Ο Τραμπ προαναγγέλλει συμφωνία με την Κίνα.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
Ποιος θα κερδίσει τον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο
Ποιος θα κερδίσει τον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο
– Ο Τραμπ και η Κίνα.
Κατονόμασε με σαδιστική ικανοποίηση έναν προς έναν τους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους που αρνήθηκαν την προεκλογική στήριξή του και βρέθηκαν να χάνουν στις ενδιάμεσες εκλογές. Υπερηφανεύτηκε για τα επιτεύγματα της διακυβέρνησής του και διαβεβαίωσε ότι είναι αρεστός στους Αμερικανούς πολίτες. Προανήγγειλε αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, για να ανακοινώσει λίγες ώρες αργότερα την παραίτηση του υπουργού Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς. Συγκρούσθηκε με πρωτοφανή σφοδρότητα με τον Τζιμ Ακόστα του CNN, του οποίου κατόπιν αφαιρέθηκε η διαπίστευση στον Λευκό Οίκο.
Και όμως, η μεγάλη είδηση της θυελλώδους μετεκλογικής συνέντευξη Τύπου του Ντόναλντ Τραμπ πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.
"Η Κίνα θα μας ξεπερνούσε σε δύο χρόνια ως οικονομική δύναμη. Τώρα ούτε καν το προσεγγίζουν. Η Κίνα εγκατέλειψε το σχέδιο "Made in China 2025” γιατί το βρήκα πολύ προσβλητικό και τους το είπα", δήλωσε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο Αμερικανός πρόεδρος. Και πρόσθεσε: "Θα προσπαθήσουμε να έρθουμε σε συμφωνία με την Κίνα διότι θέλω να έχω μια καλή σχέση με τον πρόεδρο Σι, όπως και έχω, και συνολικά με τους Κινέζους".
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Τραμπ χρησιμοποίησε παρελθοντικό χρόνο, σαν να είναι όλα ήδη συμφωνημένα. Άλλωστε, την 1η Νοεμβρίου είχε "μακρά και πολύ καλή", όπως ανέφερε στο Twitter, τηλεφωνική επικοινωνία τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπινγκ για τα θέματα του εμπορίου και της Βόρειας Κορέας, ενόψει προγραμματιζόμενης συνάντησης των δύο ανδρών στο περιθώριο της Συνόδου της G20 στο Μπουένος Άιρες στα τέλη του μηνός.
Η γνωστοποίηση αυτής της τηλεφωνικής επικοινωνίας λειτούργησε ενισχυτικά για τις αγορές, οι οποίες προηγουμένως αντιδρούσαν με μεγάλη νευρικότητα στην προοπτική ενός γενικευμένου σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου.
Θεωρήθηκε από πολλούς το άνοιγμα εκείνο προς τον Σι ως ένα προεκλογικό τέχνασμα του Τραμπ προκειμένου οι ενδιάμεσες εκλογές να διεξαχθούν χωρίς κραδασμούς στο Χρηματιστήριο. Όμως συνοδεύτηκε και από χειρονομίες καλής θέλησης της κινεζικής πλευράς, όπως η διακοπή των συναλλαγών της τράπεζας Kunlun με το Ιράν.
Το κυριότερο είναι ότι το Πεκίνο ήδη επεξεργάζεται σχέδια αντικατάστασης του σχεδίου "Made in China 2025", που θα μεταθέτουν κατά μία πενταετία ή δεκαετία τον στόχο να πρωταγωνιστήσει η Κίνα στην τέταρτη τεχνολογική επανάσταση. Πρόκειται ασφαλώς για τακτικές περισσότερο επικοινωνιακές παρά ουσιαστικές, εφόσον το "Made in China 2025" αγγίζει και την εθνική ασφάλεια του ασιατικού γίγαντα. Όμως η υιοθέτηση χαμηλού προφίλ δεν βλάπτει, αν αυτό διευκολύνει τον Τραμπ και αποτρέπει προς το παρόν την ολομέτωπη αντιπαράθεση με τη Ουάσιγκτον.
Το ίδιο το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών υποχρεώνει τον Αμερικανό πρόεδρο να εντατικοποιήσει τις πρωτοβουλίες του στην διεθνή σκηνή και δη προς την κατεύθυνση της Κίνας, ώστε να προωθήσει την εσωτερική ανάταξη των ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ιδρυτής της Alibaba, Τζακ Μα, έχει υπολογίσει σε ένα εκατομμύριο τις θέσεις εργασίας που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν, αν του επιτρεπόταν να επενδύσει ανεμπόδιστα στην αμερικανική αγορά.
Καθώς η Αμερική έχει στην πραγματικότητα εισέλθει από τώρα στην προεκλογική περίοδο για τις προεδρικές εκλογές του 2020, η εμφάνιση "επιτυχιών" και το κλείσιμο περιττών μετώπων αναδεικνύεται σε πρώτη προτεραιότητα για τον Τραμπ - αρχής γενομένης από τον εμπορικό πόλεμο.
Από την άλλη, η κατάκτηση της Βουλής των Αντιπροσώπων από τους Δημοκρατικούς συνεπάγεται παράταση της φιλολογίας περί σύμπραξης του Τραμπ με τη Ρωσία και παρεμποδίζει μια ουσιαστική ρωσοαμερικανική επαναπροσέγγιση. Οι διαθέσιμες επιλογές του Τραμπ είναι προφανείς.
Του Κώστα Ράπτη
9/11/2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ποιος θα κερδίσει τον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο
– Ο Τραμπ και η Κίνα.
Είναι βεβαίως απολύτως απλουστευτική η μεταφορά που παρουσιάζει τον πρόεδρο Τραμπ ως ήρωα γουέστερν-σπαγγέτι να μονομαχεί με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζιπινγκ για μια χούφτα δολάρια. Κι όμως κρύβει αλήθεια, υπό την έννοια ότι πλέον συγκρούονται δύο συναφείς κοσμοθεωρίες, ο προστατευτικός-εθνικιστικός καπιταλισμός του Τράμπ με τον κρατικό καπιταλισμό της Κίνας. Το διακύβευμα είναι το φρενάρισμα της οικονομικής παρακμής των ΗΠΑ. Ο μεγάλος χαμένος από την άλλη πλευρά είναι ο ασύνταχτος παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος με την ανόητη απληστία που προπαγάνδισε, υπονόμευσε ανεπανόρθωτα τη φιλελεύθερη και ορθολογική ιδεολογία των ανοιχτών αγορών και κοινωνιών, καθώς και του ελευθέρου εμπορίου.
Η οικονομική αναμέτρηση ΗΠΑ-Κίνας, με την ΕΕ να παρακολουθεί σαστισμένη τα γενόμενα, δεν είναι βεβαίως ούτε απόφαση που ελήφθη στο πόδι ούτε πνευματικό παιδί του προέδρου Τραμπ. Πρόκειται για έναν εμπορικό πόλεμο που κήρυξε η εθνικιστική πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών που κυβερνά τις ΗΠΑ αυτή την περίοδο. Ο πόλεμος αυτός στρέφεται κατά των κύριων εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ, δηλαδή εναντίον της ΕΕ (βλέπε Γερμανία) και της Κίνας. Τα τεράστια πλεονάσματα και των δύο στο εμπορικό τους ισοζύγιο με τις ΗΠΑ θεωρείται πως είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την παρακμή της λιγότερο ανταγωνιστικής αμερικανικής βαριάς βιομηχανίας.
Ο σκοπός βεβαίως δεν είναι απλώς η ανασύνταξη της αμερικανικής οικονομίας, αλλά και το σταμάτημα της έως χθες αδάμαστης ανόδου της Κίνας ως οικονομικής και γεωπολιτικής δύναμης. Πρόκειται, δηλαδή, για κατά κυριολεξίαν πόλεμο (με μη αιματηρά μέσα) κι όχι απλώς για οικονομικές διαφορές. Με τον νεο-προστατευτισμό τους, οι ΗΠΑ δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να πληρώνουν τη Γερμανία και την Κίνα με το ίδιο νόμισμα που χρησιμοποίησαν αυτές οι χώρες για να ανταγωνισθούν τους Αμερικανούς.
Επειδή σε ένα εμπορικό πόλεμο ο κερδισμένος δεν μπορεί παρά να είναι η χώρα με τα μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, εφόσον καταφέρει να περιορίσει την έκταση τους, δεν είναι υπερβολή να διαγνώσει κανείς πως για την ώρα οι ΗΠΑ κερδίζουν. Ποιος, όμως, θα αποβεί ο τελικός νικητής του κηρυγμένου πλέον γεωοικονομικού και γεωστρατηγικού πολέμου;
Η αλήθεια είναι πως μια σειρά διακριτών αδυναμιών της κινέζικης οικονομίας, κυρίως η γιγαντιαία φούσκα στην αγορά στέγης και οι εγγενείς ασθένειες του ταχύτατα και απολύτως άναρχα αναπτυσσόμενου χρηματοπιστωτικού της συστήματος κάνουν την Κίνα να έχει χάσει αυτή την στιγμή τον δυναμισμό της. Είναι, όμως, τέτοια τα επίπεδα των επενδυτικών της δαπανών που κανείς μπορεί να στοιχηματίσει με βεβαιότητα πως εάν η Κίνα ξεπεράσει τα σημαντικά τωρινά της προβλήματα, τα οποία αργά η γρήγορα θα οδηγήσουν σε κάποιου μεγέθους πολιτική και οικονομική κρίση, σε 20 χρόνια θα είναι με διαφορά η πιο ανεπτυγμένη οικονομία στον κόσμο επιβάλλοντας μία νέα τάξη πραγμάτων στην παγκόσμια οικονομία.
Το υπερ-πρότζεκτ του Πεκίνου
Το μεγαλειώδες επενδυτικό και κατασκευαστικό σχέδιο-πρόγραμμα, που ονομάζεται “Μια ζώνη-Ένας Δρόμος”, ή άλλως ο “νέος δρόμος του Μεταξιού”, απλώνεται από το Νανκίνγκ μέσω της μεσο-ασιατικής στέππας (Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν κλπ) και των κορυφών των Ιμαλαΐων (Μογγολία, Νεπάλ, Πακιστάν) και της Τουρκίας στο δικό μας λιμάνι του Πειραιώς. Από εκεί αγκαλιάζει την κεντρική και ανατολική Ευρώπη έως το Βίλνιους τη Βαλτικής θάλασσας.
Αυτό το γιγαντιαίο σχέδιο έχει σκοπό να κάνει την Κίνα γεωπολιτική και οικονομική υπερδύναμη για όλο το υπόλοιπο τους 21ου αιώνα. Από τον καιρό των ημέτερων ελληνιστικών βασιλείων κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για την ευημερία χωρών, όπως το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και το Νεπάλ, που στερούνται πόρους από το πετρέλαιο. Έρχεται, λοιπόν, τώρα ένα γιγαντιαίο κινέζικο επενδυτικό σχέδιο να δημιουργήσει υποδομές, λιμάνια, αεροδρόμια, και σιδηροδρόμους.
Οι πόροι, όμως, που δαπανώνται στο μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιο οδηγούν παράλληλα στην υπερχρέωση των χωρών της περιοχής, οι οποίες είναι κατά κόρον φτωχές οικονομίες και τα έσοδα διοχετεύονται κατά κόρον σε κινέζικες κατασκευαστικές εταιρίες και κινέζικα εργατικά χέρια. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, πως έχουν δημιουργηθεί πολιτικές αντιδράσεις σε τοπικό επίπεδο και θεωρίες που θέλουν την Κίνα να δρα με νεο-αποικιοκρατικό τρόπο, ειδικώς στις χώρες της Αφρικής όπου κινέζικη επενδυτική δραστηριότητα προϋπήρχε του σχεδίου “Μια Ζώνη Ένα Δρόμος”.
Βλέπουμε πως πέραν από τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, η Κίνα αντιμετωπίζει και αλλού αντιδράσεις σε σχέση με την επεκτατική (και αναζωογονητικά για τις εν λόγω οικονομίες) επενδυτική της πολιτική. Παράλληλα, υπάρχει και ένας συνδυασμός παραγόντων που δημιουργεί τεράστιους πονοκεφάλους για τη σημερινή πολιτική ηγεσία του Πεκίνου. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και τα προβλήματα της διαφθοράς και της κακοδιαχείρισης, παρότι και τα δύο αυτά προβλήματα είναι πολύ μικρότερα σήμερα απ’ ότι πριν την εκλογή του Σι ως πρόεδρου. Επίσης, ο εύθραυστος χρηματοπιστωτικός τομέας.
Υποδόρια αναταραχή
Όλα τα παραπάνω συντελούν στην επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία οδηγεί την Κίνα σε μία περίοδο υπόκωφης πολιτικής ενδοσκόπησης. Η οικονομική αβεβαιότητα ενισχύει τον προβληματισμό γύρω από το γεγονός πως ο εκδημοκρατισμός δεν προχωρά, πως αντιθέτως έχει κάνει σημαντικά βήματα προς τα πίσω, οξύνοντας τη γκρίνια μεταξύ των ελεύθερων επιχειρηματιών, των ελίτ, των διανοούμενών και των φοιτητών, ιδίως των τελευταίων.
Που θα οδηγήσει όλη αυτή η υποδόρια αναταραχή είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί, δεδομένου του απόλυτου ελέγχου που το ασκεί το Κομμουνιστικό Κόμμα στη διακυβέρνηση. Το πιθανότερο είναι πως αντί για μεγάλης κλίμακας αναταραχή ή να εκδηλωθούν τιτάνιες συγκρούσεις εξουσίας εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος, ή η όποια ανασύνταξη του τρόπου και του ύφους άσκησης της εξουσίας να έλθει μέσα από τις διεργασίες και πιθανές αναταράξεις εντός των ηγετικών κλιμακίων του κόμματος. Είναι πάντως αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η κοινωνία των πολιτών και τα θέλω της, κυρίως οι ανάγκες έκφρασης της πολιτικής βούλησης της συνεχώς ενδυναμωμένης και εξαιρετικά εκπαιδευμένης (στα νεότερα μέλη της) κινέζικης μεσαίας τάξης, δεν μπορεί να αγνοηθεί για πολύ χρόνο ακόμη.
Εάν όμως τα προβλήματα αυτά ξεπερασθούν με κάποιο τρόπο σε βάθος χρόνου, κάτι που σήμερα παραμένει αβέβαιο, τότε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι τεράστιες κρατικές κινέζικες επενδύσεις στην εκπαίδευση, στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, και στη δημιουργία στέρεων εμπορικών, επενδυτικών, πολιτικών, και νομισματικών σχέσεων με τις χώρες της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής καθώς και με τη νοτιοανατολική και κεντρικής Ευρώπη θα αναδείξουν την Κίνα στην πιο σημαντική οικονομική δύναμη στον κόσμο στις επόμενες δύο δεκαετίες.
ΗΠΑ, νικήτριες πλην διαιρεμένες
Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ μέχρι σήμερα και σίγουρα στο μεσοπρόθεσμο διάστημα είναι οι καθαρές νικήτριες του γεωεμπορικού πολέμου. Αντιμετωπίζουν, όμως, προβλήματα και αδυναμίες που ξεπερνούν ακόμη και αυτές της Κίνας σε κάποιο βαθμό. Πρώτον, η ολοένα αυξανόμενη πολιτική πόλωση οξύνει τα πάθη σε όλα τα επίπεδα, αναβιώνοντας αιωνόβιες διαμάχες εντός των ΗΠΑ για τη φυλή (race), την μετανάστευση, το φύλο (gender), την οικονομική κυριαρχία, την κατανομή των φορολογικών βαρών, τη θέση στον κόσμο κοκ.
Όπως φάνηκε και από τις πρόσφατες εκλογές για το Κογκρέσο, η αμερικανική κοινωνία είναι διαιρεμένη μεταξύ δύο γενικώς ισοδύναμων –από πλευράς εκλογικού βάρους– παρατάξεων. Οι παρατάξεις αυτές αδυνατούν να συμφωνήσουν στο παραμικρό από τα μικρά έως τα μεγάλα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας και κοινωνίας. Αυτή η εξέλιξη δεν προοιωνίζεται τίποτε καλό για την συνέχιση της οικονομικής και στρατιωτικής της μονοκρατορίας.
Οι διαφορές μεταξύ των αντιμαχόμενων στρατοπέδων δεν είναι απλές διαφωνίες για την οικονομία ή για τις κοινωνικές ελευθερίες (όχι βεβαίως τις πολιτικές διότι οι ΗΠΑ είναι η πλέον προηγμένη δημοκρατία του κόσμου και όχι καρικατούρα φιλελεύθερου τύπου δημοκρατίας, όπως οι θεσμοί της αντιπροσώπευσης στην ΕΕ). Πρόκειται για κοσμοθεωρητικές διαφορές. Το βαθύτατο χάσμα δημιουργήθηκε σε στάδια.
Ξεκίνησε με τον πόλεμο στο Ιράκ, με την σταδιακή απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στον βιομηχανικό τομέα (εμπορικός ανταγωνισμός από την Κίνα, τη Γερμανία και χώρες της Λατινικής Αμερικής, δηλαδή φθηνές εισαγωγές αγαθών από τις εν λόγω χώρες), με την χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2008 και τις πολιτικές διάσωσης που ευνόησαν τους έχοντες και κατέχοντες και όχι τις δεκάδες εκατομμύρια δανειολήπτες που έχασαν τα σπίτια τους, με τις πολιτικές Ομπάμα για ανακούφιση των πλέον αδύνατων στρωμάτων της αμερικανικής κοινωνίας σε βάρος της μεσαίας τάξης (οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των Δημοκρατικών αγκάλιασαν τους νεόπλουτους δισεκατομμυριούχους της Wall Street και της Silicon Valley) και βεβαίως με την σταδιακή αλλά μη αναστρέψιμη εθνολογική ανατροπή που υφίστανται οι ΗΠΑ λόγω της μετανάστευσης.
Δεν πρόκειται πλέον για διαφορές βορρά-νότου στον τρόπο αντιμετώπισης των Αφροαμερικανών, ούτε και για διαφορές μεταξύ της φιλελεύθερης ανατολικής (Νέα Υόρκη, Βοστώνη) και δυτικής Αμερικής (Καλιφόρνια) με την αχανή μέση και κυρίως λευκή, οπισθοδρομική και φανατικά θρησκευόμενη Αμερική. Η τελευταία φορά που οι ΗΠΑ δοκίμασαν τέτοιο βαθύτατο διχασμό (δηλαδή στα μισά του 19ου αιώνα) η χώρα οδηγήθηκε σε έναν άκρως αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Το αποτέλεσμα της αντίστοιχης σύγκρουσης στον 21ο αιώνιο δεν θα είναι εμφύλιος πόλεμος, αλλά διαρκής δυσπραγία στη διακυβέρνηση της χώρας και σε ακυβερνησία κατά καιρούς. Η πολιτική κρίση δεν θα αποτελέσει αργά η γρήγορα ανασχετικό παράγοντα στην συνέχιση της παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας, κυρίως σε τομείς άλλους από την αμυντική και την τεχνολογική βιομηχανία, παρότι και στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας η κυριαρχία των ΗΠΑ ήδη αμφισβητείται από τις επιχειρήσεις της Κίνας.
Το οικονομικό υπόδειγμα
Το άλλο πολύ σημαντικό πρόβλημα είναι αυτό του οικονομικού υποδείγματος, όπου η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα και η βραχυχρόνια κερδοσκοπία που αυτός ενθαρρύνει έχουν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα. Προβλήματα στον αριθμό των ιδιωτικών επενδύσεων σε προγράμματα υποδομών, τα οποία και αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα της οικονομίας, την ίδια στιγμή που το υπερχρεωμένο αμερικανικό δημόσιο αδυνατεί να επενδύσει στις συγκοινωνιακές και άλλες υποδομές της χώρας. Αυτό σημαίνει πως αργά ή γρήγορα μια σύγκρουση μεταξύ του χρηματοοικονομικού κατεστημένου και της πολιτικής ηγεσίας της χώρας θα καταστεί αναπόφευκτη.
Τούτων δοθέντων είναι απίθανο πως ο τρίτος παίκτης, ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ θα μείνει απλός παρατηρητής. Είναι, λοιπόν, πιθανόν η διχοτόμηση της γεωπολιτικής ισχύος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας να γίνει στο μέλλον τριχοτόμηση με μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ της βόρειας Ευρώπης και της Ρωσίας. Όμως, η πιθανότητα να βρεθεί η ΕΕ στο τραπέζι των νικητών και να εκμεταλλευθεί τη μοναδική αυτή γεωπολιτική συγκυρία προϋποθέτει αλλαγή ηγεσίας (από γερμανική μονοκρατορία σε ένα πιο συλλογικό υπόδειγμα) και αλλαγή στο μείγμα της οικονομικής πολιτικής. Αλλιώς η ΕΕ θα οδηγηθεί με μαθηματικό τρόπο σε οδυνηρή διάσπαση.
Η ευκαιρία που διανοίγεται σήμερα για την Γαλλία, Γερμανία και Ρωσία να ανακτήσουν παλιές δόξες είναι απλώς πολύ μεγάλη για να αγνοηθεί. Όποιο, όμως, κι αν είναι το αποτέλεσμα του παρόντος οικονομικού πολέμου, με την πιθανότητα τριχοτόμησης της γεωπολιτικής και οικονομικής ισχύος να δείχνει και η πλέον πιθανή εκδοχή, το υπόδειγμα παγκόσμιας διακυβέρνησης έχει αλλάξει για πάντα από συνεργατικό σε συγκρουσιακό.
Γι’ αυτό δεν ευθύνονται μόνον οι λαϊκιστές των ΗΠΑ και οι προστατευτικές πολιτικές Γερμανίας και Κίνας.
Ευθύνονται πολύ περισσότερο οι άπληστες νεοφιλελεύθερες ελίτ (και εντός της ΕΕ), που κατάστρεψαν λόγω της απληστίας, της αναίδειας, και της απερισκεψίας τους το πιο σημαντικό φιλελεύθερο πείραμα που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα. Το πείραμα που προσπάθησε να ανθήσει μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το οποίο μετέβαλε ριζικώς το επίπεδο ζωής για να ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, κυρίως στην Ασία, παρότι εν πολλοίς σε βάρος της περιβαλλοντικής ισορροπίας.
Η αυξανόμενη ένταση δε της σύγκρουσης γεωπολιτικής ισχύος στο οικονομικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να αποφέρει αναταραχή στις αγορές και αυξημένη φτώχεια και ανισότητα για τους πολλούς. Μια εξέλιξη για την οποία οι παντοδύναμες μέχρι σήμερα νεοφιλελεύθερες ελίτ, κάποια στιγμή θα λογοδοτήσουν στην ψυχρή λεπίδα της Ιστορίας. Αυτές φέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη νεκρανάσταση και άνοδο των δυνάμεων του λαϊκισμού, του ρατσισμού ακόμα και ενός νέου φασισμού.
Ο Αιμίλιος Αυγουλέας είναι τακτικός καθηγητής στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Κατά το παρελθόν κατείχε σημαντικές θέσεις σε μεγάλες δικηγορικές εταιρείες του City. Έχει διατελέσει επισκέπτης καθηγητής και ερευνητής σε κορυφαία πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων Χάρβαρντ και Γέηλ. Είναι μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής.
14 Νοεμβρίου 2018