Μᾶλλον γὰρ πεφόβημαι τὰς οἰκείας ἠμῶν ἁμαρτίας ἢ τὰς ἐναντίων διανοίας.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ακατονόμαστη γείτων:
Μια εικονοκλαστική προσέγγιση.
Η ακατονόμαστη γείτων:
Μια εικονοκλαστική προσέγγιση.
PRINT COLLECTOR VIA GETTY IMAGES
Ο Αλέξανδρος κόβει τον Γόρδιο δεσμό (τέλη 18ου αιώνα αρχές 19ου
Από το Ecole des Beaux-Arts, Paris.)
Τα γεγονότα περί το «Μακεδονικό» μας θύμισαν μια ιστορικά σημαντική θέση του Γλαύκου Κληρίδη που διατύπωσε σε συνάντηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο αρχές της δεκαετίας του 1990 και που αποτυπώσαμε στην εβδομαδιαία στήλη «στρατηγική ανάλυση» της τότε «Ελευθεροτυπίας» με τίτλο «Μας σώζει ο πατριωτισμός των Τούρκων».
Στον αείμνηστο Γλαύκο Κληρίδη ο οποίος στην ομιλία του εξέφρασε αναρίθμητες επιφυλάξεις για τις δικές μας θέσεις, έγινε η εξής λογική ερώτηση:«Αφού εμείς οι ίδιοι έχουμε τόσες επιφυλάξεις για τις δικές μας θέσεις γιατί δεν τις αλλάζουμε και γιατί στις διαπραγματεύσεις του Κυπριακού δεν βάζουμε κόκκινες γραμμές ασφαλείας;». Η απάντηση του Γλαύκου Κληρίδη ενσαρκώνει τα προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας: «όταν προσερχόμαστε στις διαπραγματεύσεις προσευχόμαστε οι Τούρκοι να απορρίψουν τις δικές μας προτάσεις και αυτό επαληθεύεται διαρκώς».
Η πολιτική στο Κυπριακό της Ελλάδας και της Κύπρου, εν τούτοις, δεν άλλαξε. Συνεχίσαμε μέχρι σήμερα να ελπίζουμε στον «πατριωτισμό» των άλλων και στην απληστία τους, με αποτέλεσμα η Κύπρος να βρίσκεται στο χείλος της Αβύσσου, ενώ για πλήθος άλλων ζητημάτων που απαιτείται να ενταχθούν σε μια αξιόπιστη εθνική στρατηγική κινούμαστε στα τυφλά ή κάποιοι παίρνουν προσωπικές πρωτοβουλίες ως και εάν η εξωτερική πολιτική να είναι προσωπική υπόθεση του εκάστοτε αρμοδίου ο οποίος δεν είναι, κατά πολλούς, υποχρεωμένος να λογοδοτεί στους εντολείς πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι να κάνουμε το ένα λάθος μετά το άλλο.
Ίσως να μην έχει μεγάλη σημασία πλέον πως θα μπορούσε να εξελιχθεί η συμφωνία των Πρεσπών στην πλευρά της FYROM. Η ουσία είναι ότι πρέπει να δοθεί ένα τέλος σε ένα λάθος για το οποίο τα ένστικτα της κοινωνίας αποδείχθηκαν ορθά και οι αποφάσεις των αρμοδίων φρικτά λανθασμένες. Οι πολυσυζητημένες και κοινωνικοπολιτικά αμφιλεγόμενες διπλωματικές επιλογές της κυβέρνησης ήδη οδήγησαν σε μια ήττα απρόβλεπτων βαθύτατων προεκτάσεων.
Μας διασώζει ο εθνικιστικός αλυτρωτισμός και οι εσωτερικές διαιρέσεις των Σκοπιανών; Προσωρινά μας διασώζει αλλά πιο σημαντικό ανοίγει παράθυρο ελπίδας για διαφυγή. Το παράθυρο το άνοιξαν τα ίδια τα γεγονότα: Αφενός η επιβεβαίωση του γεγονότος ότι το εσωτερικό του θνησιγενούς κράτους των Σκοπίων είναι εθνικά διαφοροποιημένο και το «κράτος» επίπλαστα κατασκευασμένο. Αφετέρου, στο πλαίσιο μιας αλλαγής πορείας να υποδειχθεί σε όλους ότι αποδείχθηκε πως οι υποχωρήσεις της Ελλάδας έθρεψαν τον εθνικισμό και την αστάθεια όπως διατρανώθηκε τόσο από τον ίδιο τον Ζάεφ όσο και η αντιπολίτευση της FYROM.
Εάν κάποια κράτη ακόμη και σύμμαχοί μας εμμέσως ή άμεσα θέλουν περιφερειακή αστάθεια με πυρήνα το «Μακεδονικό» εμείς δεν θέλουμε, τελεία και παύλα. Μόνο μια τέτοια σθεναρή θέση και στάση γίνεται σεβαστή και τους αποθαρρύνει να μας θεωρούν πιόνια της στρατηγικής σκακιέρας. Αυτό σέβονται οι ηγεμονικές δυνάμεις και αυτό κατανοούν φτάνει να τους μεταδοθεί με σοβαρό και αξιόπιστο τρόπο.
Εάν δεν δοθεί ένα τέλος στην συμφωνία Πρεσπών που εκ των πραγμάτων ακύρωσε ο διατρανωμένος αλυτρωτισμός των Σκοπιανών και η στάση τους στο δημοψήφισμα, οι Πρέσπες θα αποτελέσουν μια αφετηρία ανεξέλεγκτων καταστάσεων. Θα ανοίξει εάν δεν έχει ήδη ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου των ιστορικών δαιμόνων των Βαλκανίων. Χωρίς να υπάρχει ο παραμικρός λόγος για κάτι τέτοιο.
Εν τέλει η ιστορική πείρα δείχνει ότι στο τέλος τα λάθη των άλλων δεν μας διασώζουν παρά μόνο δημιουργούν παράθυρα ευκαιρίας που δεν εκμεταλλευόμαστε. Καταμαρτυρείται από γεγονότα όπως η αβάστακτη συρρίκνωση στην Μικρά Ασία και οι κακουχίες που προκάλεσε σε εκατομμύρια Έλληνες, η εξαφάνιση των Ελλήνων των Βαλκανίων τον 19ο αιώνα, η καταστροφή της Κύπρου τον 20ο αιώνα (βρίσκεται στο χείλος της Αβύσσου με ελάχιστες πλέον ελπίδες διάσωσης μιας και «είναι μακριά») και σήμερα η εξόντωση των πολιτών του Ελληνικού κράτους που βρίσκονται σε μνημονιακή καταστολή χωρίς να υπάρχει κάποια ορατή διέξοδος. Δεν αρκούν λοιπόν οι προσωρινές διασώσεις λόγω υπερβολών ή των λαθών των άλλων. Χρειαζόμαστε επειγόντως στρατηγική απαλλαγμένη νομικισμών και θεωρημάτων και ιδεολογημάτων για κόσμους ανύπαρκτους και φανταστικούς.
Ανεξάρτητα του πως θα εξελιχθεί η συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα όχι μόνο έχει ηττηθεί διπλωματικά αλλά και αναίτια πρωταγωνίστησε να ανοίξει διάπλατα ξανά ένα ζήτημα που η πείρα γύρω από αυτό διδάσκει ότι έχρηζε πολύ διαφορετικής αντιμετώπισης.
Εάν μη τι άλλο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στις 30 Σεπτεμβρίου στα Σκόπια απέδειξε πέραν κάθε αμφιβολίας αυτό που πολλοί από καιρό λέμε, ότι δηλαδή η FYROM είναι ένα συνονθύλευμα εθνοτήτων θυμάτων των στρατηγικών παιγνίων του Ψυχρού Πολέμου, ενώ κομμάτια της είναι εθνικής καταγωγής γειτονικών κρατών τα οποία, υπό τις νέες περιστάσεις που δημιουργήθηκαν, διαπράττουν το λάθος –όπως για παράδειγμα η Αλβανική μειονότητα– να εισέλθουν σε παίγνια που διογκώνουν τον Μακεδονικό Γόρδιο Δεσμό ο οποίος βλάπτει τους ίδιους ενώ περιπλέκει τις σχέσεις όλων των κρατών της Βαλκανικής περιφέρειας. Η στάση τους αποτελεί βούτυρο στο ψωμί των ηγεμονικών δυνάμεων και των αδιάλειπτων στρατηγικών τους παιγνίων.
Αντί λοιπόν η Ελλάδα να πείσει τόσο τα περιφερειακά κράτη όσο και τους ηγεμονικούς συνομιλητές και συμμάχους ότι δεν συμφέρει το άνοιγμα του Ασκού των Μακεδονικών ανέμων, εθελούσια γινόμαστε υποχείρια των στρατηγικών παιγνίων. Εν δυνάμει για ακόμη μια φορά γινόμαστε θύματα ενός επίπλαστου ιστορικού αλυτρωτικού ζητήματος που θρέφει ένας επίπλαστος εθνικισμός. Ακόμη, αντί να συνηγορήσουμε με τον ψύχραιμο και υγιή πατριωτισμό της Ελληνικής κοινωνίας κατηγορήθηκαν οι πολίτες ως … «υπερπατριώτες», ως «ακραίοι» και χειρότερα ως «ετερόκλητος όχλος».
Πώς όμως ένα σύγχρονος Έλληνας ηγέτης θα έκοβε τον Μακεδονικό Γόρδιο Δεσμό; Με το να λειτουργήσει ορθολογιστικά και σταθεροποιητικά ασκώντας ρόλο και κατακτώντας θέση που συνάδει με την οικονομική, πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική του ισχύ. Όχι αναζητώντας ανύπαρκτους, στις διεθνείς σχέσεις, ηγετικούς ρόλους, αλλά όπως συνάδει με ένα μη αναθεωρητικό κράτος όπως η Ελλάδα παλεύοντας για ισορροπία και σταθερότητα. Να κινηθεί ενεργά όχι ως πιόνι που παραμυθιάζεται και εξωθείται να αναγνωρίσει εμμέσως πλην σαφώς τον Μακεδονικό αλυτρωτισμό.
Να λειτουργήσει έτσι ούτως ώστε να ευνοηθεί κάποιου είδους συνομοσπονδιακή μετάβαση των κρατικά ασύμβατων εθνών και εθνοτήτων του θνησιγενούς κρατικού καταλοίπου της πρώην Γιουγκοσλαβίας το οποίο μετατράπηκε σε αξιοθρήνητο κράχτη ανιστόρητων ασυναρτησιών οι οποίες κατά περίπτωση και ιστορική συγκυρία εξυπηρετούσαν την μια ή άλλη ηγεμονική δύναμη. Αντί έτσι να λειτουργήσουμε ως μια αξιόπιστη και στρατηγικά σοβαρή περιφερειακή δύναμη, τους πήραμε στα σοβαρά, και στις Πρέσπες βεβιασμένα και σπασμωδικά λοξοδρομήσαμε εάν όχι εκτροχιαστήκαμε.
Εάν δεν μπορούσαμε να επηρεάσουμε αποφασιστικά τις εξελίξεις στο πλαίσιο μιας ορθολογιστικής στρατηγικής κανένας απολύτως λόγος δεν υπήρχε για να αποδεσμεύσουμε τους Μακεδονικούς ανέμους. Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα καταμαρτυρείται, επαναλαμβάνεται και υπογραμμίζεται, από αυτά που έλεγε ο Ζάεφ, η αντιπολίτευση προεκλογικά και οι ηγέτες της Αλβανικής μειονότητας.
Το που οδηγούν όλα αυτά φαίνεται και από το σκέτο «Μακεδονία» σε όλες τις αυτόκλητες(;) παρεμβάσεις μιας στρατιάς ξένων παραγόντων των οποίων εάν είχαμε αποτελεσματικούς και αξιόπιστους επιτελικούς θεσμούς σωστά στελεχωμένους για χάραξη και σχεδιασμό στρατηγικής, θα έπρεπε να σταθμίσουμε και εκτιμήσουμε δεόντως. Έχουμε;
Εθνική στρατηγική ενός περιφερειακού κράτους, σημαίνει όχι δονκιχωτικές και φαντασιόπληκτες ηγετικές φιλοδοξίες αλλά πρωτίστως, μεταξύ πολλών άλλων,
1) επίγνωση των γεωπολιτικών σταθερών και ως εκ τούτου συνέπεια συμμαχικών προσανατολισμών (εδώ οι ναυτικές συμμαχίες των οποίων σήμερα ηγούνται οι ΗΠΑ),
2) Συμμετοχή στις συμμαχίες ως ισότιμο και ενεργό μέλος με θέση, άποψη και κατάλληλους ελιγμούς τους οποίους τα ηγεμονικά κράτη πάντα θεωρούν δείκτη αξιοπιστίας,
3) αποτροπή των απειλών με επαρκή ισχύ (εσωτερική και εξωτερική εξισορρόπηση, δηλαδή οικείους συντελεστές ισχύος και αξιόπιστες συμμαχικές συγκλίσεις τόσο με μεγάλες δυνάμεις όσο και με περιφερειακά κράτη),
4) αποκλεισμό αποφάσεων που κατευνάζουν οποιουδήποτε κράτους απειλεί την Ελλάδα αναθεωρητικά,
5) επιδέξιοι ελιγμοί για να μην μετατρέπεσαι το Ελληνικό κράτος σε πιόνι εφήμερων τακτικών ελιγμών των ηγεμονικών δυνάμεων (εδώ να πεισθούν οι ΗΠΑ ότι εντάξει να εξυπηρετηθούν τα τακτικά σου συμφέροντα ένταξης στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ αλλά τέρμα τα Μακεδονικά αστεία και κρατική προσαρμογή στην πραγματική εσωτερική εθνοτική και εθνική σύνθεση που μόνο επίπλαστα περιέχει «Μακεδονικό» αλυτρωτισμό),
6) πάση θυσία αποφυγή να εισέρχεσαι μέσα στις θανατηφόρες Συμπληγάδες των ηγεμονικών ανταγωνισμών (χαρακτηριστική περίπτωση η κλιμάκωση των αντιπαραθέσεων με την Ρωσία για ένα ασήμαντο γεγονός που θα μπορούσε να τελειώσει με την απέλαση τυχόν κατασκόπων) και
7) επίτευξη μέγιστης εσωτερικής συναίνεσης γύρω από τα εθνικά συμφέροντα κυρίως στο επίπεδο της κοινωνίας το οποίο δεν θεωρείς ετερόκλητο όχλο αλλά εντολοδόχο όσων ασκούν εξουσία.
8) στην βάση στέρεων στρατηγικών προϋποθέσεων ισότιμη συναλλαγή με τις μεγάλες δυνάμεις έχοντας πάντα κατά νου τι σημαίνει για τα ηγεμονικά επιτελεία να είσαι αξιόπιστος και βιώσιμος κρατικά και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να μην σε θεωρούν αναλώσιμο και να μη σε οδηγούν κάθε τόσο πάωνστην Κλίνη του Προκρούστη εφήμερων Στρατηγικών παιγνίων.
Μᾶλλον γὰρ πεφόβημαι τὰς οἰκείας ἠμῶν ἁμαρτίας ἢ τὰς ἐναντίων διανοίας
(Περικλής*). Περικλής Θουκυδίδου Α144: Περισσότερο φοβούμαι τα ιδικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια των εχθρών μας (μετάφραση Ελ. Βενιζέλος)
Παναγιώτης Ήφαιστος
Ομ. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Παν/μιο Πειραιώς,
Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
2/10/2018
Σκίτσο του ΣΤΑΘΗ
Σκίτσο του Δ. Χαντζόπουλου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ακατονόμαστη γείτων:
Μια εικονοκλαστική προσέγγιση.
Εν αρχή τα αυτονόητα. Πρώτον: Καμία κυβέρνηση και κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να χαράξει και να υπηρετήσει μια εξωτερική πολιτική, την οποία ενδεχομένως θα αξιολογούσε ως εθνωφελή, εάν έχει μετωπικά αντιτιθέμενη την κοινωνία. Πολλώ μάλλον μια πολιτική που σημαντικό μέρος της κοινωνίας θεωρεί προδοτική. Τουλάχιστον αυτό δεν γίνεται σε πολιτεύματα, όπου η λαϊκή κυριαρχία και η λαϊκή ψήφος είναι έννοιες με κάποια υπόσταση.
Δεύτερον: Η πολιτική δεν είναι μια διαδικασία που βασίζεται αποκλειστικά στον ορθολογισμό.
Τρίτον: Η ιστορία, οι συλλογικές παραστάσεις και μνήμες, τα βιώματα, οι έχθρητες, οι αντιδικίες, οι μύθοι, οι φαντασιώσεις και οι -φιλτραρισμένες από διάφορους, όχι πάντα ανιδιοτελείς, γνωμοδιαμορφωτικούς μηχανισμούς- προσλήψεις των γεγονότων διαμορφώνουν το ιστορικό/συλλογικό ασυνείδητο των λαών. Ίσως, δε, κανένας έλληνας δάσκαλος Πολιτικής Επιστήμης δεν δίδαξε με τόση έμφαση όσο ο γράφων το δεσμευτικό πλαίσιο που δημιουργεί στη δράση τόσο των εξουσιαστών όσο και των διεκδικητών της εξουσίας το ιστορικό/συλλογικό ασυνείδητο των λαών.
Τούτων δοθέντων ωστόσο…
Αν, έστω ως διανοητική άσκηση, μπορούσε να αναζητηθεί μια εθνική πολιτική, ερήμην της κοινωνίας που θα την υποστεί…
Το –«εν κενώ»- εθνικό μας συμφέρον απέναντι στην ακατονόμαστη βόρεια γείτονά μας πώς θα υπηρετείτο;
Τολμώ να πιστεύω πως οι γεωπολιτικές εξελίξεις, μετά το κλείσιμο της βάρβαρης κομμουνιστικής παρένθεσης, μας προσέφεραν τον ιδανικό βόρειο γείτονα. Έστω και αν η εθνικιστική ρητορεία μέρους του πολιτικού του συστήματος –εν πολλοίς τροφοδοτηθείσα από τη δική μας αδιαλλαξία και αμετροέπεια των αρχών της δεκαετίας του 90- προσέβαλε το δικό μας εθνικό φιλότιμο. (Χωρίς, όμως, να απειλεί τα πραγματικά μας εθνικά συμφέροντα).
Πρόκειται για ένα κράτος που, αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να προσπαθούμε να το εφεύρουμε ή να το δημιουργήσουμε: μικρό, περίκλειστο (ήτοι χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα), υποανάπτυκτο, χωρίς αξιόμαχο στρατό, εθνολογικό μωσαϊκό, που «πωματίζει» τα βόρεια σύνορά μας και μας προστατεύει από –πιο εκτεταμένη- γειτνίαση με χώρες πολύ πιο επικίνδυνες. Δηλαδή χώρες, ανεξαρτήτως παρουσών συγκυριών, με γεωπολιτικούς όρους μακροπρόθεσμα «αιγαιοστραφείς». Μεγάλη Βουλγαρία (που ακόμη και επί Σταμπολίνσκι ζητούσε λωρίδα εξόδου προς το Αιγαίο –κάτι πάντως που θα αποτελούσε γραμμή άμυνας έναντι της Τουρκίας), μεγάλη Αλβανία (με εθνολογικά συμπαγή πληθυσμό πιθανόν επτά εκατομμυρίων, πολύτιμο παίκτη στην Αδριατική και με ζωντανές βλέψεις για την «Τσαμουριά») ή μεγάλη Σερβία (η οποία, μετά την απόσχιση του Μοντενέγκρο, δεν έχει έξοδο στη θάλασσα, ενώ από την εποχή του στρατηγού Πάγκαλου διεκδικούσε πάντα ειδικό καθεστώς για τη Θεσσαλονίκη)…
Και μόνον η μη κάλυψη του κενού, που θα δημιουργούσε η εξαφάνιση ή διάλυση ή διάσπαση της «Ακατονόμαστης», από πολύ πιο επικίνδυνους γείτονες θα δικαιολογούσε, ίσως, μια δική μας εξωτερική πολιτική, η οποία θα της προσέφερε κάθε δυνατό συνεκτικό στοιχείο. Και το στοιχείο το οποίο θα λειτουργούσε ενοποιητικά γι’ αυτήν θα ήταν το όνομα που θα ανταποκρινόταν στους σφυρηλατημένους στην πορεία των χρόνων εθνικούς της μύθους. Κάθε απόκλιση από αυτό το όνομα –πόσο πιο κραυγαλέα θα μπορούσε να το αναδείξει το δημοψήφισμα;- θα διαιρούσε, σε δυναμική αλληλοτροφοδότησης της διαίρεσης, τον λαό της και το πολιτικό της σύστημα, αφαιρώντας της εσωτερική συνοχή. Άρα θα φαλκίδευε την προοπτική της εθνικής της ενότητας και θα υπονόμευε τα -με αυτήν συνδεόμενα- δικά μας εθνικά συμφέροντα.
Όλα αυτά, δε, χωρίς καν την υπογράμμιση του άλλου αυτονόητου: πώς όσο πιο εσωτερικά διαιρεμένη και αποδυναμωμένη είναι η γείτων, τόσο πιο εύκολη η τουρκική και ρωσική διείσδυση στα κεντρικά Βαλκάνια, κάτι με προφανή επικινδυνότητα για μας. Ενώ η διατήρηση της εθνικής της υπόστασης και ενότητας διευκολύνει τον προσανατολισμό της προς δυτικούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς, κάτι που θα προσέφερε στη χώρα μας διεθνοπολιτική ασφάλεια και –συνακόλουθα- περιθώρια διεύρυνσης, πέραν των βορείων συνόρων της, της οικονομικής ζώνης επιρροής της.
Εν κατακλείδι επανέρχομαι εκεί απ’ όπου ξεκίνησα: όλα τα προαναφερόμενα είναι διανοητική άσκηση επί χάρτου, που συνιστούν μη εφαρμόσιμη και μη ακολουθήσιμη στον πραγματικό κόσμο πολιτική. Απλώς, όπως αρεσκόταν να επαναλαμβάνει ο Κώστας Σημίτης, ρόλος κάποιων ανθρώπων είναι να λένε «το άλλο, το αλλιώς και το αλλού»…
Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
*Παλιός δάσκαλος Πολιτικής Επιστήμης ο Θανάσης Διαμαντόπουλος
είναι σήμερα άτομο άνευ ιδιότητας.
https://www.liberal.gr/arthro/222411/apopsi/arthra/
i-akatonomasti-geiton-mia-eikonoklastiki-proseggisi---.html
3/10/2018
Σκίτσο του Δ. Χαντζόπουλου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ακατονόμαστη γείτων:
Μια εικονοκλαστική προσέγγιση.
Εν αρχή τα αυτονόητα. Πρώτον: Καμία κυβέρνηση και κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να χαράξει και να υπηρετήσει μια εξωτερική πολιτική, την οποία ενδεχομένως θα αξιολογούσε ως εθνωφελή, εάν έχει μετωπικά αντιτιθέμενη την κοινωνία. Πολλώ μάλλον μια πολιτική που σημαντικό μέρος της κοινωνίας θεωρεί προδοτική. Τουλάχιστον αυτό δεν γίνεται σε πολιτεύματα, όπου η λαϊκή κυριαρχία και η λαϊκή ψήφος είναι έννοιες με κάποια υπόσταση.
Δεύτερον: Η πολιτική δεν είναι μια διαδικασία που βασίζεται αποκλειστικά στον ορθολογισμό.
Τρίτον: Η ιστορία, οι συλλογικές παραστάσεις και μνήμες, τα βιώματα, οι έχθρητες, οι αντιδικίες, οι μύθοι, οι φαντασιώσεις και οι -φιλτραρισμένες από διάφορους, όχι πάντα ανιδιοτελείς, γνωμοδιαμορφωτικούς μηχανισμούς- προσλήψεις των γεγονότων διαμορφώνουν το ιστορικό/συλλογικό ασυνείδητο των λαών. Ίσως, δε, κανένας έλληνας δάσκαλος Πολιτικής Επιστήμης δεν δίδαξε με τόση έμφαση όσο ο γράφων το δεσμευτικό πλαίσιο που δημιουργεί στη δράση τόσο των εξουσιαστών όσο και των διεκδικητών της εξουσίας το ιστορικό/συλλογικό ασυνείδητο των λαών.
Τούτων δοθέντων ωστόσο…
Αν, έστω ως διανοητική άσκηση, μπορούσε να αναζητηθεί μια εθνική πολιτική, ερήμην της κοινωνίας που θα την υποστεί…
Το –«εν κενώ»- εθνικό μας συμφέρον απέναντι στην ακατονόμαστη βόρεια γείτονά μας πώς θα υπηρετείτο;
Τολμώ να πιστεύω πως οι γεωπολιτικές εξελίξεις, μετά το κλείσιμο της βάρβαρης κομμουνιστικής παρένθεσης, μας προσέφεραν τον ιδανικό βόρειο γείτονα. Έστω και αν η εθνικιστική ρητορεία μέρους του πολιτικού του συστήματος –εν πολλοίς τροφοδοτηθείσα από τη δική μας αδιαλλαξία και αμετροέπεια των αρχών της δεκαετίας του 90- προσέβαλε το δικό μας εθνικό φιλότιμο. (Χωρίς, όμως, να απειλεί τα πραγματικά μας εθνικά συμφέροντα).
Πρόκειται για ένα κράτος που, αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να προσπαθούμε να το εφεύρουμε ή να το δημιουργήσουμε: μικρό, περίκλειστο (ήτοι χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα), υποανάπτυκτο, χωρίς αξιόμαχο στρατό, εθνολογικό μωσαϊκό, που «πωματίζει» τα βόρεια σύνορά μας και μας προστατεύει από –πιο εκτεταμένη- γειτνίαση με χώρες πολύ πιο επικίνδυνες. Δηλαδή χώρες, ανεξαρτήτως παρουσών συγκυριών, με γεωπολιτικούς όρους μακροπρόθεσμα «αιγαιοστραφείς». Μεγάλη Βουλγαρία (που ακόμη και επί Σταμπολίνσκι ζητούσε λωρίδα εξόδου προς το Αιγαίο –κάτι πάντως που θα αποτελούσε γραμμή άμυνας έναντι της Τουρκίας), μεγάλη Αλβανία (με εθνολογικά συμπαγή πληθυσμό πιθανόν επτά εκατομμυρίων, πολύτιμο παίκτη στην Αδριατική και με ζωντανές βλέψεις για την «Τσαμουριά») ή μεγάλη Σερβία (η οποία, μετά την απόσχιση του Μοντενέγκρο, δεν έχει έξοδο στη θάλασσα, ενώ από την εποχή του στρατηγού Πάγκαλου διεκδικούσε πάντα ειδικό καθεστώς για τη Θεσσαλονίκη)…
Και μόνον η μη κάλυψη του κενού, που θα δημιουργούσε η εξαφάνιση ή διάλυση ή διάσπαση της «Ακατονόμαστης», από πολύ πιο επικίνδυνους γείτονες θα δικαιολογούσε, ίσως, μια δική μας εξωτερική πολιτική, η οποία θα της προσέφερε κάθε δυνατό συνεκτικό στοιχείο. Και το στοιχείο το οποίο θα λειτουργούσε ενοποιητικά γι’ αυτήν θα ήταν το όνομα που θα ανταποκρινόταν στους σφυρηλατημένους στην πορεία των χρόνων εθνικούς της μύθους. Κάθε απόκλιση από αυτό το όνομα –πόσο πιο κραυγαλέα θα μπορούσε να το αναδείξει το δημοψήφισμα;- θα διαιρούσε, σε δυναμική αλληλοτροφοδότησης της διαίρεσης, τον λαό της και το πολιτικό της σύστημα, αφαιρώντας της εσωτερική συνοχή. Άρα θα φαλκίδευε την προοπτική της εθνικής της ενότητας και θα υπονόμευε τα -με αυτήν συνδεόμενα- δικά μας εθνικά συμφέροντα.
Όλα αυτά, δε, χωρίς καν την υπογράμμιση του άλλου αυτονόητου: πώς όσο πιο εσωτερικά διαιρεμένη και αποδυναμωμένη είναι η γείτων, τόσο πιο εύκολη η τουρκική και ρωσική διείσδυση στα κεντρικά Βαλκάνια, κάτι με προφανή επικινδυνότητα για μας. Ενώ η διατήρηση της εθνικής της υπόστασης και ενότητας διευκολύνει τον προσανατολισμό της προς δυτικούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς, κάτι που θα προσέφερε στη χώρα μας διεθνοπολιτική ασφάλεια και –συνακόλουθα- περιθώρια διεύρυνσης, πέραν των βορείων συνόρων της, της οικονομικής ζώνης επιρροής της.
Εν κατακλείδι επανέρχομαι εκεί απ’ όπου ξεκίνησα: όλα τα προαναφερόμενα είναι διανοητική άσκηση επί χάρτου, που συνιστούν μη εφαρμόσιμη και μη ακολουθήσιμη στον πραγματικό κόσμο πολιτική. Απλώς, όπως αρεσκόταν να επαναλαμβάνει ο Κώστας Σημίτης, ρόλος κάποιων ανθρώπων είναι να λένε «το άλλο, το αλλιώς και το αλλού»…
Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
*Παλιός δάσκαλος Πολιτικής Επιστήμης ο Θανάσης Διαμαντόπουλος
είναι σήμερα άτομο άνευ ιδιότητας.
https://www.liberal.gr/arthro/222411/apopsi/arthra/
i-akatonomasti-geiton-mia-eikonoklastiki-proseggisi---.html
3/10/2018