Το πείραμα των Πρεσπών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
(1)Το διπλό «χτύπημα» Ζάεφ και Καμμένου.
(2)Eλληνική εξωτερική πολιτική και το σύνδρομο του «καλού παιδιού».
 (3)Στα «βράχια» οδηγείται η Συμφωνία των Πρεσπών, 
«καίγονται» οι ιδέες για... Πρωτόκολλα.
 (4)«Μακεδονία του Αιγαίου»: Η ιστορία 
των αλυτρωτικών διεκδικήσεων και γιατί ο Ζάεφ ανακινεί το θέμα.


Ακόμη και αν ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ ενίοτε υιοθετεί ακραίες απόψεις χάριν της εξασφάλισης της πλειοψηφίας των 2/3, ώστε να υλοποιήσει τη συνταγματική αναθεώρηση, αυτή η ανάγκη του καταδεικνύει πως ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός όχι μόνο δεν έχει κοπάσει, αλλά και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα στο εσωτερικό της γείτονος.
  
 Το πείραμα των Πρεσπών.

O πρωθυπουργός της FYROM προβαίνει σε αναφορές που κινούνται εκτός του πνεύματος της Συμφωνίας των Πρεσπών, προκαλώντας το αίσθημα των Ελλήνων. Το κρίσιμο ζήτημα είναι, εφόσον συνειδητά παρρεκλίνει του γράμματος των Πρεσπών, αν μας προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει. Αλλωστε, είναι αναμενόμενο να δίνονται διαφορετικές ερμηνείες, δεδομένου ότι κάποια σημεία της Συμφωνίας παρέμειναν ασαφή προκειμένου να προκύψει ένας ισορροπημένος συμβιβασμός.

Αυτό προφανώς έγινε εν γνώσει των κυβερνήσεων, με (στιγμιαία;) συνεργατική διάθεση και υπό την παρότρυνση μέρους του ξένου παράγοντα – εφόσον το ονοματολογικό συνδέθηκε με ευρύτερες επιδιώξεις, όπως η ανάσχεση της ρωσικής επιρροής. Σήμερα, όμως, ο Ζάεφ σε αρκετές περιπτώσεις αφαιρεί το προσωπείο του μετριοπαθούς (που όντως είναι σε σχέση με το μεγαλύτερο κομμάτι της πολιτικής ελίτ της γείτονος) και στη θέση του φοράει αυτό του σκληροπυρηνικού υπερασπιστή των δικαιωμάτων των «Μακεδόνων», εντός και εκτός χώρας.

Ακόμη και αν ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ ενίοτε υιοθετεί ακραίες απόψεις χάριν της εξασφάλισης της πλειοψηφίας των 2/3, ώστε να υλοποιήσει τη συνταγματική αναθεώρηση, αυτή η ανάγκη του καταδεικνύει πως ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός όχι μόνο δεν έχει κοπάσει, αλλά και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα στο εσωτερικό της γείτονος. Διότι σε διαφορετική περίπτωση ο συνήθως «μετρημένος» Ζάεφ δεν θα υποχρεωνόταν σε λεκτικά ολισθήματα, επιβεβαιώνοντας πως τα απτά οφέλη της συμφωνίας με την Ελλάδα δεν είναι αρκετά για να συγκρατήσουν τον αλυτρωτισμό τους.
Και εδώ το πρόβλημα δεν είναι αν μπορούν αυτοί να προβούν σε ενέργειες εις βάρος της Ελλάδας, αλλά αν τρίτες δυνάμεις στο μέλλον υποδαυλίσουν εντάσεις, χειραγωγώντας την εθνική συνείδηση των γειτόνων που βασίζεται στην επινόηση του μακεδονισμού. Οταν ακόμη πριν από την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών παρατηρούμε φαινόμενα απόκλισης από τα συμφωνηθέντα, τότε γεννιέται το ερώτημα αν ο συμβιβασμός θα είναι εντέλει λειτουργικός και βιώσιμος.
Ούτως ή άλλως, είναι αφελές να πιστεύουμε ότι η ιδεολογία του εθνικισμού πατάσσεται απλά και μόνο με μια γραπτή συμφωνία, ακόμη και αν αυτή έχει τη σφραγίδα του ΟΗΕ. Προς τούτο, οι Πρέσπες καθίστανται ένα πείραμα: μια ισχυρή Ελλάδα που θα συμβάλλει συστηματικά στη σταθεροποίηση και την ευημερία της FYROM (κομβικός ο ρόλος του λιμανιού της Θεσσαλονίκης), που θα προσφέρει την τεχνογνωσία της για τον εκδημοκρατισμό των θεσμών και ό,τι άλλο απαιτείται για να βρεθούν εν ευθέτω χρόνω οι γείτονες στην ευρωπαϊκή οικογένεια, που θα αναλάβει την εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας δύναται να μετριάσει τον ανθελληνισμό και κατά συνέπεια να αισθάνεται πιο ασφαλής.

Αντιθέτως, αν οι βόρειοι γείτονες μας καθηλωθούν στις εθνοτικές αντιθέσεις και την οικονομική δυσπραγία, παραμένοντας μακριά από την ΕΕ, τόσο το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού» θα ευδοκιμεί και αυτοί θα καθίστανται ευάλωτοι σε επιρροές άλλων δυνάμεων.

'Ετσι, η Συμφωνία των Πρεσπών (εφόσον ολοκληρωθεί) δεν είναι παρά μόνο η αρχή ενός ανηφορικού δρόμου που ενδέχεται να αποδειχθεί αδιέξοδος.

  Κωνσταντίνος Φίλης,
διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου 
«Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»

7 Δεκεμβρίου 2018 


           ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ          




1.
Το διπλό «χτύπημα» Ζάεφ και Καμμένου.


Ο Ζόραν Ζάεφ και ο Πάνος Καμμένος επέλεξαν να ξαναχτυπήσουν στο μαλακό υπογάστριο της κυβέρνησης, στην συμφωνία των Πρεσπών, την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας συναντούσε στο Κρεμλίνο τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Με διαφορετικές αφετηρίες και στοχεύσεις ο καθένας, έβαλαν ξανά στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας το Μακεδονικό με όρους αρνητικούς για τον κυβερνητικό σχεδιασμό. Προφανώς δεν ήταν η καλύτερη εξέλιξη για το Μαξίμου, και προφανώς δεν είναι η καλύτερη πολιτική υποθήκη για τον δύσκολο Φεβρουάριο που έχει μπροστά της η κυβέρνηση – τον μήνα που, όπως όλα δείχνουν, θα φθάσει προς κύρωση στην Βουλή η συμφωνία των Πρεσπών.
Και τούτο διότι ο μεν Ζόραν Ζάεφ – έστω και για λόγους εσωτερικής πολιτικής ανάγκης – έρχεται να δώσει νέα επιχειρήματα στους πολέμιους της συμφωνίας, ο δε Πάνος Καμμένος έρχεται να αναζωπυρώσει το δομικό ερώτημα περί των ορίων αντοχής και επιβίωσης της παρούσας συγκυβέρνησης.
Η νέα δήλωση Ζάεφ - «είμαστε Μακεδόνες και μιλάμε μακεδονικά, κανείς δεν θα πρέπει να μας το αμφισβητεί αυτό» - ήρθε πριν καν στεγνώσει το μελάνι της παρέμβασης Νίμιτς και των εξηγήσεων που έδωσαν τα Σκόπια για τις αναφορές του πρωθυπουργού της πΓΔΜ σε «Μακεδόνες της Ελλάδας». Και, παρ’ ότι το Μαξίμου εξακολουθεί να αποδίδει την ρητορική αυτή στην προσπάθειά Ζάεφ να κλειδώσει την δύσκολη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για τις συνταγματικές αλλαγές, είναι προφανές ότι μπορεί να κάνει ζημιά στο εξίσου λεπτό εγχείρημα διασφάλισης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που θα κυρώσει την συμφωνία των Πρεσπών και στην Αθήνα.
Υπό αυτό το πρίσμα, τα ραντάρ του Μαξίμου παραμένουν στραμμένα κυρίως προς την πλευρά του Ποταμιού, από το οποίο η κυβέρνηση αναμένει τέσσερις θετικές ψήφους στην συμφωνία – εκείνες των Σταύρου ΘεοδωράκηΓιώργου ΜαυρωτάΣπύρου Δανέλλη και Σπύρου Λυκούδη. Το κλίμα των τελευταίων ημερών όμως φέρεται να θέτει ερωτήματα για το σύνολο αυτών των ψήφων – ερωτήματα, που κάποιες πλευρές συνδέουν και με τα παρασκηνιακά σενάρια για πολιτικές γέφυρες του Σταύρου Θεοδωράκη με την ΝΔ.
Επ’ αυτού του κλίματος ίσως είναι ενδεικτική και η χθεσινή ανακοίνωση του Ποταμιού, με την οποία καλείται η κυβέρνηση, «αντί να αδρανεί, να ζητήσει από την ηγεσία της πΓΔΜ να δεσμευθεί επισήμως και με σαφήνεια και όχι απλώς με προφορικές δηλώσεις ότι δεν θέτει μειονοτικά ζητήματα», ενώ διακριτικές μεν, ορατές δε, επιφυλάξεις για την πορεία εφαρμογής της συμφωνίας των Πρεσπών εξέφρασε αυτή την εβδομάδα και ο Σπύρος Λυκούδης.
Την ίδια ώρα, η δήλωση Καμμένου ότι «έχει λήξει κάθε συζήτηση για επιβίωση της λεγόμενης "συμφωνίας των Πρεσπών"» έβαλε τέλος στο μορατόριουμ που είχε ακολουθήσει ο υπουργός Αμυνας μετά την παραίτηση Κοτζιά. Και έδωσε την ευκαιρία στην ΝΔ να κλιμακώσει ξανά την πίεση προς τον πρόεδρο τον ΑΝΕΛ – μια πίεση, που έχει σαφή στρατηγική στόχευση να τον εξωθήσει στην αποχώρηση από την κυβέρνηση πριν έρθει στην Βουλή η συμφωνία των Πρεσπών. «Ο τελευταίος που δικαιούται να καμώνεται τώρα ότι το κατάλαβε, είναι εκείνος που έδωσε το στυλό στον κ. Τσίπρα για να υπογράψει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά ποιος έχασε τη ντροπή του για την βρει ο Πάνος Καμμένος», ήταν το χαρακτηριστικό μήνυμα της ΝΔ.
Απόντος και του Αλέξη Τσίπρα στην Μόσχα, οι εξελίξεις αυτές έφεραν μια σχετική αμηχανία στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Το κεντρικό στίγμα, ωστόσο, που εξέπεμπαν χθες το βράδυ κυβερνητικές πηγές ήταν πως η υλοποίηση της συμφωνίας των Πρεσπών παραμένει πρωταρχική και στρατηγική επιλογή. Πέραν τούτου, οι ίδιες πηγές έστελναν κι ένα διπλό μήνυμα. Ο πρώτος αποδέκτης ήταν το Ποτάμι, με την επισήμανση ότι αναμένουν από τον Σταύρο Θεοδωράκη «να κινηθεί βάση αρχών και πολιτικής συνέπειας». Ο δεύτερος ήταν βεβαίως ο κυβερνητικός εταίρος, ο Πάνος Καμμένος, για τον οποίον όπως έλεγαν «προφανώς και παραμένει εν ισχύ η δέσμευση του στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο».

Πρόκειται για την γνωστή δέσμευση ότι δεν θα συμπράξει με την ΝΔ για να πέσει η κυβέρνηση – μια δέσμευση, πάντως, που νωρίτερα μάλλον είχε αμφισβητήσει ο βουλευτής των ΑΝΕΛ Κώστας Κατσίκης λέγοντας ότι ενδεχόμενη αποχώρηση των Ανεξάρτητων Ελλήνων από την κυβέρνηση όταν έρθει προς κύρωση η συμφωνία των Πρεσπών σημαίνει και άρση της εμπιστοσύνης, άρα και απώλεια της δεδηλωμένης.
ΝΙΚΟΛ ΛΕΙΒΑΔΑΡΗ
8/12/2018

2.
Χρήστος Ζαχαράκις: 
Η ελληνική εξωτερική πολιτική και το σύνδρομο του «καλού παιδιού». 

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ζόραν Ζάεφ περί δυνατότητας «διδασκαλίας της “μακεδονικής” γλώσσας» στην Ελλάδα αλλά και περί «αιγαιατών “Μακεδόνων”» δεν αποκλείεται να λειτουργήσουν ως θρυαλλίδα εξελίξεων για την τύχη της συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτό είναι ορατό στα συναισθήματα απογοήτευσης έως και θυμού που χαρακτηρίζουν όσους στήριξαν αυτή τη συμφωνία, ακόμη και υπό το σκεπτικό ότι είναι καλύτερο να έχεις μία ατελή συμφωνία, παρά τίποτε.

Ωστόσο, για τον γεννημένο στην Αθήνα το 1939, πρέσβη επί τιμή Χρήστο Ζαχαράκι, οι δηλώσεις Ζάεφ δεν αποτέλεσαν έκπληξη. «Από την πρώτη ώρα, πριν καν μπουν οι υπογραφές στις Πρέσπες, άρχισε να μιλάει για Ελληνες και Μακεδόνες και εκεί, ακριβώς, είναι η καρδιά του προβλήματος», επισημαίνει στις «Σαββατιάτικες Συναντήσεις», υπογραμμίζοντας πως ο τρόπος που είναι διατυπωμένη η συμφωνία, «επιτρέπει στην άλλη πλευρά να την αξιοποιεί κατά πώς την εξυπηρετεί για τα δικά της συμφέροντα».

Εγώ ως Ζαχαράκις λέω να μην περάσει η συμφωνία των Πρεσπών. Δεν σημαίνει ότι θα γίνει και έτσι», σημειώνει ο πρέσβης επί τιμή στις «Συναντήσεις».

Ο Ζαχαράκις έχει ισχυρή άποψη για το ζήτημα. Από το 1994 διετέλεσε μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, όπου διαπραγματεύθηκε την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 με τα Σκόπια, καθώς και το θέμα της ονομασίας τους έως το 1999.

Στη διάρκεια της συζήτησής μας αναδεικνύει δύο, κατά την άποψή του, ουσιώδη προβλήματα της συμφωνίας: Αφενός ότι εκ των πραγμάτων υποτιμήθηκαν τα στοιχεία της εθνικότητας και της γλώσσας, αφετέρου ότι η συμφωνία υλοποιήθηκε με ταχείς ρυθμούς, λόγω έντονου ενδιαφέροντος από τρίτες χώρες, στοιχείο που δεν αξιοποίησε η Αθήνα.

«Ολα αυτά τα χρόνια, τα Σκόπια αρνούνταν ουσιαστικά να συζητήσουν οτιδήποτε άλλο πέραν της συνταγματικής τους ονομασίας», σημειώνει ο Ζαχαράκις. Ως αποτέλεσμα, διαπραγμάτευση ουδέποτε είχε προχωρήσει στα υπόλοιπα δύο στοιχεία, «που συνέθεταν ωστόσο ένα όλον, τη γλώσσα και την εθνότητα». Κάτι που άλλαξε, του επισημαίνω, στις Πρέσπες. «Δεν κρίνω εάν το όνομα είναι καλό ή κακό, σωστό ή άδικο. Η, εντός εισαγωγικών, παραχώρηση αυτή από τα Σκόπια, επέτρεψε να προχωρήσει η διαπραγμάτευση στα υπόλοιπα δύο θέματα, τα οποία όμως η Αθήνα τα παρέδωσε και τα δύο», είναι η αιχμηρή απάντησή του.

«Η διαπραγμάτευση αυτή είχε ένα περίεργο στοιχείο, ότι έγινε κατά τρόπο πολύ γρήγορο», προσθέτει ο Ζαχαράκις. «Εκτός από τους δύο αντισυμβαλλομένους, το ενδιαφέρον των τρίτων ήταν τόσο απροκάλυπτο που θα έπρεπε να γίνει αντιληπτό και να τύχει αξιοποιήσεως από την ελληνική πλευρά. Ηταν φανερό ότι η πλευρά των Σκοπίων βρισκόταν στην ανάγκη να βρει μία λύση», σημειώνει. Η Αθήνα θα μπορούσε να επιδιώξει το όνομα «Σλαβομακεδονία» εκτιμά, εξηγώντας πως «έδινε μία πιο καθαρή εικόνα στην όλη υπόθεση και, ταυτόχρονα, διευκόλυνε και τα άλλα δύο πεδία της συμφωνίας, ότι δηλαδή η εθνότητα και η γλώσσα θα ήταν σλαβομακεδονική».

Ο συνομιλητής μου δεν συμμερίζεται την άποψη ότι είναι καλύτερη μία ελλιπής συμφωνία από τη μη συμφωνία. «Το δίλημμα θα ίσχυε εάν είχαμε μία καλή συμφωνία και εμείς επιμέναμε ότι δεν θέλουμε καμία συμφωνία» σχολιάζει, ενώ στο ερώτημά μου εάν ο ίδιος θα εισηγείτο να απορριφθεί από την ελληνική Βουλή, σημειώνει: «Εγώ ως Ζαχαράκις λέω να μην περάσει. Δεν σημαίνει ότι θα γίνει και έτσι. Δεν νομίζω ότι αυτοί που θα ψηφίσουν υπέρ της συμφωνίας είναι όλοι, στην πράξη και στην ουσία, υπέρ αυτής, άλλοι λόγοι συντρέχουν. Το όλο σκεπτικό πίσω από την απόφασή μας να φτάσουμε σε μία τέτοια συμφωνία ήταν ότι πρέπει να εξυπηρετηθούν λόγοι εξωγενείς... εάν αυτό εξακολουθεί να ισχύει, βεβαίως να περάσει».

Του μεταφέρω το επιχείρημα ότι μία υπαναχώρηση της Ελλάδας τώρα, θα την καθιστούσε στόχο φίλιων πυρών. Ο Ζαχαράκις δεν έχει αμφιβολία ότι έτσι θα συνέβαινε. «Είναι αρχή των διεθνών σχέσεων ότι τα μικρότερα κράτη είναι καρπαζοεισπράκτορες. Δεν είναι θέμα ρομαντισμού ή μη, είναι θέμα ρεαλισμού. Οπως όλα, όμως, έτσι κι αυτό έχει τα όριά του. Και αυτά τα όρια αποκαλύπτουν ότι μπορεί να αναφανούν δυνάμεις που δεν τις υπολογίζει κανείς... Υπάρχει τρόπος να αναζητήσεις συμμαχίες και στηρίγματα, ανάλογα με τα συμφέροντα των άλλων χωρών. Στηρίγματα, τα οποία βέβαια θα πληρωθούν. Τίποτε δεν δίνεται τσάμπα στις διεθνείς σχέσεις, τίποτε δεν δίνεται για λόγους συμπάθειας ή λόγους αγάπης».

Με διαδρομή 35 ετών στο διπλωματικό σώμα και έχοντας, μεταξύ άλλων, υπηρετήσει ως πρέσβης στη Λευκωσία και στο Λονδίνο, ο Ζαχαράκις βρέθηκε επικεφαλής της ελληνικής διπλωματικής αντιπροσωπείας στην Ουάσιγκτον επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου. Καθώς η συζήτησή μας γίνεται σχεδόν παράλληλα με την εξόδιο ακολουθία για τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο, ρώτησα τον πρέσβη Ζαχαράκι για την τότε στάση του Λευκού Οίκου έναντι των Σκοπίων. «Ο πρόεδρος Μπους, ούτως ή άλλως άνθρωπος μετριοπαθής, προσπαθούσε να αποφύγει τις ακραίες θέσεις και εισηγήσεις που του υπέβαλε το σύστημα», αφηγείται ο Ζαχαράκις, εξηγώντας πως ο τότε πρόεδρος και το επιτελείο του Λευκού Οίκου ήρθαν συχνά σε αντιπαράθεση με τους «σκληρούς» του State Department (James Baker και L. Eagleburger) για το ζήτημα και των Σκοπίων. Ο ίδιος αποδίδει αυτή τη στάση και στις εξαιρετικά καλές προσωπικές σχέσεις του Μπους με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. «Μιλούσαν στο τηλέφωνο απευθείας, είχαν εξαιρετική σχέση και αυτό προφανώς επηρέαζε, χωρίς βέβαια να μεταβάλει το βασικό σχήμα που ίσχυε τότε και ισχύει και σήμερα ότι δηλαδή οι σχέσεις Αθήνας - Ουάσιγκτον είναι διμερείς αλλά με τριγωνική διάσταση, καθώς περνάνε από την Αγκυρα». Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι ΗΠΑ καθυστέρησαν σημαντικά να αναγνωρίσουν τη FYROM, το έπραξαν το 1994 και ενώ είχε αρχίσει η συζήτηση περί ενδιάμεσης συμφωνίας. Εις ό,τι αφορά τον δικό του ρόλο εκείνη την περίοδο στην Ουάσιγκτον, σημειώνει με χιούμορ: «Ξέρετε, όταν οι ηγέτες αναπτύσσουν προσωπικές, καλές σχέσεις, οι ενδιάμεσοι κρίκοι –εν προκειμένω οι πρέσβεις– κατά κάποιον τρόπο περιττεύουν. Οι πρέσβεις είναι χρήσιμοι όταν οι σχέσεις είναι κακές ή δεν υπάρχουν καθόλου σχέσεις».

Κλείνοντας, του ζητώ το σχόλιό του για την ελληνική εξωτερική πολιτική. «Διαχρονικά, η εξωτερική μας πολιτική ταλανίζεται από το πιστοποιητικό της καλής συμπεριφοράς, από το “σύνδρομο του καλού παιδιού” έναντι των ισχυρών», σημειώνει και μετά μια μικρή παύση προσθέτει: «Αλλά αυτό δεν είναι κάτι νέο, ισχύει από τότε που τρία ελληνικά κόμματα είχαν επίθετο ξένης χώρας!».

8/12/2018



 3.
Στα «βράχια» οδηγείται η Συμφωνία των Πρεσπών, 
«καίγονται» οι ιδέες για... Πρωτόκολλα.

Πιο κοντά φέρνει το αδιέξοδο στην Συμφωνία των Πρεσπών η αμηχανία και η έλλειψη προσανατολισμού της Ελληνικής Κυβέρνησης, καθώς «καίγονται» και οι πρόχειρες ιδέες της τελευταίας στιγμής για εκ των υστέρων πρωτόκολλα, δηλώσεις και «δεσμεύσεις» για να αντιμετωπισθούν ζητήματα που εγείρει με τις δηλώσεις του ο Ζ. Ζάεφ και αφορούν τον πυρήνα του «Μακεδονισμού». Την «Μακεδονική γλώσσα» , την «μακεδονική ιστορία ,πολιτισμό ,ταυτότητα και εθνότητα» που μέσω της δημιουργικής ασάφειας της Συμφωνίας των Πρεσπών όχι απλώς επιβεβαιώνονται αλλά αποκτούν υπόσταση με ελληνική μάλιστα υπογραφή .

Μετά από έντονη φημολογία και δημοσιεύματα, τα οποία μάλιστα απέδιδαν τους ερασιτεχνικού τύπου σχεδιασμούς για πρόσθετα πρωτόκολλα ,επίσημες διευκρινήσεις κ.α. προσαρτημένα στην Συμφωνία στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, υποχρεώθηκαν τόσο η Αθήνα όσο και τα Σκόπια στην διάψευση των σεναρίων αυτών. Σύμφωνα με πληροφορίες που μεταδόθηκαν από την Μόσχα ο διπλωματικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Βαγγέλης Καλπαδακης δήλωσε ότι δεν υπάρχει προετοιμασία με τον ΟΗΕ για τη διαμόρφωση τέτοιου Πρωτοκόλλου, ενώ και ο εκπρόσωπος της σκοπιανής κυβέρνησης Μίλε Μποσνιακόφσκι διέψευσε ότι υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, να υπάρξει δηλαδή Πρωτόκολλο στον ΟΗΕ προκειμένου να περιορίσει την ζημιά για την Ελλάδα» κάνοντας μάλιστα λόγο για fake news.

Είναι προφανές ότι τέτοιο πρωτόκολλο δεν μπορεί να υπάρξει καθώς η Συμφωνία έχει υπογραφεί μόλις πριν έξι μήνες και τυπικά έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία επικύρωσης της από την πλευρά της ΠΓΔΜ(στην Βουλή και με Δημοψήφισμα)και στην γειτονική χώρα πλέον εκκρεμεί μόνο η ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης.

Η Αθήνα εφόσον ήταν γνωστά εκ των προτέρων τα σημεία που θα μπορούσαν να αποδειχθούν προβληματικά είτε θα έπρεπε να συνεχίσει την διαπραγμάτευση αντί να υπογράψει την Συμφωνία στις Πρέσπες η όφειλε να είχε θέσει το ζήτημα του πρωτοκόλλου πριν από το Δημοψήφισμα. Πλέον η Σκοπιανή πλευρά νομιμοποιείται να μην δεχθεί αυτή την προσθήκη στην Συμφωνία η οποία έστω και με απόφαση της Βουλής δεν θα έχει ισχύ καθώς θα έρχεται σε αντίθεση με την έγκριση της Συμφωνίας στο Δημοψήφισμα.

Επίσης η οποιαδήποτε διευκρινιστική δήλωση του κ. Ζαεφ ή της κυβέρνησης του, δεν έχει καμιά απολύτως τυπική ισχύ έναντι της υπογεγραμμένης Συμφωνίας αλλά και των διατάξεων του Συντάγματος. Με δεδομένο ότι ο κ Ζαεφ δεν έχει την δυνατότητα να προβεί σε αυτή την φάση, σε δήλωση ή πρωτοβουλία που θα αποκηρύσσει την «μακεδονική ταυτότητα, και εθνότητα» ώστε να δηλώσει επίσημα ότι «δεν υφίσταται θέμα «μακεδονικής μειονότητας στις γειτονικές χώρες» η Αθήνα είναι εγκλωβισμένη, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς πρέπει να ζητήσει από την άλλη πλευρά.

Ακόμη κι αν υπήρχε η δυνατότητα αυτού του πρόσθετου Πρωτοκόλλου που θα «διευκρίνιζε» τις προθέσεις της σκοπιανής πλευράς, η διαπραγμάτευση του θα έπαιρνε μήνες και τελικά θα οδηγούσε είτε σε αποδοχή της σκοπιανής θέσης η θα οδηγούσε σε ανατροπή της Συμφωνίας των Πρεσπών . Σε κάθε περίπτωση όμως η Αθήνα θα έπρεπε ήδη από τώρα και πριν την κατάθεση σε έξι ημέρες της τελικής πρότασης της κυβέρνησης Ζαεφ για τις συνταγματικές αλλαγές, να είχε απαιτήσει την απόσυρση της τροπολογίας 36 του άρθρου 49 του Συντάγματος που έχει αναφορά σε «μέλη του Μακεδονικού λαού στο εξωτερικό» ,που θεσμοθετεί έτσι με συνταγματική εγκυρότητα μάλιστα ,την ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας» σε γειτονικές χώρες.

Και στην Διπλωματία, όπως δείχνει δυστυχώς η υπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών επιβεβαιώνεται η γνωστή ρήση : «μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται ..».

 Του Νίκου Μελέτη

 8 Δεκεμβρίου 2018 


4.
«Μακεδονία του Αιγαίου»: 
Η ιστορία των αλυτρωτικών διεκδικήσεων 
και γιατί ο Ζάεφ ανακινεί το θέμα.

Η ξαφνική εμπλοκή με τη συμφωνία των Πρεσπών έχει προκαλέσει εκνευρισμό στην Αθήνα αλλά και απορίες γιατί ο Ζόραν Ζάεφ ανέβασε τους τόνους και από μετριοπαθής πολιτικός έγινε εκπρόσωπος των εθνικιστικών τάσεων στη χώρα του. Οι αναφορές περί «Μακεδονίας του Αιγαίου» δεν έγιναν ακριβώς έτσι, αλλά με τα λόγια που χρησιμοποιούσε αυτό εννοούσε. Μιλούσε διπλωματικά για μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα κάτι που, βεβαίως ο ίδιος και πολλοί άλλοι στη χώρα του θεωρούν ότι είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας των Πρεσπών. Όπως λένε χαρακτηριστικά, από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε να μπει στο τραπέζι μακεδονική εθνότητα και γλώσσα αναμενόμενο είναι να τεθεί και θέμα μειονότητας.

Όπως είπε ο Ζάεφ: «Μιλάτε για τους Μακεδόνες στην Ελλάδα με τόσο πάθος και αυτό είναι θαυμάσιο. Ας αναρωτηθούμε τι κάνουμε για αυτούς. Ας είμαστε ειλικρινείς, κάναμε κάτι γι’ αυτούς; Η επίλυση αυτού του προβλήματος που είχαμε για 27 χρόνια, αυτό ήταν ένα βάρος στους ώμους μας» επεσήμανε ο σκοπιανός πρωθυπουργός, απαντώντας σε ερώτηση του VMRO για την ελληνική και τη βουλγαρική «μακεδονική» μειονότητα. «Τώρα έχουμε καλύτερες πιθανότητες, τώρα έχουμε ευκαιρίες για τα παιδιά στην Ελλάδα να μάθουν τη μακεδονική γλώσσα – μέχρι τώρα αυτό απαγορευόταν, ήταν ένα θέμα ταμπού. Η ελληνική γλώσσα ήδη διδάσκεται στη Μακεδονία. 'Εχουμε μια ευκαιρία να τους βοηθήσουμε αληθινά, να απομακρύνουμε τα σύνορα».

Παρά την αναδίπλωση το Σάββατο και την πιθανή αλλαγή του όρου «Μακεδονία του εξωτερικού», για τους πολίτες της ΠΓΔΜ που ζουν στο εξωτερικό σε «απόδημους», η ουσία είναι ότι πάντα υπάρχουν οι αλυτρωτικές διαθέσεις που θα δηλητηριάζουν τις σχέσεις των δύο χωρών.

Ο πρωθυπουργός είναι φανερό ότι απευθύνεται στους εθνικιστικούς κύκλους της χώρας τους, ειδικά στους 8 βουλευτές που χρειάζεται για να περάσει για τρίτη φορά η πρότασή του για τις συνταγματικές αλλαγές.

Χαιδεύει αυτιά

Επιχειρεί να χαϊδέψει τα αυτιά των κύκλων αυτών και να τους καθησυχάσει για τη συμφωνία των Πρεσπών. Ο υπέρ πάντων αγώνας του και η πολιτική του επιβίωση είναι αυτή η συμφωνία και γι’ αυτό απευθύνεται στο εσωτερικό ακροατήριο αδιαφορώντας στην παρούσα χρονική στιγμή για τις αντιδράσεις στην Ελλάδα. Εκτιμά, άλλωστε, πως αν αυτός περάσει τη συμφωνία οι ευθύνες θα μεταφερθούν στην ελληνική πλευρά η οποία και θα πιεστεί από τον διεθνή παράγοντα να τελειώνει οριστικά με το Μακεδονικό. Δεν αποκλείεται βεβαίως οι εξελίξεις στο ονοματολογικό να οδηγήσουν την Ελλάδα σε εκλογές και σε πάγωμα επ’ αόριστω της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών. Αλλωστε, δύσκολα μπορούν να ψηφίσουν οι βουλευτές μια συμφωνία που αποδεικνύεται ότι γράφτηκε στο… πόδι και που αν όχι τώρα σε κάποια χρόνια μπορεί να ενισχύσει επικίνδυνα τις αλυτρωτικές διαθέσεις της γειτονικής χώρας, κι όχι μόνο.

Ακόμη κι αν είναι αδήριτη η ανάγκη να αρθούν οι εκκρεμότητες με τη γειτονική χώρα, το «αφήγημα» της «μακεδονικής μειονότητας» ή της Μακεδονίας του Αιγαίου πολύ δύσκολα μπορεί να περάσει στην ελληνική κοινή γνώμη.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ιστορία για τη λεγόμενη… ενωμένη Μακεδονία και για το πώς ξεκίνησαν οι εδαφικές διεκδικήσεις εθνικιστικών κύκλων. Σύμφωνα με τη Βικιπαιδεία:

Ενωμένη Μακεδονία (σλαβομακεδονικά: Обединета Македонија Ομπεντινέτα Μακεντόνιϊα) είναι ένας αλυτρωτικός όρος του σλαβομακεδονικού εθνικισμού που έχει ως απώτερο σκοπό την ένωση μιας περιοχής των Βαλκανίων την οποία οι Σλαβομακεδόνες εθνικιστές παρουσιάζουν ως τον ευρύτερο μακεδονικό χώρο ο οποίος σύμφωνα με αυτούς διαμελίστηκε μεταξύ της Ελλάδας («Μακεδονία του Αιγαίου»), της Βουλγαρίας («Μακεδονία του Πιρίν»), της Σερβίας («Μακεδονία του Βαρδάρη») και της Αλβανίας («Μάλα Πρέσπα» και «Γκόλο Μπάρντο») σύμφωνα με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την ελληνική πόλη της Θεσσαλονίκης ως πρωτεύουσα. Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα, πολλές φορές συνδεδεμένος με την Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία.

Παρόλο που οι εδαφικές διεκδικήσεις διαφέρουν από εθνικιστή σε εθνικιστή, οι περισσότεροι Σλαβομακεδόνες θεωρούν ότι τους ανήκουν οι εξής περιοχές από αυτές τις χώρες:

Τη Μακεδονία του Βαρδάρη (Вардарска Македонија) – η ΠΓΔΜ.

Tη Μακεδονία του Αιγαίου (Егејска Македонија) Flag of Greek Macedonia.svg – οι τρεις μακεδονικές περιφέρειες της βόρειας Ελλάδας.

Τη Μακεδονία του Πιρίν (Пиринска Македонија) – το Διαμέρισμα Μπλαγκόεβγκραντ της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας.

Τη Μάλα Πρέσπα και το Γκόλο Μπάρντο (Мала Преспа и Голо Брдо) – μια περιοχή της νοτιοανατολικής Αλβανίας η οποία συμπίπτει περίπου τον Νομό Πόγραδετς και τον Νομό Ντεβόλ (αυτές οι περιοχές μερικές φορές θεωρούνται τμήμα της Μακεδονίας του Αιγαίου).

Την Γκόρα και το Πρόχορ Πτσίνσκι (Гора и Прохор Пчински) – στην νοτιοανατολική Σερβία (η Γκόρα είναι τμήμα του Κοσσυφοπεδίου) (αυτές οι περιοχές μερικές φορές θεωρούνται τμήμα της Μακεδονίας του Βαρδάρη).

Οι… καταπιεσμένοι

Μια σημαντική πτυχή αυτού του δόγματος είναι ότι οι περισσότεροι κάτοικοι του ευρύτερου μακεδονικού χώρου εκτός της ΠΓΔΜ είναι καταπιεσμένοι «Μακεδόνες» (δηλ. Σλαβομακεδόνες), και περιγράφουν αυτές τις περιοχές ως τις «αλύτρωτες» περιοχές της Μακεδονίας. Στις περιπτώσεις της Αλβανίας και της Βουλγαρίας, ισχυρίζονται ότι οι απογραφές μειονοτήτων υποτιμούν τον αριθμό «Μακεδόνων» (δηλ. Σλαβομακεδόνων) στις χώρες αυτές (στην Αλβανία υπάρχουν 4.697 Σλαβομακεδόνες σύμφωνα με την απογραφή 1989, ενώ Σλαβομακεδόνες εθνικιστές ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός αριθμός είναι 120.000-350.000, και στην Βουλγαρία υπάρχουν 5.071 Σλαβομακεδόνες σύμφωνα με την απογραφή 2001, ενώ Σλαβομακεδόνες εθνικιστές ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός αριθμός είναι 200.000).

Στην Ελλάδα, υπάρχει μια σλαβόφωνη κοινότητα της οποίας διάφορα τμήματα έχουν διαφορετικές εθνικές ταυτότητες (οι περισσότεροι δηλώνουν δίγλωσσοι Έλληνες, μικρές κοινότητες δηλώνουν Σλαβομακεδόνες και Βούλγαροι. Σύμφωνα με την Ελληνική Επιτροπή Ελσίνκι, οι σλαβόφωνοι συνολικά αριθμούν 100.000-200.000, ενώ μόνοι 10.000-30.000 έχουν σλαβομακεδονική εθνική ταυτότητα. Σύμφωνα με Σλαβομακεδόνες εθνικιστές υπάρχουν 800.000 «Μακεδόνες» στην Ελλάδα.
Οι ρίζες του όρου ξεκινούν το 1910. Μια από τις κύριες πλατφόρμες της Πρώτης Βαλκανικής Κομμουνιστικής Συνέλευσης το 1910 ήταν η λύση του Μακεδονικού Ζητήματος. Ο Γκεόργκι Ντίμιτρωφ το 1915 έγραψε ότι η δημιουργία μιας Μακεδονίας η οποία διαιρέθηκε σε τρία τμήματα επρόκειτο να ενωθεί ξανά με ίσα δικαιώματα στο πλαίσιο μιας Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας.

Η ιδέα της ένωσης της Μακεδονίας με κομμουνιστική διακυβέρνηση παραιτήθηκε το 1948 όταν οι Έλληνες κομμουνιστές έχασαν τον Εμφύλιο Πόλεμο και δημιουργήθηκε το χάσμα μεταξύ του Τίτο και της ΕΣΣΔ και της φιλοσοβιετικής Βουλγαρίας.

Πριν και αμέσως μετά την ανεξαρτησία της ΠΓΔΜ όμως, πιστεύονταν στην Ελλάδα ότι η ιδεολογία περί «Ενωμένης Μακεδονίας» είχε την υποστήριξη των αρχών της κυβέρνησης της ΠΓΔΜ (και ως ομόσπονδου κράτους της Γιουγκοσλαβίας και ως ανεξάρτητο κράτος). Στο πρώτο σύνταγμα της ΠΓΔΜ το οποίο υιοθετήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1991 και αναθεωρήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 1992 έγραφε:

Η Δημοκρατία νοιάζεται για τη θέση και τα δικαιώματα των ανθρώπων που ανήκουν στον μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες αλλά και των ξενιτεμένων μακεδόνων, βοηθά στην πολιτισμική εξέλιξή τους και προωθεί δεσμούς με αυτούς. Κάνοντας αυτά, η Δημοκρατία δεν πρόκειται να ανακατευτεί στα δικαιώματα άλλων κρατών στα εσωτερικά ζητήματά τους.

Η Δημοκρατία νοιάζεται για τα πολιτισμικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών της Δημοκρατίας στο εξωτερικό.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1995, η ΠΓΔΜ υπέγραψε μια ενδιάμεση συμφωνία με την Ελλάδα για να διακόψει η ελληνική κυβέρνηση τον εμπάργκο που είχε επιβάλλει.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση συμφωνία, η ΠΓΔΜ, θα παραιτείτο από όλες τις διεκδικήσεις στα γειτονικά της κράτη, και από τότε, η έννοια της «Ενωμένης Μακεδονίας» δεν έχει λάβει επίσημη υποστήριξη από την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ. Η έννοια όμως χρησιμοποιείται πολύ από Σλαβομακεδόνες εθνικιστές οι οποίοι ακόμα προβάλλουν διεκδικήσεις εις βάρος των γειτόνων της ΠΓΔΜ.

Αλλά και στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ υπάρχουν πολλοί που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τις εθνικιστικές αναφορές, και σ’ αυτούς απευθύνεται ο Ζόραν Ζάεφ δυναμιτίζοντας τη συμφωνία των Πρεσπών.

https://www.in.gr/2018/12/08/politics/diplomatia/makedonia-tou-aigaiou-istoria-ton-alytrotikon-diekdikiseon-kai-giati-o-zaef-anakinei-thema/

8 Δεκεμβρίου 2018