Γιατί ο Ερντογάν δεν θα τα «σπάσει» με τη Σαουδική Αραβία



Η υπόθεση Κασόγκι, οι καταγγελίες και το παιχνίδι για τον έλεγχο του Σουνιτικού κόσμου. Τι ενώνει και τι χωρίζει τις δύο χώρες και πώς οι σχέσεις τους επηρεάζουν λεπτές ισορροπίες στην Αραβική Χερσόνησο. Οι προσπάθειες ψυχραιμίας και οι κίνδυνοι έκρηξης.

Οι κατηγορίες για εγκληματικότητα και για συγκάλυψη μετά τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο του Ριάντ στην Κωνσταντινούπολη, στις 2 Οκτωβρίου, απασχόλησαν για εβδομάδες τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης.

Τρεις εβδομάδες μετά, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε στη βουλή πως οι σαουδαραβικές αρχές είχαν σχεδιάσει τη δολοφονία του αντιφρονούντα. Ο Ερντογάν έχει μια τάση να μιλάει με στόμφο, όμως η ομιλία του ήταν υποτονική και ο πρόεδρος εξέδωσε ευγενική έκκληση προς τον Σαουδάραβα Πρίγκιπα Σαλμάν να συνεργαστεί για την αποκάλυψη της αλήθειας στην υπόθεση Κασόγκι. Προφανώς, ο Ερντογάν επέλεξε να μην αναφέρει τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: τον Σαουδάραβα Πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, ο οποίος θεωρείται ευρέως πως έπαιξε ρόλο στη δολοφονία.

Η ομιλία και η σταθερή διαρροή πληροφοριών από τις τουρκικές αρχές ενίσχυσε την άποψη ότι ο Ερντογάν προσπαθεί προσεκτικά να πιέσει τη Σαουδική Αραβία, η κοσμοθεωρία και οι περιφερειακές πολιτικές της οποίας έρχονται σε αντίθεση με αυτές της Τουρκίας.  Ο Ερντογάν δεν θα το τραβήξει τόσο ώστε να διακινδυνεύσει την καταστροφή των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία -ιδιαίτερα δεδομένης της προοπτικής ο πρίγκιπας να βγει από το σκάνδαλο-, αλλά αν οι διεθνείς πιέσεις κατά του πρίγκιπα ενταθούν, τότε ο Ερντογάν βρίσκεται σε καλή θέση ώστε να συμμετέχει στην «εκστρατεία».

Για την ώρα, η Τουρκία επιδιώκει να αλλάξει τις ισορροπίες με τη βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας, δίνοντας έμφαση στο ότι ο βασιλιάς είναι ένας αξιόπιστος εταίρος, ερωτώντας ταυτόχρονα ποιος υποκίνησε τη δολοφονία, χωρίς, πάντα, να κάνει αναφορά ονομαστικά στον πρίγκιπα.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ του πρίγκιπα και του προέδρου είναι αμοιβαίος. Σε σχόλιά του νωρίτερα φέτος στον αιγυπτιακό Τύπο, ο πρίγκιπας αποκάλεσε την Τουρκία, το Ιράν και το πολιτικό Ισλάμ «άξονα του κακού». Βασικά, οι δύο ηγέτες επανέρχονται στη γνώριμη ιστορία της αντιπαλότητας Σαουδικής Αραβίας-Τουρκίας, που μετρά δεκαετίες.

Οι οικονομικές προτεραιότητες μπορεί να αποτρέπουν την κάθε πλευρά από το να βλάψει μια κατά τα άλλα παραγωγική συνεργασία, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τις στιγμές αδυναμίας ο ένας του άλλου και τα «παραπατήματα» στις δημόσιες σχέσεις -ιδιαίτερα με τον τρόπο που η Τουρκία φαίνεται να δημιουργεί πλεονέκτημα έναντι της Σαουδικής Αραβίας στην υπόθεση της δολοφονίας του Κασόγκι.

Ποιος ηγείται του Σουνιτικού κόσμου;

Στον πυρήνα της, η διένεξη αυτή έχει τα διαφορετικά πολιτικά οράματα για τον Σουνιτικό κόσμο, καθώς και τη μάχη μεταξύ των οραμάτων για το ποιο θα έχει το «πάνω χέρι». Για τη Σαουδική Αραβία, που είναι ο φύλακας των δύο ιερότερων πόλεων του Ισλάμ, η πρόκληση της Τουρκίας θεωρείται ως επίθεση στη νομιμότητα που έχουν ως ηγέτες η οικογένεια Σαούντ. Για την Τουρκία, οι σουλτάνοι της οποίας κάποτε κατείχαν τις ίδιες πόλεις ως χαλίφηδες του Σουνιτικού κόσμου, είναι μια ευκαιρία για να διασφαλίσει την ήπια ισχύ στον Μουσουλμανικό κόσμο για τις επόμενες δεκαετίες.

Το ερώτημα της ηγεσίας στον Σουνιτικό κόσμο παραμένει ρευστό από τότε που η νεοϊδρυθείσα Τουρκική Δημοκρατία κατήργησε το χαλιφάτο το 1924. Κατά την άποψη της ρεπουμπλικανικής Τουρκίας, η αυθεντική έκφραση της ισλαμικής σκέψης, όπως την ενστερνίζονται οι ηθικά ορθοί μουσουλμάνοι πολίτες, είναι αυτή που θα πρέπει να καθοδηγεί και να κυβερνά τον Σουνιτικό κόσμο.

Οι Σαουδάραβες, αντιθέτως, πιστεύουν πως οι παραδοσιακές και ξεκάθαρες ιεραρχίες, με την εξουσία να δίνεται στα μέλη των ουλεμάδων που διορίζονται από το Ριάντ, θα πρέπει να καθοδηγούν τον Σουνιτικό κόσμο.

Στην ουσία, η Τουρκία θεωρεί πως η νομιμοποίηση της ηγεσίας έρχεται από τη λαϊκή αυθεντικότητα των απλών μουσουλμάνων, ενώ η Σαουδική Αραβία υποστηρίζει πως βασίζεται στην ιεραρχία της παράδοσης.

Αυτή η κοσμοθεωρία εξηγεί την απέχθεια του Ριάντ προς κινήματα όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία έχει παρόμοιες απόψεις με την Τουρκία και η οποία βρίσκεται υπό την πολιτική προστασία της Άγκυρας. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου, για παράδειγμα, δραστηριοποιείται από την Τουρκία από τότε που ο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι πήρε την εξουσία από τον Μοχάμεντ Μόρσι, μέλος της οργάνωσης, το 2013. Η κοσμοθεωρία της Τουρκίας είναι ελκυστική για τους μουσουλμάνους που πιστεύουν πως δεν είναι η παράδοση ή η κοινωνική υποταγή που θα πρέπει να καθορίζουν την ηγεσία, αλλά η προσήλωση στην ισλαμική πίστη.

Αυτή είναι μια άμεση πολιτική απειλή για τη νομιμότητα της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας· όσο περισσότεροι Σαουδάραβες «εκτίθενται» σε τέτοιον τρόπο σκέψης, τόσο περισσότερο μπορεί να αμφισβητήσουν το κοινωνικό συμβόλαιο της επιρροής των φυλάρχων (cum-wasta) που στηρίζει μεγάλο μέρος της εξουσίας της μοναρχίας. Ενώ οι σαουδάραβες υποστηρίζουν πως και αυτοί επιδιώκουν την πραγματική και αυθεντική εκπροσώπηση του Ισλάμ, η επιμονή τους στα βασιλικά προνόμια τους αφήνει εκτεθειμένους σε επικρίσεις  για το κατά πόσο οι θρησκευτικές ηθικές αναστολές τους συνάδουν με τις πράξεις τους. Αυτό δημιουργεί έναν ανταγωνισμό ήπιας δύναμης μεταξύ των δυο, και το Ριάντ ευελπιστεί πως θα κρατήσει αυτή την τουρκική επιρροή όσο πιο μακριά γίνεται από τους Σαουδάραβες.

Αντίπαλα στρατόπεδα

Επειδή η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία θεωρούν η καθεμία πως είναι η πρωταρχική Σουνιτική δύναμη, σε γενικές γραμμές ευθυγραμμίζονται σε πολλά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Για παράδειγμα, και οι δυο χώρες θέλουν να περιορίσουν την εξάπλωση της Ιρανικής ηγεμονίας στην περιοχή, θεωρώντας την Ιρανική δύναμη απειλή για την ικανότητά τους να ηγηθούν στη Μέση Ανατολή και στον Μουσουλμανικό κόσμο.

Αυτό καθιστά τις δυο δυνάμεις φυσικούς σύμμαχους στις αυξανόμενες προσπάθειες των ΗΠΑ να περιορίσουν την επιρροή του Ιράν. Η αυξανόμενη εξάρτηση της Ουάσινγκτον από τις δυο χώρες, στην προσπάθεια περιορισμού του Ιράν, βασίζεται στην υφιστάμενη εξάρτηση που έχουν οι ΗΠΑ στις δυο χώρες ώστε να ενισχύσουν τις περιφερειακές αντιτρομοκρατικές προσπάθειες. Τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και η Τουρκία, άλλωστε, έχουν δεσμευτεί να πολεμήσουν κατά του Ισλαμικού Κράτους, στο πλευρό των ΗΠΑ.

Όμως παρά την ευρεία ευθυγράμμισή τους στο θέμα του Ιράν, Άγκυρα και Ριάντ έχουν πολύ διαφορετικές σχέσεις με την Τεχεράνη. Ενώ η Σαουδική Αραβία αποφεύγει όσο το δυνατόν περισσότερο να έχει επαφές με το Ιράν, η Τουρκία αντιθέτως μοιράζεται σύνορα και έχει οικονομική και στρατηγική σχέση με τη χώρα. Αυτό μπορεί να εκθέσει την Τουρκία σε ορισμένους κινδύνους (για παράδειγμα τον κίνδυνο να υποστεί σκληρότερες κυρώσεις από τις ΗΠΑ για το Ιράν τους επόμενους μήνες και χρόνια αν οι τουρκικές επιχειρήσεις συνεχίσουν να έχουν εμπορικές συναλλαγές με ιρανικές οντότητες), παράλληλα όμως παρέχει στην Άγκυρα μια σχετική ελευθερία ελιγμών που δεν έχει το Ριάντ, όπως στον πόλεμο στη Συρία. Επιπλέον, τα κοινά σύνορα Τουρκίας και Ιράν και οι πολυάριθμοι κουρδικοί πληθυσμοί τους, δίνουν στις δυο χώρες έναν κοινό σκοπό για τον περιορισμό των αποσχιστικών τάσεων των Κούρδων.

Η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, επιπλέον, έχουν συμφέρον να στηρίξουν τους ίδιους πολιτικούς σκοπούς στον Σουνιτικό κόσμο, αν και από διαφορετική σκοπιά. Οι δυο χώρες στηρίζουν την κρατική υπόσταση των Παλαιστίνιων, όμως έχουν αντικρουόμενες προσεγγίσεις στην οικονομική και πολιτική βοήθεια προς τους Παλαιστίνιους.

Η Τουρκία είναι πιο κοντά στη Χαμάς, «παρακλάδι» της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που διοικεί τη Γάζα, ενώ η Σαουδική Αραβία στηρίζει κυρίως τη Φατάχ, την παλαιστινιακή ομάδα που ελέγχει τη Δυτική Όχθη και η οποία εχθρεύεται τη Χαμάς. Η Τουρκία επίσης προσπαθεί δημοσίως να επανορθώσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ, κάτι που θα διευρύνει την ικανότητά της να παράσχει στήριξη στους Παλαιστίνιους, σε μια περίοδο που η Σαουδική Αραβία έχει κρατήσει της σχέσεις της με το Ισραήλ όσο πιο σιωπηρές γίνεται, εκφράζοντας ταυτόχρονα δημοσίως τη στήριξη της προς τον Παλαιστινιακό σκοπό.

Η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία έχουν επίσης αντιταχθεί σθεναρά στον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ Αλ Άσαντ σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, όμως έχουν στηρίξει διαφορετικές ομάδες ανταρτών κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Σε αυτό το σημείο, η πρόσφατη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας στους Κούρδους της Συρίας έχει ενοχλήσει ιδιαίτερα την Τουρκία, που θεωρεί «τρομοκράτες» τέτοιες ομάδες ανταρτών.

Ανταγωνισμός και σύγκρουση

Η αντιπαλότητα Ιράν-Σαουδικής Αραβίας έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον, όμως η αντιπαλότητα Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας –αν και λεπτή- έχει πραγματικές πολιτικές επιπτώσεις, φέρνοντας τις περιφερειακές Σουνιτικές χώρες να ταχθούν είτε με το στρατόπεδο της Άγκυρας είτε με αυτό του Ριάντ. Καθώς το πολιτικό μοντέλο της Τουρκίας απειλεί κυβερνήσεις όπως αυτές της Αιγύπτου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, οι δυο χώρες έχουν ευθυγραμμιστεί με τα περιφερειακά εγχειρήματα της Σαουδικής Αραβία. Όμως άλλες Σουνιτικές κυβερνήσεις, όπως αυτή του Κατάρ, έχουν έρθει πιο κοντά στην Τουρκία, διότι η Ντόχα στηρίζει την ισλαμιστική πολιτική ως μέσο δημιουργίας βαθύτερων δεσμών με τις παγκόσμιες Μουσουλμανικές κοινότητες. Λίγες χώρες, όπως η Ιορδανία και ο Λίβανος, προσπαθούν να επωφεληθούν και από τους δύο.

Βαθύτερα στην Αφρική, οι δυο δυνάμεις έχουν προσπαθήσει να χτίσουν την επιρροή στην πολιτική, τη θρησκεία, την οικονομία και την ασφάλεια, που θα μπορούσε να ενισχύσει την πολιτική νομιμότητά τους στην ήπειρο.

Στο Κέρας της Αφρικής και στη Βόρεια Αφρική, και οι δυο χώρες λειτουργούν καιροσκοπικά, εκμεταλλευόμενες τα πολιτικά ανοίγματα, όπως στη Σομαλία, όπου η Τουρκία στηρίζει πολιτικές δυνάμεις που αντιτίθενται στους αντιπάλους που στηρίζουν το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι. Στην Τυνησία, η Τουρκία έχει προσπαθήσει να στηρίξει το ισλαμιστικό κόμμα Ennahda προκειμένου να αντιμετωπίσει τα πιο κοσμικά κόμματα, ωθώντας τις (κάπως ανεπιτυχείς) προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας να στηρίξει τα δεύτερα.

Η Σαουδική Αραβία έχει επίσης προσπαθήσει να αποδυναμώσει την ικανότητα της Τουρκίας να καταστήσει την Αφρική μια εξαγωγική αγορά, μπαίνοντας «σφήνα» στις τουρκικές προσπάθειες με δωρεές ή επενδύσεις. Ενισχύοντας τις αφρικανικές οικονομίες, η Σαουδική Αραβία μπορεί να βοηθήσει στο να αποκτήσουν τη δύναμη να κάνουν ακόμα πιο «σκληρό παζάρι» με την Τουρκία, ή να αναζητήσουν εισαγωγές από αλλού.

Ως αντίπαλοι, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία έχουν βρει τρόπους να «τσιγκλήσουν» η μία την άλλη στα αδύναμα σημεία τους. Επειδή ο πρωταρχικός στόχος της Τουρκίας στο θέμα της ασφάλειας είναι να αποτρέψει την ανάπτυξη μιας αυτόνομης Κουρδικής περιοχής, η Άγκυρα εμφανίζεται όλο και πιο νευρική έναντι των προσπαθειών της Σαουδικής Αραβίας και του Κόλπου να συνδεθούν με τους Κούρδους στο Ιράκ και στη Συρία. η Σαουδική Αραβία, επίσης, αντιτίθενται βαθύτατα στη στήριξη που παρέχει η Τουρκία στο Κατάρ, που βοήθησε ώστε να παρασχεθεί μια «γραμμή ζωής» σε επίπεδο πολιτικό και ασφάλειας όταν ξεκίνησε το εμπάργκο τον Ιούνιο του 2017. Το Ριάντ θέλει ιδιαίτερα να αποτρέψει την Άγκυρα από το να ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία στο Κατάρ. Επιπλέον, οι δυο έχουν επίσης στηρίξει διαφορετικές κοινότητες εντός του πολυπληθούς και περίπλοκου πολιτικού φάσματος στον Λίβανο, υποδαυλίζοντας κατά κάποιον τρόπο τα πολιτικά προβλήματα της Βηρυτού.

Οικονομικοί δεσμοί

Παρά την αντιπαλότητα, οι αναπτυσσόμενοι οικονομικοί δεσμοί Σαουδικής Αραβίας-Τουρκίας μπορεί να μετριάσουν την πιθανότητα μιας σοβαρής ρήξης –ιδιαίτερα στο θέμα της άμυνας. Η αμυντική συνεργασία Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2013, όταν οι δυο χώρες επικύρωσαν συμφωνία συνεργασίας. Στα τέλη του 2017, η Aselsan Corp, μια από τις σημαντικότερες αμυντικές εταιρείες της Τουρκίας, ίδρυσε κοινοπραξία με την σαουδαραβική Taqnia, με την ονομασία Saudi Defense Electronics Co (SADEC), η οποία επικεντρώνεται κυρίως στα ηλεκτρονικά αμυντικά συστήματα. Ως μέρη της κοινοπραξίας, η Aselsan και η Taqnia έχουν ξεκινήσει τις εργασίες κατασκευής εργοστασίου στη Σαουδική Αραβία.

Η Τουρκία δεν έχει ακόμα κάνει κάποιες σημαντικές πωλήσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία, αν και η Άγκυρα διαπραγματεύεται την πώληση μη επανδρωμένων αεροσκαφών στη Σαουδική Αραβία και ελπίζει πως θα πωλήσει το τανκ Altay, καθώς και άλλα όπλα και εξοπλισμό. Καθώς οι διμερείς αμυντικές σχέσεις εξακολουθούν να βρίσκονται σε «νηπιακή» κατάσταση, μια σοβαρή ρήξη μεταξύ της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας δεν θα ανέτρεπε τις τρέχουσες εξοπλιστικές συμφωνίες, όμως οπωσδήποτε θα δημιουργούσε εμπόδια στις φιλοδοξίες της Άγκυρας για επέκταση στην κερδοφόρο σαουδαραβική αγορά, κάτι που σημαίνει πως καμία πλευρά δεν θα επωφελούνταν από μια ρήξη στις σχέσεις τους.

Σε όρους εμπορίου, η σχέση δεν είναι τόσο μεγάλη, ωστόσο οι δυο κυβερνήσεις έχουν δεσμευτεί να αυξήσουν το εμπόριο και τις επενδύσεις σε τομείς που έχουν σημασία και για τις δυο χώρες. Αντίστοιχα, καμία χώρα δεν έχει σημαντικό συμφέρον να ταράξει τα πολιτικά νερά που θα μπορούσαν να ανατρέψουν πολύτιμους οικονομικούς δεσμούς.

Οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες, που αντιπροσωπεύουν έναν στρατηγικό τομέα για την Άγκυρα, έχουν κερδίσει συμβόλαια για την κατασκευή οικιστικών projects στη Σαουδική Αραβία – ο αριθμός των οποίων αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά στο πλαίσιο του Οράματος 2030 του Ριάντ. Οι σαουδάραβες τουρίστες, οι αριθμοί των οποίων αυξάνονται ετησίως, έχουν επίσης ενισχύσει την τουρκική οικονομία μέσω των μεγάλων δαπανών που κάνουν όταν επισκέπτονται την Τουρκία.

Οι σαουδάραβες πολίτες βρίσκονται επίσης στην πρώτη γραμμή μιας εκστρατείας για την απόκτηση τουρκικών ακινήτων, δείχνοντας το πόσο σημαντικοί είναι οι πελάτες από το βασίλειο για την οικονομία της Άγκυρας. (Φυσικά, μέρος της επιρροής του Ριάντ στην Άγκυρα μέσω της αγοράς real estate μετριάζεται από τις επενδύσεις ύψους 1 δισ. δολαρίων που έχει κάνει το Κατάρ, ένας ακόμα μεγαλύτερος εχθρός της Σαουδικής Αραβίας, στην αγορά κατοικιών της Τουρκίας τα τελευταία τρία χρόνια).

Ψυχραιμία, για την ώρα

Για την ώρα, το Ριάντ αποφεύγει τους κινδύνους με την Άγκυρα προσπαθώντας να αποκλιμακώσει την κρίση με την υπόθεση Κασόγκι. Άρα, τι θέλει τελικά η Τουρκία με το να κραδαίνει την υπόθεση του δημοσιογράφου πάνω απ’ το κεφάλι της Σαουδικής Αραβίας. Οικονομικά, η Τουρκία θα μπορούσε να ζητά σιωπηρά την οικονομική στήριξη της Σαουδικής Αραβίας με αντάλλαγμα να βάλει τέλος στις πιέσεις που δέχεται ο πρίγκηπας από τα ΜΜΕ ή μπορεί επίσης να ζητά κάποια διπλωματική άμβλυνση για τη Ντόχα, που παραμένει σε εμπάργκο από το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου. Πολιτικά και στον τομέα της ασφάλειας, η Τουρκία επιζητά επίσης ένα κανάλι προκειμένου να περιορίσει τη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας προς τους Κούρδους.

Τελικά, όμως, μεγάλο μέρος της αντιπαλότητας Σαουδικής Αραβίας-Τουρκίας αφορά δυο σφαίρες πολιτικής επιρροής και ήπιας δύναμης, στις οποίες προσωπικότητες όπως ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν και ο Ερντογάν ανταγωνίζονται για το πρεστίζ και Άγκυρα και Ριάν προσπαθούν να κερδίσουν τις καρδιές και το μυαλό του Σουνιτικού κόσμου. Για την ώρα, η Τουρκία φαίνεται να βλέπει όφελος από το να μην ταράξει τα νερά με τη Σαουδική Αραβία –όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να αλλάξει γνώμη.


Μετάφραση-Επιμέλεια: 
Άννα Φαλτάϊτς

2/11/2018