Η ζωή σε μια κινεζική Ασία. Πώς θα έμοιαζε η περιφερειακή ηγεμονία της Κίνας.
Αλλαγή φρουράς: Κινέζοι αξιωματικοί του ναυτικού στην Σαγκάη,
τον Δεκέμβριο του 2013. CARLOS BARRIA / REUTER
Περίληψη: Καθώς η Κίνα γίνεται ισχυρότερη, οι γείτονές της μπορούν να περιμένουν ότι το Πεκίνο θα παρεμβαίνει όλο και περισσότερο στην εγχώρια πολιτική τους. Οι χώρες της Ανατολικής Ασίας πρέπει να αποφασίσουν εάν αυτό είναι κάτι που είναι πρόθυμες να δεχτούν.
Προς το παρόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Ασία, αλλά η Κίνα καλύπτει γρήγορα την διαφορά. Παρότι μια οικονομική κρίση ή μια εσωτερική πολιτική αναταραχή θα μπορούσε να εκτροχιάσει την άνοδο της Κίνας [1], αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις, η Κίνα θα αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες [2] ως οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό ηγεμόνα της περιοχής.
Καθώς πλησιάζει αυτή η μέρα, οι σύμμαχοι και συνεργάτες των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία, οι Φιλιππίνες και η Νότια Κορέα, θα αρχίσουν να αντιμετωπίζουν μερικά δύσκολα ερωτήματα. Ας πούμε, πρέπει να εντείνουν τις αμυντικές τους προσπάθειες η κάθε μια και να αυξήσουν την συνεργασία τους με άλλες χώρες της περιοχής, ή μπορούν με ασφάλεια να αποφασίσουν να αποδεχθούν την κυριαρχία της Κίνας, κοιτάζοντας το Πεκίνο όπως έβλεπαν την Ουάσινγκτον στην διάρκεια του περασμένου μισού αιώνα;
Ίσως είναι δελεαστικό να πιστεύουμε ότι η Κίνα θα είναι ένας σχετικά καλόπιστος περιφερειακός ηγεμόνας. Η οικονομική αλληλεξάρτηση, λέει ένα επιχείρημα, θα πρέπει να περιορίζει την κινεζική επιθετικότητα: Επειδή η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) στηρίζεται στην οικονομική ανάπτυξη, η οποία εξαρτάται από το εμπόριο, το Πεκίνο θα διατηρήσει ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονές του. Επιπλέον, η Κίνα ισχυρίζεται ότι είναι ένα διαφορετικό είδος μεγάλης δύναμης. Κινέζοι αξιωματούχοι και ακαδημαϊκοί αποκηρύττουν τακτικά τον παρεμβατισμό και απορρίπτουν την έννοια των «σφαιρών επιρροής» ως ένα λείψανο του Ψυχρού Πολέμου. Ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping, δήλωσε ότι η χώρα του «δεν έχει ποτέ εμπλακεί με την αποικιοκρατία ή την επιθετικότητα» χάρη στην «φιλειρηνική πολιτιστική παράδοσή της» [3]. Κατά την άποψή του, η ζωή σε μια Ασία της Κίνας δεν θα ήταν τόσο διαφορετική από αυτή που είναι σήμερα.
Αλλά οι περιφερειακοί ηγεμόνες δεν συμπεριφέρονται έτσι. Οι μεγάλες δυνάμεις συνήθως κυριαρχούν στις περιφέρειές τους στην αναζήτησή τους για ασφάλεια. Αναπτύσσουν και ασκούν τεράστια οικονομική ισχύ. Οικοδομούν τεράστιους στρατούς, εκδιώκουν εξωτερικούς αντιπάλους και χρησιμοποιούν περιφερειακά θεσμικά και πολιτιστικά προγράμματα για να εδραιώσουν την επιρροή τους. Επειδή ο ηγεμόνας φοβάται ότι οι γειτονικές χώρες θα επιτρέψουν σε εξωτερικούς αντιπάλους να εδραιώσουν μια στρατιωτική θέση, αναπτύσσουν έντονο ενδιαφέρον για την εγχώρια πολιτική της γειτονιάς τους και μέχρι που προσπαθούν να διαδώσουν τον πολιτισμό τους για να προσελκύσουν άλλες χώρες.
Η Κίνα ακολουθεί ήδη τις στρατηγικές προηγούμενων περιφερειακών ηγεμονιών. Χρησιμοποιεί τον οικονομικό εξαναγκασμό για να κάμψει άλλες χώρες σύμφωνα με την θέλησή της. Αναπτύσσει τον στρατό της για να αποτρέψει αμφισβητίες. Παρεμβαίνει στην εσωτερική πολιτική των άλλων χωρών για να κερδίσει πιο φιλικές πολιτικές. Και επενδύει μαζικά σε εκπαιδευτικά και πολιτιστικά προγράμματα για να ενισχύσει την ήπια ισχύ της [4]. Καθώς η δύναμη και η φιλοδοξία της Κίνας μεγαλώνουν, οι προσπάθειες αυτές θα αυξηθούν. Οι γείτονες της Κίνας πρέπει να αρχίσουν να συζητούν πόσο άνετοι είναι με αυτό το μέλλον, και ποιο κόστος είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για να το διαμορφώσουν ή να το αποτρέψουν.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΟΤΗΤΑ
Τις τελευταίες δεκαετίες, η Κίνα έχει καταστεί ο πρώτος εμπορικός εταίρος και ο κύριος προορισμός εξαγωγών για τις περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ασίας. Το Πεκίνο έχει επιτύχει μια σειρά περιφερειακών οικονομικών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με την Αυστραλία, την Σιγκαπούρη, τη Νότια Κορέα, τον Σύνδεσμο των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (Association of Southeast Asian Nations, ASEAN) και άλλες. Μέσα από τέτοιες ρυθμίσεις, οι οποίες αποκλείουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Πεκίνο επιδιώκει να δημιουργήσει μια κυριαρχούμενη από την Κίνα ανατολική ασιατική κοινότητα. Το Πεκίνο δημιουργεί επίσης μια θεσμική υποδομή για να αυξήσει την επιρροή του σε βάρος θεσμών που είναι υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και [εις βάρος] ιαπωνικής ηγεσίας ιδρυμάτων όπως η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης (Asian Development Bank). Το 2014, η Κίνα, μαζί με την Βραζιλία, την Ρωσία και την Ινδία, δημιούργησαν τη Νέα Τράπεζα Αναπτύξεως (New Development Bank) [με κεφάλαιο] 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία έχει την έδρα της στην Σαγκάη. Το 2015, η Κίνα ίδρυσε την Τράπεζα Επενδύσεων Ασιατικών Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank, ΑΙΙΒ) με κεφάλαιο 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, στην οποία προσχώρησαν 80 χώρες. Επιπλέον, η πολύ γνωστή «Πρωτοβουλία Belt and Road» του Xi θα προωθήσει την κινεζική εμπορική και οικονομική συνεργασία σε ολόκληρη την περιοχή και θα προσφέρει τεράστιες κινεζικές επενδύσεις σε περιφερειακές υποδομές και φυσικούς πόρους. Η Κινεζική Αναπτυξιακή Τράπεζα (China Development Bank) έχει ήδη δεσμεύσει 250 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια για το έργο.
Τέτοιες πολιτικές μιμούνται τις οικονομικές στρατηγικές [5] προηγούμενων περιφερειακών ηγεμονιών. Η Κίνα ήταν η κυρίαρχη οικονομική και στρατιωτική δύναμη στην Ανατολική Ασία μέχρι τον 19ο αιώνα. Παρείχε ή παρακρατούσε εμπορικά προνόμια σύμφωνα με ένα περίπλοκο σύστημα φόρων υποτελείας, σύμφωνα με το οποίο οι άλλες χώρες έπρεπε να στέλνουν διπλωματικές αποστολές, να δίνουν δώρα και να υποκλίνονται στον Κινέζο αυτοκράτορα. Στην συνέχεια, οι Κινέζοι καθόριζαν τις τιμές και τις ποσότητες όλων των εμπορεύσιμων προϊόντων. Η αυτοκρατορική Κίνα εδραίωσε την οικονομική της δύναμη επενδύοντας στην γεωργία και τις σιδηροδρομικές μεταφορές, εξορύσσοντας ορυκτά και ενθαρρύνοντας την στενή εμπορική εναρμόνιση σε ολόκληρη την περιοχή.
Έπαρση της κινεζικής σημαίας στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων
του Πεκίνου, το 2008. JERRY LAMPEN/REUTERS
Στην Λατινική Αμερική, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν το ίδιο σενάριο για να εδραιωθούν ως ο κεντρικός οικονομικός παράγοντας της περιοχής. Τον 19ο αιώνα, αμερικανικές επιχειρήσεις συρρέουν στην περιοχή αναζητώντας φρούτα, μέταλλα, ζάχαρη και καπνό. Η αμερικανική εταιρεία United Fruit κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο του συνόλου των εξαγωγών φρούτων στην Κεντρική Αμερική. Η χρηματοδότηση ήταν άλλο ένα ισχυρό εργαλείο˙ όπως υποστήριξε ο Ουρουγουανός δημοσιογράφος, Eduardo Galeano, μια «τραπεζική εισβολή» των ΗΠΑ εξέτρεψε τοπικό κεφάλαιο προς τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Η Ουάσιγκτον παρότρυνε τις αμερικανικές τράπεζες να αναλάβουν τα χρέη των Ευρωπαίων πιστωτών για να ελαχιστοποιήσουν την επιρροή των Ευρωπαίων ανταγωνιστών. Για σχεδόν 100 χρόνια, η Ουάσιγκτον χρησιμοποίησε την διπλωματία για να προωθήσει τα οικονομικά της συμφέροντα μέσω πρωτοβουλιών που προωθούν το περιφερειακό εμπόριο και τις επενδύσεις των ΗΠΑ, όπως η πολιτική του Big Brother στην δεκαετία του 1880, η «διπλωματία του δολαρίου» στις αρχές της δεκαετίας του 1900 και η Συμμαχία για την Πρόοδο στην δεκαετία του 1960.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχτισαν επίσης μια περιφερειακή θεσμική αρχιτεκτονική για να προωθήσουν την ατζέντα τους. Το 1948, δημιούργησαν τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (με έδρα την Washington) για την προώθηση της περιφερειακής ασφάλειας και συνεργασίας. Η αμερικανική επιρροή εξασφάλισε ότι ο OAS θα παρέμενε σιωπηλός [απέναντι σε], ή ακόμα και θα νομιμοποιούσε τις, διάφορες στρατιωτικές και πολιτικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική. Άλλα αναπτυξιακά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Διαμερικανικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ και της Τράπεζας Εξαγωγών-Εισαγωγών των Ηνωμένων Πολιτειών, επίσης προώθησαν τα ενδιαφέροντα των ΗΠΑ. Μέσω της «συνδεδεμένης βοήθειας», τέτοιοι οργανισμοί προϋπέθεταν χορηγικά σχέδια για να προσλάβουν προμηθευτές από τις ΗΠΑ. Το ΔΝΤ, όπως υποστηρίζει ο Galeano, «γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες και στην υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ένας άλλος περιφερειακός ηγεμόνας, η Ιαπωνία, ακολούθησε παρόμοιες στρατηγικές στην αυτοκρατορία της που κυριάρχησε στην περιοχή στις αρχές του εικοστού αιώνα. Το Τόκυο, υποσχόμενο να εκδιώξει τις Δυτικές αποικιακές δυνάμεις, αυτοανακηρύχθηκε ως επικεφαλής μιας «Σφαίρας Συν-Ευημερίας της Μεγάλης Ανατολικής Ασίας». Το Τόκιο, για να τροφοδοτήσει την βιομηχανική οικονομία του και τον στρατό του, αποσπούσε πρώτες ύλες από χώρες που κατακτούσε. Για να προωθήσει την κεντρική θέση της Ιαπωνίας και να εμποδίσει τις οικονομικές δραστηριότητες των αντίπαλων χωρών, αναμόρφωσε και διαχειρίστηκε τις τοπικές οικονομίες σε ένα περιφερειακό δίκτυο, τυποποιώντας το νόμισμα [6] της περιοχής σε ένα «μπλοκ του γεν» και αποστέλλοντας ιαπωνικές τράπεζες σε όλη την περιοχή ώστε να ελέγχουν την πλειοψηφία των τραπεζικών καταθέσεων της περιοχής. Το Τόκιο δημιούργησε επίσης τη Νότια Αναπτυξιακή Τράπεζα (Southern Development Bank), η οποία παρείχε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και χαρτονομίσματα σε κατεχόμενα εδάφη.
Ομοίως, στην Ανατολική Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση στηρίχθηκε στην οικονομική και οικονομική κρατική χρηματοοικονομική διπλωματία για να κυριαρχήσει στην περιοχή. Η Μόσχα εμπόδισε όλες τις συναλλαγές με την Δυτική Ευρώπη και απαγόρευσε στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης να δεχτούν βοήθεια από το Σχέδιο Marshall του 1948. Αντ’ αυτού, δημιούργησε το Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας (COMECON) για να διαχειριστεί και να εναρμονίσει την περιφερειακή οικονομία. Οι σοβιετικές επενδύσεις, οι εμπορικές συμφωνίες και οι εμπορικές πιστώσεις καθιστούσαν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης οικονομικά εξαρτημένες από τη Μόσχα, τόσο ως κύρια αγορά εξαγωγών όσο και ως προμηθευτή πρώτων υλών και ενέργειας. Και με την πώληση πρώτων υλών σε χαμηλότερες τιμές από εκείνες της αγοράς, η Μόσχα ενθάρρυνε τους τοπικούς πολιτικούς ηγέτες να εξαρτηθούν από τις επιδοτήσεις της.
Η οικονομική κυριαρχία επιτρέπει στους περιφερειακούς ηγεμόνες να χρησιμοποιούν τον οικονομικό εξαναγκασμό για να προωθήσουν τις ατζέντες τους. Στην Λατινική Αμερική, οι Ηνωμένες Πολιτείες επεδίωκαν από παλιά να εξαναγκάσουν χώρες μέσω κυρώσεων. Εκτός από το μακρόχρονο (και αποτυχημένο) αμερικανικό εμπάργκο της Κούβας, η Ουάσιγκτον χρησιμοποίησε οικονομική πίεση για να αποδυναμώσει τον πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε στην Χιλή την δεκαετία του 1970 και επέβαλε εμπάργκο στη Νικαράγουα για να υπονομεύσει την κυβέρνηση των Sandinista το 1985. Ομοίως, στην Ανατολική Ευρώπη, η Μόσχα επεδίωκε τον έλεγχο ανεξάρτητων ηγετών, επιβάλλοντας κυρώσεις κατά της Γιουγκοσλαβίας το 1948, της Αλβανίας το 1961 και της Ρουμανίας το 1964.
Το Πεκίνο έχει ήδη αρχίσει να χρησιμοποιεί έναν τέτοιο οικονομικό εξαναγκασμό. Το 2017, η Κίνα τιμώρησε τη Νότια Κορέα και τον ιαπωνο-νοτιοκορεατικό όμιλο εταιρειών Lotte επειδή συνεργάστηκαν με το αμερικανικής κατασκευής πρόγραμμα πυραυλικής άμυνας THAAD [7]. (Η Lotte είχε πουλήσει την γη στην οποία είχε αναπτυχθεί το THAAD από την κυβέρνηση της Νότιας Κορέας). Το Πεκίνο απαγόρευσε τις ομαδικές εκδρομές Κινέζων στη Νότια Κορέα, οι κινεζικές ρυθμιστικές Αρχές έκλεισαν το 80% των σουπερμάρκετ της Lotte και άλλες κορεατικές επιχειρήσεις (φαινομενικά για παραβιάσεις του πυροσβεστικού κώδικα), και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης προέτρεψαν τα μποϊκοτάζ των κορεατικών προϊόντων. Το Πεκίνο χρησιμοποίησε επίσης οικονομικό εξαναγκασμό εναντίον της Ιαπωνίας (απαγόρευσε την εξαγωγή κινεζικών μετάλλων σπάνιων γαιών στην χώρα μετά από μια σύγκρουση πλοίων το 2009) και τη Νορβηγία (επιβάλλοντας εμπάργκο στις εξαγωγές ψαριών της Νορβηγίας αφότου απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης του 2010 στον Κινέζο αντιφρονούντα Liu Xiaobo). Και το 2016, όταν η Μογγολία φιλοξένησε τον Δαλάι Λάμα, το Πεκίνο επέβαλε πρόσθετους δασμούς στα εμπορεύματα που διακινούνταν μέσω της χώρας και πάγωσε όλη την διπλωματική δραστηριότητα -συμπεριλαμβανομένων των διαπραγματεύσεων για ένα δάνειο ύψους 4 δισ. δολ. από την Κίνα. «Ελπίζουμε ότι η Μογγολία θα έχει πάρει αυτό το μάθημα στα σοβαρά», ανέφερε σε δήλωσή του το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών. Προφανώς το έκανε: Η κυβέρνηση της Μογγολίας ανακοίνωσε ότι ο πνευματικός ηγέτης δεν θα ξαναπροσκληθεί.
Αυτός ο εξαναγκασμός θα είναι λιγότερο αναγκαίος στο μέλλον, καθώς οι ηγέτες θα προσαρμόζουν προληπτικά τις πολιτικές τους έχοντας στο μυαλό τους το Πεκίνο. Δείτε τις Φιλιππίνες: Στο παρελθόν, η χώρα αντιστεκόταν στην Κίνα -για παράδειγμα, καταθέτοντας μια καταγγελία στο διεθνές δικαστήριο στη Χάγη το 2013, σχετικά με τις εδαφικές διεκδικήσεις της Κίνας. Αλλά πιο πρόσφατα, ο πρόεδρος της Φιλιππίνων, Rodrigo Duterte, ο οποίος έχει λάβει 24 δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδυτικές δεσμεύσεις από το Πεκίνο, έχει θερμάνει τις σχέσεις με την Κίνα και έχει αποστασιοποιήσει την χώρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Rodrigo Duterte περπατά με τον Κινέζο πρωθυπουργό, Li Keqiang, κατά την διάρκεια της επίσκεψής του στη Μανίλα, τον Νοέμβριο του 2017. ROMEO RANOCO / REUTERS
Η ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ
Ακολουθώντας το παράδειγμα των προηγούμενων ηγεμονιών, η Κίνα επεκτείνει επίσης την περιφερειακή στρατιωτική της εμβέλεια. Από την δεκαετία του 1990, οι κινεζικές στρατιωτικές δαπάνες έχουν αυξηθεί και το ΚΚΚ εκσυγχρονίζει το οπλοστάσιο και μεταρρυθμίζει την στρατιωτική οργάνωση και τα δόγματα. Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (PLA) υιοθέτησε το δόγμα της «άρνησης πρόσβασης, άρνησης περιοχής» (anti-access, area denial, A2/AD) για να απωθήσει τον στρατό των ΗΠΑ μακριά από τις ακτές και τον εναέριο χώρο του. Η Κίνα έχει επίσης οικοδομήσει τη μεγαλύτερη ακτοφυλακή της περιοχής, και ελέγχει μια τεράστια πολιτοφυλακή πολιτικών αλιευτικών σκαφών. Το 2017, ο PLA άνοιξε την πρώτη του υπερπόντια στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί˙ θα κατασκευάσει περισσότερες βάσεις κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Αφρικής και του Ινδικού Ωκεανού τα επόμενα χρόνια. Εν τω μεταξύ, στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, η Κίνα έχει κατασκευάσει έξι μεγάλα νησιά που φιλοξενούν βάσεις αεροπορικών δυνάμεων, καταφύγια πυραύλων και εγκαταστάσεις ραντάρ και επικοινωνιών. Ήδη ο στρατός των ΗΠΑ βρίσκεται περιορισμένος από τον αναπτυσσόμενο θόλο της κινεζικής αεράμυνας, από την αυξανόμενη ικανότητα της Κίνας να βρίσκει και να χτυπά πλοία του ναυτικού των ΗΠΑ και από την αυξημένη πυραυλική απειλή πυραύλων σε αμερικανικές βάσεις και λιμένες.
Το Πεκίνο χρησιμοποιεί αυτές τις δυνατότητες για να ισχυροποιήσει πιο έντονα τις εδαφικές διεκδικήσεις του. Με το να πραγματοποιεί διελεύσεις από αμφισβητούμενα ύδατα και με την συγκέντρωση πλοίων εκεί, το Πεκίνο πιέζει στρατιωτικά την Ιαπωνία σχετικά με ένα σύμπλεγμα μικρών νησιών που ονομάζεται Diaoyu από την Κίνα και Senkaku από την Ιαπωνία. Αλλού, για να αρνηθεί την πρόσβαση σε διαμφισβητούμενες περιοχές, ο PLA κατευθύνει σκάφη αλιείας και ακτοφυλακής και χρησιμοποιεί κανόνια νερού σε πλοία άλλων χωρών. Το περασμένο καλοκαίρι, το Πεκίνο, αφού διεκδίκησε την ιδιοκτησία μιας περιοχής πλούσιας σε πετρέλαιο στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη του Βιετνάμ, απείλησε να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη εάν το Βιετνάμ δεν σταματούσε τις γεωτρήσεις. Το Βιετνάμ σταμάτησε.
Η επιδίωξη της σύγχρονης Κίνας για περιφερειακή στρατιωτική κυριαρχία ακολουθεί την συμπεριφορά προηγούμενων περιφερειακών ηγεμονιών, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Κίνας. Όπως έχει υποστηρίξει ο ιστορικός Peter Perdue, η σύγχρονη Κίνα είναι προϊόν εισβολών που υπέταξαν όλη την σύγχρονη Xinjiang και τη Μογγολία, και έφθασαν στο Θιβέτ. Οι κινεζικές δυναστείες, έγραψε, «ποτέ δεν συρρικνώθηκαν από την χρήση βίας», συμπεριλαμβανομένης της «δίκαιης εξόντωσης» των αντιπάλων κρατών και ανταρτών. Σε ολόκληρη την Ασία, οι κινεζικές στρατιωτικές φρουρές υπέταξαν εισβολείς και πειρατές.
Μεταγενέστεροι ηγεμόνες κυριαρχούσαν στις περιφέρειές τους και μέσω στρατιωτικής ισχύος. Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να χτίζουν αυτό που θα γινόταν ο εξέχων στρατός του δυτικού ημισφαιρίου. Την περίοδο αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέκτησαν έδαφος μέσω πολυάριθμων πολέμων κατά του Μεξικού και της Ισπανίας. Κατά τις επόμενες δεκαετίες (συχνά για την προώθηση των εμπορικών συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών), οι δυνάμεις των ΗΠΑ εισέβαλαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής περισσότερες από 20 φορές, συνήθως στην Δομινικανή Δημοκρατία, την Αϊτή, το Μεξικό και τη Νικαράγουα. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν επανειλημμένα στρατιωτική δύναμη για την αντιμετώπιση των αριστερών κινημάτων στην Λατινική Αμερική: Απέκλεισαν την Κούβα το 1962, έστειλαν στρατεύματα στην Δομινικανή Δημοκρατία το 1965, ναρκοθέτησαν τα λιμάνια της Νικαράγουας στην δεκαετία του 1980 και εισέβαλαν στην Γρενάδα το 1983 και τον Παναμά το 1989.
Η Ιαπωνία δημιούργησε και διατήρησε την αυτοκρατορία της μέσω της στρατιωτικής ισχύος. Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός του 19ου αιώνα έδωσε εκπληκτικές νίκες επί της Κίνας και της Ρωσίας. Μέσω αυτών και άλλων στρατιωτικών εκστρατειών, η Ιαπωνία κατέλαβε εδάφη όπως την Κορέα και την Ταϊβάν και απέσπασε αποικιακές κτήσεις από την Γαλλία, την Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ιαπωνικός στρατός τότε διοίκησε την αυτοκρατορία, καταπολεμώντας αντεξεγέρσεις και καταστέλλοντας κινήματα ανεξαρτησίας.
Στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση κυριάρχησε στην σφαίρα επιρροής της με τον ισχυρότερο στρατό της περιοχής. Τοποθέτησε στρατεύματα στην Τσεχοσλοβακία, την Ανατολική Γερμανία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Το Κρεμλίνο, για να διαμορφώσει την περιοχή σύμφωνα με τις προτιμήσεις του, ήταν πρόθυμο να χρησιμοποιήσει βία. Έστειλε σοβιετικά στρατεύματα για να καταπνίξει τις εξεγέρσεις στην Ουγγαρία το 1956 και την Τσεχοσλοβακία το 1968.
Αυτοί οι ηγεμόνες δεν ανέχονταν την παρουσία αντίπαλων μεγάλων δυνάμεων στις περιοχές τους. Ομοίως, η Κίνα στρέφεται σήμερα κατά της παρουσίας των ΗΠΑ στην Ασία και εργάζεται ζωηρά για να την υπονομεύσει. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι αλλά και [διάφορα κινεζικά] «white papers» στον τομέα της άμυνας επικρίνουν τις συμμαχίες των ΗΠΑ ως ξεπερασμένες και αποσταθεροποιητικές. Ο ίδιος ο Xi, κάνοντας έκκληση για μια νέα «ασιατική αρχιτεκτονική ασφαλείας», υποστήριξε ότι οι σχέσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στις πολύπλοκες ανάγκες της περιοχής. Εν τω μεταξύ, το Πεκίνο, με το να καλλιεργεί στενούς δεσμούς με την Σεούλ και με το να ενθαρρύνει την στροφή των Φιλιππίνων προς την Κίνα, προσπάθησε να αποσπάσει συμμάχους των ΗΠΑ.
ΦΙΛΟΠΕΡΙΕΡΓΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Το Πεκίνο παρεμβαίνει επίσης στην εγχώρια πολιτική άλλων χωρών [8]. Αναφερόμενοι συγκεκριμένα στην Κίνα, αξιωματούχοι των καναδικών μυστικών υπηρεσιών έχουν προειδοποιήσει για ξένους πράκτορες οι οποίοι ενδέχεται να υπηρετούν ως επαρχιακοί υπουργοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Και το 2016, ξέσπασε ένα σκάνδαλο στην Αυστραλία, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Sam Dastyari, ένας γερουσιαστής που είχε υπερασπιστεί τις κινεζικές εδαφικές διεκδικήσεις στην θάλασσα της Νότιας Κίνας, είχε οικονομικούς δεσμούς με μια κινεζική επιχείρηση, προκαλώντας τελικά νέους νόμους που απαγόρευσαν τις πολιτικές δωρεές.
Ιστορικά, οι περιφερειακοί ηγεμόνες παρενέβησαν εκτενώς στην εγχώρια πολιτική για να στηρίξουν φιλικές κυβερνήσεις και να υπονομεύσουν τα κόμματα και τους ηγέτες που θεωρούνταν εχθρικοί. Μέσα στο σύστημα φόρων υποτελείας της Κίνας, ο αυτοκράτορας ανέθετε την διοίκηση υποταγμένων κρατών σε τοπικούς ηγέτες, μια προσέγγιση γνωστή ως «χρήση βαρβάρων για να κυβερνήσουν βάρβαρους». Αλλά η τοπική ανεξαρτησία έφτανε μόνο μέχρις εκεί. Όπως είπε ο πολιτικός του 16ου αιώνα, Chang Chu-cheng, για τους υποτελείς: «Ακριβώς όπως και τα σκυλιά, αν κουνούν τις ουρές τους, θα τους πετάξουν κόκκαλα˙ αν γαβγίζουν άγρια, θα τα χτυπήσουν με ραβδιά˙ αφού τα χτυπήσουν, αν υποκύψουν ξανά, τότε θα τους ξαναπετάξουν κόκκαλα˙ μετά τα κόκκαλα, αν γαβγίσουν ξανά, τότε περισσότερο ξύλο».
Η Ιαπωνία παρομοίως παρενέβη στην εγχώρια πολιτική κατά την αυτοκρατορική ακμή της. Στις Φιλιππίνες, για παράδειγμα, κατάργησε όλα τα πολιτικά κόμματα εκτός από τα φιλο-ιαπωνικά. Αλλού, ανέθεσε τον έλεγχο σε φιλικούς τοπικούς ηγέτες και αστυνομικούς, και εκπαίδευσε τους ηγέτες τους σε ινστιτούτα στην Ιαπωνία. Αν οι αξιωματούχοι στην Κίνα, την Κορέα και τη Μαντζουρία δεν συνεργάζονταν, το Τόκιο βασιζόταν σε μια ιαπωνική παραστρατιωτική οργάνωση που εκφόβιζε, εκβίαζε και δολοφονούσε τοπικούς ηγέτες.
Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακατεύτηκαν αμέτρητες φορές στην λατινοαμερικανική πολιτική. Από το Πόρισμα Roosevelt μέχρι το Δόγμα Monroe, η Ουάσιγκτον διεκδίκησε το δικαίωμα να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των γειτόνων της. Βασίστηκε σε συγκεκαλυμμένες και δημόσιες, βίαιες και μη βίαιες μεθόδους για την υποστήριξη αντικομμουνιστικών ηγετών και για την υπονόμευση ή απομάκρυνση αριστερών [ηγετών]. Ο Αμερικανός διπλωμάτης Robert Olds, εξήγησε την προσέγγιση με ωμό τρόπο το 1927: «Η Κεντρική Αμερική καταλάβαινε πάντοτε ότι οι κυβερνήσεις που αναγνωρίζουμε και υποστηρίζουμε παραμένουν στην εξουσία, ενώ εκείνες που δεν αναγνωρίζουμε και στηρίζουμε πέφτουν». Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο στρατός των ΗΠΑ και η CIA, χρηματοδότησαν, εξόπλισαν και εκπαίδευσαν αντικομμουνιστικές δυνάμεις σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική, σε ιδρύματα όπως το U.S. Army School of the Americas in Panama. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ προσπάθησαν να απομακρύνουν τις αριστερές κυβερνήσεις στην Κούβα, τον Ισημερινό, το Ελ Σαλβαδόρ και τη Νικαράγουα. Η Ουάσινγκτον υποστήριξε επίσης τα πραξικοπήματα στην Γουατεμάλα το 1954 και την Χιλή το 1973.
Η Μόσχα ήταν εξίσου απασχολημένη στην Ανατολική Ευρώπη. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση εγκατέστησε κομμουνιστικά κόμματα στις κυβερνήσεις των γειτόνων της, όπου η πρόοδος εξαρτάτο από τη νομιμοφροσύνη προς τη Μόσχα. Υπό τον Στάλιν, η σοβιετική μυστική αστυνομία παρενόχλησε, βασάνισε και δολοφόνησε ηγέτες της αντιπολίτευσης. Μετά τον Στάλιν, οι Σοβιετικοί στηρίχτηκαν σε λεπτότερες τακτικές, όπως η προσέλκυση ξένων ελίτ για να εκπαιδευτούν σε κομμουνιστικά κομματικά σχολεία και η δημιουργία δικτύων με σοβιετικούς και περιφερειακούς πολιτικούς. Μέσω του Δόγματος Brezhnev, η Μόσχα διεκδίκησε την εξουσία να παρεμβαίνει στην πολιτική των γειτόνων της προκειμένου να υπερασπιστεί τον σοσιαλισμό από εχθρικές δυνάμεις.
Ο Trump και ο Xi συναντώνται στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στο Πεκίνο,
τον Νοέμβριο του 2017. DAMIR SAGOLJ / REUTERS
ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΣΚΛΗΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΠΙΑ ΙΣΧΥ
Η Κίνα σήμερα επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή της στην Ανατολική Ασία και πέραν αυτής μέσω εκτεταμένων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποτελούν κεντρικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας. Οι κρατικοί οργανισμοί μέσων μαζικής ενημέρωσης Xinhua και China Global Television Network έχουν γραφεία σε όλο τον κόσμο. Τα στούντιο του Χόλιγουντ αναζητούν τακτικά κινεζική χρηματοδότηση για τα σχέδιά τους, καθώς και δικαιώματα διανομής στην τεράστια αγορά της Κίνας. Προσεκτικά για να μην προσβάλλουν το ΚΚΚ, τα στούντιο έχουν ξεκινήσει προληπτικά να αυτολογοκρίνουν το περιεχόμενό τους. Η αυτολογοκρισία έχει επίσης αρχίσει να μολύνει τον εκδοτικό κλάδο. Για να αποκτήσουν πρόσβαση στην τεράστια αγορά της Κίνας, οι εκδότες καλούνται όλο και περισσότερο να λογοκρίνουν βιβλία και άρθρα που περιέχουν συγκεκριμένες λέξεις ή φράσεις (για παράδειγμα, «Ταϊβάν», «Θιβέτ» και «Πολιτιστική Επανάσταση»). Εξέχοντες εκδοτικοί οίκοι, συμπεριλαμβανομένου του Springer Nature -του μεγαλύτερου εκδότη ακαδημαϊκών βιβλίων στον κόσμο- έχουν υποκύψει στις απαιτήσεις του Πεκίνου και έχουν όλο και περισσότερο αυτολογοκριθεί.
Το Πεκίνο προωθεί επίσης την κινεζική επιρροή στην εκπαίδευση. Η Κίνα έχει γίνει ο τρίτος πιο δημοφιλής προορισμός για ξένες σπουδές στον κόσμο, καλωσορίζοντας περισσότερους από 440.000 φοιτητές από περισσότερες από 200 χώρες το 2016. Πολλοί φοιτητές λαμβάνουν υποστήριξη από την κινεζική κυβέρνηση. Στο εξωτερικό, σε 142 χώρες, το Πεκίνο δημιούργησε περισσότερα από 500 «Ινστιτούτα Κομφούκιος» για την προώθηση της κινεζικής γλώσσας και του πολιτισμού. Μια μελέτη της Εθνικής Ένωσης Μελετητών (National Association of Scholars) που εδρεύει στις ΗΠΑ, υποστηρίζει ότι τα Ινστιτούτα Confucius είναι αναμφισβήτητα αδιαφανή για τις διασυνδέσεις τους με το ΚΚΚ. Οι δάσκαλοί τους πρέπει να τηρούν τους περιορισμούς του ΚΚΚ για την ελευθερία του λόγου και πιέζονται να «αποφεύγουν ευαίσθητα θέματα», όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, το Θιβέτ και η Ταϊβάν.
Το ΚΚΚ διεισδύει επίσης στις πανεπιστημιακές σχολές στο εξωτερικό [9]. Το Πεκίνο στρατολογεί μέλη μιας κινεζικής διασποράς 60 εκατομμυρίων ατόμων: Σε πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο, κινέζικα σωματεία φοιτητών και ακαδημαϊκών διαδηλώνουν προς υποστήριξη επισκεπτών Κινέζων ηγετών και διαμαρτύρονται για τον Δαλάι Λάμα και άλλους ομιλητές που το ΚΚΚ θεωρεί εχθρικούς. Το Πεκίνο επίσης παρακολουθεί και φιμώνει Κινέζους επικριτές στο εξωτερικό κινητοποιώντας την παρενόχληση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και απειλώντας τις οικογένειές τους στην πατρίδα. Στην Αυστραλία, οι ανησυχίες για κινεζικές παρεμβολές και κατασκοπεία στα πανεπιστήμια οδήγησαν αξιωματούχους των υπηρεσιών πληροφοριών να εκδώσουν προειδοποιήσεις για μια «ύπουλη απειλή» από ξένες κυβερνήσεις που επιδιώκουν να διαμορφώσουν την τοπική κοινή γνώμη.
Οι περιφερειακοί ηγεμόνες κατά το παρελθόν προήγαγαν ομοίως την επιρροή τους μέσω του πολιτισμού και της εκπαίδευσης και με το να επιλέγουν ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών. Όπως γράφει ο ειδικός της Κίνας Suisheng Zhao, «ο κινεζικός πολιτισμός θεωρήθηκε ως μια μεγάλη διαρκής δύναμη για να γεφυρώσει περιόδους διχασμού και να εγχύσει σε νέες κυβερνήσεις ... τις αξίες που υποστηρίζουν την παραδοσιακή κινεζική τάξη». Η Κίνα διέδωσε την γλώσσα, την λογοτεχνία, την φιλοσοφία του Κομφούκιου και τις γραφειοκρατικές παραδόσεις της στην Ιαπωνία, την Κορέα, το Βιετνάμ και άλλες χώρες. Οι Κινέζοι αυτοκράτορες ακολούθησαν επίσης τις συμβουλές ενός υπουργού της δυναστείας των Χαν, ο οποίος πρότεινε να υποτάσσονται οι βάρβαροι με «πέντε δολώματα»: Μεταξωτά ρούχα και άμαξες, πολυτελή τρόφιμα, διασκεδάσεις και θηλυκούς παραστάτες, επαύλεις με δούλους και αυτοκρατορικές χάρες, όπως συμπόσια και βραβεία.
Η ηγεμονία των ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική βασιζόταν επίσης στην ήπια ισχύ. Το 1953, η αμερικανική κυβέρνηση δημιούργησε τον Οργανισμό Πληροφοριών των ΗΠΑ (U.S. Information Agency), ο οποίος, σύμφωνα με τον πρόεδρο Dwight Eisenhower, θα έδειχνε στις χώρες ότι οι αμερικανικοί στόχοι «είναι σε αρμονία με, και θα προωθήσουν, τις νόμιμες επιδιώξεις τους για ελευθερία, πρόοδο και ειρήνη». Οι τηλεοπτικοί σταθμοί ξεκίνησαν Λατινοαμερικανικά κανάλια που μετέδιδαν αμερικανικές ταινίες και προγράμματα. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δημιούργησε πρακτορεία ειδήσεων και ραδιοφωνικούς σταθμούς και διείσδυσε ή εκφόβισε τα μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης. Στην Χιλή και την Δομινικανή Δημοκρατία, για παράδειγμα, η CIA και η USIA προχώρησαν σε μια έντονη προπαγανδιστική προσπάθεια ενάντια σε ανεπιθύμητους πολιτικούς υποψηφίους, εξαπλώνοντας παραπληροφόρηση και φιμώνοντας τα μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης.
Ομοίως, η αυτοκρατορική Ιαπωνία δημιούργησε την Αναπτυξιακή Ένωση Ανατολικής Ασίας (East Asia Development League) για να διαμορφώσει τις περιφερειακές αντιλήψεις και να καθοδηγήσει τις δραστηριότητες των Ιαπώνων που ζούσαν στην αυτοκρατορία. Το Τόκυο ήλεγχε την κοινωνία των πολιτών με το να δημιουργεί και να διεισδύει σε οργανώσεις όπως ομάδες νεολαίας, λέσχες πολεμικών τεχνών, φοιτητικές ενώσεις, μυστικούς συλλόγους και θρησκευτικές οργανώσεις. Η Ευρύτερη Πολιτιστική Πολιτική της Ανατολικής Ασίας προσπάθησε να εξαλείψει τον Δυτικό πολιτισμό. Για παράδειγμα, το Τόκιο απαγόρευσε την Coca-Cola με το σκεπτικό ότι είχε εφευρεθεί «για να φέρει τους ανθρώπους κάτω από την καταστρεπτική για την ψυχή και τον νου επιρροή του ύπουλου φαρμάκου, και έτσι να τους καταστήσει πιο κατάλληλους για την αγγλοαμερικανική εκμετάλλευση». Το Τόκυο απαγόρευσε την χρήση ευρωπαϊκών γλωσσών και καθιέρωσε τα ιαπωνικά ως την επίσημη γλώσσα της περιοχής, αποστέλλοντας εκατοντάδες καθηγητές σε όλη την Ασία. Η Ιαπωνία μετέδωσε τον πολιτισμό της μέσω ραδιοφωνικών προγραμμάτων, εφημερίδων και βιβλίων με κόμιξ, όπως έκαναν και τα πολιτιστικά ινστιτούτα που χορηγούσαν εκθέσεις, διαλέξεις και ταινίες.
Η Σοβιετική Ένωση εξασφάλισε την επιρροή της στην Ανατολική Ευρώπη μέσω εκτεταμένων πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Όπως περιγράφει η συγγραφέας Anne Applebaum στο βιβλίο της Iron Curtain, τα κομμουνιστικά κόμματα που υποστηρίχθηκαν από την Σοβιετική Ένωση κατέλαβαν ραδιοφωνικούς σταθμούς και εφημερίδες και εκφόβισαν η έκλεισαν ανεξάρτητα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι Σοβιετικοί δημιούργησαν οργανώσεις νεολαίας με επιρροή και επέλεξαν συγγραφείς, καλλιτέχνες και άλλους πνευματικούς ηγέτες, προσφέροντας καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, πολυτελή σπίτια με υπηρέτες, και δωρεάν εκπαίδευση για τα παιδιά τους.
Η Μόσχα δημιούργησε επίσης μια τεράστια οργάνωση, γνωστή ως VOKS (ένα ρωσικό ακρωνύμιο για την Πανενωσιακή Κοινωνία Πολιτιστικών Σχέσεων με Ξένες Χώρες), για την διάδοση των σοβιετικών ιδεών και του πολιτισμού και για να φέρει Δυτικούς διανοούμενους υπό κομμουνιστική επιρροή. Η VOKS έφερε χιλιάδες επισκέπτες στην Σοβιετική Ένωση και υποστήριξε την επιστημονική έρευνα, την παραγωγή ταινιών, τον αθλητισμό, το μπαλέτο, τη μουσική και τις εκδόσεις. Επίσης ξόδευε πλουσιοπάροχα σε διεθνείς εκθέσεις και πανηγύρια, όπως η Παγκόσμια Έκθεση Βρυξελλών του 1958 -για να παρουσιάσει την σοβιετική τεχνολογία και κουλτούρα.
ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΕ ΜΙΑ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΑΣΙΑ
Όταν μελετάται η τρέχουσα συμπεριφορά της Κίνας στο πλαίσιο προηγούμενων περιφερειακών ηγεμονιών, ξεχωρίζουν ορισμένα κοινά θέματα. Πρώτον, η οικονομική αλληλεξάρτηση έχει μια σκοτεινή πλευρά. Αν και η αλληλεξάρτηση αυξάνει το κόστος των συγκρούσεων, δημιουργεί επίσης μόχλευση. Η κεντρική θέση της Κίνας στο περιφερειακό εμπόριο και την χρηματοδότηση αυξάνει την καταναγκαστική της ισχύ, την οποία το Πεκίνο έχει ήδη αρχίσει να ασκεί. Δεύτερον, η ιστορία δείχνει ότι οι περιφερειακοί ηγεμόνες μπλέκονται εκτεταμένα στην εσωτερική πολιτική των γειτόνων τους. Πράγματι, το Πεκίνο έχει ήδη αρχίσει να αντιστρέφει την πολυδιακηρυγμένη πολιτική του περί μη παρέμβασης. Καθώς η Κίνα γίνεται ισχυρότερη, οι γείτονές της μπορούν να περιμένουν ότι το Πεκίνο θα παρεμβαίνει όλο και περισσότερο στην εγχώρια πολιτική τους.
Οι χώρες της Ανατολικής Ασίας πρέπει να αποφασίσουν εάν αυτό είναι κάτι που είναι πρόθυμες να δεχτούν. Ειδικότερα, η Ιαπωνία, η μόνη χώρα με την δυνητική δύναμη να εξισορροπήσει την Κίνα, αντιμετωπίζει μια σημαντική επιλογή. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία τήρησε μια ιδιαίτερα περιοριστική πολιτική εθνικής ασφάλειας, δαπανώντας μόνο το 1% του ΑΕΠ της για την άμυνα. Για προφανείς ιστορικούς λόγους, ο ιαπωνικός λαός είναι ύποπτος για στρατιωτική κρατική τέχνη, και ανησυχεί για μια υστερούσα οικονομία και το βάρος της φροντίδας ενός γηράσκοντος πληθυσμού. Ίσως [οι Ιάπωνες] να αποφασίσουν να συνεχίσουν να αφιερώνουν τον πλούτο τους στο βούτυρο και όχι στα κανόνια.
Αυτό θα ήταν μια απολύτως έγκυρη επιλογή, αλλά πριν την αποφασίσουν, οι Ιάπωνες θα πρέπει να εξετάσουν την ζωή τους σε μια Ασία της Κίνας. Το Πεκίνο και το Τόκιο έχουν ήδη εμπλακεί σε μια πικρή εδαφική διαμάχη για τα νησιά Diaoyu / Senkaku. Για να αποκτήσει τον έλεγχο των νησιών, να αποδυναμώσει την σχέση ΗΠΑ-Ιαπωνίας και να προωθήσει άλλα συμφέροντα, το Πεκίνο αναμένεται να χρησιμοποιήσει μεγαλύτερο στρατιωτικό και οικονομικό εξαναγκασμό, και να μπλεχτεί στην ιαπωνική πολιτική. Πέραν των συνήθων λόγων ενός ηγεμόνα να παρεμβαίνει, η Κίνα κρύβει βαθιά ιστορική δυσαρέσκεια έναντι της Ιαπωνίας. Φανταστείτε αν οι Ηνωμένες Πολιτείες όντως μισούσαν την Κούβα.
Εάν η Ιαπωνία αποφασίσει ότι μια κινεζική ηγεμονία θα ήταν απαράδεκτη, η πολιτική της για την εθνική της ασφάλεια θα πρέπει να αλλάξει [10]. Τα παγκόσμια συμφέροντα και δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών επιτρέπουν στην Ουάσινγκτον να αφιερώνει μόνο μερικούς από τους πόρους της στην Ασία. [Οι ΗΠΑ] δεν θα είχαν την ικανότητα, πόσω μάλλον την θέληση, να εξισορροπήσουν το Πεκίνο μόνες τους. Η Ιαπωνία θα πρέπει να γίνει περισσότερο σαν την Δυτική Γερμανία: Ένας σύμμαχος των ΗΠΑ που, αν και ξεπεράστηκε εξοπλιστικά και απειλήθηκε άμεσα από μια εχθρική μεγάλη δύναμη, κινητοποίησε ουσιαστική στρατιωτική δύναμη και ήταν πραγματικός εταίρος με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την εξασφάλιση της εθνικής άμυνάς της.
Το Τόκιο και η Ουάσιγκτον θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την διπλωματία για να προσφέρουν σε χώρες μια εναλλακτική λύση έναντι της περιφερειακής κυριαρχίας της Κίνας. Για να το πράξουν, θα πρέπει να εξετάσουν μια κεντρική ομάδα θαλάσσιων χωρών με παρόμοιες αξίες και αλληλοεπικαλυπτόμενα συμφέροντα -συγκεκριμένα την Αυστραλία, την Ινδία, τη Νέα Ζηλανδία και τις Φιλιππίνες. Άλλοι δυνητικά ενδιαφερόμενοι δρώντες, όπως η Ινδονησία, η Μαλαισία, η Σιγκαπούρη και η Ταϊλάνδη, πρέπει επίσης να καλωσοριστούν. Αλλά το πρώτο βήμα σε αυτόν τον δρόμο είναι μια ιαπωνική -και ευρύτερη ανατολικο-ασιατική- συζήτηση για την προοπτική της ζωής σε μια Ασία της Κίνας.
Στα αγγλικά:
Σύνδεσμοι:
αναπληρώτρια καθηγήτρια Διακυβέρνησης
στο Dartmouth College.
8/11/2018