Πυρηνικές συμφωνίες και «δύο μέτρα, δύο σταθμά». Η αμερικανική υποκρισία πλήττει τις προσπάθειες μη διάδοσης.

Ο Trump και ο Kim στην Σιγκαπούρη, τον Ιούνιο του 2018. REUTERS

   Μια προσωπική προσέγγιση της διπλωματίας που εξελίσσεται κατά περίπτωση δεν είναι αναγκαστικά κακή. Αυτό που λειτουργεί σε μια κατάσταση μπορεί να μην λειτουργεί σε μια άλλη. Αλλά όταν πρόκειται για τις παγκόσμιες προσπάθειες για τον έλεγχο της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων, τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» που είναι εγγενή στην προσέγγιση του Trump παρουσιάζουν μια θανάσιμη απειλή.

Στα Ηνωμένα Έθνη την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επεδίωξε χαμογελώντας άλλη μια διάσκεψη κορυφής [2] για να συζητήσει τα πυρηνικά όπλα με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Kim Jong Un, και στην συνέχεια καταδίκασε απερίφραστα τα ρεπορτάζ ότι είχε επιδιώξει μια παρόμοια συνάντηση [3] με τον Ιρανό πρόεδρο, Χασάν Ρουχανί. Η αντίθεση αντικατοπτρίζει την προσωπική προσέγγιση του Trump στα πυρηνικά όπλα: Απορρίπτει κάθε πολιτική που σχετίζεται με τον προκάτοχό του, ενώ αγκαλιάζει τους ηγέτες που κολακεύουν την αίσθηση που έχει περί του εαυτού του ως εκείνος που καταφέρνει να επιτύχει συμφωνίες. Επί της ουσίας, είναι αδύνατο να κατανοηθεί η απόφαση να απορριφθεί [4] η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, γνωστή ως Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action, JCPOA), ως «η χειρότερη συμφωνία που έγινε ποτέ», ενώ υιοθετείται μια διαδικασία αποπυρηνικοποίησης της Βόρειας Κορέας, χωρίς να επιβάλλονται καθόλου προϋποθέσεις . Αλλά αν ο Trump δίνει προτεραιότητα στα συναισθήματά του αντί στις προτιμήσεις της πολιτικής του, οι δύο ενέργειες βγάζουν νόημα. 

Μια προσωπική προσέγγιση της διπλωματίας που εξελίσσεται κατά περίπτωση δεν είναι αναγκαστικά κακή. Αυτό που λειτουργεί σε μια κατάσταση μπορεί να μην λειτουργεί σε μια άλλη. Αλλά όταν πρόκειται για τις παγκόσμιες προσπάθειες για τον έλεγχο της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων, τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» που είναι εγγενή στην προσέγγιση του Trump παρουσιάζουν μια θανάσιμη απειλή. Η διπλωματία μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων απαιτεί συνεχή συνεργασία μεταξύ όλων των σημαντικών δυνάμεων, ακόμη και όταν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα στενά συμφέροντά τους δεν ευθυγραμμίζονται. Το να γίνονται εξαιρέσεις, υπονομεύει ακριβώς την προσπάθεια να μπαίνουν στην άκρη τα στενά συμφέροντα έναντι της υποστήριξης των ευρύτερων, και αφήνει ανοιχτή την ερμηνεία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν τις προσπάθειες μη διάδοσης ως κάτι περισσότερο από την πολιτική με άλλα μέσα.

Οι Αμερικανοί διπλωμάτες έχουν αγωνιστεί εδώ και καιρό για να πείσουν την Κίνα, την Ρωσία και άλλες χώρες ότι οι ανησυχίες των ΗΠΑ σχετικά με την διάδοση [των πυρηνικών] δεν έχουν στην πραγματικότητα να κάνουν με μια αλλαγή καθεστώτος. Αν και αυτή ήταν μια δύσκολη μάχη, οι ισχυρές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο Ιράν πριν το JCPOA και εκείνες που επιβλήθηκαν στην Βόρεια Κορέα σήμερα δείχνουν την αξία της διαρκούς διπλωματίας. Τώρα, ο Trump τα απέρριψε όλα αυτά ως απατηλά, πετώντας [στα άχρηστα] μια προσεκτικά διαπραγματευθείσα συμφωνία και διακήρυξε ως λελυμένο ένα άλλο πρόβλημα μετά από μια και μόνη σύνοδο κορυφής. Είναι απίθανο ότι η Κίνα και η Ρωσία θα επιβάλουν ποτέ μελλοντικές κυρώσεις είτε στο Ιράν είτε στην Βόρειο Κορέα μετά από οτιδήποτε κοντά στην προσπάθεια που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ακόμη και μια ευρύτερη κατάρρευση της υποστήριξης για τις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ προσπάθειες να σταματήσουν την διάδοση της βόμβας.

ΠΩΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΜΑΘΕ ΝΑ ΜΙΣΕΙ ΤΗΝ ΒΟΜΒΑ

Πέντε κράτη είχαν χρησιμοποιήσει ή δοκιμάσει πυρηνικά όπλα, ενώ η Ινδία και η Κίνα είχαν πυρηνικά προγράμματα σε καλό δρόμο, πριν η διεθνής κοινότητα καταλήξει σε συναίνεση ότι η διάδοση των πυρηνικών όπλων ήταν κακή. Η αρχική άποψη στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και στην Σοβιετική Ένωση, ήταν ότι η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων δεν ήταν από μόνη της ούτε καλή ούτε κακή. Ήταν καλή όταν την έκαναν οι σύμμαχοι αλλά κακή όταν την έκαναν οι εχθροί. Το πρόβλημα ήταν ότι σε έναν διπολικό κόσμο, οι πιο σημαντικές χώρες ήταν σύμμαχοι στο ένα μπλοκ ή στο άλλο.

Αυτό οδήγησε σε μια ενοχλητική αίσθηση ότι η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων ήταν ανεξέλεγκτη, μια ανησυχία που μετατράπηκε σε πανικό αφότου η Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ δοκίμασε ένα πυρηνικό όπλο το 1964. Το επίτευγμα της Κίνας οδήγησε επίσης σε μια δεύτερη συνειδητοποίηση. Παρόλο που η Σοβιετική Ένωση είχε δώσει ουσιαστική ώθηση στην αρχή του κινεζικού πυρηνικού προγράμματος, το Πεκίνο ολοκλήρωσε την βόμβα ακόμη και μετά την αποχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης και παρά την τεράστια διάλυση που ακολούθησε το Μεγάλο Άλμα Προς τα Εμπρός. Οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι, ακόμη και χωρίς την συνεργασία τους, όποιος ήθελε μια πυρηνική βόμβα μπορούσε να την κατασκευάσει. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια επιτροπή με επικεφαλής τον πρώην αξιωματούχο του Υπουργείου Άμυνας, Roswell Gilpatric, πρότεινε το 1965 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση είχαν κοινό συμφέρον να συνεργαστούν για τον έλεγχο της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων, αντί να ενθαρρύνουν τους συμμάχους τους να τα αποκτούν.

Το αποτέλεσμα αυτού του κοινού συμφέροντος ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σοβιετική Ένωση και πολλές άλλες χώρες συμφώνησαν στην Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών όπλων (Nuclear Nonproliferation Treaty, NPT), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1970. Φυσικά, δεν εντυπωσιάστηκαν όλοι. Πολλά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και του Ισραήλ, αρνήθηκαν να υπογράψουν. Όταν ο Αμερικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον, αποφάσισε να επιδιώξει την επικύρωση της συμφωνίας στην Γερουσία, δήλωσε ρητά: «Δεν πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια από την αμερικανική κυβέρνηση για να πιεστούν άλλα έθνη, ιδίως στην Δύση, να ακολουθήσουν το παράδειγμα». Η Κίνα και η Γαλλία αρνήθηκαν να συμμετάσχουν μέχρι την δεκαετία του 1990. Ωστόσο, εκείνη η στιγμή σηματοδότησε μια ιστορική στροφή. Όταν η συνθήκη τέθηκε σε αναθεώρηση το 1995, οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγήθηκαν μιας επιτυχημένης προσπάθειας να επεκταθεί επ’ αόριστον.

Σήμερα, τα πράγματα είναι καλύτερα και χειρότερα. Τα κακά νέα είναι ότι η κατασκευή της βόμβας δεν ήταν ποτέ ευκολότερη. Η Βόρεια Κορέα –που δεν είναι καθόλου μια τεχνολογική δύναμη- μπόρεσε να δοκιμάσει ένα θερμοπυρηνικό όπλο και έναν [διηπειρωτικό πύραυλο] ICBM που θα μπορούσε να το μεταφέρει μέχρι τις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις ισχυρές διεθνείς κυρώσεις. Το Ιράν επίσης δεν αντιμετωπίζει σοβαρούς τεχνολογικούς περιορισμούς στην κατασκευή πυρηνικών όπλων ή πυραύλων πολύ μεγάλης εμβέλειας εάν το επιλέξει. Τα είδη των υποκείμενων τεχνολογιών που στο παρελθόν δεν ήταν προσεγγίσιμα σε ενδιαφερόμενους να αποκτήσουν πυρηνικά -ελεγχόμενα από υπολογιστή εργαλεία, καλώδια οπτικών ινών, ολοκληρωμένα κυκλώματα- είναι πλέον συνηθισμένα.

Τα καλά νέα, ωστόσο, είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε ισχυρότερη αίσθηση ότι τα πυρηνικά όπλα είναι κατακριτέα. Καθώς τα καταναγκαστικά εργαλεία έχουν γίνει λιγότερο αποτελεσματικά, η ήπια ισχύς της πειθούς έχει αυξηθεί. Οι ασαφείς κανόνες είναι ίσως όχι τόσο ανδροπρεπείς όσο οι κυρώσεις και οι απειλές για πυρ και μανία, αλλά υπάρχει όλο και μεγαλύτερη αίσθηση ότι τα πυρηνικά όπλα είναι αποτρόπαια. Το 1963 ο Αμερικανός πρόεδρος John F. Kennedy προειδοποίησε ότι 20 ή 25 χώρες θα μπορούσαν να κατασκευάσουν πυρηνικά όπλα μέχρι το 1970. Αυτό το δεν επαληθεύθηκε, εξαιτίας των μεταβαλλόμενων διαθέσεων. Ο κατάλογος των μελλοντικών πυρηνικών δυνάμεων που έδωσε η CIA στον Κένεντι τώρα είναι αποχαρακτηρισμένος. Το έγγραφο είναι αποκαλυπτικό, επειδή αυτές οι 20 έως 25 χώρες δεν ήταν τα «Ιράν» και οι «Βόρειες Κορέες» του κόσμου, αλλά χώρες όπως η Αυστραλία και η Σουηδία. Πριν από την NPT, η προσδοκία ήταν ότι κάθε χώρα που θα μπορούσε να κατασκευάσει μια βόμβα, πιθανότατα θα το έκανε. Σήμερα, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για προγράμματα πυρηνικών όπλων σε πλούσιες Δυτικές χώρες. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ξεχάσει ότι αυτά τα προγράμματα υπήρχαν καν. Αλλά αντί να είναι ευγνώμονες για τον κανόνα κατά της διάδοσης, οι Αμερικανοί πολιτικοί μισούν την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων, θεωρώντας την ως κάτι περισσότερο από μια επίθεση εναντίον της εκτεταμένης [ικανότητας] των Ηνωμένων Πολιτειών για αποτροπή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εξακολουθούν να εξετάζουν την αντίθεσή τους στα πυρηνικά όπλα μέσω του πρίσματος των διαμαρτυριών κατά της ανάπτυξης των αμερικανικών πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Δεν εκτιμούν την σημερινή ειλικρινή διεθνή αντίθεση στα πυρηνικά όπλα και δεν καταλαβαίνουν πώς να την κινητοποιήσουν για να στηρίξουν ένα βασικό συμφέρον των ΗΠΑ, τη μη διάδοση.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ

Υπάρχει από καιρό σε ολόκληρο τον κόσμο μια αρνητική αίσθηση ότι η αμερικανική έμφαση στη μη διάδοση είναι αναληθής. Στο κάτω-κάτω, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι που υποστήριξαν μια εισβολή στο Ιράκ για να σταματήσουν ένα πρόγραμμα πυρηνικών όπλων που δεν υπήρχε, και τώρα παραπονιούνται έντονα για το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων του Ιράν, είναι ευτυχείς να αγνοούν το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ. Αυτοί οι ίδιοι αξιωματούχοι υποστήριξαν επίσης μια εξαίρεση για την Ινδία παρά την άρνησή της να υπογράψει τη ΝΡΤ. Και πολλοί επικριτές επισημαίνουν ότι ο Λίβυος δικτάτορας Muammar al-Qaddafi εγκατέλειψε το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων του σε αντάλλαγμα για ό, τι θεωρούσε ότι είναι βρετανικές και αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας, απλώς για να ανατραπεί με την υποστήριξη της βρετανικής και της αμερικανικής αεροπορίας.

Είναι δυνατό να εξορθολογιστεί καθένα από αυτά τα περιστατικά. Η Ινδία και το Ισραήλ ήταν ήδη de facto πυρηνικές δυνάμεις την στιγμή [της υπογραφής] της NPT και αρνήθηκαν να την υπογράψουν. Αυτό είναι αρκετά διαφορετικό από την Βόρεια Κορέα και το Ιράν σήμερα. Και ο Καντάφι θα μπορούσε πιθανότατα να μην έχει τελειώσει την κατασκευή της βόμβας, οπότε γιατί να του υποσχεθούν ασυλία για την δολοφονία διαδηλωτών, αναρωτιούνται πολλοί. Αυτές οι ασυνέπειες δεν άλλαξαν σε καμία περίπτωση την γενική αίσθηση ότι οι υπεύθυνες χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, δεν θα έπρεπε να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα -και ότι, εάν έκαναν οποιαδήποτε προσπάθεια, το αποτέλεσμα θα ήταν η διεθνής απομόνωση.

Τουλάχιστον, αυτή η κατανόηση κρατούσε μέχρι να εμφανιστεί ο Trump. Στην πορεία της [προεκλογικής] εκστρατείας, ο Trump έκανε συχνά σχόλια υποδηλώνοντας ότι δεν θα ήταν τόσο κακό αν η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα κατασκεύαζαν μια ατομική βόμβα. Αυτά ήταν κυρίως κομπασμοί. Ο Τραμπ έτεινε να ανασύρει αυτή την δυνατότητα ως αμυντική αντίδραση όποτε επικρινόταν επειδή έλεγε ότι οι σύμμαχοι πρέπει να πληρώνουν περισσότερα για την υπεράσπισή τους. Αλλά είναι επίσης σαφές ότι ο Trump δεν πιστεύει σε κανόνες ή προϋποθέσεις. Το πρόβλημα με την προσέγγισή του στην διάδοση [των πυρηνικών] στο Ιράν και την Βόρεια Κορέα είναι ότι δεν αφορά, ουσιαστικά, καθόλου στην διάδοση.

Τα καθεστώτα κυρώσεων που επιβλήθηκαν στο Ιράν και στην Βόρεια Κορέα απαιτούσαν την συνεργασία πολλών χωρών, μεταξύ των οποίων η Κίνα και η Ρωσία. Οι κυρώσεις αυτές ήταν απλώς βιώσιμες εφόσον οι ΗΠΑ θεωρούνταν ειλικρινείς σχετικά με την διάδοση [των πυρηνικών]. Ο Trump έχει καταστήσει σαφές ότι η προσήλωση του Ιράν στο JCPOA δεν το κάνει να ωφελείται σε τίποτα –το να ακολουθεί [το Ιράν] τους κανόνες δεν έχει σημασία. Ο Trump σηματοδότησε ότι η ανησυχία της Ουάσινγκτον για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι στην πραγματικότητα μια πρόφαση που δικαιολογεί μια ελάχιστα κρυμμένη προτίμηση για αλλαγή καθεστώτος. Και τι θα μπορούσε να το καταστήσει αυτό πιο ξεκάθαρο από τους επαίνους που ο Τραμπ έχει πλημμυρίσει στον Κιμ; Η πιο επικίνδυνη πτυχή της μεταχείρισης του Τραμπ για το Ιράν και την Βόρεια Κορέα δεν είναι τόσο πολύ ότι δημιουργεί ένα ρήγμα στην διπλωματική παράδοση των ΗΠΑ -αν και το κάνει- καθώς αυτό μπορεί να εκληφθεί [από κάποιους] ως ένα είδος συνέχειας. Η προσέγγιση του Trump τροφοδοτεί την αφήγηση ότι η αμερικανική ρητορική σχετικά με την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων είναι κάτι περισσότερο από βολικές φαντασίες που υπάρχουν για να ενεργοποιήσουν άλλες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής.

Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι το εξής: Σε ποιο σημείο η παρακμή της αμερικανικής αξιοπιστίας αποτελεί θανάσιμη απειλή για τη νομιμοποίηση του καθεστώτος μη διάδοσης; Η νομιμοποίηση είναι δύσκολο να μετρηθεί, είτε πρόκειται για νομιμοποίηση ενός διεθνούς καθεστώτος είτε ενός αυταρχικού. Εάν ξεθωριάζει, ίσως να μην το γνωρίζουμε μέχρι να είναι πολύ αργά. Πολλά αυταρχικά καθεστώτα έμειναν κούφια με την πάροδο του χρόνου, αλλά συνέχισαν να σέρνονται ως πολιτικά ζόμπι, νεκρά στο εσωτερικό αλλά ακόμα σε κίνηση. Όταν καταρρέουν, κανείς δεν μένει πιο έκπληκτος από τους ίδιους τους λειτουργούς του καθεστώτος.


Στα αγγλικά:

Σύνδεσμοι:
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2018-06-15/big-winner-sing...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2018-05-10/strategic-disast...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2018-08-13/trumps-dangerous...


Jeffrey Lewis

Ο JEFFREY LEWIS είναι μελετητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Μελετών Middlebury στο Μόντερεϊ και συγγραφέας του «Έκθεση της Επιτροπής 2020 για τις Βορειοκορεατικές Πυρηνικές Επιθέσεις Εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών: Ένα Πιθανολογικό Μυθιστόρημα» (The 2020 Commission Report on the North Korean Nuclear Attacks Against the United States: A Speculative Novel). [1]

04/10/2018


            ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ         



Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζων Μπόλτον, 
στην διάρκεια συνέντευξης Τύπου στον Λευκόν Οίκο.

Οι ΗΠΑ Αποχωρούν από Διεθνείς Συνθήκες που τις Δεσμεύουν και τις Καθιστούν Υπόλογες στην Διεθνή Δικαιοσύνη. Αμερικανική Αντίδραση σε Απόφαση  Διεθνούς Δικαστηρίου Υπέρ του Ιράν

Η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα αποχωρήσει από την Συνθήκη Φιλίας με το Ιράν του 1955, μετά την απόφαση που εξέδωσε την Τετάρτη  το Διεθνές Δικαστήριο, η οποία καλεί τις ΗΠΑ  να σεβασθούν ορισμένους όρους της συνθήκης.

Η ομόφωνη απόφαση εντέλλεται στις ΗΠΑ να ακυρώσουν «οποιαδήποτε εμπόδια» στην εξαγωγή ανθρωπιστικών αγαθών στο Ιράν όπως και προϊόντων πού σχετίζονται με την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας. Επιπλέον αποφαίνεται ότι οι ΗΠΑ δεν δικαιούνται  να περιορίζουν οικονομικές συναλλαγές που αφορούν σε αυτά τα προϊόντα.

Η απόφαση δεν επεκτείνεται στο σύνολο των κυρώσεων που το Ιράν επιζήτησε να ακυρώσει, περιλαμβανομένων των πιο οδυνηρών,  που στρέφονται κατά του πετρελαϊκού τομέα και οι οποίες θα αρχίσουν να εφαρμόζονται στις 5 Νοεμβρίου. Αλλά  η δικαστική απόφαση έφερε στο προσκήνιο μια ξεχασμένη συνθήκη και  αποτελεί  μιαν πρόκληση στην επανεφαρμογή των κυρώσεων από την αμερικανική κυβέρνηση, μετά την μονομερή αποχώρησή της από την διεθνή συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά.

« Αυτή η απόφαση είναι δεσμευτική για τις ΗΠΑ και θα πρέπει να συμμορφωθούν με αυτήν» δήλωσε στους Τάϊμς της Ασίας ο Ζεντιάν Ζυμπερί, του Νορβηγικού Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Είναι αξιοσημείωτο-πρόσθεσε- ότι η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ομόφωνη. Συμφώνησε ακόμη και ο διορισμένος από τις ΗΠΑ ad hoc δικαστής».

Η κυβέρνηση Τραμπ αντέδρασε αποχωρώντας από την Συνθήκη Φιλίας, Οικονομικών Σχέσεων και Προξενικών Δικαιωμάτων του 1955, για τον τερματισμό της οποίας απαιτείται προειδοποίηση ενός έτους. Ο Αμερικανός  Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζων Μπόλτον άδραξε την ευκαιρία  για να κεραυνοβολήσει το σύστημα διεθνούς δικαιοσύνης στο σύνολό του:
«Το Διεθνές Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι στερείται της δικαιοδοσίας να εκδώσει εντολήν αναφερόμενη σε κυρώσεις που επιβάλλουν οι ΗΠΑ για την προστασία της ασφάλειάς τους», δήλωσε ο Μπόλτον στους δημοσιογράφους, ώρες μετά την έκδοση της απόφασης.

Ο φιλοπόλεμος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας ανακοίνωσε ότι ο Πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε όχι μόνο να αποσύρει τις ΗΠΑ από αυτή την Συνθήκη, αλλά επίσης και  από ένα προαιρετικό πρωτόκολλο για  διακανονισμό διαφορών, συνδεόμενο με την Σύμβαση της Γενεύης, η οποία διέπει τις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις.
«Αυτό σχετίζεται με μιαν υπόθεση που έφερε (ενώπιον του Δικαστηρίου) το λεγόμενο κράτος της Παλαιστίνης κατά των ΗΠΑ, για την μετακίνηση της πρεσβείας μας στην Ιερουσαλήμ», είπε ο Μπόλτον.

Αυτές οι αποχωρήσεις, εξήγησε ο Μπόλτον, αφορούν όχι μόνο τις συγκεκριμένες  υποθέσεις, αλλά ευρύτερα την απόρριψη δεσμευτικών κρίσεων σε βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών. « Αυτό στην πραγματικότητα έχει να κάνει λιγότερο με το Ιράν και τους Παλαιστινίους παρά με την συνεχιζόμενη  συνεπή πολιτική των ΗΠΑ να απορρίπτουν την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου».

«Προφανώς και σχετίζεται εν μέρει με τις απόψεις μας για το Διεθνές  Δικαστήριο Ποινικών Εγκλημάτων και για την φύση των λεγομένων  διεθνών δικαστηρίων σκοπού να μπορούν να δεσμεύουν τις ΗΠΑ», πρόσθεσε.

Ο Τραμπ, στην ομιλία του στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον περασμένο μήνα, κατακεραύνωσε  το Διεθνές  Δικαστήριο Ποινικών Εγκλημάτων αλλά δεν αναφέρθηκε στο Διεθνές Δικαστήριο (κρατικών διαφορών).

Ο Μπόλτον προειδοποίησε ότι η αμερικανική κυβέρνηση  άμεσα «θα αρχίσει μιαν επανεξέταση όλων των διεθνών συμφωνιών που μπορεί ακόμη να εκθέτουν τις ΗΠΑ στην υποτιθέμενη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου.»

Alison Tahmizian Meuse, 
Asian Times, 5-10-2018

Μετάφραση Μιχαήλ Στυλιανού

http://infognomonpolitics.blogspot.com/2018/10/blog-post_987.html
6/10/18

TRUMP'S ALLIANCE AGAINST IRAN: SAUDI ARABIA AND PARTNERS