Ραγισμένη Ευρώπη. Γιατί η ΕΕ είναι κολλημένη σε μια διαρκή κρίση.

Ο Macron και η Merkel στην Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες,
 τον Ιούλιο του 2018. KEVIN LAMARQUE / REUTERS

  Η συγκέντρωση [ευρωπαϊκής] εξουσίας στα χέρια της Μέρκελ και οι διαρθρωτικές αντιφάσεις της πολυεθνικής ένωσης της ΕΕ, παρείχαν την τελική ώθηση που ήταν απαραίτητη για να επιτύχει η εκστρατεία υπέρ του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα για την ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αγωνιζόταν πάντα να διευθετήσει τις δημοκρατικές πολιτικές των μελών της. Το πρόβλημα έγινε σοβαρό το 1999, με την δημιουργία της νομισματικής ένωσης χωρίς μια πολιτική και φορολογική ένωση που να την συνοδεύουν. Στην συνέχεια, ξεκινώντας το 2011, η κρίση του χρέους της ευρωζώνης μετέτρεψε αυτό που ήταν ένα πραγματικό αλλά διαχειρίσιμο ζήτημα, σε μια δύσκολη κατάσταση, από την οποία η ΕΕ δεν έχει ξεκάθαρη διέξοδο. Κολλημένη σε μια μη λειτουργική νομισματική ένωση, η ΕΕ δεν μπορεί ούτε να διευθετήσει την δημοκρατία στα κράτη-μέλη της ούτε να την καταστείλει. Το αποτέλεσμα είναι πιθανό να είναι η συνέχιση του μοτίβου της τελευταίας δεκαετίας: Από κρίση σε κρίση χωρίς βιώσιμη λύση.

ΟΙ ΑΡΡΩΣΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η αντιπαράθεση [1] μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και των Αρχών της ευρωζώνης σχετικά με το μέγεθος του ελλείμματος του ιταλικού προϋπολογισμού είναι το τελευταίο παράδειγμα της ανικανότητας της ΕΕ να ταιριάξει με την δημοκρατία [2]. Και τα δύο κόμματα στην ιταλική κυβέρνηση συνασπισμού, η Lega και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, έκαναν υποσχέσεις για φόρους και δαπάνες κατά την διάρκεια των γενικών εκλογών πέρυσι. Αλλά δεν μπορούν να τις εφαρμόσουν, δεδομένου ότι αυτό θα σήμαινε μεγαλύτερα ελλείμματα. Αυτό θα αθετούσε τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η προηγούμενη κυβέρνηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και [θα καταστρατηγούσε] τους δημοσιονομικούς κανόνες που κατοχυρώνονται στις συνθήκες που δημιούργησαν την ευρωζώνη. Η Ιταλία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την χρηματοδότηση του δανεισμού της, οπότε δεν μπορεί απλώς να αψηφήσει την ΕΕ.

Ωστόσο, η πλειοψηφία των Ιταλών ψηφοφόρων δεν θα δεχτεί εύκολα τον ευρωπαϊκό έλεγχο επί της ιταλικής πολιτικής. Πράγματι, ήταν μόλις μετά το 2011 που ξεκίνησε η θεαματική άνοδος του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, όταν η ΕΚΤ και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ώθησαν τον Ιταλό πρόεδρο Giorgio Napolitano να απολύσει τον απείθαρχο Ιταλό πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι και να διορίσει μια τεχνοκρατική κυβέρνηση. Σήμερα, η ιταλική κυβέρνηση πιστεύει ότι όσο περισσότερο αντιστέκεται στην ΕΕ, τόσες περισσότερες ψήφους θα κερδίσει στις εκλογές του επόμενου Μαΐου για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Παρά τις εμφανείς διαρθρωτικές αδυναμίες του ευρώ, τα κράτη-μέλη του δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το τι είναι λάθος με αυτό -πόσω μάλλον για το πώς θα μπορούσε να διορθωθεί. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, παρουσίασε τις προτάσεις του για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης ως μια πρακτική ανάγκη για να εξοπλίσει το μπλοκ για την επόμενη κρίση. Αλλά στην πεποίθησή του ότι οι λύσεις του είναι αναπόφευκτες, υποθέτει λανθασμένα ότι υπάρχει συναίνεση για το τι χρειάζεται να γίνει σωστά.

Πέρα από ορισμένα τεχνικά ερωτήματα σχετικά με την τραπεζική ένωση, η αναμόρφωση του ευρώ είναι ένα πολιτικό ζήτημα [3], και κάθε αλλαγή θα πρέπει να νομιμοποιείται δημοκρατικά από τις χώρες που θα φέρουν το βάρος της μεταρρύθμισης. Για παράδειγμα, ο Macron επιθυμεί έναν ουσιαστικό προϋπολογισμό της ευρωζώνης, ο οποίος θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τους φορολογούμενους της βόρειας και της κεντρικής Ευρώπης. Αλλά αυτές οι χώρες δεν συμφωνούν. Αρκετές από αυτές σχημάτισαν μια συμμαχία νωρίτερα φέτος, τη Νέα Χανσεατική Ένωση (New Hanseatic League), η οποία περιλαμβάνει την Εσθονία, την Φινλανδία, την Ιρλανδία, την Λετονία, την Λιθουανία και την Ολλανδία (και, για θέματα που δεν αφορούν το ευρώ, την Δανία και την Σουηδία). Επιθυμούν αυστηρότερους και καλύτερα επιβαλλόμενους ελέγχους στους εθνικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι θα περιόριζαν τις χώρες της νότιας Ευρώπης και πιθανώς και την Γαλλία. Η σύγκρουση δεν θα επιλυθεί έως ότου η μια ή η άλλη πλευρά εξηγήσει στα εθνικά εκλογικά της σώματα ότι όσο η ευρωζώνη περιλαμβάνει χώρες με αποκλίνουσες οικονομίες, ένα σύνολο μελών θα πρέπει να φέρει μεγαλύτερο πολιτικό βάρος από όσο τα άλλα [μέλη]. Ανίκανο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, το Eurogroup των εθνικών υπουργών Οικονομικών επινόησε προσωρινά ένα ακόμα παραμύθι [4] νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΔΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ

Τα προβλήματα της ευρωζώνης είναι διαρθρωτικά. [Η ευρωζώνη] αποτελεί τμήμα μιας πολυεθνικής ΕΕ που είναι μια αποτελεσματική εργασιακή ένωση χάρη στην ελεύθερη κυκλοφορία [ανθρώπων στο εσωτερικό της]. Και το οικονομικό της κέντρο, στο Λονδίνο, βρίσκεται έξω από αυτήν. Η πορεία προς τη μεγαλύτερη ρήξη της ΕΕ, το Brexit, ξεκίνησε από τα προβλήματα που αυτά τα δομικά λάθη δημιούργησαν στην πρώτη κυβέρνηση του Βρετανού πρωθυπουργού, David Cameron. Μόλις άρχισε η κρίση της ευρωζώνης το 2011, οι οικονομικές μοίρες μεγάλου μέρους της ευρωζώνης απόκλιναν από εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου χάρη στις διαφορές της νομισματικής πολιτικής μεταξύ της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Αγγλίας. Η συντηρητική προσέγγιση της ΕΚΤ ώθησε την ευρωζώνη σε ύφεση, ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας βοήθησε την βρετανική οικονομία να εδραιώσει την ανάκαμψή της από την οικονομική κρίση. Το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε τότε ο προορισμός για ανθρώπους που δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά στις χώρες της νότιας Ευρώπης, όπου η ανεργία παρέμεινε ψηλή. Η βρετανική δημοκρατική πολιτική έπρεπε να απορροφήσει τις συνέπειες. Το αποτέλεσμα ήταν ένα δημοψήφισμα για την ΕΕ που στράφηκε σε μεγάλο βαθμό στο ζήτημα της μετανάστευσης.

Οι διαρθρωτικές ανισορροπίες της ΕΕ έχουν επιδεινωθεί από τον τρόπο με τον οποίο η κρίση της ευρωζώνης μετατόπισε την πολιτική ισχύ μέσα στην ΕΕ. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ που δεν ήταν μέλη της ευρωζώνης δεν μπόρεσαν να διαμορφώσουν την απάντηση στη μεγαλύτερη υπαρξιακή κρίση που αντιμετώπισε ποτέ η ΕΕ. Επιπλέον, η θέση της Γερμανίας ως κύριου δανειστή για την διάσωση άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης -και το γεγονός ότι η ΕΚΤ εδώ και καιρό απέχει από το να προβεί σε μεγάλες αγορές ομολόγων λόγω του φόβου μιας αντίδρασης της γερμανικής κυβέρνησης και του ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας- αύξησε δραματικά την γερμανική επιρροή εντός της ΕΕ. Για αρκετά χρόνια στα μέσα αυτής της δεκαετίας, η ευρωπαϊκή πολιτική φαινόταν να είναι θέμα αναμονής μέχρι η Μέρκελ να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει. Θα αποβάλει την Ελλάδα από το ευρώ; Θα καλωσορίζει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ή θα διαπραγματευθεί με τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να τους κρατήσει στην Τουρκία; Θα κάνει παραχωρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο για να αποτρέψει ένα πιθανό Brexit;

Μαζί, αυτά τα δύο γεγονότα -η συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια της Μέρκελ και οι διαρθρωτικές αντιφάσεις της πολυεθνικής ένωσης της ΕΕ- παρείχαν την τελική ώθηση που ήταν απαραίτητη για να επιτύχει η εκστρατεία υπέρ της «εξόδου» [από την ΕΕ] στο βρετανικό δημοψήφισμα για την ΕΕ. Οι δύσμοιρες προσπάθειες του Cameron για την επαναδιαπραγμάτευση της θέσης του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ πριν από την εκστρατεία του δημοψηφίσματος επεδίωκαν την ανάκτηση ορισμένων πτυχών της βρετανικής κυριαρχίας ενώ [η χώρα] θα παρέμενε στο εσωτερικό της ένωσης. Ο Κάμερον επένδυσε τις ελπίδες του στην επιρροή της Μέρκελ. Όμως, η ΕΕ ήταν ανίκανη να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματα του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτό που ο Cameron μπόρεσε να προσφέρει στο βρετανικό κοινό ήταν μια τέλεια επίδειξη των ορίων της βρετανικής πολιτικής ισχύος στο εσωτερικό της ένωσης. Ο Κάμερον ζήτησε από τη Μέρκελ να αποφασίσει πώς θα ήθελε η ΕΕ να είναι η σχέση της με το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, η ΕΕ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο ρίσκο μιας βρετανικής απόσχισης, δεδομένου ότι, στην πράξη, δεν ήταν σε θέση να μειώσει την ανεργία στη νότια Ευρώπη και, από συνταγματική άποψη, δεν μπορούσε να επιτρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο να θέσει οποιαδήποτε όρια στους βάσει συνθηκών κανόνες που διασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία για όλους τους πολίτες της ΕΕ.

Τώρα, το Brexit έχει διχάσει εκ νέου την ΕΕ. Παρότι η ΕΕ παρέμεινε ενωμένη απέναντι στο ίδιο το Brexit, η προοπτική της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου συνέβαλε στην δημιουργία της Νέας Χανσεατικής Συμμαχίας με το να ωθήσει τις χώρες που προηγουμένως συμμάχησαν με το Λονδίνο για την ρύθμιση της ενιαίας αγοράς, σε συμμαχία με τα δύο υπόλοιπα εκτός ευρώ κράτη της Βόρειας Ευρώπης, την Δανία και την Σουηδία. Αυτή η νέα ομάδα μόνο πρόσθεσε στις πολιτικές δυσκολίες της ευρωζώνης. Όταν ο Macron ανέλαβε καθήκοντα το 2017, αυτό που φαινόταν να έχει σημασία στην πολιτική της ευρωζώνης ήταν τι παραχωρήσεις θα μπορούσε να κάνει η γερμανική κυβέρνηση προκειμένου να αποκατασταθεί μια γαλλο-γερμανική εταιρική σχέση. Τώρα, όμως, η ευρωζώνη έχει άλλον έναν καλά οργανωμένο παίκτη [με δικαίωμα] βέτο στη Νέα Χανσεατική Ένωση. Η Γαλλία αντέδρασε στην εμφάνιση της ομάδας κάνοντας ξεκάθαρο [5] αυτό που συνήθως υπήρχε χωρίς να ειπωθεί: Την μακρόχρονη γαλλική υπόθεση ότι η ΕΕ στηρίζεται σε μια ιεραρχία στην οποία η Γαλλία και η Γερμανία αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο και οι άλλες χώρες αποφεύγουν να κάνουν συμμαχίες που μπορεί να μπουν στο δρόμο τους. Ωστόσο, η ΕΕ έχει επενδύσει ρητορικά στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενότητας, οπότε οι κυβερνήσεις θα το βρουν δύσκολο να εξηγήσουν στα εκλογικά τους σώματα το γιατί πρέπει να υποταχθούν στην Γαλλία.

Ένας τρόπος με τον οποίο η ευρωζώνη θα μπορούσε να θέσει τέρμα στις αέναες κρίσεις της θα ήταν να διαμορφώσει μια φορολογική ένωση που θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις δημοκρατικές πολιτικές. Ωστόσο, δεν υπάρχει επαρκής δημόσια υποστήριξη εντός της ΕΕ για την περαιτέρω απώλεια κυριαρχίας επί των εθνικών προϋπολογισμών και την κατανομή του χρέους που θα απαιτούσε μια τέτοια ένωση. Επιπλέον, η κρίση της ευρωζώνης έδειξε ότι η ΕΕ είναι τώρα πολιτικά ανίκανη να προβεί σε αλλαγές που απαιτούν την αναθεώρηση των συνθηκών της. Ως απάντηση σε κρίσεις, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ χρειάστηκε να λάβουν ad hoc [κατά περίπτωση] μέτρα έκτακτης ανάγκης. Το κυριότερο παράδειγμα είναι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για την υποστήριξη των χρεωμένων χωρών της νότιας Ευρώπης. Το πρόγραμμα άφησε την ΕΚΤ σε μια δυσάρεστη κατάσταση, καθώς οι νέες εξουσίες της δεν έχουν νομιμοποιηθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις. Όταν η συνήθης προμελετημένη πολιτική δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, οι αυτοσχέδιες αντιδράσεις αντικατοπτρίζουν αδιακρίτως την τρέχουσα κατανομή της εξουσίας και αποφεύγουν την δημοκρατική λογοδοσία, πυροδοτώντας περαιτέρω δυσαρέσκεια μεταξύ των εκλογέων των ασθενέστερων κρατών.

Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Ιταλός πρωθυπουργός Giuseppe Conte σε συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο, τον Ιούνιο του 2018. HANNIBAL HANSCHKE / REUTERS 

Αλλά ούτε η ΕΕ μπορεί να κάνει το αντίθετο –να επιστρέψει κάποιες εξουσίες στις εθνικές κυβερνήσεις για να αποκαταστήσει εκεί την δημοκρατική ικανότητα για απαντήσεις [στα ζητούμενα των εθνικών κοινωνιών]. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ακριβώς τις αλλαγές στις συνθήκες που είναι πολύ δύσκολες χωρίς μια πολιτική συναίνεση που δεν υπάρχει. Επιπλέον, η ΕΕ έχει ήδη διαρκέσει αρκετά για να υπονομεύσει την δημοκρατική νομιμοποίηση των εθνικών κρατών-μελών της, ιδίως όταν οι εκλογές των χωρών αποκλείουν τους πολίτες της ΕΕ που δεν κατέχουν την εθνική ιθαγένεια, αλλά κατά τα άλλα είναι ελεύθεροι να ζουν και να εργάζονται εκεί. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι παγιδευμένη. Στην παρούσα κατάστασή της, δεν μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις δημοκρατικές πολιτικές, διότι οι θεσπισμένοι κανόνες της πρέπει να επιβληθούν ανεξάρτητα από την απόφαση των εθνικών εκλογέων. Αλλά οι άνθρωποι φυσικά αναμένουν ότι οι εθνικοί πολιτικοί θα πρέπει να έχουν τον τελευταίο λόγο σε σχέση με τους αξιωματούχους της ΕΕ. Δεδομένου ότι η ΕΕ δεν μπορεί να κινηθεί αποφασιστικά προς μια στενότερη ένωση ή αποφασιστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάθε προσπάθεια επίλυσης των θεμελιωδών αντιθέσεών της θα καταλήξει μόνο στην διάσπασή της.


Στα αγγλικά:

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/italy/2018-11-02/italys-dangerou...
[2] https://www.nytimes.com/2018/03/08/opinion/italy-europe-election.html
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2018-01-11/how-eurozone-m...
[4] https://www.ft.com/content/ebfdd09a-f791-11e8-af46-2022a0b02a6c
[5] https://www.ft.com/content/12199bb8-f11d-11e8-ae55-df4bf40f9d0d

Helen Thompson
Η HELEN THOMPSON είναι καθηγήτρια Πολιτικής Οικονομίας
 στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.

11/12/2018