίας για τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές. Και κάτι άλλο ακόμα. Τα Δωδεκάνησα προδικάζουν».

28/10/2018  



 2.
Ιωάννης Μεταξάς – Στρατηγική μεταξύ σφύρας και άκμονος.

«Την 3ην πρωϊνήν [της 28ης Οκτωβρίου του 1940] ο Πρεσβευτής της Ιταλίας μοί επέδωκε προσωπικώς διακοίνωσιν δια της οποίας η Ιταλική Κυβέρνησις κατηγορεί την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ως υπομείνασαν την υπό του αγγλικού στόλου χρησιμοποίησιν, κατά την εξέλιξην των πολεμικών επιχειρήσεων, των χωρικών αυτής υδάτων, των παραλίων της και των λιμένων της, ως ευνοήσασαν τον ανεφοδιασμόν των εναέριων βρεττανικών δυνάμεων, ως επιτρέψασαν την οργάνωσιν εις το Ελληνικόν αρχιπέλαγος μιας υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών εναντίον της Ιταλίας… Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική.

»Η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν ως εκ τούτου εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ως εγγύησιν της ουδετερότητος της Ελλάδος και ως εγγύησιν της ασφάλειας της Ιταλίας, το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων και δια την διάρκειαν της σημερινής συρράξεως μετά της Αγγλίας ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και μη παρεμποδίση την ελευθέραν διεύλεσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσιν...


»Επιδίδων την διακοίνωσιν ταύτην ο Πρεσβευτής της Ιταλίας μοί προσέθηκε προφορικώς ότι αι κινήσεις των ιταλικών στρατευμάτων προς είσοδον εις το ελληνικόν έδαφος θα αρχίσωσι την 6ην πρωϊνήν. Απήντησα εις τον Πρεσβευτήν της Ιταλίας ότι εθεωρούν το περιεχόμενον της διακοινώσεως ταύτης και το τελεσιγραφικόν αυτής χαρακτήρα ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος». (Εγκύκλιος πρωθυπουργού και υπουργού των Εξωτερικών, Ιωάννη Μεταξά προς όλες τις ελληνικές πρεσβείες, 28.10.1940)

Η αξίωση ελευθερίας που προδηλώνει ο Ιωάννης Μεταξάς, αποκρυσταλλώνεται στην απόφασή του να προασπίσει, με οποιοδήποτε κόστος, την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία του ελληνικού κράτους. Όπως αναφέρει στο διάγγελμά του, προς τον ελληνικό λαό (28.10.1940)

«Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίσουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωϊνήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους… Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος αν εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών».

Η εμπειρία του Διχασμού

Η αξίωση ελευθερίας αποτελεί εγγενή, αδιαπραγμάτευτη αξία και αιτιολογείται από την παρελθούσα ιστορική εμπειρία. Έχει προηγηθεί ο Εθνικός Διχασμός, η διαφωνία του όταν ήταν υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1914-1916) με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο για την ακολουθητέα πολιτική (ουδετερότητα ή σύμπραξη με τις δυνάμεις της Ανταντ) της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Έζησα, κύριοι, την περίοδον του Εθνικού Διχασμού, που εδημιουργήθη το 1916, […]. Τον κίνδυνον από μίαν διαίρεσιν της Ελλάδος προκύπτουσαν συνεπεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, […], μίαν νέαν διαίρεσιν μάλιστα πολύ τραγικωτέραν, διότι όπως εσκιαγράφησα δεν θα ήτο καν διχασμός αλλά τριχοτομισμός, τον κίνδυνον αυτόν θεωρώ, κύριοι, δια το Έθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον,[…]»

Κατά τούτο, θα επιδιώξει την ολοκληρωτική κινητοποίηση της ελλαδικής κοινωνίας για την άντληση και χρήση των εσωτερικών συντελεστών στρατιωτικής, οικονομικής, διπλωματικής και κοινωνικής ισχύος. Τοιουτοτρόπως, εδραζόμενος στη στρατηγική κατεύθυνση του Ελευθέριου Βενιζέλου, για πολιτοκοστρατιωτική σύμπραξη της Ελλάδας με τις ναυτικές δυνάμεις, θα επιζητήσει και ετερόφωτες πηγές ισχύος, μέσω της ρητορικής πρόσδεσης της χώρας στο άρμα της Αντάντ, προτάσσοντας ως ικανή και αναγκαία συνθήκη την εξωτερική οικονομικό-στρατιωτική εξισορρόπηση από τη Μεγάλη Βρετανία.

Άλλο θεωρία και άλλο πράξη

«Αυτό που επιθυμώ είναι μία συμμαχία με τη Μ. Βρετανία. Και γιατί όχι;» (Δήλωση Μεταξά, 3.10.1938). Ωστόσο, έχοντας διακηρύξει ως πολιτικό του στόχο την τήρηση απαρέγκλιτης πολιτικής ουδετερότητας, υιοθετώντας το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου (1928-1932) «εἴμεθα φίλοι ὅλων, ἀλλὰ σύμμαχοι κανενός», αναφαίνεται μια ουσιώδης διαφοροποίηση μεταξύ της πολιτικής του ρητορείας και πράξης. Όπως ο ίδιος συνομολογεί (30.10.1940):

«…εμπρός εις την φοβεράν ευθύνη της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον αυτόν, έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος θα εσυμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικές βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Άξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα ημπορούσε να είναι μια εκούσια προσχώρησις της Ελλάδος εις την ‘Νέαν Τάξιν’».


Ενώ στο Τετράδιο των Σκέψεών του (2.1.1941) σημειώνει ότι: «η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία – εκτός από την απαραίτητη και αλλοιώς αναγκαία φιλική σχέσι. Η Ελλάδα καμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υπεσχέθη εις την Αγγλία». Η διφυής πολιτική ρητορεία και λιγότερο πράξη του Μεταξά, σε συνδυασμό με την αμυντική φύση της υψηλής του στρατηγικής / πολιτικής, μας οδηγεί στο ερώτημα περί του μέτρου συναρμογής της εξωτερικής πολιτικής στους περιορισμούς της διεθνούς και της εσωτερικής δομής.

Το χαρτί της Ελλάδας

Αναμφίλεκτα, η υιοθέτηση πολιτικής ουδετερότητας, αιτιολογούνταν λόγω των γεωστρατηγικών περιορισμών που δημιουργούσαν τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στα Βαλκάνια και της περιορισμένης στρατιωτικής ικανότητας της Αθήνας – άμυνα της «εκ Βορρά απειλής». Για τις πρώτες, οφείλουμε να προσημειώσουμε ότι η βέλτιστη πολιτική επιλογή για τους δύο συνασπισμούς (Αντάντ και δυνάμεις του Άξονα) ήταν η ένταξη των βαλκανικών κρατών στην σφαίρα επιρροής τους, ή τουλάχιστον η διατήρηση ευμενούς πολιτικής ουδετερότητας.

Ειδικότερα, ως κράτη-κλειδιά, λόγω τοπογεωγραφικής θέσης, ορυκτών πόρων και συντελεστών στρατιωτικής ισχύος, αναγνωρίζονταν η Τουρκία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ελλάδα. Υπό αυτό το πρίσμα, η διατήρηση πολιτικής ουδετερότητας από την Αθήνα, συναρτώταν, τόσο με αντίστοιχες πολιτικές επιλογές από τους βαλκανικούς της συνδαιτυμόνες, όσο και με μια σειρά προσδιοριστικών κριτηρίων (γεωγραφική απόσταση από το θέατρο του πολέμου, κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα, γεωπολιτική βαρύτητα) ως προς το μέτρο εφαρμογή της.

Πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το συγκριτικό γεωγραφικό πλεονέκτημα της Αθήνας, την καθιστούσε μήλον της έριδος μεταξύ ναυτικών και ηπειρωτικών δυνάμεων, λόγω της στρατηγικής σημασίας μιας σειράς νησιών, του Αιγαίου (Λήμνος, Κρήτη) και του Ιονίου (Κέρκυρα, Κεφαλλονιά), καθώς και των λιμένων της χώρας (λιμάνι της Θεσσαλονίκη).

Όπως αναφέρει σε δήλωσή του (3.10.1938) ο Ιωάννης Μεταξάς: «Θα πρέπει να δεχθούμε ως δεδομένο ότι σε περίπτωση ευρωπαϊκού πολέμου το ναυτικό και η αεροπορία της Μεγάλης Βρετανίας θα έχουν απόλυτη ανάγκη των ελληνικών νησιών και λιμανιών. Αν δεν τα έχετε αυτά αυτομάτως ως σύμμαχοι, θα αναγκασθείτε να τα πάρετε, αλλά όχι χωρίς δυσκολίες. Δεν είναι καλό να αγνοεί κανείς τον παράγοντα γεωγραφία. Και ασφαλώς η Ελλάδα είναι μία δύναμη που αξίζει να την έχει κανείς σύμμαχο και αμέσως μάλιστα…».

Ως εκ τούτου, ο Ιθακήσιος πρωθυπουργός θα επιζητήσει την ανάπτυξη-διατήρηση καλοκάγαθων-ισόρροπων εξωτερικών σχέσεων με τις ηγέτιδες δυνάμεις των δύο συνασπισμών (Αγγλία & Γερμανία) με αντικειμενικό πολιτικό στόχο να «μη αναμιχθή εις τας διχόνοιας μεταξύ των μεγάλων ομάδων» και να μην «επιτρέψη οιανδήποτε προσπάθειαν προς χρησιμοποίησιν του εδάφους αυτής ως θεάτρου πολέμου» (Τηλεγράφημα πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών, Ιωάννη Μεταξά προς την Ρώμη Πρεσβείαν, 4.7.1940)


Διονύσιος Τσιριγώτης 

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς με αντικείμενο Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία. Από τον Απρίλιο του 2008 έως σήμερα είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ίδιου πανεπιστημίου. Είναι συγγραφέας μονογραφιών, δοκιμίων και άρθρων.

https://slpress.gr/idees/
ioannis-metaxas-stratigiki-metaxy-sfyras-kai-akmonos/
28 Οκτωβρίου 2018 



 3.
Ιωάννης Μεταξάς – Το καταδικασμένο γεωστρατηγικό εγχείρημα.

Η διατήρηση πολιτικής ουδετερότητας από την Αθήνα το 1940, εξυπηρετούσε τα ζωτικά συμφέροντα της βρετανικής και της γερμανικής υψηλής στρατηγικής. Ειδικότερα, προσέδιδε τη δυνατότητα στο Λονδίνο να στραφεί απερίσπαστο στην ενάσκηση του ιστορικού στρατηγικού του ρόλου, ως υπερπόντιου εξισορροπιστή στην Γηραιά Ήπειρο, παρεμποδίζοντας την εμφάνιση εν δυνάμει περιφερειακών ηγεμόνων – Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία.

Ταυτόχρονα (το Λονδίνο) ενίσχυε τους πολιτικοοικονομικούς και στρατηγικούς του δεσμούς με την Τουρκία, διατηρώντας αναλλοίωτη την κεντρική αρχή της διπλωματικής του πράξης –αποφυγή διμερών συμμαχικών δεσμεύσεων ως απόρροια της στρατηγικής του διαίρει και βασίλευε.

Αντίστοιχα, η πολιτική της ουδετερότητας καθίστατο ευνοϊκή και για την προαγωγή των αξονικών στόχων της γερμανικής πολιτικής στα Βαλκάνια, εφόσον αποτρεπόταν η δημιουργία ενός πολιτικοστρατιωτικού συνασπισμού συνδεδεμένου με την Αγγλία, ενισχύοντας την γερμανική οικονομική-πολιτική επιρροή στη Χερσόνησο του Αίμου.

Τουναντίον, μια ενδεχόμενη προσχώρηση της Ελλάδας στις Κεντρικές Δυνάμεις, εγκυμονούσε μείζονες απειλές για την εσωτερική-εξωτερική της κυριαρχία, την εδαφική της ακεραιότητα και την σταθερότητα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.

«Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού, μου εδόθη να καταλάβω ότι […] τούτο (σύμπραξη με Άξονα) συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς. Δηλαδή θα έπρεπε δια ν’ αποφύγωμεν τον πόλεμον να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν, και του αριστερού από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. […].

Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπαν, […], να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον. […]. Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, και να μη αναγνωρίσω, ότι ένας λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της Κυβερνήσεως, η οποία δια να τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’ εθνικού ακρωτηριασμού». (Ανακοίνωση Μεταξά στους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού τύπου, 30.10.1940).

Στατική άμυνα έναντι Βουλγαρίας

Επανερχόμενοι στο αφετηριακό μας ερώτημα, και έχοντας ήδη αναλύσει τους εξωτερικούς περιορισμούς της πολιτικής του Ιωάννη Μεταξά, ανάλογη βαρύτητα ενέχουν και οι εσωτερικές μεταβλητές. Από τη μια πλευρά η αμυντική φύση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής/πολιτικής για την ανάσχεση της Βουλγαρίας, συνετέλεσε στη μη ύπαρξη ενός οργανωμένου σχεδίου άμυνας απέναντι σε μια μεγάλη δύναμη (Ιταλία) από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, μέχρι και τον Απρίλιο του 1939 (Ιταλική εισβολή στην Αλβανία).

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος: «Αποκλειστικός σκοπός της πολεμικής μας παρασκευής, ως η Κυβέρνησις τον καθώρισε είναι η αντιμετώπισις ελληνοβουλγαρικού πολέμου». «Ουδέποτε η Κυβέρνησις μεταξύ των σκοπών της στρατιωτικής μας προπαρασκευής είχε θέσει και τον της αντιμετωπίσεως ενός πολέμου κατά της Ιταλίας».

Παρεπόμενα, ο αντικειμενικός στόχος της ελληνικής στρατιωτικής στρατηγικής συνίστατο στην προβολή στατικής άμυνας, μέσω της κατασκευής-λειτουργίας οχυρωματικών έργων στην βορειοανατολική μεθόριο (21 μόνιμα οχυρά στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη), παράλληλα με την εφαρμογή ενός συντεταγμένου εξοπλιστικού προγράμματος, με σκοπό την αυτάρκεια της Ελλάδας σε υλικό πολέμου, υπερδιπλασιάζοντας τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες σε 4,4 δισ. δρχ., την περίοδο 1936-39.

Πελατειακές σχέσεις με Μεγάλη Βρετανία

Από την άλλη πλευρά, η εσωτερική ευθραυστότητα του μεταξικού καθεστώτος, λόγω της δοτής, «ελέω» Βασιλέα Γεώργιου Β’, ανάρρησης στο πρωθυπουργικό θώκο, επιτάσσει την επιλογή της πολιτικής ουδετερότητας και την συμπόρευση, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορείας, με τον φιλοβρετανικό προσανατολισμού του θρόνου, ως απόδειξη πίστης-νομιμοφροσύνης στο διατακτικό του. Χαρακτηριστικά, ο πρέσβης της Γερμανίας στην Αθήνα, πρίγκιπας Έρμπαχ, σε αναφορά προς την κυβέρνησή του (8.10.1938) αποκρυσταλλώνει εναργώς τη συλλογιστική του Ι. Μεταξά:

«Πᾶσα λῆψις θέσεως ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς ἢ του ἅλλου στρατοπέδου θὰ ἐσήμαινε τὴν πτῶσιν τοῦ [ἑλληνικοῦ] δυναμικοῦ καθεστῶτος. Μία δήλωσις ὑπὲρ τῆς Γερμανίας ἐκ μέρους τῆς κυβερνήσεως, μολονότι λίαν ἀπίθανος, θὰ προσέκρουεν εἰς τὴν ἀντίδρασιν τοῦ Βασιλέως καὶ θὰ ὠδήγει εἰς ἐπανάστασιν. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ἡ κυβέρνησις Μέταξα, ὑπείκουσα εἰς ἐξωτερικὰς καὶ ἐσωτερικὰς πολιτικὰς πιέσεις, ἐξεδηλοῦτο ὑπὲρ τῆς Ἀγγλίας, οἱ βενιζελικοὶ δὲν θὰ ἐβράδυναν τότε ν’ ἀναλάβουν αὐτοὶ τὰ ἡνία τῆς διακυβερνήσεως τῆς χώρας».

Αν και γνώριζε, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1936, ότι γεωπολιτικά η Ελλάδα είχε ενταχθεί στην ιταλική σφαίρα επιρροής, ο Μεταξάς δεν θα διστάσει να διαρρήξει τους συμβατικούς διπλωματικούς του δεσμούς με τη Ρώμη, μη ανανεώνοντας το Σύμφωνο φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού του 1928. Υπό αυτό το πρίσμα, η απόρριψη του συμφώνου Βενιζέλου-Μουσολίνι, και η ανάπτυξη-εκδήλωση κεντρόφυγων πολιτικών τάσεων μεταξύ των μελών του Βαλκανικού Συμφώνου, αποστερούσε την Ελλάδα από εξωτερικά πολιτικοδιπλωματικά ερείσματα.

Κατ’ αυτό τον τρόπο ανέδειξε τη Μεγάλη Βρετανία ως μοναδικό εξωτερικό εξισορροπητή, λόγω του απαγορευτικού πλαισίου για σύμπραξη με τις δυνάμεις του Άξονα. Εκμεταλλευόμενος τη γεωστρατηγική σημασία που ενείχε η τοπογεωγραφική θέση της Ελλάδας, για την προαγωγή των βρετανικών ζωτικών συμφερόντων στην ανατολική Μεσόγειο, θα επιχειρήσει να συγκροτήσει ένα πελατειακό πλαίσιο εξωτερικών σχέσεων με τη Βρετανία.

Γιατί δεν κάνετε κάτι;

«Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τη στάση σας. Χρειάζεστε την Ελλάδα. Σε ώρες ανάγκης τη χρησιμοποιήσατε στο παρελθόν και θα την ξαναχρησιμοποιήσετε στο μέλλον. Εντούτοις, ενώ κάνετε τόσα πολλά για την Τουρκία, δεν δείχνετε καμία διάθεση να κάνετε οτιδήποτε για την Ελλάδα, να σταθείτε στο πλευρό της ή να τη βοηθήσετε. Εννοώ αυτή τη στιγμή όχι μόνο τις πολιτικές μας σχέσεις αλλά την οικονομική βοήθεια, πιστώσεις κ.λ.π., που χρειαζόμαστε για την εθνική μας ανασυγκρότηση και που αισθανόμαστε, ιδιαίτερα εν όψει των όσων κάνετε για την Τουρκία, ότι έχουμε σχεδόν το δικαίωμα να απαιτούμε από σας. Και γνωρίζετε ασφαλώς πως δουλεύουν εδώ οι Γερμανοί. Γιατί δεν κάνετε τίποτε […]».

Εν τοις πράγμασι όμως, οι προτάσεις του Μεταξά για πολιτικοστρατιωτική σύμπραξη με τη Μεγάλη Βρετανία, αναδεικνύονται σε μια «αναγκαία μυθοπλασία», εφόσον, για μια σειρά από λόγους και αιτίες που συνδέονται με την αξονική αρχή της βρετανικής υψηλής στρατηγικής –διαίρει και βασίλευε– και την ορθολογική ανάγνωση της διαμορφωθείσας κατάστασης στο επιχειρησιακό επίπεδο, κρίνονταν ασύμφορη, οποιαδήποτε διμερής πολιτικοστρατιωτική συμφωνία με την Ελλάδα, λόγω της απίσχνασής της αμυντικής της ικανότητας (σχεδόν ανύπαρκτη αντιαεροπορική -παράκτια άμυνα, εκτεταμένη συνοριακή γραμμή) και της ενδεχόμενης εμπλοκής της Βρετανίας στις έριδες των βαλκανικών συνδαιτυμόνων.

Ορθώς λοιπόν ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε αναγνώσει το ανέφικτο του διπλωματικού του εγχειρήματος πολύ πριν την έναρξη του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Διαπραγματεύσεις μὲ Βατερλόου [πρέσβυ τῆς Ἀγγλίας εἰς Ἀθήνας]. Προτάσεις μου [περὶ ἀγγλοελληνικῆς συμμαχίας]. Εἶμαι βέβαιος ὅτι δεν θὰ γίνουν δεκταί. Ἀλλὰ ἐλευθερώνομαι». (Ημερολόγιο Μεταξά, 20.10.1938)

Διονύσιος Τσιριγώτης 

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς με αντικείμενο Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία. Από τον Απρίλιο του 2008 έως σήμερα είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ίδιου πανεπιστημίου. Είναι συγγραφέας μονογραφιών, δοκιμίων και άρθρων. 

https://slpress.gr/idees/
ioannis-metaxas-to-katadikasmeno-geostratigiko-egcheirima/
28 Οκτωβρίου 2018 


4.
 Ποιος ακριβώς ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς;  

1. Η τεθλασμένη μνήμη

Το έπος του 1940 έχει απορροφήσει και συμπυκνώσει την συλλογική μνήμη για τον Μεταξά.Ο Ιωάννης Μεταξάς (Ιθάκη 12 Απριλίου 1871 –Κηφισσιά  29 Ιανουαρίου 1941) έχει αποτυπωθεί στην ιστορία κυρίως για το ΟΧΙ που εξέπεμψε στις 28 Οκτωβρίου 1940, δηλαδή την άρνηση υποταγής στην ιμπεριαλιστική και φασιστική Ιταλία. Σε δεύτερο πλάνο, η μνήμη του συνδέεται με το δικτατορικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε την 4η Αυγούστου 1936 και διηύθυνε μέχρι τον θάνατό του στις 29 Ιανουαρίου 1941. Από εκεί και πέρα υπάρχει συνήθως άγνοια. 

Αλλά η δράση του Μεταξά εκτείνεται πολλές δεκαετίες πίσω, και μάλιστα σε διαφορετικούς αλλά όλους σημαντικούς ρόλους. Η οικεία φιγούρα του ηλικιωμένου Μεταξά που επιθεωρεί παρελάσεις της ΕΠΟΝ ή του πρωθυπουργού του ΟΧΙ, είναι μόνον οι τελευταίες στιγμές μίας μακράς, πολυσχιδούς, καθοριστικής για την νεώτερη ελληνική ιστορία διαδρομής.

2. Ήταν ο Μεταξάς στρατιωτική ιδιοφυΐα;

Ο Μεταξάς υπήρξε πράγματι στρατιωτική ιδιοφυΐα διεθνούς διαμετρήματος. Δεν είναι αστικός μύθος ότι οι συμμαθητές του στην Πρωσσική Ακαδημία Πολέμου, όπου φοίτησε το διάστημα 1898-1902 με υποτροφία του ελληνικού κράτους, θεωρούσαν ότι «ουδέν πρόβλημα άλυτον διά τον Ιωάννην Μεταξάν». Αφηγείται ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος στο αυτοβιογραφικό Αγαπημένη μου Χαϊδελβέργη (Αθήνα 1980, σ.268): «Ένας [Γερμανός] στρατηγός, όταν έμαθε ότι ήμουν Έλλην, μου είπε ότι είχε συμφοιτητή στην Ακαδημία Πολέμου τον Μεταξά και ότι στην Ακαδημία κυκλοφορούσε ο λόγος ότι γιά τον Μεταξά δεν είναι τίποτε δύσκολο.»

Πέραν αυτής της ακαδημαϊκής μαρτυρίας, υπάρχουν και τα γεγονότα. Δεν είναι τυχαία η εκτίμηση και η εμπιστοσύνη που έτρεφε για αυτόν διαχρονικά όλο το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο και η βασιλική δυναστεία. Ο Μεταξάς, μόλις επέστρεψε από την Γερμανία, τοποθετήθηκε στο Επιτελείο, συνέβαλε στην εκπόνηση του νέου σύγχρονου στρατιωτικού κανονισμού (1904) και ανέλαβε την στρατιωτική εκπαίδευση του μετέπειτα βασιλέως Γεωργίου Β΄. Αλλά και ο Βενιζέλος, μόλις έγινε πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 1910, τοποθέτησε αμέσως τον Μεταξά ως υπασπιστή του.

Στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους, όλες οι κινήσεις του ελληνικού στρατού πραγματοποιήθηκαν βάσει επιτελικών σχεδίων του Μεταξά.Το σχέδιο απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και το σχέδιο κατάληψης του Μπιζανίου ήταν έργα του Μεταξά, ο οποίος ήταν παρών σε όλες τις επιχειρήσεις δίπλα στον διάδοχο-αρχιστράτηγο. Το 1912 ο Βενιζέλος τον έστειλε στην Σόφια για να συνάψει την ελληνοβουλγαρική συνθήκη συμμαχίας, ενώ τον Δεκέμβριο του 1912 τον έστειλε στο Λονδίνο για να διαπραγματευθεί την συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους. Εδώ πρόκειται για μετατόπιση του Μεταξά στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, και μάλιστα με πρωτοβουλία του μεγάλου «κυνηγού κεφαλών» Βενιζέλου.

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στα τέλη του 1914, λίγο πριν από την έναρξη της συμμαχικής απόβασης στην Καλλίπολη, ο Μεταξάς κατάρτισε με βασιλική εντολή σχέδιο γιά την κατάληψη των Δαρδανελλίων και το παρέδωσε στον Βρεταννό ναύαρχο Marc Kerr, αναπληρωτή διοικητή του ελληνικού στόλου. Όταν, όμως, τον Φεβρουάριο του 1915 βολιδοσκοπήθηκε η ελληνική κυβέρνηση με θέμα την συμμετοχή της Ελλάδος στην επιχείρηση, ο Μεταξάς απέκρουσε την πρόταση, διαμηνύοντας στο βρεταννικό ναυαρχείο ότι η επιχείρηση θα αποτύγχανε, επειδή οι Γερμανοί και Τούρκοι είχαν προλάβει να οχυρώσουν τα Στενά. Η πρόβλεψη του Μεταξά, που οδήγησε στην ρήξη Βενιζέλου-Κωνσταντίνου, επαληθεύθηκε με τραγικό τρόπο (700.000 νεκροί Αγγλογάλλοι).

Δεύτερη σπουδαία πρόβλεψη του Μεταξά. Όταν το 1921 του επροτάθη από τον πρωθυπουργό Γούναρη η αρχιστρατηγία στην Μικρά Ασία, ο Μεταξάς αρνήθηκε, εξηγώντας με ακράδαντα γεωστρατηγικά επιχειρήματα γιατί η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας.

Ο Μεταξάς υπήρξε αρχιτέκτων της περιφανούς νίκης εναντίον της Ιταλίας το 1940. Προηγήθηκαν όμως ριζική ανασυγκρότηση των ενόπλων δυνάμεων, πολυετής προετοιμασία, η κατασκευή της «γραμμής Μεταξά», τοποθέτηση των κατάλληλων προσώπων στις κατάλληλες θέσεις, ψυχολογική και επικοινωνιακή προετοιμασία της ελληνικής κοινωνίας και άρτιος επιτελικός σχεδιασμός, δημιουργία καταφυγίων, αεράμυνας, πυρόσβεσης, πρώτων βοηθειών. Όλα αυτά ήταν έργα του Μεταξά, ο οποίος στην ουσία έστησε ένα υπόδειγμα μηχανισμού έκτακτης ανάγκης.

Τελικώς, οι τρεις μεγαλύτερες στρατιωτικές νίκες της Ελλάδος στον Εικοστό Αιώνα (1912, 1923, 1940) είναι σε σημαντικό βαθμό, τουλάχιστον όσον αφορά τον επιτελικό σχεδιασμό, έργα του Μεταξά.

3. Ήταν ο Μεταξάς ένας ακόμα στρατηγός που πολιτεύθηκε;

Ο Μεταξάς εκτός από στρατιωτικός υπήρξε και πολιτικός. Δεν ήταν όμως ένας στρατιωτικός που αναμείχθηκε στην πολιτική, όπως πχ ο στρατάρχης Παπάγος ή ο Νικόλαος Πλαστήρας. Η πολιτική του ταυτότητα προέκυψε αυτόνομα, ως προϊόν ιδεολογικών επιρροών και πολιτικών επιλογών. Διέθετε συγκροτημένη πολιτική σκέψη και, όπως αποδείχθηκε, ικανότητες κυβερνήτη.

Το διάστημα του Εθνικού Διχασμού (1915-17) ο Μεταξάς υπήρξε στενός συνεργάτης και σύμβουλος του βασιλιά Κωνσταντίνου. Είναι αυτός που, εν όψει συμμαχικής απόβασης στην Αθήνα, οργανώνει τους συνδέσμους των Επιστράτων. Σημειωτέον ότι οι Επίστρατοι (ως επί το πλείστον αστοί, επιστήμονες, έμποροι, και στρατολογήθηκαν από τα καλύτερα στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας), κινητοποιήθηκαν διότι θεώρησαν ότι οι ωμές συμμαχικές παρεμβάσεις έθιγαν την εθνική κυριαρχία και τάχθηκαν με τον Κωνσταντίνο.

Ακολουθεί η ανατροπή του καθεστώτος του Κωνσταντίνου από μοίρα του γαλλικού στόλου και τον γερουσιαστή Zonnart-το 1917 .Ο Μεταξάς εξορίζεται στην Κορσική, δραπετεύει μαζί με τον Γούναρη στην Σαρδηνία, επιστρέφει το 1920, προάγεται αναδρομικά και εν αποστρατεία σε αντιστράτηγο, δεν πολιτεύεται. Το 1921 αρνείται την αρχιστρατηγία, παρακολουθεί αμέτοχος την Μικρασιατική Καταστροφή, την έξωση του Κωνσταντίνου και την Επανάσταση του 1922. Το 1923 αποπειράται να ανατρέψει το καθεστώς Πλαστήρα οργανώνοντας το κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, αποτυγχάνει και φυγαδεύεται υπό μυθιστορηματικές συνθήκες στην Ιταλία. Ίσως ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία του. Το 1924, όταν ο Παπαναστασίου ανακηρύσσει την Πρώτη Ελληνική Δημοκρατία, ο Μεταξάς την αναγνωρίζει ώστε να μπορέσει να αμνηστευθεί και να επιστρέψει. Αλλά η αναγνώριση αυτή του κοστίζει πολιτικά. Διότι, όταν ιδρύει το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, η αντιβενιζελική παράταξη δεν τον ακολουθεί και συντάσσεται με το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη, που υποστηρίζει αδιάλλακτα την μοναρχία.

Έτσι ο Μεταξάς, στην διάρκεια του Μεσοπολέμου, πολιτεύεται επικεφαλής προσωποπαγούς κόμματος με περιορισμένη απήχηση. Εκλέγεται στην Βουλή, συμμετέχει ως κυβερνητικός εταίρος και υπουργός στην Οικουμενική κυβέρνηση Ζαίμη το 1926, επίσης στις κυβερνήσεις του Λαϊκού Κόμματος υπό το&nunu; Παναγή Τσαλδάρη το 1932-35. Πρωταγωνιστεί στην Παλινόρθωσητου 1935, συμμετέχει στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, εισέρχεται στην Βουλή. Η βουλή αδυνατεί να αναδείξει κυβέρνηση, επικρατεί ακυβερνησία. Τον Μάρτιο ο Μεταξάς διορίζεται υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Δεμερτζή. Λίγο αργότερα διορίζεται αντιπρόεδρος. Εμφανής η στήριξη του βασιλιά. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Δεμερτζή, τον Απρίλιο, διορίζεται από τον βασιλιά πρωθυπουργός και λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή, και μάλιστα και από τα βενιζελικά και από τα αντιβενιζελικά κόμματα πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Τον Αύγουστο, λόγω επικείμενης γενικής απεργίας και εικαζομένων ταραχών, ζητά και λαμβάνει από τον Γεώργιο την αναστολή ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος, καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και εγκαθιδρύει δικτατορία. Ο έγκριτος ιστορικός Γρηγόριος Δαφνής γράφει στον επίλογο της κλασσικής δίτομης ιστορίας του Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων ότι στην ουσία ο Μεταξάς υπήρξε η ομόθυμη λύση του αστικού καθεστώτος στην αποσύνθεση του μεσοπολεμικού κοινοβουλευτισμού και στην απειλή που εξέπεμπε το ΚΚΕ.

4. Ο Μεταξάς υπήρξε μία αντικοινοβουλευτική εξαίρεση στην εποχή του;

Ο Μεταξάς υπήρξε δικτάτωρ, και μάλιστα σκληρός και άτεγκτος. Δεν αποτελούσε όμως εξαίρεση, ήταν μια εποχή που οι πάντες επεδίωκαν να γίνουν δικτάτορες. Ο Νικόλαος Πλαστήρας πραγματοποίησε στρατιωτικό κίνημα τον Μάρτιο του 1933, αμέσως μετά την εκλογική νίκη του Λαϊκού Κόμματος, απέτυχε και διέφυγε διωκόμενος στην Γαλλία. Από εκεί επέστρεψε μετά τον πόλεμο γιά να αναδειχθεί σε αρχηγό της δημοκρατικής παράταξης. Τον Μάρτιο του 1935, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηγήθηκε μεγάλου στρατιωτικού κινήματος που βύθισε την χώρα σε πολυήμερη και πολυαίμακτη εμφύλια σύγκρουση, αλλά απέτυχε και διέφυγε στην Γαλλία, από όπου ποτέ δεν επέστρεψε. Το κίνημα του Βενιζέλου κατέστειλε ο Γεώργιος Κονδύλης, και επέβαλε βραχύβια δικτατορία. Υπήρχαν πολλοί επίδοξοι δικτάτορες, αυτή είναι η πικρή αλήθεια μίας πολιτικά υπανάπτυκτης κοινωνίας. Απλώς ο Μεταξάς το επέτυχε, και μάλιστα με την «βούλα» του βασιλιά και αναίμακτα.

5. Ήταν ο Μεταξάς φασίστας;

Σε αντίθεση με τα ευρέως αναπαραγόμενα στην νεώτερη βιβλιογραφία, το καθεστώς Μεταξά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αμιγώς φασιστικό, αν και είχε κάποια επιφανειακά φασιστικά στοιχεία, πχ. οργανωμένη νεολαία και αστυνομικό κράτος. Έλειπαν όμως τα ουσιωδέστερα, όπως ο ρατσισμός και ο σωβινισμός, ο επιθετικός εθνικισμός και ο αντισημιτισμός. Ο Μεταξάς είχε εξαιρετικές σχέσεις με την ισραηλιτική κοινότητα της χώρας, ενώ από τον λόγο του απουσιάζουν εντελώς αναφορές φυλετικού και σωβινιστικού χαρακτήρα. Επίσης απουσιάζει παντελώς οιαδήποτε εδαφική διεκδίκηση εις βάρος άλλων κρατών ή αναφορά σε ζωτικό χώρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως εν ενεργεία πρωθυπουργός διατύπωσε την άποψη ότι η Ελληνικότητα είναι «οικουμενική, ειρηνική, ανθρώπινη, πανανθρώπινη». [Λόγοι, Β΄τόμος, σ.320]. Κάποτε ανέφερε ως μέγιστο επίτευγμά του ότι «καθ’ όλην την διακυβέρνησίν μου δεν εχύθη ούτε ρανίς αίματος» [Λόγοι, Β΄τόμος, 2.373]. Αλλά και ο εθνικισμός-σωβινισμός απουσιάζει τόσο από τον λόγο όσο και από την πολιτική του: οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επί Μεταξά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν εξαιρετικές, όπως και η διαβαλκανική συνεργασία.

Ο αντικομμουνισμός έχει συνδεθεί στενά μέ την ανάμνηση του καθεστώτος Μεταξά, με τον «πάγο και ρετσινόλαδο» του βάναυσου υφυπουργού Ασφαλείας Μανιαδάκη, τις διώξεις, φυλακίσεις, εξορία των κομμουνιστών. Αλλά όλα τα καθεστώτα του Μεσοπολέμου, συντηρητικά, προοδευτικά ή και σοσιαλδημοκρατικά, στην Ελλάδα και σε ολόκληρη τη Ευρώπη, εδίωξαν τον κομμουνισμό (στην Γερμανία το 1919 ο σοσιαλιστής καγκελάριος Έμπερτ κατέστειλε αγρίως την κομμουνιστική επανάσταση, ενώ και στην Ελλάδα το 1924 η κυβέρνηση Παπαναστασίου διέλυσε βιαίως τις απεργιακές κινητοποιήσεις). Την αντικομμουνιστική νομοθεσία στον Μεσοπόλεμο θέσπισε η κυβέρνηση Βενιζέλου με τον νόμο περί Ιδιωνύμου του 1929 (νόμος 4229/24 Ιουλίου 1929 ”Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών”). Ο αντικομμουνισμός ήταν η συνισταμένη όλων των πολιτικών δυνάμεων του Μεσοπολέμου και υπερέβαινε τις άλλες διαφορές τους. Σημειωτέον ότι το κομμουνιστικό κίνημα παγκοσμίως και στην Ελλάδα διακήρυσσε δημοσίως την πρόθεσή του να ανατρέψει με επαναστατική βία το αστικό καθεστώς και να επιβάλει κομμουνιστική δικτατορία. Και το εννοούσε. Επίσης πίσω του υπήρχε ένα πανίσχυρο κράτος, η Σοβιετική Ένωση, που ήλεγχε απολύτως και στήριζε τα απανταχού κομμουνιστικά κόμματα. Επομένως ο πράγματι σφοδρός, ανελέητος αντικομμουνισμός του Μεταξά ήταν απότοκος της διεθνούς συγκυρίας και λογική απόληξη της ανασφάλειας του αστικού καθεστώτος αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, που δεν επιθυμούσε επιβολή κομμουνιστικής δικτατορίας (πλην φυσικά των οπαδών του ΚΚΕ). Η διαφορά είναι ότι ο Μεταξάς διέθετε τον οργανωτικό νου, τις ικανότητες και την σκληρότητα να εξαρθρώσει αποτελεσματικά τους κομμουνιστικούς μηχανισμούς, κάτι που δεν είχαν καταφέρει ποτέ σε αυτόν τον βαθμό οι διάφορες κυβερνήσεις.

6. Ήταν ο Μεταξάς γερμανόφιλος;

Τον Μεταξά συνοδεύει η φήμη του γερμανόφιλου, τόσο κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού όσο και κατά την πενταετή δικτατορία του. Και τα δύο είναι εσφαλμένα και δεν επιβεβαιώνονται από τις διαθέσιμες πηγές. Το 1915-7 ο Κωνσταντίνος, στον οποίο ήταν απόλυτα αφοσιωμένος ο Μεταξάς, είχε φιλοσυμμαχικό προσανατολισμό, αλλά προσέκρουσε στην επίμονη άρνηση των Βρεταννών στην είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ως εξόριστος στην Ελβετία το 1917-20 ο Κωνσταντίνος ελάμβανε βρεταννική επιχορήγηση, ενώ αρνήθηκε την γερμανική βοήθεια που του προσεφέρθη.

Στην περίπτωση της 4ης Αυγούστου, και πάλι ο Μεταξάς δεν προκύπτει από πουθενά γερμανόφιλος: ταυτίστηκε πλήρως με την βρεταννική πολιτική σε όλα τα επίπεδα, ρύθμισε ευνοϊκά τα βρεταννικά δάνεια, οδήγησε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Αλλά το κυριώτερο είναι ότι ο Μεταξάς υπήρξε επιλογή του βασιλέως Γεωργίου Β΄: ενός απολύτως αγγλόφιλου μονάρχη, που διατηρούσε στενές οργανικές σχέσεις με το βρεταννικό κατεστημένο, και γιά τον οποίον ο βιογράφος του και στενός συνεργάτης του Πιπινέλης γράφει ότι «ήταν Άγγλος στην ψυχή». Ο Γεώργιος επέστρεψε στην Ελλάδα με την Αγγλίδα σύντροφό του μετά από πολυετή εξορία στο Λονδίνο, και με συνοπτικές διαδικασίες οργάνωσε την άνοδο του Μεταξά στην εξουσία. Με δική του υπογραφή εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η δική του συναίνεση διασφάλιζε την νομιμότητα του καθεστώτος. Διότι, εν όψει του επερχομένου παγκοσμίου πολέμου, η βρεταννική πολιτική ήθελε ένα αξιόπιστο και ικανό πρόσωπο με στρατιωτική εμπειρία στην ηγεσία της συμμάχου της Ελλάδος.

7. Τι ήταν ακριβώς η 4η Αυγούστου;

Το καθεστώς του Μεταξά εστράφη πολιτικά εναντίον δύο ομάδων: των παλαιών πολιτευτών και των κομμουνιστών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο περί δικτατορίας, με κατασταλτικούς μηχανισμούς, λογοκρισία, παρακολουθήσεις κλπ. Αλλά δεν είναι αλήθεια ότι ο Μεταξάς δεν είχε κοινωνική στήριξη ή έστω αποδοχή. Δεν αναπτύχθηκε σοβαρή αντιπολίτευση στο καθεστώς του. Στα επίσημα έντυπα του καθεστώτος (Νέον Κράτος κλπ.) δημοσίευαν κείμενα σχεδόν όλοι οι σημαντικοί διανοούμενοι του Μεσοπολέμου, ακόμα και αριστεροί: Λεκατσάς, Μαλακάσης, Μαρινάτος, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Παπανούτσος, Παράσχος, Νίκος Σβορῶνος, Άγγελος Σικελιανός κ.ά.. Αμηχανία στους ιδεολογικά προκατειλημμένους αναλυτές προκαλεί η επιμονή με την οποία ο Μεταξάς προώθησε την διδασκαλία της δημοτικής στην εκπαίδευση, αναθέτοντας μάλιστα την εκπόνηση συστηματικής γραμματικής της νεοελληνικής στον σπουδαίο δημοτικιστή Μ.Τριανταφυλλίδη. Επίσης ο Μεταξάς στήριξε το θέατρο και τις καλές τέχνες, διευκρίνισε μάλιστα σε λόγο του ότι δεν νοείται στρατευμένη τέχνη υπό εποπτεία. » [Λόγοι, Α´ τόμος, σ. 307].

Ο Μεταξάς άσκησε προχωρημένη κοινωνική πολιτική, αποσκοπώντας στην κοινωνική συνοχή και παράλληλα στην εξουδετέρωση της ανισότητας που τροφοδοτούσε πολιτικά τον κομμουνισμό. Ακολούθησε δηλαδή το πρότυπο του Μπίσμαρκ. Απεχθανόταν την πλουτοκρατία, δεν αποκήρυσσε την ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά επέβαλε φιλεργατική νομοθεσία και αυστηρούς ελέγχους.

Χρησιμοποιούσε τον όρο διευθυνόμενη οικονομία. Στα πλαίσια αυτά θέσπισετις συλλογικές συμβάσεις, την υποχρεωτική διαιτησία, τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, τα ασφαλιστικά δικαστήρια, το εργατικό οκτάωρο και το υπαλληλικό επτάωρο, τους κατώτατους μισθούς, τα πολυϊατρεία (11 στην Αθήνα, 8 στον Πειραιά και 7 στην Θεσσαλονίκη) κλπ. Ο μαρξιστής ιστορικός Ν. Ψυρούκης καταγράφει 106 γενικές πανελλήνιας κλίμακας συλλογικές συμβάσεις εργασίας και 545 τοπικής σημασίας την περίοδο 1936-38 [στο έργο του γιά την 4η Αυγούστου, 1994, σ.138]. Αυτά καθιστούν την αξιολόγηση της 4ης Αυγούστου σύνθετο εγχείρημα.

8. Ποιός είπε το ΟΧΙ, ο Μεταξάς ή ο λαός;

Μέρος της αριστερής κυρίως διανόησης υποστήριξε ότι «το ΟΧΙ το είπε ο λαός και όχι ο Μεταξάς». Το ερώτημα φυσικά είναι ψευδεπίγραφο και ανιστόρητο.. Το ΟΧΙ διατύπωσε και μετέφερε στον Ιταλό πρεσβευτή Γκράτσι τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, αγουροξυπνημένος και φορώντας την ρόμπα του, αλλά όχι αιφνιδιασμένος και «σαν έτοιμος από καιρό», ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Μεταξάς. Και ταυτόχρονα, ασφαλώς το ΟΧΙ εξέφραζε την συνολική, πάνδημη, διακομματική, γενναία στάση του ελληνικού λαού, ο οποίος ανέλαβε και την αιματηρή ευθύνη της υλοποίησής του.

9. Τι πραγματικά έγινε τον Ιανουάριο του 1941;

Ασάφεια, συνομωσιολογία και παραφιλολογία επικρατεί σχετικά με τις τελευταίες κινήσεις του Μεταξά πριν τον θάνατό του. Καθώς δεν υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις, μπορεί μόνον κανείς να διατυπώσει ερωτήματα. Το κεντρικό ερώτημα είναι εάν ο Μεταξάς σκόπευε να έρθει σε κάποιου είδους συνεννόηση με την Γερμανία, ώστε να αποφευχθεί η εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην ήδη εξαντλημένη από τον πόλεμο με την Ιταλία Ελλάδα. Τι ακριβώς μήνυμα μετέφερε η περίφημη αποστολή Πεσματζόγλου που έλαβε εντολή να μεταβεί στην Ζυρίχη γιά να συναντήσει υψηλόβαθμους Γερμανούς αξιωματούχους;

Σχετικά γράφει ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος:«Ο Μεταξάς, όμως, ήταν σώφρων πολιτικός, όπως και στρατιωτικός. Ανεπηρέαστος από τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού, δεν επιθυμούσε τη συνέχιση του πολέμου και δεν ανεχόταν η Ελλάς να είναι «τμήμα θυσίας» του γαλλο-βρεταννικού στρατοπέδου. Δοκίμασε, λοιπόν, με αποστολή μυστική εμπίστου προσώπου να επιτύχει σύναψη ανακωχής με κεκτημένα τη δόξα του ελληνικού στρατού και τα κατεχόμενα εδάφη της Βορείου Ηπείρου. Αξίζει να παραθέσω τώρα ό,τι άκουσα ο ίδιος προ ετών σε τηλεοπτική εκπομπή: αφηγητής για προσωπική δράση του ήταν ο Γιώργος Πεσμαζόγλου, πρώην υπουργός με άψογο παρελθόν. Είπε, λοιπόν, ο αξιόπιστος αυτός πρώην υπουργός, ότι ο Μεταξάς του ανέθεσε να μεταβεί στην Ελβετία και να προβεί εκεί στις δέουσες ενέργειες για σύναψη ανακωχής, επωφελέστατης για την Ελλάδα. Επήλθε όμως τότε ο θάνατος, πολύ άκαιρα, του Μεταξά. Ο Πεσμαζόγλου έχασε τη σπουδαία μυστική εντολή του. Η εμπλοκή της Ελλάδος στον πόλεμο συνεχίσθηκε.» [εφημερίδα Η Καθημερινή, 28 Οκτωβρίου 2010, Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και ο Ιωάννης Μεταξάς].

Ο αιφνίδιος και αδόκητος θάνατος του Μεταξά διευκόλυνε την εμπλοκή της εξαντλημένης Ελλάδος και σε δεύτερο πόλεμο εναντίον του ακατανίκητου γερμανικού στρατού. Αλλά αυτή εξυπηρετούσε τον υπέρτερο συμμαχικό στόχο της έγκαιρης εκκένωσης της Ελλάδος από τα βρεταννικά στρατεύματα. Επ΄αυτού, άλλωστε, επήλθε τον δραματικό Απρίλιο του 1941 σύγκρο&upsilupsilon;ση μεταξύ των μεράρχων της Ηπείρου και του συμμαχικού στρατηγείου, με αποτέλεσμα οι μέραρχοι να αγνοήσουν τις εντολές του επιτελείου και να υπογράψουν μονομερώς συνθήκη με τον στρατάρχη φον Λίστ ώστε να μην εξοντωθεί η ήδη εξουθενωμένη στρατευμένη ελληνική νεολαία στα βουνά της Ηπείρου.

10. Μεταλλασσόμενη υστεροφημία

Ο Μεταξάς κέρδισε την υστεροφημία του λόγω του έπους του Σαράντα, το οποίο αποτελεί πηγή έμπνευσης, αυτοπεποίθησης και υπερηφάνειας γιά την ελληνική κοινωνία μέχρι σήμερα. Γι΄αυτό ακριβώς και (σε αντίθεση με την χούντα της 21ης Απριλίου, που κατακρημνίσθηκε στα τάρταρα της ελληνικής ιστορίας λόγω της εθνικής καταστροφής της Κύπρου) βασικά στελέχη του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου επεβίωσαν πολιτικά και αναδείχθηκαν μεταπολεμικά σε κορυφαίες θέσεις. Πχ ο υπουργός Οικονομικών του Μεταξά Ανδρέας Αποστολίδης έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Καραμανλή επί ΕΡΕ, ο υπουργός Παιδείας της 4ης Αυγούστου Κ.Γεωργακόπουλος έγινε υπηρεσιακός πρωθυπουργός το 1958, ο επίφοβος Μανιαδάκης με τον πάγο και το ρετσινόλαδο εξελέγετο μεταπολεμικώς βουλευτής του Συναγερμού και της ΕΡΕ. Η χούντα της 21ης Απριλίου επικαλέσθηκε τον Μεταξά ως ιδεολογικό της εμπνευστή, αλλά ο Μεταξάς ήταν προσωπικότητα με τεράστια παιδεία και στρατιωτικές δάφνες, ενώ οι συνταγματάρχες ήταν ωχρές απομιμήσεις που οδήγησαν την χώρα σε μία εθνική καταστροφή. Μετά το 1974, η Αριστερά επεχείρησε να απαξιώσει τον Μεταξά περισσότερο λόγω του γεγονότος ότι ήταν αντικομμουνιστής και λιγότερο λόγω του γεγονότος ότι ήταν δικτάτορας (δικτάτορες ήταν και ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Μάο κλπ. που η αριστερή διανόηση εθαύμαζε).

Σήμερα, που η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από κανέναν, αφού η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και το παρελθόν των στρατιωτικών παρεμβάσεων στην πολιτική έχει οριστικά εκλείψει, η ιστορική επιστήμη οφείλει να αναλύσει τα δραματικά γεγονότα του 20ού αιώνα με ψυχραιμία και αντικειμενικότητα.

Μελέτης Η. Μελετόπουλος 

Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Παν/μιου της Γενεύης 

http://www.abc10.gr/2017-08-20-09-12-48/2018-01-14-08-44-10/492-2018-08-04-13-45-13?fbclid=IwAR09RO5-zSs6tduyUEDxrOko4HEH_M-KRyLCmf3529aD5-a8zhQBD4ur6XU 

28/10/2018


Οι απόψεις,που δημοσιεύονται στα εκάστοτε-χάριν ενημέρωσης και προβληματισμού-αναρτώμενα άρθρα (ή κάθε είδους κείμενα) του ιστολογίου μου, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους αρθρογράφους που επώνυμα τις διατυπώνουν.  Οι ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger.

 Στο αρχικό  πρωτότυπο κείμενο  παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.