Οι ΗΠΑ «έριξαν» τη Ρωσία – είδηση ακατάλληλη για δημοσίευση.



Με αφορμή το θάνατο του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπους και την δήλωση του Γκορμπατζόφ επαναφέρουμε ένα σημαντικό άρθρο του Στήβεν Κοέν στο The Nation.

Στα νέα στοιχεία ότι η Ουάσινγκτον αθέτησε την υπόσχεσή της να μην εξαπλωθεί το ΝΑΤΟ ούτε μία «ίντσα» ανατολικά – μια μοιραία απόφαση που έχει συνέπειες μέχρι και σήμερα – απέφυγαν να αναφερθούν οι New York Times αλλά και άλλα ΜΜΕ διαμόρφωσης πολιτικής. Ο Στήβεν Κοέν, ομότιμος καθηγητής Ρωσικών Σπουδών και Πολιτικής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και του Πρίνστον και ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζων Μπάτσχελορ συνεχίζουν την συνηθισμένη συζήτησή τους για τον νέο ψυχρό πόλεμο ΗΠΑ-Ρωσίας (η συνέντευξη είναι διαθέσιμη παρακάτω σε δύο μέρη).

Ο Κοέν επιστρέφει σε ένα θέμα με το οποίο έχει ασχοληθεί επανειλημμένα από την δεκαετία του 1990, τον αντιεπαγγελματισμό των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης όταν καλύπτουν γεγονότα που αφορούν στην Ρωσία. Αυτή τη φορά όμως έχει ένα νέο και εξαιρετικά ενδεικτικό παράδειγμα, το οποίο είναι ταυτόχρονα ιστορικό αλλά και βαθιά σύγχρονο. Υπήρξαν τρεις σημαντικές περιπτώσεις ενός τέτοιου αντιεπαγγελματισμού στο παρελθόν.
Η πρώτη ήταν όταν οι αμερικανικές εφημερίδες και ειδικά η New York Times, παραπλάνησαν τους αναγνώστες ότι οι κομμουνιστές δεν μπορούσαν να κερδίσουν τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο του 1918-20, σύμφωνα και με μια μελέτη των Γουόλτερ Λίπμαν και Τσαρλς Μερζ, η οποία εκδόθηκε ως ένθετο του περιοδικού New Republic, στις 4 Αυγούστου 1920. Κάποτε η μελέτη αυτή θεωρείτο υποδειγματική, αποτελώντας αντικείμενο εργασίας στις σχολές δημοσιογραφίας, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον.
Η δεύτερη περίπτωση ήταν κατά την δεκαετία του 1990, όταν ουσιαστικά όλα τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης της Αμερικής, έντυπα και ηλεκτρονικά, κάλυπταν τις «μεταρρυθμίσεις» του Ρώσου προέδρου Μπορίς Γιέλτσιν, τις οποίες υποστήριζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Γιέλτσιν λεηλάτησε και φτώχυνε τον λαό του αλλά οι μεταρρυθμίσεις του προβλήθηκαν από τα αμερικανικά μέσα ως μια ευεργετική «μετάβαση στην δημοκρατία και τον καπιταλισμό» και στο «είδος της Ρωσίας που θέλουμε».

         Η τρίτη και τρέχουσα περίπτωση γεννήθηκε μέσα από την δεύτερη, αλλά εξαπλώθηκε γρήγορα από τα ΜΜΕ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με την δαιμονοποίηση του Πούτιν, διαδόχου του Γιέλτσιν. Τώρα, μέσα από την κάλυψη από τα κυρίαρχα μέσα του νέου ψυχρού πολέμου, προβάλλεται ο ισχυρισμός στον οποίο βασίζεται το Russiagate, ότι «η Ρωσία επιτέθηκε στην αμερικανική δημοκρατία το 2016» και πολλά άλλα σχετικά. Αυτή η ερμηνεία ίσως είναι η χειρότερη και σίγουρα η πιο επικίνδυνη.
Ο αντιεπαγγελματισμός στα ΜΜΕ περιλαμβάνει πολλά στοιχεία. Επιλεκτική χρήση γεγονότων – κάποια από τα οποία ανεπιβεβαίωτα. Εξαιρετικά αμφισβητούμενες περιγραφές ή ρεπορτάζ βασισμένα σε «γεγονότα» και αναμεμειγμένα με σχόλια του συντάκτη, τα οποία παρουσιάζονται ως «αναλύσεις», στηριγμένες σε προσεκτικά επιλεγμένες «ειδικές πηγές» – συχνά ανώνυμες. Ενίσχυση των ρεπορτάζ αυτών από επίσης προσεκτικά επιλεγμένους διαμορφωτές γνώμης.

Παράλληλα, ακολουθείται συστηματικά η πρακτική να αποκλείονται όσες εξελίξεις και γνώμες δεν συμφωνούν με το αξιοσέβαστο ρητό των Times «Όλες οι ειδήσεις που είναι κατάλληλες να τυπωθούν». Όταν όμως το θέμα αφορά στην Ρωσία, οι Times αποφασίζουν με πολιτικό κριτήριο τι είναι κατάλληλο να ειπωθεί και τι όχι. Και έτσι έχουμε το πιο πρόσφατο αλλά εξαιρετικά σημαντικό παράδειγμα.
Η αθετημένη υπόσχεση στον Γκορμπατσόφ
Το 1990, ο ηγέτης της σοβιετικής Ρωσίας Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, συναίνεσε όχι μόνο στην επανένωση της Γερμανίας – η διαίρεση της οποίας ήταν το επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου – αλλά και στην έντονη επιθυμία των δυτικών δυνάμεων, και ειδικά της Αμερικής, να ενταχθεί η νέα Γερμανία στο ΝΑΤΟ. Αντιμετωπίζοντας ήδη σφοδρές αντιδράσεις στο εσωτερικό, ο Γκορμπατσόφ αποδυναμώθηκε ακόμα περισσότερο από αυτή του την απόφαση, η οποία πιθανώς συνέβαλε στην απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του, τον Αύγουστο του 1991.
Ο Γκορμπατσόφ πήρε αυτή την απόφαση βασισμένος στις διαβεβαιώσεις από τους τότε δυτικούς «συνεταίρους» του ότι σε αντάλλαγμα το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν «ούτε μία ίντσα ανατολικά» προς την Ρωσία. Σήμερα, έχοντας σχεδόν διπλασιάσει τα κράτη-μέλη της, η πιο ισχυρή στρατιωτική συμμαχία του κόσμου κάθεται πάνω στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας. Τότε, ήταν γνωστό ότι ο Τζωρτζ Μπους ο πρεσβύτερος ειδικά, είχε πείσει τον Γκορμπατσόφ με το «ούτε μία ίντσα» του υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπέϊκερ και άλλες εξίσου εμφατικές εγγυήσεις.
Από τότε που ο διάδοχος του Μπους, ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, ξεκίνησε την διαδικασία επέκτασης του ΝΑΤΟ, η οποία συνεχίζεται ακόμα, οι υποστηρικτές και οι απολογητές της επιμένουν συνεχώς ότι δεν υπήρχε τέτοια υπόσχεση, ότι όλα ήταν ένας «μύθος» ή μια «παρεξήγηση» και επιπλέον ότι η τεράστια εξάπλωση του ΝΑΤΟ ήταν αναγκαία και υπήρξε απόλυτα επιτυχημένη – μύθοι με τους οποίους επίσης ασχολείται ο Κοέν.
Τώρα όμως, το ανεκτίμητο αρχείο εθνικής ασφάλειας στο πανεπιστήμιο Τζωρτζ Ουάσινγκτον, αποκατέστησε την ιστορική αλήθεια εκδίδοντας, στις 12 Δεκεμβρίου της τελευταίας χρονιάς, όχι μόνο μια λεπτομερή καταγραφή των υποσχέσεων που πήρε ο Γκορμπατσόφ το 1990-91 αλλά και τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα. Η αλήθεια και οι υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν έχουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που γνωρίζαμε προηγουμένως.
Όλες οι δυτικές δυνάμεις – οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία – έδωσαν την ίδια υπόσχεση στον Γκορμπατσόφ, σε πολλές περιπτώσεις και με πολλούς κατηγορηματικούς τρόπους. Η εξήγηση ξεκινάει με το αν αναρωτηθούμε πότε η Δύση, και συγκεκριμένα η Ουάσινγκτον, έχασε την Μόσχα από πιθανό στρατηγικό συνέταιρο, μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης.
Η σιωπή των κυρίαρχων ΜΜΕ
Και παρόλα αυτά, σχεδόν έναν μήνα μετά την έκδοση των εγγράφων από τα αρχεία εθνικής ασφάλειας, ούτε οι Times ούτε η Washington Post – οι οποίες διατείνονται ότι είναι οι πιο σημαντικές, αξιόπιστες και αναγκαίες πολιτικές εφημερίδες της χώρας – έχουν εκδόσει έστω μία λέξη από αυτές τις αποκαλύψεις. Σίγουρα οι δύο εφημερίδες διαχέουν τις πληροφορίες τους σε ένα ευρύ πεδίο, όχι μόνο λόγω της καθημερινής έκδοσής τους σε όλη τη χώρα, αλλά και επειδή τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, ειδικά τα CNN, MSNBC, NPR, και PBS, αντλούν τις περισσότερες πληροφορίες τους σχετικά με την Ρωσία από τους Times και την Washington Post.
Πώς να εξηγήσει κανείς την παράλειψη των Times και της Washington Post να αναφέρουν ή έστω να σχολιάσουν την έκδοση των αρχείων εθνικής ασφάλειας; Δεν μπορεί να είναι η έλλειψη χώρου ή η απουσία ενδιαφέροντος για την Ρωσία, το οποίο έδειχναν συχνά με το ένα ή το άλλο δυσφημιστικό θέμα και με την σχεδόν καθημερινή τους ενασχόληση με το Russiagate. Δεδομένης της τεράστιας ικανότητάς τους να συγκεντρώνουν ειδήσεις καθημερινά, πώς θα μπορούσαν οι δύο αυτές εφημερίδες να χάσουν ένα τέτοιο θέμα; Είναι αδύνατο.
Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι τρεις μικρότερες εκδόσεις – οι National Interest, στις 12 Δεκεμβρίου, Bloomberg στις 12 Δεκεμβρίου και American Conservative, στις 22 Δεκεμβρίου – ανέφεραν και σχολίασαν εκτενώς την σημασία του θέματος. Ή ίσως οι Times και Washington Post θεωρούν ότι η ιστορία και η διαδικασία επέκτασης του ΝΑΤΟ δεν είναι κάτι που αξίζει να δημοσιευτεί, ακόμα κι αν υπήρξε ο κινητήριος παράγοντας κλιμάκωσης του νέου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Ακόμα κι αν η επέκταση αυτή προκάλεσε ήδη δύο θερμούς πολέμους δι’ αντιπροσώπου μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας (στην Γεωργία το 2008 και στην Ουκρανία από το 2014) και οδήγησε το ΝΑΤΟ να αναπτύξει τις δυνάμεις του στην Βαλτική, στα σύνορα με την Ρωσία – αυξάνοντας τον κίνδυνο πολέμου μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων. Ακόμα κι αν η επέκταση αυτή ώθησε την Ρωσία σε αντιδράσεις που χαρακτηριστήκαν «σοβαρές απειλές» και εξανέμισαν πολιτικά το άλλοτε ισχυρό φιλοαμερικανικό λόμπι στην πολιτική σκηνή της Μόσχας και τα άλλοτε διαδεδομένα φιλοαμερικανικά συναισθήματα των Ρώσων πολιτών.
Ακόμα κι αν η επέκταση αυτή εμφύτευσε τουλάχιστον σε μία γενιά της Ρωσικής πολιτικής ελίτ την πεποίθηση ότι η αθέτηση των υποσχέσεων στον Γκορμπατσόφ ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα αμερικανικής «προδοσίας και εξαπάτησης». Από το 2000, και οι δύο Ρώσοι πρόεδροι, ο Πούτιν και ο Μεντβέντεφ, έχουν πει το ίδιο πράγμα πολλές φορές. Ο Πούτιν τον έθεσε ευθέως: «Μας εξαπάτησαν, με όλη την σημασία της λέξης».
Προπατορικό αμάρτημα των ΗΠΑ
Οι Ρώσοι μπορούν να απαριθμήσουν κι άλλες περιπτώσεις «εξαπάτησης», όπως η μονομερής ακύρωση της συνθήκης για την κατάργηση βαλλιστικών πυραύλων από τον Τζώρτζ Μπους τον νεώτερο, το 2002, και την αθετημένη υπόσχεση του Ομπάμα ότι δεν θα χρησιμοποιούσε απόφαση του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ, το 2011, για να ανατρέψει τον Λίβυο ηγέτη Καντάφι.
Είναι όμως αυτή η αθετημένη υπόσχεση προς τον Γκορμπατσόφ που παραμένει το προπατορικό αμάρτημα της Αμερικής. Όχι μόνο επειδή ήταν η πρώτη από μια σειρά ενεργειών που θεωρήθηκαν δόλιες αλλά κυρίως επειδή είχε ως αποτέλεσμα να κυκλωθεί ένα μέρος της Ρωσίας από δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ – μια κίνηση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Δεδομένων όλων αυτών, πρέπει να αναρωτηθούμε ξανά γιατί ούτε οι Times ούτε η Washington Post δεν ανέφεραν τις αποκαλύψεις των αρχείων; Πιθανότατα επειδή τα στοιχεία αυτά υπονόμευαν τα θεμέλια του βασικού τους αφηγήματος ότι η Ρωσία του Πούτιν είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την νέα ψυχροπολεμική εποχή και για όλες τις συνακόλουθες συγκρούσεις και κινδύνους. Και ότι συνεπώς, δεν είναι συνετή ούτε επιτρεπτή οποιαδήποτε αναθεώρηση της πολιτικής των ΗΠΑ απέναντι στην μετασοβιετική Ρωσία από το 1991 – σίγουρα όχι από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Εκεί λοιπόν βρίσκεται ο κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια από τους κινδύνους του δημοσιογραφικού αντιεπαγγελματισμού και αυτό το παράδειγμα, παρά την μεγάλη σημασία του, δεν είναι το μόνο τα τελευταία χρόνια. Εν προκειμένω, οι Times και η Washington Post φαίνονται να περιφρονούν όχι μόνο τα υψηλά δημοσιογραφικά πρότυπα που διατείνονται πως διαθέτουν αλλά και την υποτιθέμενη πεποίθησή τους ότι η δημοκρατία απαιτεί πλήρως ενημερωμένους πολίτες.
Αν οι Αμερικανοί δεν μπορούν να βασίζονται στους Times, την Washington Post, τουλάχιστον για θέματα σχετικά με τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, πού μπορούν να αναζητήσουν τις πληροφορίες και την ενημέρωση που χρειάζονται; Υπάρχουν πολλά αξιόλογα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης αλλά λίγοι σκληρά εργαζόμενοι πολίτες έχουν χρόνο να τα εντοπίσουν και να τα συμβουλευτούν.
Ο Κοέν προτείνει να απευθυνθούν σε δύο ιστοσελίδες οι οποίες συγκεντρώνουν σχεδόν καθημερινά ρεπορτάζ, αναλύσεις και γνώμες που δεν θα βρεθούν στους Times, την Washington Post ή τα περισσότερα κυρίαρχα μέσα. Η μία είναι η Russia’s List, του Τζόνσον. Η άλλη είναι η ιστοσελίδα της Αμερικανικής Επιτροπής για την Συμφωνία Ανατολής – Δύσης (American Committee for East-West Accord), της οποίας ο Κοέν είναι μέλος. Και οι δύο έρχονται στον υπολογιστή σας ύστερα από αίτηση.
Η πρώτη ζητά μια συμβολική δωρεά, αλλά δεν επιμένει σε αυτό. Η δεύτερη είναι δωρεάν. Για αναγνώστες που ανησυχούν για τα διεθνή θέματα, τον νέο ψυχρό πόλεμο ΗΠΑ – Ρωσίας και την ίδια την Αμερική, οι πληροφορίες και οι απόψεις που θα αποκομίσουν από αυτές τις ιστοσελίδες είναι ανεκτίμητες.
Πηγή: The Nation

1 Δεκεμβρίου 2018