Κρίστοφερ Κινγκ. Ο άνθρωπος που έκανε το Ηπειρώτικο Μοιρολόι διεθνές. Ένα οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης.



«Συναρπαστικό» έγραψε ο Τζιμ Τζάρμους για το βιβλίο του αμερικανού Κρίστοφερ Κινγκ «Ηπειρώτικο Μοιρολόι», το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «ΔΩΜΑ». Ανάλογα ήταν και τα δημοσιεύματα μεγάλων διεθνών μέσων ενημέρωσης. Συναρπαστική ήταν και η συνομιλία που είχα μαζί του το 2016 με αφορμή την ηχογράφηση 28 ακυκλοφόρητων παραδοσιακών ηπειρωτικών τραγουδιών.

Ο βραβευμένος με ΕΜΥ μουσικός παραγωγός δεν έγραψε με ακαδημαϊκό τρόπο για την μουσική της Ηπείρου, αλλά εξέφρασε τις βαθύτερες ανησυχίες του και αναζητήσεις. Πρόκειται για ένα εσωτερικό ταξίδι, ένα «οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης».

«Για εμένα το δημοτικό τραγούδι είναι ένα άυλο πνευματικό κεφάλαιο, ένα ανεκτίμητο περιουσιακό στοιχείο που έχετε στην Ελλάδα και είναι καθαρά δικό σας....Μιλάμε για μια μουσική που επιβίωσε από τα δεινά της τουρκοκρατίας, άντεξε καθ’ όλη τη διάρκεια της και αναδύθηκε σχετικά απαράλλαχτη. Ο Αριστοτέλης θα μιλούσε για τη ψυχοδυναμική επίδραση της μουσικής, θα  έλεγε πως όταν ακούς τη μουσική να παίζεται άρτια, με τον σωστό τρόπο και για τον σωστό σκοπό και την ακούς με την ανάλογη  προσοχή, τότε αυτή η μουσική μπορεί να διεγείρει και ανασυντάξει ανάλογα  τα συναισθήματά σου, προς τη σωστή οδό. Έτσι αντιλαμβάνομαι εγώ την κάθαρση, ξεμπλέκει όλη την κακία που είναι μέσα μας και μας αναμορφώνει. » μου είχε πει στην πρώτη μας κουβέντα.

Διαβάστε σχετικά:

Η παραδοσιακή μας μουσική για χρόνια είχε πέσει θύμα του μοντερνισμού, του εξευρωπαϊσμού και άλλων ιδεοληψιών. Εξακολουθεί να υπάρχει μια απαξίωση από κάποιους στο άκουσμά της. Όμως ο Κρίστοφερ Κινγκ, την προσέγγισε αγνά και ταπεινά, την πήρε στην ψυχή του και ένιωσε τον πλούτο της. Ίσως γι΄αυτό το λόγο οι όποιες αναφορές του σε αυτή έχουν απήχηση, ακουμπάνε κατευθεία την καρδιά. Καταλαβαίνει τη συνέχεια της στο πέρασμα των αιώνων. Βλέπει και αισθάνεται τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα. «Μια από τις αρετές, από τις αξίες του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού είναι ότι ενστερνίζεται τη ζωή και το θάνατο με ίσους όρους» είχε δηλώσει.

Το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι», είναι ένα βιβλίο αυτογνωσίας,
 δικής του και δική μας. 

«Το βιβλίο είναι πολύ απλά ένα ερωτικό γράμμα στη μουσική και τους ανθρώπους της Ηπείρου. Είναι μια μαρτυρία: η αγάπη αντέχει, η αγάπη επιβιώνει, η αγάπη είναι αρχαία» γράφει στον πρόλογο του πονήματός του
  ο κ. Κινγκ.

Το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι», θα υποστηρίξω, είναι ένα δώρο
 που μας κάνει ο κ. Κίνγκ.

Με αφορμή την ελληνική έκδοση του βιβλίου θα πραγματοποιηθούν στη χώρα μας τρεις παρουσιάσεις στις οποίες θα παρευρίσκεται και ο ίδιος ο συγγραφέας. Στις 5 Δεκεμβρίου στις 7 το απόγευμα στο Ωδείο Αθηνών, στις 12 Δεκεμβρίου, την ίδια ώρα, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και στις 14 του μηνός στο Μουσείο Αργυροτεχνίας Ιωαννίνων.

Η HuffPost Greece με την άδεια του εκδοτικού οίκου «ΔΩΜΑ»
προδημοσιεύει ένα απόσπασμα από το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι».

Ακολουθεί το απόσπασμα:

Υπήρχε μια εποχή στην οποία η μουσική λειτουργούσε τόσο σε μυστηριακό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, όπως η φωτιά. Σκοπός της μουσικής ήταν να γιατρεύει, ως εάν να εμπεριείχε κάποια μυστική δύναμη, κάποια πνευματική ωφελιμότητα. Όμως κάτι συνέβη. Το μυστηριακό και το πρακτικό διαχωρίστηκαν, κι η λειτουργία της μουσικής επαναπροσδιορίστηκε. 

Ενδείξεις που μαρτυρούν την άφατη λειτουργία της μουσικής επιβιώνουν και σήμερα στην Ήπειρο. Θα μπορούσε κανείς να πει πως, σαν ξένος και Δυτικός, εξιδανικεύω ό,τι δεν μπορώ να εξηγήσω, ή ότι κοιτάζω το φαινόμενο μέσα απ’ το πρίσμα του εξωτισμού. Όμως το γεγονός παραμένει: τούτοι οι ήχοι με συγκινούν. Το ότι η δική μου αντίδραση σ’ αυτούς τους ήχους μοιάζει να είναι ολόιδια μ’ εκείνη των χωρικών της Ηπείρου είναι ενδεχομένως κάτι συμπτωματικό· ή μπορεί να οφείλεται σ’ ένα ασύλληπτο σύνολο περιστάσεων. Δεν μπορώ να ξέρω. 

Η ισχυρότερη κριτική στην περιγραφή που προτείνω για τούτο το μουσικό φαινόμενο είναι η εξής: οι ισχυρισμοί μου αναφορικά με τη θεραπευτική λειτουργία αυτής της μουσικής έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με τα επιστημονικά δεδομένα ― με όσα γνωρίζουμε, ή νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, για την αρρώστια. Πώς μπορώ να είμαι βέβαιος ότι η συγκεκριμένη μουσική έχει πράγματι θεραπευτική δράση; Η ιαματική λειτουργία της μουσικής είναι κάτι πραγματικό ή φανταστικό; 

Προτού οι εξωγενείς δυνάμεις της νεωτερικότητας διεισδύσουν στην ελληνική ύπαιθρο, κάθε χωριό ήταν ένα ολόκληρο σύμπαν. Για πολλούς ανθρώπους, τούτοι οι οικισμοί αντιπροσώπευαν το σύνολο του γνωστού κόσμου. Οι αντιλήψεις ήταν τοπικές και μεταδίδονταν απ’ τον ένα στον άλλο. Τα αίτια των φαινομένων αποδίδονταν σε πράγματα αόρατα. Όπως ακριβώς το παγωμένο περιβάλλον της Αρκτικής διαμόρφωνε τις σκέψεις των Εσκιμώων, έτσι και το συχνά σκληρό και εχθρικό τοπίο της βορειοδυτικής Ελλάδας διαμόρφωνε τις πεποιθήσεις των Ηπειρωτών. Ο Ρίτσαρντ και η Εύα Μπλουμ συνοψίζουν το ζήτημα ως εξής: 

Επομένως, δεν έχει νόημα να συζητάμε ποιες είναι πιο πραγματικές «οι δοξασίες του χωριού ή οι επιστημονικές απόψεις». Η καθεμιά τους είναι πραγματική αν κατανοηθεί ως μέρος του άμεσου κόσμου στον οποίο ζει ο χωρικός, ενός κόσμου με χαρακτηριστικά επί των οποίων συμφωνούν, τουλάχιστον στις αδρές τους γραμμές, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού. Επειδή οι πεποιθήσεις για το τι είναι πραγματικό επηρεάζουν τη συμπεριφορά, καθοδηγώντας τις μελλοντικές πράξεις και εξηγώντας τις παλαιότερες, ο παρατηρητής που θα ήθελε να κατανοήσει καλύτερα τις δυνάμεις που επηρεάζουν το φέρσιμο του χωρικού θα πρέπει να ασχοληθεί με τα άρθρα πίστεως του χωρικού στον ίδιο βαθμό που θα ασχοληθεί με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. 

 Blog Editor

 4/12/2018  


















            ΣΧΕΤΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ              






1.
Κρίστοφερ Κινγκ: ''ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ''
Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική 
της Ευρώπης

Συνηθίζουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε τη μουσική σαν μια μορφή ψυχαγωγίας ― σαν μια πολυτέλεια, τελικά σαν κάτι το περιττό. Και πράγματι η μουσική που συνήθως ακούμε αυτόν το σκοπό έχει: να διασκεδάσει. Ποια ήταν όμως η πρωταρχική λειτουργία της μουσικής; Για ποιο λόγο άρχισαν κάποτε οι άνθρωποι να τραγουδούν και να χορεύουν;

Ο Κρίστοφερ Κινγκ, βραβευμένος μουσικός παραγωγός και μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου, υποστηρίζει ότι η μουσική στην πρωταρχική της μορφή είναι ένα γιατρικό για τις πληγές της ψυχής ― κάτι εξίσου απαραίτητο με τον αέρα και την τροφή.

Σταδιακά η μουσική έπαψε να έχει αυτή τη λειτουργία. Τα εύθραυστα πολιτισμικά οικοσυστήματα μες στα οποία η μουσική επιτελούσε το ιαματικό της έργο καταστράφηκαν.

Μ’ εξαίρεση μια απόμερη γωνιά της Ελλάδας, στις εσχατιές της Ευρώπης ― την Ήπειρο. Εδώ, σαν από θαύμα, κρατήθηκε ζωντανός ένας πανάρχαιος τρόπος ζωής που επέτρεψε στη μουσική να διατηρήσει το θεραπευτικό της ρόλο. Ο Κινγκ αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει σ’ αυτόν το σκληρό μα μαγικό τόπο, όπου η μουσική γίνεται ένα με την ποίηση, το χορό και τη γιορτή.

Ο Κινγκ γράφει για την ιστορία της Ηπείρου και το μεγαλείο του το­πίου, για τα πανηγύρια, τα τσίπουρα και τους Τσιγγάνους οργανοπαίχτες, για τα συλλογικά βιώματα και τις κοινές αναμνήσεις. Μας μιλά για τη μουσική σαν θρήνο, σαν νανούρισμα και σαν παρηγοριά. Μας μιλά γι’ ανθρώπους που ξέρουν να πενθήσουν και ξέρουν να γλεντήσουν.


Συνδυάζοντας το φιλοσοφικό στοχασμό με την ιστορική περιγραφή, τη μουσικολογική ανάλυση με την ανθρωπολογική ματιά, η παθιασμένη και παιγνιώδης αυτή αφήγηση παίρνει τελικά τη μορφή ενός ερωτικού γράμματος στη μουσική και τους ανθρώπους της Ηπείρου.




 «Η οδύσσεια αυτή θα λειτουργήσει μεταμορφωτικά σε οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για τη δύναμη της μουσικής ― από πνευματική, πολιτιστική, ιστορική ή πολιτική σκοπιά. Μέσω μιας ανθρωπολογικής αστυνομικής ιστορίας, ο Κρίστοφερ Κινγκ αποκαλύπτει με μαεστρία λεπτομέρειες και υπόρρητες συνάφειες που προσωπικά δεν είχα ποτέ μου καν φανταστεί. Συναρπαστικό».
                                    Jim Jarmusch 

«Αυτό το συναρπαστικό, εμπεριστατωμένο και ιδιότυπο βιβλίο δεν είναι απλώς ένα πόνημα μουσικοκριτικής ούτε μονάχα μια φιλοσοφική εξερεύνηση σχετικά με το νόημα της μουσικής ― είναι επίσης ένα ταξιδωτικό ημερολόγιο, στο οποίο ο συγγραφέας βυθίζεται στην κουλτούρα του τόπου που επισκέπτεται».
                                                     New York Review of Books 

«Απολαύστε την υπνωτιστική καθαρότητα του τοπίου ― φυσικού, ανθρώπινου και μουσικού― που φιλοτεχνεί [ο Κινγκ]. Το βάθος και η φρεσκάδα [της Ηπείρου] είναι αδιαμφισβήτητα, και ευχαριστώ τον κ. Κινγκ που μου πρόσφερε μια γουλιά».
                                        Wall Street Journal 

«Η κορύφωση της αφοσίωσης του Κινγκ στη μουσική αυτής της περιοχής και των δεσμών της με της χαμένες παραδόσεις της αμερικανικής δημώδους μουσικής… Όταν αφήνεις το βιβλίο, έχοντας διαβάσεις τις χυμώδεις περιγραφές των μουσικών κομματιών που αγαπά, η δική σου συλλογή θ’ αρχίσει ξαφνικά να λάμπει με μια παράξενη νέα δύναμη».
                                     Oxford American 

«Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί απ’ όλους όσοι ενδιαφέρονται για τη μουσική, ακόμη κι αν το δικό τους χωριό το χωρίζει απέραντη απόσταση από την Ήπειρο… Ο Κινγκ μελετά τη μουσική ως μια πανίσχυρη μορφή επικοινωνίας, ως ένα εργαλείο με σκοπό τη γιατρειά ή ακόμη και την επιβίωση, ως ένα κοινό βίωμα της κοινότητας».
                                       The National Herald





 Το μοιρολόι, παλμός της Ηπείρου. Τα μεθύσια με το τσίπουρο, η μαγεία των κυκλωτικών χορών και οι φιλίες που γεννήθηκαν από κοινά πάθη περιγράφονται μεταξύ άλλων στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ

2.
Δοκίμιο - Το μοιρολόι, παλμός της Ηπείρου

Ο μουσικολόγος και συλλέκτης σπάνιων δίσκων Κρίστοφερ Κινγκ, συγγραφέας του βιβλίου «Ηπειρώτικο Μοιρολόι», μιλάει στο «Βήμα» για τη γοητεία των πανηγυριών της Ηπείρου και εξηγεί γιατί όταν βρίσκεται στο Ζαγόρι αισθάνεται 30 χρόνια νεότερος

Ταξιδιωτικό χρονογράφημα, μουσικολογική μελέτη, ιστορικό δοκίμιο, φιλοσοφικός στοχασμός. Το βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» (κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Δώμα) εμπίπτει και στις τέσσερις αυτές κατηγορίες, υπερβαίνοντάς τες ωστόσο για να αποδώσει κάτι πιο αινιγματικό και γοητευτικό: τι ωθεί έναν άνθρωπο να θεωρήσει πατρίδα του έναν τόπο με τον οποίο δεν τον συνδέει τίποτε άλλο πέραν μιας παθιασμένης αγάπης για τη μουσική του. Ο βραβευμένος με Grammy αμερικανός μουσικός παραγωγός και μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου ενδιαφέρθηκε για την Ηπειρο χάρη στα έντονα συναισθήματα που του προκάλεσε ο ήχος του βιολιού του Αλέξη Ζούμπα με τον οποίο ήρθε πρώτη φορά σε επαφή χάρη στους μυστηριώδεις δίσκους 78 στροφών που ανακάλυψε σε ένα παλαιοπωλείο της Κωνσταντινούπολης. Το βάθος των συναισθημάτων στο παίξιμο του τσιγγάνικης καταγωγής οργανοπαίκτη αλλά και η αρχέγονη ατμόσφαιρα του μοιρολογιού προκάλεσαν κάτι σαν επιφοίτηση στον Κινγκ, ο οποίος άρχισε να επισκέπτεται τα Ζαγοροχώρια δημιουργώντας μια σχεδόν ερωτική σχέση με τα τοπικά πανηγύρια, ειδικά αυτό της Βίτσας. «Οταν είμαι στο Ζαγόρι, νιώθω 30 χρόνια νεότερος, σαν να κυλάει το αίμα στις φλέβες μου πιο γρήγορα και σαν ο αέρας να ανανεώνει κάθε κύτταρό μου. Το μυαλό μου μοιάζει να τα επεξεργάζεται όλα σε βαθύτερο επίπεδο. Γίνομαι μια πιο συμπαγής εκδοχή του εαυτού μου, ψυχολογικά, νοητικά και σωματικά. Εάν έπρεπε να εξηγήσω το γιατί, θα το απέδιδα στις συνθήκες υπό τις οποίες μεγάλωσα στη Δυτική Βιρτζίνια, σε μια αγροτική περιοχή των ΗΠΑ. Η οικογένειά μου έζησε όπως ζούσαν οι Σαρακατσάνοι. Νομίζω πως ανακάλυψα σε ένα απομακρυσμένο κομμάτι της Ελλάδας την πατρίδα που έχασα εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και των πάσης φύσεως εκμοντερνισμών» δηλώνει τώρα, σε μια συζήτηση που έλαβε χώρα με αφορμή την ελληνική έκδοση του πονήματός του αλλά και τις τρεις παρουσιάσεις του που θα πραγματοποιηθούν επί ελληνικού εδάφους, στις 5 Δεκεμβρίου στο Ωδείο Αθηνών, στις 12 Δεκεμβρίου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και στις 14 του μηνός στο Μουσείο Αργυροτεχνίας Ιωαννίνων.

Ο φανατικός ρέκτης της «αρχαιότερης ζωντανής δημώδους μουσικής της Ευρώπης», όπως την αποκαλεί, σκοπεύει μάλιστα εντός του επόμενου έτους να μετακομίσει μόνιμα στα Ζαγοροχώρια, ενώ βρίσκεται σε συνεννόηση με τους εκεί συλλόγους ώστε με βάση τη σπάνια συλλογή του με ηπειρώτικη και δημοτική μουσική να ιδρυθεί Αρχείο Ηπειρωτικής Μουσικής στον οικισμό Κάτω Πεδινά. «Εδώ και 22-23 χρόνια κάνω μεγάλη προσπάθεια για την επιβίωση της παλιάς μουσικής συλλέγοντας δίσκους αλλά και συνεργαζόμενος με μουσεία και αρχεία. Εδώ στις ΗΠΑ η μουσική κουλτούρα έχει αλλάξει δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ στην Ηπειρο η παράδοση ταξιδεύει σχεδόν ατόφια μέσα στον χρόνο, κυρίως, κατά τη γνώμη μου, λόγω της αίσθησης που έχουν οι άνθρωποι ότι τη δημιούργησαν οι ίδιοι και ευθύνονται για την τύχη της. Ετσι αποφάσισα να μετακομίσω εκεί, όλα εδώ αισθάνομαι πως είναι νεκρά και ρημαγμένα, στην Ηπειρο – και ενδεχομένως και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά εγώ αυτό έχω γνωρίσει – υπάρχει ακόμη παλμός».

Στο βιβλίο του, οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες του από τις επισκέψεις του στα Ζαγοροχώρια – τα μεθύσια με το τσίπουρο, η μαγεία των κυκλωτικών χορών και οι φιλίες που γεννήθηκαν από κοινά πάθη – εναλλάσσονται με την ενδιαφέρουσα ιστορία της περιοχής και με τα βιογραφικά στοιχεία δύο εμβληματικών μουσικών: του προαναφερθέντος Ζούμπα και του κλαριντζή Κίτσου Χαρισιάδη. Ο πρώτος μετοίκησε στις ΗΠΑ, έκανε ηχογραφήσεις στη Νέα Υόρκη και πέθανε στην ξενιτιά, ενώ ο δεύτερος πέρασε όλη του τη ζωή κοντά στη γενέτειρά του. Οι ερμηνείες του Ζούμπα σφραγίστηκαν από τον νόστο, ενώ του Χαρισιάδη από την ελαφράδα ενός βίου που ξετυλίγεται με φόντο γνώριμα τοπία. Τον Μάρτιο ο Κινγκ έχει προγραμματίσει μάλιστα ένα ταξίδι στο Ντιτρόιτ με σκοπό να τοποθετήσει κανονική ταφόπετρα στο μνήμα του Ζούμπα, στο οποίο υπάρχει μονάχα μια επιγραφή με τον αριθμό #396, αφού είχε πεθάνει άπορος και μόνος.

Μοιρολόι και μπλουζ

Υπάρχει σε κάποιο κεφάλαιο ένα συγκινητικό στιγμιότυπο. Ο Κινγκ ρωτάει την 89χρονη Ελλη Καββάκου, ανιψιά του Χαρισιάδη, γιατί κλαίει κάθε φορά που ακούει κάποιο μοιρολόι. «Κλαίω γιατί είναι μοιρολόι» του απαντάει εκείνη με απόλυτη φυσικότητα. Αναρωτιέμαι αν έχει και ο ίδιος παβλοφικές αντιδράσεις σε κάποια τραγούδια. «Φυσικά και έχω την αίσθηση πως αυτό που την κάνει να κλαίει είναι το ίδιο που κάνει εμένα να κλαίω ακούγοντας ένα παλιό αμερικανικό μπλουζ ή μια γκόσπελ ηχογράφηση ή κάποιο φολκ τραγούδι από τα Απαλάχια όρη. Δεν μπορώ να ανιχνεύσω την ακριβή αιτία, μόνο να παρατηρήσω το αποτέλεσμα» απαντάει. Ο Κρίστοφερ Κινγκ είναι προφανώς ένας άνθρωπος παθιασμένος με την αυθεντικότητα. Ανησύχησε καθόλου γράφοντας το βιβλίο πως η δημοσιότητα που ενδεχομένως να λάμβανε η ηπειρώτικη μουσική, και ειδικά τα πανηγύρια, εξαιτίας του θα μπορούσε να οδηγήσει στη «νόθευσή» της; «Το φοβόμουν και ακόμη δεν έχω καθησυχάσει απολύτως. Η Ηπειρος όμως δεν είναι ένας προορισμός εύκολα προσβάσιμος. Αφήστε που πιστεύω πως ακόμα κι αν λίγοι τολμηροί αποφασίσουν να την επισκεφθούν θα σεβαστούν το τοπίο και την κουλτούρα του. Εχω επίσης τυφλή εμπιστοσύνη στους Ηπειρώτες. Δεν θα άφηναν ποτέ τον τόπο τους να γίνει κάτι σαν Ντίσνεϊλαντ. Ελπίζω πως η απόφαση ενός τρελού Αμερικανού να μετακομίσει στον τόπο τους επειδή λάτρεψε τα τραγούδια τους θα τους εμπνεύσει κιόλας να αναλογιστούν πόσο ξεχωριστή είναι η μουσική τους και πως θα πρέπει να την υπερασπιστούν πάση θυσία» εξηγεί.

Κάποια αποσπάσματα του βιβλίου φανερώνουν επίσης την πλήρη άγνοια του Κινγκ σχετικά με την ποπ κουλτούρα. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια δεν είχε καν ακουστά το όνομα Λέοναρντ Κοέν. «Κοιτάξτε, πρέπει να καταλάβετε ότι δεν ακούω μουσική χαλαρά, ακούω μουσική στο δωμάτιό μου, τους δίσκους 78 στροφών που έχω, δεν ακούω ραδιόφωνο, δεν παρακολουθώ τηλεόραση, πηγαίνω σπανίως στο σινεμά και αποφεύγω τις περισσότερες φορές τις συναυλίες. Οταν βρίσκομαι στην Ελλάδα, είμαι πιο κοινωνικός, όμως στις ΗΠΑ γίνομαι κάτι σαν ερημίτης. Δεν ήταν δύσκολο για μένα να μην έχω ακουστά τον Λέοναρντ Κοέν» λέει. Η σύγχρονη μουσική παραγωγή δεν τον αφορά καθόλου; «Νομίζω πως η μεγάλη διαφορά της σύγχρονης μουσικής με την παραδοσιακή μουσική έγκειται στο τι εκφράζει κάθε είδος. Οι μουσικοί της παράδοσης εξέφραζαν ανέκαθεν τη συλλογική συνείδηση, τις εμπειρίες μιας κοινότητας, είχαν μια οικουμενικότητα στα έργα τους. Οι μουσικοί του σήμερα αναδεικνύουν το εγώ τους, οι δημιουργίες τους αποθεώνουν την ατομικότητα, είναι απολύτως υποκειμενικές. Δεν με αγγίζει αυτό».






Κορωνίδα της συλλογής

Ενας τόσο οργανωμένος συλλέκτης ποιο κομμάτι της συλλογής του θεωρεί κορωνίδα της; «Νομίζω το πιο πολύτιμο απόκτημά μου είναι ο δίσκος δύο αφροαμερικανίδων γυναικών, της Γκίσι Γουάιλι και της Ελβι Τόμας, που λέγεται “Last Kind Words Blues”. Αυτή η ηχογράφηση περικλείει πραγματικά ό,τι είναι πραγματικά σημαντικό στον κόσμο της μουσικής». Από τα ηπειρώτικα έχει κάποιο αγαπημένο; «Ειλικρινά, δεν μπορώ να επιλέξω. Είναι κάποιες φορές που αισθάνομαι επιτακτική την ανάγκη να ακούσω έναν “Σκάρο” από τον Κίτσο Χαρισιάδη   ή το “Μοιρολόι” του Ζούμπα, άλλοτε θέλω να καθίσω στο δωμάτιό μου και να βάλω έναν σκοπό από το Πωγώνι ή ένα “Φυσούνι” να παίζει». Προς το τέλος της κουβέντας μας του εκμυστηρεύομαι τη δική μου σύνδεση με την ηπειρώτικη μουσική και ότι ο βλάχος πατέρας μου πέθανε από καρδιακή ανακοπή που υπέστη την ώρα που τραβούσε πρώτος τον χορό έχοντας κάνει παραγγελιά το τραγούδι «Ο Σεβντάς». «Λυπάμαι πολύ», μου απαντάει, «αλλά αυτή η ιστορία είναι και μία από τις πιο όμορφες που έχω ακούσει ποτέ. Εχω σκεφτεί κι εγώ ότι θα ήταν ευτυχισμένος ένας θάνατος που θα μου συνέβαινε ενώ χορεύω τον “Σαμαντάκα”».

Νάστος Γιώργος

https://www.tovima.gr/printed_post/to-moiroloi-lfpalmos-tis-ipeirou/
2/12/2018