Γιατί δεν θα αποκατασταθούν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
(1) Τουρκία, Ρωσία και TurkStream:
Ενεργειακός κλειδοκράτορας της Ευρώπης;
 (2) Steven Cook: Γιατί μπούχτισα με την Τουρκία.


 Γιατί δεν θα αποκατασταθούν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επικαθορίζονται από το γεγονός ότι σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι Τούρκοι πιστεύουν πως η Ουάσιγκτον μεθοδεύει τον ακρωτηριασμό της χώρας τους. Θεωρούν την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας ως απόδειξη ότι δρομολογείται η δημιουργία κουρδικού κράτους. Προς αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, ωθεί εδώ και καιρό το Ισραήλ. Οι Τούρκοι πιστεύουν ότι η ίδρυση αυτόνομης κουρδικής οντότητας στη βόρεια Συρία εκ των πραγμάτων θα θέσει σε αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα και της χώρας τους.

Δεν έχουν αμφιβολία ότι το PYD/YPG συνεχίζει να αποτελεί παρακλάδι του PKK, έστω κι αν οι Δυτικοί, για προφανείς λόγους, ισχυρίζονται το αντίθετο. Θεωρούν, λοιπόν, πως η Δύση, παίζοντας το κουρδικό χαρτί, μεθοδεύει τον ακρωτηριασμό της Τουρκίας. Το πραξικόπημα του 2016, μάλιστα, έπεισε οριστικά τον Ερντογάν ότι οι Αμερικανοί τον θεωρούν εμπόδιο, ότι τον έχουν προγράψει και ως εκ τούτου ότι επιδιώκουν την ανατροπή του.

Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσιγκτον καθιστά μονόδρομο για τον Τούρκο πρόεδρο τον γεωπολιτικό εναγκαλισμό με τον Πούτιν. Αυτός είναι ο λόγος που όσο θα βρίσκεται στο τιμόνι, η Τουρκία δεν πρόκειται να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”, ακόμα και αν οι ΗΠΑ αποδεχθούν τις απαιτήσεις της στη Συρία. Οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, μετά από ένα διάλειμμα σχετικής ηλιοφάνειας, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επιστρέφουν στη ζώνη της καχυποψίας και στα όρια της ρήξης.

Όπως είναι γνωστό, αμέσως μετά το πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν δρομολόγησε μαζικές εκκαθαρίσεις σε όλο το εύρος των κρατικών μηχανισμών, ειδικά των κρίσιμων για την εθνικά ασφάλεια. Αποτέλεσμα αυτών των εκκαθαρίσεων δεν ήταν μόνο το ξήλωμα όλων των δικτύων επιρροής που διέθεταν οι Αμερικανοί και δευτερευόντως οι Ευρωπαίοι στην Τουρκία. Αποτέλεσμα ήταν, επίσης, ότι στη γειτονική χώρα εγκαθιδρύθηκε ένα σχεδόν προσωποπαγές καθεστώς, ποιοτικά διαφορετικό από το μετακεμαλικό, στο οποίο κυριαρχούσε μία ελίτ.

Από το νεοοθωμανικό ρεύμα στο καθεστώς Ερντογάν

Σήμερα το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν 10 χρόνια. Στην πραγματικότητα, το νεοοθωμανικό ρεύμα έχει εξελιχθεί-εκφυλισθεί στο σημερινό καθεστώς Ερντογάν. Ηγετικά στελέχη, όπως π.χ. ο Γκιούλ, ο Αρίντς και ο Νταβούτογλου έχουν περιθωριοποιηθεί. Ο Ερντογάν από ηγέτης ενός ρεύματος έχει μετατραπεί σε άτυπο μονάρχη, σε νεοσουλτάνο. Είναι ενδεικτικό ότι κατά κανόνα περιβάλλεται όχι από την παλιά φρουρά των στελεχών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αλλά από συγγενείς, υποτακτικούς και κεμαλικούς με αντιδυτικό πρόσημο.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται και κατανοούνται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας. Όντας πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν (όχι αδικαιολόγητα) δεν τους εμπιστεύεται. Και επειδή δεν τους εμπιστεύεται, δεν πρόκειται να επιστρέψει στο “μαντρί” ό,τι κι αν του προσφέρουν.

Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος ποτέ δεν πρόκειται να το πει ευθέως. Αυτό, ωστόσο, είναι και θα είναι το κριτήριό του. Μπορεί σε τακτικό επίπεδο να συμπλεύσει με τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους, αλλά μέχρις εκεί. Γι’ αυτό στο πολιτικό επίπεδο με τη ρητορική του καλλιεργεί συστηματικά άλλοτε εμφανώς κι άλλοτε αφανώς τον αντιαμερικανισμό. Το γεγονός, μάλιστα, πως προϋπήρχε διαδεδομένη η υποψία πως οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διαμελίσουν την Τουρκία, διευκολύνει την προπαγάνδα του καθεστώτος Ερντογάν. Στο ιδεολογικό επίπεδο, μάλιστα, χρησιμοποιεί ισλαμικά στερεότυπα για να αναβιώσει και παροξύνει τα υπαρκτά αντιδυτικά αισθήματα στην τουρκική κοινωνία, ειδικά στη «βαθιά Τουρκία».

Με τον τρόπο αυτό προσδίδει ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα. Η αντίθεση δεν είναι πλέον ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στον Ερντογάν. Είναι ανάμεσα στη Δύση και στη “βαθιά Τουρκία”. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία, όσο τουλάχιστον στο τιμόνι της θα βρίσκεται ο Ερντογάν, έχει ήδη χαθεί για τη Δύση. Απλώς, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ευρωπαίοι αρνούνται να το συνειδητοποιήσουν.



Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα αρθρογραφεί στο Πρώτο Θέμα. Συγγραφέας 13 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.

 25 Νοεμβρίου 2018 


             ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ            



 1.
Τουρκία, Ρωσία και TurkStream:
Ενεργειακός κλειδοκράτορας της Ευρώπης;

Σε στρατηγικό και ενεργειακό κόμβο της Ευρασίας φιλοδοξεί να εξελιχθεί η Τουρκία, αναβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο τη γεωστρατηγική και οικονομική της σημασία. Ένα ακόμη καθοριστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε τη Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018 με τα εγκαίνια του θαλάσσιου τμήματος του, πολλά υποσχόμενου, αγωγού φυσικού αερίου TurkStream, από τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν και τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν.

Με συνολικό μήκος 1060 χιλιόμετρα (910 χλμ. υποθαλάσσια) ο αγωγός TurkStream μεταφέρει ρώσικο φυσικό αέριο από τα τεράστια κοιτάσματα της βόρειας Κασπίας και της Σιβηρίας μέσω του ρωσικού λιμανιού της Anapa στις βορειανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας στο τουρκικό λιμάνι του Kiyikoy στις ακτές της ανατολικής Θράκης στη νοτιοδυτική Μαύρη Θάλασσα. Από εκεί ο TurkStream, που συναποτελείται από δύο “δίδυμους αγωγούς” που έχουν μέγιστη χωρητικότητα 31,5 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου ανά έτος, θα διακλαδιστεί. Ένα τμήμα του, χωρητικότητας 15,75 δισ. κυβικών μέτρων, θα κατευθυνθεί προς την Κωνσταντινούπολη και την εγχώρια αγορά της Τουρκίας, η οικονομία της οποίας έχει μεγάλες και αυξανόμενες ανάγκες κατανάλωσης φυσικού αερίου (μόνο κατά το 2017 καταγράφηκε στην Τουρκία αύξηση της ζήτησης αερίου της τάξης του 20% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά!). Το δεύτερο τμήμα του, χωρητικότητας επίσης 15,75 δισ. κ. μ. αερίου, θα κατευθυνθεί στην πόλη Luleburgaz στην καρδιά της ευρωπαϊκού τμήματος της Τουρκίας.

Από εκεί ο βασικός σχεδιασμός είναι να κατευθυνθεί προς τα τουρκο-ελληνικά σύνορα στον ποταμό Έβρο και κοντά στην Αλεξανδρούπολη ώστε να εφοδιάζει τις αγορές της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ιταλίας. Στο σημείο αυτό εμπλέκεται και η Ελλάδα, η οποία επίσης καθίσταται ενεργειακός κόμβος της Ευρώπης. Μέσω της Ελλάδας, η οποία επίσης θα προμηθεύεται ρωσικό αέριο, ο αγωγός αυτός θα διακλαδιστεί επίσης σε δύο τμήματα. Το ένα θα διασχίσει τη βόρεια Ελλάδα και μέσω ενός υποθαλάσσιου αγωγού στο Ιόνιο πέλαγος Interconnector Greece-Italy (Poseidon) θα μπορεί να μεταφέρει αέριο στην Ιταλία. Το άλλο, μέσω της κεντρικής Μακεδονίας, θα κατευθυνθεί βόρεια μέσω ενός άλλου αγωγού, που ονομάζεται Tesla Pipeline, και θα μεταφέρει αέριο στο διαμετακομιστικό κέντρο αερίου της Αυστρίας, διασχίζοντας την π.Γ.Δ.Μ., τη Σερβία και την Ουγγαρία. Επίσης σχεδιάζεται ένα τμήμα της ποσότητας του ρωσικού αερίου να μεταφερθεί βορεοανατολικά στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και να καταλήξει στην Ουγγαρία, χωρίς ακόμη να καθοριστεί η τελική διαδρομή, η οποία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση με τον αγωγό αυτό, που προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία στα τέλη του 2019, η Τουρκία, και δευτερευόντως η Ελλάδα, θα καταστεί ενεργειακός κόμβος της Ευρώπης και η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα-πελάτη για το ρωσικό αέριο μετά τη Γερμανία, η οποία και εφοδιάζεται ήδη με ρωσικό αέριο από δύο υποθαλλάσιους αγωγούς στη Βαλτική θάλασσα (NordStream 1 και 2).

Με την κατασκευή και λειτουργία του TurkStream (επιπλέον του BlueStream, που μεταφέρει εδώ και μια δεκαετία ρωσικό αέριο στο τουρκικό λιμάνι της Σινώπης στις ακτές της Μ. Θάλασσας) παρακάμπτεται εντελώς η Ουκρανία, η οποία είναι και ο μεγάλος χαμένος της υπόθεσης. Στην ουσία η Τουρκία υποκαθιστά σχεδόν απόλυτα το ρόλο της Ουκρανίας ως διαμετακομιστικός κόμβος μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου στις αγορές της Ευρώπης. Και φυσικά θα αποκομίσει τεράστια οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη, όπως επισήμανε και ο πρόεδρος Πούτιν λέγοντας πως  η ενεργειακή σύνδεση Ρωσίας-Τουρκίας “θα επηρεάσει αναμφίβολα τη γεωπολιτική θέση της Τουρκικής Δημοκρατίας”. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό σε μια περίοδο που η τουρκική οικονομία κλυδωνίζεται, ενώ η χώρα απομονώνεται και απομακρύνεται από τον Ευρωατλαντικό άξονα.

Η περιθωριοποίηση τους φέρνει πιο κοντά

Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις ήταν πάντοτε ταραχώδεις, πέρασαν από πολλές αναταράξεις, με τις περιόδους ηρεμίας και συνεργασίας να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ως γνωστόν η πίεση που άσκησε η, σοβιετική τότε, Ρωσία, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, για την προσάρτηση των Στενών και των βορειοανατολικών τουρκικών επαρχιών του Καρς και του Αρδαχάν, ήταν και ο βασικότερος λόγος που ώθησε την Τουρκία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και να συνδέσει τη μοίρα της με  τον Ευρωατλαντικό άξονα. 

Ωστόσο, πέρα από τις κατά καιρούς εντάσεις στις τουρκορωσικές σχέσεις, το γεγονός ότι η Ε.Ε., παρά τη διεύρυνσή της προς ανατολάς, έχει θέσει την Τουρκία και τη Ρωσία στο περιθώριο, αποτελεί σημαντικό παράγοντα που συμβάλλει αυτές οι δύο, περιφερειακές ως προς την Ευρώπη αλλά κεντρικές ως προς την Ευρασία, μεγάλες χώρες να προσεγγίσουν η μία την άλλη και να αναπτύξουν στενότερες σχέσεις. “Αυτή η σχέση περιθωριοποίησης είναι ικανή να δώσει άλλες διαστάσεις στις τουρκορωσικές σχέσεις. Η προσέγγιση αυτή είναι ικανή να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τις ευρασιατικές ισορροπίες”, είχε επισημάνει εύστοχα ο πρώην υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του Το Στρατηγικό Βάθος (σελ.369.).

Τόσο η Ρωσία του Πούτιν, όσο και η Τουρκία του Ερντογάν -και οι δύο σήμερα περιθωριοποιημένες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τη Δύση- έχουν καταστήσει σαφές πως πρωταρχικός τους στόχος δεν είναι οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών τους, ώστε να “κουμπώσουν” με το αξιακό σύστημα της Δύσης, αλλά η ανάκτηση της απολεσθείσας ισχύος τους. Η μεν Μόσχα εκείνης που είχε επί Σοβιετικής Ένωσης, η δε Άγκυρα εκείνης της εποχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λειτουργώντας έτσι  δυνάμεις αναθεωρητισμού και αποσταθεροποίησης στην περιφέρεια τους. Και οι δύο χώρες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μετα-αυτοκρατορικές ευρασιατικές δυνάμεις σε αναζήτηση νέου ρόλου, έπειτα από την ανασυγκρότηση των δυνάμεων τους και την ανάκτηση τμήματος του χαμένου δυναμισμού τους.

Η ενεργειακή τους συνεργασία, ως επιστέγασμα της “διαρκώς εξελισσόμενης, πολύπλευρης διμερούς συνεργασίας”, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τ. Ερντογάν, θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις ευρασιατικές ισορροπίες, λειτουργώντας αντίρροπα ως προς την έλξη που ασκεί ο Ευρωατλανικός άξονας, ο οποίος δεν είναι πλέον τόσο ισχυρός και ενωμένος, όσο ήταν κατά τη δεκαετία του 1990που η Δύση θριάμβευε έναντι όλων. Και αυτή είναι μια εξέλιξη που δεν πρέπει να παραβλέψουμε καθώς θα επηρεάσει πολυεπίπεδα και την γεωπολιτική της Ελλάδας.

Γιώργος Στάμκος

22/11/2018


 Steven Cook:
 Γιατί μπούχτισα με την Τουρκία.

Η Ουάσιγκτον συνεχίζει να θεωρεί την Άγκυρα «στρατηγικό εταίρο». 
Ας σταματήσουμε να προσποιούμαστε πως είναι.

Tο κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ελεύθερη μετάφραση του άρθρου του Steven A. Cook στο Politico. Η μετάφραση έγινε με τρόπο που να γίνεται αντιληπτή από τον μέσο Έλληνα αναγνώστη, καθώς το πρωτότυπο κείμενο περιέχει πολλές εκφράσεις και λογοπαίγνια στα Αγγλικά, που όμως δεν γίνονται αντιληπτά στα Ελληνικά.

Ελεύθερη μετάφραση: CosmoStatus

Έχω ήδη μπουχτίσει με την Τουρκία. Υποπτεύομαι πως και πολλοί Αμερικανοί αισθάνονται το ίδιο. Όμως, πολλοί γραφειοκράτες της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον (στο state Department, στο Πεντάγωνο και στο Κογκρέσο) συνεχίζουν να υποστηρίζουν πως η Τουρκία αποτελεί «στρατηγικό σημαντικό» εταίρο για τις ΗΠΑ.

Στα χαρτιά, η Τουρκία βρίσκεται στο κέντρο των περισσοτέρων ανησυχιών της εξωτερικής μας πολιτικής, είναι μέλος του ΝΑΤΟ, υπάρχει σταθερότητα και μπορεί να προσφέρει στους εταίρους της πρόσβαση σε αεροπορικές βάσεις και συνεργασία στον τομέα των πληροφοριών. Όλα αυτά τα θεωρούσα σημαντικά, αλλά πλέον τα θεωρώ υπερεκτιμημένα, καθώς υπάρχουν και παρέχονται και από άλλες χώρες.

Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ εκλέχθηκε πρόεδρος, υπήρξε κάποια ένταση με την Τουρκία, καθώς η πολιτική του πρέσβευε την Αμερικανική πρωτοκαθεδρία, κάτι που οι Τούρκοι ηγέτες εκλάμβαναν ως εχθρική στάση προς την Άγκυρα.

Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ταγίπ Ερντογάν ήρθαν σε αντιπαράθεση για πρώτη φορά στη συνάντηση ηγετών του ΝΑΤΟ, τον Ιούλιο. Όμως οι σχέσεις ΗΠΑ και Τουρκίας χρειάζεται να ξεπεράσουν πολλά εμπόδια και διαφορές, σε σχέση με τη Συρία, τη Ρωσία, το Ιράν την αντιμετώπιση των Αμερικανών στην Τουρκία και την τύχη του Φετουλάχ Γκιουλέν, που οι Τούρκοι τον κατηγορούν ως τον εγκέφαλο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016 και ο οποίος ζει στην Πενσυλβανία.

Ερντογάν και Τραμπ αντάλλαξαν βαριές κουβέντες μετά την άρνηση του πρώτου να απελευθερώσει τον Αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον. Όμως, μετά την απελευθέρωσή του, ο πρόεδρος Τραμπ έγραψε στο τουίτερ πως προσβλέπει σε «καλές και ίσως εξαιρετικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας».

Ο Τραμπ φαίνεται πρόθυμος να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Τουρκίας και να εκδώσει τον Γκιουλέν, παρά τις αίολες κατηγορίες εναντίον του, ενώ οι Τούρκοι συνεχίζουν να αποδεσμεύουν σταγόνα – σταγόνα πληροφορίες για τον φόνο του Σαουδάραβα δημοσιογράφου.

Είτε κανείς συμφωνεί είτε όχι με τις θέσεις του Τραμπ για το θέμα, είναι ξεκάθαρο πως σήμερα η Τουρκία δεν αποτελεί τον εταίρο που πολλοί Αμερικανοί θέλαμε.

Η Τουρκία είναι μια χώρα που από το 2016 έχει φυλακίσει 200.000 δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς, δημοσίους υπαλλήλους, επιστήμονες, δικαστές, στρατιωτικούς και αστυνομικούς, όλους με την κατηγορία της συμμετοχής στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.

Η Τουρκία πιστεύαμε πως είναι μια χώρα με παγιωμένη δημοκρατία, αλλά εξελίχθηκε σε εκλεγμένη απολυταρχία, που συμπληρώνεται από την προσωπολατρία ενός μεγάλου ηγέτη, χωρίς ελέγχους και ισορροπίες.

Η δικαιοσύνη έχει πολιτικοποιηθεί. Το κοινοβούλιο εξουσιάζεται από το κυβερνών κόμμα. Οι δημοσιογράφοι εξαγοράζονται, εκφοβίζονται ή συλλαμβάνονται. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες, ακόμη και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία που έχαιραν εκτίμησης, έχουν γίνει εργαλεία επίθεσης σε όσους ασκούν κριτική στον μεγάλο ηγέτη και βομβαρδίζουν τους πολίτες με προπαγάνδα.

Στην εξωτερική πολιτική, η Τουρκία βρίσκεται στην διαδικασία αγοράς από την Ρωσία ενός προηγμένου αμυντικού πυραυλικού συστήματος (S-400) που μπορεί να αποτελεί απειλή για τα αμερικανικά μαχητικά αεροπλάνα (F-35) τα οποία επιθυμεί επίσης να αποκτήσει.

Παρόλο που η Τουρκία αποτελεί επίσημα σύμμαχο των ΗΠΑ, ο ηγέτης της έχει απειλήσει τους Αμερικανούς στρατιώτες στη Συρία και διέταξε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων που είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ στη Συρία και πολεμούν το Ισλαμικό Κράτος.

Όμως, για να είμαστε δίκαιοι, σωστά η Τουρκία θεωρεί πως οι Κούρδοι της Συρίας σχετίζονται με το PKK που διεξάγει πόλεμο στην Τουρκία από την εποχή του πρώτου γάμου του Ντόναλντ Τραμπ. 
Όμως η Τουρκία βοήθησε το Ιράν, κατά τη διάρκεια της επιβολής κυρώσεων από την κυβέρνηση Ομπάμα. 
Ταυτόχρονα, οι πράκτορες της Τουρκίας δημιουργούσαν προβλήματα στο Ναό της Ιερουσαλήμ. 
Ανεξάρτητα για το πιστεύει κανείς για την προσέγγιση του Τραμπ στο θέμα Ισραήλ – Παλαιστίνης, οι Τούρκοι υπήρξαν ανεύθυνοι.

Ταυτόχρονα, η πλειοψηφία του Τύπου στην Τουρκία, βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων που υποστηρίζουν τον ηγέτη της χώρας. Αυτά τα μέσα ενημέρωσης, που είναι πολύ κοντά στο προεδρικό παλάτι, έχουν συμμετάσχει σε μια αμείλικτη εκστρατεία ιδιαίτερα κακοήθους αντιαμερικανισμού, αντισημιτισμού και θεωριών συνωμοσίας

Ως συνέπεια, 15 ως 20 Αμερικανοί πολίτες (με διπλή υπηκοότητα) που εργάζονταν στην Αμερικανική πρεσβεία και τα προξενεία στην Τουρκία, έχουν συλληφθεί με αίολες κατηγορίες, που παραπέμπουν στα παράλογα δημοσιεύματα του Τύπου.

Μετά από όλα αυτά, πιστεύω πως έχετε πεισθεί πως όσο και αν γίνεται προσπάθεια να ονομαστεί η Τουρκία «στρατηγικός εταίρος» ή «σύμμαχος», δεν είναι.

Οι ηγέτες της Τουρκίας έχουν τη φιλοδοξία να ηγηθούν στη Μέση Ανατολή και στον Μουσουλμανικό κόσμο, με τον δικό τους τρόπο και να δημιουργήσουν προστριβές στην υπό Αμερικανική ηγεμονία γειτονιά τους, καθώς σήμερα αποτελούν κατώτερο εταίρο, που λειτουργεί για την προώθηση των Αμερικανικών συμφερόντων.

Αυτό αποτελεί πρόβλημα για τον Ερντογάν, όχι μόνο για λόγους υπερηφάνειας, παρόλο που αυτό αποτελεί έναν παράγοντα, αλλά επειδή η Άγκυρα δεν συμμερίζεται τα Αμερικανικά συμφέροντα.

Σίγουρα η Τουρκία είναι μια σημαντική χώρα για την Ουάσιγκτον και οι δεσμοί δεν πρέπει να κοπούν. Θα υπάρξουν περιπτώσεις που η Τουρκική κυβέρνηση θα μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη για τις ΗΠΑ. Θα υπάρξουν περιπτώσεις που οι θέσεις των ΗΠΑ και της Τουρκίας θα συμπέσουν και θα υπάρξει εποικοδομητική συνεργασία, όπως στο Αφγανιστάν και στη Μαύρη Θάλασσα για την ανάσχεση της Ρωσίας.

Όμως, όσο οι δύο κυβερνήσεις διαφέρουν τόσο πολύ, οι στιγμές της ευθυγράμμισης θα είναι σπάνιες. Είναι εύκολο να πιστεύει κανείς πως η σημερινή άσχημη κατάσταση είναι αποτέλεσμα μόνο της ισχυρής προσωπικότητας που διαθέτουν οι δύο πρόεδροι (Τραμπ και Ερντογάν) και ότι οι σχέσεις θα εξομαλυνθούν μετά το τέλος της θητείας τους. Ο τόνος ίσως αλλάξει, η έμφαση σε συγκεκριμένα θέματα ίσως γίνει διαφορετική, αλλά μια αλλαγή σε στρατηγική συνεργασία είναι απίθανη.
Αυτό οφείλεται στο ότι οι δύο χώρες δεν απειλούνται από κοινό εχθρό ή την ίδια απειλή. Οι εσωτερικές πολιτικές αλλαγές στα δύο κράτη, αποτελούν τη μεταλλασσόμενη εξωτερική τους πολιτική και οι αξίες των δύο κρατών αποκλίνουν, ίσως αμετάκλητα.

Ο Ερντογάν λέει συχνά στους υποστηρικτές του πως «ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από τους πέντε» αναφερόμενος στα πέντε μόνιμα μέλη του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ. Είναι ξεκάθαρο πως η Τουρκία έχει φιλοδοξίες. Θέλει να βρίσκεται με τους καλεσμένους στο τραπέζι και να μην αποτελεί το μενού του τραπεζιού. Και έχει κάθε λόγο να κυνηγήσει τον στόχο της. 

Όσον αφορά την Ουάσιγκτον, δεν έχει κανένα λόγο να υπερασπίζεται μια στρατηγική συνεργασία που δεν υπάρχει. Από εδώ και πέρα, αντί να προσποιείται για το πόσο καλή είναι η Τουρκία, ας κοιτάξει αλλού.

Steven A. Cook is the Eni Enrico Mattei Senior Fellow for Middle East and Africa Studies at the Council on Foreign relations and author of “False Dawn: Protest, Democracy, and Violence in the New Middle East” (Oxford University Press).

ΠΗΓΗ
23/11/2018