Συνταγματική αναθεώρηση.


Από τις αρχές του καλοκαιριού 2016, όταν ο πρωθυπουργός είχε παρουσιάσει τις προτάσεις του για τη συνταγματική αναθεώρηση, έχει περάσει πολύς καιρός.
Το χρονοδιάγραμμα για τον κοινωνικό διάλογο, το οποίο ο ίδιος είχε τότε θέσει, παραβιάστηκε. Eστω και καθυστερημένα, ο Αλέξης Τσίπρας έβγαλε από το συρτάρι το χαρτί της αναθεώρησης, με προφανή σκοπό να το χρησιμοποιήσει πολιτικά. Κρίθηκε ότι συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ η διαδικασία να δρομολογηθεί μετά την έξοδο από τα μνημόνια και στην πορεία προς τις εκλογές.

Είναι σαφές ότι αλλαγή του Συντάγματος δεν μπορεί να γίνει, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δύο μεγάλων κομμάτων. Κλίμα συναίνεσης δεν υφίσταται, ούτε αναμένεται να διαμορφωθεί το επόμενο διάστημα. Το αντίθετο μάλιστα, δεδομένου ότι ολοένα περισσότερο θα επικρατεί η γνωστή προεκλογική πόλωση. Είναι αξιοσημείωτο ότι το Μαξίμου έριξε λάδι στη φωτιά αποδίδοντας την αρχική άρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να συμμετάσχει η Ν.Δ. στην επιθυμία του να μην αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών!

Η κίνηση του Τσίπρα, ωστόσο, έχει πολιτικό νόημα. Η δρομολόγηση σε αυτή τη φάση της συνταγματικής αναθεώρησης εξυπηρετεί, όπως και το 2016, επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Οπως και τότε, έτσι και τώρα ο Τσίπρας επιδιώκει φυγή προς τα εμπρός από τα δύσκολα που αντιμετωπίζει. Επιδιώκει να δείξει ότι αλλάζει την πολιτική ατζέντα και κερδίζει χώρο στη δημόσια σφαίρα. Τα ΜΜΕ έχουν ανάγκη από τροφή και βεβαίως δεν μπορούν να αγνοήσουν μια τέτοιου είδους θεσμική πρωτοβουλία του κυβερνώντος κόμματος. Με άλλα λόγια, το Μαξίμου επέβαλε και την πολιτική ατζέντα και το σχετικό κλίμα.

Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την αρχική κατηγορηματική άρνησή της να συμμετάσχει η Ν.Δ. έκανε ένα βήμα πίσω. Δικαιολογημένα φοβήθηκε ότι θα μπορούσε να έχει πολιτικό - εκλογικό κόστος εάν επικρατούσε η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι τορπιλίζει την προσπάθεια αναθεώρησης του Συντάγματος. Και μάλιστα όταν είναι κοινός τόπος ότι πρέπει να αλλάξουν αρκετά στον Καταστατικό Χάρτη της Πολιτείας, με κορυφαία την αμαρτωλή διάταξη για τη (μη) ευθύνη των υπουργών. Η Ν.Δ., άλλωστε, έχει καταθέσει από το 2016 τις σχετικές προτάσεις της.

Η δρομολόγηση της αναθεώρησης δημιουργεί πολιτικό θέμα, παρότι μπορεί κανείς με μαθηματική ακρίβεια να προβλέψει την αναντίστοιχη με τις εκπεφρασμένες προθέσεις κατάληξη. Ας το πούμε αλλιώς: οι δραματικές εξελίξεις που έχουν μεσολαβήσει επιβάλλουν την προσαρμογή του Συντάγματος σε μια κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, με πολύ διαφορετικές προκλήσεις και απαιτήσεις απ’ ό,τι πριν από 10-15 χρόνια.

Οπως και τώρα, έτσι και το καλοκαίρι του 2016, η κυβέρνηση Τσίπρα είχε ρίξει στο τραπέζι το χαρτί της συνταγματικής αναθεώρησης και για επικοινωνιακούς λόγους, με σκοπό να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από τα επώδυνα μνημονιακά μέτρα. Η πρωτοβουλία εκείνη, ωστόσο, δεν ήταν μόνο πολιτικός αντιπερισπασμός. Αντανακλούσε και τη φιλοδοξία να διαμορφώσει ένα νέο πολιτικό σύστημα.

Η διαδικασία που είχε εξαγγείλει ο Τσίπρας έχει ολοκληρωθεί. Αν και πέρασε σχετικά απαρατήρητος, ο κοινωνικός διάλογος έγινε και τα πορίσματα της επιτροπής βρίσκονται ήδη στα χέρια των κομμάτων. Το πρόβλημα με τις τότε προτάσεις του Τσίπρα, οι οποίες ουσιαστικά είναι ο κορμός και των αντίστοιχων σημερινών του ΣΥΡΙΖΑ, αφορά την ουσία και όχι τη διαδικασία.

Το κυβερνών κόμμα προτείνει τη συνταγματική κατοχύρωση της απλής αναλογικής. Οσο λάθος είναι κάθε κυβέρνηση να αλλάζει το εκλογικό σύστημα ανάλογα με τις ανάγκες της, άλλο τόσο λάθος είναι να καθιερωθεί συνταγματικά η απλή αναλογική (και οποιοδήποτε άλλο εκλογικό σύστημα), όταν ο ένας από τους δύο πυλώνες του πολιτικού συστήματος (εν προκειμένω η Ν.Δ.) είναι κατηγορηματικά αντίθετη. Το Σύνταγμα οφείλει να είναι ο κοινός παρονομαστής και όχι η επιβολή της όποιας περιστασιακής πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας.

Το επιχείρημα αυτό έχει ισχύ και για όσους θεωρούν την απλή αναλογική το ενδεδειγμένο εκλογικό σύστημα. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις. Στην Ελλάδα, η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ είναι από χέρι έξω από τις ζυμώσεις για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Οπως έχουν τα πράγματα σήμερα, αυτό σημαίνει ότι μόνο το ΚΙΝ.ΑΛ. (ίσως και η Ενωση Κεντρώων και οι ΑΝ.ΕΛ. αν επιβιώσουν κοινοβουλευτικά) θα πρέπει να συμμαχούν με τη Ν.Δ. ή τον ΣΥΡΙΖΑ για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Και πάλι είναι αμφίβολο αν θα είναι δυνατή η συγκρότηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ακόμα κι αν παρακάμψουμε τον κίνδυνο ακυβερνησίας, εγείρεται ένα άλλο πρόβλημα. Η εφαρμογή της απλής αναλογικής θα δώσει ένα δυσανάλογα αποφασιστικό πολιτικό ρόλο στο ΚΙΝ.ΑΛ. (και σε όποιο μικρό κόμμα του ενδιάμεσου χώρου επιβιώσει), δεδομένου ότι η εναλλακτική λύση της κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού στην Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ με Ν.Δ.) μοιάζει ανέφικτη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκλέγεται από τον λαό αν μετά από έξι (ανά μήνα) ψηφοφορίες στη Βουλή δεν συγκεντρώνεται πλειοψηφία 180 βουλευτών. Η εκλογή Προέδρου από τον λαό εκ των πραγμάτων δημιουργεί οιωνεί συνθήκες δυαρχίας, λόγω της αυξημένης πολιτικής νομιμοποίησης του ανώτατου άρχοντα. Πολύ περισσότερο όταν ταυτόχρονα προτείνεται η μερική ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του. Από την άλλη πλευρά, ο απολογισμός του πρωθυπουργοκεντρικού πολιτικού συστήματος δεν είναι και ο καλύτερος.

Ολοι σχεδόν συμφωνούν ότι πρέπει να σταματήσει η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας να είναι αιτία προκήρυξης βουλευτικών εκλογών. Εάν, όμως, αυτός είναι ο στόχος, ίσως βρεθούν άλλοι τρόποι, όπως η συγκρότηση ενός ευρύτερου εκλεκτορικού σώματος, το οποίο μπορεί, π.χ., να περιλαμβάνει αιρετούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και μεγάλων επαγγελματικών ενώσεων.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Τσίπρας απέφυγε να θίξει ένα άλλο πιο κρίσιμο ζήτημα: την καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ υπουργού και βουλευτή. Αν και το ασυμβίβαστο αυτό δεν συνηθίζεται σε κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, θα μπορούσε να λύσει πολλά προβλήματα. Θα αναβάθμιζε την ποιότητα του κυβερνητικού έργου. Ταυτόχρονα, θα μετέτρεπε τη Βουλή σε πραγματική νομοθετική εξουσία και όχι σε μηχανισμό επικύρωσης των επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας, όπως είναι σήμερα.

Η πρόταση για περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας και για αλλαγή της περί ευθύνης υπουργών αμαρτωλής συνταγματικής διάταξης είναι πλέον κοινός τόπος, και με τη μία ή την άλλη μορφή θα περάσει. Σωστή είναι η πρόταση Τσίπρα ότι ανεξάρτητη αρχή μπορεί να συστήνεται με αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υπενθυμίζουμε ότι -όχι αδικαιολόγητα- είχε χαρακτηρίσει τις ανεξάρτητες αρχές αποθέωση της τεχνοκρατικής ιδεολογίας, η οποία έχει την τάση να συρρικνώνει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Η τάση για δημιουργία ανεξάρτητων αρχών είναι διεθνής, αλλά η Ελλάδα το έχει παρακάνει. Και αυτό χωρίς να μιλήσουμε για την πρωτοφανή μνημονιακή επιβολή να μετατραπεί σε ανεξάρτητη αρχή ο σκληρός πυρήνας του κράτους που είναι η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Είναι αληθές ότι υπάρχουν πολλές παθογένειες στη λειτουργία των κυβερνήσεων, αλλά τουλάχιστον αυτές έχουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση και περισσότερο ή λιγότερο ελέγχονται. Αντιθέτως, ο θεσμικός έλεγχος των ανεξάρτητων αρχών είναι απαράδεκτα περιορισμένος.

Σημαντική καινοτομία των προτάσεων Τσίπρα είναι η εισαγωγή των δημοψηφισμάτων στην πολιτική ζωή και με τη δυνατότητα του λαϊκού παράγοντα να επιβάλει δημοψήφισμα ή να αποκτά νομοθετική πρωτοβουλία. Κατά την πρώτη κριτική που ασκείται, με τα δημοψηφίσματα υπονομεύεται ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος. Πρόκειται για νομικίστικο επιχείρημα που υποκρύπτει «αριστοκρατική» αντίληψη και δυσπιστία προς τον λαϊκό παράγοντα. Το δημοψήφισμα είναι η μόνη δυνατή εκδοχή της άμεσης δημοκρατίας. Εμπλουτίζει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η αντιπροσωπευτικότητα, άλλωστε, δεν έχει καθιερωθεί ως ιδανικό. Εχει καθιερωθεί επειδή στις σύγχρονες πολιτείες δεν είναι πρακτικά δυνατή η διακυβέρνηση με άμεση δημοκρατία.

Αφήσαμε τελευταίο το ζήτημα του πλήρους διαχωρισμού Κράτους - Εκκλησίας, το οποίο ήταν σημαία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας προτείνει μια μεσοβέζικη λύση, η οποία προκάλεσε την αντίδραση του Νίκου Φίλη. Προφανώς, η επιλογή του πρωθυπουργού δεν έχει να κάνει με τις ιδεολογικές προτιμήσεις του. Απλώς φοβούμενος το κόστος, δεν θέλει εν όψει των εκλογών να ανοίξει πολεμικό μέτωπο με την Εκκλησία.

Σταύρος Λυγερός

05/11/2018