Αλέξανδρος Παπαναστασίου: Το μανιφέστο ενός δημοκράτη.
Ένα από τα πλέον σημαντικά ορόσημα του πολυκύμαντου πολιτικού βίου του Παπαναστασίου αποτέλεσε η δημοσίευση του περίφημου «Δημοκρατικού Μανιφέστου» στις 12 /2/1922, λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και τη Μικρασιατική Τραγωδία, κίνηση που οδήγησε στη σύλληψη και τη φυλάκισή του. Με το εν λόγω μανιφέστο ο Παπαναστασίου και οι ομοϊδεάτες του (Γ. Βηλαράς, Σ. Θεοδωρόπουλος, Π. Καραπάνος, Κ. Μελάς, Δ. Πάζης, Θρ. Πετιμεζάς) επέκριναν την πολιτική που ακολουθούσαν οι τότε φιλοβασιλικές κυβερνήσεις στο Μικρασιατικό Ζήτημα και επέρριπτε στο Στέμμα την ευθύνη για τις εθνικές συμφορές που επέκειντο.
--------------------
'' Η τοιαύτη καταστροφή επήλθε και συνεχίζεται, διότι οι υπεύθυνοι κυβερνήται απέκρυψαν την αλήθειαν από τον λαόν, έταξαν υπεράνω της εθνικής σωτηρίας προσωπικά συμφέροντα της Βασιλείας, όπισθεν των οποίων καλύπτεται ευτελής κομματική ιδιοτέλεια. Αλλ' είναι πλέον καιρός, έστω και την υστάτην στιγμήν, να συνέλθωμεν, να πέσουν τα ψεύδη, να επιβληθή το πραγματικόν συμφέρον του Έθνους. Είναι καιρός να εξαρθώμεν όλοι υπεράνω κάθε κομματικής εμπαθείας, κάθε κομματικής βλέψεως. '
--------------------
'' Η τοιαύτη καταστροφή επήλθε και συνεχίζεται, διότι οι υπεύθυνοι κυβερνήται απέκρυψαν την αλήθειαν από τον λαόν, έταξαν υπεράνω της εθνικής σωτηρίας προσωπικά συμφέροντα της Βασιλείας, όπισθεν των οποίων καλύπτεται ευτελής κομματική ιδιοτέλεια. Αλλ' είναι πλέον καιρός, έστω και την υστάτην στιγμήν, να συνέλθωμεν, να πέσουν τα ψεύδη, να επιβληθή το πραγματικόν συμφέρον του Έθνους. Είναι καιρός να εξαρθώμεν όλοι υπεράνω κάθε κομματικής εμπαθείας, κάθε κομματικής βλέψεως. '
Ο Παπαναστασίου, ευρέως γνωστός ως ο Πατέρας της Δημοκρατίας, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες του α’ μισού του 20ού αιώνα στη χώρα μας, ένας ενάρετος πολιτικός άνδρας με πρωτοποριακές αντιλήψεις και πραγματικά μεταρρυθμιστικό πνεύμα.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, διακεκριμένος πολιτικός και κοινωνιολόγος με καταγωγή από το Λεβίδι Αρκαδίας, γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 8 Ιουλίου 1876.
Ο Παπαναστασίου, ευρέως γνωστός ως ο Πατέρας της Δημοκρατίας, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες του α’ μισού του 20ού αιώνα στη χώρα μας, ένας ενάρετος πολιτικός άνδρας με πρωτοποριακές αντιλήψεις και πραγματικά μεταρρυθμιστικό πνεύμα.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ακολούθως δε (κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα) κοινωνιολογία, φιλοσοφία και οικονομικά σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (Χαϊδελβέργη, Βερολίνο, Λονδίνο, Παρίσι), δίδοντας έμφαση στα ζητήματα του συνεργατισμού και τις κυρίαρχες συνεταιριστικές αντιλήψεις των αρχών του 20ού αιώνα.
Ο Παπαναστασίου υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης της Κοινωνιολογικής Εταιρείας, ενώ η πρώτη δημόσια πολιτική παρέμβασή του έλαβε χώρα το 1908, όταν προέβη στη δημοσίευση επιστολής του που έφερε τον τίτλο «Η ελευθερία του λόγου».
Κατά τη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας του, από το 1910 έως το 1936, ο Παπαναστασίου εξελέγη κατ’ επανάληψιν βουλευτής, άσκησε επιτυχώς διάφορα υπουργικά καθήκοντα και ανέλαβε την πρωθυπουργία (1924, 1932) της χώρας.
Στο επίκεντρο της προσοχής και του ενδιαφέροντός του βρίσκονταν πάντα τα κοινωνικά και τα αγροτικά θέματα, καθώς και το ζήτημα της συνεννόησης και συνεργασίας των λαών της Βαλκανικής, με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην πολύπαθη αυτήν γωνιά της Ευρώπης.
Ο Παπαναστασίου αγωνίστηκε, μεταξύ άλλων, για τη θεμελίωση του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στις ψυχές των πολιτών, για την επιστημονική και πνευματική ελευθερία, για την αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών και των προσφύγων, για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, καθώς και για το άνοιγμα της εκπαίδευσης σε όλους τους Έλληνες και σε όλες τις Ελληνίδες.
Ένα από τα πλέον σημαντικά ορόσημα του πολυκύμαντου πολιτικού βίου του Παπαναστασίου αποτέλεσε η δημοσίευση του περίφημου «Δημοκρατικού Μανιφέστου» στις 12 Φεβρουαρίου 1922, λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και τη Μικρασιατική Τραγωδία, κίνηση που οδήγησε στη σύλληψη και τη φυλάκισή του. Με το εν λόγω μανιφέστο ο Παπαναστασίου και οι ομοϊδεάτες του (Γ. Βηλαράς, Σ. Θεοδωρόπουλος, Π. Καραπάνος, Κ. Μελάς, Δ. Πάζης, Θρ. Πετιμεζάς) επέκριναν την πολιτική που ακολουθούσαν οι τότε φιλοβασιλικές κυβερνήσεις στο Μικρασιατικό Ζήτημα και επέρριπτε στο Στέμμα την ευθύνη για τις εθνικές συμφορές που επέκειντο.
Εξόχως χαρακτηριστικά των αντιλήψεων του Παπαναστασίου είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από το «Δημοκρατικό Μανιφέστο» του:
Η κρισιμότης εις την οποίαν έχουν περιέλθει τα εθνικά μας πράγματα και οι μεγάλοι κίνδυνοι προς τους οποίους φερόμεθα επιβάλλουν περισσότερον από πάντοτε γυμνήν, οσονδήποτε ωμή και αν είναι την αλήθειαν.
Και την αλήθειαν αυτήν, όπως την βλέπομεν και την πιστεύομεν, θεωρούμεν καθήκον μας να διακηρύξωμεν.
[…] Την εξαιρετικήν σοβαρότητα της τοιαύτης δηλώσεως, ανεξαρτήτως της βασιμότητος ή μη των κατά του Βασιλέως ισχυρισμών των Συμμάχων, έκρυψαν από τον λαόν τα κυβερνώντα κόμματα και διά της σκηνοθεσίας του δημοψηφίσματος της 22ας Νοεμβρίου 1920 έρριψαν εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού Έθνους την ευθύνην της παλινορθώσεως του Βασιλέως Κωνσταντίνου, υπέρ της οποίας κανείς πολιτικός, πονών την πατρίδα, δεν επετρέπετο να τα ταχθή, μετά την κατά της Γερμανίας συμμαχικήν νίκην,
Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη εις τον τόπον μας καθεστώς μη απολαύον της εμπιστοσύνης των Συμμάχων, τοσούτο μάλλον, καθόσον τα ίδια κόμματα διά της δουλικής των συμπεριφοράς από του 1915 κατώρθωσαν να παραστήσουν τον Βασιλέα Κωνσταντίνον ως συγκεντρούντα εις τον τόπον την ισχυροτέραν και σταθερωτέραν πολιτικήν δύναμιν, επιβαλλομένην ακόμη και εναντίον σαφώς εκπεφρασμένης διαφόρου λαϊκής θελήσεως.
Έκτοτε επισωρεύονται αι εθνικαί συμφοραί. Η Ελλάς εξέπεσεν από την επίζηλον θέσιν που είχεν εις το πλευρόν των Συμμάχων. Κάθε οικονομική αρωγή εκ μέρους αυτών διεκόπη. Ο Βασιλεύς, επανελθών, δεν ανεγνωρίσθη. Ανεγνωρίσθη όμως ο Κεμάλ και η Κυβέρνησις της Αγκύρας ως νόμιμος και ως κυρίως εκπροσωπούσα την Τουρκίαν. Η Συνθήκη των Σεβρών εγκατελείφθη και όχι μόνον αφέθημεν κατάμονοι να επιβάλωμεν την ειρήνην εις τους Τούρκους, αλλά και περιοριζόμεθα από τους Συμμάχους εις την πολεμικήν μας δράσιν.
Σύμμαχοι Δυνάμεις συνάπτουν συμφωνίας με τους Τούρκους, διευκολύνουν την στρατιωτικήν των ενίσχυσιν και υποστηρίζουν τας πλέον παραλόγους αξιώσεις των.
[…] Η τοιαύτη καταστροφή επήλθε και συνεχίζεται, διότι οι υπεύθυνοι κυβερνήται απέκρυψαν την αλήθειαν από τον λαόν, έταξαν υπεράνω της εθνικής σωτηρίας προσωπικά συμφέροντα της Βασιλείας, όπισθεν των οποίων καλύπτεται ευτελής κομματική ιδιοτέλεια.
Αλλ’ είναι πλέον καιρός, έστω και την υστάτην στιγμήν, να συνέλθωμεν, να πέσουν τα ψεύδη, να επιβληθή το πραγματικόν συμφέρον του Έθνους. Είναι καιρός να εξαρθώμεν όλοι υπεράνω κάθε κομματικής εμπαθείας, κάθε κομματικής βλέψεως.
Είναι υπερτάτη ανάγκη κάθε προσωπικόν συμφέρον της Βασιλείας να υποκύψη αγογγύστως εις το εθνικόν συμφέρον. Αι δημαγωγικαί προσωπολατρείαι και οι βυζαντινισμοί πρέπει να λείψουν. Πρόκειται περί της υποστάσεως του Έθνους, περί του στρατού μας, του τόσον ηρωικώς θυσιαζομένου. Η Ελλάς είναι δημιούργημα του πνεύματος, των μόχθων και των αγώνων των τέκνων της. Δεν είναι βασιλικόν τιμάριον και δεν μπορεί ποτέ να γίνη ανεκτόν να θυσιαστή και το ελάχιστον τμήμα της χάριν προσωπικών βασιλικών συμφερόντων.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου απεβίωσε στην οικία του, στην Εκάλη, στις 17 Νοεμβρίου 1936.
Στεργιόπουλος Βαγγέλης
30/11/2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 15.02.1922
Ιστορικά κείμενα:
Το Δημοκρατικό Μανιφέστο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου
Στις 12 Φεβρουαρίου 1922, έξι περίπου μήνες πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και άλλα έξι επώνυμα στελέχη της δημοκρατικής (αριστερής) πτέρυγας των Φιλελευθέρων υπέγραψαν το "Δημοκρατικό Μανιφέστο", το οποίο προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, καθώς οι συντάκτες του προειδοποιούσαν για τις επερχόμενες εθνικές συμφορές, ενώ εξαπέλυαν επίθεση κατά του τότε βασιλιά ως κύριου υπαίτιου για την απομόνωση της Ελλάδας από τους μέχρι πρότινος Συμμάχους της, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε λογοκριμένο σε δύο φιλοβενιζελικές εφημερίδες, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ και ΠΑΤΡΙΣ, ενώ ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ δημοσίευσε μια αλογόκριτη περίληψη του Μανιφέστου στην τελευταία του σελίδα. Παραδόξως, αν και ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ήταν η μοναδική εφημερίδα που δημοσίευσε το Μανιφέστο στην πρώτη του σελίδα, εκείνοι που τελικά διώχτηκαν ήταν οι συντάκτες των δύο άλλων εφημερίδων, καθώς η μεν ΠΑΤΡΙΣ είχε εκτυπώσει περιορισμένο αριθμό αντιτύπων προτού λογοκριθεί το κείμενο, ενώ ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ, αν και δεν το αναδημοσίευσε κατά γράμμα το κείμενο, δεν το είχε λογοκρίνει.
Άλλωστε, όπως φάνηκε και από την αρθρογραφία των επομένων ημερών, ο ΕΛ. ΤΥΠΟΣ κράτησε μια μετριοπαθέστερη στάση απέναντι στο Μανιφέστο, περιοριζόμενος απλά να επικρίνει τη σύλληψη των επτά συντακτών του κειμένου και των δημοσιογράφων, ενώ στο πρωτοσέλιδο του της 15ης Φεβρουαρίου φιλοξενούσε δηλώσεις του αρχηγού των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο οποίος υποστήριξε ότι το Μανιφέστο "δεν εγένετο μετά σκέψιν ώριμον και ότι οι κατ' αυτήν (σ.σ. πολιτική πράξη) παραστάντες πληρεξούσιοι δεν ήσαν παρασκευασμένοι, όπως τη συζητήσωσι". Πάντως, ο εκδότης της εφημερίδας, Ανδρέας Καβαφάκης, δολοφονήθηκε λίγες μέρες αργότερα.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αντιμετώπισαν το ζήτημα - τόσο του Δημοκρατικού Μανιφέστου όσο και των συλλήψεων - οι υπόλοιπες εφημερίδες. Μερίδα του φιλοβασιλικού τύπου απέφυγε κάθε αναφορά, ενώ άλλες εξαπέλυσαν επίθεση σε βάρος των συντακτών του άρθρου. Για παράδειγμα, η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ έκανε λόγο για "μεταμφιεσμένους δημοκράτας, πράγματι δε ταραξίας βενιζελικούς", οι οποίοι επεδίωκαν οφέλη "εκ της ανατροπής, ήτις θα προήρχετο, αν αφηρείτο εκ του Ελληνικού οικοδομήματος ο βασιλικός θεμέλιος" (15.02.1922).
Στο ίδιο πνεύμα κινούνταν και ο αρθρογράφος της εφημερίδας ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ κάνοντας λόγο για διακήρυξη "των ψευδοδημοκρατών", που "στρέφεται κατά της λαϊκής επαναστάσεως (σ.σ. εννοεί τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920), συνεπώς δε κατά του λαού", ενώ για τους συντάκτες του κείμενου σχολίαζε ότι είναι "ύποπτοι πολίται, σκότια διαβουλευόμενοι και άνομα επιδιώκοντες σχέδια" (15.02.1922).
Αντίθετα, η φιλοβενιζελική εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ σχολίαζε ότι οι συντάκτες του άρθρου "εδοκίμασαν να είπουν προς τον λαόν ό,τι διεκήρυξαν επανειλημέναι διακοινώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, άλλαι γνωσταί και άλλαι τηρούμεναι μυστικαί διά τον λαόν" και καυτηρίαζε τη σύλληψης τους γράφοντας, "Αυταί είνε αι νέαι ελευθερίαι, δι' ών αντικατεστάθη η τυραννία του Βενιζέλου;" (15.02.1922).
Εξάλλου, ο Σ. Σίμος, διευθυντής της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ, που είχε βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα, συνέκρινε τη στάση του βασιλιά Καρόλου της Ρουμανίας, όταν είχε δημοσιευτεί σε εφημερίδα άρθρο εναντίον του: "Εγώ - είπεν ο βασιλεύς Κάρολος - δεν επιθυμώ να βασιλεύω υπό την προστασίαν του ποινικού νόμου και των λογχών του Κράτους. Θέλω και αξιώ να είμαι Βασιλεύς των Ρωμούνων. Εάν αυτά που γράφει εναντίον μου η "Αδεβέρουλ" τα πιστεύει ο Ρωμουνικός λαός, επιθυμώ να έχη όλην την ελευθερίαν να μου ειπή να φύγω. Εάν όχι, τότε ας γράφη ελευθέρως ο τύπος ό,τι θέλει. Μου είνε εντελώς αδιάφορον!". Όπως σχολίαζε στη συνέχεια ο δημοσιογράφος, "Και με την ωραίαν αυτήν και ιστορικήν χειρονιμίαν, ενίκησεν ο Βασιλεύς Κάρολος και ηττήθη η εφημερίς. Ο Κάρολος απέθανεν επί του Θρόνου εν βαθεί γήρατι, εν δόξη και τιμή, πράγμα το οποίον ίσως να μη συνέβαινεν, εάν άφινε την Εκτελεστικήν Εξουσίαν να στραγγαλίση την ελευθερίαν της σκέψεως και του λόγου" (16.02.1922).
Η ίδια εφημερίδα μία μέρα νωρίτερα, στις 15 Φεβρουαρίου, δημοσίευσε - λογοκριμένο - εκτενές άρθρο του Γεωργίου Παπανδρέου με τίτλο "ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ". Σ' ένα σημείο, σχολιάζοντας το μοναρχικό θεσμό, ο τότε βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων και μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας, σημείωνε: "Ο θεσμός της Βασιλείας δεν είνε απαραίτητος ούτε διά την ενότητα, ούτε διά την αποκατάστασιν του Έθνους, Η Ελληνική επανάστασις, και ετολμήθη, και επέτυχε, χωρίς Βασιλέα, ως εθνικόν σύμβολον. Και οι σύγχρονοι Λαοί διατηρούν πολύ στερεωτέρα την εθνικήν των ενότητα, σήμερον, με την Δημοκρατία, παρά εις τους καιρούς των Βασιλειών. Η ιδέα του Έθνους, ευτυχώς, δεν έχει ανάγκην υλικής εκπροσωπήσεως. Διότι τα πρόσωπα παρέρχονται, ενώ η ιδέα παραμένει. Τα πρόσωπα είναι θνητά - το Έθνος αθάνατον".
Στο τέλος παραδεχόταν ότι με το δημοψήφισμα που έφερε και πάλι στο θρόνο τον Κωνσταντίνο, "Ο Ελληνικός Λαός, κατά πλειονοψηφίαν έχει προτιμήσει τον θεσμόν της Βασιλείας", υπό δύο όμως προϋποθέσεις: "1) Ότι ο θεσμός της Βασιλείας εξυπηρετεί το εθνικόν συμφέρον και 2) ότι το Πολίτευμα θα είνε αληθώς "Βασιλευομένη Δημοκρατία" - ότι, δηλαδή, θα είνε πραγματική και αμείωτος η κυριαρχία του Λαού.... Και αν εις τη συνείδησιν αυτού (σ.σ. του λαού) ωρίμαζε ποτέ απόφασις τοιαύτη, δεν θα υπήρχε, φυσικά, τότε καμμία δύναμις ικανή να ματαιώση την κυρίαρχον θέλησιν του".
Να σημειωθεί ότι λίγες μέρες μετά τη σύλληψη τους, οι φυλακισθέντες έμειναν ελεύθεροι, ωστόσο με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών (2 Απριλίου 1922) παραπέμφθηκαν εννέα άτομα σε δίκη - οι επτά συντάκτες του άρθρου και οι δύο δημοσιογράφοι των εφημερίδων ΠΑΤΡΙΣ και ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ. Η δίκη τους πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουνίου στο Κακουργιοδικείο Λαμίας και οι επτά καταδικάστηκαν σε τριετή φυλάκιση.
Το λογοκριμένο πρωτοσέλιδο
της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
της 12.02.1922:
ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Ακολουθεί το κείμενο του άρθρου, που έμεινε γνωστό ως Δημοκρατικό Μανιφέστο - μέσα σε αγκύλη βρίσκονται τα τμήματα που λογοκρίθηκαν από τις αρχές και δεν δημοσιοποιήθηκαν εκείνη την εποχή:
"Η κρισιμότης, εις την οποίαν έχουν περιέλθει τα εθνικά μας πράγματα, και οι μεγάλοι κίνδυνοι προς τους οποίους φερόμεθα, επιβάλλουν περισσότερον από πάντοτε γυμνήν, οσονδήποτε ωμή και αν είναι την αλήθειαν.
Και την αλήθειαν αυτήν, όπως την βλέπομεν και την πιστεύομεν, θεωρούμεν καθήκον μας να διακηρύξωμεν.
Η Ελλάς, πιστή εις τας παραδόσεις και τας υποχρεώσεις της, εν πλήρει γνώσει των συμφερόντων και συναισθήσει των δικαιωμάτων της, καταπνίξασα έκθεσμον εσωτερικήν αντίδρασιν, εισήλθεν εις τον παγκόσμιον πόλεμον και ηγωνίσθη και αυτή ολοψύχως προς επικράτησιν του δικαίου, εξασφάλισιν της εθνικής ελευθερίας και παγίωσιν της ειρήνης εις την Ευρώπην. Και, εμπιστευθείσα τα δίκαια της εις τους Μεγάλους Συμμάχους, τους παλαιούς προστάτας και φίλους της, είδε τας προσδοκίας της δικαιουμένας, αφού διά των συνθηκών με την Βουλγαρίαν και την Τουρκίαν και των συναφών προς αυτάς διεθνών πράξεων ανεγνωρίσθησαν κατά το δυνατόν μέτρον αι εθνικαί μας διεκδικήσεις.
Και ανέθεσαν μεν οι Σύμμαχοι την εφαρμογήν της Συνθήκης των Σ εβρών εις την Ελλάδα, αλλ' εξηκολούθουν οι ίδιοι τας εχθροπραξίας με τους Τούρκους.
Το γεγονός τούτο, η εκ του κοινώς αγώνος αλληλεγγύη, καθώς και το γενικόν συμμαχικό συμφέρον προς σεβασμόν των συνθηκών παρείχαν την βεβαίωσιν, ότι η Ελλάς, εις την προσπάθειάν της προς εφαρμογήν της Συνθήκης των Σεβρών, θα είχεν, εκτός έστω και μικράς πολεμικής συνδρομής των Συμμάχων, εν πάσει περιπτώσει την υλικήν και κυρίως αμέριστον την ηθικήν αρωγήν των. Αυτή δε και μόνη θα ήτο ικανή να προκαλέση, εν περιπτώσει πείσμονος αντιστάσεως της Τουρκίας, τας δυσμενεστέρας δι' αυτήν συνεπείας, αι οποίαι προηγγέλθησαν διά της μετ' αυτής συνθήκης και αίτινες θα ωδήγουν εις ολοκληρωτικήν απελευθέρωσιν και της ελληνικής και των άλλων υπό τον τουρκικόν ζυγόν εθνοτήτων.
[Όμως τα πράγματα μετεβλήθησαν άρδην από της 22ας Νοεμβρίου 1920.
Αι σύμμαχοι Μεγάλαι Δυνάμεις, βλέπουσαι κατά ποίον τρόπον επεδίωκαν τα κυβερνώντα κόμματα να λύσουν το δυναστικόν ζήτημα, εδήλωσαν επισήμως ότι:
Δεν θέλουν να επέμβουν εις τα εσωτερικά πράγματα της Ελλάδος, αλλ' είναι ηναγκασμέναι να δηλώσουν δημοσία ότι η παλινόρθωσις επί του θρόνου της Ελλάδος, ενός ηγεμόνος του οποίου η όχι νομιμόφρων στάσις και διαγωγή απέναντι των Συμμάχων κατά την διάρκειαν του πολέμου εγένετο δι' αυτούς πηγή δυσχερειών και απωλειών σοβαρών, δεν θα ηδύνατο να θεωρηθή παρ' αυτών ειμή ως κύρωσις παρά της Ελλάδος των εχθρικών πράξεων του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το γεγονός τούτο θα εδημιούργει μίαν κατάστασιν νέαν, δυσμενή εις τας σχέσεις μεταξύ της Ελλάδος και των Συμμάχων και εις την περίστασιν αυτήν αι τρεις Κυβερνήσεις δηλούν ότι επιφυλάσσουν δι' εαυτάς πλήρη ελευθερίαν δράσεως διά να κανονίσουν την κατάστασιν αυτήν.
Την εξαιρετικήν σοβαρότητα της τοιαύτης δηλώσεως, ανεξαρτήτως της βασιμότητος ή μη των κατά του Βασιλέως ισχυρισμών των Συμμάχων, έκρυψαν από τον λαόν τα κυβερνώντα κόμματα και διά της σκηνοθεσίας του δημοψηφίσματος της 22ας Νοεμβρίου 1920 έρριψαν εφ' ολοκλήρου του ελληνικού Έθνους την ευθύνην της παλλινορθώσεως του Βασιλέως Κωνσταντίνου, υπέ της οποίας κανείς πολιτικός, πονών την πατρίδα, δεν επετρέπετο να τα ταχθή, μετά την κατά της Γερμανίας συμμαχικήν νίκην,
Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη εις τον τόπον μας καθεστώς μη απολαύον της εμπιστοσύνης των Συμμάχων, τοσούτο μάλλον, καθόσον τα ίδια κόμματα διά της δουλικής των συμπεριφοράς από του 1915 κατώρθωσαν να παραστήσουν τον Βασιλέα Κωνσταντίνον ως συγκεντρούντα εις τον τόπον την ισχυροτέραν και σταθερωτέραν πολιτικήν δύναμιν, επιβαλλομένην ακόμη και εναντίον σαφώς εκπεφρασμένης διαφόρου λαϊκής θελήσεως.]
ΑΙ ΕΘΝΙΚΑΙ ΣΥΜΦΟΡΑΙ
Έκτοτε επισωρεύονται αι εθνικαί συμφοραί. Η Ελλάς εξέπεσεν από την επίζηλον θέσιν που είχεν εις το πλευρόν των ΣΥμμάχων. Κάθε οικονομική αρωγή εκ μέρους αυτών διεκόπη. Ο Βασιλεύς, επανελθών, δεν ανεγνωρίσθη. Ανεγνωρίσθη όμως ο Κεμάλ και η Κυβέρνησις της Αγκύρας ως νόμιμος και ως κυρίως εκπροσωπούσα την Τουρκίαν. Η Συνθήκη των Σεβρών εγκαταλείφθη και όχι μόνον αφέθημεν κατάμονοι να επιβάλωμεν την ειρήνην εις τους Τούρκους, αλλά και περιοριζόμεθα από τους Συμμάχους εις την πολεμικήν μας δράσιν.
Σύμμαχοι Δυνάμεις συνάπτουν συμφωνίας με τους Τούρκους, διευκολύνουν την στρατιωτικήν των ενίσχυσιν και υποστηρίζουν τας πλέον παραλόγους αξιώσεις των.
Επί πλέον η Βόρειος Ήπειρος, ενώ είχε κατακυρωθή εις την Ελλάδα διά διεθνούς πράξεως, παραχωρείται από τας ιδίας συμμάχους Δυνάμεις εις την Αλβανίαν. Η διά την αποκατάστασιν των Δωδεκανήσων ανειλημμένη υποχρέωσις αθετείται αδιαμαρτυρήτως. Τέλος, ακόμη και ύστερα από αιματηροτάτους και επιτυχείς αγώνας του στρατού μας, όχι μόνον δεν γίνεται πλέον κανείς λόγος περί σεβασμού της μετά της Τουρκίας συνθήκης, αλλά και πανταχόθεν επιδιώκεται η απομάκρυνσις μας από την Μικράν Ασίαν, υποστηρίζεται μεταξύ των Συμμάχων, κατά παράβασιν της από αιώνος ισχυούσης αρχής διάς τας απελευθερουμένας από την Τουρκίαν χώρας, η αποκατάστασις πλήρους της τουρκικής κυριαρχίας και δοικήσεως εις τα απελευθερωθέντα τμήματα της Μικράς Ασίας, εσχάτώς δε και της Ανατολικής ακόμη Θράκης, διά να χαθή κατόπιν με την σειράν της και η Μακεδονία. Παρίστανονται δε σήμερον αι κυρωθείσαι δια συνθήκης εθνικαί μας διεκδικήσεις ως κατακτητικαί από τα ίδια συμμαχικά στόματα, τα οποία προηγουμένως εκήρυτταν ότι η διατήρησις της τουρκικής κατακτήσεως εις την Θράκην και την Δυτικήν Μικράν Ασίαν αντίκειται εις το δίκαιον, την ιδέαν της εθνικής ελευθερίας και τον ανθρωπισμόν. Παντού, όπου προηγουμένως ευρίσκαμεν θερμήν φιλικήν υποδοχήν και αμέριστον υποστήριξιν, συναντώμεν τώρα, εις όλα μας τα ζητήματα, δυσμένεια και εχθρότητα.
Εις τοιούτο δε σημείον έχουν περιέλθει τα πράγματα, ώστε, ενώ από τεσσάρων μηνών η Κυβέρνησις εκλιπαρεί την επέμβασιν των Συμμάχων προς ειρήνευσιν, συμμαχική συμφωνία προς τούτο, έστω και πόρρωθεν ικανοποιούσα τας αξιώσεις μας και δυναμένη εν ταυτώ να επιβληθή εις τους Τούρκους από τους Συμμάχους, απεδείχθη αδύνατος.
Μόνον με εντελή καταστροφήν των ενικών μας δικαίων φαίνεται ότι θα ήτο κατορθωτή συμμαχική συμφωνία.
Κατ΄ακολουθίαν μοιραίως φερόμεθα εις εξακολούθησιν της πολεμικής καταστάσεως με παντελή ιδικήν μας απομόνωσιν και έμμεσον και άμεσον ακόμη υποστήριξιν των Τούρκων εκ μέρους τω παλαιών φίλων και προστατών της Ελλάδος, των χθεσινών συμπολεμιστών και συμμάχων μας.
[Η τοιαύτη καταστροφή επήλθε και συνεχίζεται, διότι οι υπεύθυνοι κυβερνήται απέκρυψαν την αλήθειαν από τον λαόν, έταξαν υπεράνω της εθνικής σωτηρίας προσωπικά συμφέροντα της Βασιλείας, όπισθεν των οποίων καλύπτεται ευτελής κομματική ιδιοτέλεια.
Αλλ' είναι πλέον καιρός, έστω και την υστάτην στιγμήν, να συνέλθωμεν, να πέσουν τα ψεύδη, να επιβληθή το πραγματικόν συμφέρον του Έθνους. Είναι καιρός να εξαρθώμεν όλοι υπεράνω κάθε κομματικής εμπαθείας, κάθε κομματικής βλέψεως.
Είναι υπερτάτη ανάγκη κάθε προσωπικόν συμφέρον της Βασιλείας να υποκύψη αγογγύδτως εις το εθνικόν συμφέρον. Αι δημαγωγικαί προσωπολατρείαι και οι βυζαντινισμοί πρέπει να λείψουν. Πρόκειται περί της υποστάσεως του Έθνους, περί του στρατού μας, του τόσον ηρωικώς θυσιαζομένου. Η Ελλάς είναι δημιούργημα του πνεύματος, των μόχθων και των αγώνων των τέκνων της. Δεν είναι βασιλικόν τιμάριον και δεν ειμπορεί ποτέ να γίνη ανεκτόν να θυσιασθή και το ελάχιστον τμήμα της χάριν προσωπικών βασιλικών συμφερόντων.]
ΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΝΤΑ ΕΔΑΦΗ
Παρ' όλον τον πόθον προς επάνοδον εις τον ειρηνικόν βίον, δεν είναι δυνατόν να δεχθή η Ελλάς να επιβληθή εκ νέου η τουρκική διοίκησις εις τα αποσπασθέντα διά της Συνθήκης των Σεβρών τμήματα της Μικράς Ασίας. Από την εκ της τουρκικής κατακτήσεως τέφραν εβλάστησεν εκεί και ανθεί ελληνική ζωή, παράγουσα πλούτον, κτίζουσα πόλεις, εξαπλώνουσα τα φώτα, δημιουργούσα πολιτισμόν, ζωή η οποία ενσαρκώνεται εις εκατομμύριον ανθρωπίνων υπάρξεων, εχουσών την πλέον ισχυράν εθνικήν συνείδησιν και θέλησιν. Και όλα αυτά υπό την σκληράν πίεσιν και τον κατατρεγμόν του πλέον βαρβάρου κατακτητού. Εκ τούτου γίνεται φανερόν ποίας εθνότητος πεδίον δράσεως διά λόγους και γεωγραφικούς και φυλετικούς είναι αναγκαίως τα μέρη εκείνα, όπως άλλως τε και η ιστορία των το μαρτυρεί, ενώ ουδέν αποδεικνύουν τοπικαί μικραί αλληλοεθνείς πλειοψηφίαι, αίτινες και εγεννήθησαν από την πλέον καταστρεπτικήν κατάκτησιν και διατηρούνται χαρις εις αυτήν.
Την ελληνικήν λοιπόν αυτήν ζωήν δεν είνε δυνατόν να παραδώσωμεν εις ους Τούρκους πάλιν, μετά τριών ετών ελεύθερον βίον, ακόμη και διά λόγους μόνον φιλανθρωπίας.
Οι Τούρκοι εστάθησαν ανίκανοι να δημιουργήσουν ιδικόν των ανώτερον πολιτισμόν ή να δεχθούν τον πολιτισμόν των εθνών που κατέκτησαν. Την επιβολήν των επ' αυτών εστήριξαν διαρκώς εις την πλέον ωμήν βίαν, εις την παρεμπόδισιν της προκοπής των υποδούλων, των οποίων κάθε οικονομική, ηθική και πνευματική ανύψωσις επνίγετο και πνίγεται πάντοτε εις το αίμα και την αρπαγήν. Τι λοιπόν περιμένει τον Ελληνισμόν της Μικράς Ασίας, παραδιδόμενον εκ νέου εις τους Τούρκους, το γνωρίζομεν. Και αν το παλαιόν μαρτυρολόγιον του Έθνους κείται μακράν εις την μνήμην, βοούν οι διωγμοί, αι σφαγαί, τα βασανιστήρια και αι αρπαγαί, αι από του 1913 καιτά των ομοεθνών μας διαπραττόμεναι συστηματικών και εις την Μικράν Ασίαν και εις την Θράκην κατ' επιταγήν αυτού του Κρα΄τους, όπως πάντοτε, καθώς και η επίσης τραγική τύχη των Αρμενίων. Δεν είμεθα δε τόσον απλοϊκοί φιά να πιστεύσωμεν εις προστασίας μειοψηφιών, εμπιστευμένας εις οιασδήποτε αρχάς, εντός περιβάλλοντος τουρκικής διοικήσεως. Διά τους ίδιους λόγους, εις εις τους οποίους προστίθεται και αύξησις των κινδύνων της ασφαλείας του Κράτους και της διατηρήσεως της ειρήνης, αμεσώτερον απειλουμένης από μεγαλυτέραν εκ νέου εξάπλωσιν των Τούρκων εις την Θράκην, δεν είνε δυνατόν να δεχθή η Ελλάς ούτε συζήτησιν περί οιασδήποτε υποχωρήσεως μας εις την Θράκην.
Η ΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ
Προς περιφρούρησιν των νομίμων αυτών εθνικών μας αξιώσεων έχομεν ανάγκην της συνδρομής των παλαιών προστατών, φίλων και συμμάχων της Ελλάδος. Τίποτε δεν χωρίζει το Έθνος απ' αυτούς. Εάν ευρέθησαν εις το παρελθόν Κυβερνήσεις, επιβληθείσαι εις τον τόπον εναντίον της λαϊκής θελήσεως, αίτινες ημπόδισαν επί τινά χρόνον την Ελλάδα να συνεχίση την πατροπαράδοτον πολιτικήν της, ο Ελληνισμός όμως, μετά δύο πολέμους και μίαν εξαντλητικήν επιστράτευσιν, έκαμε μίαν επανάστασιν, διά να αναμιχθή εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν των παλαιών του φίλων και έθεσεν όλας του τας δυνάμεις εις τον κοινόν υπέρ του δικαίου αγώνα, τον οποίον και συνεχίζει ακόμη με υπερτάτας θυσίας.
[Και αφού εκ μέρους των Συμμάχων προβάλλεται δυσπιστία προς ημάς, ένεκα του τρόπου καθ' ον ελύθη το δυναστικόν ζήτημα, και η αποκατάστασις της Ελλάδος εις την συμμαχικήν της θέσιν κατ' άλλον τρόπον απεδείχθη πλέον περιτράνως αδύνατος, επιβάλλεται να διαμορφωθή τοιουτοτρόπως το δυναστικόν καθεστώς, ώστε ν' ανακτηθή πλήρως η εμπιστοσύνη των Συμμάχων.
Είναι ψεύδος ότι τούτο αποτελεί οπωσδήποτε επέμβασιν εις την διακυβέρνησιν του τόπου, μείωσιν της αυτοτελείας του. Εφ' όσον το Έθνος έχει ανάγκην της συνδρομής των συμμάχων Δυνάμεων και είναι αποφασισμένον μαζί τους να βαδίση εις το μέλλον, όπως και εις το παρελθόν, αυτό τούτο το Έθνος, ομρώμενον από την επίγνωσιν των υπερτάτων συμφερόντων του, ελευθέρως και αυτοπροσώπως, θα εκδηλώση κατά τρόπον, αποκλείοντα κάθε αμφισβήτησιν και δισταγμόν, την τοιαύτην ειλικρινή του πρόθεση.
Αν όμως, παρ' όλας τας επισωρευομένας συμφοράς, εξακολουθήση η Κυβέρνησις, αδιαφορούσα δια΄την έκπτωσιν της Ελλάδος από την συμμαχικήν της θέσιν, να τάσση το προσωπικόν βασιλικόν συμφέρον υπεράνω της γενικής σωτηρίας, θα γενικευθή η πεποίθησις, ήτις ήρχισε να ριζοβολή, αφ' ότου προ ολίγων ετών εματαιώθη η θέλησις του Έθνους προς κανονισμόν της εξωτερικής του πολιτικής συμφώνως προς τας παραδόσεις, τα αισθήματα και τα συμφέροντα του, ότι ο θεσμός της βασιλείας, τον οποίον εδέχθη και διατηρεί ο ελληνικός λαός, όπως τον έχη πρόμαχον των εθνικών δικαίων, εθνικόν συνεκτικόν κρίκον και σύμβολον, είναι πρόξενος εθνικών συμφορών, συντελεί όχι εις την συνοχήν, αλλά εις την διάσπασιν του Έθνους. Σύμφωνα με την πεποίθησιν αυτήν, το βλέπομεν καθαρά, θα ρυθμίση, όπως είναι φυσικόν, την δράσιν του το Έθνος, άξιον και σεβασμού μεγαλυτέρου και τύχης καλυτέρας.]
Εξ ονόματος των δημοκρατικών Φιλελευθέρων
Γ. ΒΗΛΑΡΑΣ, Σ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Π. ΚΑΡΑΠΑΝΟΣ, Κ. ΜΕΛΑΣ, Δ. ΠΑΖΗΣ, Α. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΘΡ. ΠΕΤΙΜΕΖΑΣ
(http://ola-ta-kala.blogspot.gr/2013/02/blog-post_12.html)
Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1876 - 1936)
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1876 - 1936) ήταν πολιτικός επιστήμονας, κοινωνιολόγος και ηγέτης του δημοκρατικού φιλελεύθερου χώρου, υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις και δύο φορές πρωθυπουργός (1924 και 1932), ο ιδρυτής του καθεστώτος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας το Μάρτιο του 1924.
Γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1876 στην Τρίπολη Αρκαδίας. Ήταν γιος του Παναγιώτη Παπαναστασίου και της Μαριγώς Ρογάρη - Αποστολοπούλου. Ο πατέρας του ήταν γυμνασιάρχης,τμηματάρχης στο Υπουργείο Παιδείας και διετέλεσε βουλευτής Μαντίνειας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη του Δημάρχου Λεβιδίου. Η οικονομική ευμάρεια των γονιών του, τον πριμοδότησαν με σπουδές που καθόρισαν την μετέπειτα του πορεία. Σπούδασε Νομικά και κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική και τη Φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, του Βερολίνου, του Λονδίνου και των Παρισίων. Την εποχή που σπούδαζε στη Γερμανία, επικρατούσαν εκεί σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες επηρεάστηκε και ο τρόπος σκέψης του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τα θεωρητικά προβλήματα του συνεργατισμού και διαμόρφωσε μέσα του έντονες συνεταιριστικές αντιλήψεις. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1907 και την επόμενη χρονιά ίδρυσε την Κοινωνιολογική Εταιρία και ήταν συνιδρυτής (μαζί με τον Δελμούζο και τον Πετιμεζά) της "Ομάδας των Κοινωνιολόγων".
Το 1910, μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρίας ίδρυσαν το Λαϊκό Κόμμα και στις εκλογές του ίδιου έτους ο Παπαναστασίου εκλέχτηκε βουλευτής. Έδωσε έντονες μάχες για την παραχώρηση των τσιφλικιών στους ακτήμονες της Θεσσαλίας. Το 1916, ως βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και αντιπροσώπευσε την Επαναστατική Κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων. Το Μάρτιο του 1917 του ανατέθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης η Γενική Διοίκηση των Ιονίων Νήσων. Εξελέγη πολλάκις βουλευτής (1910, 1915, 1923, 1926, 1928, 1932, 1933 και 1936). Από το 1917 ως το 1920 ήταν Υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινά Υπουργός περιθάλψεως και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Το 1922 προσυπέγραψε το Δημοκρατικό Μανιφέστο, με το οποίο καταγγέλθηκε η πολιτική των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων στο Μικρασιατικό. Για την πράξη αυτή συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Παπαναστασίου-Βενιζέλος
Όταν στις 14 Ιουνίου 1917 η Προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου μεταφέρεται στην Αθήνα και ανασχηματίζεται, ο Παπαναστασίου αναλαμβάνει το Υπουργείο Συγκοινωνιών και το κρατάει ως τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.[4] Ως υπουργός Συγκοινωνιών προωθεί την αναδιοργάνωση του Πολυτεχνείου και της Σχολής Καλών Τεχνών και επικυρώνει με νόμο (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) το νέο σχέδιο πόλεως της Θεσσαλονίκης, που είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917 και εισηγείται στη Βουλή τη σύσταση επιτροπής για τη μελέτη του σχεδίου πόλεως της Αθήνας.
Με το Ν.4332/29 (μετά την παραίτησή του από υπουργός Γεωργίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζαΐμη) ιδρύεται η Αγροτική Τράπεζα, όχι όμως ως συνεταιριστική τράπεζα, όπως την ήθελε ο ίδιος ο Παπαναστασίου
Οι τέσσερις βασικές φάσεις της σταδιοδρομίας του
1876-1908
Διαμορφώνει την επιστημονική και ιδεολογική του υποδομή στην Ελλάδα
και στο εξωτερικό
1908-1917
Εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή και αρχίζει να ξεχωρίζει, λειτουργώντας
στον ευρύτερο βενιζελικό πολιτικό χώρο
1917-1923
Διατελεί Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (μέχρι τις εκλογές του 1920). Το 1922 θα γίνει δημοφιλής, ή πάντως ευρύτερα γνωστός, με το Δημοκρατικό Μανιφέστο και τη δίωξη, τη δίκη, τη φυλάκισή του, κ.λπ. Το Νοέμβριο του 1923 ίδρυσε την ημερήσια εφημερίδα Δημοκρατία,
της οποίας υπήρξε ο κύριος αρθρογράφος.
1924-1936
Ως πρωθυπουργός πρωτοστατεί στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και μετά εναλλάσσει την έντονη παρουσία του στο κοινοβούλιο και στα αξιώματα του πρωθυπουργού και του υπουργού με φυλακίσεις, εκτοπίσεις και διώξεις που τις διαδέχονται ομιλίες, κομματικά συνέδρια και βαλκανικές διασκέψεις. Χωρίς να αποκτήσει μαζική λαϊκή απήχηση, έχει να επιδείξει σημαντική επίδραση κυρίως στη νεολαία του καιρού του. Την ίδια περίοδο αναδεικνύονται οι όψεις μιας εντυπωσιακά πολυσύνθετης πολιτικής φυσιογνωμίας, με εξαιρετική ευρύτητα ενδιαφερόντων και απασχολήσεων
Ο Παπαναστασίου σε αριθμούς
-Ως πρωθυπουργός ο Παπαναστασίου συμπλήρωσε σε 28 χρόνια συνεχούς πολιτικής παρουσίας, 144 ημέρες (134 το 1924, 12 Μαρτίου - 25 Ιουλίου, και 10 το 1932, 26 Μαΐου - 5 Ιουνίου).
-Ως υπουργός (χωρίς να είναι ταυτόχρονα και πρωθυπουργός) είχε μια συνολική θητεία 56 μηνών και 18 ημερών: 41 μήνες το 1917-1920 ως Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, 14 μήνες το 1926-1928, ως Υπουργός Γεωργίας στην «οικουμενική» κυβέρνηση Α. Ζαΐμη και 48 μέρες το 1933, ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας στη βραχύβια κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου.
-Ως πρωθυπουργός το 1924 ανέλαβε για 52 μέρες και το Υπουργείο Οικονομικών, ενώ το 1932 για 10 μέρες τα υπουργεία Στρατιωτικών, Ναυτικών, Αεροπορίας και Εξωτερικών.
-Υπήρξε πληρεξούσιος στην Α΄ Αναθεωρητική Βουλή το 1910 (1 Σεπτεμβρίου -12 Οκτωβρίου). Στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή το 1911 (8 Ιανουαρίου -1 Ιουνίου) και στην Δ΄ Συντακτική Συνέλευση το 1924-1925 (2 Ιανουαρίου 1924 -29 Σεπτεμβρίου 1925).
-Διετέλεσε βουλευτής το 1915 (3 Αυγούστου -21 Οκτωβρίου), το 1917-1920 (12 Ιουλίου 1917 -15 Οκτωβρίου 1920), το 1926-1928 (26 Νοεμβρίου 1926 -28 Αυγούστου 1928), το 1928-1932 (17 Οκτωβρίου 1928 - 20 Αυγούστου 1932), το 1932-1933 (24 Οκτωβρίου 1932 -29 Ιανουαρίου 1933), το 1933-1935 (7 Μαΐου 1933 -1 Απριλίου 1935) και το 1936 (2 Μαρτίου -4 Αυγούστου).
-Ως γερουσιαστής για 38 ημέρες το 1933 (30 Μαρτίου - 7 Μαΐου).
Η ανακήρυξη της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας
Ως πρωθυπουργός
Το Μάρτιο του 1924 σχημάτισε κυβέρνηση με τη στήριξη του κόμματος των Φιλελευθέρων, η οποία κατέθεσε στις 25 Μαρτίου του 1924 ψήφισμα στη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση για την ανακήρυξη αβασίλευτης Δημοκρατίας, κηρύσσοντας έκπτωτη τη μοναρχία. Το ψήφισμα επικυρώθηκε με δημοψήφισμα στις 13 Απριλίου 1924. Σημαντικά νομοθετήματα της πρωθυπουργίας του θεωρείται η ίδρυση Πανεπιστήμιου στη Θεσσαλονίκη, η αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας κ.ά. Από το 1926 έως το 1928 διετέλεσε Υπουργός Γεωργίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζαΐμη. Εκεί εφάρμοσε κάποιες από τις συνεταιριστικές του ιδέες και φρόντισε το θέμα των ακτημόνων κ.ά. Στις 26 Μαΐου 1932 πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, η οποία ορκίστηκε αλλά παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως, στις 3 Ιουνίου 1932. Από τον Ιανουάριο έως το Μάρτιο του 1933 ήταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά Γεωργίας στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Μετά την αποτυχία του κινήματος του 1935 παραπέμφθηκε σε στρατοδικείο, αλλά απαλλάχθηκε.
Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της βαλκανικής ειρήνης και συνεργασίας και ίδρυσε την οργάνωση "Βαλκανική Ένωση" για το σκοπό αυτό. Αντιτάχθηκε στις δικτατορίες του Πάγκαλου και του Μεταξά. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά τον έθεσε σε κατ' οίκον περιορισμό.
Απεβίωσε ξαφνικά στις 17 Νοεμβρίου 1936 από ανακοπή καρδιάς στην Εκάλη.
Σήμερα, στο Λεβίδι Αρκαδίας υπάρχει Μουσείο προς τιμήν της μνήμης του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου. Μάλιστα, πέραν των προσωπικών αντικειμένων του, φυλάσσεται και ο εγκέφαλος του Αρκά πολιτικού σε ειδικό χημικό υγρό.
(ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)
http://boraeinai.blogspot.com/2015/02/blog-post_40.html
12/2/2015
Ιστορικά κείμενα:
Το Δημοκρατικό Μανιφέστο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου
Στις 12 Φεβρουαρίου 1922, έξι περίπου μήνες πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και άλλα έξι επώνυμα στελέχη της δημοκρατικής (αριστερής) πτέρυγας των Φιλελευθέρων υπέγραψαν το "Δημοκρατικό Μανιφέστο", το οποίο προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, καθώς οι συντάκτες του προειδοποιούσαν για τις επερχόμενες εθνικές συμφορές, ενώ εξαπέλυαν επίθεση κατά του τότε βασιλιά ως κύριου υπαίτιου για την απομόνωση της Ελλάδας από τους μέχρι πρότινος Συμμάχους της, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε λογοκριμένο σε δύο φιλοβενιζελικές εφημερίδες, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ και ΠΑΤΡΙΣ, ενώ ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ δημοσίευσε μια αλογόκριτη περίληψη του Μανιφέστου στην τελευταία του σελίδα. Παραδόξως, αν και ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ήταν η μοναδική εφημερίδα που δημοσίευσε το Μανιφέστο στην πρώτη του σελίδα, εκείνοι που τελικά διώχτηκαν ήταν οι συντάκτες των δύο άλλων εφημερίδων, καθώς η μεν ΠΑΤΡΙΣ είχε εκτυπώσει περιορισμένο αριθμό αντιτύπων προτού λογοκριθεί το κείμενο, ενώ ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ, αν και δεν το αναδημοσίευσε κατά γράμμα το κείμενο, δεν το είχε λογοκρίνει.
Άλλωστε, όπως φάνηκε και από την αρθρογραφία των επομένων ημερών, ο ΕΛ. ΤΥΠΟΣ κράτησε μια μετριοπαθέστερη στάση απέναντι στο Μανιφέστο, περιοριζόμενος απλά να επικρίνει τη σύλληψη των επτά συντακτών του κειμένου και των δημοσιογράφων, ενώ στο πρωτοσέλιδο του της 15ης Φεβρουαρίου φιλοξενούσε δηλώσεις του αρχηγού των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο οποίος υποστήριξε ότι το Μανιφέστο "δεν εγένετο μετά σκέψιν ώριμον και ότι οι κατ' αυτήν (σ.σ. πολιτική πράξη) παραστάντες πληρεξούσιοι δεν ήσαν παρασκευασμένοι, όπως τη συζητήσωσι". Πάντως, ο εκδότης της εφημερίδας, Ανδρέας Καβαφάκης, δολοφονήθηκε λίγες μέρες αργότερα.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αντιμετώπισαν το ζήτημα - τόσο του Δημοκρατικού Μανιφέστου όσο και των συλλήψεων - οι υπόλοιπες εφημερίδες. Μερίδα του φιλοβασιλικού τύπου απέφυγε κάθε αναφορά, ενώ άλλες εξαπέλυσαν επίθεση σε βάρος των συντακτών του άρθρου. Για παράδειγμα, η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ έκανε λόγο για "μεταμφιεσμένους δημοκράτας, πράγματι δε ταραξίας βενιζελικούς", οι οποίοι επεδίωκαν οφέλη "εκ της ανατροπής, ήτις θα προήρχετο, αν αφηρείτο εκ του Ελληνικού οικοδομήματος ο βασιλικός θεμέλιος" (15.02.1922).
Στο ίδιο πνεύμα κινούνταν και ο αρθρογράφος της εφημερίδας ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ κάνοντας λόγο για διακήρυξη "των ψευδοδημοκρατών", που "στρέφεται κατά της λαϊκής επαναστάσεως (σ.σ. εννοεί τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920), συνεπώς δε κατά του λαού", ενώ για τους συντάκτες του κείμενου σχολίαζε ότι είναι "ύποπτοι πολίται, σκότια διαβουλευόμενοι και άνομα επιδιώκοντες σχέδια" (15.02.1922).
Αντίθετα, η φιλοβενιζελική εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ σχολίαζε ότι οι συντάκτες του άρθρου "εδοκίμασαν να είπουν προς τον λαόν ό,τι διεκήρυξαν επανειλημέναι διακοινώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, άλλαι γνωσταί και άλλαι τηρούμεναι μυστικαί διά τον λαόν" και καυτηρίαζε τη σύλληψης τους γράφοντας, "Αυταί είνε αι νέαι ελευθερίαι, δι' ών αντικατεστάθη η τυραννία του Βενιζέλου;" (15.02.1922).
Εξάλλου, ο Σ. Σίμος, διευθυντής της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ, που είχε βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα, συνέκρινε τη στάση του βασιλιά Καρόλου της Ρουμανίας, όταν είχε δημοσιευτεί σε εφημερίδα άρθρο εναντίον του: "Εγώ - είπεν ο βασιλεύς Κάρολος - δεν επιθυμώ να βασιλεύω υπό την προστασίαν του ποινικού νόμου και των λογχών του Κράτους. Θέλω και αξιώ να είμαι Βασιλεύς των Ρωμούνων. Εάν αυτά που γράφει εναντίον μου η "Αδεβέρουλ" τα πιστεύει ο Ρωμουνικός λαός, επιθυμώ να έχη όλην την ελευθερίαν να μου ειπή να φύγω. Εάν όχι, τότε ας γράφη ελευθέρως ο τύπος ό,τι θέλει. Μου είνε εντελώς αδιάφορον!". Όπως σχολίαζε στη συνέχεια ο δημοσιογράφος, "Και με την ωραίαν αυτήν και ιστορικήν χειρονιμίαν, ενίκησεν ο Βασιλεύς Κάρολος και ηττήθη η εφημερίς. Ο Κάρολος απέθανεν επί του Θρόνου εν βαθεί γήρατι, εν δόξη και τιμή, πράγμα το οποίον ίσως να μη συνέβαινεν, εάν άφινε την Εκτελεστικήν Εξουσίαν να στραγγαλίση την ελευθερίαν της σκέψεως και του λόγου" (16.02.1922).
Η ίδια εφημερίδα μία μέρα νωρίτερα, στις 15 Φεβρουαρίου, δημοσίευσε - λογοκριμένο - εκτενές άρθρο του Γεωργίου Παπανδρέου με τίτλο "ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ". Σ' ένα σημείο, σχολιάζοντας το μοναρχικό θεσμό, ο τότε βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων και μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας, σημείωνε: "Ο θεσμός της Βασιλείας δεν είνε απαραίτητος ούτε διά την ενότητα, ούτε διά την αποκατάστασιν του Έθνους, Η Ελληνική επανάστασις, και ετολμήθη, και επέτυχε, χωρίς Βασιλέα, ως εθνικόν σύμβολον. Και οι σύγχρονοι Λαοί διατηρούν πολύ στερεωτέρα την εθνικήν των ενότητα, σήμερον, με την Δημοκρατία, παρά εις τους καιρούς των Βασιλειών. Η ιδέα του Έθνους, ευτυχώς, δεν έχει ανάγκην υλικής εκπροσωπήσεως. Διότι τα πρόσωπα παρέρχονται, ενώ η ιδέα παραμένει. Τα πρόσωπα είναι θνητά - το Έθνος αθάνατον".
Στο τέλος παραδεχόταν ότι με το δημοψήφισμα που έφερε και πάλι στο θρόνο τον Κωνσταντίνο, "Ο Ελληνικός Λαός, κατά πλειονοψηφίαν έχει προτιμήσει τον θεσμόν της Βασιλείας", υπό δύο όμως προϋποθέσεις: "1) Ότι ο θεσμός της Βασιλείας εξυπηρετεί το εθνικόν συμφέρον και 2) ότι το Πολίτευμα θα είνε αληθώς "Βασιλευομένη Δημοκρατία" - ότι, δηλαδή, θα είνε πραγματική και αμείωτος η κυριαρχία του Λαού.... Και αν εις τη συνείδησιν αυτού (σ.σ. του λαού) ωρίμαζε ποτέ απόφασις τοιαύτη, δεν θα υπήρχε, φυσικά, τότε καμμία δύναμις ικανή να ματαιώση την κυρίαρχον θέλησιν του".
Να σημειωθεί ότι λίγες μέρες μετά τη σύλληψη τους, οι φυλακισθέντες έμειναν ελεύθεροι, ωστόσο με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών (2 Απριλίου 1922) παραπέμφθηκαν εννέα άτομα σε δίκη - οι επτά συντάκτες του άρθρου και οι δύο δημοσιογράφοι των εφημερίδων ΠΑΤΡΙΣ και ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ. Η δίκη τους πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουνίου στο Κακουργιοδικείο Λαμίας και οι επτά καταδικάστηκαν σε τριετή φυλάκιση.
Το λογοκριμένο πρωτοσέλιδο
της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
της 12.02.1922:
ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Ακολουθεί το κείμενο του άρθρου, που έμεινε γνωστό ως Δημοκρατικό Μανιφέστο - μέσα σε αγκύλη βρίσκονται τα τμήματα που λογοκρίθηκαν από τις αρχές και δεν δημοσιοποιήθηκαν εκείνη την εποχή:
"Η κρισιμότης, εις την οποίαν έχουν περιέλθει τα εθνικά μας πράγματα, και οι μεγάλοι κίνδυνοι προς τους οποίους φερόμεθα, επιβάλλουν περισσότερον από πάντοτε γυμνήν, οσονδήποτε ωμή και αν είναι την αλήθειαν.
Και την αλήθειαν αυτήν, όπως την βλέπομεν και την πιστεύομεν, θεωρούμεν καθήκον μας να διακηρύξωμεν.
Η Ελλάς, πιστή εις τας παραδόσεις και τας υποχρεώσεις της, εν πλήρει γνώσει των συμφερόντων και συναισθήσει των δικαιωμάτων της, καταπνίξασα έκθεσμον εσωτερικήν αντίδρασιν, εισήλθεν εις τον παγκόσμιον πόλεμον και ηγωνίσθη και αυτή ολοψύχως προς επικράτησιν του δικαίου, εξασφάλισιν της εθνικής ελευθερίας και παγίωσιν της ειρήνης εις την Ευρώπην. Και, εμπιστευθείσα τα δίκαια της εις τους Μεγάλους Συμμάχους, τους παλαιούς προστάτας και φίλους της, είδε τας προσδοκίας της δικαιουμένας, αφού διά των συνθηκών με την Βουλγαρίαν και την Τουρκίαν και των συναφών προς αυτάς διεθνών πράξεων ανεγνωρίσθησαν κατά το δυνατόν μέτρον αι εθνικαί μας διεκδικήσεις.
Και ανέθεσαν μεν οι Σύμμαχοι την εφαρμογήν της Συνθήκης των Σ εβρών εις την Ελλάδα, αλλ' εξηκολούθουν οι ίδιοι τας εχθροπραξίας με τους Τούρκους.
Το γεγονός τούτο, η εκ του κοινώς αγώνος αλληλεγγύη, καθώς και το γενικόν συμμαχικό συμφέρον προς σεβασμόν των συνθηκών παρείχαν την βεβαίωσιν, ότι η Ελλάς, εις την προσπάθειάν της προς εφαρμογήν της Συνθήκης των Σεβρών, θα είχεν, εκτός έστω και μικράς πολεμικής συνδρομής των Συμμάχων, εν πάσει περιπτώσει την υλικήν και κυρίως αμέριστον την ηθικήν αρωγήν των. Αυτή δε και μόνη θα ήτο ικανή να προκαλέση, εν περιπτώσει πείσμονος αντιστάσεως της Τουρκίας, τας δυσμενεστέρας δι' αυτήν συνεπείας, αι οποίαι προηγγέλθησαν διά της μετ' αυτής συνθήκης και αίτινες θα ωδήγουν εις ολοκληρωτικήν απελευθέρωσιν και της ελληνικής και των άλλων υπό τον τουρκικόν ζυγόν εθνοτήτων.
[Όμως τα πράγματα μετεβλήθησαν άρδην από της 22ας Νοεμβρίου 1920.
Αι σύμμαχοι Μεγάλαι Δυνάμεις, βλέπουσαι κατά ποίον τρόπον επεδίωκαν τα κυβερνώντα κόμματα να λύσουν το δυναστικόν ζήτημα, εδήλωσαν επισήμως ότι:
Δεν θέλουν να επέμβουν εις τα εσωτερικά πράγματα της Ελλάδος, αλλ' είναι ηναγκασμέναι να δηλώσουν δημοσία ότι η παλινόρθωσις επί του θρόνου της Ελλάδος, ενός ηγεμόνος του οποίου η όχι νομιμόφρων στάσις και διαγωγή απέναντι των Συμμάχων κατά την διάρκειαν του πολέμου εγένετο δι' αυτούς πηγή δυσχερειών και απωλειών σοβαρών, δεν θα ηδύνατο να θεωρηθή παρ' αυτών ειμή ως κύρωσις παρά της Ελλάδος των εχθρικών πράξεων του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το γεγονός τούτο θα εδημιούργει μίαν κατάστασιν νέαν, δυσμενή εις τας σχέσεις μεταξύ της Ελλάδος και των Συμμάχων και εις την περίστασιν αυτήν αι τρεις Κυβερνήσεις δηλούν ότι επιφυλάσσουν δι' εαυτάς πλήρη ελευθερίαν δράσεως διά να κανονίσουν την κατάστασιν αυτήν.
Την εξαιρετικήν σοβαρότητα της τοιαύτης δηλώσεως, ανεξαρτήτως της βασιμότητος ή μη των κατά του Βασιλέως ισχυρισμών των Συμμάχων, έκρυψαν από τον λαόν τα κυβερνώντα κόμματα και διά της σκηνοθεσίας του δημοψηφίσματος της 22ας Νοεμβρίου 1920 έρριψαν εφ' ολοκλήρου του ελληνικού Έθνους την ευθύνην της παλλινορθώσεως του Βασιλέως Κωνσταντίνου, υπέ της οποίας κανείς πολιτικός, πονών την πατρίδα, δεν επετρέπετο να τα ταχθή, μετά την κατά της Γερμανίας συμμαχικήν νίκην,
Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη εις τον τόπον μας καθεστώς μη απολαύον της εμπιστοσύνης των Συμμάχων, τοσούτο μάλλον, καθόσον τα ίδια κόμματα διά της δουλικής των συμπεριφοράς από του 1915 κατώρθωσαν να παραστήσουν τον Βασιλέα Κωνσταντίνον ως συγκεντρούντα εις τον τόπον την ισχυροτέραν και σταθερωτέραν πολιτικήν δύναμιν, επιβαλλομένην ακόμη και εναντίον σαφώς εκπεφρασμένης διαφόρου λαϊκής θελήσεως.]
ΑΙ ΕΘΝΙΚΑΙ ΣΥΜΦΟΡΑΙ
Έκτοτε επισωρεύονται αι εθνικαί συμφοραί. Η Ελλάς εξέπεσεν από την επίζηλον θέσιν που είχεν εις το πλευρόν των ΣΥμμάχων. Κάθε οικονομική αρωγή εκ μέρους αυτών διεκόπη. Ο Βασιλεύς, επανελθών, δεν ανεγνωρίσθη. Ανεγνωρίσθη όμως ο Κεμάλ και η Κυβέρνησις της Αγκύρας ως νόμιμος και ως κυρίως εκπροσωπούσα την Τουρκίαν. Η Συνθήκη των Σεβρών εγκαταλείφθη και όχι μόνον αφέθημεν κατάμονοι να επιβάλωμεν την ειρήνην εις τους Τούρκους, αλλά και περιοριζόμεθα από τους Συμμάχους εις την πολεμικήν μας δράσιν.
Σύμμαχοι Δυνάμεις συνάπτουν συμφωνίας με τους Τούρκους, διευκολύνουν την στρατιωτικήν των ενίσχυσιν και υποστηρίζουν τας πλέον παραλόγους αξιώσεις των.
Επί πλέον η Βόρειος Ήπειρος, ενώ είχε κατακυρωθή εις την Ελλάδα διά διεθνούς πράξεως, παραχωρείται από τας ιδίας συμμάχους Δυνάμεις εις την Αλβανίαν. Η διά την αποκατάστασιν των Δωδεκανήσων ανειλημμένη υποχρέωσις αθετείται αδιαμαρτυρήτως. Τέλος, ακόμη και ύστερα από αιματηροτάτους και επιτυχείς αγώνας του στρατού μας, όχι μόνον δεν γίνεται πλέον κανείς λόγος περί σεβασμού της μετά της Τουρκίας συνθήκης, αλλά και πανταχόθεν επιδιώκεται η απομάκρυνσις μας από την Μικράν Ασίαν, υποστηρίζεται μεταξύ των Συμμάχων, κατά παράβασιν της από αιώνος ισχυούσης αρχής διάς τας απελευθερουμένας από την Τουρκίαν χώρας, η αποκατάστασις πλήρους της τουρκικής κυριαρχίας και δοικήσεως εις τα απελευθερωθέντα τμήματα της Μικράς Ασίας, εσχάτώς δε και της Ανατολικής ακόμη Θράκης, διά να χαθή κατόπιν με την σειράν της και η Μακεδονία. Παρίστανονται δε σήμερον αι κυρωθείσαι δια συνθήκης εθνικαί μας διεκδικήσεις ως κατακτητικαί από τα ίδια συμμαχικά στόματα, τα οποία προηγουμένως εκήρυτταν ότι η διατήρησις της τουρκικής κατακτήσεως εις την Θράκην και την Δυτικήν Μικράν Ασίαν αντίκειται εις το δίκαιον, την ιδέαν της εθνικής ελευθερίας και τον ανθρωπισμόν. Παντού, όπου προηγουμένως ευρίσκαμεν θερμήν φιλικήν υποδοχήν και αμέριστον υποστήριξιν, συναντώμεν τώρα, εις όλα μας τα ζητήματα, δυσμένεια και εχθρότητα.
Εις τοιούτο δε σημείον έχουν περιέλθει τα πράγματα, ώστε, ενώ από τεσσάρων μηνών η Κυβέρνησις εκλιπαρεί την επέμβασιν των Συμμάχων προς ειρήνευσιν, συμμαχική συμφωνία προς τούτο, έστω και πόρρωθεν ικανοποιούσα τας αξιώσεις μας και δυναμένη εν ταυτώ να επιβληθή εις τους Τούρκους από τους Συμμάχους, απεδείχθη αδύνατος.
Μόνον με εντελή καταστροφήν των ενικών μας δικαίων φαίνεται ότι θα ήτο κατορθωτή συμμαχική συμφωνία.
Κατ΄ακολουθίαν μοιραίως φερόμεθα εις εξακολούθησιν της πολεμικής καταστάσεως με παντελή ιδικήν μας απομόνωσιν και έμμεσον και άμεσον ακόμη υποστήριξιν των Τούρκων εκ μέρους τω παλαιών φίλων και προστατών της Ελλάδος, των χθεσινών συμπολεμιστών και συμμάχων μας.
[Η τοιαύτη καταστροφή επήλθε και συνεχίζεται, διότι οι υπεύθυνοι κυβερνήται απέκρυψαν την αλήθειαν από τον λαόν, έταξαν υπεράνω της εθνικής σωτηρίας προσωπικά συμφέροντα της Βασιλείας, όπισθεν των οποίων καλύπτεται ευτελής κομματική ιδιοτέλεια.
Αλλ' είναι πλέον καιρός, έστω και την υστάτην στιγμήν, να συνέλθωμεν, να πέσουν τα ψεύδη, να επιβληθή το πραγματικόν συμφέρον του Έθνους. Είναι καιρός να εξαρθώμεν όλοι υπεράνω κάθε κομματικής εμπαθείας, κάθε κομματικής βλέψεως.
Είναι υπερτάτη ανάγκη κάθε προσωπικόν συμφέρον της Βασιλείας να υποκύψη αγογγύδτως εις το εθνικόν συμφέρον. Αι δημαγωγικαί προσωπολατρείαι και οι βυζαντινισμοί πρέπει να λείψουν. Πρόκειται περί της υποστάσεως του Έθνους, περί του στρατού μας, του τόσον ηρωικώς θυσιαζομένου. Η Ελλάς είναι δημιούργημα του πνεύματος, των μόχθων και των αγώνων των τέκνων της. Δεν είναι βασιλικόν τιμάριον και δεν ειμπορεί ποτέ να γίνη ανεκτόν να θυσιασθή και το ελάχιστον τμήμα της χάριν προσωπικών βασιλικών συμφερόντων.]
ΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΝΤΑ ΕΔΑΦΗ
Παρ' όλον τον πόθον προς επάνοδον εις τον ειρηνικόν βίον, δεν είναι δυνατόν να δεχθή η Ελλάς να επιβληθή εκ νέου η τουρκική διοίκησις εις τα αποσπασθέντα διά της Συνθήκης των Σεβρών τμήματα της Μικράς Ασίας. Από την εκ της τουρκικής κατακτήσεως τέφραν εβλάστησεν εκεί και ανθεί ελληνική ζωή, παράγουσα πλούτον, κτίζουσα πόλεις, εξαπλώνουσα τα φώτα, δημιουργούσα πολιτισμόν, ζωή η οποία ενσαρκώνεται εις εκατομμύριον ανθρωπίνων υπάρξεων, εχουσών την πλέον ισχυράν εθνικήν συνείδησιν και θέλησιν. Και όλα αυτά υπό την σκληράν πίεσιν και τον κατατρεγμόν του πλέον βαρβάρου κατακτητού. Εκ τούτου γίνεται φανερόν ποίας εθνότητος πεδίον δράσεως διά λόγους και γεωγραφικούς και φυλετικούς είναι αναγκαίως τα μέρη εκείνα, όπως άλλως τε και η ιστορία των το μαρτυρεί, ενώ ουδέν αποδεικνύουν τοπικαί μικραί αλληλοεθνείς πλειοψηφίαι, αίτινες και εγεννήθησαν από την πλέον καταστρεπτικήν κατάκτησιν και διατηρούνται χαρις εις αυτήν.
Την ελληνικήν λοιπόν αυτήν ζωήν δεν είνε δυνατόν να παραδώσωμεν εις ους Τούρκους πάλιν, μετά τριών ετών ελεύθερον βίον, ακόμη και διά λόγους μόνον φιλανθρωπίας.
Οι Τούρκοι εστάθησαν ανίκανοι να δημιουργήσουν ιδικόν των ανώτερον πολιτισμόν ή να δεχθούν τον πολιτισμόν των εθνών που κατέκτησαν. Την επιβολήν των επ' αυτών εστήριξαν διαρκώς εις την πλέον ωμήν βίαν, εις την παρεμπόδισιν της προκοπής των υποδούλων, των οποίων κάθε οικονομική, ηθική και πνευματική ανύψωσις επνίγετο και πνίγεται πάντοτε εις το αίμα και την αρπαγήν. Τι λοιπόν περιμένει τον Ελληνισμόν της Μικράς Ασίας, παραδιδόμενον εκ νέου εις τους Τούρκους, το γνωρίζομεν. Και αν το παλαιόν μαρτυρολόγιον του Έθνους κείται μακράν εις την μνήμην, βοούν οι διωγμοί, αι σφαγαί, τα βασανιστήρια και αι αρπαγαί, αι από του 1913 καιτά των ομοεθνών μας διαπραττόμεναι συστηματικών και εις την Μικράν Ασίαν και εις την Θράκην κατ' επιταγήν αυτού του Κρα΄τους, όπως πάντοτε, καθώς και η επίσης τραγική τύχη των Αρμενίων. Δεν είμεθα δε τόσον απλοϊκοί φιά να πιστεύσωμεν εις προστασίας μειοψηφιών, εμπιστευμένας εις οιασδήποτε αρχάς, εντός περιβάλλοντος τουρκικής διοικήσεως. Διά τους ίδιους λόγους, εις εις τους οποίους προστίθεται και αύξησις των κινδύνων της ασφαλείας του Κράτους και της διατηρήσεως της ειρήνης, αμεσώτερον απειλουμένης από μεγαλυτέραν εκ νέου εξάπλωσιν των Τούρκων εις την Θράκην, δεν είνε δυνατόν να δεχθή η Ελλάς ούτε συζήτησιν περί οιασδήποτε υποχωρήσεως μας εις την Θράκην.
Η ΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ
Προς περιφρούρησιν των νομίμων αυτών εθνικών μας αξιώσεων έχομεν ανάγκην της συνδρομής των παλαιών προστατών, φίλων και συμμάχων της Ελλάδος. Τίποτε δεν χωρίζει το Έθνος απ' αυτούς. Εάν ευρέθησαν εις το παρελθόν Κυβερνήσεις, επιβληθείσαι εις τον τόπον εναντίον της λαϊκής θελήσεως, αίτινες ημπόδισαν επί τινά χρόνον την Ελλάδα να συνεχίση την πατροπαράδοτον πολιτικήν της, ο Ελληνισμός όμως, μετά δύο πολέμους και μίαν εξαντλητικήν επιστράτευσιν, έκαμε μίαν επανάστασιν, διά να αναμιχθή εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν των παλαιών του φίλων και έθεσεν όλας του τας δυνάμεις εις τον κοινόν υπέρ του δικαίου αγώνα, τον οποίον και συνεχίζει ακόμη με υπερτάτας θυσίας.
[Και αφού εκ μέρους των Συμμάχων προβάλλεται δυσπιστία προς ημάς, ένεκα του τρόπου καθ' ον ελύθη το δυναστικόν ζήτημα, και η αποκατάστασις της Ελλάδος εις την συμμαχικήν της θέσιν κατ' άλλον τρόπον απεδείχθη πλέον περιτράνως αδύνατος, επιβάλλεται να διαμορφωθή τοιουτοτρόπως το δυναστικόν καθεστώς, ώστε ν' ανακτηθή πλήρως η εμπιστοσύνη των Συμμάχων.
Είναι ψεύδος ότι τούτο αποτελεί οπωσδήποτε επέμβασιν εις την διακυβέρνησιν του τόπου, μείωσιν της αυτοτελείας του. Εφ' όσον το Έθνος έχει ανάγκην της συνδρομής των συμμάχων Δυνάμεων και είναι αποφασισμένον μαζί τους να βαδίση εις το μέλλον, όπως και εις το παρελθόν, αυτό τούτο το Έθνος, ομρώμενον από την επίγνωσιν των υπερτάτων συμφερόντων του, ελευθέρως και αυτοπροσώπως, θα εκδηλώση κατά τρόπον, αποκλείοντα κάθε αμφισβήτησιν και δισταγμόν, την τοιαύτην ειλικρινή του πρόθεση.
Αν όμως, παρ' όλας τας επισωρευομένας συμφοράς, εξακολουθήση η Κυβέρνησις, αδιαφορούσα δια΄την έκπτωσιν της Ελλάδος από την συμμαχικήν της θέσιν, να τάσση το προσωπικόν βασιλικόν συμφέρον υπεράνω της γενικής σωτηρίας, θα γενικευθή η πεποίθησις, ήτις ήρχισε να ριζοβολή, αφ' ότου προ ολίγων ετών εματαιώθη η θέλησις του Έθνους προς κανονισμόν της εξωτερικής του πολιτικής συμφώνως προς τας παραδόσεις, τα αισθήματα και τα συμφέροντα του, ότι ο θεσμός της βασιλείας, τον οποίον εδέχθη και διατηρεί ο ελληνικός λαός, όπως τον έχη πρόμαχον των εθνικών δικαίων, εθνικόν συνεκτικόν κρίκον και σύμβολον, είναι πρόξενος εθνικών συμφορών, συντελεί όχι εις την συνοχήν, αλλά εις την διάσπασιν του Έθνους. Σύμφωνα με την πεποίθησιν αυτήν, το βλέπομεν καθαρά, θα ρυθμίση, όπως είναι φυσικόν, την δράσιν του το Έθνος, άξιον και σεβασμού μεγαλυτέρου και τύχης καλυτέρας.]
Εξ ονόματος των δημοκρατικών Φιλελευθέρων
Γ. ΒΗΛΑΡΑΣ, Σ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Π. ΚΑΡΑΠΑΝΟΣ, Κ. ΜΕΛΑΣ, Δ. ΠΑΖΗΣ, Α. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΘΡ. ΠΕΤΙΜΕΖΑΣ
(http://ola-ta-kala.blogspot.gr/2013/02/blog-post_12.html)
Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1876 - 1936)
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1876 - 1936) ήταν πολιτικός επιστήμονας, κοινωνιολόγος και ηγέτης του δημοκρατικού φιλελεύθερου χώρου, υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις και δύο φορές πρωθυπουργός (1924 και 1932), ο ιδρυτής του καθεστώτος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας το Μάρτιο του 1924.
Γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1876 στην Τρίπολη Αρκαδίας. Ήταν γιος του Παναγιώτη Παπαναστασίου και της Μαριγώς Ρογάρη - Αποστολοπούλου. Ο πατέρας του ήταν γυμνασιάρχης,τμηματάρχης στο Υπουργείο Παιδείας και διετέλεσε βουλευτής Μαντίνειας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη του Δημάρχου Λεβιδίου. Η οικονομική ευμάρεια των γονιών του, τον πριμοδότησαν με σπουδές που καθόρισαν την μετέπειτα του πορεία. Σπούδασε Νομικά και κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική και τη Φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, του Βερολίνου, του Λονδίνου και των Παρισίων. Την εποχή που σπούδαζε στη Γερμανία, επικρατούσαν εκεί σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες επηρεάστηκε και ο τρόπος σκέψης του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τα θεωρητικά προβλήματα του συνεργατισμού και διαμόρφωσε μέσα του έντονες συνεταιριστικές αντιλήψεις. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1907 και την επόμενη χρονιά ίδρυσε την Κοινωνιολογική Εταιρία και ήταν συνιδρυτής (μαζί με τον Δελμούζο και τον Πετιμεζά) της "Ομάδας των Κοινωνιολόγων".
Το 1910, μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρίας ίδρυσαν το Λαϊκό Κόμμα και στις εκλογές του ίδιου έτους ο Παπαναστασίου εκλέχτηκε βουλευτής. Έδωσε έντονες μάχες για την παραχώρηση των τσιφλικιών στους ακτήμονες της Θεσσαλίας. Το 1916, ως βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και αντιπροσώπευσε την Επαναστατική Κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων. Το Μάρτιο του 1917 του ανατέθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης η Γενική Διοίκηση των Ιονίων Νήσων. Εξελέγη πολλάκις βουλευτής (1910, 1915, 1923, 1926, 1928, 1932, 1933 και 1936). Από το 1917 ως το 1920 ήταν Υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινά Υπουργός περιθάλψεως και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Το 1922 προσυπέγραψε το Δημοκρατικό Μανιφέστο, με το οποίο καταγγέλθηκε η πολιτική των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων στο Μικρασιατικό. Για την πράξη αυτή συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Παπαναστασίου-Βενιζέλος
Όταν στις 14 Ιουνίου 1917 η Προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου μεταφέρεται στην Αθήνα και ανασχηματίζεται, ο Παπαναστασίου αναλαμβάνει το Υπουργείο Συγκοινωνιών και το κρατάει ως τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.[4] Ως υπουργός Συγκοινωνιών προωθεί την αναδιοργάνωση του Πολυτεχνείου και της Σχολής Καλών Τεχνών και επικυρώνει με νόμο (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) το νέο σχέδιο πόλεως της Θεσσαλονίκης, που είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917 και εισηγείται στη Βουλή τη σύσταση επιτροπής για τη μελέτη του σχεδίου πόλεως της Αθήνας.
Με το Ν.4332/29 (μετά την παραίτησή του από υπουργός Γεωργίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζαΐμη) ιδρύεται η Αγροτική Τράπεζα, όχι όμως ως συνεταιριστική τράπεζα, όπως την ήθελε ο ίδιος ο Παπαναστασίου
Οι τέσσερις βασικές φάσεις της σταδιοδρομίας του
1876-1908
Διαμορφώνει την επιστημονική και ιδεολογική του υποδομή στην Ελλάδα
και στο εξωτερικό
1908-1917
Εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή και αρχίζει να ξεχωρίζει, λειτουργώντας
στον ευρύτερο βενιζελικό πολιτικό χώρο
1917-1923
Διατελεί Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (μέχρι τις εκλογές του 1920). Το 1922 θα γίνει δημοφιλής, ή πάντως ευρύτερα γνωστός, με το Δημοκρατικό Μανιφέστο και τη δίωξη, τη δίκη, τη φυλάκισή του, κ.λπ. Το Νοέμβριο του 1923 ίδρυσε την ημερήσια εφημερίδα Δημοκρατία,
της οποίας υπήρξε ο κύριος αρθρογράφος.
1924-1936
Ως πρωθυπουργός πρωτοστατεί στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και μετά εναλλάσσει την έντονη παρουσία του στο κοινοβούλιο και στα αξιώματα του πρωθυπουργού και του υπουργού με φυλακίσεις, εκτοπίσεις και διώξεις που τις διαδέχονται ομιλίες, κομματικά συνέδρια και βαλκανικές διασκέψεις. Χωρίς να αποκτήσει μαζική λαϊκή απήχηση, έχει να επιδείξει σημαντική επίδραση κυρίως στη νεολαία του καιρού του. Την ίδια περίοδο αναδεικνύονται οι όψεις μιας εντυπωσιακά πολυσύνθετης πολιτικής φυσιογνωμίας, με εξαιρετική ευρύτητα ενδιαφερόντων και απασχολήσεων
Ο Παπαναστασίου σε αριθμούς
-Ως πρωθυπουργός ο Παπαναστασίου συμπλήρωσε σε 28 χρόνια συνεχούς πολιτικής παρουσίας, 144 ημέρες (134 το 1924, 12 Μαρτίου - 25 Ιουλίου, και 10 το 1932, 26 Μαΐου - 5 Ιουνίου).
-Ως υπουργός (χωρίς να είναι ταυτόχρονα και πρωθυπουργός) είχε μια συνολική θητεία 56 μηνών και 18 ημερών: 41 μήνες το 1917-1920 ως Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, 14 μήνες το 1926-1928, ως Υπουργός Γεωργίας στην «οικουμενική» κυβέρνηση Α. Ζαΐμη και 48 μέρες το 1933, ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας στη βραχύβια κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου.
-Ως πρωθυπουργός το 1924 ανέλαβε για 52 μέρες και το Υπουργείο Οικονομικών, ενώ το 1932 για 10 μέρες τα υπουργεία Στρατιωτικών, Ναυτικών, Αεροπορίας και Εξωτερικών.
-Υπήρξε πληρεξούσιος στην Α΄ Αναθεωρητική Βουλή το 1910 (1 Σεπτεμβρίου -12 Οκτωβρίου). Στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή το 1911 (8 Ιανουαρίου -1 Ιουνίου) και στην Δ΄ Συντακτική Συνέλευση το 1924-1925 (2 Ιανουαρίου 1924 -29 Σεπτεμβρίου 1925).
-Διετέλεσε βουλευτής το 1915 (3 Αυγούστου -21 Οκτωβρίου), το 1917-1920 (12 Ιουλίου 1917 -15 Οκτωβρίου 1920), το 1926-1928 (26 Νοεμβρίου 1926 -28 Αυγούστου 1928), το 1928-1932 (17 Οκτωβρίου 1928 - 20 Αυγούστου 1932), το 1932-1933 (24 Οκτωβρίου 1932 -29 Ιανουαρίου 1933), το 1933-1935 (7 Μαΐου 1933 -1 Απριλίου 1935) και το 1936 (2 Μαρτίου -4 Αυγούστου).
-Ως γερουσιαστής για 38 ημέρες το 1933 (30 Μαρτίου - 7 Μαΐου).
Η ανακήρυξη της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας
Ως πρωθυπουργός
Το Μάρτιο του 1924 σχημάτισε κυβέρνηση με τη στήριξη του κόμματος των Φιλελευθέρων, η οποία κατέθεσε στις 25 Μαρτίου του 1924 ψήφισμα στη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση για την ανακήρυξη αβασίλευτης Δημοκρατίας, κηρύσσοντας έκπτωτη τη μοναρχία. Το ψήφισμα επικυρώθηκε με δημοψήφισμα στις 13 Απριλίου 1924. Σημαντικά νομοθετήματα της πρωθυπουργίας του θεωρείται η ίδρυση Πανεπιστήμιου στη Θεσσαλονίκη, η αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας κ.ά. Από το 1926 έως το 1928 διετέλεσε Υπουργός Γεωργίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζαΐμη. Εκεί εφάρμοσε κάποιες από τις συνεταιριστικές του ιδέες και φρόντισε το θέμα των ακτημόνων κ.ά. Στις 26 Μαΐου 1932 πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, η οποία ορκίστηκε αλλά παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως, στις 3 Ιουνίου 1932. Από τον Ιανουάριο έως το Μάρτιο του 1933 ήταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά Γεωργίας στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Μετά την αποτυχία του κινήματος του 1935 παραπέμφθηκε σε στρατοδικείο, αλλά απαλλάχθηκε.
Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της βαλκανικής ειρήνης και συνεργασίας και ίδρυσε την οργάνωση "Βαλκανική Ένωση" για το σκοπό αυτό. Αντιτάχθηκε στις δικτατορίες του Πάγκαλου και του Μεταξά. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά τον έθεσε σε κατ' οίκον περιορισμό.
Απεβίωσε ξαφνικά στις 17 Νοεμβρίου 1936 από ανακοπή καρδιάς στην Εκάλη.
Σήμερα, στο Λεβίδι Αρκαδίας υπάρχει Μουσείο προς τιμήν της μνήμης του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου. Μάλιστα, πέραν των προσωπικών αντικειμένων του, φυλάσσεται και ο εγκέφαλος του Αρκά πολιτικού σε ειδικό χημικό υγρό.
(ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)
http://boraeinai.blogspot.com/2015/02/blog-post_40.html
12/2/2015