Για τα Χριστούγεννα.

 (1) Ανιχνεύοντας την Ιστορία και την ταυτότητα 
του χριστουγεννιάτικου δένδρου…
  (2) «Από τις ρωμαϊκές calendae στα ελληνικά κάλαντα» 
(3) Καλήν εσπέραν άρχοντες.
(4) Χριστουγεννιάτικα έθιμα των Ελλήνων 
στην Αλβανία του Χότζα.
 (5)  Η Γέννηση ως «τομή» με τον «αρχαίο» κόσμο.
 Η γένεση του νοητού Ήλιου της Δικαιοσύνης.
 (6)  Το Σπήλαιον της Γεννήσεως και το σπήλαιον του Πλάτωνα 
  - συμβολισμός και ερμηνεία.
 (7)  6 π.Χ. τα πρώτα Χριστούγεννα!
Ο Ιησούς - που θα γίνει Χριστός όταν μεγαλώσει
 - γεννήθηκε μερικά χρόνια… ”προ Χριστού″! 
(8) Οι αρνητές των Χριστουγέννων.  
 (9) Κατά Νίτσε. Με αφορμή την έκδοση του ''Αντίχριστου''
 (10) Η αρμονία του κόσμου στις ανατολικές θρησκείες.
(11) Αποδείξεις περί της ιστορικότητας του προσώπου του Ιησού
(12) Αντίδοτο στη θρησκευτική α-νοησία.



 1.
Ανιχνεύοντας την Ιστορία και την ταυτότητα 
του χριστουγεννιάτικου δένδρου…

Πολλά έθιμα συνυφασμένα με τη δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων έχουν ριζώσει με διάφορες τοπικές παραλλαγές στον πυρήνα του εθνικού πολιτισμικού μας κεφαλαίου και αναβιώνουν στο πλαίσιο του αγίου Δωδεκαήμερου.

Ειδικότερα, το στολισμένο και φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δένδρο, συνήθως ένα φυσικό ή τεχνητό έλατο, έχει μετουσιωθεί σε αναπόσπαστο οπτικό εφέ στο εσωτερικό των σπιτιών, στις αυλές τους ή στις πλατείες πόλεων και χωριών όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού κόσμου.

Η συνήθεια να στολίζονται δέντρα ή τμήματά τους εντοπίζεται σε όλες τις θρησκείες της αρχαιότητας, αφού η ανθρώπινη ανάγκη του συμβολισμού των αξιών είναι διαχρονική. Την εποχή εκείνη δέντρα τοποθετούνταν μέσα στα σπίτια και οι άνθρωποι τα διακοσμούσαν, για να εξασφαλίσουν καλή σοδειά τον επόμενο χρόνο.

Στα Σατουρνάλια, για παράδειγμα, που ήταν μία γιορτή προς τιμή του Κρόνου (Saturnus), θεού της γονιμότητας, οι Ρωμαίοι στόλιζαν δέντρα με κεριά και άλλα ποικίλματα, όπως βρώσιμα (καρύδια κλπ). Η Ειρεσιώνη (είρος= έριον, μαλλί), επίσης, στην αρχαία Ελλάδα ήταν κλάδος αγριελιάς στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και με τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, κ.λπ.,).

Οι ιδεολογικές και οι ψυχολογικές ρίζες, συνεπώς, της χρήσης του δένδρου ως συμβόλου θρησκευτικού ανάγονται στα παγανιστικά έθιμα του προχριστιανικού κόσμου. Στη χριστιανική θρησκεία σύμφωνα με μία αγγλική παράδοση εισηγητής του δέντρου (έλατου) ως συμβόλου ήταν ο άγιος Βονιφάτιος, Αγγλοσάξονας ιερομόναχος και πρώτος αρχιεπίσκοπος των Γερμανών(8oς αι.).

Την περίοδο εκείνη κήρυττε τον χριστιανισμό στη Φραγκική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τον μύθο στάλθηκε σε αποστολή στη βορειοδυτική Γερμανία, προκειμένου να εκχριστιανίσει τους κατοίκους. Εκείνοι λάτρευαν την αιωνόβια βελανιδιά, πάνω στην οποία πραγματοποιούσαν θυσίες.

Θέλοντας ο άγιος να σηματοδοτήσει την εκπνοή μιας εποχής, άρχισε να την πριονίζει. Τότε ένας δυνατός άνεμος την ξερίζωσε. Το γεγονός αυτό οι Γερμανοί το θεώρησαν ως θαύμα και ασπάστηκαν ομαδικά τον χριστιανισμό. Στη θέση της βελανιδιάς αργότερα φύτρωσε ένα έλατο, το οποίο οι χριστιανοί θεώρησαν σαν το “δέντρο της ζωής”.

Η επιλογή του έλατου ως συμβόλου υποστηρίζεται ότι έγινε από τον άγιο Βονιφάτιο, για να εξαλείψει την ιερότητα που απέδιδε ο λαός στη δρυ (στην προχριστιανική Αγγλία, όπως και στην υπόλοιπη φραγκική Ευρώπη, οι Δρυίδες στόλιζαν με φρούτα και κεριά βελανιδιές προς τιμή των θεών τους).

Στους Γερμανούς αποδίδεται και η έναρξη της παράδοσης του χριστουγεννιάτικου δέντρου στη σημερινή της μορφή. Στις αρχές του 16ου αιώνα συγκέρασαν δύο έθιμα. Το πρώτο ήταν το “δέντρο του Παραδείσου”, ένα έλατο διακοσμημένο με μήλα, που συμβόλιζε το “Δέντρο της Γνώσης” στον Κήπο της Εδέμ.

Το δεύτερο έθιμο ήταν το “Φως των Χριστουγέννων”, ένα μικρό πλαίσιο πυραμιδοειδούς σχήματος πεποικιλμένο με γυάλινες σφαίρες, χρυσόχαρτο και ένα κερί στην κορυφή, που παρέπεμπε στη γέννηση του Χριστού.

O αείμνηστος καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας Κώστας Καλοκύρης, όμως, έχει υποστηρίξει ότι το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου έχει ανατολίτικη, βυζαντινή προέλευση, επικαλούμενος στοιχεία από τον εσωτερικό διάκοσμο ορθόδοξων Ναών.

Την άποψή του, πιο συγκεκριμένα, τη θεμελιώνει σε ένα συριακό χειρόγραφο του Βρετανικού Μουσείου. Το κείμενο αναφέρεται σε Ναό πού οικοδόμησε το 512 ο Αναστάσιος ο Α΄ στο Tur Abdyn της βόρειας Συρίας.

Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας πρόσφερε ως αναθήματα και δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα διακοσμημένα με διάφορα μεταλλικά αντικείμενα και τοποθετημένα εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης.

Επίσης, ο ερευνητής αναφέρεται και σε δύο έμμετρα κείμενα(πανηγυρικές ωδές) του Παύλου Σιλεντιάριου, ποιητή και αυλικού του Ιουστινιανού (6ος αι.) «Έκφρασις της Αγίας Σοφίας Κων/πόλεως» και Έκφρασις του άμβωνος της Αγίας Σοφίας Κων/πόλεως» όπου περιγράφονται πυρσόμορφα φωταγωγημένα μεταλλικά δένδρα εγκατεστημένα στο επιστύλιο του τέμπλου του περικαλλούς Ναού όμοια με κυπαρίσσια.

Επιπλέον, ο ακαδημαϊκός Φαίδων Κουκουλές σημειώνει ότι τα Χριστούγεννα «κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής».

Η ανάμνηση αυτού του βυζαντινού χριστουγεννιάτικου στολισμού παρατηρείται στα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψηλή μου Δενδρολιβανιά». Το έθιμο αυτό πιθανόν να διαδόθηκε στις δυτικοευρωπαϊκές χριστιανικές χώρες, όπου τα κλαδιά του έλατου, τα οποία μοιάζουν με εκείνα του δενδρολίβανου, ενδεχομένως ν’ αποτέλεσαν το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς οι Έλληνες το λησμόνησαν. Οι Δυτικοί, αντίθετα, εξακολούθησαν να διατηρούν το διακοσμημένο έλατο. Τον 19ο αιώνα το έθιμο μεταφυτεύτηκε από μετανάστες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο διακοσμήθηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο με κεριά, με παιχνίδια και με επιχρυσωμένα κουκουνάρια στα ανάκτορα του Βαυαρού μονάρχη Όθωνα στο Ναύπλιο το 1833 και έπειτα στην Αθήνα, την καινούρια πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους.

Σταδιακά και κυρίως ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το έθιμο του έλατου με τις πολύχρωμες μπάλες εδραιώνεται στα περισσότερα ελληνικά σπίτια, εκτοπίζοντας πολλές φορές την προϋπάρχουσα ελληνική παράδοση του χριστόξυλου ή δωδεκαμερίτη ή σκαρκάνζαλου.

Πρόκειται για ένα μεγάλο, γερό κούτσουρο από πεύκο, αχλαδιά, αγριοκερασιά ή ελιά κυρίως που οι νοικοκυραίοι τοποθετούν στο τζάκι και καίει ολόκληρο το δωδεκαήμερο, από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα. Κατά τη λαϊκή αντίληψη έτσι ζεσταίνεται ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ και η στάχτη των ξύλων προφυλάσσει το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.

Στις μέρες μας, πλέον, το χριστουγεννιάτικο έλατο αποτελεί, μαζί με τη διεθνή λαογραφική μορφή του άη-Βασίλη (santa claus), απαραίτητο αξεσουάρ των εορτών. Έχει παγιωθεί ως παγκόσμιο σύμβολο της εορτής της Γεννήσεως του Θεανθρώπου.

Παράλληλα, έχει μετατοπιστεί η προσοχή μας από τον ενσαρκωθέντα Κύριο της Βηθλεέμ στην επιβλητική διακόσμηση του δένδρου και τη φωταγώγησή του, επενδυμένη πολλές φορές και με ειδική, ”ψυχαγωγική” τελετή η οποία ουδεμία σχέση έχει με την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση.

Έχουμε, με άλλα λόγια, λησμονήσει ότι, αν δεν έχουμε τα Χριστούγεννα μέσα στην ψυχή μας δεν πρόκειται να τα ανακαλύψουμε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Το διαδίκτυο κατακλύζεται από ηλεκτρονικές διευθύνσεις με πληροφορίες για αγορά χριστουγεννιάτικου δένδρου, φυσικού ή τεχνητού.

Στις ΗΠΑ, τη μητρόπολη της εμπορευματοποίησης των αξιών, υπάρχουν και αγροκτήματα που καλλιεργούν έλατα προς πώληση κατά την εορταστική περίοδο. Έχει ιδρυθεί ακόμη και ο Εθνικός Οργανισμός Χριστουγεννιάτικου Δέντρου (National Christmas Tree Association) ο οποίος παρέχει πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή και τη διάθεση των δέντρων, τους τύπους έλατου που υπάρχουν στις ΗΠΑ, τον τρόπο με τον οποίο μπορούν τα έλατα να αποβούν ωφέλιμα στο περιβάλλον μετά την εορτή κ.λπ.

Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τη διδασκαλία της ορθόδοξης Εκκλησίας το χριστουγεννιάτικο δένδρο, ανεξάρτητα από την ”εθνική του προέλευση”, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ξύλο του Σταυρού, που παραλληλίζεται με το ξύλο του Παραδείσου.

Ο Σταυρός μάς υπενθυμίζει την αδιάπτωτη αγάπη του Θεού. Υπογραμμίζει την αλήθεια ότι ο ενσαρκωθείς Χριστός είναι το ξύλο της ζωής και ότι δε ζούμε, ούτε εκπληρώνουμε τον υπαρξιακό μας σκοπό, αν δε γευθούμε αυτό το ξύλο, “το παρεκτικόν ζωής”, αναβαίνοντας στον ακανθώδη δρόμο της πνευματικής τελειώσεως.

  Βασίλειος Κουδούνης ,
 Ιστορικός- Φιλόλογος, MEd.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Καλοκύρης, Κ. (2001), “Το δένδρο των Χριστουγέννων. Η φάτνη και ο αστέρας της Βηθλεέμ” , Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 3η έκδ.

Κουκουλές, Φ. (1955), «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τ. 6, Αθήνα, Παπαζήση.


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
25/12/2018



 2.
«Από τις ρωμαϊκές calendae στα ελληνικά κάλαντα» 

Κάθε χρόνο, όταν φτάνουν τα Χριστούγεννα, χωριά και πόλεις στολίζονται με τα γιορτινά τους και τα παιδιά, άλλα μοναχικά, άλλα σε παρέες, κρατώντας κουδουνιστά τρίγωνα ή μπαγλαμαδάκια, κιθάρες, ακορντεόν, λύρες ή φυσαρμόνικες, ξεχύνονται στους δρόμους, για ν’αναγγείλουν πόρτα-πόρτα το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Χριστού τραγουδώντας τα κάλαντα. Τα Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια, που ψάλλονται εθιμικά την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών, όπως τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανίων, ακόμη και των Βαΐων (του Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνα της Μεγάλης Παρασκευής, που έχουν θρηνητικό χαρακτήρα και ομάδες παιδιών γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν το μοιρολόι «Σήμερα μαύρος ουρανός», γνωστό και ως «Μοιρολόι της Παναγίας».

Στα παλιά χρόνια τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων κρατώντας φαναράκια αναμμένα, άλλα φλογέρα ή φυσαρμόνικα και τραγουδούσαν σαν σε χορωδία. Κύρια παραδοσιακά μουσικά όργανα που συνοδεύουν τα κάλαντα είναι το τρίγωνο, το λαούτο, το νταούλι, η τσαμπούνα, η φλογέρα κ.ά.

Κάλαντα, πίνακας που ζωγράφισε το 1872 ο Νικηφόρος Λύτρας αποτυπώνοντας μια ομάδα παιδιών διαφόρων εθνικοτήτων να λένε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. 

Η ρίζα του εθίμου

Τα κάλαντα είναι αρχαϊκὸ ελληνικὸ και ρωμαϊκό έθιμο, ενώ η λέξη κάλαντα έχει λατινική προέλευση. Η ρίζα τους φαίνεται ότι ξεκινάει απὸ τοὺς «αγερμούς» της αρχαίας Ελλάδας. Οι αγερμοὶ (απὸ τὸ ρήμα ἀγείρω = αθροίζω, μαζεύω) αρχικά ήταν έρανοι για την οικονομικὴ στήριξη ενός πολιτικού ή ζητιανιὰ των φτωχών στα αρχοντικὰ των πλουσίων ή στους ναοὺς που πανηγύριζαν ή θρησκευτική ζητιανιά σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων για τους ναούς και τα μοναστήρια των θηλυκών κυρίως θεοτήτων, όπως της Ρέας, Ειλειθυίας, Κυβέλης, Αρτέμιδος, Ήρας και άλλων.

Κάποια στιγμή πέρασαν από τους θρησκευτικούς στους παιδικούς αγερμούς, σε πράγματα δηλαδή που μάζευαν κάποια παιδιά, τα οποία ανακοίνωναν τις ημερολογιακές αλλαγές. Όπως είναι λογικό, στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν ακριβή ημερολόγια. Το αρχαιότερο ημερολόγιο το έγραψε κατά τον Δ΄ π.Χ. αιώνα ο μαθηματικός και αστρονόμος Εύδοξος ο Κνίδιος, σύγχρονος του Αριστοτέλη, γι΄ αυτὸ και λεγόταν «Ευδόξου Τέχνη». Απὸ την προϊστορικὴ εποχή ο άνθρωπος είχε παρατηρήσει τα τέσσερα κρίσιμα σημεία του έτους, που το χωρίζουν σε τέσσερα τέταρτα (εποχές), δηλαδή τις δύο ισημερίες, εαρινή στις 20 Μαρτίου και φθινοπωρινή στις 22 Σεπτεμβρίου, και τα δύο ηλιοστάσια, το χειμερινή στις 21 Δεκεμβρίου με τη μεγαλύτερη νύχτα της χρονιάς, και το θερινὸ στις 21 Ιουνίου με τη μεγαλύτερη ημέρα της χρονιάς. Τις αλλαγές αυτές τις διαπίστωναν παρατηρώντας το βορειότερο και το νοτιώτερο σημείο της ανατολής και της δύσης του Ηλίου στις οροσειρές του ορίζοντα.

Τις ακριβείς ημερολογιακές αλλαγές του έτους ή και του μηνός τις ανακοίνωναν εκείνοι που ασχολούνταν με τα ημερολόγια και ο απλός λαός τις μάθαινε από μικρά παιδιά, μικροὺς ἀγγελιοφόρους, που μετέφεραν το μήνυμα της χρονικής αλλαγής με αγγελτήρια και ευχετήρια τραγουδάκια και έπαιρναν φιλοδωρήματα. Στην αρχή, που δεν υπήρχε νόμισμα, τα φιλοδωρήματα ήταν ξηροὶ ή λιασμένοι καρποί, αμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σύκα ή τρόφιμα, αυγά, τυρί, κρέας, ψωμιά, κουλούρες, κρασὶ στο ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, αλάτι και διάφορα άλλα καλούδια απὸ το κελλάρι του κάθε σπιτιού. Αργότερα ήταν και νομίσματα μικρής αξίας, όπως οι οβολοὶ.

Τα παιδιά της προϊστορικής εποχής έλεγαν το μήνυμα και τις ευχές κάθε πρωτομηνιά (νεομηνία), όπως μνημονεύει ο συντάκτης του ψευδηροδότειου Βίου του Ομήρου, που γράφει ότι δήθεν ο φτωχὸς και τυφλός Όμηρος παραχειμάζων ἐν τῇ Σάμῳ, ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τὰς οἰκίας τὰς εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανέ τι ἀείδων τὰ ἔπεα τάδε, ἃ καλεῖται εἰρεσιώνη˙ ὡδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων, δηλαδή ο Όμηρος «περνώντας το χειμώνα στη Σάμο κάθε πρώτη του μηνός περνούσε από αρχοντικό σε αρχοντικό, και έπαιρνε κάτι, αφού τραγουδούσε τα λόγια αυτά, τα οποία ονομάζουν ειρεσιώνη. Και τον οδηγούσαν κάθε φορά παιδιά από την περιοχή αυτή, που τραγουδούσαν κι αυτά μαζί του». Ο χαρακτηρισμός των τραγουδιών αυτών ως «ειρεσιώνη» δείχνει την εξέλιξη των αγερμών στο πέρασμα των χρόνων και την ταύτισή τους με την ειρεσιώνη των αρχαίων Ελλήνων.

 Στα χρόνια της «ειρεσιώνης» 

Πίσω από τα κάλαντα, λοιπόν, κρύβεται και το αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη. Η Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον, μαλλί) ήταν ένα κλαδί αγριελιάς (κότινος) στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και κόκκινο μαλλί, πάνω στις οποίες κρεμούσαν τους καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π.), που τους προσέφεραν στα διάφορα σπίτια. Συμβόλιζε την ευφορία και τη γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη, στα Θαργήλια (27 Απριλίου – 26 Μαΐου),  με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς να ευνοήσουν την καρποφορία, και μια το φθινόπωρο, στα Πυανέψια, την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιόνος (Ιανουαρίου), για να ευχαριστήσουν τους θεούς για την συγκομιδή των καρπών. 

Στην αρχαία Ελλάδα, πολλούς αιώνες πριν τη γέννηση του Χριστού, «παίδες αμφιθαλείς» (παιδιά που και οι δυο γονείς τους βρίσκονταν στη ζωή) ξεχύνονταν στους δρόμους δύο φορές το χρόνο με «ειρεσιώνες» στα χέρια, τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι ευχόμενα πλούτο, χαρά και ειρήνη και έπαιρναν ως φιλοδώρημα καρπούς κάθε λογής από το νοικοκύρη ή την κυρά του σπιτιού. Το έθιμο της ειρεσιώνης ήταν έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που έφευγε και παράκληση να συνεχιστεί η γονιμότητα και η ευφορία και το επόμενο έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη). Όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπως κρεμάμε σήμερα τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια. Εκεί θα έμενε μέχρι το επόμενο έτος, όποτε θα καίγονταν σε τελεστική φωτιά, όπως καίμε στις μέρες μας τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια στις φωτιές του Αη-Γιάννη. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από τη θύρα του Ιερού του Απόλλωνα.

Ας δούμε τους επόμενους στίχους, που φέρεται ότι τραγούδησε στη Σάμο, κατά το έθιμο της ειρεσιώνης, ο Όμηρος και μας διασώζει ο Πλούταρχος («Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22»):

Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,
ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί.
Αυταί ανακλίνεσθαι θύραι πλούτος γαρ έσεισι πολλός,
συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία, ειρήνη τ’αγαθή…
Όσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είει κυρβαίη δ’ αεί
κατά καρδόπου έρποι μάζα…

 Δηλαδή:

Ήρθαμε στο αρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
γενναίου με τρανή φωνή και πάντα ευτυχισμένου.
Ανοίξτε πόρτες μόνες σας, ο πλούτος να ‘μπει μέσα,
και με τον πλούτο συντροφιά χαρά και ευτυχία
και η ειρήνη η γλυκιά στο σπίτι να ριζώσει.
Όσα δοχεία έχετε, όλα γεμάτα να ‘ναι
στη σκάφη το ζυμάρι σας πάντοτε να φουσκώνει.

Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου το συναντάμε 
σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:

 Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι.

Επομένως τα κάλαντα με τις αρχαίες ελληνικές ονομασίες τους, αγερμοί,  ειρεσιώνες κ.α. ήταν κοινωνικά και ημερολογιακά άσματα χωρίς κανένα θρησκευτικό χαρακτήρα. Θρησκευτικά στοιχεία, ειδωλολατρικά στην αρχή και χριστιανικά στη συνέχεια, μπήκαν σ᾽ αυτά μόνο σε όψιμα χρόνια.

Από τις calendae στα κάλαντα 

Μέχρι να φτάσουμε από τις αρχαίες ειρεσιώνες στα σημερινά κάλαντα μεσολάβησε μια ιδιαίτερα σημαντική περίοδος για τη σημερινή διαμόρφωση των καλάντων, η οποία τους χάρισε και το όνομα που έχουν σήμερα.

Στα αρχαία ρωμαϊκά χρόνια κάθε μήνας διαρκούσε όσο μία περίοδος περιφοράς της σελήνης γύρω από τη γη (σεληνιακοί μήνες). Στην αρχή κάθε σεληνιακού μήνα οι ρωμαίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν τις λεγόμενες «calendae» καλένδες (υπάρχει και γραφή με k, kalendae), που μεταφράζεται «νουμηνίες» (νέος + μήνας). Η λέξη calendae προέρχεται από τη λατινική φράση calo luna novella, δηλαδή «ανακηρύσσω τη νέα σελήνη», με την οποία ο αρχιερέας του Καπιτωλίου ανάγγελλε τη νεομηνία. Το ρήμα calo είναι συγγενικό με το δικό μας ρήμα «καλώ». Από το calo προέκυψαν οι calendae και από εκεί και τα σημερινά calendar, calendrier και το δικό μας καλεντάρι ( το calendarium των Ρωμαίων ήταν κατάλογος  χρεών μαζί με τόκους και φόρους, που πληρώνονταν την πρώτη κάθε μήνα).

Η πιο εντυπωσιακή από όλες τις γιορτές των ρωμαϊκών νουμηνιών ήταν οι Καλένδες του μήνα Ιανού, δηλαδή του Ιανουαρίου, κατά τις οποίες, πέρα από το γλέντι και την ανταλλαγή των δώρων, οι άρχοντες αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους σε μια πανηγυρική τελετή. Από τις ρωμαϊκές καλένδες πήραν το όνομά τους τα κάλαντα, που αρχικά ήταν η πρώτη μέρα του μήνα, γρήγορα όμως ταυτίστηκαν με την 1η Ιανουαρίου και επομένως με την πρωτοχρονιά (Κάλαντα = πρωτοχρονιά). Σήμερα βέβαια κάλαντα λέγονται τα ευχετήρια τραγούδια, που τραγουδούν τα παιδιά στα σπίτια και στα μαγαζιά όλη την περίοδο των Χριστουγέννων. Ετυμολογικά τουλάχιστον από ‘κει κρατούν τα «κάλαντα».

Από τις καλένδες προέρχεται, εκτός από τα κάλαντα, και η παροιμιακή φράση «παραπέμπω στις (ελληνικές) καλένδες», που τη χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε μιαν ανύπαρκτη ημερομηνία και σημαίνει κάτι που διαρκώς αναβάλλεται και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ποτέ. Γιατί δεν υπήρχαν ελληνικές καλένδες, ενώ ρωμαϊκές υπήρχαν. Για το ρωμαίο της εποχής του Αυγούστου η υπόσχεση «θα σε πληρώσω στις καλένδες» ήταν εντελώς κυριολεκτική, ισοδύναμη με τη δική μας «θα σε πληρώσω την πρώτη του μηνός». Η έκφραση όμως «θα σε πληρώσω στις ελληνικές καλένδες» (ad calendas graecas) έδειχνε μιαν ανύπαρκτη ημερομηνία και ήταν ισοδύναμη με τις δικές μας φράσεις «θα σε πληρώσω στις 30 του Φλεβάρη» ή «το μήνα που δεν έχει Σάββατο».

Τα κάλαντα  

Τα κάλαντα πήραν τη σημερινή τους μορφή στα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Τότε οι χριστιανοί ήθελαν να εξοβελίσουν από τη ζωή τους κάθε τι που θύμιζε το ρωμαϊκό κόσμο, απ’ τον οποίον καταδιώχθηκαν άγρια. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα με διαφορετική νόημα λέξεις που σχετίζονταν με τελετουργίες ειδωλολατρικών ρωμαϊκών εορτών και επέλεγαν να γιορτάζουν τις δικές τους γιορτές σε ημερομηνίες αντιστοίχων ειδωλολατρικών. Επειδή όμως οι προχριστιανικές τελετουργίες είχαν διεισδύσει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων της εποχής των πρώτων ρωμαϊκών χρόνων, η χριστιανική εκκλησία έπρεπε να βρει μια συμβιβαστική λύση. Έτσι, λοιπόν, διατήρησε τα περισσότερα λαοφιλή αρχαία έθιμα, αλλά  με άλλη μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Η λαϊκή παράδοση  από τις αρχαίες καλένδες ήθελε την Πρωτοχρονιά μια μέρα σημαδιακή για την εξέλιξη της χρονιάς και έδωσε στον «Αϊ Βασίλη», που ο θάνατος του συνέπεσε με την Πρώτη του Γενάρη του 379 μ.Χ., όλες εκείνες τις ιδιότητες που ανταποκρίνονταν στους πόθους και τις ανάγκες της.

Οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν στις 30 Δεκεμβρίου την αναγέννηση του Διονύσου, ο οποίος γεννήθηκε από την παρθένο Σεμέλη και σκοτώθηκε από τους τιτάνες. Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή είχε ταυτιστεί με τη γιορτή του Ήλιου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες ο Ήλιος είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ήλιου. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με τη ζωή ενός ανθρώπου, που γεννιόταν κατά τη χειμερινή τροπή του ήλιου, μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε τη Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν το Μάρτιο, την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από τη μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα και ο Ήλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα μέχρι να εξισωθεί με τη νύχτα κατά την Ισημερία το Μάρτιο. Τότε «αλλάζει ο χρόνος», ο Ήλιος νικά το σκοτάδι και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης της φύσης.

Το «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου» αναφέρει μεταξύ άλλων στο λήμμα «κάλανδα»: 

[…] «Το έθιμον ίσως να είναι συνέχεια της περιφοράς της αρχαίας ειρεσιώνης υπό παίδων ή και ένωσις συνηθειών περισσοτέρας της μίας αρχαίων εορτών, διότι οι αποτελούντες τα άδοντα συγκροτήματα περιέρχονται τας οικίας συχνά, κρατούντες ράβδους κεκοσμημένας, όπως περίπου οι αρχαίοι θύρσοι των διονυσιακών εορτών και φανούς πολυχρώμους ή εσωτερικώς φωτιζόμενα ομοιώματα πλοίων, με άνοιγμα απομιμούμενον αστέρα, από όπου μόνον χύνεται το φως κ.λ.π..[…] Φαίνεται πάντως ότι η συνήθεια υφίστατο και προ της βυζαντινής εποχής και ίσως είχε συνδυασθεί η χαρά για την γέννησιν του Σωτήρος, η οποία προ του 4ου αιώνος επανηγυρίζετο την 1ην του έτους, με τας ελπίδας και τας ευχάς του νέου έτους, τας οποίας συνήθιζον οι Ρωμαίοι, και με τον τρόπον του εορτασμού, που ήτο αρχαίος ελληνικός.»[…]

Βυζαντινά Κάλαντα

Στη βυζαντινή περίοδο 

Η συνήθεια διατηρήθηκε και στο Βυζάντιο και δεν υποχώρησε, παρά τις απαγορεύσεις και τις αντιρρήσεις των πατέρων της εκκλησίας, οι οποίοι κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή απέτρεπαν αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλενδών, που είχε καταδικάσει η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ. Και πολλοί Πατριάρχες το απαγόρευαν στους πιστούς, ενώ ο βυζαντινός χρονικογράφος Ιωάννης Τζέτζης, που έζησε τον 12ο αιώνα, αποκαλούσε τους καλαντιστές κάθε πρωτομηνιάς «μηναγύρτες»:

 Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι
και όσοι κατ΄ αρχίμηνον του Ιανουαρίου
και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα
οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων,
………………………………
ούτοι αν πάντες λέγοιντο κυρίως Μηναγύρται.


Τους παρουσιάζει μάλιστα ως γάλλους (= κίναιδους) ιερείς, οι οποίοι έβαζαν πάνω σ᾽ ένα γαϊδούρι το είδωλο της θεάς  Ρέας και περιερχόμενοι στις κώμες τραγουδούσαν τα αρχίμηνα χτυπώντας και τύμπανα (=ντέφια) και ζητιανεύοντας (προσαιτούντες) όσπρια και σιτηρά υπέρ του μοναστηριού τους. Και οι οπαδοί της λατρείας ασπάζονταν το είδωλο και τους έδιναν ένα πιάτο απ᾽ αυτά που ζητούσαν, όπως ακριβώς έκαναν και οι καλόγεροι, που ζητιάνευαν για τα μοναστήρια τους με λείψανα και εικονίσματα αγίων πάνω σ᾽ ένα γαϊδούρι  και μάζευαν παρόμοια προϊόντα ή χρήματα μέχρι τη δεκαετία του 1960.

Οι αντιδράσεις όμως της εκκλησίας στη Βυζαντινή περίοδο δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν φραγμό σε συνήθειες αιώνων και κυρίως στα κάλαντα, που καθιερώθηκαν από το 13ο αιώνα και απέκτησαν σημασία και διαδόθηκαν σαν αναπόσπαστο στοιχείο των γιορταστικών εκδηλώσεων για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Ωστόσο τα Κάλαντα ή Κάλενδοι, όπως ονομάζονταν στο Βυζάντιο, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήταν απλά τραγούδια. Ήταν λαμπρή γιορτή. Μικροί και μεγάλοι χωρισμένοι σε ομάδες γυρνούσαν στα σπίτια και τραγουδούσαν διάφορα εγκωμιαστικά ή και σατιρικά τραγούδια παίρνοντας το ανάλογο φιλοδώρημα από κάθε νοικοκύρη.  Κρατούσαν ραβδιά ή φανάρια ή ομοιώματα πλοίων στολισμένα και συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου.

Κάλαντα, Αθήνα 1960.

Τα κάλαντα στη νεοελληνική παράδοση

Από την Κωνσταντινούπολη και το Βυζάντιο το έθιμο των καλάντων εντάχθηκε στη νεοελληνική παράδοση, πέρασε στην υπόλοιπη Ελλάδα, απλώθηκε και απέκτησε τις διάφορες τοπικές παραλλαγές κρατώντας μέχρι σήμερα. Ομάδες παιδιών ή και ώριμων ανδρών περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν στα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή. Από την περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας μάλιστα καθιερώθηκε το έθιμο της απαγγελίας των καλάντων από τους άνδρες της ανακτορικής φρουράς ενώπιον των Βασιλέων, όπως συνέβαινε και σε άλλους Ευρωπαϊκούς Βασιλικούς Οίκους, όπου είχαν καθιερωθεί παρόμοιες εθιμικές ευχητικές εκδηλώσεις. Έτσι μέχρι σήμερα συνεχίζεται το έθιμο να λέγονται τα κάλαντα όχι μόνο στα σπίτια, αλλά και σε πρόσωπα πολιτικά από ομάδες, συλλόγους, χορωδίες κλπ.

Τα κάλαντα, που ακούμε σήμερα στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας, είναι πολλά και ποικίλα, πανέμορφα και γεμάτα παραλλαγές, αυτοσχεδιασμούς και αποχρώσεις και ποικίλουν ανάλογα με την περιοχή, τα τοπικά ιδιώματα και τα χαρακτηριστικά στοιχεία των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται. Είναι τραγούδια με στίχους, που από τη μια υπενθυμίζουν – αναγγέλλουν-τονίζουν την έλευση κάποιας χαρμόσυνης γιορτής (τη Γέννηση Του Χριστού) και από την άλλη εκφράζουν ευχές σε φίλο ή γείτονα ή άρχοντα και γενικά σε κάθε νοικοκύρη, που επισκέπτονται ή συναντούν οι καλαντάρηδες, και στα μέλη της οικογένειάς του,  την «κυρά» (= σύζυγο), το γιο ή τη θυγατέρα.

Παρόλο όμως που διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή, έχουν μια «τυπική» δομή: το πρώτο μέρος τους αναφέρεται στην εορτή, το δεύτερο εγκωμιάζει το σπίτι στο οποίο ψάλλονται και καθένα από τα μέλη της οικογένειας, και το τρίτο παραινεί τους οικοδεσπότες σε φιλοδώρημα προς τους καλαντιστές. Ξεκινούν δηλαδή με χαιρετισμό και στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Το τραγούδι κλείνει με ευχαριστίες για το φιλοδώρημα ή με αποδοκιμασία και σκωπτικά σχόλια για τον οικοδεσπότη, που θα αρνηθεί να «φιλέψει» τους τραγουδιστές.

Πολλά από τα κάλαντα έχουν λόγιο ύφος και βασίζονται σε εκκλησιαστικούς ύμνους, όπως τους διαμόρφωσαν σε κάλαντα κατά τη Βυζαντινή περίοδο σημαντικοί λόγιοι, που ανέλαβαν να δημιουργήσουν κάλαντα με καθαρά χριστολογικό περιεχόμενο, όπως τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς Εις αυτό το Νέο Έτος, Βασιλείου εορτή, ήρθα να σας χαιρετίσω με την πρέπουσα αυτή…, που τραγουδάνε στην Κάλυμνο, ή τα βυζαντινά κάλαντα των Φώτων από της Ερήμου ο Πρόδρομος, ήλθε του βαπτίσαι τον Κύριον, Βασιλέα πάντων εβάπτισεν, εις τον Ιορδάνην ο Πρόδρομος….

Την παράδοση συνέχισε ο απλός λαός, που δημιούργησε στιχουργικά αριστουργήματα με το ανεπιτήδευτο, αλλά γοητευτικό και πρωτότυπο ύφος του, όπως τα κάλαντα των Χριστουγέννων της Θράκης Χριστός γεννιέται σα νιο φεγγάρι, σα νιο φεγγάρι σαν παλληκάρι. Χριστός γεννιέται χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο στην οικουμένη… ή τα κάλαντα Πρωτοχρονιάς των Φούρνων Ικαρίας Άγιος Βασίλης έρχεται ‘πο πίσ’ απ’ το Καμάρι, βαστάει μυτζήθρες και τυριά, βαστάει κι ένα κυνάρι…

 Πέρα μάλιστα από τα καθαρά «λόγια» κάλαντα (π.χ. «Καλήν ημέραν άρχοντες…») ή τα «λαϊκότερα» («Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη χαρά στον κόσμο..»), υπάρχουν τα «λαϊκά» κάλαντα, που είναι αυτοσχέδια ευχετήρια τραγούδια προς τους νοικοκύρηδες και το σπιτικό, ανάλογα με τις ιδιότητες και τις ανάγκες τους (π.χ. «Σ’αυτό το σπίτι πού’ρθαμε, πέτρα να μη ραΐσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει…»).

Πολλές φορές όμως παρατηρούμε ότι η αναφορά στον άγιο ή στην εορτή ανακατεύεται με ευχές των καλαντιστών στα μέλη της οικογένειας και μάλιστα στα ανύπαντρα παλικάρια και κορίτσια για έναν καλό έρωτα ή γάμο. Μερικές φορές μάλιστα είναι και άμεση ερωτική πρόταση, γιατί τα κάλαντα ήταν κάποτε και ευκαιρία καντάδας καμουφλαρισμένης ανάμεσα στους στίχους των εγκωμίων του αγίου της ημέρας. Παρόμοια περίπτωση αποτελούν τα σημερινά κάλαντα της πρωτοχρονιάς που, αν κάποιος τα ακούσει προσεκτικά, δε βγάζει σαφές νόημα από τα λεγόμενά τους, γιατί συνδέονται με μια ρομαντική ιστορία, που μας πάει πίσω στη βυζαντινή αυτοκρατορία.

Στη βυζαντινή εποχή οι φτωχοί και χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες παρά μόνο σε γιορτές, όπου μπορούσαν να τους απευθύνουν ευχές. Ένα φτωχό παλικάρι, λοιπόν, εκείνη την εποχή είχε ερωτευθεί σφοδρά μια κόρη αυτοκρατορικής οικογένειας, ψηλή, όμορφη και γλυκιά, που κυκλοφορούσε φορώντας ένα από τα συνηθισμένα ψηλά καπέλα της εποχής. Επειδή δεν είχε άλλο τρόπο να της εκφράσει τον έρωτά του, σκέφτηκε να πάει την Πρωτοχρονιά να τις πει τις ευχές του για το νέο έτος, αλλά να τροποποιήσει το ποιηματάκι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη γίνει αντιληπτός από τους άλλους.

Σε κάθε στίχο από τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς παρενέβαλλε και ένα στιχάκι δικό του, το οποίο θα απευθυνόταν στην κοπέλα, όπως διαπιστώνουμε, αν εξετάσουμε προσεκτικά το περιεχόμενό τους [σε αγκύλες οι ενδιάμεσοι στίχοι, που απευθύνονται στην καλή του].

 Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
[ψιλή μου δεντρολιβανιά]
Κι αρχή καλός μας χρόνος
[εκκλησιά με τ’ άγιο θόλος]
Άγιος Βασίλης έρχεται
[και δε μας καταδέχεται]
από την Καισαρεία
[συ σ’ αρχόντισσα κυρία]
Βαστάει πένα και χαρτί
[Ζαχαροκάντυο ζυμωτή]
Χαρτί χαρτί και καλαμάρι
[δες και με το παλικάρι]

Όπως διαπιστώνουμε, την αποκαλεί ψηλή σαν δεντρολιβανιά, την παρομοιάζει με Εκκλησιά με το Άγιο Θόλος (θόλος εκκλησίας), επειδή φορούσε ψηλό καπέλο με τούλι στην κορυφή, της λέει ότι δεν τον καταδέχεται, γιατί είναι αρχόντισσα κυρία, την αποκαλεί ζαχαροκάντυο ζυμωτή, δηλαδή γλυκιά σαν κάποιο παραδοσιακό γλύκισμα, και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά (δες και με το παλικάρι!). Αυτό το βυζαντινό τραγουδάκι έμεινε ως τις μέρες μας ως παράδοση που διατηρήθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά η ιστορία ξεχάστηκε στα βάθη των αιώνων. Έτσι λοιπόν μια ιστορία αγάπης έγινε τραγούδι και για αιώνες τα παιδιά το τραγουδάνε κάθε Πρωτοχρονιά παίρνοντας τον μποναμά τους.

  Ρηγόπουλος Ρήγας, Κάλαντα στο Άργος.

Η τάση αυτή της ανάμειξης των λόγιων βυζαντινών στίχων με θρησκευτικό περιεχόμενο και των αυτοσχέδιων λαϊκών στιχουργημάτων απλών ανθρώπων επιβεβαιώνει τη σύνδεση των καλάντων με τους ιστορικούς προγόνους τους, τους αγερμούς, την ειρεσιώνη και τις καλένδες. Έχουμε δηλαδή μια σύνθεση των παλιών στιχουργημάτων με κοινωνικό περιεχόμενο και των εκκλησιαστικών ύμνων, που έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο. Εξηγεί επίσης και τη γλώσσα, στην οποία είναι γραμμένα τα κάλαντα, αφού η έκφρασή τους ακολούθησε την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας από την καθαρεύουσα, που δηλώνει την άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους, στην απλή δημοτική γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών. Πρόκειται επομένως για τραγούδια φτιαγμένα από λόγιους ή ποιητές, αλλά και από τον ίδιο το λαό μας, τραγούδια φτιαγμένα από απλούς ανθρώπους, που πολλές φορές οι στίχοι τους συναγωνίζονται και τους πιο φροντισμένους στίχους ποιημάτων και φανερώνουν την ποιητική ψυχή του λαού μας.

Ο λόγος που το έθιμο αυτό επιβιώνει μέχρι σήμερα είναι γιατί πρώτα – πρώτα θεωρείται μια πράξη τελετουργική, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία. Για τα παιδιά όμως που τα τραγουδούν κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα είτε σε προϊόντα. Η ανταμοιβή για τις ευχές, το «φίλεμα», στο παρελθόν ήταν σε είδος: γλυκά, ξηροί καρποί, αυγά, στάρι, λάδι, κουλούρες ειδικά φτιαγμένες για την περίσταση. Αργότερα καθιερώθηκε να δίνονται χρήματα. Για να συγκινήσουν το νοικοκύρη και να δώσει μεγάλα φιλοδωρήματα, οι καλαντάρηδες λένε και πάρα πολλά παινέματα, χαρακτηρισμούς (αφέντη, πρωταφέντη, άρχοντα) τόσο για τον ίδιο όσο και για τα άλλα μέλη της οικογένειάς του και με στίχους εκπληκτικής ομορφιάς και γεμάτους από ωραίες εικόνες. Πολλές φορές, όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή ήταν ευτελές, τα παιδιά συνέχιζαν να λένε με πολύ δυνατή φωνή έξω από το σπίτι δίστιχα σκωπτικά, ειρωνικά και περιπαιχτικά,  που έχουν τη ρίζα τους στο έθιμο της αρχαίας “ειρεσιώνης,” όπως:

 Αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες.
Άλλες γεννούν άλλες κλωσσούν κι’ άλλες αυγά μαζώνουν…
Εσέ Κυρά η ομορφιά, γρήγορα να σ’ αφήσει…
Την κόρη σου την όμορφη βάλτηνε στο ζεμπίλι
και κράτησέ την αψηλά να μη τη φαν’ οι ψύλλοι…

Κύριος σκοπός των καλαντιστών ωστόσο ήταν και είναι πάντοτε η παρέα, η συνεύρεση με την παρέα. Γι’ αυτό οι καλαντιστές δεν εισπράττουν ξεχωριστά τα φιλοδωρήματά τους, αλλά έχουν ταμείο κοινό και στο τέλος ακολουθεί η μοιρασιά. Αυτή η μοιρασιά, τα κοινά γλέντια, η κοινή διασκέδαση της παρέας είναι η μεγαλύτερη χαρά των καλαντιστών. Εξίσου σημαντική είναι και η επικοινωνία, όχι μονάχα με την παρέα, αλλά και με τα άλλα μέλη της κοινότητας, με τα οποία είναι γνώριμοι και δεμένοι οι καλαντιστές. Γι’ αυτό και παλαιότερα έλεγαν στο κάθε σπιτικό και άλλα λόγια, άλλα για τον παπά, άλλα για τον μορφωμένο, άλλα για το σπίτι που έχει ανύπαντρο κορίτσι ή ξενιτεμένο ή μικρό παιδί, κάτι  που προϋποθέτει το δέσιμο των μελών της κοινότητας μεταξύ τους. Τα κάλαντα χάνουν το νόημά τους, όταν χάνεται αυτή η προσωπική σχέση του καλαντιστή με το νοικοκύρη.

Έθιμο σχετικό με τα κάλαντα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είναι και οι μεταμφιέσεις. Σκοπός τους είναι ο εξευμενισμός κάποιων υπερφυσικών δυνάμεων, που πίστευαν κυρίως οι παλιοί ότι καθόριζαν τις μοίρες των ανθρώπων. Οι μεταμφιεσμένοι, που συνήθως παίρνουν τη μορφή άγριων ζώων ή αγροίκων πολεμιστών ή άλλων προσώπων, όπως γαμπρός, νύφη, αράπης, γιατρός, καπετάνιος, «αλής», «καλικάντζαρος» κ.α. περιφέρονται ανά ομάδες συνοδεύοντας τους νεαρούς καλαντιστές και τραγουδώντας μαζί τους. Οι πιο γνωστές ομάδες μεταμφιεσμένων με δέρματα ζώων είναι τα «ρογκάτσια» ή «ρογκατσάρια» (ρογκάτσια=προβιές) της Μακεδονίας και Θεσσαλίας, οι «Μπαμπαλιάρηδες» της Θράκης (μπάμπαλο=κουρέλι), οι «Μωμόγεροι» του Πόντου κ.α. Οι άνθρωποι από την αρχαιότητα, για να εξευμενίσουν αυτές τις ψυχές, ετοίμαζαν ως προσφορά «μελιτόεσσες», μικρές μελόπιτες, που πιθανότατα είναι οι πρόγονοι των «μελομακάρονων».

Χαρακτηριστικό στοιχείο μεταμφίεσης είναι και το ραβδί που χρησιμοποιούν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας οι καλαντιστές, απόρροια κι αυτό της «ειρεσιώνης» ή και των ράβδων των ποιμένων της Βίβλου. Πέραν όμως απ’ το συμβολισμό τους τα ραβδιά αυτά χρησίμευαν στα παιδιά και ως αμυντικό όπλο για τα σκυλιά, που θα έβρισκαν στο δρόμο τους…

Βιβλιογραφία 

Βαρβούνη Γ. Μ., «Μελετήματα Ελληνικής Λαογραφίας» , εκδ. Σπανίδης, 2007.
Βρετάκου Φίλιππου, «Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των», Αθήνα, 1980.
Θεοδοσίου Σ. – Δανέζη Μ., «Ο κύκλος του χρόνου, αστρονομία και μυστηριακές Λατρείες», εκδ. Δίαυλος.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
Liddell/Scott, Μέγα Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας,
Λουκάτου Δ., «Χριστουγεννιάτικα και των εορτών»
Μέγα Α. Γ., «Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004.
Μερακλή Μ., «Ελληνική Λαογραφία», εκδ. Οδυσσέας, 2004.
Παπαθανάση – Μουσιοπούλου Καλ., «Λαογραφικά Θράκης Α΄», 1979.
Περιοδικό «Τερπνή», Τα Κάλαντα στην Αρχαία Ελλάδα,  μελέτη , φ. 42 – 44 (2001 – 02).
Πολίτη Ν., «Παραδόσεις Α&Β», Αθήνα 1994.

Φιλόλογος – Συγγραφέας

Σχετικά θέματα:

Έτος 1 μ.Χ. Μ. I. Finley, από το Aspects of Antiquity-Discoveries and Controversies.
Έτος ένα – Η καθημερινή ζωή στη Ρώμη και στον κόσμο, Ελένη Ζυμή – Δρ Κλασικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Οξφόρδης.
Η γέννηση του Ιησού – «Βρέφος Κείμενον εν Φάτνη», Δημήτρης Μπεκριδάκης, θεολόγος – Θρησκειολόγος.
Ηρώδης ο Μέγας (73 – 4 π.Χ.) – Η σφαγή των νηπίων κατά την Καινή Διαθήκη, Γεώργιος  Πατρώνος, Ομότιμος καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το χριστόξυλο στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, Αλέξης Τότσικας, Φιλόλογος – Συγγραφέας

ΠΗΓΗ
16/12/2013


 3.
Καλήν εσπέραν άρχοντες.

Χιλιάδες είναι τα έθιμα που αναβιώνουν την περίοδο των γιορτών, το αποκαλούμενο Δωδεκαήμερο, αρχής γενομένης από τα κάλαντα της παραμονής των Χριστουγέννων. Με ρίζες στην αρχαιότητα, οι τελετουργικές αυτές συνήθειες γεμίζουν χαρές μικρούς και μεγάλους, τις προσμένουν όλοι με λαχτάρα και ίσως είναι οι μοναδικές επαναλαμβανόμενες πολιτισμικές αναφορές που δεν κουράζουν.

Ο λόγος είναι ότι κρατούν από πολύ παλιά και αγγίζουν αρχετυπικές ανάγκες. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των εθίμων η  σηματοδότηση της γιορτής, της έναρξης του καινούργιου και ο ευχετικός εξευμενισμός του άγνωστου «αύριο».

Συνυφασμένα με την Άνοιξη, ανάγονται άλλωστε στα αρχαία «χελιδονίσματα» που ψάλλονταν τον Μάρτιο, τα κάλαντα φέρνουν μαζί τους την νίκη τους φωτός επί του σκότους, της ημέρας επί της νύχτας, συνοδεύοντας την αναγέννηση της φύσης.

Με ένα κλαδί «απού κρανιά»

«Αν και ήταν ταυτισμένα με την αρχή της άνοιξης εμπεριέχουν επίσης όπως και στις μέρες μας ευχετικούς στίχους για την καλοχρονιά, έχουν σχέση για τον νοικοκύρη, τα μέλη της οικογένειας», κατά την λαογράφο του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη», Σταυρούλα Πισιμίση.

Εξηγώντας την προέλευση, τον χρονολογικό προσδιορισμό και την μορφή που έχουν πάρει σήμερα ανά την Ελλάδα τα κάλαντα του Δωδεκαημέρου η κ. Πισιμίση σημειώνει: «Τα πράγματα αλλάζουν για πρώτη φορά το  153  πΧ, όταν οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους άρχισαν να αναλαμβάνουν το αξίωμά τους την 1η Ιανουαρίου. Από τότε η ημέρα αυτή άρχισε να θεωρείται ως αρχή του έτους. Οι Χριστιανοί όμως δεν γιόρταζαν την 1η αλλά την 6η Ιανουαρίου, που ήταν η βάπτιση του Χριστού. Το 354 μΧ στα μέσα του 4ου αιώνα διαχωρίστηκε στη Ρώμη η γιορτή γεννήσεως του Χριστού κι έγινε στις 25 Δεκεμβρίου. Έτσι καθιερώθηκε ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου και η 1η Ιανουαρίου ως η πρώτη μέρας της νέας χρονιάς».

Γέννημα της εναλλαγής των εποχών και του καθοριστικού ρόλου αυτής της εναλλαγής στην αγροτική ζωή, τα κάλαντα, γνωστά και ως «καλιάντασμα», αν και διατηρούν  παντού έναν βασικό ευχετικό κορμό για το νοικοκυριό,  διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή. Και δεν θα μπορούσε να είναι να είναι διαφορετικά, αφού σε αυτό το διαχρονικό πολιτισμικό δρώμενο, ενσωματώνονται οι ιδιαιτερότητες κάθε τόπου.

Παντού ωστόσο είναι έντονη η παρουσία της φύσης, αφού η παράδοση ήθελε για αιώνες τα παιδιά της υπαίθρου να κρατούν ένα χλωρό κλαδί από κρανιά ή άλλο δένδρο με το οποίο χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών όπου πήγαιναν να τραγουδήσουν τα κάλαντα.

Τα Χριστόξυλα και το πάντρεμα της φωτιάς

Το ξύλο, όπως και η φωτιά, συνδέεται όμως και με πολλά έθιμα των Χριστουγέννων σε όλη την Ελλάδα. Στα χωριά της Μακεδονίας, μέρες πριν, ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού έπρεπε να φέρει από τα χωράφια έναν μεγάλο ξύλο, το οποίο καιγόταν στο τζάκι από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα.

Το άναμμα του Χριστόξυλου γίνονταν την παραμονή, αφού προηγουμένως η νοικοκυρά είχε καθαρίσει καλά το τζάκι από την παλιά στάχτη.  Κι αυτό γιατί πίστευαν ότι η στάχτη του Χριστόξυλου προστάτευε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.

Στα χωριά της Έδεσσας, με το έθιμο του «παντρέματος της φωτιάς» οι κάτοικοι μάντευαν τα μελλούμενα, την παραμονή των  Χριστουγέννων. Έπαιρναν ένα ξύλο από δέντρο με θηλυκό όνομα, όπως η κερασιά, και ένα με αρσενικό και συνήθως με αγκάθια, όπως ο βάτος και τα έκαιγαν μαζί στο τζάκι. Από τον κρότο και την φλόγα τους οι κάτοικοι έκαναν τις προβλέψεις τους για τον καιρό και την σοδειά τους, τις δύο σημαντικότερες παραμέτρου για την επιβίωσή τους στην ύπαιθρο.

Το αναμμένο πουρνάρι

Στην Θεσσαλία πάλι, όταν τα κορίτσια επέστρεφαν από την εκκλησία την ημέρα των Χριστουγέννων, έβαζαν δίπλα στο τζάκι κλαδιά από κέδρο. Αντίθετα  τα αγόρια έβαζαν κλασιά αγριοκερασιάς. Και τα δύο όμως συμβόλιζαν τις επιθυμίες τους και αυτό που θα καίγονταν πρώτο έδειχνε και ποιος θα παντρευτεί πρώτος.

Αναμμένο πουρνάρι κρατούσαν όμως και στα χωριά της Άρτας όσοι πήγαιναν το βράδυ των Χριστουγέννων να ευχηθούν στους γείτονές τους. Το πουρνάρι αυτό το άναβαν στον δρόμο, συμβολίζοντας τα πρώτα πουρνάρια που άναψαν οι βοσκοί το βράδυ της Γέννησης, όταν πήγαν να προσκυνήσουν τον Χριστό.

Το ίδιο έθιμο επιβιώνει και στα χωριά των Ιωαννίνων, όπου όμως αντί για κλαδιά κρατούν μια χούφτα δαφνόφυλλα ή φύλλα από πουρνάρι, που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπουν στο σπίτι που επισκέπτονται. Την ώρα δε που αυτά καίγονται δίνουν τις ευχές τους για «πολλά αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς».

Σε άλλα μέρη πάλι, κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες χριστουγεννιάτικα στεφάνια, που κατά την παράδοση φέρνουν τύχη στο σπιτικό. Καλού-κακού σε κάποια μέρη βάζουν και μια πλεξούδα από σκόρδα, πάνω στην οποία καρφώνουν γαριφαλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που επιβουλεύεται την ευτυχία των ενοίκων.

Σύνταξη SLpress.gr

 24 Δεκεμβρίου 2018 


4.
Χριστουγεννιάτικα έθιμα των Ελλήνων 
στην Αλβανία του Χότζα.

Ο Ιωσήφ Στάλιν προσπαθούσε να συγκρατεί τον Ενβέρ Χότζα στον πόλεμο που είχε εξαπολύσει κατά της Εκκλησίας και του θρησκευτικού αισθήματος με την άνοδό του στην εξουσία το 1944. Σε μία συνάντησή τους στη Μόσχα, ο Στάλιν του συνέστησε: «Μην παίρνεις μέτρα. Η θρησκεία έχει βαθιές ρίζες στη συνείδηση και την ψυχολογία του λαού, θα έχεις προβλήματα». Στο βιβλίο του «Με τον Στάλιν», ο Αλβανός δικτάτορας θυμάται: «Έχεις πολλούς Χριστιανούς; με ρώτησε ο Στάλιν. Να μη φοβάσαι τους ορθόδοξους, δεν είναι φανατικοί, να φοβάσαι τους καθολικούς γιατί έχουν πίσω τους το Βατικανό».

Παρά ταύτα, το έτος 1967, ενώ ο Στάλιν δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή για να τον «συνετίσει», ο Χότζα κηρύττει την Αλβανία το πρώτο «αθεϊστικό κράτος» στον κόσμο και δια νόμου απαγορεύει κάθε «φασιστική, θρησκευτική, πολεμοκάπηλη, αντισοσιαλιστική δραστηριότητα και προπαγάνδα». Ιερείς ξυρίζονται, απεκδύονται τα ράσα, όσοι δεν συμμορφώνονται συλλαμβάνονται, βασανίζονται, εκτελούνται. Ναοί και μονές καταστρέφονται όταν δεν αλλάζουν χρήση, πιστοί διώκονται κατά την τέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων και εθίμων.

Μέχρι το 1990, την πτώση δηλαδή του καθεστώτος, οι Έλληνες της Νοτίου Αλβανίας, τα μέλη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας τιμούσαν εν κρυπτώ ή με ευφάνταστες παραλλαγές την ορθόδοξη θρησκευτική τους πίστη.


Χειμάρρα

«Στη Χειμάρρα, η λέξη «σ(τ)ρίνα» ακουγόταν πριν το ’90 την περίοδο των εορτών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Η χρήση της ατόνησε με τη μαζική φυγή των Χειμαρραίων τη δεκαετία του ’90 και την εισαγωγή των ελλαδικών εθίμων. Οι ρίζες της στρίνας ανάγονται στην Βυζαντινή περίοδο και συνδέονται με τους καλαντιστές και το νόμισμα που ελάμβαναν ως δώρο. Η στρίνα σαν λέξη αλλά και σαν παράδοση δείχνει πόσο ισχυρές είναι οι ρίζες ενός λαού και πως μπορούν να εγγυηθούν την επιβίωσή του ακόμη και όταν όλα τα κλαδιά κόβονται βίαια.

Παρά το γεγονός, ότι κανένα παιδί που μεγάλωσε στη Χειμάρρα τις τελευταίες δεκαετίες του κομμουνιστικού καθεστώτος δεν είπε ποτέ τα κάλαντα πριν το 1990 αφού απαγορευόταν, η παράδοση διασώθηκε μέσω της στρίνας που ήταν τα χρήματα που οι συγγενείς, προσέφεραν στα μικρά παιδιά μαζί με τις ευχές για το νέο έτος. Η πρακτική αυτή ήταν μια ήπια πράξη αντίστασης αντίστοιχη με το βάψιμο των αβγών το Πάσχα, του οποίου ο εορτασμός επίσης απαγορευόταν. Οι Χειμαρραίοι μέσω της στρίνας τηρούσαν ένα χριστουγεννιάτικο έθιμο χωρίς να μπαίνουν στο μάτι του καθεστώτος. Ένας αόρατος δεσμός με την ιστορία και την ιδιαίτερη παράδοσή τους.

Στο χειμαρριώτικο ιδίωμα ακούγεται «σρίνα» αφού η απαλοιφή στον προφορικό λόγο του δεύτερου άηχου συμφώνου είναι σχεδόν κανόνας σε αυτά τα συμφωνικά συμπλέγματα: σ(τ)όμα, σ(τ)ρατός κλπ». Πράγματι, Στρίνα ονομάζονται τα κάλαντα της ελληνόφωνης Κάτω Ιταλίας, εκεί που τα Χριστούγεννα ψάλλουν «Ήρθαμε να σας φέρμε την αστρίνα». Στην περιοχή της Χειμάρρας αντί για την παραδοσιακή Βασιλόπιτα την Πρωτοχρονιά ετοίμαζαν λουκουμάδες, τοποθετώντας σε έναν από αυτούς νόμισμα.

Δερόπολη Αργυροκάστρου

Στη Δρόπολη τα παιδιά έκαναν επισκέψεις σε σπίτια απλώς για να λάβουν ως κέρασμα κάποιο σπιτικό γλυκό ή πορτοκάλια. Η Βασιλόπιτα γινόταν με φύλλο, κρεμμύδια και κοτόπουλο ή χοιρινό κρέας, κάτι σαν μπουγάτσα. Την ίδια Βασιλόπιτα κάνουν και σε ορισμένα βλάχικα χωριά στην Ελλάδα.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι οικογένειες μαζεύονταν γύρω από το τζάκι αφού προηγουμένως είχαν ανάψει δυνατή φωτιά. Ο πρεσβύτερος, που ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις ο παππούς, έπαιρνε το «κοφτανέτσι», ένα είδος φυτού με αγκάθια και έριχνε με τη σειρά από ένα φύλλο να καεί σε μια πυρακτωμένη μαυρόπλακα, ονοματίζοντας κάθε μέλος του σπιτιού. Αν το φύλλο έτριζε και πηδούσε προς τα πάνω, αυτό σήμαινε ότι το νέο έτος για το συγκεκριμένο μέλος θα ήταν τυχερό. Στο τέλος έριχναν όλο το «κοφτανέτσι» στη φωτιά. Την Πρωτοχρονιά πραγματοποιούνταν επισκέψεις σε συγγενείς, στο σπίτι των οποίων όφειλαν να μπουν με το δεξί πόδι για να τους πάνε όλα «δέξα».

Άγιοι Σαράντα, Βούρκος

Στους Αγίους Σαράντα και την ευρύτερη περιοχή του Βούρκου τηρούνταν κρυφά τα έθιμα του φύλλου της ελιάς, -που ήταν μία παραλλαγή του κοφτανέτσι-, του ποδαρικού και της Βασιλόπιτας.

«Τα παιδιά πηγαίναμε σε σπίτια συγγενών και γειτόνων για να κάνουμε ποδαρικό για το νέο έτος, ήταν καλό να πάνε πρώτα παιδιά. Μας έδιναν χρήματα, κέρματα ή δώρα, συνήθως καραμέλες ή γλυκίσματα που ετοίμαζαν οι νοικοκυρές, χωρίς φυσικά να λέμε κάλαντα, ενώ γνωρίζαμε για την ύπαρξη τους από διηγήσεις των γονιών. Δεν ήταν ίδια με αυτά που επικράτησαν σε όλη την Ελλάδα σήμερα και μάλιστα κάποια δεν είχαν ούτε θρησκευτικό χαρακτήρα. “Ήρθανε τα Φώτα / καρκαλιέτ’ η κότα πίσω από την πόρτα / ο πέτος τσι φωνάζει / αυτή δεν απολογιέται / τσι ρίχνει ένα λιθάρι / την παίρνει στο ποδάρι”».

Η βασιλόπιτα ήταν ένα έθιμο που οι Αρχές το ανέχονταν. Γινόταν και συνεχίζεται να γίνεται μέχρι σήμερα με πίτα από κοφτό (ψιλοτριμμένο στάρι), αντί του ρυζιού που κάνουμε σήμερα την κλασική πίτα του Βούρκου που τη λέμε και αλλιώς κροθόπιτα. Στο κάτω μέρος έχει δύο ή τρία φύλλα μεγαλύτερα από το ταψί και αυτό που εξέχει κλώθεται περιμετρικά και δημιουργείται ο κρόθος. Πάνω από τον κοφτό, τοποθετούνταν διάφορα σχέδια με ζυμάρι όπου κυριαρχούσε ένας μεγάλος σταυρός. Φυσικά τοποθετούταν κέρμα κάτω από τον κρόθο.

Στο μεσημεριανό της Πρωτοχρονιάς δεν τρώγαμε κάτι άλλο εκτός από την βασιλόπιττα, η οποία κοβόταν όπως η πίτσα. Εκτός από τα μέλη της οικογένειας βγάζαμε κομμάτι και για τον Αϊ Βασίλη, κάτι που γινόταν κρυφά και όχι απ όλους. Σε ορισμένα σπίτια μαγειρεύαμε βασιλόπιττα και με το παλιό ημερολόγιο, στις 14 Ιανουαρίου, παράδοση που μπορεί να έμεινε από τότε που άλλαξε το ημερολόγιο, το 1923. Η βασιλόπιττα στο Βούρκο και τα Ριζά, όπως και πολλά άλλα έθιμα είναι ακριβώς ίδια με της Θεσπρωτίας. Τα 60 χωριά του Δ. Φοινίκης και τα χωριά της Θεσπρωτίας είναι ένα πράμα».


Η Μυρένα Σερβιτζόγλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η εργασία της την έφερε στην Πράγα (2008-10) και στα Τίρανα (2015-17). Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά 
από το 2014.

 25 Δεκεμβρίου 2018 


Ανάλυση της εικόνας της Γέννησης του Χριστού 
- Θεοφάνους του Κρητός, 1546 (Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος)

 5.
Η Γέννηση ως «τομή» με τον «αρχαίο» κόσμο.

Η εθιμικώς κρατούσα φαντασμαγορία, η περιβάλλουσα τις εορτές εδώ και τουλάχιστον δύο γενεές ανά τα αστικά κέντρα του «ανεπτυγμένου» κόσμου, έχει σχεδόν «καθεστωτικά» επισκιάσει το νόημα της ωραιότερης ιστορίας του κόσμου. Στερεότυπη η διαπίστωση, θα παρατηρήσετε. Πιο στερεότυπη δεν γίνεται, θα σας αποκριθώ.

Πρόκειται για ιστορία, ουχί για μύθο ή ουτοπία. Κάποιος τυραννικός ηγεμόνας, ονόματι Ηρώδης, τοποτηρητής των Ρωμαίων στη Γαλιλαία, πράγματι προέβη σε μαζική εξόντωση βρεφών για να εμποδίσει τη Γέννηση. Στις μέρες μας, οπότε βιώνουμε την «Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», εκατοντάδες παιδιά ακόμα και προσχολικής ηλικίας πράγματι στρατολογούνται από «αντάρτικους» παραστρατιωτικούς κύκλους σε δοκιμαζόμενες κοινωνίες της Αφρικής και άλλες τόσες εκατοντάδες από εταιρείες εξόρυξης ορυκτού πλούτου στην ίδια ήπειρο. Στη δε Απω Ανατολή, παιδιά πράγματι διακινούνται στον δρόμο, με πάσα έννοια του όρου «διακίνηση». Οι «Ηρώδηδες» ζουν και δυστυχώς ακόμα βασιλεύουν.

Γιατί ζουν και βασιλεύουν, θα με ρωτήσετε; Εν είδει απόπειρας απάντησης: Γιατί πολύ απλά ο λεγόμενος «σύγχρονος», «διανοούμενος», «πολιτισμένος» άνθρωπος έχει επιλέξει να μην πιστεύει στη Γέννηση αλλά να αρκείται στην επικρατούσα φαντασμαγορία που την περιβάλλει κάθε χρόνο. Περαιτέρω, έχει επιλέξει να πιστεύει ό,τι βλέπει και θεωρεί πως δύναται να αναλύσει και να ερμηνεύσει ή ό,τι δύναται να αισθανθεί διά της αφής, με το χρήμα πρώτο στην προτίμησή του. Γιατί ο «σύγχρονος» άνθρωπος έχει επιλέξει το να προσπαθεί αέναα να πείσει εαυτόν πως είναι «σύγχρονος» και πως τα μεταφυσικά δεν του αρμόζουν.

Το σχήμα οξύμωρο, ο «σύγχρονος» άνθρωπος έχει επιλέξει να αρχαιολατρεύει και να θεωρεί πως οι απαντήσεις για το σήμερα βρίσκονται στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, στον Μέγα Αλέξανδρο. Στον Πλάτωνα που θεωρούσε πως η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα μέχρις ανακαλύψεως ή επινοήσεως του καλύτερου, στον Αριστοτέλη που θεωρούσε τα κέλτικα φύλα «κατώτερα» των ελληνικών, στον Αλέξανδρο που θεωρούσε πως «εκπολίτιζε» φυλές αρχαιότερες της δικής του, της δωρικής. Μόνο που ο «σύγχρονος» άνθρωπος τείνει να παραβλέπει πως η Γέννηση σήμανε της απαρχή τη ρήξης με τις έννοιες του «έθνους», της «φυλής», της «τάξεως», που ορμούν από τις διδαχές του «λογικού» αρχαίου κόσμου.

Στην έννοια «αρχαίος κόσμος» περιλαμβάνεται βεβαίως και ο πολιτισμός του Ισραήλ, ο πρώτος με τον οποίο η Γέννηση ήλθε σε ρήξη. Τι σημαίνει λαός εκλεκτός του Θεού; Τι σημαίνει «ακάθαρτος», μη δυνάμενος να μετέχει στις λατρευτικές τελετές; Ευθύνεται ο ανάπηρος για την παραπληγία του, ο λεπρός για την ασθένεια του, η πόρνη για την εκπόρνευσή της; Αν αυτοί συστήνουν το «ακάθαρτο», ποιοι συστήνουν το «καθαρό»; Οφθαλμός αντί οφθαλμού, οδόντας αντί οδόντος, η βία και η αντεκδίκηση δύνανται να διαμορφώνουν «πολιτισμό», πολιτική κοινωνία δηλαδή; Με ποια «λογική»;

Η Γέννηση και ο αστέρας που οδήγησε σε αυτή σηματοδότησαν το νέο μονοπάτι, μακριά από το φθαρμένο, το άπληστο παλαιό σύστημα διακυβέρνησης Ιουδαίων, Ρωμαίων, Εθνικών, μακριά από τη λατρεία των ειδώλων αυτάρεσκων θεοτήτων που καταχρηστικά και τιμωρητικά παρενέβαιναν στη ζωή των ανθρώπων σπέρνοντας θύελλες και καταστροφές, μακρία από τους ελέω Θεού ηγεμόνες – εν τη γη εκφραστές των τελευταίων.

Αυτό όμως που καθιστά την ιστορία της Γέννησης την ωραιότερη του κόσμου έγκειται στο ότι, προκρίνουσα έναν εμμονικά ειρηνικό, αντιβίαιο, ταπεινοφρόνως διαβουλευτικό τρόπο ζωής και κοινωνικοποίησης, επιχειρούσε να αναδείξει ό,τι καλύτερο είχαν να επιφυλάξουν ως αξιακή κληρονομία οι αρχαίοι πολιτισμοί.

Ο Λόγος Του απευθύνθηκε προς Κορινθίους, προς Εφεσίους, προς Γαλάτας, προς Ρωμαίους, προς Εβραίους, χωρίς καμία διάκριση, γεγονός ουχί μύθος. Οσες κοινωνίες επέλεξαν να υιοθετήσουν το Λόγο Του απήλαυσαν τα ευεργετήματα της μακροχρόνιας ειρήνης και ευημερίας καθώς επίσης και το περιβάλλον αξιακής οικουμενικότητας που ο Λόγος Του διαμόρφωσε.

Ας μη λησμονούμε, εμείς οι «σύγχρονοι» Ελληνες, πως τα Δώδεκα Ευαγγέλια συνετάγησαν πρωτοτύπως στην ελληνική, οι πρώτοι μάρτυρες του Λόγου Του ήταν Ελληνες, οι δημιουργοί του κινήματός Του, του Χριστιανισμού, ήταν οι Ελληνες της εξαθλιωμένης κοινότητας προλεταρίων στην αρχαία Ρώμη. Η Γέννηση λοιπόν έχει την ειδική, «ελληνική» της σημασία.

Τα Δώδεκα Ευαγγέλια χρήσιμο θα ήταν να μελετηθούν και ως «πολιτικά» κείμενα για να μας εμπνεύσουν στο αγώνα αντιμετώπισης της «σύγχρονης αρχαιότητας» που κινδυνεύουμε να βιώσουμε με την άνοδο των νεο-φασιστικών συγκροτήσεων στην Ε.Ε.

Γι’ αυτό, λοιπόν, καλές εορτές να έχουμε, με την ολιγότερη δυνατή φαντασμαγορία!

Δημήτρης Π. Κυριακαράκος,
 δικηγόρος-νομοδιεθνολόγος

http://www.efsyn.gr/arthro/i-gennisi-os-tomi-me-ton-arhaio-kosmo?fbclid=IwAR2gdoziIDMrULRBvdiQ9ABBmw8_6qPilTRR6XzVDP9DykaUoA5E9bOFfwU
24/12/2018


SEDMAK VIA GETTY IMAGES

 6.
Η γένεση του νοητού Ήλιου της Δικαιοσύνης.
Το Σπήλαιον της Γεννήσεως και το σπήλαιον του Πλάτωνα 
  - συμβολισμός και ερμηνεία.

Το Χριστουγεννιάτικο Απολυτίκιο αναφέρει:“Ἡ γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἠμῶν, Ἀνέτειλε τῷ κόσμω,Τό φῶς τό τῆς γνώσεως,Ἐν αὐτή γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες,Ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο. Σέ προσκυνεῖν τόν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, Καί σέ γιγνώσκειν ἐξ’ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοί.”Δηλαδή: Ανατέλλει το Φως της Γνώσεως και ο Ήλιος της Δικαιοσύνης! Πόσοι καταλαβαίνουμε το νόημα αυτό, ως νόημα των Χριστου-γέννων και πόσοι άραγε το εφαρμόζουμε, ως άτομα και ως κοινωνία, – μέρες που είναι – , παλαιότερα πλαισιωμένοι από υλικά αγαθά αλλά με πνευματική κρίση και σήμερα μέσα σε κρίση υλικών και κυρίως πνευματικών αγαθών; 

Η Γνώση και η Δικαιοσύνη, είναι διαχρονικά ζητούμενα πανανθρώπινα αγαθά, ήδη από την εποχή του Πλατωνικού Σπηλαίου, την εμφάνιση του φωτός και το σπάσιμο των αλυσίδων της αμάθειας και στη συνέχεια με το Χριστιανικό Σπήλαιοτης Γεννήσεως. Πόσο μακριά είναι η σύγχρονη κοινωνία μας από αυτά; 

Οι διαχρονικές αυτές αξίες – και όχι μόνον - δίδονταν από τους πνευματικούς και «υποψιασμένους» ανθρώπους, στην υπόλοιπη κοινωνία, με αλληγορία και απ-εικόνιση, ούτως ώστε να γίνουν κατανοητές οι έννοιες. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν την αλληγορία με τους μύθους, αλλά και ο Ιησούς τις παραβολές, ενώ ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ονόμαζε τις εικόνες ως: «Βιβλία των αγραμμάτων», για να επι-κοινωνήσουν τις ανώτερες αξίες με τον κόσμο. 


BRIDGEMAN ART LIBRARY VIA GETTY IMAGES
Plato's Cave (oil on panel)Flemish School, (16th century)

Ας δούμε λοιπόν το Πλατωνικό Σπήλαιον 
και το αγιογραφημένο Σπήλαιον της Γεννήσεως του Χριστού:

Στο έργο του Πολιτεία, ο Πλάτων περιλαμβάνει την αλληγορία του σπηλαίου, μέσα στο οποίο ζει μια ομάδα ανθρώπων, όλοι τους αλυσοδεμένοι σ’ έναν τοίχο, χωρίς να μπορούν να δουν έξω από το σπήλαιο, ούτε πίσω τους. Εκεί βρίσκεται μια φλόγα που φωτίζει τα αντικείμενα που κινούνται και ρίχνει τις σκιές τους στα τοιχώματα του σπηλαίου. Οι εγκλεισμένη αυτή ομάδα, αρχίζει να ονομάζει τις σκιές και τα σχήματα που «βλέπει», με όρους και έννοιες, ενώ πιστεύει ότι οι σκιές είναι αληθινές, φτιάχνοντας έτσι έναν «αξιακό κώδικα», που τον θεωρεί βάση της ζωής της, χωρίς όμως αυτός να είναι όντως πραγματικός. Κάποιοι όμως από την ομάδα των περιορισμένων/ εγκλεισμένων, λύνονται και βγαίνουν από το σπήλαιο, όπου αντικρίζοντας τον Ήλιο, τυφλώνονται και φοβούμενοι επιστρέφουν πίσω. Συνεχίζει δε ο Πλάτων, λέγοντας πως όσοι αντέξουν και συνηθίσουν το φως του Ήλιου, θα δουν ότι αυτός συμβολίζει το Αγαθό, ενώ θα καταλάβουν ότι όσα έβλεπαν μέσα στο σπήλαιο ήταν απλά προβολές, σκιές της αλήθειας και όχι η Α-ΛΗΘΕΙΑ. 

Ίσως κάποιοι σκεφτούν να επιστρέψουν πίσω στο σπήλαιο, σκεπτόμενοι τους εγκλεισμένους/περιορισμένους της ομάδας τους. Όμως γυρνώντας πίσω στο σπήλαιο, δεν θα μπορούν να ξανασυνηθίσουν το σκοτάδι και προσπαθώντας να διδάξουν στους υπόλοιπους την Α-ΛΗΘΕΙΑ, ίσως δεχτούν το μίσος και την αντίδρασή τους. Ωστόσο, όσοι ελευθερώθηκαν και είδαν το ΦΩΣ, έχουν χρέος να επιστρέψουν πίσω για να διδάξουν τους περιορισμένους. Από θρησκευτικής απόψεως, χωρίς Θεό/ΦΩΣ, οι άνθρωποι ζουν μέσα το σκοτάδι, αλλά με μια πιο ευρεία ερμηνεία, χωρίς Α-λήθεια/Φως/Γνώση ο άνθρωπος ζει μέσα στο σκοτάδι. Ο κόσμος μέσα στο σπήλαιο εκφράζει τα “αισθητά πράγματα”, που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, που πάντα μας εξαπατά, ενώ η έξοδος στον πραγματικό κόσμο με την όραση των αληθινών ιδεών υπό το φως του Ήλιου οδηγούν στην εναρμόνιση των τμημάτων της ψυχής, την ενδυνάμωση της λογικής μας και τελικά στην Αλήθεια/Γνώση, άρα απελευθέρωση και σπάσιμο των συμπλεγμάτων ( κόμπλεξ ) - αλυσίδων, ατομικά και συλλογικά. 

Σύμφωνα με τους ανά αιώνες αποσυμβολιστές, στο κείμενο του Πλάτωνα εντοπίζονται οι εξής συμβολισμοί, με πλήρη εικονοπλαστική δύναμη:

«Το Σπήλαιον, είναι η αισθητή πραγματικότητα, η πολιτική κοινωνία, στην οποία δεν κυβερνούν οι πεπαιδευμένοι ή οι φιλόσοφοι. 

Οι δεσμώτες είναι οι άνθρωποι που ζουν μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας και θεωρούν ότι οι σκιές είναι τα πραγματικά όντα. 

Οι σκιές – ήχοι είναι τα είδωλα των πραγματικών όντων, τα απεικάσματα της πραγματικότητας, ο αισθητός κόσμος, που μας γίνεται αντιληπτός μέσω των αισθήσεων. 

Οι αλυσίδες είναι οι αισθήσεις που μας κρατούν δέσμιους και δεν μας αφήνουν να αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Οι αλυσίδες μπορούν να θεωρηθούν και τα εμπόδια που συναντάμε στη ζωή μας, κυρίως με την προσήλωσή μας στα υλικά αγαθά που μας κρατούν μακριά από τη θέαση του αγαθού. 

Ο φωτεινός κόσμος είναι ο εκτός του Σπηλαίου κόσμος και συμβολίζει την Αληθινή πραγματικότητα, ήτοι τον κόσμο των ιδεών που γίνεται αντιληπτή μόνο μέσω της Νόησης. 

Οι άνθρωποι που βρίσκονται στον φωτεινό κόσμο – τα αντικείμενα που μεταφέρουν – οι ήχοι, είναι τα αληθινά όντα, δηλ. οι ιδέες. 

Το φως του ήλιου είναι η Ύψιστη Ιδέα του Αγαθού. 

Τέλος, η πορεία από το σπήλαιο προς την έξοδο συμβολίζει την πορεία του δεσμώτη από την άγνοια προς τη Γνώση, την απελευθέρωσή του, που σκοπό έχει την κατάκτηση της Γνώσης και της Α-λήθειας μέσω της νόησης και της παιδείας και επομένως, τη μεταστροφή του ανθρώπου σε φιλόσοφο-βασιλέα (εννοεί διοικητή, που μπορεί να αυτοδιοικηθεί και να διοικήσει Δίκαια). 

Εν κατακλείδι, έχοντας ο άνθρωπος αποκτήσει αυτά τα εφόδια θα μπορέσει να αφοσιωθεί πλήρως πλέον στο έργο της διοίκησης της Πολιτείας, που είναι και το ζητούμενο». 


COMMONS WIKIMEDIA

Στην απεικόνιση του Σπηλαίου της Γεννήσεως, αποτυπώνεται ο συμβολισμός της σκοτεινιάς της άγνοιας του προχριστιανικού κόσμου (πλήρως αντιλαμβανόμενη από τον Πλάτωνα, σύμφωνα με τα παραπάνω) και η γέννηση του φωτός της γνώσεως και της δικαιοσύνης, προσωποποιημένη στον Χριστό (Κεχρισμένο που θα οδηγήσει τον κόσμο εκτός της σκοτεινιάς της αμάθειας του Σπηλαίου). 

Σύμφωνα με τον επίσημο αποσυμβολισμό της εκκλησίας:

«Η Φάτνη: Βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας μέσα σ’ ένα μαύρο τριγωνικό σπήλαιο πού φανερώνει την σκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου, μέσα στον οποίο λάμπει το Θείο Βρέφος. Πίσω από τη Φάτνη βρίσκονται δύο ζώα ένα βόδι και ένα γαϊδουράκι. 

Ο Μικρός Χριστός: Φεγγοβολά μέσα στα λευκά σπάργανά Του. Όλοι οι λαοί Τον περίμεναν. Όλοι οι άνθρωποι, εκτός απ’ τον Ηρώδη (συμβολίζει τον παλιό κόσμο), χαίρονται για τον ερχομό Του. 

Η Παναγία: Στο κέντρο της εικόνας είναι και η Παναγία ξαπλωμένη. Η γυναίκα πού έφερε στον κόσμο τον Σωτήρα Του. Κουρασμένη από τη Γέννα και γι’ αυτό, ξαπλωμένη. Με σεβασμό, όμως, κοιτάζει το Θείο Βρέφος, πού γέννησε. Η παρουσία της εκεί, στο κέντρο της εικόνας, δείχνει πώς στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, βοηθά και το ανθρώπινο γένος. 

Οι Άγγελοι: Στο πάνω μέρος της εικόνας οι μισοί δοξολογούν το Θεό: «Δόξα στον ύψιστο Θεό και ειρήνη στη Γη και ευαρέσκεια στους ανθρώπους», ενώ οι άλλοι φέρνουν καλά νέα στους ποιμένες: «Γεννήθηκε για σας σήμερα σωτήρας». 

Οι Μάγοι: (δηλ. αστρολόγοι, βασιλιάδες και ιερείς): Στην άλλη μεριά της εικόνας είναι οι Μάγοι, άλλοτε πεζοί και άλλοτε πάνω σε καμήλες κρατώντας τα δώρα τούς έρχονται απ’ την Ανατολή για να προσκυνήσουν τον «νεογέννητο βασιλιά των Ιουδαίων». Μπροστά τους είναι το Αστέρι, το μήνυμα πού στάλθηκε από τον Ουρανό για να τούς οδηγήσει στον αναμενόμενο Λυτρωτή. 

Ο Γάιδαρος και το Βόδι: Τα ζώα του στάβλου, πού με το χνώτο τους ζεσταίνουν τον Χριστό. Συμβολίζουν τους Ιουδαίους και τούς Εθνικούς, πού δεν είχαν γνωρίσει ακόμη τον Λόγο του Θεού. Το σκοτάδι της σπηλιάς συμβολίζει αυτή την άγνοια. 

Ο Ιωσήφ: Βρίσκεται στο κάτω αριστερό μέρος, ως προστάτης της Παναγίας και του μικρού Χριστού. Ο «γέρος» δίπλα του είναι ο διάβολος πού τον βάζει σε σκέψεις για την αγνότητα της Μαριάμ. 

Το Λουτρό: Στο κάτω δεξί μέρος της εικόνας ζωγραφίζεται το πρώτο λουτρό. Δεν μαρτυρείται στα Ευαγγέλια , δηλώνει όμως ο αγιογράφος την ανθρώπινη φύση του Χριστού, που είχε τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσης». 

Μετά τα παραπάνω, νομίζω ότι υπάρχει συμβολική και πνευματική σχέση αφύπνισης του Πλατωνικού Σπηλαίου με το Σπήλαιον της Γεννήσεως και τελικά συμβολίζεται η επιθυμητή και ζητούμενη Αναγέννηση, η γένεση του Φωτός της Γνώσεως της Α-ληθείας, του Ήλιου της Δικαιοσύνης και προτρέπεται το σπάσιμο των αλυσίδων που μας κρατούν εσωτερικά και εξωτερικά ως συμπλεγματικούς /κομπλεξικούς/ αλυσοδεμένους, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό/κοινωνικό επίπεδο. 

Είθε! Οι μέρες προσφέρονται! Γνώση και Δικαιοσύνη – Διαχρονικά ζητούμενα αγαθά, ήδη από την εποχή του μύθου του Ηρός, με το Σπήλαιο του Πλάτωνα, την γένεση του φωτός και το σπάσιμο των αλυσίδων της αμάθειας. Πόσο μακριά είναι η κοινωνία μας από αυτά... Και πάλι τις ευχές μου για Αναγέννηση, Φως της Γνώσεως και Ήλιο της Δικαιοσύνης, σπάσιμο των αλυσίδων, που μας κρατούν εσωτερικά και εξωτερικά δέσμιους. Οι μέρες προσφέρονται για κάτι τέτοιο !

Δρ. Δημήτρης Σταθακόπουλος 
Δικηγόρος Πειραιώς. Δρ Παντείου Πανεπιστημίου.
 Συνεργάτης Εργαστηρίου Τουρκικών &
 Ευρασιατικών μελετών Παν.Πειραιά  

https://www.huffingtonpost.gr/entry/e-yenese-to-noetoe-elioe-tes-dikaiosenes_gr_5c1f9251e4b05c88b6f9af47?utm_hp_ref=gr-homepage&fbclid=IwAR1TttNRHOUYTnPG9fWdfcDVL3kiObT5TWaKjZkkqCDBU8B51si-YVCdKlo

25/12/2018


DEA / A. DAGLI ORTI VIA GETTY IMAGES

7.
6 π.Χ. τα πρώτα Χριστούγεννα!
Ο Ιησούς - που θα γίνει Χριστός όταν μεγαλώσει
 - γεννήθηκε μερικά χρόνια… ”προ Χριστού″! 

Δεν είναι πολύς καιρός που μάθαμε από τους ιστορικούς ότι ο Ιησούς γεννήθηκε το 6 π.Χ.! Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο αναφέρει τον Ηρώδη (Αντύπα) να διέταξε να σκοτωθούν όλα τα βρέφη μέχρι 2 ετών στην περιοχή της Βηθλεέμ. Για να είναι σίγουρο ότι δεν θα υπάρξει ανάμεσα σ′ αυτά τα παιδιά ο ″Βασιλεύς των Ιουδαίων” σύμφωνα με την προφητεία των Μάγων. 

Αλλά ο Διονύσιος ο Μικρός,που ανέλαβε να κάνει την έρευνα, τον 6ο αι. μ.Χ., έκανε λάθος ως προς τον Ηρώδη! Και οι Συνοδικοί δεν το αντιλήφθηκαν. Ο πατέρας του Αντύπα, ο Ηρώδης Α′ ο Μέγας είναι ο υπεύθυνος της ”Σφαγής των Αθώων″. Και όχι μόνο. Στην Ιουδαία, όπου βρίσκεται η Βηθλεέμ,Κυβερνήτης ήταν ο Ηρώδης Α′ ο Μέγας (37. π.Χ. - 4 π.Χ.) και όχι ο γιος του, ο Ηρώδης Αντύπας (4 π.Χ.-39 μ.Χ.) ο οποίος είχε κληρονομήσει μόνο την Γαλιλαία.Όπου δεν βρίσκεται φυσικά η Βηθλέεμ! Συνεπώς ο Ιησούς - που θα γίνει Χριστός όταν μεγαλώσει - γεννήθηκε μερικά χρόνια… ”προ Χριστού″! Που αν θέλουμε να είμαστε ιστορικά ευγενείς θα πρέπει να διορθωθεί το Ημερολόγιο. Η 25η Μαρτίου θα γίνει ”του 1827″ και η 28 Οκτωβρίου ”του 1946″! Και μερικές ακόμα χιλιάδες επέτειοι επαναστάσεων, νικών, καταστροφών και Αγίων! Τον ίδιο μπελά βρήκαν οι Ευρωπαίοι όταν το Ιουλιανό Ημερολόγιο, που άρχισε από το 1 π.Χ., με πρωτοβουλία του Πάπα, Γρηγορίου ΙΓ έγινε Γρηγοριανό, τον 16 αιώνα. Έτσι, η Οκτωβριανή Επανάσταση έγινε κάποτε Νοεμβριανή! 

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά και εν συντομία, παρακαλώ.

Τρεις είναι οι περίοδοι της αναταραχής στην Μέση Ανατολή, μετά τις νίκες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την εδραίωση των μακεδονικών κτήσεων στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής. Έχουμε τα βασίλεια της Περγάμου, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων

Αυτή είναι η Ελληνιστική περίοδος. Ελληνιστική γιατί τα μακεδονικά κράτη που δημιουργήθηκαν στην περιοχή από τους στρατηγούς του Αλέξανδρου ήταν λιγότερο ελληνικά και γιατί η ελληνική γλώσσα, που έγινε κοινή - για πολλούς αιώνες - υπέστη απλοποιήσεις από τους ντόπιους. Και ονομάστηκε Κοινή. Σ′ αυτήν θα μεταφραστεί η εβραϊκή Βίβλος, για την εξελληνισμένη εβραϊκή παροικία της Αιγύπτου και σ′ αυτήν θα γραφούν τα Ευαγγέλια και οι Επιστολές του Απόστολου Παύλου. Η διάλεκτος είναι η αττική και αλφάβητο το Ιωνικό. Η μόνη μάλλον γλώσσα που έχει εμπλουτιστεί με φωνήεντα, τα οποία επιτρέπουν την γραφή και την ανάγνωση από το σύνολο του πληθυσμού και όχι μόνο από τα ιερατεία. 

Η Ελληνιστική περίοδος θα είναι μια εποχή εξελληνισμού. Της Ιουδαίας ιδιαίτερα από του Σελευκίδες. Σε συνέχεια θα έχουμε το πρώτο - και το μόνο - ”εξελληνισμένο” Εβραϊκό κράτος. Με αποτέλεσμα την εξέγερση της εβραϊκής οικογένειας των Μακκαβαίων και την αναβίωση ενός κράτους ιουδαϊκού στην Παλαιστίνη, ενέργεια που θα βρει αντιμέτωπη την Ρώμη η οποία ελέγχει τώρα ολόκληρη την περιοχή. 

Με την άφιξη των Ρωμαίων ακολουθεί μια περίοδος με τοπικούς κυβερνήτες, μη Eβραίους, μάλλον όργανα της Ρωμαϊκής εξουσίας. Ο Ηρώδης ο Μέγας είναι ένας Άραβας που καλοπιάνει, στην αρχή, τον εβραϊκό πληθυσμό. Αδίστακτος ως κυβερνήτης θα γίνει μισητός από όλους για την αγριότητά του. Μάλιστα στα τέλη της ζωής του θα δολοφονήσει την γυναίκα του και τρία από τα παιδιά του! 

Με την άφιξη των Ρωμαίων στην Παλαιστίνη, αρχίζει η Ηρωδιακή Περίοδος με την Ηρωδιανή Δυναστεία της οποίας ουσιαστικός εκπρόσωπος είναι ο Ηρώδης ο Μέγας που αναφέραμε. Οι Ρωμαίοι συχνά θα επιτρέψουν στους αυτόχθονες ηγέτες να κυβερνήσουν με Ρωμαϊκή πολιτική επιρροή και Ρωμαϊκή ενίσχυση. Μάλιστα ο Ηρώδης αυτός ονομάστηκε Βασιλεύς από την Ρώμη. Ήταν ένας ικανός μονάρχης με πολλά δημόσια έργα και πολλά εγκλήματα. Ήταν αδίστακτος και σκληρός ακόμα και στην οικογένειά του. Και ήταν ικανός να διατάξει την σφαγή των μωρών στην Βηθλεέμ, όπως ισχυρίζεται ο Απόστολος Ματθαίος. Ο Ηρώδης, εκτός από την προφητεία των Μάγων την οποία πληροφορήθηκε, γνώριζε και τις ανάλογες προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ότι ”στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας θα γεννηθεί ο νέος βασιλιάς των Ιουδαίων”. 

Οι Φαρισαίοι τον μισούσαν και γιατί έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια στους Ελληνιστικούς ειδωλολάτρες. Ο Ηρώδης το γνώριζε. Μάλιστα βαριά άρρωστος, λίγη ώρα πριν έρθει ο θάνατος σκέφτηκε να διατάξει και την σφαγή όλων των Φαρισαίων γιατρών! ”Για να είμαι σίγουρος ότι οι Εβραίοι θα κλάψουν όταν σε λίγο πεθάνω”, όπως είπε. 

Αναρωτιέται κανείς γιατί ο Ηρώδης αυτός ονομάστηκε Μέγας. Ωστόσο σ′ αυτόν οφείλεται η επισκευή του ”Δεύτερου Ναού” του Σολομώντα. Υπήρχε και μια κατηγορία Εβραίων, μια μειοψηφία οπαδών του ή εχόντων την ανάγκη του, που θεωρούσε τον Ηρώδη ως τον αναμενόμενο Μεσσία! Στην πραγματικότητα, την άφιξη του Μεσσία, περισσότερο από όλους, την φοβόταν ο Ηρώδης ο Μέγας! Γι′ αυτό και διέταξε να τον σφάξουν αυτόν τον νεογέννητο Μεσσία ελπίζοντας ότι θα είναι μαζί με τα υπόλοιπα βρέφη της Βηθλεέμ! Έπεσε έξω. Η οικογένεια του Ιησού πρόλαβε να φύγει για την Αίγυπτο, όπως μας βεβαιώνει η Καινή Διαθήκη. 

Τον Ηρώδη τον Μέγα είναι λοιπό που μπέρδεψε ο Διονύσιος ο Μικρός. Αυτό ήταν το όνομα του Χριστιανού Μοναχού, από την Δροβρούτσα της Ρουμανίας, που έκανε τους υπολογισμούς του τον 6ο αιώνα μ.Χ. Και που έβαλε τον Ιησού να γεννιέται στις 25 Δεκεμβρίου, σε ηλικία 6 ετών! 

Όμως ακόμα και ο Πάπας Βενέδικτος ο 16ος, θα συμφωνήσει με τους σύγχρονους ιστορικούς και θα γράψει την ”Παιδική Ηλικία του Ιησού” στην οποία θα πει: ”Είναι προφανές ότι ο Διονύσιος ο Μικρός έκανε ένα λάθος μερικών ετών στους υπολογισμούς του. Η ιστορική ημερομηνία της γέννηση του Ιησού (AnnoDomini) θα πρέπει να τοποθετηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα”! 

Μόνο που αυτό αποκλείστηκε από όλους γιατί θα είχαμε άλλο ένα γιγάντιο χάος στο Ημερολόγιο!

Ροβήρος Μανθούλης,
 Σκηνοθέτης


https://www.huffingtonpost.gr/entry/6-pch-ta-prota-christoeyenna_gr_5c1f9bf0e4b05c88b6f9b636?utm_hp_ref=gr-homepage&fbclid=IwAR0gCHJsX3eF51BnOwuFtwuPr9SzzXNPPBui9qNz8IipyK0_D-65Q3cDRZY
25/12/2018



8.
Οι αρνητές των Χριστουγέννων. 

Κάθε λαός στην ιστορική του διαδρομή είναι ταυτισμένος με την πίστη του σε μια ανώτερη δύναμη-θεότητα. Η θρησκεία συνδέεται με εκείνα τα στοιχεία που απευθύνονται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και αισθητοποιούν το μέγεθος της δύναμης ή ανασφάλειάς του. Η αναζήτηση του Θεού και η λατρεία του αποκωδικοποιεί τις ανησυχίες, τα ερωτήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου. Επίσης, η προσπάθεια γνώσης του Θείου αποτελεί βασική συνιστώσα της ανθρώπινης αυτογνωσίας.

Όλες οι παραπάνω σκέψεις επιβεβαιώνονται από τον τρόπο με τον οποίο οι λαοί βιώνουν σημαντικά γεγονότα – σταθμούς της θρησκείας τους. Στο χριστιανικό εορτολόγιο τα Χριστούγεννα κατέχουν δεσπόζουσα θέση αφού είναι ταυτισμένα με τη γέννηση του Χριστού. Ίσως αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στις θρησκείες όλου του κόσμου η γέννηση του Θεού με την ανθρώπινη ιδιότητά του, που τον ακολούθησε μέχρι το θάνατό του.

Αυτή η ιδιαιτερότητα προκαλεί δέος στους πιστούς, αμφισβητήσεις στους σκεπτικιστές και συνιστά μια πρόκληση στους εραστές του ορθολογισμού. Η γέννηση λοιπόν του θεανθρώπου, πέρα από τις νοσταλγίες των παιδικών μας χρόνων, συνοδεύεται και από ένα πλήθος ερωτημάτων που αποδομούν την πίστη μας και προκαλούν ποικίλες ερμηνείες.

Το μυστήριο της γέννησης του Χριστού αποτελεί ένα κομβικό σημείο μετασχηματισμού της ηθικής των κοινωνιών και του αξιακού συστήματος των ανθρώπων. Η έλευση του Κυρίου «επί της γης» άλλαξε ριζικά την πορεία του κόσμου και τον εισήγαγε σε μια νέα εποχή. Οι πιστοί και οι αρνητές του θεανθρώπου συγκλίνουν σε μια βασική θέση: Κανένα άλλο γεγονός – πολιτικό, πνευματικό ή οικονομικό – δεν καθόρισε σε τέτοιο βαθμό την ηθική πορεία του κόσμου και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Η ίδια η γέννηση ως φυσικό φαινόμενο δεν αμφισβητείται από τους αρνητές του χριστιανισμού αλλά αδυνατούν να αποδεχτούν την ενσάρκωση του Θεού και στέκονται μετέωροι, όπως ο ψαλμωδός, απέναντι στο μυστήριο αυτό «ο αχώρητος παντί πως εχωρήθη εν γαστρί»;

Η απόλυτη όμως άρνηση του μηνύματος της Γέννησης συνδυάζεται και με την απόρριψη θεμελιακών στοιχείων της διδασκαλίας του Χριστού. Ειδικότερα ο Νίτσε ταύτισε την έλευση του Χριστού με την εκδίκηση των αδυνάτων κατά των ισχυρών. Ο Νίτσε, ως θεωρητικός της δύναμης, διείδε στο κήρυγμα του Χριστού μια προσπάθεια των κατατρεγμένων να βρουν δικαίωση εις βάρος των δυνατών. Η θέση του Χριστού «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται και ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» βρίσκει αντίθετο το Γερμανό φιλόσοφο που διακήρυξε πως η ζωή ανήκει στους δυνατούς και σε εκείνους που αγωνίζονται με τόλμη, θάρρος και αυτοπεποίθηση χωρίς ίχνος ενοχής και μετριοφροσύνης.

Ο πατέρας της ψυχολογίας

Στην άλλη πλευρά ο πατέρας της ψυχολογίας, ο Φρόυντ, καταλογίζει στο χριστιανισμό τη γέννηση του άγχους μέσα από τις ενοχές του προπατορικού αμαρτήματος. Ο άνθρωπος, δηλαδή, ως φυσική οντότητα – και πάντα σύμφωνα με τις θεωρίες του Φρόυντ – πασχίζει να απελευθερωθεί ψυχολογικά από το «άγος» μιας αμαρτίας που ποτέ δεν διέπραξε. Αισθάνεται μόνιμα ένοχος για πράξεις άλλων και αυτή η αυτοενοχοποίηση τρέφει και συντηρεί συμπεριφορές που δεν είναι συμβατές με την εσωτερική ελευθερία. Επιπρόσθετα στο στόχαστρο του Φρόυντ βρίσκεται και η θέση του Χριστού για το ρόλο της αγάπης στη ζωή μας.

O Φρόυντ, δηλαδή, αμφισβητεί το «εφικτό» της προτροπής του Χριστού «εγώ δε λέγω υμίν˙ αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς». Εκτός όμως από το εφικτό ο Φρόυντ επισημαίνει και το «δέον» μιας τέτοιας συμπεριφοράς από τον άνθρωπο. Η αγάπη, δηλαδή, το μέγιστο των συναισθημάτων, πως μπορεί να αποδίδετε σε αυτούς που μας κατατρέχουν και μισούν; Η ανθρώπινη ιστορία, σύμφωνα με τον Φρόυντ, φαίνεται να δικαιώνει περισσότερο το «homo homini lupus» (χομπς) και λιγότερο το επαναστατικό κήρυγμα αγάπης του Χριστού.

Στους αρνητές του Χριστιανισμού θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και ο Μαρξ που πρέσβευε πως η θρησκεία υποδουλώνει το άτομο και το καθιστά ανενεργό. Οι θρησκείες κατά το Μαρξ λειτουργούν ως διαβρωτικό στην ανθρώπινη σκέψη και διδάσκουν το συμβιβασμό και την παραίτηση. Το χριστιανικό κήρυγμα «εάν τις σε ραπίσει την αριστεράν στρέψουν και την δεξιάν….» φαντάζει στα μάτια του Μαρξ ως στάση εθελοδουλείας και όχι ως μια προσπάθεια ειρηνικής συμβίωσης των ανθρώπων. Εξάλλου η φράση «η θρησκεία είναι το όπιον του λαού» κυριάρχησε για αρκετό διάστημα ως εργαλείο ερμηνείας του κοινωνικού ρόλου της θρησκείας.

Τα πάντα με τη λογική

Όσες, όμως, θεωρίες κι αν διατυπώθηκαν από τους εκφραστές του ορθολογισμού η Γέννηση του Χριστού δεν έχασε τίποτε από τη λαμπρότητα και το μυστηριακό της χαρακτήρα. Ίσως, γιατί ο δυτικός ορθολογισμός δεν βρήκε εκείνο το σταθερό σημείο που θα αντικαταστούσε την πίστη στο Θεό. Οι οπαδοί, επίσης, του κριτικού λόγου στην επιμονή τους να ερμηνεύσουν τα πάντα με τη λογική εξοστράκισαν τους άλλους κώδικες ερμηνείας και βίωσης των μεγάλων γεγονότων. Το θείο, δηλαδή, δεν γίνεται αντικείμενο γνώσης και δεν ερμηνεύεται μόνο μέσω της νόησης. Η συναισθηματική βίωση, η διαίσθηση και η πίστη – εγγενή στοιχεία της ανθρώπινης φύσης – έχουν το δικό τους τρόπο να κάνουν τον άνθρωπο ικανό να προσεγγίζει γεγονότα που βρίσκονται έξω από τους συμβατικούς κώδικες ερμηνείας.

Επιπρόσθετα η έλευση του Χριστού, ως ανθρώπου αλλά και ως θεού, εμπλούτισε τη σκέψη, τη συνείδηση, την ηθική, τις κοινωνικές σχέσεις και τις αναζητήσεις ανθρώπων και λαών. Η σάρκωση, λοιπόν, του Λόγου «ο Λόγος σαρξ εγένετο» αφύπνισε τις εφησυχασμένες συνειδήσεις, τράνταξε τους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης και έδωσε νέο περιεχόμενο και κατευθύνσεις στην ανθρώπινη λογική. Οι παραδοσιακοί κώδικες ερμηνείας της πραγματικότητας αναθεωρήθηκαν και προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα του κηρύγματος του Χριστού.

Τα όρια του θεϊκού και του ανθρώπινου γίνονται πλέον πιο ευδιάκριτα, χωρίς το θείο να χάνει κάτι από το μυστηριακό του χαρακτήρα «σήμερον ο άναρχος άρχεται….» και «άσαρκος γαρ ων, ενσαρκώθη εκών». Η κατανόηση, λοιπόν, της γέννησης συνιστά μια δοκιμασία για την ανθρώπινη λογική και απαιτεί μια άλλη ερμηνεία – εξήγηση με βάση την πραγματικότητα των αντιθέσεων: Θεός – άνθρωπος, άναρχος – άρχεται, άσαρκος – ενσαρκώθη.

Ηθικός εμπλουτισμός

Καταλυτικές επίσης ήταν οι επιπτώσεις της γέννησης του Χριστού και στον ηθικό εμπλουτισμό της ανθρωπότητας. Το ρηξικέλευθο πρόταγμα της αγάπης, όσο κι αν αμφισβητήθηκε, έφερε μια τομή στην πορεία του ανθρώπου για ηθική τελείωση. Η εκδίκηση, το μίσος, η αντιπαλότητα και η απόρριψη του άλλου υποχώρησαν μπροστά στην ανάγκη να αναδειχθούν οι νέες αξίες της αγάπης, της μετριοφροσύνης, της ειρήνης και της ανεκτικότητας.

Η αλλαγή επομένως του αξιακού συστήματος διαμόρφωσε ένα νέο πλαίσιο αρχών και κανόνων της κοινωνικής συμπεριφοράς μέσα στο οποίο ορθώνεται ως αξία η ταπεινότητα του ατόμου. Ο άνθρωπος πλέον, στο όνομα της ειρηνικής συμβίωσης, καλείται να «αγαπήσει τον εχθρόν» του, θρυμματίζοντας κάθε παραδοσιακή αντίδραση που αποσκοπούσε στην εκδίκηση και στην ανάδειξη του Εγώ.

Τέλος, η θεία γέννηση άνοιξε νέα μονοπάτια πνευματικής αυτογνωσίας, έθρεψε τις ελπίδες των κατατρεγμένων, φόβισε τους αλαζόνες της εξουσίας περιγράφοντας με άλλα χρώματα τη «σωτηρία της ψυχής».

Στο τεχνοκρατικό πνεύμα λοιπόν της εποχής μας και στην παγκοσμιοποιημένη βία, η Γέννηση μπορεί ακόμη να εμπνεύσει και να διδάξει. Οι αρνητές του «δια τούτο προς τούτο επειχθώμεν, ου ετέχθη, παιδίον νέον, ο προ αιώνων θεός» ας σταθούν με ευλάβεια και υπομονή στο θείο μύθο έχοντας ω αρχή το αξίωμα «credo qula absurdum» (το πιστεύω επειδή είναι παράλογο). Οι πιστοί ξεπερνώντας τη δυσπιστία των ορθολογιστών και τον παγκοσμιοποιημένο παραλογισμό μπορούν και επιβάλλεται ακαταπαύστως να διακηρύξουν το: «ΔΟΞΑ ΕΝ ΥΨΙΣΤΟΙΣ ΘΕΩ ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ, ΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΕΥΔΟΚΙΑ».

Ηλίας Γιαννακόπουλος

Ο Ηλίας Γιαννακόπουλος γεννήθηκε το 1953 στην Πιαλεία Τρικάλων. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες (Νέα, Εφημερίδα των Συντακτών, Αυγή κ.α.), περιοδικά και ιστοσελίδες.

https://slpress.gr/idees/oi-arnites-ton-christoygennon/?fbclid=IwAR2Qs84QoYVRAW4-eio4_8KtnVL8A9x-ve5JXuarUXcZbymqVtCxJ5rCYms

25 Δεκεμβρίου 2018 



 9.
Κατά Νίτσε.
 Με αφορμή την έκδοση του Αντίχριστου*

                        «Καλλιτέχνης χωρίς πίστη 
                          είναι σαν ζωγράφος τυφλός εκ γενετής»

                          Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 60-61.

Όταν έγραφα την  Κρίση του πολιτισμού  είχα ήδη σημειώσει στην εισαγωγή ότι τρία πρόσωπα, ο Μαρξ, ο Νίτσε και ο Φρόυντ έστρωσαν το δρόμο στον σύγχρονο αποχριστιανισμό των κοινωνιών. Τους αφιέρωσα χωριστές ενότητες αλλά όσον αφορά τον Νίτσε δεν ασχολήθηκα εκεί παρά με τα θετικά του.  Εννοώ τον τρόπο που αντιμετώπιζε το ζήτημα της παιδείας ειδικά μέσα από τα  Μαθήματα για την παιδεία**  που είχαν στο μεταξύ εκδοθεί και στα ελληνικά. Σήμερα μελετώντας την πρόσφατη έκδοση του  Αντίχριστου  ξανακοίταξα και άλλα βιβλία του και αποφάσισα να μιλήσω εκτενέστερα για την περίπτωση του σε καιρούς μάλιστα που η συμβολή του στον αποχριστιανισμό του κόσμου φαίνεται πολύ πιο καθοριστική και απαιτεί ξαναδιάβασμα του όλου έργου.

Παρενθετικά σημειώνω, για όσους δεν ξέρουν, ότι το τρίπτυχο Μαρξ-Νίτσε-Φρόυντ θριάμβευε τη δεκαετία του εξήντα και εβδομήντα στη Γαλλία (το μαρτυρούν αν μη τι άλλο  τα γεγονότα του Μάη του ’68) και πώς το έργο διανοητών σαν τον Deleuze, τον Lyotard και άλλους που φιγουράρουν σε σημερινές βιβλιογραφίες των νεωτέρων θεολόγων μας, στο βάθος αποτελεί απόπειρα σύνθεσης (επί το επαναστατικότερον) του έργου εκείνων.

Αλλιώς  γράφει κανείς για βιβλίο γραμμένο στην εποχή μας και εκδομένο στις μέρες μας και αλλιώς για βιβλίο του 1888 με τον ηχηρό τίτλο Ο Αντίχριστος όταν μάλιστα συγγραφέας του είναι  ο Νίτσε.  Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το πνεύμα του Νίτσε- με αρκετή εκλαίκευση βέβαια αλλά και αρκετές παρανοήσεις- έχει διαποτίσει στις μέρες μας το ευρωπαϊκό αν όχι και το ελληνικό στερέωμα. Πόσοι και ποιοί τον έχουν μελετήσει στην Ελλάδα είναι άλλο ζήτημα,  θα βρεθούν πάντως αρκετοί πρόθυμοι να υπερθεματίσουν εν ονόματί του. Ο ίδιος ο Νίτσε, μιλώντας στον πρόλογό του για τον Αντίχριστο, λέει ότι «ανήκει στους πολύ λίγους» από τους οποίους «ίσως δεν ζει κανείς τους ακόμα»!

Όσοι έχουν έστω και λίγο ασχοληθεί μαζί του θα ξέρουν ότι κατέχεται από έναν αριστοκρατισμό που υποτίθεται ότι προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, αριστοκρατισμό που δεν μπορεί επ΄ουδενί να δεχτεί το ευαγγελικό κήρυγμα και μάλιστα την παύλεια ρήση «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ ¨Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ¨ πάντες δε υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού.» (Γαλ.3,27). Βασικό θέμα που τον ενδιαφέρει κυρίως στη Γενεαλογία της ηθικής αλλά και στον Αντίχριστο είναι η ‘υψηλοφροσύνη’, η επιδίωξη της κυριαρχίας ενός ανώτερου ανθρώπινου όντος, ‘δυνατού’, ‘υπερβόρειου’, εκτός ‘νεωτερικότητας’, έξω από την ‘ευτυχία των αδυνάτων’, έξω από την ‘αδυναμία’, την ειρήνη, την συμπόνια. Με δυο λόγια ο ανώτερος τύπος που ζητάει ο Νίτσε είναι «ο εκ διαμέτρου αντίθετος» στο «κατοικίδιο ζώο, το αγελαίο, το άρρωστο ζώο άνθρωπος», «τον χριστιανό…»(σ.37).

Φοβάμαι ότι η προσέγγιση του Νίτσε στο χριστιανισμό αφορά ένα κομμάτι του και μάλιστα το πιο λειψό, κολοβωμένο, στερημένο αληθινού πνεύματος.  Άλλωστε, τί πάει να πει ‘προσέγγιση του χριστιανισμού’, παρά προσέγγιση μιας ιδεολογίας ή μιας θεωρίας; Εάν δεν είσαι  μ  έ σ α, όχι στον χριστιανισμό αλλά στην Εκκλησία, ως  πνευματικό γεγονός και μυστήριο, για ποιό πράγμα θα μιλήσεις και σε ποιά Αλήθεια θα εναντιωθείς; Δεν υπάρχει μια αθεράπευτη αντίφαση να εφαρμόζεις μια ανελέητη ρασιοναλιστική αν όχι και θετικιστική ανάγνωση στα Ευαγγέλια κι από την άλλη να ‘επενδύεις’ στην πρωτογενή κατάσταση την ‘πέραν του καλού και του κακού’, δηλαδή πέραν της συνείδησης; Και μόνο το γεγονός ότι θεωρεί τον Χριστό «άγιο αναρχικό που ξεσήκωσε τον κατώτερο λαό, τους απόβλητους και τους αμαρτωλούς, τους  εντός του Ιουδαισμού ενάντια στην άρχουσα τάξη» (σ.73), παραγνωρίζοντας παντελώς ακόμη και τη μαρτυρία των Ευαγγελίων για τη στάση του ρωμαίου διοικητή Ποντίου Πιλάτου απέναντί του και φυσικά τη ρήση του ίδιου του Χριστού «η βασιλεία η εμοί ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου», δείχνει το μέγεθος της π α ρ α ν ά γ ν ω σ η ς που επιχειρεί. Είναι τέτοια η προσκόλλησή του στη σημασία που έχει η διατήρηση του αριστοκρατικού καθεστώτος και ιδεώδους ή, αν θέλετε, η εμμονή του στην ταξική διαφορά και στην πάση θυσία συντήρηση των εξαθλιωμένων μαζών στο ίδιο σταθερό σημείο, που δεν μπορεί να δει ούτε καν τη διάκριση που κάνει ο Παύλος μεταξύ ‘κυρίου’ και ‘δούλου’. Για τον Χριστό, όπως και για τον Παύλο, προέχει η ‘απελευθέρωση’ του ανθρώπου από τον πνευματικό θάνατο και την υποδούλωση στα πάθη: δεν προέχει η εξίσωση κυρίων και δούλων. Αυτό, είτε αρέσει στους σημερινούς χριστιανούς, είτε δεν αρέσει, δεν αποτελούσε στην ουσία για την Εκκλησία άμεση προτεραιότητα. Η ποιότητα της ζωής εξαρτάται κατά το Ευαγγέλιο από τη σχέση με το Πρόσωπο του Λόγου που ενανθρώπησε, όχι από τη σχέση κυρίων-δούλων, που στάθηκε για τον  Νίτσε η μεγαλύτερη ίσως αφορμή απόρριψης της χριστιανικής παράδοσης.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να παραθέσω απόσπασμα του γερμανού φιλόσοφου Μαξ Σέλλερ. Είναι από το βιβλίο του Ο μνησίκακος άνθρωπος (μετ. Κωστή Παπαγιώργη, Ίνδικτος, 2002), πρωτογραμμένο το 1912 με εξαιρετικές παρατηρήσεις πάνω στη διαφορά αρχαιοελληνικού έρωτα και χριστιανικής αγάπης αλλά και βαθιά κριτική των αντίχριστων θέσεων του Νίτσε. Γράφει:

«…είναι μεγάλη πλάνη να εννοούμε το χριστιανισμό με βάση λίγο πολύ απόμακρες αναλογίες με ορισμένα σημερινά δημοκρατικά κινήματα, και να μετατρέπουμε τον Ιησού, …σε ένα είδος ‘λαϊκού  δικαστή’, σε ένα είδος ‘κοινωνικού πολιτικού’, σε έναν άνθρωπο που ξέρει τι πρέπει να προσφέρουμε στους ενδεείς και στους απογυμνωμένους, σε έναν ‘Αντι-Μαμμωνά’ που εχθρεύεται κάθε οικονομικό σύστημα. Αυτή η εικόνα του Ιησού, ευρύτατα διαδεδομένη την εποχή του Νίτσε, έπαιξε μεγάλο ρόλο στην εκπόνηση της άποψής του και εξηγεί γιατί πίστεψε, πλήττοντας τον νεωτερικό σοσιαλισμό και κομμουνισμό, ότι πλήττει ταυτόχρονα τη χριστιανική ηθική και το  πνεύμα της. Έτσι, είτε εξαίρουμε είτε υποβιβάζουμε τον Ιησού και τη χριστιανική αρχή, επειδή προεικόνιζαν τις σοσιαλιστικές ή δημοκρατικές τάσεις της νεωτερικής ιεραρχίας αξιών, πέφτουμε σε πλάνη, γι’ αυτό άλλωστε το αξίωμα στο οποίο βασίζεται ο Νίτσε και οι ‘σοσιαλιστές’ είναι άκυρο. Παρόμοια, ο χριστιανισμός δεν υποστήριξε ποτέ την  ‘ισότητα των ψυχών ενώπιον του Θεού’  όπου ο Νίτσε εντόπισε τη ρίζα κάθε δημοκρατίας, αν με αυτή εννοούμε τη δράση του  Θεού ο οποίος αποκαθαίρει την π ρ α γ μ α τ ι κ ή αξία του ανθρώπου από ψευδο-αξίες που γεννήθηκαν από τις περιστάσεις, τις μικρότητες, τις αποτυφλώσεις και τα επιμέρους συμφέροντα»( ο.π.σ. 98-99).

Τα παραπάνω σημαίνουν συνακόλουθα ότι η επίθεσή του κατά της ‘χριστιανικής ηθικής’ ισχύει για τον συμβατικό-κοινωνικό χριστιανισμό και προπαντός της εποχής του, πάντως ούτε με το Χριστό έχει σχέση, ούτε με τον Παύλο, ούτε με τους Πατέρες, τουλάχιστον της ορθόδοξης Εκκλησίας. Η διατύπωσή του: «Ο ‘πρώτος Χριστιανός’-πολύ φοβάμαι κι ο ‘τελευταίος Χριστιανός’ επίσης, τον οποίο μπορεί πιθανώς και να προλάβω-, είναι (από πλευράς ενστίκτου) επαναστάτης κατά παντός προνομιούχου: η ζωή του, ένας αγώνας για ‘ίσα δικαιώματα’» (σ.107), αποτελεί πυροτέχνημα ψεύδους ή λάθους. Ωστόσο, αποτελεί μέγα παράδοξο στο βιβλίο, το περιεχόμενο των σελίδων 74-85, όπου ο Νίτσε δηλώνοντας στην αρχή «Εκείνο που ενδιαφέρει εμένα είναι ο ψυχολογικός τύπος του Λυτρωτή» (σ.74) από τη μία αναγγέλλει την προσήλωσή του σε μια ψυχολογική ερμηνεία του Χριστού και της πραγματικότητας που τον αφορά άμεσα, με όλα όσα μπορεί να συνεπάγεται μια τέτοια ερμηνεία, και από την άλλη καταφέρνει όντως-μοναδική φορά στο βιβλίο αν όχι σε όλα τα βιβλία του- να αγγίξει ορισμένες βαθιές χριστιανικές αλήθειες. Λόγου χάρη: «Τι σημαίνει ‘χαρμόσυνο άγγελμα’; Η αληθινή ζωή, η αιώνια ζωή ευρέθη- δεν είναι υπόσχεση, είναι παρούσα, είναι ε ν τ ό ς υ μ ώ ν: ως ζωή αγάπης, της αγάπης που δεν αφαιρεί, δεν αποκλείει, δεν αποστασιοποιεί.» (σ.75). Τα παιχνίδια της φυσιολογίας τα οποία παίζει παρακάτω και τα περί  ‘αφής’ και ‘επαφής’ απ’ όπου ανάγεται σε «ένστικτο μίσος κατά πάσης απτής πραγματικότητας, ως μια φυγή προς το ‘ακατάληπτο’, το ‘ασύλληπτο’,… ως μια ζωή εξασκημένη σε έναν κόσμο που καμιά πραγματικότητα πια δεν τον αγγίζει» (σ.75-76), που εννοείται αφορούν τον Χριστό, δεν μπορεί να ισχύουν. Θα αρκούσε να αναλογιστούμε την τόσο συχνή επαφή του με τους πάσχοντες που θεράπευε, το συγχρωτισμό του με τον όχλο-που περιφρονεί ο Νίτσε- για να μην αναφέρω το λαμπρό παράδειγμα ‘αφής’ όταν τον πλησιάζει η αιμορροούσα του Ευαγγελίου και θεραπεύεται αγγίζοντας το χιτώνα του,  ενώ εκείνος μέσα στο συνωστισμό ρωτά «τις  μου ήψατο των ιματίων;» προκαλώντας την έκπληξη των μαθητών. Το ‘ακατάληπτο’ και το ‘ασύλληπτο’ στην περίπτωση του Χριστού συνδυάζεται με απέραντη ευαισθησία, με απέραντη ‘αφή’.

Ωστόσο, επανερχόμενος στην σημασία των σελίδων που ξεχώρισα πριν, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι στο βιβλίο υπάρχουν δύο κύρια επίπεδα: αυτό που αφορά το Πρόσωπο Χριστός και που ο Νίτσε –τι σημαίνει άραγε αυτό;- αποφεύγει να τον αποκαλέσει έτσι χρησιμοποιώντας συνήθως τη λέξη « Λυτρωτής», και υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο που αφορά την παραμόρφωση της διδασκαλίας ή μάλλον της πρότασης ζωής που έκανε. Παραμόρφωση που αρχικά, κατά τον Νίτσε, οφείλεται στο οχλοπρεπές περιβάλλον του και αργότερα σε άλλους παράγοντες. Ωστόσο, είναι τέτοιο το μένος του γενικά κατά του Χριστιανισμού, που αυτές οι ξεχωριστές σελίδες που φανερώνουν όντως Αλήθειες του Χριστού, πνίγονται μέσα σ’ ένα κυκεώνα καταγγελιών και κατηγοριών αλλά και οικοδόμησης επιχειρημάτων και αποδείξεων, ώστε να συντριβεί ο υπεύθυνος για όλα τα κακά του κόσμου και προπαντός για την συμπόνοια, την δηλητηρίαση με την ηθική των δούλων, με την ηθική της παρακμής, με την απατηλή γλώσσα του ιερέα κλπ.

Σε όλο σχεδόν το βιβλίο έρχεται και ξανάρχεται ο όρος decadence, γραμμένος γαλλιστί που μεταφράζεται παρακμή, και την οποία ο Νίτσε «διάβαζε» στην ευρωπαϊκή ιστορία (αν μπορούμε να το πούμε) από τον καιρό του Σωκράτη. Κάπου ο Χριστός χαρακτηρίζεται «ο πιο ενδιαφέρων από όλους τους «decadents», «decadent» ωστόσο. Αυτή η λέξη με τις παραδηλώσεις  που έχει ειδικά σήμερα, τις οποίες παρέλαβε μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα, συναπτόμενη με το πρόσωπο του Χριστού ή γενικότερα με την  χριστιανική παράδοση, μάλλον γελοία ακούγεται, όχι μόνο σε αυτιά χριστιανών. Θα πρόσθετα εδώ ότι παρά τον αρχαιοελληνισμό του ο Νίτσε παρουσιάζει τεράστια κενά στις αναφορές του σε ελληνοχριστιανικό διάλογο ή συσχέτιση,  εννοιολογικού και γλωσσικού επιπέδου. Έχει «δέσει» απόλυτα τον ιουδαϊσμό με τον χριστιανισμό και δεν αφήνει συνάμα να εισέλθει μέσαθέ τους τίποτα ελληνικό. Περιττό να πω ότι αυτό οφείλεται σε άγνοια, όχι μόνο ιστορικής τάξης αλλά και πατερικής θεολογίας. Ο Ν. αγνοεί παντελώς τους Πατέρες της Εκκλησίας και δή τους κατόχους αρχαιομάθειας (Μέγα  Βασίλειο, Γρηγόριο, Χρυσόστομο κλπ). Αλλά ένας άνθρωπος, με τέτοια γνωστικά κενά (ας αφήσουμε έξω την πίστη), για ποιό χριστιανισμό θα μιλήσει, παρά για ένα κολοβωμένο και παραμορφωμένο χριστιανισμό, ίσως ούτε καν τον χριστιανισμό του Λούθηρου; Και ποιά είναι η κολοσσιαία εκείνη αυταπάτη που τον έχρισε κάτι σαν κεφαλή του αντιχριστιανισμού;

Στην Εισαγωγή του στον Αντίχριστο ο Κ. Δεληκωσταντής γράφει: «είναι αυτονόητο ότι η κριτική της χριστιανικής και της νεωτερικής ηθικής από τον Nietzsche πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τη γενικότερη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Πίσω απ’ αυτή βρίσκεται η αρχή ότι ‘ο Θεός είναι νεκρός᾿. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε μόνον τον θάνατο του Θεού των χριστιανών, αλλά και το τέλος της μεταφυσικής και των αξιών της, το τέλος του διχασμού  και της διάσπασης της πραγματικότητας σε φυσική και υπερφυσική και των μηδενιστικών συνεπειών της. Στον  χριστιανισμό ο Nietzsche πολεμά την ανθρωπολογική σύγχυση, την εχθρική προς τη ζωή στάση, το ήθος των δούλων, τη μετατροπή του ήθους από έκφραση δύναμης σε έκφραση αδυναμίας και σε ιδεολογική επικάλυψη αυτής της αδυναμίας. Αυτές τις μηδενιστικές τάσεις καταπολεμά και στη νεωτερική ηθική, την οποία θεωρεί συνέχεια του χριστιανισμού.»(σ.13)

Θα πρέπει να ειπωθεί εδώ ότι πριν από τον Νίτσε ένας άλλος ετοίμασε το δρόμο κι αυτός ήταν ο Λούθηρος. Κατά τον Σέλλερ- «αρνούμενος στην αγάπη έναν πρωταρχικό και υπερφυσικό χαρακτήρα, παράπλευρα προς την πίστη, και θεωρώντας την εσωτερική πράξη της αγάπης ως άχρηστη για τη σωτηρία, πρόδωσε τη χριστιανική ιδέα της αγάπης βαθύτερα και από το θεσμό που καταπολεμούσε, οπότε συνεισέφερε περισσότερο από τον πάπα στη διαμόρφωση του νεωτερικού ανθρωπισμού, για τον οποίο η αγάπη είναι μόνο μια υποκειμενική, ανθρώπινη δύναμη που αποδίδεται στο σώμα και τις αισθήσεις.[…] Αφαιρώντας από την οδό της σωτηρίας τον θεμελιώδη παράγοντα της χριστιανικής ηθικής, την αγαπητική πράξη (αγάπη του πλησίον και του εαυτού μας), ο Λούθηρος καθιέρωσε τη ρήξη ανάμεσα στη θρησκεία και στην ηθική-υποβιβάζει την αγάπη σε αμιγώς ανθρώπινη δύναμη, βασισμένη στη φυσική συμπάθεια και έτσι έμμεσα αλλά τελεσφόρα, αναδεικνύεται σε πρόδρομο των μοντέρνων και θετικών ιδεών της ανθρωπότητας και του φιλανθρωπισμού» (ο.π. σ. 124 και 126).

Έτσι επέρχεται σιγά-σιγά η παραμόρφωση της χριστιανικής αγάπης, εδραιώνεται ο νεωτερικός φιλανθρωπισμός, (ακόμη και ο Καντ χαρακτηρίζει  την αγάπη ‘μια αισθησιακή συγκίνηση παθολογικής τάξεως’), φτάνοντας  σε μια άχρωμη και γλυκερή αγάπη εναντίον της οποίας ξεσηκώνεται ο Νίτσε, χωρίς να μπορέσει η να θελήσει να διακρίνει την αυθεντική χριστιανική αγάπη από τις παραμορφώσεις της και την έκπτωσή της σε στείρα ηθική.

Εγείρονται βέβαια τεράστια ζητήματα τα οποία δεν τελειώνουν με τη δική μου σύνοψη μιας πραγματικότητας που αντιστοιχεί σε ιστορία αιώνων και μάλιστα εκεί στη Δύση. Και προκύπτουν ερωτήματα όπως:

Πόσο εδώ στην Ελλάδα είμαστε ενήμεροι αυτών των ζητημάτων και μπορούμε να διαφοροποιηθούμε πάνω στη βάση μιας άλλης ιστορικής συνέχειας που είναι  η ελληνική και ορθόδοξη-χριστιανική, περασμένη από τη βυζαντινή περίοδο και τα βιώματα των λαών της χιλιετούς αυτοκρατορίας, για την οποία οι περισσότεροι θεολόγοι της εποχής του Νίτσε και όχι μόνο αυτής (ενν. και φιλόσοφοι και ποιητές και επιστήμονες) είτε δεν έχουν ιδέα, είτε έχουν ελάχιστη;

Γενικεύοντας θα έλεγα ότι ο Νίτσε πολεμά τον ίδιο τον Χριστό και όχι έναν παρακμασμένο και αλλοιωμένο χριστιανισμό. Όσο για το «θάνατο του Θεού των χριστιανών», «το τέλος  της μεταφυσικής και των αξιών της» κλπ., επειδή σε σημαντικούς διανοητές έλληνες (Χρ. Μαλεβίτση, Χρ. Γιανναρά αν όχι και  Στ. Ράμφο)  πέρασε όντως η ίδια αντίληψη ότι στον Νίτσε αυτά είναι πιο πολύ  δ ι α π ί σ τ ω σ η  για την κατάσταση της εποχής του αν όχι και προφητεία, ίσως ήρθε ο καιρός να ειπωθεί ρητά ότι μια τέτοια αντίληψη μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα όσον αφορά  την περίπτωση του αν δεν τα εξωραϊζει. Δεν χρειάζεται  παρά μια ανάγνωση του Αντίχριστου για να καταλάβουμε  ότι ο Νίτσε όχι μονάχα  διαπιστώνει τον «θάνατο του Θεού» και το «τέλος της μεταφυσικής» αλλά θεωρεί ότι η παρακμή -μεταφυσική ή άλλη- άρχισε με τον Σωκράτη, συνεχίστηκε με τον  Ιουδαϊσμό και κορυφώθηκε με το Χριστιανισμό. Όλο το «ressentiment» (μνησικακία) για το οποίο καταγγέλλει  τους χριστιανούς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον κατοικεί και τον ωθεί στην δική του επίθεση. Είναι ποτισμένος με το δηλητήριο που όντως πρόσβαλε τους χριστιανούς της Ιεράς Εξέτασης και όσους άλλους μετέτρεψαν την Εκκλησία της Αγάπης σε σφαγείο (περιλαμβανομένων και των σταυροφόρων). Είναι άραγε τυχαίο ότι ποτέ δεν αναφέρει λέξη για τέτοια πράγματα;

Θα μπορούσα να ισχυριστώ, χωρίς να θέλω τώρα να το αναπτύξω, ότι ο Νίτσε είναι η προσωποποίηση της μνησικακίας κι ας λέει ότι θέλει για τα «ελεύθερα πνεύματα» στα οποία ανήκει και για τον «υπεράνθρωπο» που πρεσβεύει. Ούτε είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα γραπτά του έδωσαν αφορμή για να προωθηθεί η θεωρία της «αρίας φυλής» και ο εξολοθρεμός των Εβραίων χάρη στον  Χίτλερ που εφάρμοσε κατά γράμμα ορισμένες υποδείξεις του Νίτσε, ακόμη κι αν τους έδωσε μια κτηνώδη και ωμή διάσταση που δεν υπήρχε σ’ εκείνον.  Όλο το ζήτημα του Νίτσε είναι η «βούληση για δύναμη», μια μανιακή επιδίωξη υπέρβασης κάθε ορίου που εν τέλει τον οδηγεί στην εξουθένωση και αποδείχνει σαφέστατα τη ματαιοπονία της προσπάθειας.  Αυτή ήταν «η απελευθέρωση της δημιουργικής όψης του» και η πραγμάτωση του αληθινού του «είναι». Ποιο ήταν το αληθινό του είναι; Το βύθισμα μέσα στην άνοια; Αυτή ήταν η δύναμη του «υπερανθρώπου»; Και τί είναι πάλι αυτή η διατύπωση η δύναμη του «υπερανθρώπου»; Ή εκείνη ή άλλη διατύπωση (του Νίτσε) «Το ουσιώδες είναι η ίδια η πραγματικότητα»; Ποια είναι αυτή η περιβόητη πραγματικότητα, στην οποία πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι, να της υποταχτούμε, να προσαρμοστούμε απόλυτα μαζί της; Ό,τι υπάρχει στο ρεύμα της ζωής, από το άγριο κύμα ως την καταιγίδα, μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ζωής και ανάπτυξη του ανθρώπου σε υψηλό επίπεδο ή αποτελεί κάτι σαν εγκλωβισμό στην «άγρια φύση» και προσπάθεια να την συναγωνιστούμε και να γίνουμε χειρότεροι από αυτήν, πιο δυνατοί –υποτίθεται- «υπεράνθρωποι»;

Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί τον αριστοκρατισμό του όχι στην αρνητική του όψη αλλά στη θετική: την ανάγκη δηλαδή κριτηρίων (προερχόμενων από παιδεία, καλλιέργεια, φυσικό χάρισμα, γενναιοψυχία κλπ.), την ανάγκη ‘ψυχικής φτιαξιάς’, όπως γράφει κάπου ο Ταρκόφσκι, που να μπορεί να αντισταθεί στην ισοπέδωση των αξιών. Ισοπέδωση που συνέβη με την είσοδο των μαζών στην ιστορία και του γενικευμένου εκδημοκρατισμού που απαιτεί ‘ισότητα’ στο γράμμα, πράγμα ολότελα στείρο, πολτοποιεί τον άνθρωπο και τον στερεί την πνευματική του ανάπτυξη και πραγμάτωση. Το λάθος του Νίτσε είναι ότι φόρτωσε το Χριστιανισμό μ’ αυτή την ‘ισότητα’, ενώ είναι προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης. Η Επανάσταση αυτή μπορεί να απελευθέρωσε τις μάζες από τον ζυγό άλλων τάξεων, αλλά καλλιέργησε την απάτη ότι αυτή είναι όλη κι όλη η ‘ἀπελευθέρωση’: κοινωνική και ατομική. Ο άνθρωπος ως ελεύθερο κοινωνικό όν, και ως ελεύθερο άτομο-πολίτης. Τίποτε άλλο. Με κομμένο το όραμα του ουρανού, βουτηγμένος σε απόλυτο μεταφυσικό κενό, απαιτεί λυσσαλέα τα δικαιώματά του, μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια: πνευματικά νεκρός.

Να τι δεν φαίνεται να συνέλαβε ο Νίτσε: ότι με το πέρασμα του χρόνου, η αλλοίωση και η παραμόρφωση της χριστιανικής Αλήθειας και Παράδοσης και η εκλογίκευσή της παρέδωσε τον άνθρωπο στις φαντασιώσεις της λογικής του, που θέλει πάση θυσία να ερμηνεύσει τα πάντα μόνο ρασιοναλιστικά, μεγεθύνοντας στο έπακρο την ανθρώπινη διάνοια, καταργώντας κάθε μυστηριακή διάσταση και κάθε σάρκωση του Λόγου. Μηδενίζοντας το γεγονός του σαρκωμένου Θεού, ο άνθρωπος ξαναγυρνά σε ένα γιγαντισμό του Λόγου, θεοποιεί το Λόγο χωρίς Θεό αυτή τη φορά, θεοποιώντας συνάμα τον εαυτό του. Αυτό που ο Νίτσε φτάνει να ζητήσει ως ‘μεταστοιχείωση των αξιών’ βρίσκεται μέσα στην…Εκκλησία! Ο Χριστός ‘ποιεί καινά τα πάντα’, μεταστοιχειώνει και ανακαινίζει ακριβώς τις ανθρώπινες  φθαρμένες αξίες. Ο Νίτσε δέσμιος του αρχαιοπρεπούς αριστοκρατισμού του και περιφρονητής ο,τιδήποτε εβραϊκού και χριστιανικού (το τελευταίο παρέλαβε και ο ίδιος κολοβωμένο, καλβινοποιημένο και ευσεβιστικό), έχοντας πλήρη άγνοια της βυζαντινής χιλιετίας αλλά και της αδιαίρετης Εκκλησίας, φαντάστηκε τη ‘μεταστοιχείωση’ να γίνεται στο μέλλον,  φαντάστηκε ότι δεν έχει γίνει. Ότι η ‘ανακαίνιση’ της ζωής που καλεί και φέρνει ο Χριστός σβήστηκε από τους αστοιχείωτους όχλους (τα ‘τσάνταλα’ των Ινδών, όπως τα αποκαλεί) της εποχής εκείνης και τους κληρονόμους τους, οπότε μόνος και έρημος, περιπλανώμενος στα όρη και στα άγρια βουνά, αυτοχρίεται προφήτης μιας πραγματικότητας που ήρθε στη Γη και αυτός δεν πήρε είδηση τις διαστάσεις Της! Αντί να τα βάλει με τους παραμορφωτές της αυθεντικής διδασκαλίας και Εκκλησίας, ταύτισε Εκκλησία, Εβραίους, Χριστό, αποστόλους και παραμορφωτές, με μια λέξη Θεό και ανθρώπους και τους πέταξε στον  αρχαιοελληνικό του καιάδα, ανασύροντας μέσα από την παιδεία του ξανά την αρχαία γνώση, εξ ου και η εμμονή του στην Αναγέννηση και η στροφή του σε αυτήν. Είναι δυνατόν τόσα χρόνια από τότε που μεσουράνησε να μη βλέπει κανείς ότι ο ‘υπεράνθρωπός’ του είναι μια ‘πρωτότυπη’ (λόγω ‘Ζαρατούστρα’) επιστροφή στην  ευρωπαϊκή αναγέννηση; Τί λογής  ‘μεταστοιχείωση αξιών’ είναι αυτή που μας γυρνά πίσω σε ορισμένη ιστορική περίοδο και δοσμένο κοσμοείδωλο και που συνοδεύεται μάλιστα από εκθειασμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που κατ’ αυτόν μεγάλυνε τον άνθρωπο; Δεν είχε ακούσει ποτέ για ρωμαϊκή θηριωδία και για στρατοκράτισσα Ρώμη;

Αφήνοντας για άλλη φορά την κριτική του Νίτσε για φιλοσόφους τύπου Καρτέσιου, αλλά και την έξοχη κριτική του στην ιδέα του Κράτους, σταματώ εδώ, αφού παραθέσω την ακόλουθη μονοκοντυλιά από ένα σπουδαίο βιβλίο που εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα:

«Αυτό που οι νεώτεροι φιλόσοφοι ονομάζουν ηθική (λέξη που δε χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ) και στην οποία αφιερώνουν μάλιστα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη φιλοσοφία τους, δεν έχει καμιά σχέση με το Χριστιανισμό. Θαυμαστά και επιγραμματικά την αλήθεια αυτήν τη διατυπώνει ο Μπλέηκ: ‘If Morality was Christianity, Socrates was the Saviour’ (Μπορεί αυτός να είναι ένας από τους λόγους που ο Νίτσε δεν κατάλαβε γρυ και από το Χριστιανισμό και από το Σωκράτη).» Ζήσιμου Λορεντζάτου, Collectanea, C 494, σ. 250, Δόμος 2009).  

*εισαγωγή Κ. Δεληκωσταντής, Μετ.-Προλ.-Σημ.-Γλωσσάριο Βαγγ. Δουβαλέρης, Φιλ. Θεώρηση Δημ. Πολυχρονάκης, γεν. επιμέλεια-Επίμετρο Κ. Μπελέζος, εκδ. ‘Ιδεόγραμμα’, Αθήνα 2007.

**Βλ. Σ. Γουνελά, Η κρίση του Πολιτισμού, 4η ενότητα, ‘Φ. Νίτσε: Οι διαλέξεις για την παιδεία και η σημασία τους για μας τους σημερινούς Έλληνες και τους Ευρωπαίους’, εκδ. Αρμός 1997, σσ.113-138. Το βιβλίο περί του οποίου γίνεται λόγος στην ελληνική έκδοση είναι: Φρήντριχ Νίτσε, Μαθήματα για την παιδεία, Μετ.-Προλ.- Σημ. Ν. Σκουτερόπουλος, εκδ. Ροές , 1988.

Σωτήρης Γουνελάς

Πηγή: Αντίφωνο,
 πρωτοδημοσιεύτηκε στη Σύναξη τχ 118, σελ. 96-103

http://antifono.gr/portal/%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%82-%CF%83%CF%89%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B7%CF%82/%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%80%CF%84%CF%8C%CF%82-%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82/3145-%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CE%9D%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B5-%CE%9C%CE%B5-%CE%B1%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%BC%CE%AE-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%AD%CE%BA%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%AF%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85.html
15/12/2011



 10.
Η αρμονία του κόσμου στις ανατολικές θρησκείες.

Η 11η Σεπτεμβρίου τοῦ 2001 ἐπανέφερε μέ τόν πιό τραγικό τρόπο στό προσκήνιο μιά ἄλλη πλευρά τῆς πυρηνικῆς δυνάμεως, τήν ὁποία περικλείει τό θρησκευτικό συναίσθημα, ὅταν ζυμωθεῖ μέ ὀργή καί μακροπρόθεσμες πολιτικο-κοινωνικές διεκδικήσεις. Διότι μελετώντας τίς λεπτομέρειες τοῦ τραγικοῦ ἐγχειρήματος, διαπιστώνουμε ὅτι ὑπῆρξε καί μιά σαφής θρησκευτική φλέβα, ἡ ὁποία ἐνίσχυσε τίς ἐνέργειες τῶν πρωταγωνιστῶν. Ἀνεξαρτήτως ἀπό τίς ποικίλες σκοπιμότητες μέ τίς ὁποῖες σήμερα πολλοί ἐπικαλοῦνται τό θρησκευτικό συναίσθημα, εἶναι προφανές ὅτι ἡ θρησκευτική συνείδηση καί ὁ ρόλος τῶν ἐπιμέρους θρησκευμάτων ἀναγνωρίζονται καί πάλι ἔντονα στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰώνα ὡς βασική παράμετρος γιά τήν εἰρήνη.

Στήν ἑλληνική γλώσσα, παράλληλα μέ τή λέξη θρησκεία, γιά νά ἀποδοθεῖ ἀκριβέστερα ἡ ἰδιαίτερη μορφή πού ἔλαβε ἡ θρησκεία σέ συγκεκριμένους λαούς καί τόπους, χρησιμοποιεῖται καί ὁ ὅρος θρήσκευμα. Ὡς πρός τόν ὁρισμό τῆς θρησκείας παρατηρεῖται ἀρκετή ποικιλία. Θά μπορούσαμε γενικά νά τήν προσδιορίσουμε ὡς ἕνα πολυδύναμο σύστημα δοξασιῶν, πεποιθήσεων, βιωμάτων καί ἀρχῶν συμπεριφορᾶς, πού σχετίζονται μέ τό Ὑπερβατικό, τό Ἱερό, τό Ἅγιο, τήν Ὑπέρτατη Πραγματικότητα καί πού ἐπηρεάζουν διαχρονικά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί κοινωνία. Μέ τά συστήματα αὐτά, πού διαμορφώθηκαν ἱστορικά σέ ὀργανωμένα σύνολα, ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίσθηκε νά ἀντιμετωπίσει τά βαθύτερα, τά ὁριακά προβλήματα τῆς ζωῆς του.

Ἄς δοῦμε πιό εἰδικά μερικές χαρακτηριστικές γραμμές ἀπό τήν πρώτη ὁμάδα θρησκευμάτων πού ἀναπτύχθηκαν μέ κεντρική ἰδέα τήν παγκόσμια ἁρμονία τοῦ κόσμου. Σ᾽ αὐτήν ὑπάγονται ὁ Ἰνδουισμός, ὁ Τζαϊνισμός, ὁ Βουδδισμός, ὁ Κομφουκιανισμός καί ὁ Ταοϊσμός. Πρόκειται γιά θρησκευτικά μορφώματα τῆς Ἰνδίας καί τῆς Κίνας.

Ἡ πολύπτυχη θρησκευτική παράδοση τῶν Ἰνδῶν περικλείει σέ σμικρογραφία τους περισσότερους τύπους θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Σέ πολλά ἰνδουιστικά κείμενα τονίζεται ἡ ἐσωτερική ἡσυχία, ἡ εἰρήνη. «Εἰρήνη ἄς ὑπάρχει στή γῆ καί σέ ὅλο τό ἀέρινο διάστημα. // Εἰρήνη ἄς ἁπλώνεται στούς οὐρανούς, εἰρήνη στά νερά, εἰρήνη στά φυτά καί εἰρήνη στά δέντρα. // Εἴθε ὅλοι οἱ θεοί νά μοῦ χαρίσουν εἰρήνη. // Μέ αὐτή τήν ἐπίκληση εἰρήνης ἄς διαχυθεῖ εἰρήνη. // Μέ αὐτή τήν εἰρήνη καταπραΰνω τά σκληρά. // … Μέ αὐτή τήν εἰρήνη κατευνάζω ὅλα τά κακά, ὥστε νά ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη. // Εἴθε τό καθετί γιά μᾶς νά εἶναι εἰρηνικό», διαβάζουμε στήν Ἀθάρβα Βέντα (19.9.14). «Ὁ Κύριος ζεῖ στήν καρδιά κάθε δημιουργήματος… κατάφυγε τελικά σ᾽ αὐτόν. Μέ τή χάρη του θά βρεῖς τήν ὑπέρτατη εἰρήνη καί τήν κατάσταση πού εἶναι πέρα ἀπό κάθε ἀλλαγή», ἐπισημαίνει τό κλασικό ἰνδικό ἔργο τῆς Μπαγκαβάτ Γκιτά (18, 61-62).

Οι σχολές του Ινδουισμού

Στόν Ἰνδουισμό ὑπάρχουν σήμερα πολλές σχολές καί παραφυάδες πού σχολιάζουν καί ἑρμηνεύουν μέ μεγάλη εὐελιξία τίς ἰνδουιστικές ἀπόψεις. Ἕνας διακεκριμένος μελετητής τῆς σανσκριτικῆς γλώσσας καί τῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς τῆς Βεντάντα, ὁ Swami Dayananda Saraswati, διευκρινίζει: Ἡ Μπαγκαβάτ Γκιτά (12.13) ὁρίζει τό ὥριμο πρόσωπο ὡς «ἕναν ὁ ὁποῖος εἶναι τελείως ἐλεύθερος ἀπό μίσος πρός ὁποιοδήποτε ὄν καί τοῦ ὁποίου ἡ ἀγάπη καί συμπάθεια ἀγκαλιάζει ὅλα τά ὄντα». «Ἀρχίσαμε τή νέα χιλιετία μέ πολλές ἐλπίδες καί προσδοκίες ἀλλαγῆς», σημειώνει ὁ Sri Mata Amritanandamayi Devi, σύγχρονος Ἰνδός θρησκευτικός ἡγέτης. «Ἡ ἐσωτερική ἀλλαγή πρέπει νά συμβεῖ στόν ἑαυτό μας. Διότι μόνον ὅταν σύγκρουση καί ἄρνηση φύγουν ἀπό μέσα μας, θά μπορέσουμε ἀληθινά νά ἔχουμε ἕνα ρόλο στήν ἐγκαθίδρυση τῆς εἰρήνης».

Ἕνα ἀρχαιότατο ἰνδικό θρησκευτικό σύστημα, πού ὑποστήριζε μέ πάθος τήν ἀποφυγή βίας, τήν «ἀχίμσα», εἶναι ὁ Τζαϊνισμός, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, ἀπορρίπτει τήν πίστη σέ θεούς ἤ Θεό. Ἡ «ἀχίμσα», δηλαδή ἡ μή βία, τό μή βλάπτειν, δέν ἀποτελεῖ γιά τούς τζαϊνιστές ἠθικό μόνο σκοπό, ἀλλά ἀκόμη μεταφυσική ἀρχή, καθοριστική τῆς πορείας πρός τή λύτρωση. «Ἀνοχή, σέ τελική ἀνάλυση, εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά νά ἐλευθερώσουμε τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς χειροπέδες τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, τῆς ἀλαζονείας καί τῆς προκαταλήψεως, τοῦ μίσους καί τῆς βιαιότητος, τῆς φυλετικῆς διακρίσεως καί τοῦ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ», γράφει ὁ τζαϊνιστής L.M. Singhvi.

Πολύ μεγάλη ἐπίδραση, σέ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους σέ διάφορες χῶρες, εἶχε καί ἔχει ὁ Βουδδισμός. Ὅλες οἱ σχολές του τόνισαν μέ ἰδιαίτερη σαφήνεια καί ἔνταση τήν ἐσωτερική εἰρήνη, καί κατ᾽ ἐπέκταση τήν κοινωνική. Ἕνα ἀρχαῖο βουδδιστικό βιβλίο, ἡ Ἀνγκουτάρα Νικάγια (στ. 322), δηλώνει: «Αὐτό εἶναι εἰρήνη. Αὐτό εἶναι τό ὑπέροχο, δηλαδή ἡ εἰρήνη ὅλων τῶν ὁρμεμφύτων. Τό σβήσιμο τῆς ἐπιθυμίας, ἡ ἀπάθεια, τό σταμάτημα, ἡ νιρβάνα» (νιρβάνα σημαίνει τό ὑπέρτατο ἀγαθό, διότι εἶναι τό ἀπόλυτο τέρμα ὅλων τῶν παρορμήσεων καί τῶν παθῶν πού προκαλεῖ τό κακό − πρβλ. Dhammapada 96). «Ὅπως ἡ βαθιά λίμνη εἶναι καθαρή καί ἥσυχη, ἔτσι, ἀκούοντας τίς βουδδιστικές διδασκαλίες καί κατανοώντας τες, ὁ σοφός γίνεται καθ᾽ ὑπερβολήν εἰρηνικός» (Dhammapada 82· πρβλ. Anguttara Nikaya III, 34).

Ὁ Βουδδισμός εἶναι κατεξοχήν μοναχισμός καί ἀναφέρεται συνήθως στήν ἐσωτερική ζωή τοῦ μοναχοῦ. Ἡ Sutta Nipata (919-20) ἐξηγεῖ: «Ὁ μοναχός ἀναζητεῖ τήν εἰρήνη μέσα του καί ὄχι κάπου ἀλλοῦ». Στή σημερινή ἐποχή ὁ λόγος τῶν βουδδιστῶν ἡγετῶν ἔχει προσαρμοσθεῖ μέ ἐπιτυχία στήν εἰρηνιστική γλώσσα. «Γιά τόν Βουδδισμό, τό θεμέλιο τῆς πραγματοποιήσεως τῆς εἰρήνης δέν ἔγκειται στήν ἰσορρόπηση δυνάμεων, ἀλλά στήν ὑπερνίκηση τοῦ φυσικοῦ μας ἐνστίκτου νά σκεπτόμαστε μέ ὅρους “ἐμεῖς καί αὐτοί”», ἐξηγεῖ ὁ Chimo Iwagami, τέως πρόεδρος τῆς Βουδδιστικῆς Ὁμοσπονδίας.

Το επεισόδιο με τον Βούδδα

Χαρακτηριστικό γιά τήν ἀπόλυτη ἄρνηση χρήσεως βίας εἶναι ἕνα ἐπεισόδιο ἀπό τή ζωή τοῦ Βούδδα: Ἕνας στρατηγός τῆς γειτονικῆς χώρας Κοσάλα πλησίασε τήν Καπιλαβάστου, τήν πρωτεύουσα τῆς χώρας τῶν Σάκυας, μέ τόν στρατό του. Μετά τή συνάντηση μέ τόν Βούδδα, ὁ στρατηγός ἀποφάσισε νά μήν εἰσβάλει στήν Καπιλαβάστου καί ὑποχώρησε μέ τόν στρατό του. Ἀργότερα, στήν τρίτη προσπάθεια τοῦ στρατηγοῦ, ὁ μαθητής τοῦ Βούδδα Μογγαλάνα εἰσηγήθηκε νά ἀντισταθοῦν στήν εἰσβολή. Ὁ Βούδδας ὅμως ἀρνήθηκε. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ὁ στρατός εἰσβολῆς ἐξολόθρευσε ὁλόκληρη τή φατρία Σάκυα.

Ἔτσι, τελικά, ὁ Βούδδας δέν ἐπέτρεψε οὔτε κἄν προστατευτική πράξη. Ἀλλά καί ἡ ἰσχυρότατη προσωπικότητα καί ἡ φήμη του δέν κατόρθωσαν νά σώσουν τήν εἰρήνη. Ὁ Βούδδας τελικά διατύπωσε μιά ἀλήθεια, ἡ ὁποία διασώζεται στήν Dhammapada: «Ἀκόμα καί ἄν κάποιος εἶναι νικητής πάνω σέ ἕνα ἑκατομμύριο ἐχθρούς στό πεδίο τῆς μάχης, αὐτός πού εἶναι νικητής πάνω στόν ἑαυτό του εἶναι ὁ ἀληθινός νικητής». Καί ἀλλοῦ, στό ἴδιο βιβλίο: «Τό μίσος δέν ὑπερνικᾶται μέ μίσος. Τό μίσος ὑπερνικᾶται μόνο μέ τήν ἐγκατάλειψη τοῦ μίσους. Αὐτό εἶναι αἰώνια ἀλήθεια».

Θά ἦταν λάθος ὅμως νά δοῦμε τούς βουδδιστές ἀδιάφορους γιά τά ἐθνικά τους προβλήματα. Στόν προηγούμενο αἰώνα οἱ βουδδιστές μοναχοί πῆραν σημαντικές πολιτικές καί ἐθνικές πρωτοβουλίες. Ὁ ἀγώνας γιά τήν εἰρήνη, σέ πολλές περιπτώσεις, συνδέθηκε μέ τόν πόθο γιά ἀνεξαρτησία καί γιά τή διατήρηση τῆς ἰδιοτυπίας τοῦ κάθε λαοῦ. Στή δεκαετία τοῦ 1960, στίς αἱματηρές ἀναμετρήσεις μεταξύ τῶν κυβερνήσεων Βορείου καί Νοτίου Βιετνάμ, μέ πρωτοβουλία τῶν βουδδιστῶν, ἄρχισε μιά μή-βίαιη ἐκστρατεία, ἀναζητώντας τόν «τρίτο δρόμο» γιά ἕνα οὐδέτερο Βιετνάμ, πού θά ἀνέπτυσσε τή δική του πολιτιστική ταυτότητα (Programme of the Buddist Socialistic Block, 1967).

Στή βουδδιστική αὐτήν κίνηση προσχώρησαν καί ἄνθρωποι διαφορετικῶν πίστεων καί παραδόσεων, συστρατευόμενοι γιά τήν εἰρήνη καί τήν ἀνεξαρτησία. Ὅταν στίς 16 Μαΐου 1967 μιά νεαρή βουδδίστρια, ἡ Νάτ Τσί Μάι, αὐτοπυρπολήθηκε σάν «ἕνας δαυλός στή μαύρη νύκτα», τίς ἐπιστολές καί τά ποιήματά της ἀνέλαβε νά δημοσιεύσει −μιά ὑπόθεση πολύ ἐπικίνδυνη− ἕνας ρωμαιοκαθολικός διανοούμενος, ὁ π. Ngouyen Ngots Lan.

Ὁ σημερινός 14ος Δαλάι Λάμα, ὁ Tenzin Gyatso, διακηρύσσει: «Ὅσο περισσότερο κατανοοῦμε ὁ ἕνας τή νοοτροπία τοῦ ἄλλου, τόσο πιό πολλά μποροῦμε νά μάθουμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον. Καί τόσο εὐκολότερα μποροῦμε νά ἀναπτύξουμε τόν σεβασμό καί τήν ἀνεκτικότητα στή δική μας ζωή καί στή συμπεριφορά μας πρός ἀλλήλους. Αὐτό ὁπωσδήποτε θά βοηθήσει στήν αὔξηση τῆς εἰρήνης καί τῆς φιλίας ἀνά τόν κόσμο».

Ἡ πολύπτυχη κομφουκιανή διδασκαλία

Μιά βιαστική ἀναφορά καί στήν παραδοσιακή κινεζική θρησκευτικότητα. Ἡ πολύπτυχη κομφουκιανή διδασκαλία ἐπιμένει στόν ὀφειλόμενο ἀπό ὅλους σεβασμό στόν νόμο καί τήν τάξη, καί προβάλλει ὡς ἰδανικό τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας τήν εἰρηνική συνύπαρξη σέ πλήρη συμφωνία μέ τήν παγκόσμια ἁρμονία. Ἐξ ἄλλου, στόν Ταοϊσμό τονίζεται ἡ ἀξία τῆς ἐσωτερικῆς ἠρεμίας καί ἡ σημασία της γιά τήν κοινωνική ζωή. «Οἱ ἄνθρωποι δέν καθρεπτίζονται σέ τρεχούμενο νερό. Καθρεπτίζονται στό ἥσυχο νερό», διαβάζουμε στό βιβλίο Tsouang Tsou.

Τό νόημά του εἶναι ὅτι μόνον ἕνα πρόσωπο πού βρίσκεται σέ εἰρήνη μέ τόν ἑαυτό του μπορεῖ νά εἰρηνεύσει καί ἄλλους (πρβλ. Tao te Tsing, 4· Tao te Tsing, 56). Σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο, μιλώντας γιά τούς διάφορους ἡγεμόνες, γράφει: «ἡ ἁπλότητα, ἡ ὁποία δέν ἔχει ὄνομα, εἶναι ἐλεύθερη ἀπό ἐπιθυμίες. Ὄντας ἐλεύθερη ἀπό ἐπιθυμίες εἶναι ἥσυχη. Καί ὁ κόσμος θά εἶναι σέ εἰρήνη ἀπό μόνος του» (Tao te Tsing, 37). Ἡ γενικότερη γραμμή τοῦ Ταοϊσμοῦ εἶναι ἡ ἀποδοχή τῆς φυσικῆς ροῆς τῶν πραγμάτων.

Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος

 Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) γεννήθηκε το 1929. Μετά τις σπουδές και τη χειροτόνησή του, πραγματοποίησε ιεραποστολικό έργο στην Αφρική. Μεταπτυχιακές σπουδές στην θρησκειολογία και την εθνολογία στη φιλοσοφική σχολή του Αμβούργου και του Μαρβούργου στη Γερμανία, όπου και δίδαξε Νεοελληνική Γλώσσα και Φιλολογία. Από το 1976 τακτικός καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και διετέλεσε κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής. Το 1981 επέστρεψε στην Αφρική ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής. Στη δεκαετία που παρέμεινε εκεί πραγματοποίησε πολυσχιδές έργο. Έχει διατελέσει επίσκοπος Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τον Ιανουάριο 1991 ορίσθηκε Πατριαρχικός Έξαρχος στην Αλβανία. Λίγο αργότερα εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας. Από τη θέση αυτή αναστήλωσε εκ των ερειπίων την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, πραγματοποιώντας ένα πρωτοφανές εκκλησιαστικό και κοινωνικό έργο σε αντίξοες συνθήκες. Παραλλήλως είχε έντονη διεθνή δράση, συμμετέχοντας σε κορυφαίες επιτροπές και στην Κεντρική Επιτροπή του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Λόγω του έργου του το 2000 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Έχει τιμηθεί με πολλές διεθνείς διακρίσεις. Είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και συγγραφέας πολλών βιβλίων.

https://slpress.gr/idees/i-armonia-tou-kosmou-stis-anatolikes-thriskeies/?fbclid=IwAR3v2yl3PDdzqmMje6PowIwSCtKU_bSWQZyBBK6FlejtILH6fzqid-wpfLo
 24 Δεκεμβρίου 2018 


Ιερό Σπήλαιο & Ναός της Γεννήσεως – Βηθλεέμ.
Το αστέρι στην τοποθεσία όπου θεωρείται ότι γεννήθηκε ο Χριστός.

11α. 

Αποδείξεις περί της ιστορικότητας του προσώπου του Ιησού

Θρησκεία με τεράστια εξάπλωση και με­γαλύτερη ακόμα επιρροή στη διαμόρφω­ση του κυρίαρχου κόσμου και του πολιτι­σμού του ο Χριστιανισμός δεσπόζει στις ζωές της ανθρωπότητας εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Αν και ακούγεται σαν παραδοξότητα, ο χριστιανισμός με τη μορφή που τον γνωρίζουμε εμείς δεν έχει ως ιδρυτή του τον… Ιησού Χριστό. Πράγματι ο Χριστός δεν επιδίωξε να εξαπλωθεί ο λόγος του εκτός των ιουδαϊκών συνόρων. Τίποτα δεν πιστοποιεί μια πα­ρόμοια φιλοδοξία. Κάτι τέτοιο εξάλλου θα προϋπέ­θετε μια γραπτή μαρτυρία, η οποία θα αποτελούσε θεμέλιο λίθο για τη διάδοσή της. Έτσι ο χριστιανι­σμός του… Χριστού δεν είναι πάρα το αποτέλεσμα που προήλθε από τη συνεκτική ομάδα δώδεκα αν­θρώπων γνωστότερων υπό τον όρο οι Απόστολοι, οι οποίοι ομολόγησαν μια νέα πίστη πάνω από έναν κενό τάφο που αποδίδεται ότι φιλοξένησε για λίγο το σκήνωμα του Ιησού.

Ιστορικές μαρτυρίες

Η ιστορική τεκμηρίωση της φυσικής παρουσί­ας του Ιησού του Ναζωραίου βασίζεται σε πηγές οι οποίες ελέγχονται σύμφωνα με τους κανόνες της ιστορικής επιστήμης. Με αυτό τον απαραίτη­το διαχωρισμό, άλλος είναι ο Ιησούς του θεολογι­κού δόγματος και των αμέτρητων πιστών και άλ­λος αυτός του οποίου διερευνάται η ανθρώπινη - ιστορική υπόσταση. Εδώ θα ασχοληθούμε – δεν θα μπορούσε καν να γίνει διαφορετικά – με την ιστορικότητα του προσώπου και τις αμιγώς ιστο­ρικές πηγές που την πιστοποιούν, πλάι πάντα και στα θεολογικά κείμενα που παραθέτουν τις δικές τους αναφορές.

Αν και οι περισσότεροι μελετητές της Βίβλου συ­γκλίνουν στην άποψη πως υπήρξε ο ιστορικός Ιη­σούς, δεν είναι λίγοι και εκείνοι που το αμφισβη­τούν στηριζόμενοι κυρίως στην ανεπάρκεια των ιστορικών πηγών. Έτσι μοιραία έχουμε τις αμιγώς ιστορικές πήγες και τις χριστιανικές πηγές. Αυτός ο διαχωρισμός είναι αναγκαίος, γιατί άλλο είναι η θεολογία και άλλο η επιστήμη της Ιστορίας. Επιπλέ­ον, σύμφωνα πάντα με τον παραπάνω διαχωρισμό, έχουμε αυτούς που υποστηρίζουν την ιστορικότητα του Ιησού (δίχως να τη συγχέουν με τη θεολογική - θεϊκή του φύση) και εκείνους που την αμφισβητούν. Σχετικά λοιπόν με την ιστορικότητα του προ­σώπου του Ιησού, τα πράγματα γίνονται εξαιρετικά περίπλοκα, μια και ο ίδιος δεν άφησε κανένα γρα­πτό τεκμήριο της διδασκαλίας του. Έτσι μοιραία προστρέχουμε σε μαρτυρίες τρίτων, οι οποίες προ­σθέτουν, όπως είναι φυσικό, έναν ακόμα βαθμό δυσκολίας για την αντικειμενικότητά τους, την κα­θαρότητα των σκοπών τους και εν τέλει την επάρκειά τους.

Φλαβιανή μαρτυρία

Η παλαιότερη ιστορική μαρτυρία που σχετίζεται με την ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού, εί­ναι αυτή που προέρχεται από τον Ιουδαίο ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο (περ. 37-100 μ.Χ.). Στο έργο του «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» (20 βιβλία) κάνει δύο ανα­φορές στον Ιησού (στα βιβλία XX και XVIII). Η πρώτη απ’ αυτές, η μεγαλύτερη σε έκταση, είναι διεθνώς γνωστή ως «Φλαβιανή Μαρτυρία» («Testimonium Flavianum»).

«Έτσι, εκείνη περίπου την εποχή υπήρχε ο Ιη­σούς, ένας σοφός άντρας – αν είναι θεμιτό να τον αποκαλείς άνθρωπο, διότι επιτελούσε θαυμαστά έργα –, ένας δάσκαλος των ανθρώπων που λαβαί­νουν την αλήθεια με ευχαρίστηση. Έλκυσε κοντά του και πολλούς από τους Ιουδαίους και πολλούς από τους Εθνικούς. Αυτός ήταν ο Χριστός· και όταν ο Πιλάτος, μετά από πρόταση που του έκαναν οι εξέχοντες άντρες μεταξύ μας, τον καταδίκασε στο σταυρό, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν τον εγκα­τέλειψαν αρχικά, διότι εμφανίστηκε σε εκείνους και πάλι την τρίτη μέρα, όπως τα είχαν προείπει οι θεϊκοί προφήτες και δέκα χιλιάδες άλλα θαυ­μάσια πράγματα σχετικά με αυτόν· και η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκε από αυτόν, δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα».

Η αυθεντικότητα του αποσπάσματος έχει αμφι­σβητηθεί έντονα από πλήθος ιστορικών ήδη μερι­κές δεκαετίες αργότερα από τα πρώτα εκείνα χρό­νια. Συγκεκριμένα, ο θεολόγος και ιστορικός Ωριγένης (περ. 185 - περ. 251) αναφέρει πως ο Ιώσηπος δεν πίστευε ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας, συνεπώς θεωρείται απίθανο να τον εγκωμίαζε έτσι στο κείμενό του. Η σύγχρονη ιστοριογραφία αντιμετώπισε με ιδιαίτερη δυσπιστία μέρος της συγκεκριμένης αναφοράς. Η αυθεντικότητα του κειμένου αμφι­σβητήθηκε και σχεδόν από το σύνολο των ιστορι­κών αναγνωρίστηκε χριστιανική επέμβαση στην αναφορά του Ιώσηπου. Μάλιστα ο σύγχρονος ιστο­ρικός Κεν Όλσον υποστηρίζει ότι η εμβόλιμη παρά­γραφος συμφωνεί καθ’ όλα με τον τρόπο γραφής του Ευσέβιου της Καισάρειας, που έζησε τον 3ο και 4ο αιώνα.

Ο ιστορικός Γκέζα Βέρμες προχώρησε περισσό­τερο με το να αποκαταστήσει τη «Φλαβιανή Μαρ­τυρία». Έτσι αφαίρεσε όλες εκείνες τις εμβόλιμες παρεμβολές των χριστιανών, οι οποίες προδόθη­καν από το διαφορετικό ύφος γραφής όπως αυτό προέκυψε από συγκριτικές υφολογικές μελέτες, από τους διάφορους σολοικισμούς, άλλα και από την ασυμφωνία που προέκυπτε από τη μεταγενέ­στερη αντιγραφή του ίδιου κειμένου από διάφο­ρους αρχαίους συγγραφείς. Ο Γκέζα Βέρμες μας παρέδωσε τη δική του εκδοχή για την αυθεντική «Φλαβιανή Μαρτυρία» αφαιρώντας τη χριστιανι­κή «προσθετική»:

«Έτσι, εκείνη περίπου την εποχή υπήρχε ο Ιη­σούς, ένας σοφός άντρας… Διότι επιτελούσε θαυμαστά έργα – ένας δάσκαλος των ανθρώπων που λαβαίνουν την αλήθεια με ευχαρίστηση. Έλκυσε κοντά πολλούς από τους Ιουδαίους [και πολλούς από τους Εθνικούς;]. Αυτός [αποκαλού­νταν] Χριστός. Και όταν ο Πιλάτος, μετά από πρό­ταση που του έκαναν οι εξέχοντες άντρες μεταξύ μας, τον καταδίκασε στο σταυρό, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν τον εγκατέλειψαν… και η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκε από αυτόν, δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα».

Ερχόμαστε τώρα στη δεύτερη και βραχύτερη αναφορά του Ιουδαίου ιστορικού. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σύντομη και έμμεση αναφορά, που γίνεται επίσης στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία».

«Ο Άννας […] κάλεσε το δικαστήριο και έφερε ενώπιόν του τον αδελφό τού Ιησού, του λεγόμενου Χριστού, και του οποίου το όνομα ήταν Ιάκω­βος, και μερικούς άλλους»…

Το απόσπασμα αυτό, σε αντίθεση με τη «Φλαβιανή Μαρτυρία», δεν αμφισβητείται από την πλει­ονότητα των ιστορικών. Μάλιστα, μας παραδίδε­ται ακριβώς ίδιο από όλους τους αρχαίους ιστορι­κούς.

Αυτές όλες κι όλες αποτελούν τις δυο πρώτες ιστορικές μαρτυρίες περί της ιστορικότητας του Ιησού, του «λεγόμενου και Χριστού».

Η «μαρτυρία» του Τάκιτου

Η αμέσως επόμενη πηγή μας είναι ο Ρωμαίος ιστορικός Πόπλιος Κορνήλιος Τάκιτος (περ. 56 -περ. 117 μ.Χ.). Στο έργο του «Annales» (όπου κα­ταγράφει την ιστορία της Ρώμης από το 14 έως το 68 μ.Χ.), αναφέρει, στα 115 μ.Χ. περίπου, τον όρο χριστιανισμό και το όνομα «Christus»: λατι­νικά γραμμένη η ελληνική λέξης «Χριστός». Ανα­φερόμενος στο 64 μ.Χ., ο Τάκιτος καταγράφει τη μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στη Ρώμη επί Νέ­ρωνα. Εκεί κάνει λόγο για τη σταύρωση του Χρι­στού.

«Ο Νέρων υπέδειξε άλλους ως ενόχους και υπέβαλε σε ιδιαίτερες τιμωρίες εκείνους τους οποίους ο λαός μισώντας τους για τις ανομίες τους ονόμαζε χριστιανούς. Εκείνος από τον οποί­ον προήλθε το όνομα είναι ο Χριστός, ο οποίος θανατώθηκε επί της βασιλείας του Τιβέριου, όταν Έπαρχος ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Η προς καιρόν κατασταλείσα ολέθρια δεισιδαιμονία εμφανίστηκε πάλι όχι μόνο στην Ιουδαία, την εστία αυτού του κακού, αλλά και στην Πόλη (Ρώμη), όπου από παντού μαζεύονται και ακούγονται όλα τα κακά και τα αισχρά».

Ωστόσο και αυτή η ιστορική μαρτυρία καθώς φαίνεται δεν αντέχει στην επιστημονική βάσα­νο των ιστορικών. Έτσι θεωρείται αμφιλεγόμενη, κυρίως γιατί ο Τάκιτος δεν αναφέρει τις πηγές του για την επίμαχη πληροφόρηση. Δεύτερον, βασι­κή πηγή του Τάκιτου υπήρξαν τα ρωμαϊκά αρχεία. Αν εκεί γινόταν αναφορά, θα γινόταν με το όνο­μά του, Ιησούς, κι όχι Χριστός, δηλαδή Μεσσίας, όπως τον αποκαλούσαν οι οπαδοί του. Κατά τρίτο λόγο, στα ρωμαϊκά αρχεία ο Πόντιος Πιλάτος θα ονομαζόταν Νομάρχης (αξίωμα που είχε) και όχι Έπαρχος (αξίωμα που δεν είχε). Έτσι πολλοί ιστο­ρικοί υποστηρίζουν ότι εδώ ο Τάκιτος βασίστηκε σε χριστιανικές μαρτυρίες και όχι σε αξιόπιστες πηγές.

Χαρακτηριστική είναι η θέση που διατύπωσε ο Σαρλς Γκουίγκνμπερτ, ένας διαπρεπής Γάλλος ιστορικός, ο οποίος υποστηρίζει την ιστορικότητα του Ιησού: «Όσο υπάρχει η πιθανότητα ο Τάκιτος να κατέγραψε τα λεγόμενα των Χριστιανών στο έργο του ως ιστορική αλήθεια, η παράγραφος παραμένει εντελώς άχρηστη».

Η συνέχεια για τις υπόλοιπες χριστιανικές και εξωχριστιανικές πηγές στο επόμενο τεύχος.

 http://www.topontiki.gr/article/15751/
apodeixeis-peri-tis-istorikotitas-toy-prosopoy-toy-iisoy

16/4/2011


 Golgotha(skull Hill) Where Jesus was crucified

11β.
Αποδείξεις περί της ιστορικότητας του προσώπου του Ιησού

Τόσο στο περασµένο µας σηµείωµα όσο και σε αυτό, όπως γίνεται φανερό, οι απο­δείξεις περί της ιστορικότητας του Ιησού, εκτός από ανεπαρκείς και ισχνές, είναι και έντονα αµφισβητούµενες διά γυµνού οφθαλ­µού. Επίσης, σε σύγκριση µε τα όσα περιγράφουν οι χριστιανικές πηγές, όλη αυτή η κοσµοχαλασιά γύρω από τη διδασκαλία του Ιησού και την επιρροή του στον γεωγραφικό χώρο που έδρασε, δεν ανα­φέρεται ουδόλως σε κάποιο εξωχριστιανικό ιστο­ρικό κείµενο της εποχής αλλά και µεταγενέστερο. Έτσι µένουµε στην καλή πίστη των ιερών κείµενων, τα οποία ευαγγελίζονται εκτός από την ανθρώπινη και τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού.

Πλίνιος και Σουητώνιος

Μια ακόµα µαρτυρία, η οποία ωστόσο δεν γίνε­ται δεκτή από τους περισσότερους ιστορικούς ως σοβαρή, είναι αυτή του νοµικού και ρήτορα Πλίνι­ου Κεκίλιου Σεκούνδου του Νεότερου, που έζησε περίπου την περίοδο 61-113 µ.Χ. Στις «Επιστολές» του που διασώθηκαν σε 19 τόµους, γίνεται µια µι­κρή αναφορά, η οποία όµως δεν αξιολογείται ως αξιόπιστη. Μάλιστα δεν αναφέρεται καν στο πρό­σωπο του «Christus», αλλά στους οπαδούς του. Φέρεται λοιπόν στο απόσπασµα αυτό ο Πλίνιος να ενηµερώνει τον αυτοκράτορα Τραϊανό για τις συ­νήθειες των χριστιανών. Ιδού το χαρακτηριστικό απόσπασµα:

[...] συνήθιζαν να συνέρχονται καθορισµένη µέρα πριν την ανατολή του ήλιου και να αναπέµπουν ύµνο στον Χριστό όπως σε θεό και εδένοντο µε αµοιβαίο όρκο, όχι για κάποιο έγκληµα, αλλά ότι δεν θα διέ­πρατταν απάτη, ληστεία ή µοιχεία, δεν θα παρέβαναν την πίστη τους, ούτε θα αρνούνταν την ιερή τους παρακαταθήκη, ακόµη κι αν τους δίκαζαν [...]. «Επι­στολή 10, 96», Πλίνιος.

Η επιστολή αυτή, όπως µπορεί να γίνει εύκολα φανερό, δεν µπορεί να αποτελέσει ισχυρή από­δειξη για το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού, µάλιστα ο ιστορικός Σαρλς Γκουίγκνµπερτ την απορρίπτει εντελώς ως ιστορικό στοιχείο, λέγοντας: «Μόνο οι πιο αφελείς αποδέχονται αυτό το κείµενο ως επιχεί­ρηµα υπέρ της ιστορικότητα του Ιησού». Το σχετι­κό λοιπόν περιεχόµενο της επιστολής που µιλά για τους πρωτοχριστιανούς, εκτός από αναξιόπιστη, εί­ναι και πολύ µεταγενέστερη, µια και θεωρείται έρ­γο των άρχων του 2ου αιώνα.

Ακόµα πιο αµφισβητήσιµη είναι η λακωνικότα­τη αναφορά του Ρωµαίου ιστορικού Σουητώνιου, ο οποίος έζησε περίπου από το 70 ως το 160 µ.Χ. Στο πλήρως διασωσµένο έργο του, που αφορά τη ζωή των δώδεκα πρώτων αυτοκρατόρων της Ρώµης, ο ιστορικός, συγκεκριµένα στον «Βίο του Κλαυδίου» αναφέρεται στο διάταγµα του αυτοκράτορα (49 ή 53 µ.Χ) µε το οποίο οι Ιουδαίοι της Ρώµης εξορίζο­νταν απ’ αυτήν, δίχως ωστόσο να γίνεται διάκριση σε χριστιανούς και µη χριστιανούς Ιουδαίους.

Iudaeos impulsore Chresto assidue tumultuants Roma expulit (Τους Ιουδαίους που δηµιουργούσαν θόρυβο στη Ρώµη υποκινούµενοι από τον «Χρι­στό» τους εξόρισε). «Βίοι των 12 Καισάρων», Σου­ητώνιος.

Στο λατινικό κείµενο αναφέρεται το όνοµα Chresto, όπως δηλαδή πολλά µεταγενέστερα κεί­µενα αναφέρουν έτσι το όνοµα του Χριστού. Αυτό το ιστορικό γεγονός, για το οποίο γίνεται λόγος στο απόσπασµα του Σουητώνιου, αναφέρεται και στις «Πράξεις των Αποστόλων». Ο διάσηµος ιστορικός Ρόµπερτ Γκρέιβ καθώς και πολλοί άλλοι θεωρούν το Chresto παραλλαγή του ονόµατος Christus ή αλλιώς ότι πρόκειται για ορθογραφικό λάθος των ιστορικών της εποχής. Αυτό που είναι ακόµα πιο σί­γουρο είναι ότι το όνοµα Chrestus ήταν ένα διαδε­δοµένο όνοµα εκείνη την εποχή, ειδικά ανάµεσα στα ονόµατα των σκλάβων. Είναι λοιπόν φανερή η µεγάλη επισφάλεια που έχουµε ως προς το να ταυ­τίσουµε το όνοµα στη µια ή στην άλλη του εκδοχή µε ένα πρόσωπο δίχως ουσιαστικά κανένα συγκε­κριµένο χαρακτηριστικό. Επίσης από τους ιστορι­κούς επισηµαίνεται το γεγονός ότι ο Σουητώνιος ονοµάζει Εβραίους τους οπαδούς του Χριστού και όχι Χριστιανούς.

Έκλειψη ηλίου

Ο Θαλλός, ιστορικός συγγραφέας της Μέσης Ανατολής, έζησε τον 1ο µ.Χ. αιώνα. Ό,τι σώζεται από το έργο του είναι αναφορές τρίτων, κυρίως του Ιώσηπου, του Ιουστίνου και του Τερτιλιανού. Η µαρτυρία του σχετικά µε τον Ιησού είναι ακόµα πιο οµιχλώδης, µια και επικαλείται ως πηγή τον χριστι­ανό συγγραφέα Ιούλιο Αφρικανό, ο οποίος έγραψε σχετικά µε την έκλειψη ηλίου κατά τα γεγονότα της σταύρωσης του Ιησού. Το κείµενο αυτό χρονο­λογείται το 211 µ.Χ.

[…] Σε όλο τον κόσµο κυριάρχησε ένα φοβερό σκοτάδι, και οι πέτρες έπεσαν από σεισµό, και πολ­λά µέρη στην Ιουδαία και σε άλλες επαρχίες έπεσαν κάτω. Τούτο το σκότος ο Θαλλός, στο τρίτο βιβλίο των «Ιστοριών» του, το εξηγεί ως έκλειψη του ηλί­ου, πράγµα παράλογο κατά τη γνώµη µου. Καθώς οι Ιουδαίοι εορτάζουν το Πάσχα τη 14η μέρα, σύμφω­να με τη σελήνη, και η σταύρωση του Σωτήρα μας πέφτει την ημέρα πριν το Πάσχα, και μια έκλειψη του ηλίου παίρνει μέρος μόνον όταν η σελήνη έρ­χεται κάτω από τον ήλιο…». «Χρονικά XVIII», Ιούλι­ος Αφρικανός.

Το απόσπασμα αυτό αμφισβητείται ήδη από εκείνα τα χρόνια, μάλιστα έτυχε και της ειρωνι­κής απαντήσεως του Κέλσου στον «Περί Αληθεί­ας Λόγο».

Έμμεση και ασαφής είναι και η αναφορά του γνωστού μας Λουκιανού, του ελληνομαθούς Σύ­ριου σοφιστή του 2ου μ.Χ. αιώνα. Στο έργο του «Περί της Περεγρίνον τελευτής» κάνει αναφορά στους πρώτους χριστιανούς. Ας σημειωθεί ότι η πηγή είναι αρκετά μεταγενέστερη του Ιησού, όταν ο χριστιανισμός ήταν ήδη μια γνωστή θρησκεία.

[…] Εκείνοι αισθάνονταν αυτόν ως Θεό τους και νομοθέτη τους, τον ανακήρυξαν προστάτη τους και ακόμη εξακολουθούν να σέβονται τον άνθρωπο αυτόν, που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη, επειδή εισήγαγε στη ζωή τους τη νέα αυτή θρησκεία […] έπεισαν τον εαυτό τους οι δυστυχείς ότι θα γίνουν αθάνατοι και πως θα ζήσουν αιώνια και γι’ αυτόν το λόγο περιφρονούν το θάνατο και με τη θέλησή τους πολλοί θυσιάζονται. Ο νομοθέτης αρχηγός τους, τους έπεισε ότι όλοι οι άνθρωποι θα ήταν δυνατό να ζουν αδελφωμένοι και από τότε άρχισαν να αλλά­ζουν θρησκεία, να αρνούνται τους θεούς των Ελλή­νων, να προσκυνούν εκείνον το σοφιστή που σταυ­ρώθηκε και να ζουν σύμφωνα με τους νόμους του.

Χριστιανικές πηγές

Με τις χριστιανικές πηγές τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ έχουμε πλήθος αναφορών, πράγμα φυσιολογικό γιατί πάνω στη μαρτυρία αυτών των κείμενων συστάθηκε η νέα – τότε – θρησκεία. Το κατά πόσο αυτές οι μαρτυρίες απο­τελούν και ιστορικά τεκμήρια είναι και αυτό ένα ζήτημα με πολλές όψεις και περισσότερες εκδο­χές. Έτσι η παρουσία του Ιησού «γεμίζει» τις σε­λίδες της Καινής Διαθήκης – από τα Ευαγγέλια ως τις «Επιστολές του Παύλου» και τις «Πράξεις των Αποστόλων». Ωστόσο εδώ, όπως ήδη επιση­μάναμε, πρόκειται για θρησκευτικά κείμενα και για κανέναν λόγο δεν συγκροτούν ιστορικά τεκ­μήρια, πάρα το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς – υπάρχει πλήθος ιστορικών πλη­ροφοριών γύρω από την εποχή των γεγονότων που περιγράφουν.

Οι επιστολές του Παύλου

Είναι γνωστό ότι ο Απόστολος Παύλος, τον οποίο – ειρήσθω εν παρόδω – πολλοί θεωρούν ως τον βασικό θεμελιωτή του χριστιανισμού, έστειλε επιστολές σε διάφορα πρόσωπα και εκ­κλησίες ανάμεσα στο 48 και 68 μ.Χ. Από δεκα­τέσσερις επιστολές στο σύνολο τους του απο­δίδονται οι δεκατρείς, μια και αυτή «Προς του Εβραίους» είναι ανυπόγραφη. Σύμφωνα με μέ­χρι τώρα έρευνες πάνω στην αυθεντικότητα των επιστολών, οι επτά τουλάχιστον αποδίδονται με σιγουριά στον Απόστολο Παύλο.

Τα Ευαγγέλια

Τα Ευαγγέλια αποτελούν την πιο πλήρη πηγή πληροφοριών για τον Ιησού καθώς αναφέρουν πλείστες όσες λεπτομέρειες, γραμμένες μάλιστα από τους λεγόμενους ευαγγελιστές. Άλλα και εδώ τα πράγματα είναι εξαιρετικά μπερδεμένα, έτσι ώστε να δημιουργηθούν διάφορες σχολές που υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη άποψη.

Αρχικά τα Ευαγγέλια του Κανόνα ήταν ανώνυ­μα και ατιτλοφόρητα κείμενα. Ο συσχετισμός του με τα γνωστά πρόσωπα Ματθαίο, Μάρκο, Λουκά και Ιωάννη έγινε αργότερα, τον 2ο μ.Χ. αιώνα.

Τα τρία πρώτα ευαγγέλια μοιράζονται ένα πλήθος κοινών ιστοριών, γεγονότων και πληρο­φοριών, έτσι που το ένα να μοιάζει σαν αναπα­ραγωγή του άλλου. Αυτή η διαπίστωση οδήγησε τους μελετητές στη διατύπωση διαφόρων εκδο­χών. Έτσι έχουμε τους μελετητές εκείνους που υποστηρίζουν ότι τα Ευαγγέλια γραφτήκαν από τους ανθρώπους που τα υπογράφουν. Άλλοι πά­λι ισχυρίζονται μέσα από τις δικές τους έρευνες ακριβώς την αντίθετη άποψη: ότι αυτά τα κείμε­να δεν ανήκουν στους γνωστούς μας ευαγγελι­στές. Σύμφωνα πάντα με τις πιο τελευταίες και αξιόπιστες έρευνες, το Κατά Μάρκο και μια άλλη πηγή που ονομάζεται έγγραφο Q αποτέλεσαν τη βάση για τη συγγραφή των Κατά Ματθαίον και Κατά Λουκά Ευαγγελίων. Υπάρχει ωστόσο και η Αυγουστιανή υπόθεση που υποστηρίζει ότι το Κατά Ματθαίον γράφτηκε πρώτο και το Κατά Μάρκον υπήρξε προϊόν περιλήψεώς του. Η πρώ­τη εκδοχή χρονολογεί το Κατά Μάρκον πριν από το 70 μ.Χ. και τα Κατά Ματθαίον και Κατά Λουκά μεταξύ 80-90 μ.Χ. Η δεύτερη χρονολογεί τα συ­νοπτικά Ευαγγέλια πριν από το 70 μ.Χ και τέλος το Κατά Ιωάννη συνήθως το τοποθετούν γύρω στο 90-100 μ.Χ.

http://www.topontiki.gr/article/16029/
apodeixeis-peri-tis-istorikotitas-toy-prosopoy-toy-iisoy
23/4/2018



12.
Αντίδοτο στη θρησκευτική α-νοησία.

Διερωτήσεις για τα κοινώς αυτονόητα, ερωταποκρίσεις αναζήτησης αφετηριακών ορισμών. Τι ακριβώς εξακολουθούμε να γιορτάζουμε με τη «γιορτή» των Χριστουγέννων στις δυτικού τύπου κοινωνίες μας σήμερα;

Μάλλον αυτό που λέει η λέξη: Τη γέννηση του Χριστού, άσχετα με το τι νομίζει ο καθένας για τον Χριστό. Αν ήταν, λ.χ., ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ή αν ήταν μόνο ιδρυτής μιας ακόμη θρησκείας. Ή απλώς ένας χαρισματικός ηθικολόγος, ξεχωριστός φιλόσοφος, ρομαντικός κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Αναγνωρίζουμε όλοι αυτονόητα τον ξεχωριστό ρόλο του Χριστού στην ανθρώπινη Ιστορία και αφηνόμαστε στη συνήθεια να γιορτάζουμε τη γέννησή του.

Για το πρώτο ενδεχόμενο, να ήταν ο Θεός που έγινε άνθρωπος, τι λογικά ερείσματα (ερείσματα κοινωνούμενης εμπειρίας) μπορεί να έχει ένας σημερινός, στις δυτικού τύπου κοινωνίες, άνθρωπος; Πώς ο Χριστός, ένα ιστορικά εντοπισμένο ανθρώπινο άτομο με τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης, μπορεί να ήταν η ίδια η Αιτιώδης Αρχή των υπαρκτών, ο Θεός δημιουργός του σύμπαντος;

Στο πλαίσιο του βίου μας σε δυτικού τύπου κοινωνίες σήμερα, μοιάζει να μην υπάρχει η γλώσσα τόσο για την αναζήτηση όσο και για την απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Κάποτε οι άνθρωποι πάλευαν κατά προτεραιότητα να αποκρυπτογραφήσουν το αίνιγμα της ύπαρξης των υπαρκτών, όπως παλεύουν σήμερα να μάθουν τα μυστικά της ύλης για να εκμεταλλευτούν την ύλη. Κάθε πάλη γεννάει την αναγκαία για το εγχείρημα γλώσσα. Άλλη γλώσσα για την έρευνα του υπαρκτικού γεγονότος, άλλη για την αποτελεσματικότητα της χρησιμοθηρίας.

Σήμερα, οι εκπρόσωποι του θεσμοποιημένου σε «επικρατούσα θρησκεία» εκκλησιαστικού γεγονότος μάς μιλάνε για την ενανθρώπιση του Θεού με τη γλώσσα όχι της πάλης για να φωτιστεί το αίνιγμα της ύπαρξης, αλλά με την κυρίαρχη γλώσσα της χρησιμοθηρικής αποτελεσματικότητας. Μας μιλάνε για το «αγαπάτε αλλήλους» που είπε ο Χριστός και είναι φανερό ότι το καταλαβαίνουν σαν συνταγή ωφελιμιστικής ηθικολογίας – θα μπορούσε να το έχει πει και ο Μαχάτμα Γκάντι. Μας μιλάνε και για την «ειρήνη» που ευαγγελίστηκε ο Χριστός, θαυμάσιο και αυτή κομφόρ της φυτικής ευζωίας μας. Κυρίως, μας μιλάνε με πλήθος τυποποιημένα αυτονόητα, λέξεις και φράσεις που λειτουργούν μόνο ως θρησκευτικά κλισέ, δίχως το παραμικρό αντίκρισμα εμπειρικής αμεσότητας, όπως όλες οι αξιωματικές αρχές των ιδεολογημάτων και τα δογματικά a priori.

Καταιγισμός κηρυγμάτων, πλημμυρίδα έντυπου θρησκευτικού λόγου, ραδιοφωνικές συχνότητες που πουλάνε θρησκεία για ψυχολογική κατανάλωση. Και το καίριο, το ζωτικό ερώτημα αναπάντητο: Πώς ο άγνωστος, απρόσιτος, «πάντων επέκεινα» Θεός, ο ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, μπορεί να ταυτίζεται με βρέφος ανθρώπινο σε φάτνη αλόγων; Ποια πρόταση ερμηνείας του υπαρκτικού γεγονότος μπορεί να φωτίσει αυτόν τον παραλογισμό; Να καταφύγουμε στην ευκολία της «υπερφυσικής» αλογίας, δηλαδή σε μαγικές ερμηνείες άμπρα-κατάμπρα; Μα με την επίκληση του «υπερφυσικού» ο άνθρωπος έχει σκαρώσει πολλά θρησκευτικά μυθεύματα. Ποτέ ο λόγος της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν κατέφυγε στο πρόσχημα του «υπερφυσικού» και αυτόν τον εκκλησιαστικό λόγο απηχούσε ο Ντοστογιέφσκι όταν κατάγγελλε «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» σαν τις τρεις πανίσχυρες δυνάμεις του κακού που δουλώνουν τον άνθρωπο.

Πρόταση εμπειρικής ψηλάφησης «νοήματος» των Χριστουγέννων εκθέτει με διακριτική προσήνεια Ισαάκ ο Σύρος και η γραφή του επιβιώνει άκρως επικαιρική κάπου δεκατρείς αιώνες. Δέξου την ταπεινοφροσύνη, λέει ο μέγας Ισαάκ, είναι η μόνη εμπειρική πιστοποίηση που μπορεί να έχει ο άνθρωπος υπαρκτικής ελευθερίας από τη φύση του. Αν φτάσεις σε αυτήν την εμπειρική πιστοποίηση θα έχεις βεβαιωθεί ότι η ταπεινοφροσύνη «στολή Θεότητός εστιν. Ο γαρ Λόγος ο ενανθρωπήσας αυτήν ενεδύσατο και ωμίλησεν ημίν δι’ αυτής εν τω σώματι ημών».

Στην πάλη για ερμηνευτικό φωτισμό του υπαρκτικού αινίγματος, πρώτο είναι το πρόβλημα της ελευθερίας. Όχι της ελευθερίας ως δυνατότητας επιλογών, όπως σήμερα νηπιωδώς την κατανοούμε, αλλά της ελευθερίας από τους περιορισμούς που επιβάλλουν στην ύπαρξή μας οι δεδομένες αναγκαιότητες της φύσης μας: η υποταγή στον χρόνο, στον χώρο, στη φθορά, στον θάνατο. Και το πρώτο που ενδιαφέρει είναι αν η ελευθερία από τη φύση μπορεί να περιλαμβάνεται στα ενδεχόμενα του υπαρκτικού γεγονότος.

Η ερμηνευτική πρόταση της εκκλησιαστικής εμπειρίας βλέπει στα Χριστούγεννα απτή (ιστορικά σαρκωμένη) την ελευθερία της ύπαρξης του Θεού από κάθε αναγκαιότητα προκαθορισμού που θα προϋπέθετε η θεία φύση ή ουσία του. Είναι Θεός, αλλά είναι και υπαρκτικά ελεύθερος από τη θεότητά του, ελεύθερος να υπάρξει «κενωτικά» και ως άνθρωπος – στην ενανθρώπισή του ψηλαφείται ο θρίαμβος της υπαρκτικής ελευθερίας του προσώπου του έναντι της φύσης του. Αντίστοιχα, η εκ νεκρών ανάσταση του Χριστού είναι η απτή ελευθερία του από τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε.

Νοήματα όλα αυτά άκρας σχετικότητας παγιδευμένα μέσα στα όρια του κόσμου μας που είναι και όρια της γλώσσας μας. Γι’ αυτό και εύκολα διολισθαίνουν στο ιδεολόγημα. Το γνωρίζει, ασφαλώς επώδυνα, Ισαάκ ο Σύρος και συνετά η δική του ερμηνευτική των Χριστουγέννων πρόταση αποφεύγει την παγίδα των νοημάτων. Καλεί στην άμεση εμπειρική ψηλάφηση της ερμηνείας, στην έμπρακτη σπουδή του τρόπου της υπάρξεως που ελευθερώνει από τις προδιαγραφές της φύσης. Και αυτός ο τρόπος είναι η «κένωση», η ταπεινοφροσύνη. «Πας ο αμφιεσάμενος αυτήν, την στολήν εν η ωράθη ο κτίστης αμφιέννυται» – σπουδάζει στο κορμί του την ελευθερία από την κτιστότητα.

Η «αποκάλυψη» που κομίζει η εκκλησιαστική εμπειρία είναι όλη κι όλη τρεις λέξεις: «Πατήρ», «Υιός», «Πνεύμα». Δηλώνουν την Αιτιώδη Αρχή του υπαρκτού ως ελευθερία από την οντική ατομικότητα τη φυσικά ή ουσιαστικά προκαθορισμένη. Και ελευθερία από τον ατομοκεντρισμό δεν σημαίνει άρνηση της αυτοσυνείδητης ετερότητας, αλλά πραγμάτωσή της μέσα από την υπαρκτική δυναμική της σχέσης, της αυθυπέρβασης, της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι ηθική ποιότητα, αλλά ο τρόπος υπάρξεως της Θεότητας, ο τρόπος της ελευθερίας.

Το όνομα «Πατήρ» δεν παραπέμπει σε ατομικό εγώ, αλλά στη σχέση με τον «Υιό» και το «Πνεύμα», το ίδιο και καθένα από τα άλλα δύο ονόματα. Και αυτόν τον τρόπο της ύπαρξης ως ελευθερίας τον αποκάλυψε το βρέφος της Βηθλεέμ φορώντας σάρκα ταπεινή, δηλαδή ψηλαφητή την «στολήν της Θεότητος».

Πέρα από την απελπιστική πλημμυρίδα θρησκευτικής κηρυγματικής α-νοησίας υπάρχει, δώρο ζωής ανεκτίμητο, Ισαάκ ο Σύρος.

Χρήστος Γιανναράς

 ''Καθημερινή''  24/12/2005

http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/
xrhstos_giannaras/kathimerini_religious_inanity_antidote.htm