Λύρα και ψαλμός στον Κάλβο.

  


Ο Κάλβος, αυτός ο μέγας ποιητής της νεώτερης Ελλάδας, τραβάει τον δρόμο του έχοντας αποθηκεύσει στο νου και στην καρδιά του οτιδήποτε καλύτερο έχει να του προσφέρει η ελληνική παράδοση. Στα «Ηφαίστεια», περιγράφει τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά σαν μακάριους τόπους, σχεδόν έξω από το χρόνο, που απολαμβάνουν την πνευματική γλυκύτητα. Τα ονομάζει «μοσχοβολοῦντα», μια λέξη που σίγουρα παραπέμπει στην πνευματική ευωδιά που μυστικά τα τυλίγει. Δέχονται από κάπου αλλού την πεντοβολιά αυτή, για να την αναδώσουν και αυτά με την σειρά τους μετά, όπως το φεγγάρι αντανακλά το φως του ήλιου. Είναι ευτυχισμένα, «μακάρια», όπως λέγει, γιατί ζουν έξω και πέρα από την ύλη. Μια βαθιά ησυχία, η «εἰρήνη», κυριαρχεί παντού - το λεξιλόγιο του Κάλβου είναι συχνά βιβλικό, παρμένο από τους Ψαλμούς, τους οποίους άλλωστε και έχει μεταφράσει.

Η μανία του κατακτητή έχει καταστρέψει τα νησιά του Αιγαίου πελάγους. Ωστόσο, «στά πλούσια περιβόλια» τους ανθίζουν πάντα «βασιλικός και κρίνοι», φυτά που παραπέμπουν στην θρησκευτική διάσταση της ζωής των κατοίκων, καθώς και στην αγνότητα. Η αρετή κυριαρχεί παρά τις αδυναμίες των ανθρώπων. Άνθρωποι που έφτιαξαν τόσο όμορφα σπίτια και εκκλησιές, δεν μπορεί παρά να είναι αγνοί στη ψυχή- ο αγνός είναι αυτός που μπορεί και να αμαρτάνει, αλλά έχει συναίσθηση του γεγονότος ότι σφάλλει. Δεν είναι οι νησιώτες ηθικά διαβρωμένοι, παρά τα λάθη τους.

Μια περίεργη σιωπή φαίνεται να κυριαρχεί όμως σε αυτά τα παντέρημα, τα ρημαγμένα νησιά, που τώρα «σιωπῶσι». Η σιγή είναι συνηθισμένο θέμα στη Βίβλο, πριν από τα μεγάλα γεγονότα. «Καὶ ἐγένετο σιγὴ ὡς ἡμιώριον», διαβάζουμε κάπου στην Αποκάλυψη. Είναι η σιγή της προετοιμασίας του κόσμου για το αποκαλυπτικό ξέσπασμα που θα ακολουθήσει. Μόνο μια αλλόκοτη φωνή ακούγεται στα μέρη αυτά, το γάβγισμα ενός σκύλου («σκύλοι ἀδέσποτοι βαϋίζουν»). Σκύλοι αδέσποτοι, περιφερόμενοι εδώ και εκεί, τήδε κακείσε, φύλακες που δεν φυλάν πια τίποτε, ουρλιάζουν μόνο στους μαυρισμένους τόπους, περιμένοντας εκδίκηση. Και όλα τα κάνει πιο σαγηνευτικά και μυστήρια εκείνο το μεταφυσικό αγέρι, «τὸ πνεῦμα τῶν ἀνέμων», που «κάθεται μόνον» πάνω στην ράχη των αλόγων. Και άλογα επίσης περιφέρονται αδέσποτα εκεί. Ο μοναδικός αναβάτης τους, ο άνεμος, πνέει διαπερνώντας ως το βαθύ μεδούλι τα πάντα. Είναι μια ζωογόνος πνοή, μια δυνατή αύρα που εξακολουθεί να φυσά στα χαλάσματα, ένα πνεύμα που τίποτε δεν το σταματά, μέσα στο οποίο και τρέχουν τα άτια («Ἐλεύθερα, ἀχαλίνωτα τ᾿ ἄλογα»). Περήφανα ζώα οι ίπποι, η ζωή στην εκρηκτική της ώρα, ατίθαση και αδάμαστη, καλπάζει, έχοντας για μοναδικό ηνίοχο το αγέρι… Και μοναδικές σαϊτιές που διακρίνονται εδώ πέρα δεν είναι παρά «οἱ γλάροι καὶ τὰ γεράκια»,  που με κραυγές πολλές «ἀπὸ τὰ οὐράνια σύγνεφα ἀφόβως καταβαίνουν». Με δύναμη αυτά τα πετεινά - βέλη, εξακοντίζονται σαν αναρριπές του ουρανού, σαν περίεργες σπιλιάδες, φτάνοντας ορμητικά χάμω στη γη, πέφτοντας στη θάλασσα μάλλον, για να αρπάξουν το θήραμά τους.        
                                                                           
   ***********

Γρήγορα ωστόσο ο Κάλβος θα περιπέσει σε έκσταση, θα αρχίσει να προσεύχεται θερμά. Αφού πρώτα φροντίσει με μια μεταφορική έκφραση («τὸ μάτι τῶν ουρανίων») να μας βάλει σε ένα κλίμα μεγαλοπρέπειας και μεγαλειότητας, απευθύνεται αμέσως στον Πατέρα του, τον Κύριό του: «Δημιουργέ του κόσμου». Το παράπονο, η κραυγή διαμαρτυρίας τον έχει συνεπάρει. Έχει δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί στον Θεό, μαζί με τον Ψαλμωδό, που λέγει και αυτός φράσεις όπως, «Κύριε, πότε  ἐπόψῃ; ἀποκατάστησον τὴν ψυχήν μου» (Ψαλμ. λδ, 17) και επίσης «ἱνατί, Κύριε, ἀπώσω με;» (Ψαλμ. μβ, 2). Έχει το δικαίωμα να παραπονιέται, «γιατί αγάπησε πολύ» τους δυστυχισμένους. Οι αληθινά ενάρετοι και ταπεινοί άνθρωποι - και μόνον αυτοί- όπως γράφει κάπου ο π. Αιμιλιανός της Σιμωνόπετρας, διερμηνεύοντας σχετικά μια μακρά νηπτική παράδοση, «έχουν απαιτήσεις από τον Θεό». «Πρέπει κάποτε να φθάσουμε στο σημείο να έχουμε απαιτήσεις από τον Θεό», λέγει ο σύγχρονος αυτός Ησυχαστής. Ο Κάλβος λοιπόν φθάνει σε τούτη τη δυνατή κραυγή: «πατέρα τῶν ἀθλίων/ θνητῶν, ἂν σὺ τοῦ γένους μας/ ὅλου ζητῇς τὸν θάνατον,/ … Τὰ γόνατά μου ἐμπρός σου,/ νά, πέφτουν».

Ο ποιητής εδώ δεν μιλά μεταφορικά. Έχει βαθιά επίγνωση, προφανώς από τους Ψαλμούς και πάλι, του τι βαθύτερα σημαίνουν «τα κρίματα τοῦ Θεοῦ». Εξαρτιόμαστε από τον Θεό, τις μυστήριες βουλές Του. Και ξεκινά από αυτή την αλήθεια, δίχως να την αμφισβητεί. Αυτή είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει, η ανεξιχνίαστη οδός του Θεού, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να την εννοήσει. «Και νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε……» (Ψαλμ. ν, 6), λέγει ο Ψαλμωδός για όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπου ο άνθρωπος νομίζει ότι μπορεί να βρει ψεγάδι στα σχέδια του Δημιουργού. Προσθέτει ακόμη ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι συμπατριώτες του, είναι έτοιμοι να δεχθούν την θεία οργή, αν αυτό τους αξίζει, αν αυτό εν τέλει πρέπει: «πρόσταξε,/ κ᾿ ἐπάνω μας ἂς πέσωσιν/ ἡ φλόγες τῆς ὀργῆς σου/, ἂν σὺ τὸ θέλῃς».

Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο (μετα)νεωτερικός, δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να εννοήσει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αντίθετο με το χριστιανικό πνεύμα, αλλά συνιστά βαθιά ευλάβεια. «Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον», λέγει ο Ψαλμωδός. Ποιος άνθρωπος ξέρει το βάθος της αμαρτίας του, αφού μέσα σε αυτήν γεννηθήκαμε όλοι; «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Κανείς δεν μπορεί λοιπόν να αναμετρηθεί με τον Παντοκράτορα, να βγει δίκαιος μπροστά Του. Και πρέπει ο πιστός να υπομένει τη θεία οργή, περιμένοντας όχι απλά «καλύτερες μέρες», αλλά το «έλεος». «Με απαρνήθηκε το έλεος του Θεού», λέγει ο Ιώβ, «η επίσκεψη του Κυρίου έφυγε μακριά από μένα» (στ, 14). Και όμως, ο Ιώβ, παρά τις διαμαρτυρίες, θα μείνει υπάκουος στον Θεό. Το μεγαλύτερο βάσανο είναι η σιωπή του Θεού, γι’ αυτό και ο Ιώβ εύχεται θερμά να φτάσει τέλος πάντων η φοβερή απορία του με τη μορφή της δέησης στον Θεό, καθώς τα δάκρυά του δεν στάζουν παρά μόνο «έναντι Αυτού» (ιστ, 20). Έξω από την Αλήθεια, δηλαδή τον Θεό, δεν υπάρχει και πόνος, δεν υπάρχει και τιμωρία. Και βαθιά βαθιά, δεν θέλει ο πιστός να νικήσει στον πόλεμο για «να σωθεί», αλλά για να μεγαλυνθεί ο Θεός. Οι εχθροί του Δαβίδ είναι εχθροί του Θεού, και γι’ αυτό παρακαλεί τον Θεό να τους καταστρέψει. Οι εχθροί του Κάλβου είναι και εχθροί του Θεού.

Αυτό αποδεικνύεται εύκολα. Ο ποιητής έχει επίγνωση ότι παρακαλεί τον Θεό για τους Έλληνες, γιατί είναι ο λαός του Θεού, ως χριστιανοί. Αποτελούν τον Νέο Ισραήλ. Γράφει ότι οι Αγαρηνοί, επιτιθέμενοι στους ομοφύλους του, λένε τούτα τα λόγια: «Στάζουσι τὰ μαχαίρια μας/ ἀπὸ τὸ αἷμα ἀκάθαρτον τῶν χριστιανῶν». Και λίγο παρακάτω: «Ἐλᾶτε νὰ ζεστάσωμεν/ τὰ χέρια μας ῾ς τὰ σπλάγχνα/ ὅσων θυσίας προσφέρουσιν/ εἰς τὸν σταυρὸν καὶ σέβονται/ ἁγίων εἰκόνας». Γιατί άραγε οι ταλαιπωρίες του εβραϊκού λαού έχουν τόση μεγάλη σημασία στη Παλαιά Διαθήκη; Γιατί είναι ο λαός του Θεού. Παρομοίως και εδώ. Ο Νέος Ισραήλ ταλαιπωρείται, γιατί φέρει την δόξα του Θεού, και ο κόσμος δεν αντέχει αυτή την δόξα. Ωστόσο, ο Νέος Ισραήλ την βαστάζει.                       

   *************   

Ο Κάλβος λίγο μετά ξεσπά σε ιερή αγανάκτηση, σε ιερή οργή, και λέγει πολλά για τους Αγαρηνούς: «δειλὰ ἀναθρέμματα/ τῆς ποταπῆς Ἀσίας», γράφει, καθώς στο νου του η μεγαλύτερη συμφορά δεν είναι ασφαλώς ο θάνατος ούτε κάτι άλλο παρόμοιο, αλλά η δειλία. Έχει ήδη συλλάβει ο νους του το μεγάλο μυστικό, κάτι που αργότερα το ανακάλυψαν ξανά οι Ψυχαναλυτές: ο δειλός σφαγιάζει. Προπαντός, το χειρότερο από όλα, είναι να μην ακούει κανείς τι του υπαγορεύει και μάλιστα δυνατά η συνείδησή του. Κανείς δεν είναι άμοιρος συνειδήσεως, κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν ήξερε όταν διέπραττε ομαδικές σφαγές. Και ο ποιητής ειρωνεύεται τον κατακτητή με μια ειρωνεία που ισοδυναμεί με την χειρότερη κατάρα - όχι βέβαια ότι τους καταριέται ο ίδιος προσωπικά, απλώς γνωρίζει ότι τα έργα όσων σφάζουν αθώα νήπια, αρκούν για να τους βάλουν στο τρομερό κατάλογο των «κατηραμένων». «Ἔργον ἡρῴων, ἂν σφάξητε/  ἀδύνατα παιδία∙/… ἂν πνίξητε/  τὰς τρυφερὰς γυναίκας/ καὶ τὰ γερόντια».  Στην Βίβλο, σημειωτέον, υπάρχει επίσης το στοιχείο αυτό της ειρωνείας.

Η μανία για θάνατο είναι λοιπόν στους εχθρούς απύθμενη. Ο γενοκτόνος δεν χορταίνει πότε, γι’ αυτό και ο Κάλβος του προσφέρει και άλλα νησιά για να πάει να σκοτώσει. Το θεωρεί ως τη χειρότερη τιμωρία: «Ἰδοὺ κ᾿ ἄλλα νησία/ τὴν λύσσαν σας προσμένουσι …». Και κατονομάζει κάμποσους ερημωμένους ήδη τόπους και άλλους καινούργιους που προσφέρονται για ένα τέτοιο μιαρό έργο. Αλλά έρχεται επιτέλους η λύτρωση. «Ἐν τῇ δικαιοσύνη σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου και ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τους ἐχθρούς μου», λέγει ένας Ψαλμός (Ψαλμ. ρμβ, 11). Στην Βίβλο ο Κύριος είναι το απόρθητο κάστρο της ψυχής: «ῇρα τούς ὀφθαλμοὺς μου εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου» (Ψαλμ, ρκ, 1). Καταφθάνουν τώρα λοιπόν, σαν τεράστια κάστρα, «δυὸ κατάμαυροι/ τρομεραὶ πρῶραι». Και παύει η φριχτή μουσική των Αγαρηνών, οι βέβηλοι, ανόσιοι ήχοι των μαινομένων και μεθυόντων με το αδικοχυμένο αίμα των άλλων… Παύουν τα «βλάσφημα μέτρα» των στυγερών δολοφόνων, γιατί ο Κάλβος γνωρίζει ότι η κακία εκδηλώνεται προπαντός ως ρυθμός, ως δόνηση ολόκληρης της ύπαρξης μέσα στο αβυσσαλέο μαύρο σκοτάδι, ως μηδενιστικός παλμός. Η κακία φθάνει στα αυτιά ως δαιμονικός αχός. Και μέσα στα κατάρτια και στα σχοινιά των καραβιών, στα πλεούμενα «καράβια των πολεμίων», αρχίζει αίφνης να πνέει «τὸ φύσημα/ τοῦ ἀνέμου ὁποὺ …/… βιαίως σφυρίζει.».

Είναι αυτός ο ίδιος άνεμος, αυτή η ζωογόνος αύρα, η πνοή του ανασασμού, που γίνεται για άλλους χαρά, για τους Αγαρηνούς όμως η κόλασή τους. Για όποιον έχει γερά μάτια, το φως του Ήλιου είναι η μεγαλύτερη πανδαισία. Για τον πονηρό όμως οφθαλμό, που δεν αντέχει το πολύ φως, ο Ήλιος είναι το μέγα καύμα. Και ο άνεμος τότε μορφοποιείται (γιατί τα πάντα είναι μορφή) σε «σφύριγμα», γίνεται η αρχαγγελική μάλλον εκείνη σάλπιγγα που αναγγέλλει την τιμωρία. Η θάλασσα αγριεμένη κι αυτή δεν αντέχει την αδικία, και «ὡσὰν μέγα ποτάμι », ρεύμα δηλαδή της ζωής, «κτυπώντας μυρμυρίζει γύρω εἰς τὰ σκάφη». Τι άραγε να μουρμουρίζει η θάλασσα; Ταραχή και σύγχυση. Αυτά λοιπόν δεν γεννιούνται κατευθείαν μέσα στα σωθικά των Αγαρηνών, δεν είναι προϊόν των ψυχών τους, αλλά μεταδίδονται σε αυτούς σαν ένα ανόσιο μόλυσμα, που έρχεται δυνατό απέξω, από κάπου αλλού και προσβάλλει την καρδιά τους. Άλλο να πιστεύεις ότι γεννάς τα συναισθήματα - νομίζεις τότε ότι τα ελέγχεις - και άλλο να καταλάβεις ότι αυτά έρχονται να σε συναντήσουν. Όταν ο ψυχισμός διαλύεται, όταν η συνείδηση καταλύεται και μένουν πίσω μόνο τα σπαράγματά της, τότε μπορεί κανείς να καταλάβει ότι οι τύψεις, ας πούμε, έρχονται πάντα έξωθεν να μας επισκεφθούν. Γι’ αυτό, αν και χριστιανοί, μας συγκινεί ακόμα πολύ η Τραγωδία- ο Κάλβος διατηρεί κάποιες αρχαίες εκφράσεις, μόνο γι’ αυτό τον σκοπό. Μερικοί βέβαια δεν καταλαβαίνουν, παρερμηνεύοντας τη χριστιανική ελευθερία (θεωρώντας την ως «αυτοδημιουργία» του εγώ), και προπαντός λόγω της προτεσταντικής παραφθοράς, ότι τα μεγάλα σκιρτήματα είναι βαλμένα μέσα μας από τον Θεό. Η απώθηση αυτών των σκιρτημάτων, ο πόλεμος εναντίων των ιερών κινήσεων της ψυχής, γεννά την μεγαλύτερη τιμωρία. Να γιατί ακόμη στους ποιητές μας χρησιμοποιούνται λέξεις όπως «οι Ερινύες» και άλλες παρόμοιες.

Η τιμωρία έχει αρχίσει: «Στενόν, στενὸν τὸ πέλαγος/ ὁ τρόμος κάμνει». Με άλλα λόγια, κλείνεται η ύπαρξη του αδίκου σε μια στενωπό, από όπου δεν μπορεί να διαφύγει, εγκλωβίζεται μέσα στον κολασμό. Ποια τιμωρία; Το λέγει και πάλι ο Ψαλμωδός: «γενηθήτω ἡ ὁδός αὐτῶν σκότος καί ὀλίσθημα». «Η οδός του αδίκου μακάρι να γίνει το σκοτάδι του», γιατί είναι στην ουσία από μόνη της μαύρο σκοτάδι, οπότε η ψευδαίσθηση του φωτός πρέπει να αρθεί. Και κάπου αλλού λέγει ένας στίχος, «ἔγκλεισον ρομφαίαν καί σύγκλεισον ἐξεναντίον τῶν καταδιωκόντων με» (Ψαλμ. λδ, 3), δηλαδή «βγάλε γυμνή τη ρομφαία σου και κλείσε από όλα τα σημεία το δρόμο τους». Οι εχθροί αποκλείονται στο αδιέξοδο τους. Και προσθέτει επίσης ο Δαβίδ: «ἡ θήρα, ἣν ἔκρυψεν, συλλαβέτω αὐτόν» («να πέσουν μέσα στην παγίδα που έστησαν», Ψαλμ. λδ, 6). Πιάνονται τελικά οι σφαγείς από το ίδιο τους το μαχαίρι. Η κακία τους είναι όλη δική τους. Ο Κάλβος γίνεται σκληρός, γίνεται μάλλον αληθινός: «πέφτει/ ἕνα καράβι ἐπάνω/ εἰς τ᾿ ἄλλο καὶ συντρίβονται».

Κανείς δεν σκότωσε τους διώκτες. Επειδή στένεψε το πέλαγος, άρχισαν να σκοντάφτουν μόνοι τους ο ένας πάνω στον άλλον, και παγιδευμένοι στην στενοχωρία της κακίας, αλληλοσυντρίβονταν μεταξύ τους («πνίγονται οἱ ναῦται»). Και ξαφνικά, διαβάζουμε: «Ὤ! πὼς ἀπὸ τὰ μάτια μου/ ταχέως ἐχάθη ὁ στόλος». Έγιναν όλα άφαντα, σαν μια οπτασία. Είναι τα μυστηριώδη κρίματα του Θεού. Μια γενιά ολόκληρη έρχεται ξαφνικά στο φως, για να χαθεί σε λίγο. Όπως ακριβώς ήρθε. Είναι μυστήριο. Δεν μένει σχεδόν στη γη ούτε ένα απομεινάρι! Έξω, πάντως, μετά την ιδιότυπη αυτή ναυμαχία, στη στεριά, υψώνονται πυρκαγιές νικήτριες… Ανάβει μόνη της η Δόξα του Θεού και καίει για λογαριασμό της, για χάρη του εαυτού της... Ας μην βιαστούμε να πούμε τίποτε εναντίον της, γιατί παίρνει και ο άνθρωπος κάτι από αυτήν και χαριτώνεται εξαιτίας της…  Και τότε «ἡ δυὸ κατάμαυροι/ θαυμάσιαι πρῶραι», νικήτριες, απομακρύνονται και εξαφανίζονται και αυτές «῾ς τὸ διάστημα τοῦ ἀέρος». Γίνεται για τούτες κάτι σαν μια μικρή Ανάληψη-  κάθε δίκαιος, όπως λέγει το Ευαγγέλιο, «παραλαμβάνεται» στον ουρανό, ενώ ο κακός «αφίεται». Μένει πίσω στο σκοτάδι της αποκαλυπτικής καταστροφής…  

Για τα νικηφόρα πλοία πάντως διαβάζουμε ότι «διαβαίνουσαι ἐπαιάνιζον». Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς αυτόν τον ποιητή δίχως την μουσική του… Δίχως τους παιάνες του θα είχαν μείνει όλα στο επίπεδο της «ανθρωπιστικής» συναισθηματολογίας… Είναι δύσκολο να φανταστείς την ανθρώπινη ζωή εν γένει χωρίς μουσική, που ευτυχώς, κρατά ακόμη και σήμερα πάρα πολλές αντιστάσεις στην φθορά, καθότι οι ήχοι δεν λογοκρίνονται τόσο εύκολα. «Κανάρι! - καὶ τὰ σπήλαια/ τῆς γῆς ἐβόουν, Κανάρι. -/ Καὶ τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα/ ἴσως θέλει ἀντηχήσουν/ πάντα Κανάρι./»  Σε μια χώρα που το Ευαγγέλιο δεν διαβάζεται, αλλά μελωδείται, είναι φυσικό που όλα τελειώνουν με «βοές» και «τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα»: «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ, ᾆσμα καινόν, ᾄσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ ∙ … ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐν πᾶσι τοῖς λαοῖς τὰ θαυμάσια αὐτοῦ. ὅτι μέγας Κύριος καὶ αἰνετὸς σφόδρα…». (Ψαλμ. 95, 1-4). Αυτά  μπορούν να πουν οι αδικημένοι στον Θεό, μόλις τελειώσει η Ιεροτελεστία αυτή, που κατά κάποιον φιλόλογο, είναι στα μάτια του Κάλβου η Ελληνική Επανάσταση. Ιδού όμως ολόκληρο το ποίημα:             


    Τὰ Ἠφαίστεια

α

Χλωρά, μοσχοβολοῦντα
νησία τοῦ Αἰγαίου πελάγους,
εὐτυχισμένα χώματα
ὅπου ἡ χαρὰ κ᾿ ἡ εἰρήνη
πάντα ἐκατοίκουν.

 β´.

Τί τὰ θαυμάσια ἐγίνηκαν
κοράσιά σας ὁπ᾿ εἶχαν
ψυχὴν ῾σὰν φλόγα, χείλη
῾σὰν δροσισμένα ρόδα,
λαιμὸν ῾σὰν γάλα;

γ´.

Στὰ πλούσια περιβόλια σας
βασιλικὸς καὶ κρίνοι
ματαίως ἀνθίζουν· ἔρημα,
οὔτ᾿ ἕνα χέρι εὑρίσκεται
῾νὰ τὰ ποτίζῃ.

δ´.

Τὰ δάση, τὰ λαγγάδια σας,
ὅπου ἡ φωναὶ ἀντιβόουν
τῶν κυνηγῶν, σιωπῶσι·
σκύλοι ἐκεῖ τώρα ἀδέσποτοι
μόνον βαϋίζουν.

ε´.

Ἐλεύθερα, ἀχαλίνωτα
μέσα εἰς τ᾿ ἀμπέλια τρέχουν
τ᾿ ἄλογα, καὶ εἰς τὴν ράχην τους
τὸ πνεῦμα τῶν ἀνέμων
κάθεται μόνον.

ς´.

Εἰς τὸν αἰγιαλὸν
Ἀπὸ τὰ οὐράνια σύγνεφα
ἀφόβως καταβαίνουν
κραυγάζοντες οἱ γλάροι
καὶ τὰ γεράκια.

ζ´.

Βαθυὰ εἰς τὸν ἄμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιῶν καὶ ἀνθρώπων·
ὅμως ποὺ εἶναι οἱ ἄνθρωποι,
ποῦ τὰ παιδία;

η´.

Φρικτὸν θλιβερὸν θέαμα
τριγύρω μου ἐξανοίγω·
ποίων εἶναι τὰ σώματα
ποὺ πλέουσ᾿ εἰς τὸ κῦμα;
ποίων τὰ κεφάλια;

θ´.

Αὐγεριναὶ τοῦ ἡλίου
ἀκτῖνες τί προβαίνετε;
τάχα ἀγαπάει ῾νὰ βλέπῃ
ἔργα λῃστῶν τὸ μάτι
τῶν οὐρανίων;

ι´.

Δημιουργὲ τοῦ κόσμου,
πατέρα τῶν ἀθλίων
θνητῶν, ἂν σὺ τοῦ γένους μας
ὅλου ζητῇς τὸν θάνατον,
ἂν σὺ τὸ θέλης·

ια´.

Τὰ γόνατά μου ἐμπρός σου,
νά, πέφτουν· τὸ ὑπερήφανον
κεφάλι μου, ποὺ ἀντίκρυ
τῶν βασιλέων ὑψόνετο,
τὴν γῆν ἐγγίζει.

ιβ´.

Ἰδοὺ εὐλαβεῖς οἱ Ἕλληνες
σκύπτουσιν ὅλοι· πρόσταξε,
κ᾿ ἐπάνω μας ἂς πέσωσιν
ἡ φλόγες τῆς ὀργῆς σου
ἂν σὺ τὸ θέλῃς.

ιγ´.

Πλὴν πολυέλεος εἶσαι,
καὶ βοηθὸν σὲ κράζω.....
Βλέπω, βλέπω εἰς τὴν θάλασσαν
πετώμενον τὸν στόλον
ἀγρίων βαρβάρων.

ιδ´.

Κύτταξε πὼς ὁ ἥλιος
χρυσόνει τὰ πανιά των·
κύτταξε πὼς τὸ πέλαγος
ἀπὸ σπαθιῶν ἀκτῖνας
τρέμον ἀστράπτει.

ιε´.

Ἀπὸ τὰς πρύμνας χύνεται
γεμίζων τὸν ἀέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
καὶ μέσα ἀπὸ τὸν θόρυβον
ψάλματα ἐκβαίνουν·

ις´.

«-Στάζουσι τὰ μαχαίρια μας
»ἀπὸ τὸ αἷμα ἀκάθαρτον
»τῶν χριστιανῶν· πρὶν πήξη,
»ἐλᾶτε, ἐλάτε εἰς νέον
»αἷμα ἂς τὰ πλύνωμεν.

ιζ´.

»Ἐλᾶτε ῾νὰ ζεστάσωμεν
»τὰ χέρια μας ῾ς τὰ σπλάγχνα
»ὅσων θυσίας προσφέρουσιν
»εἰς τὸν σταυρὸν καὶ σέβονται
»ἁγίων εἰκόνας.

ιη´.

»Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, ὁ κόπος
»ἂν μᾶς καταδαμάσῃ,
»ἐπὶ σοροὺς σφαγμένων
»καθίζοντας, ἀνάπαυσιν
»θέλομεν εὕρει.

ιθ´.

»Τὰ ρόδα τῆς Ἑλλάδος
»εἰς τ᾿ αἷμα τῆς βαμμένα
»θέλει φανοῦν τερπνότατον
»δῶρον τῶν γυναικῶν μας,
»κ᾿ ἔργον ἡρῴων.»

κ´.

Σκληρά, δειλὰ ἀναθρέμματα
τῆς ποταπῆς Ἀσίας,
ἔργον ἡρῴων, ναί, βέβαια,
ποῖος τὸ ἀμφιβάλει, ὑπάρχει
τὸ τρόπαιόν σας.

κα´.

Ἔργον ἡρῴων, ἂν σφάξητε
ἀδύνατα παιδία·
ἔργον ἡρῴων, ἂν πνίξητε
τὰς τρυφερὰς γυναίκας
καὶ τὰ γερόντια.

κβ´.

Ἰδοὺ κ᾿ ἄλλα νησία
τὴν λύσσαν σας προσμένουσι·
πόλεις ἰδοὺ καὶ ἁλίκτυπος
ξηρὰ κατοικημένη
ἀπ᾿ ἔθνη ἀθῷα.

κγ´.

Διὰ σᾶς ἡρώων κοπάδια,
δὲν φθάνει ἡ Χίος, ἡ Κύπρος·
τῶν Κυδωνίων δὲν φθάνουσιν
τῆς Κάσσου καὶ τῆς Κρήτης
ἡ κατοικίαι.

κδ´.

Ἄμμετε, μὴν ἀφήσετε
ζῶντα κανένα· ἀπ᾿ αἷμα
τὰ αἰγαῖα νερὰ βαμμένα
κύματ᾿ ἂς ἔχουν γέμοντα
ἀπὸ σφαγάδια.

κε´.

Ὦ Ἕλληνες, ὦ θεῖαι
ψυχαί, ῾ποὺ εἰς τοὺς μεγάλους
κινδύνους φανερόνετε
ἀκάμαντον ἐνέργειαν
καὶ ὑψηλὴν φύσιν!

κς´.

Πῶς ἀπὸ σᾶς καμμία
δὲν τρέχει τώρα; πῶς
῾κεῖ μέσα εἰς τὰ πλεόμενα
δὲν ρίχνεσθε καράβια
τῶν πολεμίων;

κζ´.

Πῶς, πῶς τῆς ταλαιπώρου
πατρίδος δὲν πασχίζετε
῾νὰ σώσητε τὸν στέφανον
ἀπὸ τὰ χέρια ἀνόσια
λῃστῶν τοσούτων;

κη´.

Εἶναι πολλὰ τὰ πλήθη τῶν
καὶ φοβερὰ εἰς τὴν ὄψιν,
ἀλλ᾿ ἕνας ἕλλην δύναται,
ἕνας ἄνδρας γενναῖος
῾νὰ τὰ σκορπίσῃ.

κθ´.

Ὅποιος τὴν δάφνην θέλει
ἀθάνατόν της δόξης,
ὅποιος δάκρυα διὰ τ᾿ ἔθνος του
ἔχει, διὰ δὲ τὴν μάχην
νοῦν καὶ καρδίαν·

λ´.

ἂς ἔκβῃ αὐτός. - Νά, βλέπω
ταχεῖαι, ὡς τ᾿ ἁπλωμένα
πτερὰ τῶν γερανῶν,
ἔρχονται δυὸ κατάμαυροι
τρομεραὶ πρῶραι.

λα´.

Παύει ὡς τόσον ὁ κρότος
τῶν μουσικῶν ὀργάνων·
τ᾿ ἀγαρηνὰ τραγούδια
παύουν καὶ τὰ ὑπερήφανα
βλάσφημα μέτρα.

λβ´.

Μόνον ἀκούω τὸ φύσημα
τοῦ ἀνέμου ὁποὺ περνώντας
εἰς τὰ κατάρτια ἀνάμεσα
καὶ εἰς τὰ σχοινία σχισμένος
βιαίως σφυρίζει.

λγ´.

Μόνον ἀκούω τὴν θάλασσαν
῾ποὺ ὡσὰν μέγα ποτάμι
ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους
κτυπόντας μυρμυρίζει
γύρω εἰς τὰ σκάφη.

λδ´.

Νὰ ἡ κραυγαὶ καὶ ὁ φόβος,
νὰ ἡ ταραχὴ καὶ ἡ σύγχυσις
ἀπὸ παντοῦ σηκόνονται,
καὶ ἁπλόνουν πολυάριθμα
πανία ῾νὰ φύγουν.

λε´.

Στενόν, στενὸν τὸ πέλαγος
ὁ τρόμος κάμνει· πέφτει
ἕνα καράβι ἐπάνω
εἰς τ᾿ ἄλλο καὶ συντρίβονται·
πνίγονται οἱ ναῦται.

λς´.

Ὤ! πὼς ἀπὸ τὰ μάτια μου
ταχέως ἐχάθη ὁ στόλος·
πλέον δὲν ξανοίγω τώρα
παρὰ καπνοὺς καὶ φλόγας
οὐρανομήκεις.

λζ´.

Ἔξω ἀπὸ τὴν θαλάσσιον
πυρκαϊὰν νικήτριαι
ἰδοὺ πάλιν ἐκβαίνουν
σωσμέναι ἡ δυὸ κατάμαυροι
θαυμάσιαι πρῶραι.

λη´.

Πετάουν, ἀπομακρύνονται·
῾ς τὸ διάστημα τοῦ ἀέρος
χωσμέναι γίνονται ἄφαντοι· -
διαβαίνουσαι ἐπαιάνιζον,
κ᾿ ἤκουεν ὁ κόσμος.

λθ´.

Κανάρι! - καὶ τὰ σπήλαια
τῆς γῆς ἐβόουν, Κανάρι. -
Καὶ τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα
ἴσως θέλει ἀντηχήσουν
πάντα Κανάρι.


Δημήτρης Γ. Ιωάννου    

28/10/2018