Ευρωπαϊκή «ασπίδα» στο Αιγαίο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
Ανοίγει χώρο στον Ελληνισμό το αμερικανοτουρκικό ρήγμα.

 Κατακόρυφη είναι η αύξηση της συμμετοχής του Πολεμικού Ναυτικού σε διεθνείς δραστηριότητες – ένδειξη της διάστασης που έχει λάβει η υπόθεση της ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή (στη φωτ., ελληνικά πολεμικά πλοία στον Σαρωνικό Κόλπο).

Λύση στρατηγικού χαρακτήρα, που θα εντάσσεται στο πλαίσιο της Ε.Ε. προκειμένου να διασφαλίσει το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο ως εξωτερικό σύνορο της Ευρώπης, επιθυμεί η Αθήνα. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα αναζητεί τρόπους ενεργοποίησης της παραγράφου 7 του άρθρου 42 της Συνθήκης της Ε.Ε. Παρά το γεγονός ότι η ιδέα δεν είναι νέα, η Αθήνα επιθυμεί μια τέτοια ερμηνεία της από τις Βρυξέλλες, που θα καθιστά ακόμα πιο σαφές ότι τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας αποτελούν εξωτερικά σύνορα και της Ε.Ε., η οποία και οφείλει να τα διαφυλάξει. Η συγκεκριμένη παράγραφος προβλέπει τη «βοήθεια και συνδρομή» των υπόλοιπων 26 στο κράτος-μέλος που θα τη ζητήσει, ενώ στη Συνθήκη τονίζεται ρητά ότι η «αμοιβαία» βοήθεια δεν υποκαθιστά το ΝΑΤΟ ως θεμέλιο της ευρωπαϊκής άμυνας.

Με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση στο Μπατακλάν προ τριετίας, η πρώτη χώρα που ζήτησε την ενεργοποίηση του συγκεκριμένου άρθρου ήταν η Γαλλία. Δεδομένου ότι το Παρίσι κατανοεί και στηρίζει πλήρως την περαιτέρω ανάπτυξη της ευρωπαϊκής άμυνας, στην Αθήνα εκτιμούν πως η συνεργασία στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να εμβαθυνθεί και με την πολιτική συνδρομή της Γαλλίας, αλλά και μικρότερων χωρών που θα επιθυμούσαν μια πιο ενισχυμένη εποπτεία των εξωτερικών συνόρων τους, χερσαίων, κατά μήκος της δυτικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας αλλά και της Μεσογείου. Στην κατεύθυνση υιοθέτησης μιας τέτοιας προωθημένης γενικής πολιτικής συνηγορεί, αφενός, η πολιτική βούληση για ενίσχυση του πυλώνα της άμυνας της Ε.Ε., αφετέρου, το γεγονός ότι οι εξωτερικές απειλές αναμειγνύονται ολοένα και περισσότερο με έννοιες όπως οι υβριδικές, κάτι το οποίο κατέστη πρόδηλο και στο Μπατακλάν προ τριών ετών.

Η στόχευση της Αθήνας

Συγκεκριμένα, το άρθρο 42 παράγραφος 7 αναφέρει ότι «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών». Προφανώς, η Αθήνα δεν στοχεύει στην υποβάθμιση του ρόλου που διαδραματίζει το ΝΑΤΟ στη συλλογική άμυνα και ασφάλεια της Ευρώπης, αλλά επιθυμεί τη διεύρυνση των εργαλείων που διαθέτει η Ελλάδα έναντι των αναθεωρητικών δυνάμεων της περιοχής και, κυρίως, της Τουρκίας. Αντίθετα με το ΝΑΤΟ, η Τουρκία δεν είναι μέλος της Ε.Ε. και αυτή η πραγματικότητα εκ των πραγμάτων επηρεάζει αυτό τον συλλογισμό, ο οποίος αναπτύσσεται σε αρκετά επίπεδα στην Αθήνα.

Η προσπάθεια ανάπτυξης των υφιστάμενων εργαλείων που παρέχει στα κράτη-μέλη η Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν έρχεται σε καμία περίπτωση σε σύγκρουση με την υλοποίηση της απόφασης που η Ελλάδα ακολουθεί στο πεδίο της σύσφιγξης των σχέσεών της με τις ΗΠΑ και αναμένεται να κορυφωθεί στις 13 Δεκεμβρίου, στον στρατηγικό διάλογο των δύο χωρών που θα πραγματοποιηθεί στην Ουάσιγκτον. Οι σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ στενότερες στον τομέα της ασφάλειας και αυτή η τάση αναμένεται να επιβεβαιωθεί στην Ουάσιγκτον, ενδεχομένως, μάλιστα, και να διευρυνθεί με νέα χαρακτηριστικά και στοιχεία. Βρίσκεται, άλλωστε, ήδη σε εξέλιξη η διαδικασία που θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός συνεκτικού σχήματος ανάμεσα στην Ελλάδα, στην Κυπριακή Δημοκρατία και στο Ισραήλ υπό την πολιτική ομπρέλα των ΗΠΑ, με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας στους τομείς άμυνας, ασφάλειας αλλά και ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν θα πρέπει να υποβαθμίζεται το γεγονός ότι ο στρατηγικός διάλογος Ελλάδας - ΗΠΑ θα πραγματοποιηθεί σε ένα περιβάλλον εντατικά προβληματικών σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στην Αγκυρα, άσχετα από το γεγονός ότι αυτές οι εξελίξεις δεν συνδέονται με την Ελλάδα.

Για την Αθήνα η προσέγγιση με την Αγκυρα σε αυτή τη φάση εμφανίζεται ιδιαίτερα δύσκολη, όπως άλλωστε φάνηκε και από τις πρόσφατες δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Κατρούγκαλου, ο οποίος ανέφερε ότι οι διερευνητικές επαφές σε διπλωματικό επίπεδο δεν έχουν επανεκκινήσει ακόμα με υπαιτιότητα της Τουρκίας. Η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν εγκαταλειφθεί οι προσπάθειες για μια συνάντηση ανάμεσα στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και στον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην Κωνσταντινούπολη, ει δυνατόν τον ερχόμενο Ιανουάριο. Οι διαρκείς εμπρηστικές δηλώσεις από τον ίδιο τον κ. Ερντογάν για το Αιγαίο, την Κύπρο και τη Μεσόγειο και τις διεκδικήσεις της Τουρκίας, είναι γενικά ενδεικτικές της δυστοκίας που φαίνεται να υπάρχει. Η Τουρκία, έστω και εμμέσως, αποτελεί και έναν από τους πολύ σημαντικούς λόγους που ωθούν την κυβέρνηση στην προσπάθεια ταχείας ομαλοποίησης των σχέσεων με τη Μόσχα, παρά τους προφανείς περιορισμούς.

'Εμπειροι παρατηρητές και βαθύτατοι γνώστες της κατάστασης που επικρατεί στο Αιγαίο εκτιμούν ότι η μαξιμαλιστική ρητορική της Τουρκίας περιέχει κάποια χαρακτηριστικά τα οποία συνιστούν σαφή σκλήρυνση της στάσης της Αγκυρας. Το πρώτο αφορά την επέκταση του «casus belli» στο σύνολο της Κρήτης, βόρεια και νότια αυτής, παρότι προφανώς οι νότιες ακτές του νησιού δεν βρέχονται από το Αιγαίο Πέλαγος αλλά από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Το δεύτερο αφορά την, πρωτοφανή για τα διεθνή δεδομένα, θέση ότι η Κύπρος, η οποία αποτελεί ένα κυρίαρχο νησιωτικό κράτος, δεν διαθέτει δική της, αυτόνομη υφαλοκρηπίδα. Ενας τέτοιος ισχυρισμός θα σήμαινε ότι αμιγώς νησιωτικές χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ισλανδία, η Ινδονησία, η Ιρλανδία, η Βρετανία, η Μαδαγασκάρη, η Νέα Ζηλανδία, η Κούβα, οι Φιλιππίνες (για να αναφερθούν μόνον οι μεγαλύτερες) δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα, κάτι που, προφανώς, δεν μπορεί να ισχύσει, πολλώ δε μάλλον, να εφαρμοστεί, υπό οποιαδήποτε εκδοχή ή ερμηνεία του Δικαίου της Θάλασσας και όχι μόνον.

Η αιγιαλίτιδα ζώνη

Στο επίπεδο εφαρμογής των αποφάσεων που συνδέονται με τα εκ προοιμίου κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, όπως η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, η κυβέρνηση εμφανίζεται έτοιμη να προχωρήσει στο Ιόνιο Πέλαγος. Κατ’ ακρίβεια, δεδομένου ότι ήδη εκκρεμεί η κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή, η τμηματική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο, θα αποτελέσει και την τελευταία απόφαση εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα. Ως προς την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια σε περιοχές όπως η Κρήτη, το Μυρτώο Πέλαγος, ο Σαρωνικός, η Εύβοια και ο Παγασητικός Κόλπος, η προεργασία μπορεί πράγματι να έχει γίνει, ωστόσο η χρήση του δικαιώματος δεν αναμένεται να προωθηθεί λόγω του υποκείμενου «casus belli».

Η συμφωνία με την Αλβανία για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) παραπέμπεται, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, στις ελληνικές καλένδες, καθώς τα Τίρανα εμφανίζονται απρόθυμα ακόμη και να συζητήσουν για το θέμα στην παρούσα φάση, για λόγους εσωτερικής πολιτικής. Ενδεικτική ήταν η απουσία του ίδιου του υπουργού Εξωτερικών της Αλβανίας Ντίτμιρ Μπουσάτι από την τετραμερή υπουργική σύνοδο με την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη (έστειλε στη θέση του μία υφυπουργό).

Η αναβάθμιση τεσσάρων φρεγατών

Ενδειξη της ναυτικής διάστασης που έχει λάβει η υπόθεση της ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή είναι αυτή καθαυτή η κατακόρυφη αύξηση της συμμετοχής του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.) σε διεθνείς δραστηριότητες. Αυτή η πραγματικότητα ασκεί ιδιαίτερη πίεση στα υφιστάμενα μέσα και οδηγεί την Αθήνα σε αναζήτηση λύσεων που θα κρατήσει την Ελλάδα μέσα στο παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενδειξη των αναγκών είναι ότι πλέον η Αθήνα έχει αποστείλει αιτήσεις για παροχή πληροφοριών (RFI: Request For Information) για μεταχειρισμένα πολεμικά πλοία τόσο σε ΗΠΑ όσο και σε Γαλλία, με σκοπό την ένταξη στον στόλο.

Παράλληλα, έχει αποφασιστεί η αναβάθμιση των τεσσάρων φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ του Π.Ν. με τρόπο ο οποίος θα επιβαρύνει όσο το δυνατόν λιγότερο τον, ούτως ή άλλως περιορισμένο, προϋπολογισμό του. Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται μέρος της αναβάθμισης να πραγματοποιηθεί μέσα στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας, από την εταιρεία που θα το αναλάβει υπό τον συντονισμό και την καθοδήγηση του Π.Ν., όπως έγινε και με τα υποβρύχια τύπου 214. Μια τέτοια διαδικασία συντήρησης και αναβάθμισης των ΜΕΚΟ θα έχει ολοκληρωθεί έως το 2023-2024. Εως τότε, στο Π.Ν. ευελπιστούν ότι θα έχουν ευοδωθεί και οι διαπραγματεύσεις για την απόκτηση τουλάχιστον δύο νέων φρεγατών. Μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2019 θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί και η αναβάθμιση του πρώτου από τα τρία αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας τύπου Orion.


3/12/2018


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ




Ανοίγει χώρο στον Ελληνισμό
 το αμερικανοτουρκικό ρήγμα.

Είναι πολλά τα σημάδια που δείχνουν ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν εδώ και καιρό εισέλθει σε ένα άλλο επίπεδο σε σύγκριση με το καθεστώς που υπήρχε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες. Είναι γνωστό ότι η Ουάσινγκτον αντιμετώπιζε την Τουρκία και την Ελλάδα σαν πακέτο από την εποχή ακόμα που οι δύο χώρες εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Το δόγμα αυτό έχει ρηγματωθεί, εάν δεν έχει ολοσχερώς σπάσει. Αιτία είναι οι τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.

Για την ακρίβεια, αιτία είναι η χρονικά παρατεινόμενη κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Λόγω της γεωγραφικής θέσης της, η Τουρκία ήταν στρατηγικά κρίσιμος κρίκος στο δυτικό σύστημα ασφαλείας. Εξισορροπούσε τη Ρωσία στον Καύκασο και στον Εύξεινο Πόντο, του οποίου ελέγχει την πρόσβαση. Εκτός αυτού κατέχει δεσπόζουσα θέση στη Μέση Ανατολή και παλαιότερα είχε θεωρηθεί από τη Δύση ως χώρα-πρότυπο για την προβολή ενός μετριοπαθούς και δυτικόφιλου Ισλάμ. Όλες αυτές οι βεβαιότητες, ωστόσο, αποτελούν παρελθόν. Φρόντισε γι’ αυτό ο Ερντογάν.

Η ελληνική κοινή γνώμη αντιμετωπίζει μάλλον με αμηχανία την εμφανή σύσφιξη των σχέσεων Ουάσινγκτον-Αθήνας και μάλιστα από μία κυβέρνηση, όπως αυτή του Αλέξη Τσίπρα. Από τη μία πλευρά είναι διάχυτη μία ικανοποίηση από την επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, αλλά από την άλλη επιβιώνει ο παραδοσιακός αντιαμερικανισμός της μεταπολίτευσης. Είναι αληθές, βεβαίως, πως αυτός είχε υποχωρήσει πριν εκδηλωθεί η βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Τα μνημόνια και η λιτότητα είχαν στρέψει την αντιπάθεια της ελληνικής γνώμης προς τη Γερμανία.

Ο λόγος που οι Αμερικανοί έχουν αναβαθμίσει τις σχέσεις τους με την Ελλάδα, όπως προκύπτει και από τον στρατηγικό διάλογο που θα αρχίσει αυτές τις ημέρες, είναι ότι προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο να χάσουν την Τουρκία. Η χώρα του Ερντογάν ήδη διολισθαίνει απομακρυνόμενη από το δυτικό σύστημα ασφαλείας, χωρίς, όμως, να το εγκαταλείπει. Η Ουάσιγκτον κάνει ό,τι μπορεί για να επαναφέρει την Τουρκία, αλλά ο Ερντογάν δεν φαίνεται διατεθειμένος να συναινέσει. Ακριβώς γι’ αυτό και οι ΗΠΑ διαμορφώνουν στην Ανατολική Μεσόγειο μία εναλλακτική λύση.

Ευνοούνται Ελλάδα και Κύπρος

Οι εξελίξεις αυτές αναμφισβητήτως ευνοούν και την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία. Και οι δύο έχουν στο παρελθόν υποστεί την προτίμηση των ΗΠΑ προς τη στρατηγικά σημαντικότερη Τουρκία. Η υποτιθέμενη ουδετερότητά τους και στο Κυπριακό και στο ζήτημα του Αιγαίου ουσιαστικώς λειτουργούσε προς όφελος της Άγκυρας, η οποία κλιμάκωνε τις διεκδικήσεις της και στα δύο μέτωπα.

Το ρήγμα που έχει προκληθεί στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις να αλλάξουν τα πράγματα. Τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή διπλωματία οφείλουν να διαχειρισθούν τις νέες προκλήσεις με ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένου ότι είναι άδηλο πώς θα καταλήξουν να διαμορφωθούν το επόμενο διάστημα οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας. Αυτό επιβάλλει μία ετεροβαρή ισορροπία όσον αφορά τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, δεδομένου του ρόλου που παίζει η Μόσχα στην περιοχή.

Η Ελλάδα δεν πρέπει να μετατραπεί απλώς σε χώρα εγκαταστάσεως αμερικανικών βάσεων. Εάν η Ουάσινγκτον επιδιώκει την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, αυτή θα πρέπει να γίνει με στρατηγικούς όρους, κι όχι με όρους τακτικών ανταλλαγμάτων, χωρίς να υποτιμάται κι αυτή η πτυχή. Η στρατηγική σχέση πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο μία νέα αμερικανική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού, αλλά και του ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Υπενθυμίζουμε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών κινήθηκε στο πλαίσιο που η αμερικανική διπλωματία είχε διαμορφώσει, προ δεκαετίας, και την οποία προώθησε μέσω του Νίμιτς.

Άγγελος Συρίγος 

Ο Άγγελος Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής διεθνούς δικαίου και εξωτερικής πολιτικής στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Έχει επανειλημμένως ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά, το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα από θέσεις ευθύνης.


https://slpress.gr/ethnika/anoigei-choro-ston-ellinismo-to-amerikanotoyrkiko-rigma/

4/12/2018