Η έξοδος στις αγορές και το «νέο 2010».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
(1) Μύθος η είσοδος σε τροχιά ανάπτυξης. 
(2) Τα υπερπλεονάσματα καθηλώνουν την ελληνική οικονομία. 
(3) Μέσα σε 10 χρόνια χάθηκαν 911.200 θέσεις εργασίας 
υψηλής εξειδίκευσης
.

Υπάρχει κίνδυνος η χώρα να οδηγηθεί πάλι στα βράχια; Υπάρχει. Γιατί, το μόνο σχέδιο που φαίνεται να διαθέτουμε είναι όχι πώς θα ανακτηθεί η πρόσβασή μας στις αγορές, αλλά πώς θα αναλωθεί το μαξιλάρι ασφαλείας, τα 26,6 δισ. ευρώ – αυτά που πήραμε αντί για πιστοληπτική γραμμή. Στην ουσία, ροκανίζουμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε.

Υποτίθεται ότι αυτά τα κεφάλαια θα ήταν ένας κλειδωμένος κουμπαράς, επιπλέον εγγύηση για τις αγορές προκειμένου να εξασφαλίζουμε καλύτερα επιτόκια δανεισμού από αυτές. Αντ’ αυτού, οσονούπω αρχίζουμε να τα ξοδεύουμε. Στα τέλη 2019 θα έχουν απομείνει 15,5 δισ. εφόσον τελικά καταφέρουμε να αντλήσουμε από τις αγορές 4 δισ. ευρώ. Αν όχι, θα απομείνουν 11,5 δισ. ευρώ. Εφόσον μπει χέρι σε αυτά προς ενίσχυση των τραπεζών (όπως εισηγείται το ΤΧΣ), θα απομείνουν περί τα 8,5 δισ. – μόνο. Αυτά δεν επαρκούν ούτε για το 2020 – οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας ανέρχονται σε 15 δισ. ευρώ.

Οποιος λέει ότι δεν βιάζεται να βγούμε στις αγορές επειδή λεφτά υπάρχουν μέχρι τότε, λέει ανοησίες. Αγνοεί ότι, στο μέτρο που εμπεδώνεται η αντίληψη ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει στις αγορές, δημιουργείται μία διπλή απειλή: Αφενός, αν δεν βγει σε εύλογο χρονικό διάστημα, καθίσταται δυσχερέστατη η έξοδός της οποτεδήποτε. Οσο καθυστερεί, τόσο περιορίζονται οι δυνατότητες του κράτους να βγει στις αγορές κάποτε. Οσο δεν βγαίνει, τόσο εμπεδώνεται η αντίληψη ότι δεν μπορεί να το κάνει – με κόστος μεγάλο ή τεράστιο.

Αφετέρου, άμεσα, όσο εμπεδώνεται η αντίληψη διεθνώς ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει στις αγορές, τόσο δυσχεραίνεται και γίνεται ακόμη ακριβότερος ο δανεισμός των ελληνικών επιχειρήσεων από τις διεθνείς αγορές ή/και από εσωτερικούς πόρους. Αυτό έχει «εδώ και τώρα» συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα, στη μεγέθυνση, στην απασχόληση, τελικά και στα έσοδα του ίδιου του κράτους. Ο,τι φαίνεται «απλή» καθυστέρηση, ανοίγει τον φαύλο κύκλο μιας νέας κρίσης, που θα πάρει τη μορφή και της δημοσιονομικής κρίσης. Η μετεξέλιξη θα είναι, απλώς, θέμα χρόνου.

Στην πράξη, αν δεν μεριμνήσουμε να διατηρηθεί ανέπαφο το «μαξιλάρι» ασφαλείας, οι εξελίξεις θα αποδειχτούν πολύ χειρότερες. Γιατί; Ολοι προβλέπουν ότι γύρω στο 2020 η διεθνής οικονομία θα μπει στη φάση μιας νέας ύφεσης. Σε αυτό το ραντεβού, η Ελλάδα θα βρεθεί με αδύναμη οικονομία, τεράστιο χρέος, εξαιρετικά εύθραυστη δημοσιονομική ισορροπία. Θα πρέπει, λοιπόν, να έχει ανέγγιχτο και διαθέσιμο αυτό το «μαξιλάρι» ασφαλείας, τα 26,6 δισ. ευρώ, ώστε να το αξιοποιήσει για να υψώσει τα αναγκαία αναχώματα αντικυκλικής πολιτικής. Αλλιώς, ακόμα και αν μέχρι τότε έχει ψιλοβγεί στις αγορές, θα διατρέξει τον κίνδυνο να βρεθεί σε ένα «νέο 2010». Ο Τζορτζ Οργουελ έλεγε ότι «απαιτείται συνεχής αγώνας για να καταφέρει κανείς να δει αυτό που βρίσκεται μπροστά στη μύτη του». Μακάρι να το καταφέρουμε. Γιατί, αμέσως μετά απ’ αυτό, είναι τα βράχια.


25/11/2018

 Σκίτσο του Soloup
Σκίτσο του Μ.ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ


                 ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ                 

 1.
Μύθος η είσοδος σε τροχιά ανάπτυξης. 

Που την είδανε την σταθεροποιημένη ελληνική οικονομία; 

Τον τελευταίο καιρό, ζούμε καταστάσεις απόλυτου παραλογισμού. Ενώ, δηλαδή, όλες σχεδόν οι εκφάνσεις της οικονομίας εμφανίζουν εικόνα επιδείνωσης, διοχετεύεται παράλληλα και προς όλες τις κατευθύνσεις μια άκρατη θριαμβολογία, που δήθεν διαπιστώνει το «πόσο καλά πηγαίνει η οικονομία» μας. Οι αβάσιμες αυτές δηλώσεις δεν θα προκαλούσαν απορία αν πήγαζαν αποκλειστικά και μόνο από κυβερνητικούς κύκλους, ιδίως όταν αυτές συμπίπτουν με διευρυμένη προεκλογική περίοδο.

Αυτό που είναι όμως καταρχήν ανεξήγητο είναι ότι με αυτές τις μη σοβαρές προοπτικές για την ελληνική οικονομία συμπορεύονται και αρκετοί ιθύνοντες της ΕΕ. Έχει, συνεπώς, ενδιαφέρον να δειχθεί, το πόσο αιθεροβάμονες είναι όσοι υποστηρίζουν ότι η ελληνική οικονομία άφησε πίσω της την κρίση, αλλά και στη συνέχεια να ανατρέξουμε στις πιθανές ερμηνείες, για τις οποίες, οι εταίροι μας φαίνεται να επέλεξαν την αλλοίωση της πραγματικότητας, στο συγκεκριμένο αυτό θέμα.

Με βάση ποια θεωρία

Ας δούμε λοιπόν μερικούς από τους δείκτες της συνεχιζόμενης επιδείνωσης: Πρώτον, στο διάστημα των 9 τελευταίων ετών επιβλήθηκαν, στην Ελλάδα, τρία Μνημόνια, από τους εταίρους και το ΔΝΤ, με στόχο τη σταθεροποίηση της οικονομίας της. Το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα, ανάμεσα και σε άλλα, των τριών αυτών μνημονίων, είναι η εκτόξευση του χρέους, από 109% στο ΑΕΠ (ή 262 δισ. ευρώ), που ήταν πριν από την κρίση, σε 180,4% αντίστοιχα, σήμερα (ή σε 322, 568 δισ. ευρώ). Και στο παραπάνω αυτό ποσό του σημερινού χρέους, θα πρέπει να προστεθούν και άλλα 101 δισ. ευρώ, που είναι χρέη ιδιωτών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο, και που εξαιτίας της φτωχοποίησής τους αδυνατούν να ξεπληρώσουν.

Ερωτάται, λοιπόν: Με βάση ποια θεωρία ή και ποια απλή λογική, θα μπορούσε σοβαρά να υποστηριχθεί ότι η ελληνική οικονομία, είναι τώρα πιο σταθεροποιημένη, από ότι ήταν στην αρχή της κρίσης; Και, αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της, δηλαδή της δυνατότητας αποπληρωμής του, πότε ο βαθμός αυτής της βιωσιμότητας ήταν υψηλότερος: πριν ή μετά την επιβολή αυτών των δήθεν σταθεροποιητικών Μνημονίων; Να συνυπολογιστεί, ακόμη, ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 2001- 2008, ήταν περίπου 4%.

Αντιθέτως, μετά την επιβολή των Μνημονίων, και ως το 2017, η Ελλάδα κατέγραφε συνεχείς αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, παρότι διατυπώνονταν μονίμως και αιθεροβάμονες προβλέψεις, που δήθεν έβλεπαν ανάπτυξη. Το 2017, ήταν η πρώτη χρονιά με θετικό πρόσημο της ελληνικής ανάπτυξης. Με το αναιμικό 1.4%, που υπολείπεται του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ, του 2.4%, αλλά που επιβεβαιώνει τις προβλέψεις του ΔΝΤ για ετήσια ανάπτυξη της χώρας μας, τις επόμενες δεκαετίες, που θα κυμαίνεται γύρω στο 1%.

Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την καταστροφή της παραγωγικής βάσης, της μετανάστευσης 600.000 νέων στο εξωτερικό, της υπογεννητικότητας και των βασικών αναπτυξιακών ροπών που έχουν καταποντιστεί, σκηνοθετούν με επιτυχία το σκηνικό της ελληνικής τραγωδίας στα χρόνια των Μνημονίων. Πώς, λοιπόν, να στηρίξουν αισιόδοξες αναμονές;

Η χαριστική βολή

Δεύτερον, επιτεύχθηκε, όμως, όπως θα αντιτάξουν οι αιθεροβάμονες, εξυγίανση του ελλείμματος, και όχι μόνο, αλλά και ετήσιο παχυλό πρωτογενές πλεόνασμα. Σωστά! Αλλά, ακριβώς, οι μεθοδεύσεις για την υλοποίηση αυτού του αποτελέσματος, έδωσαν τη χαριστική βολή στην προοπτική ανάπτυξης αυτού του τόπου, δεδομένου ότι η πηγή του ήταν και είναι η αποστράγγιση της κινητήριας δύναμης της οικονομίας. Πρόκειται, πράγματι, για αυταπόδεικτη διαπίστωση, με βάση τα ελάχιστα ακόλουθα στοιχεία, που επιλεκτικά αναφέρω, μεταξύ σωρείας άλλων:
  • Η ελληνική αποταμίευση των νοικοκυριών εμφανίζεται, συνεχώς, την περίοδο των μνημονίων, με αρνητικό πρόσημο, και είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης με το θανάσιμο αυτό χαρακτηριστικό για την επιβίωσή της. Χάριν παραδείγματος αναφέρω ότι το 2016 η ελληνική αποταμίευση ήταν -6.8% του ΑΕΠ, έναντι 12,1% αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη.
  • Η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη ιδιωτική κατανάλωση στην Ευρωζώνη, η οποία το 2017 καταγράφει αύξηση 0,1% (μπορεί να οφείλεται και σε στατιστικό λάθος), ενώ η αντίστοιχη αύξηση της ΕΕ είναι 1.9%.
  • Το 2018, όπως όλα δείχνουν, θα αποδειχθεί μια ακόμη χρονιά με τις χειρότερες επιδόσεις, για την Ελλάδα, σε ότι αφορά στη διενέργεια ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων. Και αναφορικά με τον προϋπολογισμό του 2019, προβλέπεται μείωση των δημοσίων επενδύσεων, κατά 500 εκατ. ευρώ, παρότι η αύξησή τους θα μπορούσε να βελτιώσει τη λειτουργία της οικονομίας. Περιττό να επεκταθώ και στο θλιβερό κεφάλαιο της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, καθώς αυτές απεικονίζονται με τον τραγικότερο δυνατό τρόπο στην υπαγωγή ολόκληρης της Ελλάδας στο Υπέρ ταμείο.
  • Το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων ανέρχεται σε 4,51% έναντι 1, 76% στην Ευρωζώνη. Η κακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών δεν ευνοεί τη χρηματοδότησή τους στην οικονομία, που μειώθηκε το 2017 κατά 0,1%, έναντι αντίστοιχης αύξησης κατά 3,1% στην Ευρωζώνη.

Με βάση αυτά τα στοιχεία και αυτές τις εξελίξεις, όσο και αν κάποιοι επιλέγουν τους αιθέρες, στη θέση της πραγματικότητας, είναι πάντως απολύτως αδύνατον να θεμελιώσουν αισιόδοξες προοπτικές για την ελληνική οικονομία, στο παρόν και στο μέλλον.

Αισιόδοξοι εταίροι

Και όμως οι εταίροι μας συμμερίζονται την αισιοδοξία της Κυβέρνησης. Και αδιαφορούν για το αυταπόδεικτο της μη βιωσιμότητάς του, όντος, αστρονομικού ελληνικού χρέους. Αδιαφορία που καταρχήν φαίνεται ανεξήγητη. Υπάρχει, φυσικά, εξήγηση, διότι πράγματι οι δανειστές έχουν δίκαιο να πιστεύουν ότι δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα, με την ελληνική περίπτωση. Και τούτο, διότι εξασφαλίζουν κάθε χρόνο, ένα τερατώδες πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο, έστω και χωρίς ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, θα καταβάλλεται στο διηνεκές. Και αναφορικά με τη μη βιωσιμότητα του χρέους, δεν υπάρχει επίσης ουδείς λόγος ανησυχίας, εφόσον οι δανειστές έχουν ως ενέχυρο ολόκληρη την Ελλάδα με τον επίγειο, υπόγειο και αέρινο πλούτο της.

Παρά ταύτα, οι εταίροι-δανειστές μας διατυπώνουν, κατά διαστήματα, ανησυχίες που συγκεντρώνονται στο χώρο της «ταχύτητας με την οποία διενεργούνται οι μεταρρυθμίσεις». Οι κατηγορίες εναντίον μας έχουν συρρικνωθεί τον τελευταίο καιρό, και αναφέρονται μόνο στην καταγραφή «καθυστερήσεων», στην υλοποίηση των «μεταρρυθμίσεων».

Αλλά, ποιών ακριβώς «μεταρρυθμίσεων»; Μα, θα μου αντιτάξουν κάποιοι: «μπορεί να υπάρχουν αμφιβολίες για την αδήριτη ανάγκη της χώρας να προβεί σε σωρεία μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα απομακρύνουν τα εμπόδια για ανάπτυξη»; Αναμφίβολα απαιτούνται σημαντικές και πολύπλευρες μεταρρυθμίσεις, στην Ελλάδα. Αλλά, ωστόσο, το γεγονός που προβληματίζει είναι ότι οι δανειστές, από την αρχή της κρίσης, ενδιαφέρθηκαν αποκλειστικά και μόνον:
  • Πρώτον, για τον στραγγαλισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και για το κλάδεμα μισθών και συντάξεων, και
  • Δεύτερον, για τις «ιδιωτικοποιήσεις» και την ταχύτητα υλοποίησής τους.
Και, πιστεύω ότι η εξαγωγή του σχετικού συμπεράσματος δεν είναι δύσκολη: η ελαχιστοποίηση μισθών και συντάξεων εξασφαλίζει τα δρακόντεια πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις, που πρέπει μάλιστα να επιταχύνονται, κατά τους εταίρους-δανειστές, περνούν σε δόσεις ολόκληρη την Ελλάδα, στους δανειστές.

Αν, τα παραπάνω διανθιστούν και με συμπλήρωμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού, προβάλλει η τελευταία πράξη αυτής της εννιάχρονης ελληνικής τραγωδίας, με τη διαβεβαίωση να μην τελειώσει ποτέ. Το «ποτέ» βέβαια, σε ανάλογες περιπτώσεις, ενδέχεται να παραβιαστεί μέσω, π.χ. της εξέγερσης του λαού.

Αλλά, και αυτή η πιθανότητα φαίνεται να απομακρύνεται, καθημερινά, χάρη στις εντατικές προσπάθειες των αρμοδίων, για δαιμονοποίηση κάθε μορφής εθνικής συνείδησης, στους νέους, αρχίζοντας από το δημοτικό: «η σημαία και οι παρελάσεις δεν μας χρειάζονται….η αρχαία ιστορία και οι αγώνες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας ενισχύουν την εχθρότητα μεταξύ των λαών και καλόν είναι να πάψουν να διδάσκονται, η ορθοδοξία δεν υπάρχει λόγος να προβάλλεται περισσότερο από άλλες θρησκείες, γιατί ενοχλούνται οι μειονότητες και οι πρόσφυγες» κ.ο.κ. Γι’ αυτό, και δυστυχώς, το «ποτέ» κινδυνεύει, πιθανότατα, να υπερισχύσει, εκτός αν ο Θεός της Ελλάδας θελήσει να τη σώσει.


H Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη είναι η πρώτη Ελληνίδα πρύτανης, εκλεγμένη τρεις φορές στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Μετά τις σπουδές στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έγινε δεκτή στην αντίστοιχη Σχολή της Σορβόννης με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Εκεί έλαβε δύο διπλώματα ανωτέρων σπουδών στις οικονομικές επιστήμες, καθώς και το διδακτορικό της δίπλωμα με άριστα και έπαινο. Συμπλήρωσε τις οικονομικές της σπουδές στο London School of Economics, ενώ πραγματοποίησε έρευνες στο Πανεπιστήμιο του Berkeley και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. Η μελέτη της για την «περιφερειακή ανάπτυξη της Ελλάδας στο πλαίσιο της ΕΟΚ» απέσπασε το Α΄ Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1984. Το 2008 το γαλλικό κράτος, με διάταγμα του προέδρου Nicolas Sarcozy της απένειμε το παράσημο του ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής για την επιστημονική της συνεργασία με τη Γαλλία. Είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Δημήτρη & Μαρίας Δελιβάνη.

25 Νοεμβρίου 2018 


 2
Τα υπερπλεονάσματα καθηλώνουν την ελληνική οικονομία.

Όπως είναι γνωστό οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων το 2017 διαμορφώθηκαν σε 5.950 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας μείωση έναντι του στόχου κατά 800 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα στοιχεία (Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2018: η απόκλιση σε σχέση με το στόχο ανέρχεται σε 1.320 εκατ. ευρώ) περίπου όση ήταν και το 2017, γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι και το 2018 θα έχουμε περίπου την ίδια απόκλιση με το 2017.

Η μη πραγματοποίηση του συνολικού ύψους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, από τη μεριά των δημοσιονομικών μεγεθών συμβάλλει ισόποσα στην αύξηση του πλεονάσματος. Από τη μεριά δε της οικονομικής μεγέθυνσης, επιδρά αρνητικά σε αυτήν. Πολλοί διεθνείς οργανισμοί επισημαίνουν τη σημασία των δημοσίων επενδύσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και την πλευρά της προσφοράς.

Εμπειρικές μελέτες (ΔΝΤ) δείχνουν ότι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων (crowding in) και μείωση της ανεργίας, με θετικές επιδράσεις στην αύξηση του ΑΕΠ. Αντίστοιχα ευρήματα παρουσιάζονται και σε μελέτη της ΕΚΤ για την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Δανία, τη Φιλανδία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Σουηδία.

Όπως ανέφερα προηγουμένως, οι εκτιμήσεις δείχνουν πάλι ότι περίπου 800 εκατ. ευρώ από τις δημόσιες επενδύσεις δεν θα πραγματοποιηθούν και θα αποτελέσουν μέρος του αντιαναπτυξιακού υπερπλεονάσματος. Η μέχρι σήμερα υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δεν δικαιολογείται. Παρότι υπολείπονται του στόχου, φέτος τα δημόσια έσοδά στο χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου είναι αυξημένα κατά 20,6% έναντι του 2017. Επομένως πρόκειται για αδυναμία πραγματοποίησης. Τώρα αν αυτή η αδυναμία προέρχεται από ανικανότητα ή από σκοπιμότητα λίγη σημασία έχει, δεδομένου ότι η αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι η ίδια.

Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, μέσα σε ένα χρόνο ο αριθμός των οφειλετών αυξήθηκε κατά περίπου 590.000. Αυτό σημαίνει ότι όλο και μεγαλύτερος αριθμός πολιτών δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Το ότι αυξάνει ο αριθμός των οφειλετών, αλλά συγχρόνως δημιουργείται υπερπλεόνασμα, σημαίνει ότι αυτοί που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο, πληρώνουν αναλογικά πολύ περισσότερα από αυτό που θα τους αναλογούσε αν πλήρωναν όλοι. Φανταστείτε το μέγεθος της υπερφορολόγησης.

Αδιέξοδη επιδοματική πολιτική

Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο από τη μία να αυξάνονται τα χρέη του πολίτη προς το κράτος και από την άλλη να έρχεται το κράτος στο τέλος του χρόνου και να του δίνει πίσω ένα επίδομα. Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε αν αυτοί που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις του είναι και αυτοί που λαμβάνουν το κοινωνικό επίδομα. Πάντως αυτού του είδους η επιδοματική πολιτική είναι αδιέξοδη από τη στιγμή που δεν συμβάλει στην κανονική λειτουργία της οικονομίας.

Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας το υπερπλεόνασμα του 2017 «στοίχισε» στο ρυθμό ανάπτυξης 1,2%. Δηλαδή «χάσαμε» κοντά στα 2 δισ ευρώ ΑΕΠ. Κερδίζουμε πλεόνασμα, χάνουμε εισόδημα. Όσο αυξάνεται το πρωτογενές πλεόνασμα με τον τρόπο που γίνεται στην ελληνική οικονομία, τόσο έχουμε αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Όμως, σε αυτή τη συγκυρία η μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι βασικός παράγοντας για τη βελτίωση όλων των μακροοικονομικών μεγεθών, που αποτελούν κριτήρια για την αύξηση των επενδύσεων, την οποία τόσο ανάγκη έχει η χώρα. Ακόμη και για τη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι βασικός παράγοντας.

Σύμφωνα με τη πρόσφατη έρευνα της Eurostat, ενώ η Ελλάδα ξοδεύει για την αντιμετώπιση της φτώχειας (κοινωνικές μεταβιβάσεις) το ίδιο ή και μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, εντούτοις τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Εδώ χρειάζεται να υπογραμμίσουμε το εξής: μπορεί ως ποσοστό του ΑΕΠ το επίπεδο των κοινωνικών μεταβιβάσεων να είναι περίπου το ίδιο με το μέσο όρο της ΕΕ, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι την τελευταία δεκαετία είχαμε σημαντικότατη μείωση του ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό παρέσυρε σημαντικά προς τα κάτω και το ύψος των κοινωνικών δαπανών.

Δεν υπάρχει καμία αλλαγή

Παρόλα αυτά θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι κοινωνικές παροχές στη χώρα μας δεν φθάνουν αποτελεσματικά σε αυτούς που πραγματικά τις έχουν ανάγκη. Οι πολλαπλές αδυναμίες στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στον τομέα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, των συντάξεων και της Υγείας οδήγησαν σε αποκλίνουσες τάσεις σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτές πέτυχαν στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ενδεικτικό στοιχείο για την αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα είναι τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.

Αν δώσουμε προσοχή σε εκείνα τα μεγέθη που προσδιορίζουν τη μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, θα παρατηρήσουμε ότι δεν έχουμε σχεδόν καμία αλλαγή. Το παραγωγικό υπόδειγμα παραμένει σχεδόν το ίδιο. Οι λίγες επενδύσεις δεν κατευθύνονται σε τομείς τεχνολογικής αιχμής. Οι εξαγωγές μας εξακολουθούν να είναι μέσης και χαμηλής τεχνολογίας. Η φυσική αύξηση του πληθυσμού είναι πολύ χαμηλή. Το δημόσιο χρέος είναι μεγάλο και όσο και αν ρυθμίζεται καθορίζει αρνητικά την πορεία της οικονομίας κτλ. Τελικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην Ελλάδα ισχύει το «όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν«.

Τρεις περίπου μήνες μετά την έξοδο της Ελλάδας από το 3ο μνημόνιο, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση πολύ χαμηλής μεγέθυνσης και δύσκολα θα ξεφύγει από αυτή με βάση όσα ανέφερα προηγουμένως. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και αλλαγή της συμπεριφοράς του πολιτικού συστήματος που αποτελεί τη βασική προκείμενη στα οικονομικά δρώμενα.


Ο Κώστας Μελάς διδάσκει oικονομικά στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Είναι συγγραφέας των κάτωθι βιβλίων: Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού (με Γιάννη Παπαμιχαήλ, 2017), Αργεντινή- Ελλάδα (2015), 5 Οικουμενικοί Έλληνες Στοχαστές (συλλογικό 2014), Η Ατελέσφορη Επιστήμη (2013), Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία (2013), Μετά τον Ερντογάν τι; (με Σταύρος Λυγερό, 2013), Οι Σύγχρονες Κρίσεις του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (2011), Η Σαστισμένη Ευρώπη (2009), Πλανόγραμμα (2009), Νεοσυντηρητικοί (2007), Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις (με Γιάννη Πολλάλη 2005), Ζητήματα Θεωριών Παραγωγής (2005), Περιδιαβαίνοντας σε ζητήματα της Μακροοικονομικής Θεωρίας, Αγορά Συναλλάγματος και Ιδιωτικοποίηση του Κινδύνου (2003), Εισαγωγή στην Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική (2002 και 2009), Αρχές Νομισματικής Θεωρίας και Πολιτικής (με Κώστα Καρφάκη και Θεοφάνη Μπένο 2000), Διεθνής Τραπεζική στην Αλλαγή του Αιώνα (με Φιλομήλα Χρηστίδου, 1999), Παγκοσμιοποίηση (1999).

25 Νοεμβρίου 2018 

3.
Μέσα σε 10 χρόνια χάθηκαν 911.200 θέσεις εργασίας 
υψηλής εξειδίκευσης

Κατά τη διάρκεια της κρίσης «εξαφανίστηκαν» από την ελληνική αγορά εργασίας 377.000 διευθυντικά στελέχη και 315.000 εξειδικευμένοι τεχνίτες, οι οποίοι είτε έφυγαν στο εξωτερικό είτε –αν δεν είναι ακόμη άνεργοι– εργάζονται σε κατώτερες των δυνατοτήτων τους εργασίες, ή και τελείως άσχετες με το γνωστικό τους αντικείμενο.

Στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο του, ο ΣΕΒ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου εκτιμώντας ότι πρόκειται για μια ανυπολόγιστη απώλεια δεξιοτήτων, που χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να επανακτηθεί.

Η απώλεια θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και η παράλληλη μετατόπιση της απασχόλησης σε θέσεις όπου απαιτείται κατώτερο επίπεδο δεξιοτήτων συντελέστηκε, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, μετά την καθολική μείωση της απασχόλησης σε όλους τους κλάδους της οικονομίας μεταξύ 2008 και 2013.

Εκτοτε, η απασχόληση άρχισε και πάλι να αυξάνεται, με χαμηλούς ρυθμούς. Οι τομείς όμως οι οποίοι κερδίζουν περισσότερο σε προστιθέμενη αξία δεν είναι οι εξωστρεφείς κλάδοι, αλλά μάλλον αυτοί που παράγουν διεθνώς μη εμπορεύσιμα αγαθά. Και δεν είναι επειδή κερδίζουν σε παραγωγικότητα (τουναντίον χάνουν) αλλά επειδή αυξάνεται περισσότερο η απασχόλησή τους.

Παρατηρείται δηλαδή, επισημαίνει ο ΣΕΒ, ένα φαινόμενο όπου η αύξηση της απασχόλησης την περίοδο 2013-2017 κατευθύνεται στους παραδοσιακούς κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά και μια τεράστια απομείωση της βάσης δεξιοτήτων της χώρας.

Το 2008 η χώρα διέθετε 482.000 διευθυντικά στελέχη. Δέκα χρόνια αργότερα, έχουν μείνει μόνο 105.000 (-78%). Το 2008 η χώρα διέθετε 668.000 ειδικευμένους τεχνίτες. Σήμερα, έχουμε μόνο 353.000 (-47%). Το 2008 υπήρχαν στη χώρα 379.000 τεχνικοί και βοηθοί επιστήμονες. Σήμερα, συμποσούνται σε 304.000 (-23%).

Αντίθετα, αυξήθηκαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες (από 674.000 σε 741.000 ή κατά +10%) καθώς συνέχισαν να αυξάνονται τόσο στη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης (2008-2013) όσο και στη συνέχεια, με τον αριθμό τους να μεγαλώνει στη διάρκεια της μεγάλης υφεσιακής αναστροφής (2013-2018). Η εξέλιξη αυτή, με μεγάλη πιθανότητα, σημειώνει ο ΣΕΒ, αποτυπώνει την έξοδο, στα ελεύθερα επαγγέλματα, ανθρώπων οι οποίοι έμειναν άνεργοι και δεν ήταν κοντά σε ηλικία συνταξιοδότησης.

Ταυτόχρονα, παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση (+34%) στους πωλητές και υπαλλήλους παροχής υπηρεσιών, και μάλιστα, καθόλη την περίοδο προσαρμογής, με αποτέλεσμα να αυξηθούν κατά 231.000 άτομα, μεταξύ 2008 και 2017. Οι απασχολούμενοι στον τομέα αυτό, πέραν της αύξησης που οφείλεται στη μετατόπιση ατόμων από άλλες κατηγορίες που βρέθηκαν άνεργοι, έχουν διογκωθεί και από την τεράστια αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω των αυξημένων τουριστικών ροών από το εξωτερικό από το 2012 και μετά.

Συνολικά, καταλήγει ο ΣΕΒ, οι απασχολούμενοι έχουν μειωθεί κατά 777.000 άτομα σε καθαρή βάση, με τις απόλυτες αυξήσεις να ανέρχονται σε 240.000 άτομα και να αντισταθμίζουν μερικώς τις απόλυτες μειώσεις που ανέρχονται σε 1,017 εκατ. άτομα. Το πόσοι βέβαια από αυτούς είναι άνεργοι, συνταξιοδοτήθηκαν ή έφυγαν για το εξωτερικό, και σε ποια επαγγέλματα, δεν είναι δυνατόν να ταυτοποιηθεί.

http://www.kathimerini.gr/996632/gallery/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/mesa-se-10-xronia-xa8hkan-911200-8eseis-ergasias-yyhlhs-e3eidikeyshs

23/11/2018