Μια σημαντική ανακατάταξη συμβαίνει στη Μέση Ανατολή; Γιατί η Τουρκία στρέφεται προς το Ιράν και την Ρωσία.

Οι πρόεδροι Χασάν Ρουχανί του Ιράν, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας και Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας σε κοινή συνέντευξη Τύπου μετά την συνάντησή τους στην Άγκυρα, τον Απρίλιο του 2018. UMIT BEKTAS / REUTERS

Περίληψη:  Η κοσμοθεωρία του Ερντογάν μοιράζεται πολλές αρχές με εκείνες της Ισλαμικής Δημοκρατίας και της Ρωσίας. Όπως και η Μόσχα και η Τεχεράνη, η Άγκυρα είναι τώρα πιο αντι-δυτική από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της πρόσφατης μνήμης. Με αυτή την έννοια, η Τουρκία απομακρύνεται από το ΝΑΤΟ και τείνει προς τις δύο αναθεωρητικές δυνάμεις.

Έχοντας επικρίνει επί μακρόν την πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος Donald Trump σκιαγράφησε το περίγραμμα μιας νέας προσέγγισης στην περιοχή. Τον περασμένο μήνα, η διοίκησή του αποκάλυψε τη νέα στρατηγική της για την Συρία [1], σηματοδοτώντας την απομάκρυνση από μια αποστολή επικεντρωμένη στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) προς μια αποστολή που αποσκοπούσε στην ανάσχεση του Ιράν. Αλλά αυτά τα νέα σχέδια δεν εξετάζουν μια κρίσιμη πρόκληση: Τις μεταβαλλόμενες συμμαχίες στην περιοχή, οι οποίες έχουν ενταθεί μετά την δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Jamal Khashoggi στο σαουδαραβικό Προξενείο της Κωνσταντινούπολης.

Οι συμμαχίες στη Μέση Ανατολή είναι από καιρό μετατοπιζόμενες τεκτονικές πλάκες. Επί δεκαετίες, οι περιφερειακές δυνάμεις -ιδίως το Ιράν, το Ιράκ, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία- ανταγωνίζονταν για να μεγιστοποιήσουν την ισχύ τους έχοντας ως φόντο τις παρεμβάσεις της Ρωσίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και, αργότερα, των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι πρόσφατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι περιφερειακοί σύμμαχοί τους -το Ισραήλ, η πλειοψηφία των κρατών του Αραβικού Κόλπου και η Τουρκία- ευθυγραμμίζονταν εναντίον του Ιράν. Μετά την πυρηνική συμφωνία του 2015, φαινόταν βέβαιο ότι αυτές οι περιφερειακές δυνάμεις, υποστηριζόμενες από την Ουάσινγκτον, θα κατάφεραν να απομονώσουν τους μουλάδες. Ωστόσο, πολλοί εσωτερικοί, περιφερειακοί και διεθνείς παράγοντες συνέβαλαν στην άρση αυτού του μακρόχρονου status quo. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι η αποστασιοποίηση της Τουρκίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η κλίση της προς το Ιράν και την Ρωσία.

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για την αναδυόμενη ευθυγράμμιση της Άγκυρας με την Τεχεράνη και τη Μόσχα. Πρώτον, η ανάρρηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην τουρκική προεδρία το 2014 -μια κίνηση που σηματοδότησε την εδραίωση της εξουσίας του μετά από μια δεκαετία ως πρωθυπουργός- σηματοδότησε μια αλλαγή στις πολιτικές της χώρας. Ο Ερντογάν ενίσχυσε θρησκευτικές παρατάξεις και μετακίνησε την χώρα μακριά από τον περίφημο κοσμικό χαρακτήρα της Άγκυρας, που χρονολογείτο από τον ιδρυτή της, Κεμάλ Ατατούρκ, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η κοσμοθεωρία του Ερντογάν μοιράζεται πολλές αρχές με εκείνες της Ισλαμικής Δημοκρατίας και της Ρωσίας. Όπως και η Μόσχα και η Τεχεράνη, η Άγκυρα είναι τώρα πιο αντι-δυτική από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της πρόσφατης μνήμης. Με αυτή την έννοια, η Τουρκία απομακρύνεται από το ΝΑΤΟ και τείνει προς τις δύο αναθεωρητικές δυνάμεις.

Οι πεποιθήσεις του Ερντογάν διαμορφώνουν την αντίληψή του για την περιφερειακή τάξη. Ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται να βλέπει τον εαυτό του ως σύγχρονο σουλτάνο, τον νόμιμο κληρονόμο της ηγεσίας των Σουνιτών. Το έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να ισχυριστεί [3] ότι η δική του «είναι η μόνη χώρα που μπορεί να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου». Αυτό καθιστά τον Οίκο των Σαούντ λιγότερο σύμμαχο και περισσότερο ανταγωνιστή.

Πράγματι, η δολοφονία του Khashoggi είναι μόνο η τελευταία σε μια σειρά εξελίξεων που έχουν επιδεινώσει τις εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας. Στο συνεχιζόμενο ρήγμα στον Περσικό Κόλπο, όπου η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της διέκοψαν τους δεσμούς με το Κατάρ (φαινομενικά λόγω της ισχυρής και ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής του Κατάρ, αλλά στην πραγματικότητα λόγω των αυξανόμενων εντάσεων που απορρέουν από την σαουδαραβική προσέγγιση προς το Ιράν και από τον πόλεμο στην Υεμένη), η Άγκυρα συμπαρατάχθηκε με την Τεχεράνη στηρίζοντας τη Ντόχα. Για την Τουρκία, το κράτος του Κόλπου ήταν ένας σημαντικός σύμμαχος του οποίου η περιφερειακή προοπτική ευθυγραμμίζεται με την δική της. Και οι οικονομικοί δεσμοί των δύο χωρών ήταν επίσης σημαντικοί για την Άγκυρα. Ακόμη και πριν από την κρίση, η Τουρκία είχε υπογράψει [4] στρατιωτικό πρωτόκολλο με το Κατάρ και άνοιξε την πρώτη στρατιωτική βάση της στην περιοχή το 2015. Πιο πρόσφατα, η Τουρκία υπέγραψε συμφωνία [5] για την αγορά ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, παρακινώντας τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Τζέιμς Μάττις, να προειδοποιήσει [6] την Τουρκία ότι θα πρέπει να επανεξετάσει την κίνηση, καθώς το ΝΑΤΟ δεν θα ήταν σε θέση να ενσωματώσει αυτά τα όπλα στον στρατιωτικό σχηματισμό.

Αυτές οι εξελίξεις σημειώθηκαν με φόντο την συριακή σύγκρουση, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σαουδική Αραβία παρέμειναν ενωμένες λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας, της αντίστοιχης εχθρότητάς τους προς το Ιράν και του συνεχιζόμενου πολέμου στην Υεμένη. Για την Τουρκία, ο σύνδεσμος Ιράν-Ρωσία φαίνεται να της ταιριάζει καλύτερα από το ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα ενδιαφέρεται για την σταθεροποίηση της Συρίας, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι ο πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ θα παραμείνει στην εξουσία. Ο στόχος αυτός ευθυγραμμίζεται με τους στόχους του Ιράν και της Ρωσίας. Η Μόσχα και η Τεχεράνη συνεργάστηκαν στενά στην Συρία -με την Ρωσία να παρέχει αεροπορική κάλυψη στα στρατεύματα ξηράς του Ιράν- για να εξασφαλίσουν τόσο την λαβή του Assad στην εξουσία όσο και την δική τους περιφερειακή θέση. Αμφότερες, όσο και η Τουρκία, ενδιαφέρονται για την διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, κάτι που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να αποφύγουν έναν πιθανό περιφερειακό κατακερματισμό και μια κρατική αποτυχία που θα μπορούσε να διαχυθεί και να απειλήσει την επιβίωσή τους.

Η Τουρκία φαίνεται επίσης να ανησυχεί περισσότερο για τους Κούρδους απ’ όσο για το ISIS, ένας άλλος παράγοντας που την ευθυγραμμίζει περισσότερο με το Ιράν και την Ρωσία παρά με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Σαουδική Αραβία. Το Ιράν είναι ίσως σε καλύτερη θέση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ για να βοηθήσει να μετριαστούν οι τουρκικές ανησυχίες σχετικά με το μέλλον των Κούρδων. Παρόλο που προφανώς κανένα μέρος δεν επιθυμεί να δει τους Κούρδους να αποσπώνται από τα αντίστοιχα κράτη τους, το Ιράν -όπως και η Τουρκία- φαίνεται να αισθάνεται ότι απειλείται έντονα από έναν ενισχυμένο κουρδικό πληθυσμό. Για αμφότερα το Ιράν και την Τουρκία, η διάλυση της Συρίας και μια κουρδική απόσχιση από την χώρα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ολισθηρή οδό που θα ενθαρρύνει τους κουρδικούς πληθυσμούς και θα δημιουργήσει μια απειλή για την εδαφική τους ακεραιότητα και την εθνική τους ενότητα.

Μια εναπομείνασα παρουσία του ISIS, εν τω μεταξύ, παρέχει στο κουαρτέτο Άγκυρας-Τεχεράνης-Μόσχας-Δαμασκού την δικαιολογία για να κρατήσουν τους στρατούς τους ενεργούς στο θέατρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρωτεύουσες αυτές δεν θεωρούν δικαιολογημένα το ISIS ως απειλή. Αντ’ αυτού, βλέπουν ευκαιρίες σε ένα αποδυναμωμένο ISIS, του οποίου ο εδαφικός έλεγχος και οι ικανότητες είναι σε μεγάλο βαθμό μειωμένες, επιτρέποντάς τους να δικαιολογήσουν τις επίμονες και ενίοτε επιθετικές στρατιωτικές τους προσπάθειες. Πράγματι, ο Ερντογάν μέχρι που αναπτύσσει στενότερους δεσμούς με την Tahrir al-Sham, μια τρομοκρατική ομάδα συνδεδεμένη με την Αλ Κάιντα που δραστηριοποιείται κυρίως στην Συρία και αριθμεί περίπου 10.000 μαχητές. Η ομάδα, όπως φαίνεται να πιστεύει ο Ερντογάν, μπορεί να στραφεί εναντίον των Μονάδων Λαϊκής Προστασίας (YPG), μια κουρδική πολιτοφυλακή, την οποία οι Τούρκοι φέρονται να βλέπουν [8] ως ενισχυμένη από τις προσπάθειες των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας στην Συρία.

Βεβαίως, το Ιράν, η Ρωσία και η Τουρκία εξακολουθούν να έχουν μια ορισμένη δυσπιστία η μια για την άλλη. Και η δυσπιστία τους έχει τις ρίζες της σε μια ιστορία αντιπαλότητας. Στο κάτω-κάτω, οι τρεις χώρες έχουν πολεμήσει η μια την άλλη σε καταστροφικούς πολέμους και ανταγωνίστηκαν για ισχύ στην περιοχή. Ταυτόχρονα, έχουν επί του παρόντος ορισμένα κοινά συμφέροντα και κοινές αντιλήψεις περί απειλών, που τις οδηγούν σε στενή συνεργασία σε διάφορους τομείς, μεταξύ άλλων στον στρατιωτικό και τον οικονομικό τομέα.

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ

Στον βάλτο της γεωπολιτικής της Μέσης Ανατολής, η Τουρκία φαίνεται να είναι ο μεγάλος νικητής, κεφαλαιοποιώντας σε αυτή την επανευθυγράμμιση για να βελτιώσει την εικόνα της στον μουσουλμανικό κόσμο ως ηγετικό έθνος πρόθυμο να αντισταθεί στην Σαουδική Αραβία -της οποίας η στενότερη σχέση με το Ισραήλ και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της στον καταστρεπτικό πόλεμο στην Υεμένη έχει αμαυρώσει την φήμη της. Η Άγκυρα φαίνεται να παίζει και στις δύο πλευρές της συριακής διαμάχης, ίσως σε μια προσπάθεια να μεγιστοποιήσει τη μόχλευσή της σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Πράγματι, η επιτυχία της αμερικανικής πολιτικής για την Συρία εξαρτάται εν μέρει από την Τουρκία. Ως αποτέλεσμα, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να κατανοήσει τους κύριους περιφερειακούς στόχους της Άγκυρας και να αξιολογήσει την ικανότητα του ΝΑΤΟ να προλάβει μια ανεπιθύμητη μετατόπιση στην περιφερειακή ισορροπία ισχύος.

Η φαινομενική επανευθυγράμμιση της Τουρκίας θα επηρεάσει πιθανώς τη νέα εκστρατεία των ΗΠΑ στην Συρία και την βιωσιμότητα της πολιτικής της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή συνολικά. Ως απόκριση σε αυτή την εξέλιξη, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουν την θέση τους στο τραπέζι για να δείξουν ότι έχουν τόσο τα μέσα όσο και την πολιτική βούληση να συνεισφέρουν σε μια σταθερή Συρία. Θα πρέπει να σηματοδοτήσουν ότι μπορούν να είναι ένας έντιμος μεσολαβητής -αν και αυτό θα ήταν πιθανώς δύσκολο να το καταπιούν, δεδομένου ότι σχεδόν οποιαδήποτε βιώσιμη ειρηνευτική συμφωνία θα αφήσει τον Assad στην θέση του. Ο Άσαντ έχει διαπράξει αμέτρητες φρικαλεότητες, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης χημικών όπλων εναντίον του δικού του λαού, αλλά οι προοπτικές των Ηνωμένων Πολιτειών να τον απομακρύνουν από την εξουσία είναι ολοένα και πιο χλωμές. Αντί να παραμείνει επικεντρωμένη στην απομάκρυνση του Assad, η διοίκηση Trump θα πρέπει να δει τη μεγαλύτερη εικόνα και να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή. Ουσιαστικά, η Συρία δεν μπορεί να παραμείνει ένα ασφαλές καταφύγιο [9] για διεθνείς τρομοκρατικές ομάδες ώστε να σχεδιάζουν επιθέσεις σε όλο τον κόσμο -όπως έπραξαν πρόσφατα με ματαιωθείσες συνωμοσίες που στόχευαν την Γερμανία και τις Κάτω Χώρες.

Καθώς οι αναφορές για τα γεγονότα γύρω από τον θάνατο του Khashoggi γίνονται όλο και πιο τρομακτικές, η Σαουδική Αραβία προσέφερε 100 εκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες [10] για να βοηθήσει στην σταθεροποίηση της Συρίας. Ωστόσο, φαίνεται ότι το Ριάντ δεν θα μπορέσει να εξαγοράσει την έξοδό του από αυτή την κατάσταση. Αυτά τα χρήματα μπορεί να αρκούν για να παρατείνουν την συναλλακτική σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας για λίγο περισσότερο. Αλλά δεν θα κάνουν τίποτα για να σταματήσουν την δυναμική ενός ταχέως μεταβαλλόμενου γεωπολιτικού τοπίου, στο οποίο το Ιράν, η Ρωσία και η Τουρκία αναδύονται ως ένα συνεκτικό μπλοκ. Η ευθυγράμμιση αυτών των τριών χωρών -που έχουν κοινά συμφέροντα στην Συρία- θα μπορούσε να ξεπεράσει αυτό το συγκεκριμένο θέατρο και να οδηγήσει σε μια πιο θεμελιώδη επανευθυγράμμιση της ισχύος σε όλη την περιοχή, με μακροπρόθεσμες συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες.


Στα αγγλικά: 

Σύνδεσμοι:

Colin P. Clarke και Ariane M. Tabatabai

Ο COLIN P. CLARKE είναι πρόσθετος ανώτερος Πολιτικός Επιστήμονας στον μη κερδοσκοπικό, μη κομματικό οργανισμό RAND Corporation και ανώτερος ερευνητής στο Κέντρο Soufan. Η ARIANE M. TABATABAI είναι συνεργαζόμενη Πολιτικός Επιστήμονας στην RAND.

01/11/2018


                    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ                  


 Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, απευθύνεται στα μέλη του τουρκικού κοινοβουλίου, στην Άγκυρα, στις 25 Οκτωβρίου 2018. TUMAY BERKIN / REUTERS

 Ποιο είναι το διακύβευμα για τον Ερντογάν στην υπόθεση Khashoggi;
Το επικίνδυνο παιχνίδι της Τουρκίας.

Περίληψη:  Η προοπτική μιας κρίσης με την Σαουδική Αραβία, η οποία είναι σημαντικός επενδυτής στην Τουρκία και με το καθεστώς της οποίας ο Ερντογάν προσπάθησε επιμελώς να παραμείνει εγκάρδιος, θα πρέπει αρχικά να κλόνισε τον ισχυρό άνδρα της Τουρκίας. Αλλά, αν κάποιος μπορεί να μετατρέψει ένα βάρος τέτοιου μεγέθους σε ευκαιρία, είναι ο Ερντογάν. Στην πραγματικότητα, η κρίση Khashoggi αποδείχθηκε μια απροσδόκητη ευκαιρία για την Τουρκία.

 Η δολοφονία του δημοσιογράφου Jamal Khashoggi [1] στο σαουδαραβικό Προξενείο στην Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορούσε να έρθει σε χειρότερη στιγμή για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οικονομικά προβλήματα τον ανάγκασαν να φιμώσει την αντιδυτική ρητορική του: Η χώρα αντιμετωπίζει μια νομισματική κρίση, διψήφιο πληθωρισμό και ένα τεράστιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ο Ερντογάν πρέπει να επιδιορθώσει τις σχέσεις της Τουρκίας [2] με την Ευρώπη και την Ουάσιγκτον, ακόμη κι ενώ διαχειρίζεται μια εύθραυστη εταιρική σχέση με την Ρωσία στην Συρία. Η προοπτική μιας κρίσης με την Σαουδική Αραβία, η οποία είναι σημαντικός επενδυτής στην Τουρκία και με το καθεστώς της οποίας προσπάθησε επιμελώς να παραμείνει εγκάρδιος, θα πρέπει αρχικά να κλόνισε τον ισχυρό άνδρα της Τουρκίας.

Αν κάποιος μπορεί να μετατρέψει ένα βάρος τέτοιου μεγέθους σε ευκαιρία, είναι ο Ερντογάν. Στην πραγματικότητα, η κρίση Khashoggi αποδείχθηκε μια απροσδόκητη ευκαιρία για την Τουρκία. Σε μια εποχή που η φήμη της αμαυρώθηκε από την φυλάκιση δημοσιογράφων και την παραβίαση άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Ερντογάν κέρδισε επαίνους για την ανάδειξη της κακής τύχης του Khashoggi. Και με το να διαρρέει αποδεικτικά στοιχεία για την επίσημη συνενοχή της Σαουδικής Αραβίας, συμπεριλαμβανομένου του πρίγκιπα-διαδόχου Mohammed bin Salman (γνωστού με τα αρχικά του, MbS), κατάφερε ένα σοβαρό πλήγμα στον ιστορικό αντίπαλο της Τουρκίας και έβαλε μια σφήνα μεταξύ Ουάσιγκτον και Ριάντ.

Αλλά ο Ερντογάν παίζει ένα δύσκολο και επικίνδυνο παιχνίδι. Ίσως να είναι σε θέση να πάρει ακόμα περισσότερα από την Σαουδική Αραβία και τις Ηνωμένες Πολιτείες αν μπορέσει να τους πείσει ότι έχει ενοχοποιητικά στοιχεία. Εάν δεν το κάνει, θα μπορούσε να τα χάσει όλα.

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία ανταγωνίζονται από καιρό για θρησκευτική και πολιτική υπεροχή στον σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο. Αυτή η αντιπαλότητα έχει ενταθεί υπό τον Ερντογάν, ο οποίος έχει αποκαταστήσει μια θρησκευτική διάσταση στην πολιτική ηγεσία της Τουρκίας και του οποίου η ιδεολογική καταγωγή μπορεί να εντοπιστεί στην Μουσουλμανική Αδελφότητα.

Η Τουρκία του Ερντογάν αποτελεί ιδιαίτερη απειλή για την περιφερειακή υπεροχή της Σαουδικής Αραβίας. Με μια κυβερνώσα ελίτ που θεωρεί τον εαυτό της τον νόμιμο κληρονόμο της οθωμανικής κληρονομιάς και με το να διακηρύττει μια λιγότερο αυστηρή και τιμωρητική εκδοχή του Ισλάμ έναντι του σαουδαραβικού Σαλαφιτισμού, η Τουρκία έχει καταλήξει να θεωρείται ως ότι προσφέρει ένα εναλλακτικό μοντέλο μουσουλμανικής διακυβέρνησης. Μετά τις αναταραχές της Αραβικής Άνοιξης, οι Άραβες Ισλαμιστές μελέτησαν την Τουρκία ως παράδειγμα μιας χώρας όπου ένα κόμμα ισλαμιστικής καταγωγής έφτασε στην εξουσία μέσω εκλογικών πολιτικών, χωρίς να χρειαστεί να εγκαταλείψει την συντηρητική του ατζέντα. Η χώρα που κάποτε πραγματοποίησε το πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα εκκοσμίκευσης στον μουσουλμανικό κόσμο κυβερνάται πλέον από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), το οποίο αντιπροσωπεύει μια μορφή ισλαμισμού συμβατού με την δημοκρατία. Για τους φιλελεύθερους Άραβες, η μετριοπάθεια του ΑΚΡ φάνηκε να προσφέρει έναν τρίτο δρόμο μεταξύ των κοσμικών αυταρχικών κυβερνήσεων και των ριζοσπαστικών ισλαμιστών, ένα μοντέλο στο οποίο τα ισλαμικά κόμματα θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια δημοκρατική διαδικασία.

Η αναδυόμενη εικόνα της Τουρκίας τάραξε τους Σαουδάραβες. Η σύγκρουση μεταξύ των οραμάτων των δύο χωρών για την περιοχή άρχισε να γίνεται εμφανής το 2013, όταν ο Ερντογάν επέκρινε έντονα το πραξικόπημα στην Αίγυπτο που ανέτρεψε τον στενό σύμμαχό του, Μοχάμεντ Μόρσι, ενώ οι Σαουδάραβες εξήραν τον αιγυπτιακό στρατό για την διάσωση της χώρας. Η άνοδος του MbS στην εξουσία ενίσχυσε περαιτέρω τις εντάσεις μεταξύ Ριάντ και Άγκυρας. Οι Ισλαμιστές της Τουρκίας βλέπουν τον νεαρό πρίγκιπα ως πιόνι των Ηνωμένων Πολιτειών, και τον όρκο του να μετατρέψει την Σαουδική Αραβία σε μια μετριοπαθή ισλαμική χώρα ως αμερικανο-ισραηλινό ιμπεριαλιστικό σχέδιο για να υπονομεύσουν το αληθινό Ισλάμ. Από την οπτική της Άγκυρας, η στενή συμμαχία του πρίγκιπα με την Ουάσιγκτον και η απερίσκεπτη και επιθετική προσέγγισή του στην πολιτική δημιουργούν περαιτέρω αστάθεια και ενισχύουν την λαβή του Ιράν στην περιοχή.

Η ένταση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων αυξήθηκε όταν ο MbS περιέγραψε την Τουρκία ως μέρος ενός «τριγώνου του κακού», μαζί με το Ιράν και τις σκληροπυρηνικές ισλαμικές ομάδες σε μια συνάντηση με Αιγύπτιους δημοσιογράφους τον Μάρτιο του 2018. Τα σχόλια του πρίγκιπα-διαδόχου συνόψισαν την βαθιά υποψία του Ριάντ για μια χώρα που είχε συμπαραταχθεί με το Κατάρ στην διαμάχη του με το υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας μπλοκ, φιλοξένησε ηγέτες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που εγκατέλειψαν την Αίγυπτο μετά το πραξικόπημα και συνεργάστηκε στενά με το Ιράν στην Συρία. Εν τω μεταξύ, τα ΜΜΕ στην Τουρκία ανέφεραν ότι οι Σαουδάραβες αξιωματούχοι συναντήθηκαν με τον βασικότερο εχθρό της Τουρκίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) στην Συρία -τροφοδοτώντας φόβους στην Άγκυρα ότι ο πρίγκιπας σκόπευε να υποσκάψει τα τουρκικά συμφέροντα στην περιοχή. Η μεταγενέστερη ανακοίνωση της Σαουδικής Αραβίας ότι είχε συνεισφέρει 100 εκατομμύρια δολάρια για «σχέδια σταθεροποίησης» σε εδάφη που διαμένουν Σύροι Κούρδοι, τους οποίους η Τουρκία θεωρεί τρομοκράτες, πρόσθεσε μια προσβολή στο πλήγμα.

Ακόμα και ενώ τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης γίνονται πιο θυμωμένα για τις πράξεις της Σαουδικής Αραβίας, ο ίδιος ο Ερντογάν έχει αποφύγει να επικρίνει άμεσα την σαουδαραβική ηγεσία. Έστειλε έναν μικρό αριθμό στρατευμάτων στο Κατάρ μετά τον οικονομικό αποκλεισμό, και στην συνέχεια διαβεβαίωσε τα έθνη του Κόλπου ότι τα τουρκικά στρατεύματα δεν αποτελούσαν απειλή για την περιοχή. Δεν είπε κουβέντα μετά την σαουδαραβική ανακοίνωση περί υποστήριξης σε κατεχόμενα από Κούρδους εδάφη, ούτε σήκωσε την φωνή του ενάντια στον βίαιο πόλεμο του Ριάντ στην Υεμένη. Οικονομικές σκέψεις έχουν παίξει ρόλο στην απροθυμία του Ερντογάν να κλιμακώσει τις εντάσεις με το Ριάντ: Η Σαουδική Αραβία, μαζί με άλλες χώρες του Κόλπου, βοήθησε τον Ερντογάν να μειώσει την εξάρτηση της Τουρκίας από την Ευρώπη, καθιστάμενη σημαντικός επενδυτής και μια από τους κορυφαίους αγοραστές τουρκικών ακινήτων. Οι δύο χώρες απολαμβάνουν στενούς οικονομικούς δεσμούς από τότε που ανέλαβε το αξίωμα του ο Ερντογάν.

ΕΝΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Παρόμοιες σκέψεις επηρεάζουν την αντιμετώπιση του συμβάντος Khashoggi από την Τουρκία. Τούρκοι αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι έχουν την ηχητική καταγραφή της δολοφονίας. Ωστόσο, η Άγκυρα είναι απρόθυμη να παραμείνει μόνη της ενάντια στο Ριάντ και θέλει να θέσει το θέμα ως παγκόσμιο ζήτημα και όχι διμερές μεταξύ των δύο χωρών. Για τον σκοπό αυτό, ανώνυμοι Τούρκοι αξιωματούχοι, ξεκάθαρα με εντολή του Ερντογάν, διαρρέουν πληροφορίες στα Δυτικά μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να αυξήσουν την παγκόσμια πίεση στον πρίγκιπα-διάδοχο. Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης και φιλοκυβερνητικοί κύκλοι εξέφρασαν την οργή τους για την δολοφονία και υπονόησαν ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την έγκριση της κορυφαίας ηγεσίας της Σαουδικής Αραβίας, αλλά απέφυγαν να κατονομάσουν άμεσα τον MbS.

Οι προσπάθειες της Άγκυρας να προσελκύσει την διεθνή προσοχή στην δολοφονία και να ασκήσει πίεση στον MbS έχουν αποδώσει. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, δήλωσε ότι είναι «βαθιά προβληματισμένος» από το περιστατικό. Βασικές ευρωπαϊκές χώρες έχουν πιέσει την Σαουδική Αραβία να παράσχει στοιχεία σχετικά με την δολοφονία του Khashoggi. Αρκετές εταιρείες αποχώρησαν από την σαουδαραβική διάσκεψη «Πρωτοβουλία για τις Επενδύσεις του Μέλλοντος» (Future Investment Initiative), η οποία ξεκίνησε στο Ριάντ την περασμένη Τρίτη.

Η Τουρκία φαίνεται να έχει αρκετά στοιχεία για να προκαλέσει περαιτέρω ζημιά στην Σαουδική Αραβία, αλλά αυτό θα διαρρήγνυε ακόμη βαθύτερα τις σχέσεις με το Ριάντ, κάτι που ο Ερντογάν είναι απρόθυμος να κάνει. Αντ’ αυτού, προτιμά να υπονομεύσει τον πρίγκιπα-διάδοχο διατηρώντας συγχρόνως εγκάρδιες σχέσεις με τον βασιλιά Σαλμάν. Αυτό θα λύσει το πρόβλημα της Άγκυρας με τον MbS αλλά θα κρατήσει τις επενδύσεις της Σαουδικής Αραβίας στην Τουρκία. Στις συζητήσεις που διεξάγονται μεταξύ των δύο κυβερνήσεων μετά την δολοφονία, ο Ερντογάν ίσως να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει για να προκαλέσει μια οδυνηρά αναγκαία έγχυση οικονομικής βοήθειας από το Ριάντ. Μέχρι στιγμής, η απάντηση του Ερντογάν στην υπόθεση ήταν ταυτόχρονα δυναμική όσο και προσεκτική.

Η Άγκυρα μπορεί επίσης να παίζει για [να κερδίσει κάποιο] πλεονέκτημα με την διοίκηση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, η οποία έχει καταστήσει τον MbS την βάση της πολιτικής της για τη Μέση Ανατολή και θέλει απεγνωσμένα τα τελειώσει το ζήτημα Khashoggi. Οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις έχουν πρόσφατα ενταθεί μέχρι το σημείο θραύσης. Η Τουρκία εξαγρίωσε την Ουάσινγκτον αποφασίζοντας να αγοράσει ένα ρωσικό σύστημα πυραυλικής άμυνας S-400 και συλλαμβάνοντας Αμερικανούς πολίτες με αμφισβητούμενες κατηγορίες περί τρομοκρατίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξερέθισαν την Άγκυρα επιλέγοντας να συνεργαστούν με μια συριακή κουρδική οργάνωση που η Άγκυρα θεωρεί τρομοκρατική οργάνωση. Η Τουρκία έχει προσωρινά φτιάξει την ατμόσφαιρα με τον Trump απελευθερώνοντας έναν Αμερικανικό πάστορα που φυλακίστηκε για δύο χρόνια με κατηγορίες περί τρομοκρατίας, αλλά οι εντάσεις είναι μακράν από το να έχουν τελειώσει. Οι επικείμενες ενεργειακές κυρώσεις της κυβέρνησης Trump κατά του Ιράν θα αποτελέσουν ένα άλλο σημείο ανάφλεξης, καθώς η Τουρκία εξαρτάται από το Ιράν για τις ενεργειακές ανάγκες της και λέει ότι δεν θα συμμορφωθεί με τις κυρώσεις. Η Τουρκία βρέθηκε σε αυτό το σημείο και παλαιότερα: Η κρατική τράπεζα Halkbank αντιμετωπίζει μεγάλα πρόστιμα από το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών για παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν. Το πρόστιμο αυτό ενδέχεται να επιδεινώσει τις οικονομικές δυσκολίες της χώρας πριν από τις τοπικές εκλογές το 2019. Ο Ερντογάν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που ισχυρίζεται ότι έχει για να επανισορροπήσει τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ουάσινγκτον και να αποσπάσει παραχωρήσεις όπως μια επιείκεια στο πρόστιμο [για την Halkbank] ή μια εξαίρεση από τις κυρώσεις [για το Ιράν].

Ο πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζει ότι πρέπει να προχωρήσει προσεκτικά για να διατηρήσει την επιρροή του στην Ουάσινγκτον και στο Ριάντ και να αποφύγει μια ρήξη στις σχέσεις είτε με την μια είτε με το άλλο. Το έκανε ακριβώς αυτό την Τρίτη, σε μια αναφορά του στο τουρκικό κοινοβούλιο. Αποκάλεσε τον φόνο ως «προμελετημένη δολοφονία», απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της Σαουδικής Αραβίας ότι ο Khashoggi πέθανε σε έναν καυγά στο σαουδαραβικό Προξενείο. Έκανε βαρείς υπαινιγμούς ότι ο πρίγκιπας-διάδοχος ήταν πίσω από την δολοφονία, αλλά συνέχισε να μην τον κατονομάζει άμεσα και επαίνεσε τον βασιλιά Σαλμάν για την ακεραιότητά του. Δεν αποκάλυψε όλα όσα γνώριζε για την δολοφονία, έτσι ώστε να μπορεί να συνεχίζει να χρησιμοποιεί κάποια στοιχεία ως μόχλευση. Το ιδανικό αποτέλεσμα από την οπτική του είναι ο βασιλιάς Σαλμάν να απομακρύνει τον MbS.

Οι πιθανότητες αυτού του αποτελέσματος φαίνονται χλωμές, ειδικά αν η διοίκηση Trump αποφασίσει να επιμείνει με τον πρίγκιπα-διάδοχο. Αλλά μετά από εβδομάδες διαρροών και αυξανόμενης πίεσης από το Κογκρέσο, ο πρόεδρος Τραμπ σκλήρυνε απρόθυμα την ρητορική του απέναντι στην Σαουδική Αραβία. Η διευθύντρια της CIA, Τζίνα Χάσπελ, μόλις επέστρεψε από ένα ταξίδι στην Άγκυρα για να συζητήσει το ζήτημα με Τούρκους αξιωματούχους και ενημέρωσε τον Trump. Αν η Χάσπελ ανακάλυψε ότι οι Τούρκοι έχουν πολλά περισσότερα στοιχεία, ο Τραμπ θα μπορούσε να αναγκαστεί να υιοθετήσει μια ακόμα πιο σκληρή στάση εναντίον του πρίγκιπα-διαδόχου, και ο Ερντογάν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει για να προωθήσει τα τουρκικά συμφέροντα. Αν όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπιστώσουν ότι οι Τούρκοι δεν έχουν στοιχεία που να συνδέουν άμεσα τον MbS με την δολοφονία, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να επιλέξει να παραμείνει στο σαουδαραβικό αφήγημα ότι ήταν έργο άτιμων δολοφόνων. Αυτό όχι μόνο θα αποδυνάμωνε την λαβή του Ερντογάν, αλλά θα έκανε την Τουρκία στόχο περαιτέρω εχθρικών κινήσεων από έναν θυμωμένο αντίπαλο. Στο χειρότερο σενάριο για τον Ερντογάν, η υπόθεση Khashoggi θα έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επαφή μεταξύ των Σαουδαράβων αξιωματούχων και του ΡΚΚ, πιο επιθετικές προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας για υπονόμευση της επιρροής που η Τουρκία προσπαθεί να οικοδομήσει σε μέρη όπως το Κουβέιτ ή την Ερυθρά Θάλασσα, και λιγότερες επενδύσεις από την Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του Κόλπου στην Τουρκία. Τα πονταρίσματα είναι υψηλά και ο Ερντογάν πρέπει να παίξει με σύνεση τα χαρτιά του. 

Στα αγγλικά:  
https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2018-10-26/whats-stake-erdogan-khashoggi-affair

Σύνδεσμοι:
 [1] https://www.foreignaffairs.com/articles/saudi-arabia/2018-10-18/reckless...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2018-07-30/how-save-us-tu...

Gonul Tol
Η GONUL TOL είναι διευθύντρια του Κέντρου Τουρκικών Σπουδών
 στο Middle East Institute.

http://foreignaffairs.gr/articles/72026/gonul-tol/poio-einai-to-diakybeyma-gia-ton-erntogan-stin-ypothesi-khashogg?page=show

29/10/2018