«Μη μιλάς, μη γελάς» χρωστάει η Ελλάς.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
Με φόρους… Σουηδίας χτίζονται τα πρωτογενή πλεονάσματα.
NURPHOTO VIA GETTY IMAGES
«Μη μιλάς, μη γελάς» χρωστάει η Ελλάς.
«Μη μιλάς μη γελάς κινδυνεύει η Ελλάς» τραγουδούσαν το μακρινό 1989, οι Γιώργος Νταλάρας και Βασίλης Παπακωνσταντίνου (σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου). Τότε μάλλον κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα συμβεί στην Ελλάδα είκοσι χρόνια μετά.
Τα μνημόνια ήλθαν, μας αποχαιρέτισαν μάλλον προσωρινά (σε τούτη τη χώρα ουδείς συζητάει ότι ο χρόνος μετράει αντίστροφα και το «μαξιλαράκι ασφαλείας» εξαντλείται καθημερινά μέσα από την άκριτη παροχολογία δίχως να έχει διασφαλιστεί ακόμη η πρόσβαση στις περιλάλητες αγορές), αλλά σε κάθε περίπτωση οι πληγές τους παραμένουν … αγιάτρευτες.
Μόλις εχθές ανακοινώθηκε ότι στο club των οφειλετών του δημοσίου εισήλθε άλλο ένα 5% των συμπολιτών μας. Μέσα σε ένα μήνα, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο αριθμός των φορολογουμένων που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι του δημοσίου αυξήθηκε κατά μισό εκατομμύριο! Από τα στοιχεία που η ίδια η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ανακοίνωσε προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των φορολογούμενων, φυσικών και νομικών προσώπων, που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση διαμορφώθηκε στους 4.312.395 παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με τον Αύγουστο κατά περίπου μισό εκατομμύριο! Η αύξηση οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί φορολογούμενοι δεν κατάφεραν να πληρώσουν εμπρόθεσμα τη δεύτερη δόση του φόρου εισοδήματος ή την πρώτη δόση του ΕΝΦΙΑ. Το αποτέλεσμα; Η μισή χώρα χρωστάει στο Δημόσιο. Και εάν λάβουμε υπόψη τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (δηλαδή εάν εξαιρέσουμε τους μαθητές, φοιτητές και συνταξιούχους) η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων χρωστάει στο κράτος.
Δεν πρόκειται για κάποια συνειδητή στάση πληρωμών. Το «κίνημα» «δεν πληρώνω» εξαϋλώθηκε άμα τη αναλήψει των κυβερνητικών καθηκόντων από εκείνους που φλέρταραν με αυτό. Πρόκειται για πραγματική αδυναμία που σηματοδοτεί την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών. Τι εννοούμε, όμως, όταν λέμε «φοροδοτική ικανότητα»; Μπορεί κάποιοι να νομίζουν ότι σημαίνει «πληρώνω όσο μπορώ». Προφανώς «το μπορώ» ενέχει μια υποκειμενική προσέγγιση του ζητήματος διότι ο καθένας θα έκρινε διαφορετικά τη δυνατότητα να συμβάλει στον κοινό δημοσιονομικό κορβανά. Σημαίνει, όμως, ότι «πληρώνω όσα κρίνει το κράτος ότι μπορώ»;
Καταρχήν σε μια δίκαιη και ευνομούμενη πολιτεία η απάντηση είναι θετική. Δυστυχώς, η απάντηση αλλάζει όταν έχουμε να κάνουμε με κυβερνώντες που σηκώνουν «σημαίες ευκαιρίας» (τέτοιες είχαμε πάμπολλες στο παρελθόν που η φοροδοτική «ικανότητα» των πολιτών εξαρτώνταν από την κατά περίπτωση «πλειοδοτική» βούληση των κρατούντων για παροχές) ή διακρίνονται από ιδεοληπτικές προσεγγίσεις. Ακόμη χειρότερο είναι όταν συμβαίνουν αμφότερα (όπως στη σημερινή συγκυρία)!
Η κατανομή των φορολογικών βαρών με βάση τη φοροδοτική ικανότητα του κάθε πολίτη αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής της ισότητας και έκφανση του Κοινωνικού Κράτους. Στην τελευταία περίπτωση, το κράτος αφαιρεί από τους πολίτες οικονομική δύναμη –αφαίρεση που αυξάνει με την προοδευτική φορολογία– με συνέπεια τον μετριασμό των οικονομικών ανισοτήτων. Στη συνέχεια το Κοινωνικό Κράτος επιστρέφει μέρος των εσόδων αυτών με τη μορφή μεταβιβαστικών πληρωμών στους οικονομικά ασθενέστερους στοχεύοντας στην άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου.
Στο πλαίσιο αυτό η φορολογική ισότητα επιβάλλει την όμοια φορολογική επιβάρυνση ατόμων που βρίσκονται στην ίδια οικονομική κατάσταση και την ανόμοια μεταχείριση ατόμων που τελούν υπό διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Τούτο άλλωστε προβλέπει και το Σύνταγμα που επιτάσσει στο άρθρο 4 παρ. 5 τα φορολογικά βάρη να κατανέμονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις των φορολογουμένων. Για να γίνει, όμως, ορθή προσέγγιση των οικονομικών δυνάμεων εκάστου πολίτη πρέπει να συνεξετάζουμε τόσο το εισόδημά του όσο και την περιουσία του αλλά και τις δαπάνες του. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να θεωρείται εύλογο να πληρώνει σημαντικό φόρο κάποιος μακροχρόνια άνεργος επειδή απλά κληρονόμησε ένα σπίτι (υπάρχει περιουσία αλλά μηδενικό εισόδημα) ούτε κάποιος που βγάζει ένα εύλογο εισόδημα, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να μεγαλώσει ανήλικα τέκνα ή να φροντίζει μόνος του έναν ανάπηρο συγγενή του (στο παράδειγμα αυτό υπάρχει εισόδημα αλλά και σημαντικές δαπάνες τρίτων προσώπων εξαρτώμενα από τον εσοδεύοντα).
Τι συμβαίνει όταν δεν αντιλαμβανόμαστε τα ανωτέρω ή κάνουμε ότι δεν τα καταλαβαίνουμε; Ποιο είναι το αποτέλεσμα όταν δεν αναγνωρίζουμε σημαντικές δαπάνες ως εκπιπτόμενες από το φορολογητέο εισόδημα ή υπερφορολογούμε ταυτόχρονα την ακίνητη περιουσία και τα εισοδήματα των πολιτών; Δημιουργούμε στρατιές οφειλετών και μια δημοσιονομική φούσκα που άρχισε ήδη να σκάει …
Και κάπως έτσι ξαναθυμόμαστε τους Νταλάρα–Παπακωνσταντίνου να σιγοτραγουδούν «Όσα μου `χεις τάξει βάλ’ τα σε μια τάξη, μη μ’ αφήνεις να χαθώ..»
Αργύρης Αργυριάδης
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής
& Διαχειριστής Αφερεγγυότητας
5/12/2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
1.
Με φόρους… Σουηδίας χτίζονται τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά με σημαντικό κόστος για την οικονομική μεγέθυνση, έχει επιτύχει η Ελλάδα, καθώς τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους βασίζονται σε μια μεγάλη συμπίεση των δαπανών για επενδύσεις και δαπανών για τις οποίες είχε διακριτική ευχέρεια και αυξήσεις στους ήδη υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Στην περίοδο της κρίσης, το φορολογικό βάρος αυξήθηκε σημαντικά, παρά την κατακόρυφη πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος, με την Ελλάδα να κατατάσσεται 4η σε φορολογική επιβάρυνση και 16η σε επίπεδο εισοδήματος μεταξύ δείγματος 21 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι και μέλη του ΟΟΣΑ.
Την ίδια στιγμή, η σημαντική αύξηση των φορολογικών βαρών δεν φαίνεται να συνοδεύεται από καλύτερη ποιότητα δημόσιων υπηρεσιών. Είναι επομένως αναμενόμενο η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση να είναι χαμηλή και αυτό με τη σειρά του επηρεάζει την προθυμία των πολιτών να συμμορφώνονται στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Τις παραπάνω διαπιστώσεις έκανε, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Alpha Bank, Βασίλειος Ράπανος, μιλώντας κατά την υποδοχή του ως νέου μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Η υποδοχή του νέου Ακαδημαϊκού, Ομότιμου Καθηγητή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών Β. Ράπανου πραγματοποιήθηκε κατά τη δημόσια συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών την Τρίτη 4 Δεκεμβρίου, ενώ η ομιλία υποδοχής του είχε θέμα την Ποιότητα Διακυβέρνησης και τις Επιδόσεις του Δημόσιου Τομέα.
Σημαντικές είναι οι επισημάνσεις του κ. Ράπανου για το θέμα της (υπερ)φορολόγησης, η οποία, όπως παγκοίνως επισημαίνεται, έχει γονατίσει την πραγματική Οικονομία. Ειδικότερα, διαπιστώνονται τα εξής:
Στην περίοδο της κρίσης, τα έσοδα από όλες τις κατηγορίες των φόρων αυξήθηκαν, αλλά τα έσοδα από έμμεσους φόρους αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από ό,τι αυξήθηκαν στους άμεσους φόρους και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Είναι άξιο σημείωσης ότι αν και υπήρξε μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και κατά συνέπεια της απασχόλησης και της κατανάλωσης, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των εσόδων σε όλες τις κατηγορίες φόρων.
Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ο περιορισμός της φοροδιαφυγής ήταν μάλλον περιορισμένος και τα αυξημένα έσοδα προήλθαν είτε από αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με μείωση αφορολογήτων ποσών ή κατάργηση μειωμένων συντελεστών στην έμμεση φορολογία, είτε από επιβολή νέων φόρων.
Μια πρώτη αίσθηση της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης μας δίνουν τα στοιχεία του πίνακα που ακολουθεί, όπου απεικονίζονται οι αλλαγές σε συντελεστές του Φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων (ΦΕΦΠ), στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και στα έσοδα από τον ετήσιο φόρο περιουσίας ως ποσοστό των φορολογικών εσόδων.
Από τα στοιχεία του πίνακα, παρατηρούμε ότι ο ανώτατος οριακός συντελεστής στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων αυξήθηκε από το 40% το 2009 στο 55% το 2017, συντελεστής που είναι ο τέταρτος υψηλότερος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τη Σουηδία, Πορτογαλία και τη Δανία. Παράλληλα όμως με την αύξηση του ανώτατου οριακού συντελεστή στο ΦΕΦΠ υπήρξε και σημαντική μείωση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος και περιορίστηκαν ή καταργήθηκαν μια σειρά από απαλλαγές και εκπτώσεις.
Όπως όμως φαίνεται και στον πίνακα 1, τα έσοδα από την έμμεση φορολογία αυξήθηκαν σημαντικά και αυτό φαίνεται και από την αύξηση του βασικού συντελεστή του ΦΠΑ από το 19% το 2009 στο 24% το 2016 και είναι από τους υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι επίσης γνωστό ότι και στους άλλους έμμεσους φόρους, όπως οι ειδικοί φόροι σε ενέργεια, οινόπνευμα και καπνικά προϊόντα αυξήθηκαν σημαντικά.
Τέλος, μια άλλη μορφή φορολογίας που αυξήθηκε σημαντικά στα χρόνια της κρίσης είναι εκείνη της ακίνητης περιουσίας. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat τα έσοδα από το φόρο ακίνητης περιουσίας το 2009 ήταν το 3,1% των φορολογικών εσόδων, ενώ το 2016 έφτασαν το 7,1%. Μέσα σε λίγα χρόνια δηλαδή το ποσοστό υπερδιπλασιάστηκε και είναι το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Από τα πιο πάνω στοιχεία είναι εμφανές ότι το φορολογικό βάρος στην Ελλάδα έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια σημαντικά και η αύξηση αυτή συνέβη σε μια περίοδο που η μέση αμοιβή στον εργαζόμενο μειώθηκε σημαντικά. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της μεγάλης φορολογικής επιβάρυνσης δίνεται από τα στοιχεία του παρακάτω διαγράμματος.
Στο διάγραμμα απεικονίζονται ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, σε δολάρια ΗΠΑ και αγοραστικές ισοτιμίες και η φορολογική επιβάρυνση μιας οικογένειας με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο. Στις 21 χώρες του δείγματος (χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι και μέλη του ΟΟΣΑ), η Ελλάδα είναι τέταρτη σε φορολογική επιβάρυνση και 16η σε επίπεδο εισοδήματος.
Συμπερασματικά, από όλα τα παραπάνω στοιχεία γίνεται φανερό ότι την περίοδο της κρίσης το φορολογικό βάρος αυξήθηκε σημαντικά. Αυτό, βεβαίως, δεν οδήγησε και σε καλύτερη ποιότητα δημόσιων υπηρεσιών. Είναι επομένως αναμενόμενο η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση να είναι χαμηλή και αυτό με τη σειρά του επηρεάζει την προθυμία των πολιτών να συμμορφώνονται στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Σημειώνεται ότι σε χώρες που οι πολίτες εμπιστεύονται την κυβέρνηση, η συμμόρφωση στη φορολογική νομοθεσία είναι αυξημένη και κατά συνέπεια περιορισμένη η φοροδιαφυγή.
Νένα Μαλλιάρα
2.
ΟΟΣΑ: Πρωταθλήτρια η Ελλάδα στην αύξηση των φόρων.
Τον τίτλο της πρωταθλήτριας στην αύξηση των φόρων τα τελευταία χρόνια κερδίζει επάξια η Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεσή του για τα στατιστικά των δημοσίων εσόδων (Public Revenue Statistics 2018) τα συνολικά δημόσια έσοδα ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος ήταν το 2014 στην Ελλάδα στο 35,7% ενώ ο μέσος όρος στην περιοχή του ΟΟΣΑ ήταν στο 33,6%. Με άλλα λόγια η Ελλάδα βρισκόταν το 2014 μόλις δυο μονάδες πάνω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Το 2017 που είναι και τα πιο πρόσφατα στοιχεία του οργανισμού τα δημόσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτοξεύθηκαν κατά περίπου τέσσερις μονάδες στο 39,4% ενώ ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ αυξήθηκε λιγότερο από μια μονάδα, δηλαδή κατά 0,6 της μονάδας στο 34,2%.
Η αύξηση αυτή μόνο τυχαία δεν είναι. Από το 2015 και μετά έγινε γενικευμένη αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων καθώς αυτό επιλέχθηκε ως βασικό μέσο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του τρίτου μνημονίου αντί της μείωσης των κρατικών δαπανών που θα στοίχιζε περισσότερο πολιτικά στην κυβέρνηση.
Να σημειωθεί ότι αύξηση των φόρων βίωσαν σχεδόν όλες οι χώρες τις Ευρώπης το 2010-2014. Μετά όμως ισορρόπησαν ή και μείωσαν τους φόρους. Το αντίθετο συνέβη στην Ελλάδα, που συνέχισε να τους αυξάνει.
Αύξηση έμμεσων φόρων.
Οι έμμεσοι φόροι θεωρούνται ως πιο "άδικοι" επειδή επιβάλλονται με τους ίδιους συντελεστές σε φορολογούμενους με υψηλά και χαμηλά εισοδήματα. Οι φόροι επί των εισοδημάτων και των κερδών, δηλαδή οι άμεσοι φόροι, διαμορφώθηκαν το 2017 στο 9% του ΑΕΠ και αποτελούσαν το 22,8% του συνόλου των κρατικών εσόδων, ενώ οι φόροι σε αγαθά κι υπηρεσίες έφτασαν στο 15,4% του ΑΕΠ ή στο 39,1% του συνόλου των φόρων. Στον αντίποδα, σε χώρες όπως η Γερμανία οι έμμεσοι φόροι αποτελούσαν το 26,2% εσόδων, στην Ισπανία το 29,1%, στη Γαλλία το 24,4% εσόδων και μόνον η Πορτογαλία από τις χώρες της Ευρωζώνης ξεπέρασε την Ελλάδα, καθώς οι έμμεσοι φόροι έφταναν στο 39,8% του συνόλου των εσόδων.
Οι φόροι στην περιουσία εξαπλασιάστηκαν την περίοδο 2010-2017. Το 2010, οι φόροι στην ακίνητη περιουσία αντιστοιχούσαν σε μόλις 0,2% του ΑΕΠ ή κοντά στα 600 εκατ. ευρώ. Τα τελευταία δεδομένα για το 2017 δείχνουν φόρους στην ακίνητη περιουσία δέκα φορές πάνω ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,1%) ή έξι φορές πάνω σε απόλυτα μεγέθη, στα 3,7 δισ. ευρώ. Ο λόγος; Η επιβολή αρχικά του "χαρατσιού" και μονιμοποίησή του με τον ΕΝΦΙΑ ο οποίος υποτίθεται ότι θα καταργούνταν μετά το 2015.
Του Σπύρου Δημητρέλη
http://www.capital.gr/tax/3331498/oosa-protathlitria-i-ellada-stin-auxisi-ton-foron?fbclid=IwAR3KduV9KsNzWQ3sPjmKLIuQbEAhDOiGfhqjd2rDOhmjgsB-WI9OFHlcK6A
5/12/2018
ΟΟΣΑ: Πρωταθλήτρια η Ελλάδα στην αύξηση των φόρων.
Τον τίτλο της πρωταθλήτριας στην αύξηση των φόρων τα τελευταία χρόνια κερδίζει επάξια η Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεσή του για τα στατιστικά των δημοσίων εσόδων (Public Revenue Statistics 2018) τα συνολικά δημόσια έσοδα ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος ήταν το 2014 στην Ελλάδα στο 35,7% ενώ ο μέσος όρος στην περιοχή του ΟΟΣΑ ήταν στο 33,6%. Με άλλα λόγια η Ελλάδα βρισκόταν το 2014 μόλις δυο μονάδες πάνω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Το 2017 που είναι και τα πιο πρόσφατα στοιχεία του οργανισμού τα δημόσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτοξεύθηκαν κατά περίπου τέσσερις μονάδες στο 39,4% ενώ ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ αυξήθηκε λιγότερο από μια μονάδα, δηλαδή κατά 0,6 της μονάδας στο 34,2%.
Η αύξηση αυτή μόνο τυχαία δεν είναι. Από το 2015 και μετά έγινε γενικευμένη αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων καθώς αυτό επιλέχθηκε ως βασικό μέσο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του τρίτου μνημονίου αντί της μείωσης των κρατικών δαπανών που θα στοίχιζε περισσότερο πολιτικά στην κυβέρνηση.
Να σημειωθεί ότι αύξηση των φόρων βίωσαν σχεδόν όλες οι χώρες τις Ευρώπης το 2010-2014. Μετά όμως ισορρόπησαν ή και μείωσαν τους φόρους. Το αντίθετο συνέβη στην Ελλάδα, που συνέχισε να τους αυξάνει.
Αύξηση έμμεσων φόρων.
Οι έμμεσοι φόροι θεωρούνται ως πιο "άδικοι" επειδή επιβάλλονται με τους ίδιους συντελεστές σε φορολογούμενους με υψηλά και χαμηλά εισοδήματα. Οι φόροι επί των εισοδημάτων και των κερδών, δηλαδή οι άμεσοι φόροι, διαμορφώθηκαν το 2017 στο 9% του ΑΕΠ και αποτελούσαν το 22,8% του συνόλου των κρατικών εσόδων, ενώ οι φόροι σε αγαθά κι υπηρεσίες έφτασαν στο 15,4% του ΑΕΠ ή στο 39,1% του συνόλου των φόρων. Στον αντίποδα, σε χώρες όπως η Γερμανία οι έμμεσοι φόροι αποτελούσαν το 26,2% εσόδων, στην Ισπανία το 29,1%, στη Γαλλία το 24,4% εσόδων και μόνον η Πορτογαλία από τις χώρες της Ευρωζώνης ξεπέρασε την Ελλάδα, καθώς οι έμμεσοι φόροι έφταναν στο 39,8% του συνόλου των εσόδων.
Οι φόροι στην περιουσία εξαπλασιάστηκαν την περίοδο 2010-2017. Το 2010, οι φόροι στην ακίνητη περιουσία αντιστοιχούσαν σε μόλις 0,2% του ΑΕΠ ή κοντά στα 600 εκατ. ευρώ. Τα τελευταία δεδομένα για το 2017 δείχνουν φόρους στην ακίνητη περιουσία δέκα φορές πάνω ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,1%) ή έξι φορές πάνω σε απόλυτα μεγέθη, στα 3,7 δισ. ευρώ. Ο λόγος; Η επιβολή αρχικά του "χαρατσιού" και μονιμοποίησή του με τον ΕΝΦΙΑ ο οποίος υποτίθεται ότι θα καταργούνταν μετά το 2015.
Του Σπύρου Δημητρέλη
http://www.capital.gr/tax/3331498/oosa-protathlitria-i-ellada-stin-auxisi-ton-foron?fbclid=IwAR3KduV9KsNzWQ3sPjmKLIuQbEAhDOiGfhqjd2rDOhmjgsB-WI9OFHlcK6A
5/12/2018