Οι εξισλαμισμοί στη Βόρεια Ήπειρο και ο Νεκτάριος Τέρπος.


Οι εξισλαμισμοί και το παιδομάζωμα συνεχίζονται μέχρι τον ύστερο 18ο αιώνα στη δυτική Ελλάδα, την Ήπειρο και την Αλβανία και ο Κοσμάς Αιτωλός θα αναδειχθεί στον πρωτεργάτη της πάλης ενάντιά τους. Πρόδρομος και πνευματικός μέντοράς του, σχετικά άγνωστος στο ευρύτερο κοινό, υπήρξε ο Βορειοηπειρώτης ιερομόναχος από τη Μοσχόπολη, Νεκτάριος Τέρπος (γεννήθηκε μεταξύ 1675 και 1690 και απεβίωσε μεταξύ 1740 και 1741), τόσο με τη δράση του όσο και με τα βιβλία του. Ανάμεσά τους το Βιβλιάριον, καλούμενον Πίστις, το οποίο γνώρισε 12 εκδόσεις, μεταξύ 1732 και 1818.*

Η Πίστις είχε ως κύριο αντικείμενό την αντιμετώπιση των εξισλαμισμών και της αλλαξοπιστίας των ορθοδόξων. Διαβάζουμε στο προοίμιο του έργου: «Τὸ λοι­πὸν ἐ­τοῦ­το τὸ Βι­βλιά­ριον, τὸ ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νον Πί­στις, δὲν τὸ ἐ­σύν­θε­σα διὰ τοὺς σο­φοὺς καὶ γραμ­μα­τι­σμένους ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λὰ διὰ τοὺς ἀ­γραμ­μά­τους καὶ χω­ρι­κούς, ἐ­πει­δὴ εἰς ἐ­τοῦ­τα τὰ μέ­ρη τῆς Τουρ­κί­ας εὑ­ρι­σκό­με­νοι χρι­στια­νοί, πολ­λοὶ ἐ­πλα­νή­θη­καν, καὶ πλα­νοῦν­ται ἀ­πὸ ὀ­λί­γην ἀ­νάγ­κην καὶ δό­σι­μον τοῦ χα­ρα­τζί­ου, καὶ ἀρ­νοῦν­ται (φεῦ) τὸν Χρι­στόν, καὶ πα­ρα­δί­δον­ται εἰς τὰς χεῖ­ρας τοῦ δι­α­βό­λου«.

Ο Νεκτάριος χρημάτισε διδάσκαλος στη σχολή της Μοσχόπολης –τη μετέπειτα περιβόητη Νέα Ἀκαδήμια– περιόδευσε δε ως ιεροκήρυκας στη σημερινή Βόρειο Ήπειρο, Βεράτι, Σπαθία και Μουζακιά, καθώς και στη Νότια Ήπειρο μέχρι την Άρτα, ως πρόδρομος του Κοσμά Αιτωλού. Οι αντι­μωαμεθανικές και αντιτουρκικές θέσεις του οδήγησαν και στην κακοποίησή του τα Χριστούγεννα του 1724, στο χωριό Τραγότι, κοντά στο Ελβασάν. Όταν κήρυσσε παρατήρησε ότι το ακροατήριό του το αποτελούσαν 120 γυναίκες και μόλις 15 άνδρες, διότι οι υπόλοιποι είχαν αλλαξοπιστήσει. Τότε στράφηκε εναντίον του Μωά­μεθ, γεγονός που οδήγησε στον άγριο ξυλοδαρμό του:

«Ὕ­στε­ρον δὲ τὸ ἔ­μα­θαν δύ­ο ἀ­δέλ­φια Ἀ­γα­ῥη­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­σαν σουμ­πα­σά­δες, τὸ πῶς ἐ­κή­ρυ­ξα ὁ­μο­λο­γών­τας [ ] τὸν Μω­ά­μεθ ψεύ­στην καὶ πλά­νον, καὶ ἕ­ναν πρῶ­τον μα­θη­τὴν τοῦ ἀν­τι­χρί­στου. Ἦλ­θαν καὶ μὲ ηὗ­ραν εἰς τὸ σπῆτι τοῦ Πα­πά, καὶ εἶ­χεν ὁ κα­θ’ ἕ­νας ἀ­πὸ ἕ­να κον­τό­ξυ­λον ἀ­πὸ γλα­τζι­νά, καὶ κτυ­πῶν­τες ἀ­πά­νω μου ἀ­νε­λε­ή­μο­να… Εἰς ὅ­λα τὰ μέ­ρη μὲ ἐ­βά­ρε­σαν, ἀλ­λοῦ τὸ κορ­μί μου ἐ­κοκ­κί­νι­σε, καὶ εἰς πε­ρισ­σο­τέ­ρους τό­πους ἐ­μαύ­ρι­σε, καὶ ὅ,τι ἔ­κα­μαν ἡ βεν­τού­ζαις καὶ τὰ κέ­ρα­τα, καὶ χά­ρι­τι Χρι­στοῦ ἰ­α­τρεύ­θη­κα, ὅ­μως τὸ ζερ­βόν μου μπρά­τζο ἔ­μει­νε βλαμ­μέ­νο, καὶ πο­τὲ δὲν ἠμ­πο­ρῶ νὰ ἀ­να­παυ­θῶ εἰς αὐ­τὸ τὸ μέ­ρος«.

Αντιτουρκικό και αντιμουσουλμανικό κήρυγμα

Ο Τέρπος, στα κείμενα και στο κήρυγμά του, χρησιμοποιεί μια βίαιη αντιτουρκική, αντιισλαμική γλώσσα, που δύσκολα συναντούμε σε κείμενα που κυκλοφορούσαν, και μάλιστα σε τέτοια έκταση, στον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό:

«Ἀ­λή­μο­νον εἰς ἐ­κεῖ­νον τὸν ἄν­θρω­πον, ὀ­ποῦ θέ­λει νὰ ἀ­πο­θά­νῃ εἰς τὴν πε­πλα­νημέ­νην θρη­σκεί­αν τοῦ πλά­νου, καὶ ἀ­πο­στά­του [ ], τοῦ Μω­ά­μεθ, καὶ τοῦ γαμ­βροῦ αὐ­τοῦ Ἀ­λῆ, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶναι, καὶ εὑ­ρί­σκον­ται πάν­το­τε ἐν τῷ μέ­σῳ τοῦ πυ­ρὸς τῆς κο­λά­σε­ως, ὁ­μοῦ μὲ τὸν πα­τέ­ρα τους τὸν δι­ά­βο­λον. Μὴν τολ­μή­σῃ λοι­πὸν τι­νὰς νὰ λέ­γῃ ὅ­τι τοὺς Τούρ­κους ὁ Θε­ὸς τοὺς ἔ­κα­με, καὶ τοὺς ἔ­δω­σε βα­σι­λεί­ας καὶ ἐ­ξου­σί­αν…. Τοι­ού­τη λο­γὶς εἶ­ναι καὶ οἱ Τοῦρ­κοι ἀ­πά­νω μας. Θη­ρί­α λο­γι­κά, Λύ­κοι ἀ­νή­με­ροι, Ὂ­χεν­τραις φαρ­μα­κε­ραῖς, Βα­σι­λί­σκοι βλα­πτι­κοί«.

Δεδομένης της τεράστιας κυκλοφορίας των βιβλίων του –η κυκλοφορία της Πίστεως ξεπερνούσε τα 10.000 αντίτυπα– οι θέσεις του δεν πέρασαν απαρατήρητες τόσο από τους Τούρκους όσο και τους Έλληνες φιλότουρκους και «αδικητές», ακόμα και κληρικούς. Εξάλλου, παρεμβαίνει και στις κοινωνικές συγκρούσεις που ελάμβαναν χώρα στη Μοσχόπολη.

Στις αιματηρές συγκρούσεις του 1724, οι εργάτες αντιστάθηκαν στους Τουρκαλβανούς που είχαν προσκαλέσει οι «κουμπανίες». Οι δε συγκρούσεις γύρω από τη διοίκηση της πόλης, μεταξύ των «αρχόντων», των συντεχνιών, καθώς και οι διεκδικήσεις των εργατών που ζητούσαν αύξηση των ημερομισθίων, είχαν προσλάβει ενδημικό χαρακτήρα. Λίγα χρόνια μετά καταγράφεται νέα αιματοχυσία, με τη δολοφονία προεστών και μεγαλεμπόρων, μέσα στο μοναστήρι, το 1735, κατά την εορτή της Διακαινησίμου:

«Καὶ ποῖ­οι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι, ὁ­ποῦ ἔ­χουν τὸν Θε­ὸν εἰς τὰ κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τῆς κο­λά­σε­ως; Εἶναι ἐ­κεῖ­νοι ὁ­ποῦ γυ­ρεύ­ουν τὴν ἐ­ξου­σί­αν καὶ αὐ­θεν­τί­αν, καὶ νὰ στα­θοῦν κρι­τά­δες, χω­ρὶς νὰ τοὺς θέ­λῃ ἡ χώ­ρα καὶ ἡ πο­λι­τεί­α. Εἶ­ναι καὶ ἐ­κεῖ­νοι ὁ­ποῦ δί­δουν καὶ φουρ­τζά­ρουν ἄ­σπρα διὰ τὴν ἐ­ξου­σί­αν. [ ] Εἶ­ναι καὶ ἐ­κεῖ­νοι ὁ­ποῦ φέρ­νουν βα­σι­λι­κοὺς ἀν­θρώ­πους, καὶ ζη­μι­ώ­νουν τὴν χώ­ραν καὶ τὴν πτω­χο­λο­γί­αν. [ ] Ἐ­τοῦτοι εἶ­ναι ὅ­λοι μα­θη­ταὶ τοῦ δι­α­βό­λου, ὁποῦ πο­λε­μοῦν, καὶ ἐμ­παί­νουν λη­στρι­κῶς, καὶ γί­νον­ται ἄρ­χον­τες«.

Εθνική και κοινωνική διάσταση

Για το Νεκτάριο, κοινωνική και εθνική διάσταση φαίνεται να διαπλέκονται αδιάρρηκτα. Η απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία συναρτάται άμεσα με τους «πολλοὺς τοῦ Θεοῦ», τους «πτωχούς». Ο απελευθερωτικός και ελληνοκεντρικός χαρακτήρας του κηρύγματός του υπογραμμίζεται και από τις συχνές συχνή αναφορές στους αρχαίους Έλληνες: «“Ἡ καλλίτερη αρχή ὅλων τῶν πραγμάτων εἶναι ὁ θεός, μὰ ἡ κεφαλὴ ὁλονῶν τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ πίστις”, καθώς λέγει ὁ Ἀριστοτέλης». «Σωκράτης ὁ φιλόσοφος, ἔστωντας νὰ ἰδῇ κάποιον πλούσιον ἀπαίδευτον, εἶπεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἦτον σιμὰ του· νὰ ἴδετε τὸ χρυσὸν εἴδωλον».

Επανειλημμένες αναφορές κάνει στους Αλέξανδρο, Πλούταρχο, Διογένη, Σόλωνα, Διογένη Λαέρτιο, Επίκτητο, Επίχαρμο, Θουκυδίδη, Πίνδαρο, Στίλπωνα, Ξενοφώντα, Αριστείδη, Δημόκριτο, Πυθαγόρα, Εμπεδοκλή, Λουκιανό κ.λπ. Τέλος, ο Γ. Βαλέτας εξαίρει τη λογοτεχνική αξία της γλώσσας του προδρόμου του Μακρυγιάννη.

Αν, για τους λογίους και τους πεπαιδευμένους Έλληνες, συστατικό και ενισχυτικό της ταυτότητάς τους, εκτός από τη θρησκεία, ήταν η γλώσσα και η ιστορία, για τον λαό η ορθόδοξη πίστη αποτελούσε το μοναδικό ανάχωμα στην απώλεια της ταυτότητας και τους εξισλαμισμούς. Εξ ου και η τεράστια σημασία των νεομαρτύρων. Ο Τέρπος αναφέρεται στην περίπτωση του νεομάρτυρα της Βορείου Ηπείρου, άγιου Νικόδημου του Ελβασάν, που μαρτύρησε το 1722 και η μνήμη του τιμάται στις 11 Ιουλίου:

«Καὶ ἀ­κού­σα­τε. Ἐ­τοῦ­τος ὁ ἅ­γιος ἦ­τον ἀ­πὸ τὰ Βε­λά­γρα­δα [ ] φθό­νῳ τοῦ δι­α­βό­λου, ἀρ­νή­θη τὸν Χρι­στὸν παῤ­ῥη­σί­α, καὶ ἔ­γι­νεν Ἀ­γα­ρη­νός[ ]. Ἡ δὲ γυ­νὴ αὐ­τοῦ ἐ­λυ­πᾶ­το πολ­λὰ δι’ αὐ­τόν, καὶ ἐ­πα­ρα­κά­λει… διὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψῃ πά­λιν πρὸς Κύ­ριον. Τέ­λος ὑ­πῆ­γε εἰς τὸ Ἅ­γιον Ὅ­ρος καὶ ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη εἰς τοὺς ἐ­κεῖ­σε Πα­τέ­ρας, [ ] ἔ­λα­βε τὸ Ἅ­γιον Σχῆ­μα καὶ ἔ­γι­νε κα­λό­γε­ρος. [ ] Ὁ δὲ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὡ­σὰν ἦλ­θεν εἰς τὰ Βε­λά­γρα­δα [ ]…τὸν ἐ­πῆγαν εἰς τὸν ἡ­γε­μό­να λε­γό­με­νον Χου­σὲν πα­σιᾶς. [ ] Ὁ δὲ ἅ­γιος τοῦ ἀ­πη­λο­γή­θη· μὴ γέ­νοι­το, ὦ ἡ­γε­μὼν νὰ ἀρ­νη­θῶ πο­τὲ τὸν (Μωάμεθ) πι­στεύ­ω πὼς εἶ­ναι προ­φή­της τοῦ σα­τα­νᾶ, καὶ κά­θε­ται μέ­σα εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰ­ώ­νιον, αὐ­τὸς καὶ ὅ­σοι τὸν πι­στεύ­ουν διὰ προ­φή­την. Ταῦ­τα εἰ­πὼν ὁ ἅ­γιος, ὁ ἡ­γε­μὼν ἐ­θυ­μώ­θη καὶ ἐν τῷ ἅ­μα τὸν ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ τὸν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν. [ ] Καὶ ἡ μὲν ἁ­γί­α του ψυ­χὴ ἀ­νέ­βη στε­φη­φό­ρος εἰς τὸν χο­ρὸν τῶν ἁ­γί­ων μαρ­τύ­ρων, τὸ δὲ ἅ­γιον αὐ­τοῦ λεί­ψα­νον, λα­βόν­τες οἱ χρι­στια­νοὶ κα­τέ­θε­σαν αὐ­τὸ εἰς τὸν να­ὸν τῆς Θε­ο­τό­κου λε­γό­με­νον Σου­ρούμ­που­λη, εἰς δό­ξαν Θε­οῦ«.

Ο Τέρπος, περισσότερο από οποιονδήποτε συγγραφέα της οθωμανικής περιόδου πριν τον Ρήγα, τον Κοραή και τον «Ανώνυμο» της Νομαρχίας, χρησιμοποιεί το βιβλίο του ως μια πολεμική μηχανή ενάντια στην τουρκική κυριαρχία, διότι βρίσκεται στην καρδιά της πάλης εναντίον των εξισλαμισμών. Η δε ιδιαίτερη πατρίδα του, η Μοσχόπολη, ήταν προκεχωρημένο φυλάκιο του Ελληνισμού στη Βόρεια Ήπειρο. Η τεράστια διάδοση των γραπτών του μαρτυρεί και τον άμεσα αντιστασιακό χαρακτήρα της επίκλησης της ορθόδοξης πίστης για τους Έλληνες ραγιάδες.

* Περισσότερα, στο νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά
 «Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία»,
 Εναλλακτικές  Εκδόσεις, Αθήνα 2018.


Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής. Γεννήθηκε το 1946 στην Κάτω Αχαΐα. Από το 1964 έως το 1967 ήταν φοιτητής της Ιατρικής και από το 1967 σπούδασε Οικονομία στη Γαλλία. Το 1992 πήρε το μεταπτυχιακό δίπλωμά του από την Οικονομική Σχολή των Παρισίων (Paris VII). Από το 1964 έως το 1966 συμμετείχε στη Νεολαία Λαμπράκη. Το 1967 συνελήφθη και αργότερα διέφυγε στη Γαλλία, όπου συμμετείχε στον «Μάη του ’68», σε ελληνικές και γαλλικές οργανώσεις. Είναι επικεφαλής του κινήματος Άρδην και εκδότης του ομώνυμου περιοδικού. Έχει διατελέσει μέλος της Γραμματείας των «Οικολόγων-Εναλλακτικών και μέλος της Επιτροπής του κινήματος «Σπίθα». Έχει γράψει 40 βιβλία.

21 Δεκεμβρίου 2018