Είναι η Λογοτεχνία, ανόητε.


Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όλο και πιο έντονη ένιωθα την ανάγκη να μοιραστώ κάποια ενδιαφέροντα διαβάσματατά μου, εν είδει μιας άξιας λόγου συνεισφοράς σε ένα κοινό αποταμίευμα. Είχα μάλιστα επιλέξει και τον τίτλο του κειμένου: "Διαβασμένα μοιρασμένα".

Με την επιστροφή στην... πεζή καθημερινότητα επικράτησαν δεύτερες σκέψεις και το πράγμα ξεχάστηκε. Μέχρι που είδα το άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου, με τίτλο: "Η πιο βάρβαρη λογοκρισία" (Καθημερινή, 30/09/18). 

Η βασική θέση του άρθρου ότι "από τη λογοτεχνία μπορείς να μάθεις πιο πολλά  από την ιστορία", με βρίσκει απολύτως σύμφωνο και πολύ θα ήθελα να το υποστηρίξω και εγώ με το σημερινό κείμενό μου.

Γράφει ο κ. Θεοδωρόπουλος: Ναι, υπάρχει μια διάνοια της γραφής η οποία διαφέρει από τη διάνοια της επιστήμης αυτή που αναπτύσσει τη σκέψη της χωρίς να καταλήγει απαραιτήτως σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Η μεγάλη λογοτεχνία είναι παιδεία ευαισθησίας. Καλλιεργεί το αίσθημα των λέξεων, του πρώτου εργαλείου που έχεις για να καταλάβεις τον κόσμο σου.

Όσα ιστορικά έργα κι αν διαβάσεις για τον καιρό της Παλινόρθωσης στη Γαλλία, ή για τη μοναρχία του Λουδοβίκου Φιλίππου, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν  τα πληθωρικά κείμενα του Μπαλζάκ. Όταν έχεις διαβάσει τους "Αθλίους" του Βίκτωρος Ουγκώ ή το "Μοναστήρι της Πάρμας" του Σταντάλ, τι να σου κάνει ο μελετητής που έχει πνιγεί στις λεπτομέρειες της μάχης του Βατερλό; Το ίδιο ισχύει για τον Τολστόι και το "Πόλεμος και Ειρήνη", αναφορικά με την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία. 

Και, για να έρθουμε στα δικά μας, σκέφτομαι: 

Ποια ιστορική ύλη μπορεί να μας μάθει περισσότερα για το δράμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, την ώρα που κρινόταν το μέλλον των λαών και παίχτηκε στα ζάρια η τύχη της Ελλάδας, από τις "Ακυβέρνητες Πολιτείες" του Στρατή Τσίρκα; Και για τον ελληνισμό της Αιγύπτου της εποχής, βεβαίως.

Υπάρχει καλύτερη περιγραφή-τοιχογραφία της Ελλάδας και κυρίως του αστικού περιβάλλοντος της Αθήνας, από την "Αργώ" του Θεοτοκά; Το ίδιο και για τις κοινωνικές αναζητήσεις την εποχή του μεσοπολέμου, όπου μετά τη μικρασιατική καταστροφή κυριαρχεί η, τόσο κρίσιμη για τη χώρα, ιδεολογικό-πολιτική αστάθεια;

Χωρίς τη μυθιστορηματική τριλογία: "Αναζήτηση - Ανατροπή -  Αναλαμπή" του Νίκου Θέμελη, τι θα ξέραμε,  για την οικονομική και κοινωνική ζωή του ελληνισμού εκτός Ελλάδας (Βαλκάνια, Παραδουνάβιες Χώρες,  Μικρά Ασία, Οδησσό, Τεργέστη ), όπως διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια του τέλους του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, μια εποχή τόσοι μεγάλων ανατροπών για τον ευρωπαϊκό χώρο;

Αυτά, ως διευκολυντικά για να περάσω σε ένα σπουδαίο βιβλίο που διάβασα αυτό το καλοκαίρι, το "Δόκτωρ Φάουστους", του Τόμας Μαν, κατά γενική ομολογία, το καλύτερο μυθιστόρημα που έχει γραφτεί για τη γερμανική ενοχή.

Ένα βιβλίο που ασχολείται με θέματα, όπως η τέχνη, η ζωή, η αγάπη, η λαγνεία, η μουσική, αναμειγνύοντας τη φιλοσοφία, την ιστορία, την πολιτική και την αισθητική, για να μιλήσει μέσα απ’ αυτά για τη γιγάντωση του Ναζισμού.

Έχοντας, κατά τη συνήθειά μου, διαβάσει το βιβλίο "με το μολύβι στο χέρι", μεταφέρω εδώ, εν είδει λογοδοσίας προσεκτικού αναγνώστη,  μια σταχυολόγηση, από τις πολλές υπογραμμίσεις μου:

1.Για (μια) ενοχοποίηση της γυναίκας: "Όλη η κατάρα της σαρκικότητας και της γενετήσιας υποδούλωσης  φορτώνονταν στην γυναίκα, έτσι ώστε να φτάσουμε στο απόφθεγμα: ‘η όμορφη γυναίκα είναι σαν χρυσός κρίκος  στη μουσούδα μιας γουρούνας’".

2.Μεγιστο μάθημα θρησκειολογίας η φράση: "Με την εξυπνάδα μπορείς να προκόψεις στην εκκλησία, όχι όμως και στην θρησκεία". Εδώ χωράει και η υπενθύμιση από τον συγγραφέα τής φράσης του Γκαίτε ότι "ο Χριστιανισμός  ήταν πολιτική επανάσταση, η οποία παραδρομώντας είχε γίνει θρησκευτική".

3. "Για την όψιμη περιπέτεια των αισθημάτων", όπως έχει αποκαλέσει ο Μαν τη μέθη για την τελευταία ερωτική σχέση, που ένιωσε ο καθηγητής Ασενμπαχ για τον νεαρό Τάτζιο στο έργο του, "Θάνατος στη Βενετία". Γράφει εδώ: "το αίμα της νιότης  ποτέ δεν πυρώνει τόσο ξέφρενα όσο η σοβαρότητα σαν τη χτυπήσει η (ερωτική) παραφροσύνη: ‘asgravity’srevolttowantonness’".

4. Έχοντας υπόψη μια κατηγορία νεοελλήνων συνανθρώπων μας, που δεν χρειάζεται να την περιγράψουμε εδώ, μπορούμε να καταλάβουμε την παραδοξολογία: "Η ανάπαυση" - και ο ελεύθερος χρόνος, θα προσθέταμε – "είναι γι’ αυτούς που δεν τα χρειάζονται καθόλου".


5.Για τη Μεταφυσική: "Τα τρομακτικά μεγέθη της φυσικής δημιουργίας δεν είναι διόλου παραγωγικά από θρησκευτική άποψη. Τι δέος και τι ηθική ηθοπλασία εκ δέους μπορεί να προέλθει από τη σύλληψη μια άμετρης ανοησίας  όπως αυτή του  εκρηγνυόμενου σύμπαντος; Καμιά απολύτως. 

Ευλάβεια, δέος, ψυχική ευσχημοσύνη, θρησκευτικότητα είναι μονάχα δυνατά δια του ανθρώπου και με τον άνθρωπο, με τον περιορισμό στα γήινα και τα ανθρώπινα μέτρα. Καρπός του θα έπρεπε να είναι, ένας θρησκευτικά χρωματισμένος  ανθρωπισμός, ότι δεν είναι απλώς  βιολογικό ον, αλλά με ένα σημαντικό κομμάτι της ύπαρξής του ανήκει σε έναν πνευματικό κόσμο. 

Ότι του έχουν δοθεί το απόλυτο, οι ιδέες της αλήθειας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, ότι του έχει επιβληθεί η υποχρέωση να προσεγγίζει το τέλειο. Σε αυτό το πάθος, σ’ αυτή την υποχρέωση σ’ αυτό το δέος του ανθρώπου μπροστά στον ίδιο τον εαυτό του βρίσκεται ο Θεός. Στα εκατό δισεκατομμύρια γαλαξίες δεν μπορώ να τον βρω." 

6."Μια εποχή όπου άχνιζε από αίμα και κάλος". Τι φράση κι αυτή; - για την περιγραφή της εποχής (μέρους) της Αναγέννησης.

7. Για την αριστοκρατικότητα της τέχνης: "Η τέχνη είναι πνεύμα και το πνεύμα δεν χρειάζεται διόλου να  αισθάνεται υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία. Δεν του επιτρέπεται, για χάρη της ελευθερίας και της ευγένειάς του. Η τέχνη που "πηγαίνει στο λαό", που κάνει τις ανάγκες του πλήθους, του ανθρωπάκου, της βαναυσότητας δικές της ανάγκες, καταλήγει στην αθλιότητα, καταλήγει να της επιβληθεί η αθλιότητα, οιονεί δια νόμου. 

Το να επιτρέπεται μόνο η τέχνη που την καταλαβαίνει ο κοσμάκης, αυτό είναι η χειρότερη βαναυσότητα και δολοφονία του πνεύματος. Το πνεύμα, ακόμα και στις πιο παράτολμες, τις πιο αδέσμευτες, τις πιο απρόσιτες για το πλήθος εφορμήσεις, έρευνες, δοκιμές του μπορεί να έχει τη βεβαιότητα ότι υπηρετεί, κατά κάποιον εξαιρετικά έμμεσο τρόπο, τον άνθρωπο".

Ή, παραστατικότατα, από ένα άλλο αποθησαύρισμά μου, αυτό: "Η καλή λογοτεχνία είναι το μαρτύριο του στεγνού ματιού. Αυτή που οφείλει να κρατήσει το μάτι στεγνό. Η διαφορά ανάμεσα στον συγγραφέα του στεγνού ματιού και σε εκείνον του υγρού ματιού είναι ότι ο πρώτος βλέπει καθώς γράφει, ενώ ο δεύτερος όχι. Όσο πιο νερωμένο από δάκρυα το μελάνι, τόσο πιο αχνή η γραφή. Οι περισσότεροι συγγραφείς βάζουν πολύ νερό στο μελάνι τους. Η λογοτεχνία έχει υποφέρει πολύ από τα δάκρυα".

8.Τι κάνει τη μεγάλη πλειοψηφία των αποσυρθέντων από την ενεργό επαγγελματική ζωή να κάνουν το ίδιο λάθος; Δηλαδή, να μη νιώθουν "τη σιγή που επακολουθεί"; Mια απάντηση από το βιβλίο: "Το παρελθόν μπορεί να είναι υποφερτό μόνον όταν, τρεχόντως, αισθάνεται κανείς ανώτερός του". 

Αυτά από το βιβλίο.

"Αυτή η συνάντηση και η συναναστροφή της κάθε νέας γενιάς με το παραδεδομένο, και η αποκρυπτογράφηση των στοιχείων που το συνθέτουν, είναι η μόνη οδός για να έχει εφαρμογή στη δική μας εθνότητα το ηρακλείτειο "εδιζισάμηνεμεωυτόν", (ψάχνω τον εαυτό μου), που, παντού και πάντα, απολήγει στην εύρεση του ενός, "του ενός ού εστί χρεία" (Από κείμενο του Ν. Γιανναδάκη, αυτό). 

Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, μας προτρέπει ο Ελύτης. Καθώς και Ροΐδη, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Θεοτοκά, Σεφέρη, Κοτζιά, Τσίρκα, προσθέτει ο κ. Θεοδωρόπουλος. 

Η αδυναμία μας να διακρίνουμε σήμερα αξίες οφείλεται στο γεγονός ότι όλοι αυτοί έχουν εξορισθεί από την παιδεία μας. Τους διέγραψαν οι διαχειριστές της εκπαίδευσής μας. Η πιο βάρβαρη λογοκρισία.

Του Γιώργου Ι. Κωστούλα* 

* O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου  χρηματοπιστωτικού τομέα

2/11/2018