Η ανθρωποφθόρος μετανεωτερικότητα.


Oπως είδαμε στα προηγούμενα άρθρα, η ανάπτυξη της δυτικής τεχνοεπιστήμης επέτρεψε στην ανθρωπότητα να γίνει μια πανίσχυρη πλανητική δύναμη, ικανή όχι μόνο να διαμορφώνει η ίδια τις συνθήκες ζωής της αλλά και να επηρεάζει τη συνολική πορεία της ζωής στον πλανήτη (η Ανθρωπόκαινος εποχή και τα δεινά της).

Στην πιο πρόσφατη ιστορία του είδους μας, μάλιστα, η επιστημονική γνώση και οι τεχνολογίες που αυτή συνεπάγεται αποδείχτηκαν τα πιο παραγωγικά και ανατρεπτικά εργαλεία που επινοήσαμε ποτέ για να ικανοποιήσουμε την ακατανίκητη ανάγκη του είδους μας να ξεπερνά τον εαυτό του.

Αν όμως η ανάγκη μας να υπερβαίνουμε τα όριά μας είναι όχι μόνο κοινωνικής αλλά και βιολογικής φύσης, τότε η εφαρμογή της πρόσφατης βιοτεχνολογικής δυνατότητας να επανασχεδιάσουμε την ανθρώπινη φύση δεν θα μεταβάλει, μεταξύ άλλων, αυτή την τυπικά ανθρώπινη ανάγκη μας; Υπάρχουν, άραγε, κάποια εγγενή και ανυπέρβλητα εμπόδια στην ικανοποίηση της σφοδρής επιθυμίας των ανθρώπων για αυθυπέρβαση και διαφυγή από τα στενότατα όρια μιας θνητής ζωής;


Κοινωνικοπολιτικές και βιοηθικές επιπλοκές 
της «δι-ανθρωπιστικής» ιδεολογίας

H πολυδιαφημιζόμενη στις μέρες μας ελπίδα για μια μαγική τεχνολογική έξοδο από τη βαθύτατη ανθρωπιστική κρίση της ύστερης Ανθρωπόκαινης εποχής δεν είναι ένα «αθώο» ιδεολόγημα επιστημονικής φαντασίας, δεδομένου ότι, στην αυγή της τρίτης χιλιετίας, μια σειρά από νέες τεχνολογίες -Βιοπληροφορική, Γενετική Μηχανική, Νευροτεχνολογία- στοχεύουν όχι τόσο σε επιμέρους «αυτο-βελτιωτικές» επεμβάσεις αλλά και στον συνολικό επανασχεδιασμό της ανθρώπινης φύσης.

Παραδόξως, η υλοποίηση στην πράξη της πολυπόθητης μετα-ανθρώπινης κατάστασης προϋποθέτει τον «απανθρωπισμό» της νεωτερικής πολιτικής, και, ταυτοχρόνως, τη «βιολογικοποίηση» της ανθρώπινης κατάστασης. Το φαινομενικό παράδοξο «λύνεται» αν αναλογιστούμε τον αξιοθρήνητα στρεβλό και παθητικό τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονες κοινωνίες οικειοποιούνται την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης και διαχειρίζονται τις εφαρμογές της.

Διόλου περίεργο, λοιπόν, που η κυρίαρχη βιοπολιτική επιταγή της εποχής μας είναι να καταφεύγουμε στις εντυπωσιακές κατακτήσεις της τεχνοεπιστήμης όχι τόσο για να διατηρήσουμε αλλά για να βελτιώσουμε ή και να υπερβούμε την... «ανθρώπινη κατάσταση». Ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία δεν φαίνονταν τόσο ρεαλιστική η υλοποίηση του όνειρου κάθε εξουσίας: ο ολοκληρωτικός έλεγχος της ανθρώπινης ζωής.


Η (δι-)ανθρωπιστική αυτοβελτίωση

Το «μετα-ανθρώπινο» (post-human) και το «δι-ανθρώπινο» (trans-human) είναι δύο νεολογισμοί που κωδικοποιούν το πρόσφατο αλλά διαδεδομένο πλανητικά ρεύμα σκέψης που προπαγανδίζει την τεχνολογική δυνατότητα και κυρίως την ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης της ανθρώπινης κατάστασης, της δημιουργίας δηλαδή ενός εντελώς νέου τύπου ανθρώπου που θα διαθέτει υπεράνθρωπες σωματικές και διανοητικές ικανότητες.

Αν και ιδιαίτερα διεισδυτικές φαντασιακά οι έννοιες του μετα-ανθρώπινου και του δι-ανθρώπινου χρησιμοποιούνται πολύ συχνά με τρόπο αόριστο ή σκοπίμως ανακριβή. Δεδομένης όμως της επιρροής και της γοητείας που ασκούν στον ανθρώπινο νου, χρειάζεται να διευκρινίζεται επιμελώς το πραγματικό περιεχόμενο και το εύρος των εφαρμογών τους.

Η έννοια του Τρανσουμανισμού (Δι-ανθρωπισμού) εισάγεται πρώτη φορά το 1927 στη δυτική γραμματεία από τον Τζούλιαν Χάξλεϊ, κορυφαίο Βρετανό εξελικτικό βιολόγο και αδελφό του συγγραφέα Αλντους Χάξλεϊ, ο οποίος στο δοκίμιο του «Religion without Revelation» έγραφε:

«Το ανθρώπινο είδος μπορεί, αν το επιθυμεί, να υπερβεί τον εαυτό του και όχι μόνο σποραδικά και κατά περίπτωση -ένα άτομο εδώ με έναν τρόπο, ένα άλλο άτομο εκεί με άλλο τρόπο- αλλά συνολικά ως ανθρωπότητα. Χρειαζόμαστε ένα όνομα γι’ αυτή τη νέα πίστη. Ισως αποδειχτεί χρήσιμος ο όρος τρανσουμανισμός (transhumanism): ο άνθρωπος που, αν και παραμένει άνθρωπος, υπερβαίνει τον εαυτό του, πραγματώνοντας νέες δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης του και λόγω ακριβώς της ανθρώπινης φύσης του».

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1957, ο Χάξλεϊ θα επανέλθει σε αυτή τη σκοτεινή έννοια, η οποία δειλά-δειλά αρχίζει να κυκλοφορεί στις πνευματικές ελίτ και κατά τη δεκαετία του 1980 θα γίνει σταθερό σημείο αναφοράς για πολλές καλλιτεχνικές και αισθητικές πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα, το περίφημο μανιφέστο Transhumanist Arts της Νατάσα Βίτα-Μορ, στο οποίο δηλώνεται ρητά ότι ο «δι-ανθρωπισμός» στοχεύει στην υπέρβαση της ανθρώπινης κατάστασης με πυξίδα και στόχο το μετα-ανθρώπινο.

Στα τέλη του εικοστού αιώνα, μάλιστα, ο Βρετανός φιλόσοφος Μαξ Μορ θα ορίσει ρητά τον αντι-ανθρωπιστικό χαρακτήρα αυτού του κινήματος που στοχεύει όχι πια στην τεχνολογική βελτίωση, αλλά στην «αντικατάσταση του Ανθρώπου». Εκτοτε, θα πολλαπλασιαστούν οι εταιρείες και οι οργανώσεις για την προώθηση του δι-ανθρωπισμού, με κορυφαία τη World Transhumanist Association που ιδρύθηκε το 1998 από τον οικονομολόγο David Pearce και τον φιλόσοφο Nick Bostrom.

Ο Νικ Μπόστρομ, ο σημαντικότερος, μέχρι πρόσφατα, προπαγανδιστής αυτού του κινήματος θα υποστηρίξει ότι ο δι-ανθρωπισμός πρέπει να θεωρείται ως η ακραία συνέπεια των ορθολογικών και εμπειριστικών αρχών Ανθρωπισμού και του Διαφωτισμού!

Χάρη σε μια ιδιότυπη ανάγνωση της ιστορίας, διατείνεται ότι το δι-ανθρωπιστικό πρόταγμα για τη μετα-ανθρώπινη τεχνολογική εξέλιξη ανάγεται και προκύπτει σχεδόν γραμμικά από τον συνδυασμό των επαναστατικών ιδεών του εργαλειακού και ορθολογικού εμπειρισμού και της φυσικής εξελικτικής θεωρίας που διατύπωσαν αντίστοιχα, το 1620, ο Φράνσις Μπέικον στο έργο του «Novum Organum» (Το Νέο Οργανο) και, πολύ αργότερα, το 1859, ο Κάρολος Δαρβίνος στην «Καταγωγή των ειδών».

Με μια εντελώς αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη ιστορικά κίνηση, η πολιτισμική κληρονομιά αιώνων δυτικής σκέψης, το έργο μεγάλων ορθολογικών διαφωτιστών όπως ο Χομπς, ο Καρτέσιος, ο Λοκ, ο Ρουσό, ο Καντ, φαίνεται πως οδηγεί αναπόφευκτα στη σημερινή Ανθρωπόκαινο εποχή και στην επερχόμενη μετα-ανθρώπινη κατάσταση.

Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στο ότι πρόκειται για μια εμφανώς διαστροφική ιστορική ανασυγκρότηση που αποβλέπει στην, εκ των υστέρων, δικαίωση της αντιανθρωπιστικής προπαγάνδας υπέρ και άρα στη νομιμοποίηση της μετα-ανθρώπινης κατάστασης.


Η επιταγή της «γυμνής ζωής»

Πώς όμως οι εντυπωσιακές κατακτήσεις της τεχνοεπιστήμης μπορούν στην εποχή μας να μετατρέπονται σε αντιανθρωπιστικές βιοπολιτικές πρακτικές;

Ανατρέχοντας στις στενότατες αμφίδρομες σχέσεις και στην παράλληλη ιστορία της Επιστήμης και της Πολιτικής, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι η εξέλιξη της νεωτερικής βιοπολιτικής διαπλέκεται στενά με την εξέλιξη της νεωτερικής επιστήμης, η οποία σχεδόν από την πρώτη στιγμή παρείχε -και εξακολουθεί να παρέχει- την απαραίτητη θεωρητική νομιμοποίηση αλλά και τα απαραίτητα τεχνολογικά εργαλεία για την άσκηση της νέας βιοπολιτικής.

Ο όρος «βιοπολιτική» εισάγεται το 1976 από τον Γάλλο ιστορικό φιλόσοφο Μισέλ Φουκό (M. Foucault) για να περιγράψει τις καινοφανείς τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από τη νεωτερική εξουσία.

Η επιλογή, κατά τη νεωτερική εποχή, της βιοπολιτικής ως κυρίαρχης εξουσιαστικής πρακτικής είχε ως συνέπεια να υποβαθμιστούν σταδιακά οι μεσαιωνικές «πειθαρχικές» και τιμωρητικές πρακτικές άσκησης της εξουσίας για χάρη των πιο μοντέρνων «βιορρυθμιστικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο σε μεμονωμένα άτομα ή σε μικρές κοινωνικές ομάδες, αλλά σε ολόκληρους πληθυσμούς και τελικά στο σύνολο των ανθρώπων ως βιολογικό είδος.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η νεωτερική εξουσία έπαψε να ασκεί κατασταλτικές ή και θανατηφόρες πολιτικές, όποτε το έκρινε απαραίτητο.

Ωστόσο, κατά τον εικοστό αιώνα, έγινε σαφές ότι η πρωταρχική επιλογή της κυρίαρχης εξουσίας ήταν περισσότερο ο προληπτικός έλεγχος παρά η εκ των υστέρων καταστολή: η βιοπολιτική ρύθμιση θεωρείται προτιμότερη -και κυρίως πολύ πιο αποτελεσματική!- από τη βίαιη πειθαρχική καταστολή.

Συνεπώς, το βαθύτερο βιοπολιτικό κίνητρο για τη μαζική εφαρμογή των πιο πρόσφατων τεχνοεπιστημονικών κατακτήσεων για την αναβάθμιση της δομής και της λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού δεν είναι οι νεωτερικές ανθρωπιστικές ιδέες περί κοινωνικής ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας αλλά, αντίθετα, η μετανεωτερική και εμφανώς αντιανθρωπιστική βαρβαρότητα που επιβάλλει ως δήθεν ιστορική αναγκαιότητα το να αντιμετωπίζονται πλέον οι άνθρωποι ως άβουλες και ανώνυμες βιολογικές «μηχανές» και όχι ως «πρόσωπα» υπεύθυνα για τις πράξεις τους.

Ακολουθώντας λοιπόν το σκεπτικό του Μισέλ Φουκό σχετικά με την πιο πρόσφατη ιστορική εξέλιξη της βιοπολιτικής, μπορεί κανείς εύλογα να ισχυριστεί ότι η μετανεωτερική βιοεξουσία επιβάλλεται πλανητικά μέσω των εργαλειακών πρακτικών της τεχνοεπιστήμης. Ετσι εξηγείται το γιατί, σήμερα, θεωρείται σχεδόν από τους πάντες προφανές και εύλογο ότι η ανθρώπινη ζωή έχει αξία μόνο ως «πρώτη ύλη», δηλαδή ως ένα εύπλαστο και τελικά αναλώσιμο υλικό πάνω στο οποίο οικοδομείται η καινοφανής πλανητική βιοπολιτική των αγορών.

Αυτό το κυρίαρχο μετανεωτερικό ιδεολόγημα εκδηλώνεται στην καθημερινή μας ζωή ως εσκεμμένη θανατο-πολιτική: η απροκάλυπτη και πλανητικά εφαρμοζόμενη στρατηγική της «γυμνής ζωής», που πρώτος την περιέγραψε ο κορυφαίος Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben) στο βιβλίο του «Homo Sacer: κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή» (κυκλοφορεί από τις εκδ. «Εξάρχεια»).

Αναλύοντας τα όσα «ανήκουστα» βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας, ο Αγκάμπεν καταλήγει στο πρόδηλο και, δυστυχώς, πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως επιβεβαιωμένο συμπέρασμα ότι: «Στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία».

Μολονότι ο Αγκάμπεν ξεκίνησε να γράφει το «Homo sacer» για να διερευνήσει τα αίτια της απάνθρωπης εξολοθρευτικής πολιτικής στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατέληξε σε μια πολύ ευρύτερη ιστορική-ανθρωπολογική θεώρηση των πιο πρόσφατων βιοπολιτικών πρακτικών, οι οποίες χρησιμοποιούν τις εκάστοτε βιοτεχνολογικές και βιοϊατρικές προόδους για να μετατρέψουν τη ζωή των ανθρώπων σε... «γυμνή ζωή».

Οι ιδιαίτερα εμβριθείς και ιστορικά τεκμηριωμένες αναλύσεις του τον οδήγησαν στο ιδιαίτερα ανησυχητικό συμπέρασμα ότι, στην εποχή μας, «η γυμνή ζωή δεν είναι πλέον εντοπισμένη σε έναν ιδιαίτερο και απομονωμένο τόπο ούτε και περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, αλλά κατοικεί στο βιολογικό σώμα κάθε έμβιου όντος».

Παραδόξως, αν και ολοφάνερα αντιανθρωπιστική η βιοπολιτική της μετα-ανθρώπινης κατάστασης κατάφερε τελικά να επιβληθεί πλανητικά επειδή θεωρείται το αναγκαίο αντιστάθμισμα στη χρεοκοπία των «ξεπερασμένων» ιδεών του Διαφωτισμού-Ανθρωπισμού και άρα ως η μόνη πρακτική «λύση» στα εμφανή πολιτικά αδιέξοδα και τις εγγενείς αδυναμίες της νεωτερικής δημοκρατίας.

Υπάρχουν ασφαλώς αρκετά και σοβαρά επιχειρήματα κατά της κατάχρησης του προθέματος «μετα-», ως μίας δόλιας πνευματικής τακτικής για την αποφυγή των αυστηρών και τεκμηριωμένων ορισμών του αντικειμένου που επιθυμούμε να περιγράψουμε.

Ελπίζουμε, εντούτοις, να έγινε σαφές το γιατί θεωρούμε ότι η έκφραση «μετα-ανθρώπινο» αποτελεί μια αρκετά επιτυχημένη περιγραφή της συντελούμενης στις μέρες μας γενικευμένης βιοπολιτικής απορύθμισης, που αποβλέπει στην εξάλειψη ό,τι, μέχρι πρόσφατα, θεωρούσαμε ως ουσιαστικές και αναπαλλοτρίωτες πτυχές της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων.



26/10/2018