Υπόθεση Παπαντωνίου, κλεπτοκρατία και Κράτος Δικαίου.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
Η κυνική αφωνία του Κώστα Σημίτη.
Η προφυλάκιση του ζεύγους Παπαντωνίου επανέφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της διαπλοκής-διαφθοράς, το οποίο λειτούργησε και λειτουργεί σαν καρκίνωμα στο σώμα της Ελλάδας. Η διαπλοκή-διαφθορά είναι διεθνές φαινόμενο. Στην Ελλάδα, όμως, έχει προσλάβει γιγαντιαίες διαστάσεις, επειδή ουσιαστικά λειτούργησε στο πλαίσιο του τριγώνου πολιτική ελίτ – Μίντια – ολιγαρχία του χρήματος.
Το αμαρτωλό αυτό τρίγωνο λειτούργησε σαν στυλοβάτης και όχημα της κλεπτοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ότι χρειάσθηκε να ξεπερασθούν όλα τα όρια για να δεήσει η Δικαιοσύνη να κινηθεί εναντίον έστω και πολιτικά «καμμένων χαρτιών», όπως ο Τσοχατζόπουλος και ο Παπαντωνίου. Η κάθε είδους προστασία και των τριών πλευρών του τριγώνου (ολιγαρχία του χρήματος, πολιτική ελίτ και μιντιάρχες) σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος είχε καταστεί περισσότερο κανόνας παρά εξαίρεση.
Η εξάρτηση των κομμάτων και των πολιτικών από το πολιτικό χρήμα και από τα Μίντια, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των Μίντια από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, είχε μετατοπίσει το κέντρο βάρους στις σχέσεις πολιτικής και οικονομικής εξουσίας προς όφελος της δεύτερης. Σε αρκετές περιπτώσεις οι πολιτικοί περιέρχονταν σε σχέση εξάρτησης, εάν όχι “υπαλληλοποίησης”.
Η διαπλοκή στο αμαρτωλό τρίγωνο καταρρακώνει κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού και δημιουργεί κλίμα γενικευμένης αναξιοπιστίας. Η Λερναία Ύδρα της διαπλοκής και της διαφθοράς δηλητηριάζει τις ηθικές αξίες που στηρίζουν τον κοινωνικό ιστό, διαβρώνει το Κράτος Δικαίου, νοθεύει τους κανόνες της αγοράς, θίγει την καλώς εννοούμενη επιχειρηματικότητα και αποτρέπει παραγωγικές πρωτοβουλίες.
Από την παρακμή, στα βράχια
Παραλλήλως, προκαλεί και σοβαρές δημοσιονομικές βλάβες. Ευθύνεται όχι μόνο για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, αλλά συχνά και για τη σπατάλη και για τη λεηλασία του δημόσιου χρήματος. Με άλλα λόγια, λειτούργησε σαν καρκίνωμα, που αλλοίωσε την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, καταδίκασε την Ελλάδα στην παρακμή με τελικό αποτέλεσμα το 2010 να πέσει στα βράχια.
Η διαπλοκή-διαφθορά έχει συμβάλει καθοριστικά στην αποσάθρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα. Όταν, όμως, ο βαθμός εμπιστοσύνης πέφτει κάτω και από το αναγκαίο ελάχιστο, ο κοινοβουλευτισμός περιέρχεται σε κρίση. Αυτό είχε αρχίσει να συμβαίνει πριν η Ελλάδα βυθιστεί στην κρίση, αλλά από το 2010 έχει προσλάβει πρωτοφανείς διαστάσεις. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015 οφειλόταν και σ’ αυτό το γεγονός.
Η κοντόθωρη στάση των τότε κομμάτων εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), αλλά όχι μόνο, είναι αλάνθαστο σημάδι ότι είχαν χάσει την επαφή τους με την ίδια την έννοια του εθνικού και κοινωνικού συμφέροντος. Το αποτέλεσμα ήταν να εδραιωθεί η εντύπωση στην κοινή γνώμη πως η πολιτική είναι μια πολύ επωφελής υπόθεση για τους πρωταγωνιστές της. Η ισοπεδωτική αυτή εντύπωση αδικεί τους έντιμους πολιτικούς. Από την άλλη πλευρά, όμως, η γενική εικόνα έχει βάση αληθείας, όπως φαίνεται από τις περιπτώσεις Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου και βεβαίως όχι μόνο. Η διάχυση αυτής της εντύπωσης αναμφισβήτητα διευκόλυνε την ανάδυση των χειρότερων στοιχείων του Έλληνα.
Η κατάρρευση του κλεπτοκρατικού μοντέλου μεγέθυνσης της οικονομίας κατέστησε ανενεργό το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στις άρχουσες ελίτ και στα μικρομεσαία στρώματα. Όταν ξέσπασε η κρίση και η Ελλάδα περιήλθε ουσιαστικά σε καθεστώς μεταμοντέρνας “αποικίας”, οι εγχώριες άρχουσες ελίτ έσπευσαν να συνταχθούν πίσω από τους δανειστές., Δεν μπορούσαν, άλλωστε, δια του πολιτικού συστήματος να εξαγοράζουν τη λαϊκή συναίνεση, ανεχόμενες τη φοροδιαφυγή, τη μικροδιαφθορά και την κάθε είδους αυθαιρεσία.
Όμηρος των επιλογών του ο ΣΥΡΙΖΑ
Έτσι φθάσαμε στις τεκτονικές αλλαγές που επέφεραν στο πολιτικό σύστημα οι εκλογές του 2012 και ακόμα περισσότερο του 2015, όταν πρώτο κόμμα αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και σχηματίσθηκε η κυβέρνηση Τσίπρα. Η πολιτική-εκλογική “ανταρσία” είχε μέσα από τη γνωστή ταραχώδη διαδρομή ως κατάληξη την υπογραφή του 3ου Μνημονίου. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ να μπήκαν στο μνημονιακό μονοπάτι, αλλά οι ψηφοφόροι τους, σε αρκετές περιπτώσεις και πολίτες που δεν είχαν ψηφίσει αυτά τα κόμματα, περίμεναν τουλάχιστον από την κυβέρνηση Τσίπρα να επιδείξει έργο στο μέτωπο της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Αλλά και σ’ αυτό το επίπεδο ο απολογισμός είναι απογοητευτικός. Είναι αληθές πως επιλεκτικά εκδηλώθηκε σχετική πρόθεση και πως υπήρξαν ισχυρές καθεστωτικές αντιστάσεις. Εξίσου αληθές είναι, όμως, ότι ο πόλεμος εναντίον της διαπλοκής υπονομεύθηκε από το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί να δημιουργήσει τα δικά της διαπλεκόμενα συμφέροντα.
Επειδή, μάλιστα, η προσπάθεια κάθαρσης γίνεται κατά κανόνα με ερασιτεχνικό τρόπο και σε εχθρικό γήπεδο, δεν έφερε ούτε καν αξιόλογο θεσμικό αποτέλεσμα. Η υπόθεση Novartis, μετά τον εντυπωσιακό πολιτικό θόρυβο, πελαγοδρομεί σε κάποια γραφεία. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν η καταπολέμηση της διαπλοκής-διαφθοράς να εκφυλισθεί σε εργαλείο επιλεκτικής εκκαθάρισης πολιτικών λογαριασμών και κατ’ επέκτασιν σε μέσο εκτόνωσης της κοινής γνώμης δια της μεθόδου «δώσε αίμα στον λαό».
Για να δημιουργηθεί ένα πολιτικό προηγούμενο και μία κουλτούρα στο ίδιο το πολιτικό σύστημα, η καταπολέμηση της διαπλοκής-διαφθοράς πρέπει να αποτελεί οργανική θεσμική διαδικασία εξυγίανσης στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου. Μόνο έτσι θα καταστεί ευσταθής και βιώσιμη. Μόνο έτσι, δηλαδή, θα είναι δύσκολο και γι’ αυτή και για τις επόμενες κυβερνήσεις να υποκύψουν στον πειρασμό παράκαμψης των κανόνων, χωρίς να πληρώσουν πολιτικό-εκλογικό κόστος.
Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα αρθρογραφεί στο Πρώτο Θέμα. Συγγραφέας 13 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.
27 Οκτωβρίου 2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η κυνική αφωνία του Κώστα Σημίτη.
Ο ‘Ακης Τσοχατζόπουλος ήταν υπουργός ‘Αμυνας από το 1996 έως το 2001. Τον Οκτώβριο του 2013 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών επειδή, με βάση το δικαστικό πόρισμα, για ξέπλυμα μαύρου χρήματος το οποίο προερχόταν από μίζες επί εξοπλιστικών προμηθειών στην διάρκεια της υπουργικής θητείας του. Το εν λόγω μαύρο χρήμα δε, με βάση πάντοτε τα στοιχεία της δικαστικής έρευνας, αποτιμήθηκε στα 16.202.000 ελβετικά φράγκα και 1.748.000 δολάρια για την προμήθεια των TOR M1 και στα 2.960.225 ελβετικά φράγκα για τα υποβρύχια της γερμανικής FERROSTAAL.
Ο Γιάννος Παπαντωνίου διαδέχθηκε τον ‘Ακη Τσοχατζόπουλο στο υπουργείο ‘Αμυνας και διατήρησε το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο έως το 2004. Την περασμένη Τρίτη προφυλακίστηκε, όπως και η σύζυγός του, με την κατηγορία ότι πήρε μίζα 2.835.000 ελβετικών φράγκων από την γαλλική Thales Nederland για την απόκτηση των έξι φρεγατών τύπου «S» από το Πολεμικό Ναυτικό.
Ο Τάσος Μαντέλης ήταν υπουργός Μεταφορών από το 1997 έως το 2000. Τον περασμένο Μάιο το Εφετείο τον καταδίκασε σε κάθειρξη 5 ετών – μειώνοντας την πρωτόδικη ποινή των 8 ετών – για ξέπλυμα 450.000 μάρκων, που προέρχονταν από τα μαύρα ταμεία της Siemens. Η προμήθεια αφορούσε το project ψηφιοποίησης του ΟΤΕ.
Ο Θεόδωρος Τσουκάτος ορίστηκε το 1996 προϊστάμενος του «Γραφείου Κοινωνικού Διαλόγου» του πρωθυπουργού και έκτοτε, κι έως το 2000, ήταν ίσως ο στενότερος συνεργάτης του Κώστα Σημίτη. Το 2008 παραπέμφθηκε για το αδίκημα της συνέργειας σε δωροδοκία και ο ίδιος ομολόγησε ότι πήρε 1.000.000 μάρκα επίσης από τα μαύρα ταμεία της Siemens τα οποία παρέδωσε στο ταμείο της Χαριλάου Τρικούπη.
Όλα αυτά μάλλον είναι (υπερ)αρκετά για να αποδείξουν ότι κάτι σάπιο υπήρχε στο «βασίλειο» του εκσυγχρονισμού. Και είναι επίσης αρκετά για να απαιτούν μια πολιτική ομολογία λάθους, μια εξήγηση, μια παρέμβαση έστω από τον έχοντα την ευθύνη του «βασιλείου» - τον τότε πρωθυπουργό.
Ο Κώστας Σημίτης όμως επέλεξε, και εξακολουθεί να επιλέγει, την επιδεικτική σιωπή. Για την ακρίβεια, επί 14 χρόνια οι μοναδικές φορές που μίλησε για την πιο σκοτεινή πλευρά του εκσυγχρονισμού, την διαφθορά, ήταν δύο: Η πρώτη ήταν για να προαναγγείλει την προσφυγή του στην Δικαιοσύνη όταν δημοσιεύματα τον ενέπλεξαν προσωπικά στις διαδρομές του μαύρου χρήματος κατά την προμήθεια του C4Ι, του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων. Αφετηρία εκείνης της εμπλοκής είχε αποτελέσει η κατάθεση που είχε δώσει στους Γάλλους εισαγγελείς ο πρώην πρόεδρος της Thales, Μισέλ Ζοσερόν.
Η δεύτερη φορά ήταν περίπου πριν από ενάμισι χρόνο, στην συνέντευξή του στον Σκάι, όπου αποφάσισε να κάνει μια από τις σπάνιες δημόσιες παρεμβάσεις του για να ζητήσει την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Για να δηλώσει αμέσως μετά, αναφερόμενος στις υποθέσεις Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου πως «η διαφθορά είναι κοινωνικό φαινόμενο». «Για να ξεπεραστεί», είχε πει, «χρειάζονται προσπάθειες όσον αφορά την δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τη λειτουργία της Πολιτείας, την παρέμβαση στην κοινή γνώμη. Η καταπολέμησή της δεν γίνεται με καταγγελίες… Δεν γίνεται με εχθρότητα. Γιατί όποιος καλλιεργεί εχθρότητα, παράγει εχθρότητα».
Ενδεχομένως αυτή η θεωρητική – και πολιτικά κυνική – προσέγγιση της πολιτικής διαφθοράς να ήταν εκείνη που ώθησε χθες τον Σταύρο Θεοδωράκη να γράψει: «Το ότι ο Σημίτης κατόρθωσε να ισορροπήσει τη χώρα το ’96, το ότι συγκρούσθηκε με τον λαϊκισμό και ακολούθησε μια συνεπή ευρωπαϊκή πορεία (και έβαλε και την Κύπρο στην ΕΕ), δεν σημαίνει ότι όλα όσα έγιναν στα χρόνια του ήταν καλά καμωμένα. Και όσο πιο σύντομα αποφασίσει να μιλήσει για τα λάθη και τις παραλείψεις της δικής του περιόδου, τόσο πιο πειστικές θα είναι οι συμβουλές που δίνει για το μέλλον».
‘Ισως η ίδια αυτή προσέγγιση να έκανε και τον Γιάννη Ραγκούση να πει ότι «η πολιτική ευθύνη είναι ιστορική κι έχει ονοματεπώνυμο/α», και να ρωτήσει εάν το Κίνημα Αλλαγής «είναι πλυντήριο;».
Κι ίσως επίσης να είναι ο ίδιος θεωρητικός κυνισμός που θέτει αυθορμήτως το επόμενο ερώτημα: Ποιο θα είναι το πιο βαρύ στίγμα στην πολιτική παρακαταθήκη που, διακαώς, επεδίωξε και επιδιώκει να αφήσει ο Κώστας Σημίτης – η τότε αδράνειά του απέναντι στο βαθύ κράτος της διαφθοράς ή η επίμονη αφωνία του ενώπιον ακόμη και των πειστηρίων του εγκλήματος;
Νικόλ Λειβαδάρη
27/10/2018