Οι μεγάλες εταιρείες σέρνουν τις κυβερνήσεις από τη... μύτη.
Ο ανταγωνισμός για την προσέλκυση επενδύσεων δίνει στις μεγάλες εταιρείες υπερβολική ισχύ. Οι απαιτήσεις για φοροαπαλλαγές και η απειλή της μετακίνησης σε χώρες με χαμηλότερο κόστος. Η μόνιμη ανασφάλεια των εργαζομένων.
Ο Τζιμ Ράτκλιφ είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η περιουσία του ξεπερνά τα £21 δισ. σύμφωνα με την λίστα των Sunday Times για τους πλουσιότερους Βρετανούς. Η Ineos, η χημική εταιρεία του, ανακοίνωσε κέρδη περίπου €2 δισ. την περασμένη χρονιά. Ωστόσο, μια από τις πιο φτωχές περιοχές στην Αγγλία μόλις προσφέρθηκε να του κατασκευάσει ένα εργοστάσιο.
Δεν είναι το μόνο που προσφέρθηκε να κάνει. Όπως δήλωσε ο δήμαρχος της Τιζ Βάλεϊ στα βορειανατολικά της χώρας, οι αρχές της περιοχής έδωσαν λευκή επιταγή στην Ineos για να την πείσουν να εγκαταστήσει ένα νέο εργοστάσιο αυτοκινήτων στο σημείο όπου βρίσκεται μια παλιά τοπική χαλυβουργία.
Η Ineos είχε αφήσει να διαρρεύσει πως θα επιλέξει ανάμεσα σε αυτή την εγκατάσταση, μια άλλη στο Ηνωμένο Βασίλειο και διάφορες άλλες στην ηπειρωτική Ευρώπη, για την νέα της μονάδα παραγωγής.
«Τους προσφέραμε να καθαρίσουμε την εγκατάσταση και μετά να τους δώσουμε τη γη δωρεάν, για να κατασκευάσουν το εργοστάσιο, μια χρηματική επιχορήγηση £20 εκατ., μια κεφαλαιακή έκπτωση $100 εκατ. για να αντισταθμιστεί ο ετήσιος εταιρικός τους φόρος, μεγάλη μείωση στο κόστος του ρεύματος, χρήματα για να εκπαιδεύσουν εργάτες από την περιοχή, μια γενναιόδωρη έκπτωση φόρου για επενδύσεις στην έρευνα» ανέφερε ο δήμαρχος σε τοπική εφημερίδα.
Ίσως να μην είναι αρκετό: τα τελευταία δημοσιεύματα δείχνουν ότι η Ineos εξετάζει ακόμα διάφορες επιλογές, μεταξύ των οποίων και το εργοστάσιο της Ford στη Νότια Ουαλία.
Ο Σερ Τζιμ, ο οποίος ήταν υπέρμαχος του Brexit, πρέπει ακόμα να αποφασίσει αν θα οικοδομήσει ένα νέο εργοστάσιο χημικών προϊόντων στο Χαλ στο Βορρά της Αγγλίας ή στην Αμβέρσα στο Βέλγιο. Η οικονομική βοήθεια από τη βρετανική κυβέρνηση μπορεί να «γύρει την πλάστιγγα υπέρ του Χαλ», έχει διαμηνύσει η Ineos.
Μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι είναι ορθολογικό για τις εταιρείες να βάζουν τις πόλεις και τις χώρες σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για να αποσπάσουν οικονομικά οφέλη: λογοδοτούν πρώτα στους μετόχους τους άλλωστε (στην περίπτωση της Ineos, ο μεγαλύτερος μέτοχος είναι ο ίδιος Σερ Τζιμ). Είναι επίσης κατανοητό ότι μέρη όπως η Τιζ Βάλεϊ κάνουν ότι μπορούν για να διασφαλίσουν θέσεις εργασίας. Οι πέντε τοπικές αρχές που την απαρτίζουν είναι πιο φτωχές από το μέσο όρο και μια εξ αυτών – το Μίντλεσμπρο – είναι η πιο φτωχή στην Αγγλία.
Αλλά είναι σκληρό να βλέπει κανείς ένα από τα πιο ταλαιπωρημένα μέρη της χώρας να προσφέρει εκατομμύρια λίρες από τα χρήματα φορολογουμένων στον πλουσιότερο δισεκατομμυριούχο του Ηνωμένου Βασιλείου (ο οποίος εν τω μεταξύ μετακομίζει στο φορολογικό παράδεισο του Μονακό) και να μην νιώθει ότι κάτι πάει πολύ στραβά.
Στις ΗΠΑ, η Amazon μόλις κατέδειξε την απροκάλυπτη ανισορροπία που υπάρχει ανάμεσα στην ισχύ των εταιρειών και των κυβερνώντων. Την περασμένη χρονιά, όταν ανακοίνωσε πως αναζητά ένα μέρος για να κατασκευάσει το δεύτερο κτίριο των κεντρικών της γραφείων, δημοσίευσε ένα έγγραφο με όλα όσα πρέπει να προσφέρουν οι πόλεις για να έχουν την τύχη να τις επιλέξει.
Εκτός από τις απαιτήσεις της Amazon για καλούς δρόμους, δημόσιες συγκοινωνίες και μορφωμένους κατοίκους (όλα όσα πληρώνονται με φόρους), το έγγραφο εξηγούσε ότι το μέγεθος των «κινήτρων» από τις τοπικές και πολιτειακές κυβερνήσεις θα «αποτελούσε ένα σημαντικό παράγοντα στη διαδικασία λήψης της απόφασης». Ζητούσε εκτεταμένες λεπτομέρειες για τα κίνητρα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι κυβερνήσεις μπορεί να χρειαστούν περάσουν «ειδική νομοθεσία για τα κίνητρα ώστε η πολιτεία/επαρχία να επιτύχει μια ανταγωνιστική πρόταση».
Δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις που χειραγωγούνται. Όταν τα εργατικά συνδικάτα στο Ηνωμένο Βασίλειο κάνουν μεγάλες παραχωρήσεις σε έναν παγκόσμιο κατασκευαστή -συμφωνώντας για παράδειγμα σε περικοπές συντάξεων ή σε λιγότερο εξασφαλισμένα συμβόλαια για τους νέους υπαλλήλους- το κάνουν γιατί πολλές φορές η εταιρεία έχει απειλήσει πως θα μεταφέρει την παραγωγή σε εργοστάσια χωρών χαμηλότερου κόστους.
Λίγες ημέρες μετά την ψήφο του Ηνωμένου Βασιλείου υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα του 2016, ένας συνάδελφος στους Financial Times πήρε συνέντευξη από εργαζόμενους σε εργοστάσιο της Nissan στο Σάντερλαντ, όπου οι θέσεις εργασίας φαίνονταν επισφαλείς. Η Nissan ήθελε το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει στην Ε.Ε., αλλά πολύ από τους υπαλλήλους είχαν ψηφίσει να αποχωρήσει.
Ένας από αυτούς τους ψηφοφόρους, ο Στιβ, δήλωσε στους F.T. ότι το προσωπικό ζει ούτως ή άλλως κάτω από ένα «μαύρο σύννεφο» πιθανών απολύσεων, από τη στιγμή που το εργοστάσιο βρίσκεται διαρκώς σε ανταγωνισμό με άλλες μονάδες για να εξασφαλίσει την κατασκευή νέων μοντέλων. «Είμαστε όλη την ώρα αντιμέτωποι με την απειλή αυτή. Είναι μια ακόμα απειλή» τόνισε. Η ειρωνεία είναι φυσικά πως η αποχώρηση από την Ε.Ε. πιθανότατα θα καταστήσει τη Βρετανία πιο ευάλωτη στους εκβιασμούς των κυβερνήσεων, καθώς επιχειρεί να διατηρήσει και να προσελκύσει θέσεις εργασίας.
Οι εταιρείες δεν πρέπει να μπουν στον πειρασμό. Μπορεί να είναι προς το στενό συμφέρον των μετόχων, αλλά είναι ώρα να υιοθετήσουν μια πιο ευρεία οπτική. Αντιμετωπίζοντας τις δουλειές των ανθρώπων ως μοχλούς πίεσης και τις πόλεις τους ως κουκκίδες σε έναν εταιρικό χάρτη, οι εταιρείες δημιουργούν στους πολίτες ένα αίσθημα ανασφάλειας που διαβρώνει την στήριξη τους στον καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση.
Στο τέλος θα πληρώσουν και αυτές το κόστος.
της Sarah O’Connor
14/11/2018