«Ηπειρώτικο μοιρολόι» του Κρίστοφερ Κινγκ: 1.'Ενα βιβλίο για την ιαματική δημοτική μουσική. 2.Η δημοτική μουσική, οι Τσιγγάνοι και ο Πάνας.
'Ενα βιβλίο για την ιαματική δημοτική μουσική .
Οταν διαβάζεις ένα βιβλίο, λογοτέχνημα ή δοκίμιο, δεν ακούς μονάχα τη φωνή του συγγραφέα του. Ακούς κι άλλες φωνές, τρίτων, κοντινές ή απόμακρες, όσες ανασταίνει η αναγνωστική σου μνήμη, που δεν παύει ποτέ να συσχετίζει, να παραλληλίζει, να συγκρίνει. Η φωνή του συγγραφέα καλείται ή να συνομιλήσει μαζί τους, ώστε να αποδείξει την αυταξία της, ή και να τις πολεμήσει, ώστε ν’ ακουστεί λαγαρή, χωρίς θόρυβο.
Διαβάζοντας το «Ηπειρώτικο μοιρολόι» του Κρίστοφερ Κινγκ, που κυκλοφορεί στις εκδόσεις «Δώμα», με τον υπότιτλο «Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης», εξαιρετικά μεταφρασμένο από τον Αριστείδη Μαλλιαρό, εκτός από τα βιολιά, τα κλαρίνα και τα νταούλια, άκουγα και τρεις φωνές. Οχι ταυτόχρονα, αλλά με τη σειρά, η μια μετά την άλλη, όσο προχωρούσε το διάβασμα. Οσο περνούσα δηλαδή από την αρχική έκπληξη («γιά δες! ένας Αμερικάνος στην Ηπειρο») ή και επιφύλαξη («αρχαιότερη; και πώς αποδεικνύεται;») στην απόλαυση. Μιαν απόλαυση αχώριστα ζευγαρωμένη με τη γνώση, η οποία προκύπτει από το πλήθος των μουσικών, εθνογραφικών και ιστορικών πληροφοριών που προσφέρει ο συγγραφέας. Η επιστημοσύνη του Κινγκ, απόρροια και των φιλοσοφικών και μουσικολογικών του σπουδών, αποτελεί τον ισχυρό φέροντα οργανισμό του πονήματός του, που στερεώνει και νοηματοδοτεί τον ενθουσιασμό του, ακόμα κι όταν φαίνεται ότι θα ξεχειλίσει ή θα αναβαθμίσει σε αναμφίλεκτη απόδειξη μαθηματικού τύπου το ισχυρό βίωμά του, τη ρητά ομολογημένη «εμμονή» του για την Ηπειρο.
Η πρώτη φωνή που με επισκέφθηκε απρόσκλητη, ήρθε να μου πει μια παροιμία: «Ελα, παππού μου, να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου». Την είπε και την ξανάπε με μονότονη ειρωνεία, μ’ ένα τόσο ελληνικό γκρινιάρικο παράπονο, ώσπου αποσύρθηκε ηττημένη από τα βαριά ονόματα που με υποχρέωσε να της θυμίσω αμυνόμενος.
Ονόματα ξένων ελληνιστών ή φιλελλήνων που πρώτοι εξέδωσαν ελληνικά δημοτικά τραγούδια ή τα μετέφρασαν εγκαίρως και εγκύρως: Φωριέλ, Τομμαζέο, Κιντ, Πάσσοβ, Βίλχελμ Μύλλερ, και Γκαίτε βέβαια. Θα μπορούσα να συνεχίσω μνημονεύοντας ονόματα σημερινών άξιων μελετητών της δημοτικής μας ποίησης, αλλοδαπών, του Βάλτερ Πούχνερ ή του Γκυ Σωνιέ. Θα μπορούσα επίσης να της θυμίσω ότι και τους μισούς (τουλάχιστον) δρόμους προς την αρχαιοελληνική γραμματεία τούς άνοιξαν ξένοι φιλόλογοι, με τις κριτικές εκδόσεις και τις αναλύσεις τους. Ή να πω απλώς ότι στα πνευματικά –και οπωσδήποτε στην εκ φύσεως οικουμενική μουσική– δεν υπάρχουν αμπελοχώραφα, αποκλειστικοί νομείς, σύρματα και σύνορα. Αλλά όλα αυτά περίττευαν. Γιατί το οδοιπορικό του Κινγκ, ένα βαθιά ειλικρινές και ανυπόκριτα συγκινημένο χρονικό ετερογνωσίας αλλά και αυτογνωσίας, έδειξε από τις πρώτες του σελίδες ότι δεν έχει ανάγκη συνηγόρου. Οτι έχει να πει σπουδαία πράγματα, και να τα πει με τρόπο τερπνό.
Η δεύτερη φωνή ήταν συσχετιστική, όχι ειρωνική. Και ανακλήθηκε από την εσωτερική μου ακοή μόλις διάβασα την πρώτη υμνητική αναφορά του Κινγκ στο ηπειρώτικο τσίπουρο. Το παινεύει με τέτοιο πάθος που λίγο ακόμα και θα πιστέψεις ότι ο εκτυπωτής του λειτουργεί με απόσταγμα από το Ζαγόρι, όχι με μελάνη. Βέβαια το αποθεωμένο από τη γραφή ενός ξένου τσίπουρο που ήρθε να μου θυμίσει η φωνή ήταν από τη Ζαγορά και το υπόλοιπο Πήλιο, όχι από το Ζαγόρι. Και εκείνος ο ξένος πάντως ήταν Αμερικανός, Νεοϋορκέζος: ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Αρνολντ Σέρμαν. Ο Σέρμαν, που ζούσε και εργαζόταν στην Ελλάδα από το 1987, εξέδωσε το 1995 το αφήγημα «Οι Κένταυροι του Πηλίου» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής, εκδ. Ψυχογιός). Οι σελίδες του είχαν παραχθεί από ένα νόστιμο μείγμα μυθοπλασίας και ρεπορτάζ, σατιρικού προσανατολισμού. Ο συγγραφέας γλεντάει την τρέλα της Ελλάδας, έγραφα τον Σεπτέμβριο του 1995 στην «Κ»· γλεντάει την παραφορά της, τον ανορθολογισμό της, το καθεστώς της Υπερβολής που τη διέπει σχεδόν στα πάντα, από το φαγητό έως την τσιπουροποσία, από τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις έως την ανεμελιά, μια ανεμελιά όμως που εξαλλάσσεται ταχύτατα στο αρνητικό της συμπλήρωμα: τον μελοδραματισμό.
Για τον Νεοϋορκέζο Σέρμαν το γλυκανισάτο τσίπουρο του Πηλίου που κατανάλωναν δίχως όρια οι Κένταυροι ήταν το ελιξίριο που τους είχε κάνει αθάνατους· ο καλπασμός τους, έπαιρνε όρκο, ακούγεται ακόμα στο θεσσαλικό βουνό. Ο Κρίστοφερ Κινγκ από τη Βιρτζίνια δεν συναντάει Κένταυρους στα πανηγύρια των Ζαγοροχωριών.
Συναντάει Σάτυρους που χορεύουν τον κόρδακά τους, με την τελετουργική αυστηρότητα να δίνει σχήμα στην ιερή μέθη τους. Μπαίνει στον κύκλο του χορού, στην αριστοτελική «χορεία». Δεν έχει καμία διάθεση να μείνει αμέτοχος παρατηρητής, ένας υπερόπτης τρίτος. Συγκινείται βαθιά, ριζικά, και κινείται αναπόφευκτα προς τη χορευτική ομήγυρη – κι ας μην ξέρει τα βήματα. Και, χάρη στο τσίπουρο, τη μουσική και τον χορό, ο οποίος εγκαθιδρύει την αναντίρρητη ισότητα και την πιο πλούσια συντροφικότητα, «περνάει σε μια οριακή κατάσταση μουσικού δαιμονισμού».
Με οξυδερκή αυτεπίγνωση, ο λαϊκός ποιητής μάς λέει ότι «και τα τραγούδια λόγια είναι, τα λεν οι πικραμένοι· / πάσχουν να βγάλουν το κακό, μα το κακό δεν βγαίνει». Μόνο με τα λόγια, δεν βγαίνει, όσο παραμυθητική κι αν θεωρήσουμε την ποίηση. Γι’ αυτό αναλαμβάνουν δράση η μουσική και ο χορός, σύμφυτα άλλωστε με τον δημοτικό ποιητικό λόγο, τριάδα ομοούσιος και αχώριστος.
Η εμπειρία του ηπειρώτικου τσίπουρου και του ηπειρώτικου χορού, σε όσα χωριά αντιστέκονται στις ηλεκτρικές κιθάρες και τα έκο, είναι όντως μοναδική – προσυπογράφω τη γνώμη του συγγραφέα, όχι απλώς σαν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας, αλλά σαν μέτοχος. Και θυμίζω πόσο ψηλά βρίσκονταν στην εκτίμηση του Κωστή Παλαμά και του Τέλλου Αγρα τα δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου, προπάντων τα τραγούδια της ξενιτιάς, που απέχουν ελάχιστα από τα μοιρολόγια. Αλλωστε, «ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει».
Το όνομα του Κρίστοφερ Κινγκ δεν μου ήταν άγνωστο. Σαν ερασιτέχνης θηρευτής δημοτικών τραγουδιών, σε τυπωμένη μορφή, στα παλαιοβιβλιοπωλεία, αλλά και σε τραγουδισμένη, το είχα συναντήσει στις διαδικτυακές μου αναζητήσεις, ζευγαρωμένο με το όνομα είτε του κορυφαίου βιολιτζή Αλέξη Ζούμπα είτε του πατριάρχη κλαριτζή Κίτσου Χαρισιάδη. Βραβευμένος μουσικός παραγωγός ο Κινγκ, πρωτίστως δε μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου, που δεν τους συγκεντρώνει για να τους απολαμβάνει μόνον αυτός αλλά για να τους επαναποδώσει στο ακροατήριο, ανακάλυψε στην Κωνσταντινούπολη δίσκους του Χαρισιάδη, 78 στροφών. Μαγεύτηκε ακούγοντάς τους και, απολύτως φυσικό, έγινε τακτικός επισκέπτης της Ηπείρου σαν κυνηγός της γεύσης και της γνώσης. Για να γνωρίσει, εκτός πολλών άλλων, την ιστορία του Ζούμπα και του Χαρισιάδη, δύο Ηπειρωτών Τσιγγάνων που η δουλειά τους τον έχει πείσει ότι η μουσική, η δική τους μουσική, δεν είναι απλώς ευχάριστη και διασκεδαστική· είναι ιαματική. Ακριβώς όπως τη θέλησε η αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Αλλά θα συνεχίσουμε την άλλη Κυριακή.
16/12/2018
«Μια τυπική ημέρα», από τη δεύτερη ατομική έκθεση ζωγραφικής της Αγγελικής Ξυνού στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Γλύκωνος 4, Αθήνα. Εως τις 12 Ιανουαρίου.
Η δημοτική μουσική, οι Τσιγγάνοι
και ο Πάνας.
Μανιώδης θηρευτής και συλλέκτης δίσκων και μουσικός παραγωγός ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο Αμερικανός συγγραφέας του βιβλίου «Ηπειρώτικο μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» (εκδόσεις Δώμα), πριν από δύο χρόνια έθεσε σε κυκλοφορία ένα μέρος του θησαυρού που έχει ανακαλύψει: 28 ακυκλοφόρητα ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, με τον τίτλο «Why the mountains are black – Primeval Greek Village Music: 1907-1960».
Ορθότατα –και δίκαια– ο Κινγκ υπογραμμίζει στο βιβλίο του τη μεγάλη συμβολή των Τσιγγάνων στη δημιουργία, τη διατήρηση και τη διάδοση της ελληνικής δημοτικής μουσικής, όχι μόνο της ηπειρώτικης. Συμβολή τόσο κρίσιμη ώστε να μετριάζει κάπως τον υπερβολικό τόνο που σίγουρα έχει ο τίτλος ενός βιβλίου του Σκυριανού λαογράφου και λογοτέχνη Κωνσταντίνου Φαλτάιτς, που εκδόθηκε το 1927: «Το πρόβλημα του δημοτικού μας τραγουδιού: ελληνικό ή γύφτικο;». Αρκεί μία μνεία για να φανεί το μέγεθος της συμβολής. Θυμίζω όσα ιστορούσε ο Σαμουήλ Μπω-Μποβύ στο υποκεφάλαιο «Τα Γιάννινα και οι Γύφτοι» του βιβλίου του «Δοκίμιο για το δημοτικό τραγούδι» (Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα, Ναύπλιο 2005):
«Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε στην Ουγγαρία, όπου οι Γύφτοι είναι σχεδόν αποκλειστικά οργανοπαίχτες [...], στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Ηπειρο, φημίζονταν όχι μόνο για το παίξιμό τους αλλά και για το τραγούδι τους. [...] Αναμφισβήτητα είναι οι Γύφτοι “δοκιμότατοι στιχοπλόκοι” [...] που έφεραν το δίστιχο στην Ηπειρο, ή, πιο σωστά, στα Γιάννινα».
Εξαιρετικός αφηγητής ο Κινγκ, με χιούμορ που αριστεύει όταν επιδίδεται –αρκετά συχνά– στον αυτοσαρκασμό, κινείται ταυτόχρονα και άνετα σε δύο επίπεδα: της εμπειρίας και του βιώματος αφενός, του ήρεμου στοχασμού αφετέρου. Αντλεί έτσι και καταθέτει διαφορετικού τύπου τεκμήρια, που συντείνουν στο να επικυρώσουν την τριαδική αξονική ιδέα του: ότι η ηπειρώτικη μουσική είναι και η αρχαιότερη της Ευρώπης και ζωντανή και θεραπευτική. Πάνω σ’ αυτήν την προσπάθεια, όσο διάβαζα το «ερωτικό γράμμα του στη μουσική και τους ανθρώπους της Ηπείρου», άκουγα τη φωνή του Γιώργου Σεφέρη να λέει: «Η Ηπειρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη». Για την Κύπρο μιλούσε βέβαια ο ποιητής, το θυμόμαστε. Ας μας συγχωρήσει όμως για τον σφετερισμό, που μοιάζει υποχρεωτικός στην περίπτωση του Κινγκ και του έρωτά του για την ηπειρώτικη παράδοση, την αντοχή της και τη γενναιοδωρία της.
Ας επιστρατεύσω εδώ άλλους δύο Ελληνες ποιητές, ώστε ο παραμυθητικός λόγος τους να πείσει τον Αμερικανό συγγραφέα πως δεν λαθεύει όταν γράφει «μού αρέσει να φαντάζομαι ότι ο Πάνας προσποιήθηκε πως πέθανε όταν έμαθε για την άνοδο της νέας θρησκείας», του χριστιανισμού. Τον Κωστή Παλαμά πρώτα. Το 1897, απαντώντας στην κραυγή «Ο μέγας Παν τέθνηκε», που ακούστηκε στο Ιόνιο περί το 35 μ.Χ., σύμφωνα βέβαια με την εξιστόρηση του Πλούταρχου, ο Παλαμάς στιχούργησε την πίστη του: «Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας / αθέλητα κρυμμένη, / ο Μέγας Παν δεν πέθανε, / όχι, ο Παν δεν πεθαίνει!». Τον Ανδρέα Εμπειρίκο έπειτα, παλαμιστή στα νιάτα του. Στο αφήγημά του «Αργώ ή πλους αεροστάτου» ο υπερρεαλιστής ποιητής σκηνοθετεί τον Πέντρο Ραμίρεθ να κραυγάζει: «Ο Μέγας Παν δεν πέθανε! Ο Μέγας Παν δεν πεθαίνει». Στην ουτοπική Παγκόσμια Συμπολιτεία που σχεδιάζει στο μυθιστόρημά του «Ο Μέγας Ανατολικός» επιλέγει ως επίσημη θρησκεία την του Πανός. Τέλος, στο ποίημα «Το μέγα βέλασμα ή Παν-Ιησούς Χριστός» αποθεώνει τον συγκρητισμό, κατά τον τρόπο και του Αγγελου Σικελιανού.
Είναι μια ευλογία για τον τόπο, διαχρονικά, ο συγκρητισμός. Αυτό το κατανοεί απολύτως ο Κινγκ. Και είναι ορθή η παρατήρησή του ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με την πιο δογματική και λιγότερο ευέλικτη Καθολική Εκκλησία, επιδόθηκε περισσότερο στην αφομοίωση παρά στην εξάλειψη των λαϊκών δοξασιών». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έλειψαν οι καταστροφές ναών (του Παρθενώνα συμπεριλαμβανομένου) ή οι διώξεις των ειδωλολατρών, των Ελλήνων. Με τα λαϊκά μουσικά όργανα μάλιστα είχε σοβαρό πρόβλημα η Ορθοδοξία. «Οργανα του Σατανά» τα αποκαλούσε. Και τα πολέμησε. Οσο κι αν προσπάθησε όμως, δεν κατάφερε να τα κάνει να σωπάσουν. Η εξήγηση είναι απλή: Η μουσική είναι η ζωή. Αντίθετα, στον Κάτω Κόσμο, «βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δεν βαρούνε». Την πίστη αυτή του δημοτικού μοιρολογιού την είχε διατυπώσει, σε άλλη φάση της ελληνικής γλώσσας, και ο Θέογνης από τα Μέγαρα, τον 6ο αιώνα π.Χ. Οποιος κατεβεί στο Ερεβος, έλεγε σε ποίημά του, «τέρπεται ούτε λύρης ούτ’ αυλητήρος ακούων». Σε κάποια αισθήματα, σε κάποιες ιδέες, είναι πολύ καλό να παραμένουμε στάσιμοι. Γιατί είναι ελευθερωτικό.
Επειδή τα οφειλόμενα πρέπει να δηλώνονται, στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ οφείλω, εκτός των άλλων, την πρώτη μου συνάντηση στον πραγματικό κόσμο, και όχι στον κόσμο των λαογραφικών αναφορών σε περασμένες εποχές, μ’ ένα μάλλον απίστευτο και πάντως σημαδιακό γυναικείο όνομα. Ηξερα από τα διαβάσματα και τα γραψίματά μου πως η λαϊκή πίστη στη μαγική ισχύ των ονομάτων (δημιουργική ή αποτρεπτική), ιδιαίτερα των κυρίων, αποτυπώνεται και σε ορισμένες ονοματοδοτικές επιλογές που δείχνουν πόσο μικρή λογαριαζόταν η αξία των κοριτσιών, εν αντιθέσει με των παιδιών, των αρσενικών δηλαδή, που θα κρατούσαν ζωντανό το επώνυμο. Γράφει σχετικά ο Δημ. Β. Οικονομίδης στο δοκίμιό του «Η κοινωνική θέσις της Ελληνίδος κατά τινα έθιμα του λαού» («Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας», Ακαδημία Αθηνών, τόμος ΚΒ΄, έτη 1969-1973, Αθήνα 1973):
«Εις ολόκληρον σχεδόν την Ελλάδα πιστεύεται ότι, διά ν’ αποφύγουν την συνεχή γέννησιν θηλέων τέκνων, πρέπει να χρησιμοποιούν ωρισμένα ευχετικά ονόματα, τα οποία έχουν την δύναμιν της αποφυγής του κακού. Ούτω π.χ. εν Ηπείρω τα τέκνα, προ των οποίων πολλά θήλεα εγεννήθησαν, ίνα σταματήση η γέννησις και άλλων, καλούνται Σταμάτης, Στάθης (Ευστάθιος), Σταμάτω, Σταμάτα, Στασινή κττ. Εν τη κώμη Τσαμαντά της Ηπείρου είναι εν πολλή χρήσει το θηλυκόν όνομα Διώχνω, προελθόν κατά παρετυμολογίαν εκ του ρήματος διώκω. Το όνομα τούτο είναι προφανώς ευχετικόν, διδόμενον μετά την γέννησιν κατά σειράν θηλέων τέκνων, όπως επέλθη τρόπον τινά δίωξις αυτών ή γεννήση η μήτηρ άρρενα πλέον. [...] Εν Φθιώτιδι οι γονείς παρακαλούν πολλάκις τον ανάδοχον να ονομάση Αγόρω ή Αγορίτσα του κορίτσι, διά να γεννηθή το μετέπειτα παιδί αρσενικόν. Και εν Κυνουρία, ίνα σταματήση ο κακός δαίμων της θηλυγονίας, συνηθίζονται τα ονόματα Σταμάτα, Σταματίνα, Σταματού. Εις τον Πόντον εις τινα θήλεα εδίδετο το όνομα Κανή, προερχόμενον εκ του κανεί (αρκεί) (εκ παρετυμολογίας), διά να σταματήση πλέον η γέννησις θηλέων».
Πώς την έλεγαν τη μητέρα του κλαριτζή Κίτσου Χαρισιάδη, γεννημένου στη Βήσσανη του Πωγωνίου το 1889; Διώχνω την έλεγαν. Να λοιπόν ένας επιπλέον λόγος που πιστοποιεί ότι δεν είναι διατηρητέα και συνεχιστέα όλη η παράδοση.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
http://www.kathimerini.gr/1001314/opinion/epikairothta/
politikh/h-dhmotikh-moysikh-oi-tsigganoi-kai-o-panas
23/12/2018
'Εργο του Αλέξη Κυριτσόπουλου από την ομαδική έκθεση Χριστουγέννων «Μαγευτικές πινελιές», που εγκαινιάστηκε χθες στην γκαλερί Σκουφά και θα διαρκέσει έως και τις 12 Ιανουαρίου 2019. Σκουφά 4, Κολωνάκι.
«Μια τυπική ημέρα», από τη δεύτερη ατομική έκθεση ζωγραφικής της Αγγελικής Ξυνού στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Γλύκωνος 4, Αθήνα. Εως τις 12 Ιανουαρίου.
Η δημοτική μουσική, οι Τσιγγάνοι
και ο Πάνας.
Μανιώδης θηρευτής και συλλέκτης δίσκων και μουσικός παραγωγός ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο Αμερικανός συγγραφέας του βιβλίου «Ηπειρώτικο μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» (εκδόσεις Δώμα), πριν από δύο χρόνια έθεσε σε κυκλοφορία ένα μέρος του θησαυρού που έχει ανακαλύψει: 28 ακυκλοφόρητα ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, με τον τίτλο «Why the mountains are black – Primeval Greek Village Music: 1907-1960».
Ορθότατα –και δίκαια– ο Κινγκ υπογραμμίζει στο βιβλίο του τη μεγάλη συμβολή των Τσιγγάνων στη δημιουργία, τη διατήρηση και τη διάδοση της ελληνικής δημοτικής μουσικής, όχι μόνο της ηπειρώτικης. Συμβολή τόσο κρίσιμη ώστε να μετριάζει κάπως τον υπερβολικό τόνο που σίγουρα έχει ο τίτλος ενός βιβλίου του Σκυριανού λαογράφου και λογοτέχνη Κωνσταντίνου Φαλτάιτς, που εκδόθηκε το 1927: «Το πρόβλημα του δημοτικού μας τραγουδιού: ελληνικό ή γύφτικο;». Αρκεί μία μνεία για να φανεί το μέγεθος της συμβολής. Θυμίζω όσα ιστορούσε ο Σαμουήλ Μπω-Μποβύ στο υποκεφάλαιο «Τα Γιάννινα και οι Γύφτοι» του βιβλίου του «Δοκίμιο για το δημοτικό τραγούδι» (Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα, Ναύπλιο 2005):
«Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε στην Ουγγαρία, όπου οι Γύφτοι είναι σχεδόν αποκλειστικά οργανοπαίχτες [...], στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Ηπειρο, φημίζονταν όχι μόνο για το παίξιμό τους αλλά και για το τραγούδι τους. [...] Αναμφισβήτητα είναι οι Γύφτοι “δοκιμότατοι στιχοπλόκοι” [...] που έφεραν το δίστιχο στην Ηπειρο, ή, πιο σωστά, στα Γιάννινα».
Εξαιρετικός αφηγητής ο Κινγκ, με χιούμορ που αριστεύει όταν επιδίδεται –αρκετά συχνά– στον αυτοσαρκασμό, κινείται ταυτόχρονα και άνετα σε δύο επίπεδα: της εμπειρίας και του βιώματος αφενός, του ήρεμου στοχασμού αφετέρου. Αντλεί έτσι και καταθέτει διαφορετικού τύπου τεκμήρια, που συντείνουν στο να επικυρώσουν την τριαδική αξονική ιδέα του: ότι η ηπειρώτικη μουσική είναι και η αρχαιότερη της Ευρώπης και ζωντανή και θεραπευτική. Πάνω σ’ αυτήν την προσπάθεια, όσο διάβαζα το «ερωτικό γράμμα του στη μουσική και τους ανθρώπους της Ηπείρου», άκουγα τη φωνή του Γιώργου Σεφέρη να λέει: «Η Ηπειρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη». Για την Κύπρο μιλούσε βέβαια ο ποιητής, το θυμόμαστε. Ας μας συγχωρήσει όμως για τον σφετερισμό, που μοιάζει υποχρεωτικός στην περίπτωση του Κινγκ και του έρωτά του για την ηπειρώτικη παράδοση, την αντοχή της και τη γενναιοδωρία της.
Ας επιστρατεύσω εδώ άλλους δύο Ελληνες ποιητές, ώστε ο παραμυθητικός λόγος τους να πείσει τον Αμερικανό συγγραφέα πως δεν λαθεύει όταν γράφει «μού αρέσει να φαντάζομαι ότι ο Πάνας προσποιήθηκε πως πέθανε όταν έμαθε για την άνοδο της νέας θρησκείας», του χριστιανισμού. Τον Κωστή Παλαμά πρώτα. Το 1897, απαντώντας στην κραυγή «Ο μέγας Παν τέθνηκε», που ακούστηκε στο Ιόνιο περί το 35 μ.Χ., σύμφωνα βέβαια με την εξιστόρηση του Πλούταρχου, ο Παλαμάς στιχούργησε την πίστη του: «Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας / αθέλητα κρυμμένη, / ο Μέγας Παν δεν πέθανε, / όχι, ο Παν δεν πεθαίνει!». Τον Ανδρέα Εμπειρίκο έπειτα, παλαμιστή στα νιάτα του. Στο αφήγημά του «Αργώ ή πλους αεροστάτου» ο υπερρεαλιστής ποιητής σκηνοθετεί τον Πέντρο Ραμίρεθ να κραυγάζει: «Ο Μέγας Παν δεν πέθανε! Ο Μέγας Παν δεν πεθαίνει». Στην ουτοπική Παγκόσμια Συμπολιτεία που σχεδιάζει στο μυθιστόρημά του «Ο Μέγας Ανατολικός» επιλέγει ως επίσημη θρησκεία την του Πανός. Τέλος, στο ποίημα «Το μέγα βέλασμα ή Παν-Ιησούς Χριστός» αποθεώνει τον συγκρητισμό, κατά τον τρόπο και του Αγγελου Σικελιανού.
Είναι μια ευλογία για τον τόπο, διαχρονικά, ο συγκρητισμός. Αυτό το κατανοεί απολύτως ο Κινγκ. Και είναι ορθή η παρατήρησή του ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με την πιο δογματική και λιγότερο ευέλικτη Καθολική Εκκλησία, επιδόθηκε περισσότερο στην αφομοίωση παρά στην εξάλειψη των λαϊκών δοξασιών». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έλειψαν οι καταστροφές ναών (του Παρθενώνα συμπεριλαμβανομένου) ή οι διώξεις των ειδωλολατρών, των Ελλήνων. Με τα λαϊκά μουσικά όργανα μάλιστα είχε σοβαρό πρόβλημα η Ορθοδοξία. «Οργανα του Σατανά» τα αποκαλούσε. Και τα πολέμησε. Οσο κι αν προσπάθησε όμως, δεν κατάφερε να τα κάνει να σωπάσουν. Η εξήγηση είναι απλή: Η μουσική είναι η ζωή. Αντίθετα, στον Κάτω Κόσμο, «βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δεν βαρούνε». Την πίστη αυτή του δημοτικού μοιρολογιού την είχε διατυπώσει, σε άλλη φάση της ελληνικής γλώσσας, και ο Θέογνης από τα Μέγαρα, τον 6ο αιώνα π.Χ. Οποιος κατεβεί στο Ερεβος, έλεγε σε ποίημά του, «τέρπεται ούτε λύρης ούτ’ αυλητήρος ακούων». Σε κάποια αισθήματα, σε κάποιες ιδέες, είναι πολύ καλό να παραμένουμε στάσιμοι. Γιατί είναι ελευθερωτικό.
Επειδή τα οφειλόμενα πρέπει να δηλώνονται, στο βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ οφείλω, εκτός των άλλων, την πρώτη μου συνάντηση στον πραγματικό κόσμο, και όχι στον κόσμο των λαογραφικών αναφορών σε περασμένες εποχές, μ’ ένα μάλλον απίστευτο και πάντως σημαδιακό γυναικείο όνομα. Ηξερα από τα διαβάσματα και τα γραψίματά μου πως η λαϊκή πίστη στη μαγική ισχύ των ονομάτων (δημιουργική ή αποτρεπτική), ιδιαίτερα των κυρίων, αποτυπώνεται και σε ορισμένες ονοματοδοτικές επιλογές που δείχνουν πόσο μικρή λογαριαζόταν η αξία των κοριτσιών, εν αντιθέσει με των παιδιών, των αρσενικών δηλαδή, που θα κρατούσαν ζωντανό το επώνυμο. Γράφει σχετικά ο Δημ. Β. Οικονομίδης στο δοκίμιό του «Η κοινωνική θέσις της Ελληνίδος κατά τινα έθιμα του λαού» («Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας», Ακαδημία Αθηνών, τόμος ΚΒ΄, έτη 1969-1973, Αθήνα 1973):
«Εις ολόκληρον σχεδόν την Ελλάδα πιστεύεται ότι, διά ν’ αποφύγουν την συνεχή γέννησιν θηλέων τέκνων, πρέπει να χρησιμοποιούν ωρισμένα ευχετικά ονόματα, τα οποία έχουν την δύναμιν της αποφυγής του κακού. Ούτω π.χ. εν Ηπείρω τα τέκνα, προ των οποίων πολλά θήλεα εγεννήθησαν, ίνα σταματήση η γέννησις και άλλων, καλούνται Σταμάτης, Στάθης (Ευστάθιος), Σταμάτω, Σταμάτα, Στασινή κττ. Εν τη κώμη Τσαμαντά της Ηπείρου είναι εν πολλή χρήσει το θηλυκόν όνομα Διώχνω, προελθόν κατά παρετυμολογίαν εκ του ρήματος διώκω. Το όνομα τούτο είναι προφανώς ευχετικόν, διδόμενον μετά την γέννησιν κατά σειράν θηλέων τέκνων, όπως επέλθη τρόπον τινά δίωξις αυτών ή γεννήση η μήτηρ άρρενα πλέον. [...] Εν Φθιώτιδι οι γονείς παρακαλούν πολλάκις τον ανάδοχον να ονομάση Αγόρω ή Αγορίτσα του κορίτσι, διά να γεννηθή το μετέπειτα παιδί αρσενικόν. Και εν Κυνουρία, ίνα σταματήση ο κακός δαίμων της θηλυγονίας, συνηθίζονται τα ονόματα Σταμάτα, Σταματίνα, Σταματού. Εις τον Πόντον εις τινα θήλεα εδίδετο το όνομα Κανή, προερχόμενον εκ του κανεί (αρκεί) (εκ παρετυμολογίας), διά να σταματήση πλέον η γέννησις θηλέων».
Πώς την έλεγαν τη μητέρα του κλαριτζή Κίτσου Χαρισιάδη, γεννημένου στη Βήσσανη του Πωγωνίου το 1889; Διώχνω την έλεγαν. Να λοιπόν ένας επιπλέον λόγος που πιστοποιεί ότι δεν είναι διατηρητέα και συνεχιστέα όλη η παράδοση.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
http://www.kathimerini.gr/1001314/opinion/epikairothta/
politikh/h-dhmotikh-moysikh-oi-tsigganoi-kai-o-panas
23/12/2018
ΣΧΕΤΙΚΑ
ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΑΥΡΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
- WHY THE MOUNTAINS ARE BLACK (CD1,2)
ΑΝΕΚΔΟΤΕΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ 1907 - 1960 (2LP)
Ο παραγωγός, μηχανικός ήχου και συγγραφέας Christopher King επιμελείται και παρουσιάζει μία μοναδική συλλογή με σπάνιες ηχογραφήσεις Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών!!!
Διαβάστε το μεταφρασμένο εγκώμιο-δελτίο τύπου
της Third Man Records:
Η THIRD MAN RECORDS ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΝΕΚΔΟΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ
ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Η Third Man Records
είναι περήφανη που θα παρουσιάσει μία σπάνια μουσική μοναδικότητα - μία συλλογή δύο δίσκων πρωτογενούς και ανόθευτης μουσικής απ' την Ελληνική ύπαιθρο, η οποία κατά στιγμές μοιάζει πιο πολύ με free jazz ή παραδοσιακό doom, άγρια και εκστατική όπως είναι.
Μετά από χρόνια μελέτης, επιτόπιας έρευνας παρατήρησης και συλλογής, ο βραβευμένος με Grammy μουσικός παραγωγός, μηχανικός ήχου και συγγραφέας Christopher King, συγκέντρωσε απ' την προσωπική του συλλογή δίσκων 78 στροφών, την πιο διευρυντική για το νου και πιο παρακινητική για τη λίμπιντο μουσική για χορό και τραγούδι απ' την αγροτική ενδοχώρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και των νησιών της. Ηχογραφημένη μεταξύ του 1907 και
του 1960, η συλλογή αυτή περιλαμβάνει τα τραγούδια ορόσημα -απ' το Άλφα ως το Ωμέγα- του δημοτικού ή παραδοσιακού ρεπερτορίου. Και δεν είναι αυτό που θα περιμένατε... Επανεπεξεργασμένη απ' τους αρχικούς δίσκους 78 στροφών, η συλλογή αυτή περιλαμβάνει 28 ανέκδοτες ηχογραφήσεις, που δημιουργήθηκαν
στα περιορισμένα και πρωτόγονα στούντιο της Αθήνας, Ελλάδα, της Νέας Υόρκης, NY και του Σικάγο.
IL. Τρελαμένες Μακεδονικές Γκάιντες, θλιμμένα βιολιά, ζουρνάδες που προκαλούν ανατριχίλα και ποιμενικοί αυλοί βρίσκονται διάχυτα μέσα στους δύο δίσκους. Ένα δοκίμιο που προκαλεί με ωραίο τρόπο την σκέψη, αν όχι καθόλα
ριζοσπαστικό, γραμμένο απ' τον King, συνοδεύει την πολυτελή συσκευασία.
Όχι μόνο για ιστορικούς ή συλλέκτες ήχων που έχουν για τα καλά χαθεί, αυτή
η συλλογή προορίζεται για να διευρύνει τα όρια ως προς το τι έχουμε μάθει να
περιμένουμε απ' τη μουσική, το σκοπό της και πράγματι την καταγωγή της.
Είναι σίγουρο ότι θα βιώσετε μία πρωτοφανή μουσική μεταμόρφωση, απ' ευθείας κατά την ακρόαση.
CD-1
1. KALAMATIANOS (DANCE OF KALAMATA)
K. BOURNELIS, F. TSILIKOS, CHRISTOS KANTILAS
2. SOUSTA RETHYMNIOTIKI G.CANTERIS & G.GOMBAKIS I
(SOUSTA DANCE OF RETHYMNO)
3. GIATI INE MAVRA TA VOUNA
(WHY THE MOUNTAINS ARE BLACK)
J.LENGASJ.PATSIOS, KOKOTIS
4. OUSAK TSIFTELL ATHANASIOS LAVIDAS I
(TSIFTELLI RHYTHM DANCE IN OUSAK MODE)
5. DIAMADIDIS ENAS AETOS (AN EAGLE)
6. MIROLOGI-EPIROTIKO MAKEDONIKO ELIAS KARATHIMOS
(AN EPIROTIC-MACEDONIAN LAMENT)
7. MAKEDONIKO HASAPIKO EFTHIMIOS CHRISTOU
(HASAPIKOS DANCE OF MACEDONIA)
8. SELFOS DEMITRIOS HALKIAS (NIGHTINGALE)
9. ENAS AETOS-TSAMIKO
TCHOUSI, DAMALAS AND COMPANY (AN EAGLE DANCE)
10 E TRIANTAFYLLLIA (THE ROSE TREE).
ALEXIS ZOUBAS, C. PAPAGIKAS
11 PERA STON PERA MAXALA. CHRIS DARALAS & N. KARAKOSTAS
(OVER TO THE OTHER NEIGHBORHOOD))
12. SYRTOS HANIOTIKOS NIKOS HARHALIS
& MAVRODIMITRIS (SYRTOS DANCE FROM HANIA)
13 SYRTOS POLITIKOS (DANCE FROM CONSTANTINOPLE).
KYR. KERAVNOS AND MICHALIS GIASEMIDIS
14.KALYMNIKOS ISSOS (DANCE FROM KALYMNOS)
S. ZEMBILLAS AND I. MAILLES
CD-2
1 ARVANITIKO O AETOS (AN EAGLE, ARVANITIKO STYLE).
K. BOURNELIS, F. TSILIKOS, CHRISTOS KANTILAS
2. SVARNIARA (RECKLESS WOMAN)
CHRISTOS DARALAS AND NIKOS KARAKOSTAS
3.KALAMATIANOS (DANCE OF KALAMATA)
PANAGIOTIS KOKONTINIS AND HARABALOS KAVAKOS
4. PLATANOS (PLANE TREE)
ATHANASIOS LAVIDAS
5. ANONYMOUS GOLFO (A BALLAD)
6. PATINADA TIS NIFIS (WEDDING DANCE)
GEORGIOS ZISIS AND ATHANASIOS KOLISARAS
7. POUSTENO, EFTHIMIOS CHRISTOU
BOUFIOU (LOOSE DANCE)
8. KARAGOUNA, (KARAGOUNA DANCE GIANNIOTIK
VASILIS VASILIOU (KARAGOUNA DANCE,IOANNINA-STYLE
9. KOTTA MOU (MY CHICKEN) ANT. SAKELAROU
10. SYRTOS POLITIKOS (DANCE FROM CONSTANTINOPLE)
CHRISTOS BANIAKAS
11. ESEIS PADIA VLAHOPOILA CHRISTOS BANIAKAS
(YOU YOUNG VLACH CHILDREN)
12. KRITIKI SOUSTA (FAST DANCE FROM CRETE)
A. KARAVITIS AND G. MARIANOS
13.TZARAMA (SHEPHERD FLUTE SONG)
NIKOS KARAKOSTAS AND M. KALLERGIS
14. KALYMNIKI SOUSTA (DANCE FROM KALYMNOS)
S. ZEIMBILLAS AND I. MAILLES
***
1. Myrioloyi or Dirge
2. I forget and am glad
3. Eleni botsiari
4. Klammata
5. Kitsadonis
6. Skaros
7. Three birds from Preveza
8. Alexandra
9. Syngathisto
10. The bridegrooms mother
11. Mariola
12. Devoli
13. Vlacha at the river
14. Berati
15. Priest George
16. Fysouni
17. Kosta tasi
18. White all white partridge
19. Dont spoil the dance
20. Dawn deceived me