Το μυστήριο που το λέμε πορτρέτο.
Η Μαργαρίτα που διαβάζει , 35Χ32, Λάδι σε μουσαμά, 2017
Συνομιλία με τον ζωγράφο Κωνσταντίνο Κερεστετζή
Μια ζωγραφική πορεία τριάντα χρόνων, με σταθερή αναφορά στο ανθρώπινο πρόσωπο, παρουσιάζει η αίθουσα τέχνης «Chalkos Gallery» στη Θεσσαλονίκη με πορτρέτα του Κωνσταντίνου Κερεστετζή. Λάδια, σχέδια και ακουαρέλες φανερώνουν, όχι την εμμονή με την πιστότητα της αναπαράστασης αλλά το πώς ο δημιουργός συναντά μέσα από την απτή πραγματικότητα που έχει μπροστά του, μια άλλη, εσωτερική πραγματικότητα: του μοντέλου και τη δική του. Εν είδει αναδρομικής, δείχνεται η σχέση του ζωγράφου με το πορτρέτο από τα χρόνια της σπουδής στην Αθήνα, αργότερα στο περίφημο μουσείο Πράδο της Ισπανίας, στους δρόμους του Φαναρίου στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και μέσα στα κελιά των μοναχών του Αγίου Όρους. Οι μορφές που έχει συνάξει γύρω του ο Κερεστετζής, όσες συνάντησε τυχαία, όσες θήρευσε και όσες αγάπησε μέσα από την τέχνη του, αιωρούνται μεταξύ φυσικού και ζωγραφικού, θέτοντας ερωτήματα γύρω από τα ζητήματα του ορατού και του πνευματικού στην τέχνη.
Αυτοπροσωπογραφία, 18Χ24, Λάδι σε μουσαμά, 1994
Στα πρόσωπα που ζωγραφίζεις τι είναι δικό σου;
Η αυτοπροσωπογραφία είναι μια σταθερή αναφορά για τον ζωγράφο που ασχολείται με το πορτραίτο… είναι ένα θέμα στο οποίο συχνά πυκνά επιστρέφω ως συνθήκη συνάντησης με τον εαυτό. Η ίδια αναζήτηση όμως μεταφέρεται και σε κάθε άλλο πορτραίτο. Τον εαυτό μας ψάχνουμε τελικά σε ό,τι κάνουμε. Έτσι, όταν αντιμετωπίζεις με ειλικρίνεια τον εαυτό και τον κόσμο και καταφέρνεις να συλλάβεις λεπτές ποιότητες από την ψυχοσύνθεση και τον χαρακτήρα του ανθρώπου που ποζάρει, τότε γίνεσαι ένας καθρέπτης που ο άλλος μπορεί να αναγνωρίσει και να συνειδητοποιήσει κάτι για τον εαυτό του εκεί… Αυτό είναι και το πιο ζόρικο του πράγματος, γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που οι άνθρωποι δεν ικανοποιήθηκαν από τα πορτρέτα που τους έχω κάνει, επειδή ακριβώς δεν τα ωραιοποιώ, αφού το αίτημα μου είναι η αλήθεια και η καθαρότητα του βλέμματος και όχι η κολακεία.
Σε ποιο βαθμό αυτή η προσέγγιση είναι υποκειμενική;
Όταν μου λένε κάποιοι «έτσι είμαι;» Τους απαντώ… «ειλικρινά δεν ξέρω πώς είσαι, αλλά τώρα έτσι σε βλέπω και έτσι μπορώ να σε ζωγραφίσω». Το πώς είναι ο άλλος είναι και θα παραμείνει ένα μεγάλο μυστήριο, ένα ερωτηματικό, που δεν απαντιέται ούτε με ένα έργο, ούτε με χίλια. Εμείς όμως αναζητούμε πάντα αυτό το καθαρό και αληθινό βλέμμα για να μετατρέψει την τέχνη μας από υποκειμενική σε αντικειμενική και, κατά συνέπεια, σε διαχρονική.
Ποιο πρόσωπο σε έχει «βασανίσει»;
Ποιο δεν μπορείς με τίποτα να το «πιάσεις»;
Μου πρότειναν κάποτε κάποιον στην Ισπανία να μου ποζάρει μιας και είχε πολύ ελεύθερο χρόνο. Μετά από μιάμιση ώρα ζωγραφικής του είπα πως δεν δύναμαι άλλο να συνεχίσω. Με ρώτησε γιατί κι επικαλέστηκα προσωπικό πρόβλημα. Η αλήθεια όμως ήταν άλλη: ο άνθρωπος αυτός είχε μιας βαριάς μορφής κατάθλιψη κι έπαιρνε αγωγή. Η άρρωστη αυτή ενέργειά του, με επηρέαζε. Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να παρατηρείς, πώς η κατάσταση του άλλου επιδρά πάνω σου και κατ’ επέκταση στην ζωγραφική. Πάντως, τα πιο καλά πορτρέτα προκύπτουν συνήθως πάντα μέσα από τον συντονισμό ζωγράφου – μοντέλου. Όταν δεν συντονίζονται οι χρόνοι και οι ενέργειες, τότε όλοι δυσκολεύονται και αυτό συνήθως συμβαίνει όταν μου ποζάρουν μικρά παιδιά.
Ευτέρπη, 26Χ32, Μολύβι σε χαρτί, 2009
Μιλάμε, λοιπόν, για συν-δημιουργία.
Πάντα ευχαριστώ τα μοντέλα μου για την πόζα, γιατί το έργο «μαζί το κάνουμε». Αν δεν συμμετέχει ενεργά το μοντέλο στην πόζα, με μια «ενεργητική παθητικότητα» - όσο κι αν αυτό ακούγεται οξύμωρο ή αντιφατικό -, δεν μπορώ να κάνω σωστή δουλειά. Όταν βαριέται και υποφέρει, υποφέρω κι εγώ. Όταν όμως είναι «παρών», τόσο ο ζωγράφος όσο και το μοντέλο και βρίσκονται σε κατάσταση εσωτερικής ησυχίας, αυτό βοηθά πολύ στη συγκέντρωση. Επιδρά η ενέργεια του μοντέλου στον ζωγράφο, όπως και του ζωγράφου στο μοντέλο. Δεν είναι μια σχέση ουδέτερη, στατική, απεναντίας θα έλεγα, εκεί υπάρχει κάτι το πολύ ζωντανό και ενεργειακό μεταξύ τους.
Νιώθεις ότι ζωγραφίζεις ανθρώπους του καιρού μας;
Ότι στα πρόσωπα αυτά καταγράφεις μια συνθήκη της εποχής;
Υπάρχει η ζωγραφική που κατόρθωσε να μας δώσει εξαιρετικά πορτραίτα που ακόμα μας συγκινούν βαθειά παρά τον χρόνο που πέρασε από πάνω τους. Κατάφερε να τα κάνει διαχρονικά και για πάντα ζωντανά, ενώ άλλα μοιάζουν να μην αντέχουν στο χρόνο. Αυτό δεν έχει να κάνει με την φόρμα ή την αισθητική ή με την εποχή. Έχει να κάνει με το ζωντανό βίωμα του ζωγράφου μέσα από την κατάσταση του «Εδώ και Τώρα»… Όταν δεν υπάρχει η εμπειρία της ζωντανής σχέσης με το «Παρόν» στην ζωγραφική τότε η ζωγραφική γίνεται ή μνήμη ή φαντασία, δηλαδή ή παρελθόν ή μέλλον, αλλά όχι «παρόν» . Το παράδειγμα του Μόραλη είναι χαρακτηριστικό - που αυτόν τον καιρό το μουσείο Μπενάκη του έχει μια θαυμάσια αναδρομική έκθεση - τα πρώτα του πορτραίτα λοιπόν είναι πιο σύγχρονα και ζουμερά από όλες τις μετέπειτα παραγγελίες που έκανε και ο λόγος είναι απλός: δεν αναζητούσε και κατά συνέπεια δεν δρούσε από την στιγμή, μέσα από την κατάσταση του «Εδώ και Τώρα». Δρούσε μέσα από μια αισθητική μνήμη και μια ζωγραφική που ανήκανε στο χθες. Αν βάλεις κοντά κοντά τα παλιότερα πορτραίτα με τα μεταγενέστερα που έφτιαξε από φωτογραφίες, θα δεις πόσο πιο ζωντανά και πειστικά εν τέλει, είναι τα παλαιότερα. Το αίσθημα είναι που κάνει το έργο μοντέρνο. Όταν το αίσθημα είναι ζωντανό και γνήσιο, τότε για πάντα θα είναι φρέσκο. Θα έχεις την αίσθηση ότι έγινε μόλις τώρα… Το αίσθημα που αναδύθηκε από το τώρα θα ανήκει για πάντα στο τώρα. Αυτό είναι που το κάνει το πορτραίτο διαχρονικά ενδιαφέρον. Αυτό το ξέρω καλά και από το γεγονός, ότι, όποτε προσπάθησα να μιμηθώ ένα δικό μου πετυχημένο παλαιότερο πορτρέτο, καταλάβαινα πάντα πόσο ανόητος γινόμουν. Δεν ωφελεί σε τίποτα να πηγαίνεις με a priori ιδέες γιατί η πραγματικότητα είναι από την φύση της ανατρεπτική.
Ο Νίκος, 24Χ30, Λάδι σε μουσαμά, 2011
Ακούγεται κάπως οξύμωρο, ειδικά από εσένα, γιατί είσαι από τους ζωγράφους που έχουν κατακτήσει με σκληρή σπουδή, τον τρόπο μεγάλων μαστόρων όπως ο Ελ Γκρέκο και ο Βελάσκεθ. Αυτοί δεν έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στο πορτρέτο σου;
Με όση απορία και θαυμασμό στέκεσαι μπροστά στο μυστήριο της φύσης, με την ίδια απορία και θαυμασμό να είσαι μπροστά και στα έργα των μεγάλων Δασκάλων. Αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει, αυτός είναι και βαθιά νυχτωμένος! Αυτός, όμως, που βλέπει το έργο του Βελάσκεθ σαν ένα μεγάλο ερωτηματικό, σαν κάτι το μυστηριακό, αυτός είναι που το ζει ζωντανά, και θα έχει γεύση από αυτό το μεγαλείο. Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η πίστη: είτε μελετάς ένα πορτρέτο, ζωγραφισμένο από τον Βελάσκεθ, είτε ένα πορτρέτο εκ του φυσικού, στην ουσία πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Ένα από αυτά που ανακάλυψα σε αυτούς τους ζωγράφους είναι ότι συνεχώς διορθώνανε! Ήταν ζωντανή η σχέση τους με το έργο. Με ρώτησε κάποτε η εξαίρετη Κάρμεν Γκαρίδο, συντηρήτρια του μουσείου του Πράδο: «ξέρεις μέσα από τις ακτινογραφίες πώς καταλαβαίνουμε πότε ένα έργο είναι του δασκάλου και πότε των μαθητών του; Του δασκάλου έχει λάθη, αντιθέτως του μαθητή δεν έχει».
Το λάθος μπορεί να κάνει ένα έργο μεγάλο;
Ο Φασιανός το έχει καταλάβει, γι’ αυτό δεν σβήνει τα λάθη του, τα αφήνει να υπάρχουν μέσα στον πίνακα, σαν κομμάτι της ιστορίας του έργου. Δεν πρέπει να φοβάται ο ζωγράφος το λάθος και στην ουσία η ζωγραφική είναι ένα λάθος που συνεχώς προσπαθούμε να το βελτιώσουμε. Φοβάμαι την ζωγραφική που φοβάται να κάνει λάθος.
Και πώς προχωράς λοιπόν;
Ακολουθώντας τον δρόμο της αίσθησης. Αυτό ανακαλύπτεις μελετώντας κοντά στους μεγάλους ζωγράφους του μουσείου. Στο έργο τους βλέπεις αυτό το βάθεμα στην κατάσταση της αίσθησης, την οποία υπηρετούνε πιστά, μέχρι το τέλος της ζωής τους, δημιουργώντας έργα τέτοιας ωριμότητας, που θα ήταν αδύνατο να μπορούσαν να κάνουν στα νιάτα τους. Ενώ ο Μόραλης – για να επιστρέψω στο παράδειγμά του – ενώ θα μπορούσε να το πάει με συνέπεια μέχρι τέρμα, κάπου στη μέση της διαδρομής οι επιρροές της εποχής του με την ψευδομοντερνισμό τόσο του Γκίκα όσο και των άλλων συγχρόνων του, τον έκαναν φλύαρο, εγκεφαλικό, σχεδόν διακοσμητικό θα έλεγα, καταλήγοντας σε μία επίπεδη, διακοσμητική ζωγραφική, χάνοντας όλο αυτό το ζωντανό αίσθημα που είχε κάποτε στο ξεκίνημά του.
Λευτέρης Χ., 24Χ30, Λάδι σε μουσαμά, 2011
Αν έβαζες κάποιους σταθμούς σε αυτή την τριαντάχρονη πορεία;
Θα ανέφερα πρώτα την συνάντησή μου με τον Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλο το 1987 πριν ακόμα πάω στην Α.Σ.Κ.Τ. Είναι από τους σύγχρονους ζωγράφους - δασκάλους με την παλαιά όμως έννοια του όρου… ουσιαστικός και μη συμβατικός. Ζωγραφίζοντας μαζί του είδα τον «Δρόμο», το συνεχές της ζωγραφικής τέχνης μέσα στο χρόνο μέχρι σήμερα. Προπάντων είδα και κατάλαβα μέσα από τον αγώνα του, τί σημαίνει να αγωνίζεσαι για ένα τίμιο και καθαρό βλέμμα στον κόσμο μέσα από την καθαρότητα των σχέσεων του τόνου του χρώματος και της φόρμας. Όταν πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών αυτό χάθηκε… πλανεύτηκα. Στο όνομα του προσωπικού ύφους και του στυλ, άρχισα να κάνω έργα με επιρροές που δεν είχαν να κάνουν ούτε με την ζωή μου αλλά ούτε και με την ιδιοσυγκρασία μου σαν άνθρωπο, και έτσι αυτό το φυσικό και αυθόρμητο βλέμμα που είχα το έχασα. Αντί λοιπόν να προσπαθώ να δω και να καταλάβω τον κόσμο, τον παραμόρφωνα, τον αρνιόμουν και έτσι κατ’ επέκταση, αρνιόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό. Πάλι με την βοήθεια του Παπατριανταφυλλόπουλου, μπόρεσα και βγήκα από αυτό το σκοτεινό και αδιέξοδο «πηγάδι». Ένιωσα όμως πλέον έντονα μέσα μου, σχεδόν με βία θα έλεγα, ότι αν δεν μορφωθώ και στερεωθώ κοντά στους μεγάλους Δασκάλους, θα χαθώ. Γι’ αυτό κι έφυγα στην Ισπανία πριν ακόμα τελειώσω την σχολή προκειμένου να μελετήσω αυτή τη ζωγραφική που στέκει αγέρωχη τόσους αιώνες.
Είχα τη μεγάλη τύχη να δω στην Ισπανία έναν κατάλογο του Λούβρου με τον τίτλο «Από τον Τέρνερ στον Πικάσο». Εκεί μέσα λοιπόν ανακάλυψα ότι όλοι όσοι σήμερα θεωρούνται πραγματικοί μεγάλοι ζωγράφοι , όλοι περάσανε από την σπουδή του μουσείου, ζωγράφοι σαν τον Ντεγκά, τον Σεζάν, τον Μανέ, τον Ματίς τον Πικάσο μέχρι και τον Μόντριαν. Όλοι τους έκαναν αυτή τη σπουδή. Εκεί, ένιωσα την επιβεβαίωση πως είμαι σε καλό δρόμο. Όμως ήταν ένας δρόμος πολύ μοναχικός, καθότι δεν υπήρχαν άλλοι νέοι ζωγράφοι . Απεναντίας, υπήρχαν οι λεγόμενοι «κοπίστες» μέσα στο μουσείο που ζωγράφιζαν με απώτερο σκοπό την πώληση. Σχεδίασα πάρα πολύ, κάνοντας κατά καιρούς και κάποια χρώματα, για να επαληθεύσω όλα αυτά που καταλάβαινα, και όταν δεν το κάνεις με απώτερο σκοπό να το εμπορευτείς, τότε έχεις την πολυτέλεια ενός καθαρού πεδίου έρευνας και μελέτης.
Μετά τη σπουδή στο Πράδο, πώς συνεχίζεις;
Το ζήτημα που προέκυψε ήταν πως θα μεταφέρω αυτή γνώση στην επαφή μου με τη φύση. Θέλησα να δω τον άνθρωπο και τον κόσμο μέσα από την αισθητική του Ελ Γκρέκο και αργότερα του Βελάσκεθ. Κατάλαβα όμως ότι αυτό τελικά δεν γίνεται και εν τέλει δεν έχει και νόημα, παρ’ όλες τις επίμονες, επίπονες και πολυετείς προσπάθειες που έκανα… Έτσι χρειάστηκε να ξαναγυρίζω πολλές φορές ταπεινωμένος στα πράγματα, γυμνός από την όποια αισθητική του μουσείου. Παραιτήθηκα λοιπόν από όλη αυτή τη προσπάθεια και άφησα την γνώση να υπάρχει απλά στο υποσυνείδητο μου και μέσα από εκεί να επιδρά στο έργο μου. Καθώς λοιπόν ακολούθησα ένα δρόμο στο μουσείο χωρίς δάσκαλο, που να ξέρει τι πρέπει να κάνουμε, και τι να μην κάνουμε, ανάμεσα στα πολλά καλά που πήρα, πήρα και κάποια στραβά. Γι αυτό θα έλεγα ότι το μουσείο όσο υποστηρικτικό και μορφωτικό είναι, άλλο τόσο επικίνδυνο είναι για να πλανηθεί κανείς.
Παναγιώτης Β, 40Χ53, Λάδι σε μουσαμά, 2013
Ένιωσες εγκλωβισμένος;
Ναι, εγκλωβισμός είναι το να θες να δεις τον κόσμο μέσα από την αισθητική του βλέμματος ενός άλλου ζωγράφου επάνω στα πράγματα γιατί έτσι παραγκωνίζεις και αναβάλλεις την αναζήτηση της δικής σου οπτικής. Είναι δύο τελείως διαφορετικές καταστάσεις. Το δικό σου βλέμμα είναι το ζητούμενο, το μυστήριο. Όμως δεν μπορείς να το αναζητήσεις πραγματικά και σε βάθος αν δεν γνωρίσεις και δε χαθείς μέσα στα βλέμματα των άλλων. Εμένα έχω να αναζητήσω μέσα από την τέχνη μου για το ποιος είμαι πραγματικά, τι νιώθω, τι βλέπω, πως είμαι… και τότε είναι που ανοίγει και αναπτύσσεται η συνείδηση που φέρνει την ελευθερία στον άνθρωπο,
Και η γνώση που υπάρχει;
Αυτή υπάρχει και με τον καιρό τείνει να γίνει σώμα, «Είναι».
Τώρα που βρίσκεται το βλέμμα σου;
Τώρα, έχεις έναν κύκλο ανθρώπων που σε παρακολουθεί, σε πιστεύει.
Υπάρχει μία σταθερά στη σχέση μου με τη ζωγραφική, η σπουδή. Καθ’ όλη την ζωγραφική μου πορεία, δεν έχω πάψει να επιστρέφω πάντα και να σχεδιάζω σαν μαθητής εκμαγεία από αγάλματα. Επιστρέφω στο άγαλμα γιατί με αυτόν τον τρόπο ακονίζεται σαν μαχαίρι η προσοχή μου. Όταν δεν μπορώ να νιώσω τη ζωγραφική σαν προσευχή, σαν μια κατάσταση διαλογισμού, δε νιώθω ότι ζωγραφίζω πραγματικά. Εκεί τότε όλες μου οι προσπάθειες, αποσκοπούν στο να μπω μέσα στην κατάσταση για να μπορέσω να ζωγραφίσω. Έτσι, ενώ για τον κόσμο είμαι ζωγράφος λόγω του μέχρι σήμερα έργου μου, μέσα μου αυτό δεν είναι δεδομένο, καθότι με τον ζωγράφο συναντιέμαι μόνο όταν ισορροπώ μέσα από την κατάσταση της ζωντανής διπλής προσοχής, και αυτή η κατάσταση δεν είναι μηχανική. Δεν είναι δεδομένο, ούτε αυτονόητο τίποτα. Κάθε φορά οφείλεις να ξαναβρίσκεσαι με τις πραγματικές ανάγκες του Τώρα. Κι αυτό σημαίνει άσκηση.
Μαργαρίτα Ν., 32Χ50, Λάδι σε μουσαμά, 2017
Τί θα πει ζωγράφος;
Ο ζωγράφος πάνω απ′ όλα είναι «βλέπω» και για να είμαστε λίγο πιο ακριβείς, το φυσικό σώμα του ζωγράφου είναι τα μάτια του. Αν του βγάλουμε τα μάτια, απλά δεν θα υπάρχει. Μπορεί να υπάρξει ως ποιητής ή ως μουσικός, αλλά σίγουρα όχι σαν ζωγράφος. Η ζωγραφική λοιπόν ξεκινά από το μάτι του δημιουργού κι απευθύνεται στο μάτι του θεατή. Όλες οι πληροφορίες και τα νοήματα που την αφορούν υφίσταται μέσα στο πλαίσιο της αίσθησης της όρασης. Αυτό είναι μια αλήθεια τόσο βαθειά και ουσιαστική που πλέον την προσπερνάμε ανυποψίαστοι για το μέγεθος και την σημασία της. Αυτός είναι και ο λόγος που σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουν ατροφήσει σε τέτοιο τραγικό βαθμό τόσο τα μάτια των ζωγράφων και κατ’ επέκταση και οι δημιουργίες τους, όσο και των θεατών αδυνατώντας να δούνε και να νιώσουν την ζωγραφική. Μας μαθαίνουν ότι δεν χρειάζεται να «βλέπεις» γιατί το κάνει για σένα πλέον η φωτογραφία, δεν χρειάζεται να σχεδιάσεις, γιατί το κάνει το τάδε πρόγραμμα στο pc. Αν σε τραβήξω τώρα μία φωτογραφία με το κινητό, θα είναι αναλογικά πιστό το ίχνος της εικόνας με το πρόσωπό σου σε αυτό που θα καταγράψει η κάμερα. Εγώ, όμως, δεν θα γνωρίζω απολύτως τίποτα για το πρόσωπό σου, θα εξακολουθεί να μου είναι ξένο και άγνωστο. Αν όμως καθίσω να το κοιτάξω και προσπαθήσω να το σχεδιάσω έχοντας προσοχή και ησυχία μέσα μου, τότε βρίσκομαι μπροστά σε ένα κόσμο τελείως διαφορετικό, που όμως κρύβει ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εκεί αρχίζεις να συνειδητοποιείς πλέον ότι αυτό πού υπάρχει μπροστά σου δεν το έβλεπες αλλά αρχίζει να υπάρχει και να σου αποκαλύπτεται μέσα από το βλέμμα που με προσοχή ακουμπάς πάνω του, γιατί απλά έτσι αρχίζεις και εσύ να υπάρχεις.
Το κοινό σήμερα έχει προϋποθέσεις να «δει» το πορτρέτο;
Όταν ήμουν καθημερινά στο Πράδο, συχνά οι ξεναγοί που κάνανε τις ξεναγήσεις μου ζητούσαν να τους πω κάτι για την ζωγραφική αυτή. Αντί λοιπόν να προσθέσω επιπλέον πληροφορίες ιστορικές μυθολογικές ή βιογραφικές, τους έλεγα λοιπόν : “σταματήστε ν′ ακούτε άλλο τους ξεναγούς, σταθείτε για μισή ή για μία ώρα μέσα στο μουσείο μπροστά σε ένα έργο γνωστό ή άγνωστο και ανακαλύψτε το. Αφεθείτε στην παρουσία του χωρίς σκέψεις και λογισμούς, αφήστε το να σας πλησιάσει και τότε το έργο θα σας αποκαλυφθεί με θαυμαστό τρόπο”. Τα λόγια και οι ιδέες τυφλώνουν το βλέμμα και μας μπερδεύουν… το να μπορείς να δεις με καθαρή αίσθηση είναι πάντα το ζητούμενο.
Απόστολος Γ., 30Χ40, Λάδι σε μουσαμά, 2011
Πώς ανακαλύπτεις τον «εαυτό» στο πορτρέτο του άλλου;
Η ζωγραφική εκ του φυσικού είναι μια τελείως άλλη συνθήκη από το να ζωγραφίζεις αφηρημένα. Η πλάνη σήμερα που υπάρχει λέει ότι με την αφηρημένη τέχνη ο καλλιτέχνης είναι πιο ελεύθερος και πιο πολύ ο εαυτός του από ότι με την παραστατική ζωγραφική. Αυτό το πνεύμα το υιοθέτησαν οι σύγχρονες σχολές καλών τεχνών και αποθαρρύνουν κάθε προσπάθεια για μια ζωγραφική του βλέμματος θεωρώντας την ως κάτι ξεπερασμένο και παρωχημένο με το επιχείρημα ότι αυτά έχουν ξαναγίνει. Και ενώ μια τέχνη που επί 40.000 χιλιάδες χρόνια ήταν συνυφασμένη με την παρατήρηση της φύσης και τη μελέτη των μορφών, στον αιώνα μας ορφάνεψε από την παρατήρηση της φύσης και έμειναν μόνο οι μορφές οι οποίες από μόνες τους αδυνατούν να δώσουν στον άνθρωπο αυτό το βαθύ αίσθημα του Υψηλού και του Ιερού που φέρει όλη η προηγούμενη μεγάλη τέχνη μέσα της. Και αυτό γιατί όταν ο ζωγράφος κοιτούσε σε τέτοιο βάθος και με τέτοια ποιότητα και λεπτότητα το φως μέσα στη φύση, που μας μετέφερε και κάτι από την ενέργεια του Θεού που συνυπάρχει διάχυτη μέσα στη φύση εκφράζοντάς την με πολλές και διαφορετικές μορφές αλλά όλες είναι προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση. Απεναντίας, η αφηρημένη ζωγραφική είναι μια εκδήλωση εγωισμού που αποκόβει τον άνθρωπο από την φύση δίνοντας μια ψεύτικη αίσθηση ελευθερίας , και μη έχοντας άλλο σημείο αναφοράς παρά μόνο στον ίδιο της τον εαυτό στρέφεται γύρω από το εγώ. Ο ζωγράφος προσπαθώντας να μελετήσει και να κατανοήσει τη φύση, αρχίζει να κατανοεί τον ίδιο του τον εαυτό του, καθότι μέσα από την ετερογνωσία οδηγούμαστε στην αυτογνωσία.
Ο Χρήστος, 42Χ53, Λάδι σε μουσαμά, 2017
Κωνσταντίνος Κερεστετζής «Η ασκητική του βλέμματος», ChalkosGallery (Ιουστινιανού 21, Θεσσαλονίκη) Εγκαίνια έκθεσης: Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου στις 21.00 έως 19/1/2019
Ναούμ Π., 26Χ32, Λάδι σε μουσαμά, 2017.
Γεννήθηκε το 1969 στην Αδριανή Δράμας. Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής με τον Κώστα Μεϊμάρογλου και αργότερα με τον Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλο. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας κατά τα έτη 1989-1994 με καθηγητή τον Χρόνη Μπότσογλου και χαρακτική με τον Θανάση Εξαρχόπουλο. Από το 1993 έως το 1998 έκανε ελεύθερες σπουδές στην Ισπανία μελετώντας την ισπανική σχολή στο μουσείο του Πράδο. Έργα του ανήκουν σε πολλές ιδιωτικές συλλογές και μουσεία στην Ελλάδα και στην Ισπανία. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη.