''ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ'' ΦΑΣΙΣΜΟΣ. H συναίνεση στην εξαγορά της επιθυμίας.
Ναταλία Σταμοπούλου
Φώτης Καγγελάρης: ''ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ'' ΦΑΣΙΣΜΟΣ.
H συναίνεση στην εξαγορά της επιθυμίας.
(Α΄ΜΕΡΟΣ)
Με αφορμή το 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Φιλοσοφική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΣΗΜΕΙΩΣΗ “ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΝ”. Οι “Ανιχνεύσεις” δημοσιεύουν σε δύο μέρη, ένα εξαιρετικό κείμενο του ψυχοπαθολόγου Φώτη Καγγελάρη.(...) Τα κολάζ φωτογραφιών είναι της Ναταλίας Σταμοπούλου. Οι υπογραμμίσεις είναι της σύνταξης του ιστολογίου.
Επινόησα το υβρίδιο «‘Δημοκρατικός’ Φασισμός» (το «Δημοκρατικός» στην συγκεκριμένη περίπτωση πάντα σε εισαγωγικά) για να αποδώσω ένα ιδιάζον φαινόμενο που λαμβάνει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες με αυξανόμενη πρόοδο στην πολιτική σκηνή του πλανήτη.
Ως ορισμό θα έδινα: την χρήση δημοκρατικών διαδικασιών (εκλογές, δημοψήφισμα, συμμετοχή σε δημόσιο διάλογο, διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων…) για την επίτευξη ενός αδιόρατου ολοκληρωτικού κοινωνικού ελέγχου καλυπτόμενου ακριβώς κάτω από αυτές τις διαδικασίες.
Προς τούτο επιστρατεύονται η εικόνα, ιδιαίτερα εκείνη της τηλεόρασης και ο ασύδοτα ανήθικος πολιτικά λόγος π.χ. εκείνος που κατονομάζει «Σοσιαλισμό» το πολιτικό καθεστώς της Κίνας ή του Βιετνάμ ή αυτόν που για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας εξακολουθεί να κάνει χρήση των όρων «αριστερός»- «δεξιός» στην Ελλάδα.
Ας πάρουμε δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης της εικόνας, ως προς το πως αξιοποιείται ως τηλεοπτικός-πολιτικός λόγος.
(Η εικόνα είναι πάντοτε λόγος ανεξάρτητα του αν μιλά κάποιος μέσα στην εικόνα. Η εικόνα έχει τον δικό της λόγο. Η ίδια η οντική διάσταση της εικόνας οφείλεται στην καταβύθιση της στον λόγο. Η εικόνα συμπαραδηλώνει. Μια εικόνα χωρίς τον λόγο ως πλοηγό, απλά, δεν υπάρχει. Η εικόνα είναι πάντα ένα κείμενο).
Κατ’ αρχήν, την εικόνα του κ. Junker.
Όπως θα έχετε προσέξει ο κ. Junker («κύριος Junker», αναφέρεται σε όλες τις ειδήσεις και σε όλα τα πολιτικά πάνελ. Τώρα, το πως οι Έλληνες σχολιαστές άφησαν τον λαϊκίστικο ενικό και το «μεγάλε» είναι ένα ερώτημα. Ένδειξη σεβασμού; Υπόδειξη του πως οφείλουμε να τον βλέπουμε και το τι οφείλουμε σ’ αυτόν που κάνει το κάθε τι για να μας σώσει; Όψιμη επιρροή της γαλλικής επανάστασης;) είναι πάντοτε μειλίχιος, προσηνής, χαμογελαστός, ένας καλοπροαίρετος έως καλοκάγαθος κύριος, κάτι μεταξύ ηλικιωμένου πατέρα και παππού. Εκεί που νομίζαμε ότι είχαμε απαλλαγεί από τους «πατερούληδες» να σου ένας διαφορετικός «πατέρας», στοργικός, απαραίτητος τόσο που να νομίζεις ότι αν εκλείψει κινδυνεύεις με διάλυση, με τις συνέπειες της «forclusion du nom du père» (διάκλειση του ονόματος του πατρός), ήτοι την συμβιωτική σχέση με την μητέρα Merkel, ήτοι ψύχωση. Η εικόνα μας τον παρουσιάζει ως μια ήπια, δημοκρατική (πως θα μπορούσε να μην είναι μια τέτοια εικόνα) προσωπικότητα και μας δίνει την εντύπωση ότι ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτόν, άρα δεν μας κρύβει τίποτα, τα ξέρουμε κι εμείς όλα αφού τα μοιράζεται μαζί μας μέσω του ύφους του, του ύφους του καθημερινού στοργικού κηδεμόνα που βρέθηκε σ’ αυτή τη θέση για να μας συμβουλεύσει και να υπερασπίσει τα δικά μας συμφέροντα και δίκαια. Γι’ αυτό κι εμείς τον καλούμε τα βράδια στο σπίτι μας, την ώρα που τρώμε και βλέπουμε τηλεόραση, εκεί, κατά τις 8, ένας δικός μας άνθρωπος του οποίου η εικόνα συγκροτεί την συνείδηση της δικής μας εικόνας: ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε για να είμαστε καλά. Ο κύριος Junker μέσω της εικόνας του μας βεβαιώνει για την ενιαία εικόνα της Ελλάδας η οποία θα κινδύνευε με διαμελισμό χωρίς την δική του εικόνα η οποία εργάζεται διαρκώς για το καλό μας. Ο κύριος Junker ως καθρέφτης συγκροτεί την εικόνα του εαυτού μας, ενός πολιτικού «εγώ» όπως, ακριβώς, συμβαίνει στο «στάδιο του καθρέφτη»
Έχουμε, λοιπόν, την εντύπωση ενός οικείου προσώπου για το οποίο ξέρουμε τα πάντα. Τον έχουμε δει ακούρευτο, κουρεμένο, σκεπτικό, κυρίως χαμογελαστό, με ποτέ τον τόνο της φωνής σηκωμένο. Ένα οικείο πρόσωπο του οποίο μάθαμε την θλίψη όταν πέθαναν και οι δύο γονείς του. Αλλά, αυτός, παρόλη την θλίψη του, παρέμεινε σταθερός στην θέση του καθήκοντος (καντιανού, προτεσταντικού, τηλεοπτικού ή άλλου, δεν θα μάθουμε και δεν έχει και σημασία).
Ωστόσο, το άτομο αυτό ανήκει στον πιο σκληρό πυρήνα της πολιτικοοικονομικής πλανητικής παρέας που κανονίζει αμείλικτα τις τύχες του κόσμου, τις ζωές των ανθρώπων, το αν οι άνθρωποι θα αυτοκτονήσουν ή θα πεθάνουν στο δρόμο γιατί τα αυτοκίνητα του ΕΚΑΒ είναι ακινητοποιημένα από έλλειψη ανταλλακτικών.
Παράλληλα, ας θυμηθούμε τις υποστηρικτικές αγκαλιές και το ενθαρρυντικό χαμόγελο στους ηγέτες των φτωχών χωρών της Ευρώπης, βλέπε Παπανδρέου και Τσίπρα. Έχετε προσέξει ότι τους ηγέτες αυτούς τους κρατά από το μπράτσο όταν περπατάνε, ενώ, πριν, τον έχει συλλάβει «τυχαία» η κάμερα να τους λέει αστειάκια ή να τους δίνει κανένα χαϊδευτικό χαστουκάκι;
Παρεμπιπτόντως, όλοι οι ηγέτες του «ελεύθερου κόσμου» έχουν μια τρομερή αίσθηση επίδειξης φυσικότητας έναντι του φακού της τηλεόρασης, σαν ο φακός να μην είναι εκεί. Μιλάνε φυσικά, δεν κρύβουν τίποτα, χαιρετούν σαν και μας, είναι σαν και μας, ταυτιζόμαστε μαζί τους κι έτσι παίρνουμε τις αποφάσεις (σε βάρος μας) κι εμείς μαζί τους.
Το άλλο παράδειγμα, όσον αφορά την χρήση της εικόνας είναι ο Πρόεδρος Τrump.
(Τώρα, το γιατί το «πρόεδρος» συνοδεύει σταθερά τα πολιτικά πάνελ και συζητήσεις, κι όχι ας πούμε «ο κύριος Τrump» ή όπως λέμε «η κυρία Merkel» είναι ένα ερώτημα. Μήπως στο πάνελ της τηλεόρασης νομίζουν ότι τους παρακολουθούν αν αποδίδουν τιμές; Μήπως έχουν εντολές για κάτι τέτοιο; Μήπως έτσι περνάνε στο συλλογικό φαντασιακό ότι ο Προέδρος Trump είναι και δικός μας πρόεδρος, σαν να μην υπάρχει άλλος πρόεδρος στον πλανήτη; Εν παρόδω, έχετε προσέξει την αγωνία που μας υποβάλλουν τα δικά μας ΜΜΕ για το ποιος υποψήφιος θα πάρει το χρίσμα του κόμματος του και εν συνεχεία την αγωνία για την νύχτα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών; Μήπως είναι-και-δικές μας; Κάποιοι, βέβαια, θα προβάλλουν το αστείο επιχείρημα της εξωτερικής πολιτικής… Ας πει κάποιος μία μόνο διαφορά όσον αφορά την πολιτική προς την Ελλάδα, μεταξύ Obama και Trump).
Η ζωή του Προέδρου Τrump, λοιπόν, και της Melania, παρότι απόμακρη, παρότι κινείται σε άλλο κόσμο από τον δικό μας, ωστόσο, δείχνουν ανθρώπινοι μέσα στις αδυναμίες τους, τόσο που να μην μπορούμε να πιστέψουμε ότι είναι το ίδιο άτομο που επιθυμεί την διακοπή των κοινωνικών παροχών στις Η.Π.Α. ή τους βομβαρδισμούς στην Συρία. Σαν ένας παλιός αυστηρός γυμνασιάρχης που θέλει να διοικεί με σιδερένια πυγμή το σχολείο του-τον κόσμο (είδατε πως πέταξε τον δημοσιογράφο του CNN που αυθαδίασε, έξω από την τάξη -συγγνώμη, το Οβάλ Γραφείο ήθελα να πω), κι αν φαίνεται ανάλγητος καμιά φορά ή λέει και κανένα fake news είναι πάντοτε για το καλό των παιδιών.
Κι αν κάπου-κάπου μας φαίνεται κωμικός, εξωπραγματικός μέχρι γελοίος, μην ανησυχείτε, είναι μέρος της εικόνας του κι αυτό, (το επιτελείο επικοινωνίας δεν έχει αφήσει τίποτα στη τύχη, εκτός, ίσως, από κάποιο στραβοπάτημα στη σκάλα του αεροπλάνου), δεν είναι έτσι ο άνθρωπος, απλά είναι πολύ αυθόρμητος, πηγαίος, δεν είναι υστερόβουλος, δείχνει ευθέως τα συναισθήματα του και βέβαια τις δημοκρατικές καταβολές του. Δεν εξελέγη, άλλωστε, με δημοκρατικές διαδικασίες, από το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών έως την εκλογική του νίκη; Δεν έχεις να φοβάσαι από έναν τέτοιο ανοιχτό άνθρωπο. Να δείτε, δεν αποκλείεται να επανεκλεγεί. Είναι ένας αγέρωχος (οι κακεντρεχείς θα τον χαρακτήριζαν απάνθρωπο) πλανητάρχης, λίγο στον κόσμο του, κάπως συντηρητικός και παλιομοδίτικος, αγενής ίσως, αλλά φροντίζει για τα παιδιά του, ξέρει το καλό τους. Γιατί, δηλαδή, να μην σηκώσει τείχος στο Μεξικό ή να μην βομβαρδίσει τη Συρία; Εσείς τι θα κάνατε αν ερχόταν κάποιος να καταλάβει το χωράφι σας; Δεν θα βάζατε ένα συρματόπλεγμα; Και δεν θ’ αυτοδικούσατε αν κάποιος Ζακ, απειλούσε τη ζωή ή την περιουσία σας; Και, επί τη ευκαιρία, ποιοι είναι αυτοί που φωνασκούν για την κατάργηση της οπλοφορίας στην Αμερική όταν ολόκληρη η εξωτερική πολιτική της Αμερικής βασίζεται στην οπλοκατοχή, οπλοφορία και οπλοχρησία και μάλιστα δίχως άδεια;
Κι αν κάπου-κάπου μας φαίνεται κωμικός, εξωπραγματικός μέχρι γελοίος, μην ανησυχείτε, είναι μέρος της εικόνας του κι αυτό, (το επιτελείο επικοινωνίας δεν έχει αφήσει τίποτα στη τύχη, εκτός, ίσως, από κάποιο στραβοπάτημα στη σκάλα του αεροπλάνου), δεν είναι έτσι ο άνθρωπος, απλά είναι πολύ αυθόρμητος, πηγαίος, δεν είναι υστερόβουλος, δείχνει ευθέως τα συναισθήματα του και βέβαια τις δημοκρατικές καταβολές του. Δεν εξελέγη, άλλωστε, με δημοκρατικές διαδικασίες, από το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών έως την εκλογική του νίκη; Δεν έχεις να φοβάσαι από έναν τέτοιο ανοιχτό άνθρωπο. Να δείτε, δεν αποκλείεται να επανεκλεγεί. Είναι ένας αγέρωχος (οι κακεντρεχείς θα τον χαρακτήριζαν απάνθρωπο) πλανητάρχης, λίγο στον κόσμο του, κάπως συντηρητικός και παλιομοδίτικος, αγενής ίσως, αλλά φροντίζει για τα παιδιά του, ξέρει το καλό τους. Γιατί, δηλαδή, να μην σηκώσει τείχος στο Μεξικό ή να μην βομβαρδίσει τη Συρία; Εσείς τι θα κάνατε αν ερχόταν κάποιος να καταλάβει το χωράφι σας; Δεν θα βάζατε ένα συρματόπλεγμα; Και δεν θ’ αυτοδικούσατε αν κάποιος Ζακ, απειλούσε τη ζωή ή την περιουσία σας; Και, επί τη ευκαιρία, ποιοι είναι αυτοί που φωνασκούν για την κατάργηση της οπλοφορίας στην Αμερική όταν ολόκληρη η εξωτερική πολιτική της Αμερικής βασίζεται στην οπλοκατοχή, οπλοφορία και οπλοχρησία και μάλιστα δίχως άδεια;
Σε αντίθεση με την εικόνα, (το «εικόνα» το τονίζω), του ζεύγους Obama, που αισθάνεσαι ότι θα μπορούσες να καλέσεις σπίτι σου για ένα τσάι ή οι ίδιοι αυτοί να συνέτρωγαν τυχαία μαζί σου στην ταβέρνα που είχες βγει ένα βράδυ με την παρέα σου. Βέβαια, το Γκουαντάναμο δεν έκλεισε, ο έλεγχος του κόσμου συνεχίστηκε, οι βομβαρδισμοί αμείωτοι, αλλά δεν φταίει αυτός, έκανε ότι μπορούσε. Αυτός είχε ένα όραμα, το είπε εκείνο το βράδυ της εκλογικής του νίκης, σαν τον Μ. L. King στην τεράστια συγκέντρωση στην Ουάσιγκτον λίγο πριν τον σκοτώσουν.
Ο Πρόεδρος Obama συνεχιστής του ήταν σαν τον κ. Τσίπρα όταν μίλησε στη Θεσσαλονίκη και είπε με σχολικό σκονάκι «έχω ένα όραμα να μοιραστώ μαζί σας». Αμάν, κ. Γραφέα των λόγων του κ. Πρωθυπουργού… Λίγη έμπνευση, λίγη πρωτοτυπία, δεν βλάπτει. Κάτι προς το μεταμοντέρνο, να τσακώσετε και τους διανοούμενους (κάποιους). Εκτός, και εάν σκόπιμα θέλατε να παρουσιάσετε τον κ. Πρωθυπουργό ως συνεχιστή των οραμάτων των μεγάλων ανδρών της ηγέτιδας δύναμης του ελεύθερου κόσμου και εξ αυτού, παράλληλα, να μας δείχνετε τη θέση μας στον κόσμο.
Ο Πρόεδρος Obama συνεχιστής του ήταν σαν τον κ. Τσίπρα όταν μίλησε στη Θεσσαλονίκη και είπε με σχολικό σκονάκι «έχω ένα όραμα να μοιραστώ μαζί σας». Αμάν, κ. Γραφέα των λόγων του κ. Πρωθυπουργού… Λίγη έμπνευση, λίγη πρωτοτυπία, δεν βλάπτει. Κάτι προς το μεταμοντέρνο, να τσακώσετε και τους διανοούμενους (κάποιους). Εκτός, και εάν σκόπιμα θέλατε να παρουσιάσετε τον κ. Πρωθυπουργό ως συνεχιστή των οραμάτων των μεγάλων ανδρών της ηγέτιδας δύναμης του ελεύθερου κόσμου και εξ αυτού, παράλληλα, να μας δείχνετε τη θέση μας στον κόσμο.
Αυτά είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα χρήσης της εικόνας, όχι τα μοναδικά.
Αν παρακολουθήσετε την διαδοχή των προέδρων της Γαλλίας θα δείτε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει. Η εικόνα του κ. Sarkozy ως λαϊκού ηγέτη δεν μπόρεσε να πείσει για τις επιδιωκόμενες μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες καιγόταν η κ. Merkel και ο κ. Junker και δίνει την σκυτάλη στον «σοσιαλιστή» κ. Hollande ο οποίος ως «σοσιαλιστής» φάνηκε πολλά υποσχόμενος, ότι δηλαδή αυτός θα μπορούσε να περάσει τις μεταρρυθμίσεις. Όπως συνέβη στα καθ’ ημάς με τον «σοσιαλιστή» κ. Παπανδρέου και αργότερα με τον «σοσιαλιστή» κ. Τσίπρα. Άργησε όμως ο κ. Hollande, και η αρχική του δημοτικότητα είχε στο μεταξύ πέσει. Η πρόσκαιρη ανάκαμψη του, μετά το Μπατακλάν, δεν ήταν αρκετή. Έτσι, δίνει κι αυτός τη σκυτάλη στην εικόνα του κ. Macron: νέος, ωραίος, αθώος, αντισυμβατικός (με την Brigitte ζουν εκτός γάμου συν η μεγάλη διαφορά ηλικίας, δεν ήταν σαν τον κ. Hollande του οποίου η συναισθηματική ζωή με την νεαρή σταρ ήταν σαν θέμα από «boulevard» ή του κ. Sarkozy που ήταν χαώδης. Με τον κ. Macron δεν υπάρχει τίποτα κρυφό, όλα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια των Γάλλων) και ο οποίος περνά μέρος των μεταρρυθμίσεων αμέσως μετά την εκλογή του, όταν δηλαδή, η εικόνα του ήταν ακόμα πολύ ψηλά. Πράγμα, ωστόσο, που αδυνατεί να συνεχίσει επειδή, ακριβώς, η εικόνα του έχει πέσει πολύ χαμηλά. Ότι μπόρεσε το πέρασε. Σειρά έχει ο επόμενος.
Η ρήξη σε επίπεδο κοινωνίας με τα «κίτρινα γιλέκα» είναι ακριβώς το ισοδύναμο της ρήξης μεταξύ εικόνας-πραγματικότητας, της αναντιστοιχίας της αρχικής (τηλεοπτικής) εικόνας ενός πατέρα-του έθνους- ο οποίος φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει με σεβασμό τα παιδιά του και ενός πατέρα ο οποίος επιχειρεί αυτό που δεν τόλμησαν οι προηγούμενοι πατεράδες του έθνους: την με την βία και το ψέμα εξασφάλιση της δικής του απόλαυσης αφήνοντας τα παιδιά στον δρόμο (στην κυριολεξία). Ο δρόμος είναι το μέρος που εγκατέλειψε τα παιδιά η τηλεοπτική εικόνα του πατέρα, το μέρος όπου τα παιδιά ανακαλύπτουν την πραγματικότητα. Και αντιδρούν. Η βία ήταν έκφραση θυμού γι’ αξιοπρέπεια έναντι ενός πραγματικού, αδιάφορου και αυταρχικού πατέρα που αδιαφορεί για τα βάσανα των παιδιών του και ο οποίος έχει καταλάβει την εικόνα του ιδανικού (τηλεοπτικού) πατέρα. Τα «κίτρινα γιλέκα» ζήτησαν την αποκατάσταση της -τηλεοπτικής- εικόνας του πατέρα. Πρόκειται για απόπειρα συμβολικής πατροκτονίας όχι του πατέρα γενικά αλλά, εκείνου του πατέρα που δεν συνάδει με την εικόνα. Τα επεισόδια -διάψευση που επιφέρει θυμό και θλίψη- είναι το ισοδύναμο ενός αιτήματος αποζημίωσης για την ρήξη που επήλθε μεταξύ εικόνας-πραγματικότητας και ταυτόχρονα μια απόπειρα εξάλειψης της πραγματικότητας προς αποκατάσταση της εικόνας.
Ο «‘Δημοκρατικός’ Φασισμός» βάζει τον κόσμο να ψηφίζει, καίγεται να ψηφίζει ο κόσμος, γιατί έτσι νομιμοποιείται. Αλλιώς, μένει ακάλυπτος και γυμνός. Και όταν δεν του βγαίνει το εκλογικό αποτέλεσμα, τότε με «δημοκρατικές» πάντα διαδικασίες, μεταποιεί το αποτέλεσμα, βλέπε τους οκτώ βουλευτές που ψήφισαν υπέρ του ονόματος της Π.Γ.Δ.Μ. ή βλέπε απόπειρα ποδηγέτησης του προϋπολογισμού της Ιταλίας. Η κυβέρνηση της Ιταλίας δεν είναι παρά μια εσωτερική αντίφαση του «‘Δημοκρατικού’ Φασισμού», μεταξύ του ανοιχτού φασισμού και του καλυμμένου φασισμού στυλ Le Pen και άλλων συναφών κομμάτων, τα οποία σταδιακά ανακαλύπτουν τα πλεονεκτήματα του «‘Δημοκρατικού’ Φασισμού» εγκαταλείποντας, τουλάχιστον κατ’ όψη, τον ανοιχτό φασισμό αλλά όχι, βέβαια, τον φασισμό. Να είστε σίγουροι ότι, κάποια στιγμή, θα επιχειρήσουν να αποτρέψουν και το Brexit. Ήδη οργανώνονται διαδηλώσεις κατά του Brexit.
Ο φασισμός είναι το ζητούμενο. Όλοι τον θέλουν αλλά κανείς δεν τολμά να τον υποστηρίξει ανοιχτά, τουλάχιστον μετά το 1989. Ας θυμηθούμε, όμως, ότι όποτε το πολιτικό σύστημα βρισκόταν σε δυσχερή θέση παρέδιδε την διαχείριση για ένα διάστημα σ’ ένα καθεστώς τύπου δικτατορίας όπως στην Ελλάδα, την Αργεντινή, την Βραζιλία, την Χιλή, κ.λπ.
Ωστόσο, ο κ. Junker, παραδίδοντας δημοκρατικά μαθήματα μας λέει ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την καλοκαιρινή ώρα στην Ευρώπη θα εφαρμοστεί «γιατί δεν μπορούμε να λέμε στον κόσμο ότι θέλουμε την άποψη του και να μην την εφαρμόζουμε». Τόσο δημοκράτης!
Τα ανοιχτά ή λανθάνοντα φασιστικά κόμματα, αν έλθουν στην εξουσία θα κυβερνήσουν «δημοκρατικά». Περισσότερο δημοκρατικά και από τα δημοκρατικά. Ίσως, με περισσότερες παροχές για περισσότερη αποδοχή του ελέγχου, όπως ο Μεταξάς, στα καθ’ ημάς ίδρυσε το ΙΚΑ και ο Lula da Silva στην Βραζιλία έδινε ένα μπουκάλι γάλα το πρωί στις άπορες οικογένειες. Βέβαια, το κόστος από αυτό το μπουκάλι γάλα το έβαζε πολλαπλάσιο στην τσέπη του, δίνοντας, έτσι, ένα σοβαρό επιχείρημα για την εκλογή του νυν προέδρου ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, θέλει να αποψιλώσει όλο τον Αμαζόνιο.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εξουσία εν τη ασκήσει της και εν όψει της προσδοκώμενης ανάπτυξης, συμπεριλαμβάνει και παροχή ψίχουλων σε ομάδες του πληθυσμού για να μπορούν να στηρίξουν το καθεστώς αλλά και να μπορούν να καταναλώνουν για να στηρίξουν το σύστημα. Μέχρι ενός σημείου βέβαια, αλλιώς, οι περισσευούμενοι ας πεθάνουν.
Κι έτσι, ποιος θέλει φασαρίες και εντάσεις όταν ο υπήκοος, π.χ. στα καθ’ ημάς, έχει πειστεί από μόνος του για το τι πρέπει να διαπράξει σε βάρος του με δωράκι, προσωπικό, όχι συλλογικό, μια αύξηση του μισθού του κατά μισό κουλούρι και ταυτόχρονη ταύτιση με το έτοιμο πρότυπο της ιδανικής εικόνας του εαυτού του; Τί άλλο να θέλει; Καλά είναι έτσι… Ξέρει ότι ο αρχηγός του φροντίζει γι’ αυτόν, ταυτίζεται μαζί του, στη σκέψη, στο στυλ, στη μαγκιά: ο αρχηγός του προσποιείται στους άλλους ευρωπαίους ότι είναι μαζί τους, ενώ στην πραγματικότητα είναι μ’ αυτόν, τον οπαδό, ο αρχηγός του κλείνει πονηρά και αδιόρατα το μάτι. Όταν μπορέσει ο αρχηγός θα την φέρει στους Φράγκους, στους μίζερους προτεστάντες που τόλμησαν να τα βάλουν με τον Παρθενώνα ενώ τρώνε ακόμα -τα γνωστά-βελανίδια. Πάντα μας ζήλευαν και πάντα μας είχαν στο μάτι και τώρα φάνηκε αυτό. Τώρα, όμως, οπαδέ, σώπα και κάνε ότι μας λένε για να μην καταλάβουν ότι δεν είμαστε μαζί τους. Ξεγέλασε τους με περισσότερο πλεόνασμα, πλήρωσε περισσότερη εφορία.
Επί πλέον, ο «‘Δημοκρατικός’ Φασισμός» έχει σύμμαχο τον Θεό.
Αναφέρω τρία χαρακτηριστικά εδάφια από ισάριθμους στυλοβάτες της πολιτικής της Εκκλησίας:
Ο Άγιος Αυγουστίνος, στο περίφημο έργο του «Η πολιτεία του Θεού» γράφει επί λέξει: «Ο Θεός έβαλε στον κόσμο την δουλεία ως τιμωρία της αμαρτίας. Όποιος επιχειρήσει να την καταργήσει αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού».
Στην καθ’ ημάς Ανατολή, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στο περί «Αποστολικών λόγων» σχολιάζει: «Ο δούλος οφείλει να είναι ευχαριστημένος με τη μοίρα του. Όταν υπακούει στον αφέντη του υπακούει στο Θεό».
Και ο Αριστοτέλης της Εκκλησίας, ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης, στη γνωστή του «Summa» γράφει: «Στον κόσμο συμβαίνει όχι μόνο ό,τι ο Θεός θέλει αλλά και ότι πρόκειται να συμβεί».
Νομίζετε ότι έτσι προσεύχεται ο Πρόεδρος Τrump μετά από κάθε μακελειό κάποιου παράφρονα στου οποίου η νομοθεσία έβαλε στο χέρι όπλο, -αφού πρώτα ελέγξουν αν ήταν τρομοκράτης για να υπενθυμίζουν την ανασφάλεια που οφείλει να βρίσκεται ο πολίτης αλλά, που όμως, το κράτος μεριμνά-, ή έτσι προσέρχονται απαξάπαντες της ελληνικής πολιτικής και πολιτειακής εξουσίας στη Μητρόπολη, με κάθε ευκαιρία παγανιστικής στιγμής όπως εκείνη της Πρωτοχρονιάς; Βλέπετε, η παγανιστική στιγμή έχει βαθύτερη θέση στον ψυχισμό του ανθρώπου από την έλλογη και μετ’ αποδείξεων θρησκεία παρότι η θρησκεία καπηλεύεται τον παγανισμό. (Η Ορθοδοξία, ιδιαίτερα, στηρίζεται σ’ έναν πρωτογενή αποσαρκωμένο-πνευματοποιημένο παγανισμό, σε αντίθεση με τον εκκοσμικευμένο παγανισμό της Δυτικής Εκκλησίας. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί το «άμπρα-κατάμπρα»).
Θα λέγαμε ότι, τα πολιτικά πράγματα δεν είναι πια άσπρα μαύρα. Είναι γκρι, μια γκρι σούπα όπου υπερτερεί το μαύρο αλλά στην επιφάνεια φαίνεται μάλλον υπόλευκη.
Δεν υπάρχει πια εμφανές Αστυνομικό κράτος, τουλάχιστον στη Δύση. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα η αστυνομία είναι, ούτως ή άλλως, υπό ηρωική αποσύνθεση, εκτός του τομέα που αφορά την λεγόμενη τρομοκρατία (βλέπε κοινές ασκήσεις με Αμερικανούς εκπαιδευτές κ.λπ.). Ωστόσο, σε όλες τις χώρες της Δύσης, το Αστυνομικό κράτος είναι στο απόγειό του, όσο ποτέ δεν ήταν και έπεται συνέχεια. Στο όνομα της ασφάλειας, υπάρχει πλήρης έλεγχος των στοιχείων του πολίτη ανά πάσα στιγμή, πλήρης περιγραφή του σημείου που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή (ένα άτομο στην Αγγλία φωτογραφίζεται από τις κάμερες ασφαλείας περίπου 200 φορές την ημέρα), πλήρεις μονάδες καταστολής είναι έτοιμες να επέμβουν, ανά πάσα στιγμή, στην ενέργεια που θα χαρακτηριστεί ως ύποπτη τρομοκρατικής πράξης. Και οποιαδήποτε ενέργεια πια, ακόμα και μια διένεξη μεταξύ κακοποιών του κοινού ποινικού δικαίου προβάλλεται μεγεθυμένη από τα ΜΜΕ, ως ύποπτη κατ’ αρχήν τρομοκρατικού χρώματος. Δεν έχει σημασία αν δεν ήταν, μπορεί να είναι την επόμενη φορά, ζούμε σ’ εποχή τρομοκρατίας (τώρα από ποιους σε ποιους…).
Και ανά πάσα στιγμή ο δορυφορικός έλεγχος μπορεί να καταγράψει ύποπτα μηνύματα και ύποπτες λέξεις.
Βέβαια, υποτίθεται ότι ο έλεγχος δεν αφορά τον φιλήσυχο και νομοταγή πολίτη. Μα, αν όλοι είναι εν δυνάμει ύποπτοι για μια κάποια στιγμή στο μέλλον, (γιατί αυτό που ετοιμάζεται, ίσως να μην αντέχεται) ας έχουν από τώρα τον φόβο γι’ αυτό που ο «‘Δημοκρατικός’ Φασισμός» ετοιμάζει.
Το αστυνομικό κράτος παίρνει κι ένα χεράκι βοήθειας από τον στρατό όχι μόνο αν χρειαστεί (βλέπε τον στρατό που αναπτύχθηκε κατά μήκος των αμερικανικών συνόρων για να εμποδίσει την προσφυγική ροή) αλλά και για να εξοικειώνεται ο πολίτης με την παρουσία του στρατού στη πόλη, με μία μόνιμη διακριτική παρουσία (το επιχείρησε ήδη για ένα διάστημα ο Berlusconi) ο οποίος δεν θα ξενίσει κανένα αν χρειαστεί μια νύχτα, σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης να αναλάβει ενεργό ρόλο μέχρι που να αποκατασταθεί η τάξη. Μόνο που η «έκτακτη ανάγκη», λέει ο Agamben, μπορεί να είναι χωρίς τέλος.
Πάντως, βλέποντας τον στρατό στο δρόμο από τώρα, δεν θα μας ξενίσει, όπως τότε όταν ξυπνήσαμε, στις 21 Απριλίου 1967, με τη λέξη «πραξικόπημα» στα βουβά χείλη. Τώρα θα λέγεται «σχέδιο Ασφάλεια» ή κάτι προς το ποιητικότερο όπως «σχέδιο Παμμακάριστος» και θα έχει και την συναίνεση της πολιτικής εξουσίας αφού, ακριβώς, από αυτή θα έχει παρασκευαστεί. Ο κόσμος, το βράδυ θα βγει κανονικά, για ένα ποτό, για φαγητό, κάποιοι κάτι θα σχολιάσουν για τους στρατιώτες στο δρόμο που θα κρατούν μεν το όπλο στραμμένο στον κόσμο αλλά σαν τον κόσμο θα παίζουν κι αυτοί με τα κινητά τους.
Σχεδόν, δεν θ’ αλλάξει τίποτα, αυτό θα είναι απλώς η τελευταία κίνηση ενός, προ πολλού, κατεσταλμένου κόσμου.
Αυτός ο πλήρως ελεγχόμενος κόσμος, μπορεί να μην είναι για αύριο. Όμως με μία συστηματική τακτική, ανάλογη
του Hitler που προετοίμαζε τα μικρά παιδιά για τον Εθνικοσοσιαλισμό του μέλλοντος και με δέλεαρ σήμερα την προσωπική επιτυχία και τον εύκολο πλούτο, ο πλήρως ελεγχόμενος, από τον «‘Δημοκρατικό’ Φασισμό» κόσμος είναι προ των πυλών. Ένας «Gleichschaltung», όπως ακριβώς εφαρμόστηκε αμέσως το 1933.
Θα έλεγα ότι, ο κόσμος, σήμερα, διαιρείται πολιτικά στον «‘Δημοκρατικό’ Φασισμό» σημεία του οποίου παρουσίασα μόλις τώρα, στον «‘Σοσιαλιστικό’ Φασισμό» που θα δούμε αμέσως τώρα (το «Σοσιαλιστικός» πάντα σε εισαγωγικά, στην περίπτωση αυτή) και στις ιδιάζουσες περιπτώσεις της Αφρικής και της Μ. Ανατολής που θα δούμε στη συνέχεια.
Στην περίπτωση του «‘Σοσιαλιστικού’ Φασισμού» σε χώρες όπως το Βιετνάμ, Κίνα, Κούβα, (σε λίγο και η Β. Κορέα), την εξουσία ασκεί το μεταλλαγμένο Κομμουνιστικό Κόμμα χωρίς, φυσικά, κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, προς όφελος της Αγοράς. Περισσότερο αμείλικτα και καταπιεστικά από τον «‘Δημοκρατικό’ Φασισμό» ο οποίος κρατά τα προσχήματα, αν και σιγά σιγά τείνει να τα εξαφανίζει με σειρά από νόμους και προεδρικά διατάγματα των οποίων το κύριο επιχείρημα είναι η ασφάλεια των πολιτών.
Στις χώρες αυτές απαγορεύονται οι διαμαρτυρίες, κοινωνικές η εθνοτικές (βλέπε περιοχές ποταμού Ουσσούρι ή Θιβέτ), οι διαδηλώσεις, οι απεργίες, γιατί κρίνονται δήθεν αντεπαναστατικές, ενάντια στον Σοσιαλισμό, στο άγιο Κόμμα και στον Λαό. Παρότι οι διαμαρτυρίες συνάδουν, ουσιαστικά, με το πολιτικό πνεύμα του καθεστώτος -ελεύθερη αγορά- και μόνο το γεγονός ότι μπορεί να υπάρξει παραγωγή εκτός κεντρικού ελέγχου, βλέπε κατ’ όνομα Κ.Κ., είναι αρκετό για να επισύρει την κατασταλτική επέμβαση του κράτους. Οι διαμαρτυρίες, αν ακουστούν από την Δύση, όπως και οι καταστολές, όποτε συμφέρει τη Δύση, σαφώς και είναι προσποιητές, σύντομες και ανώδυνες για να τηρούνται δήθεν οι διαφοροποιήσεις, εκτός και μπορούν να τις εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος. Ο Πρόεδρος Τrump, πρόσφατα, είπε δεν μπορώ να χαλάσω τις σχέσεις μας με την Σ. Αραβία για ένα διαμελισμό. Θα έλεγα στο σημείο αυτό ότι είναι πάντα προς το συμφέρον των μεγάλων δυνάμεων να υπάρχουν εστίες φωτιάς οι οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν την κατάλληλη στιγμή. Τέτοιες εστίες υπάρχουν πολλές αυτή τη στιγμή ακόμα και στην Ευρώπη, στην Γαλλία τουλάχιστον τρεις (Κορσική, Βρετάνη, Οξιτανία) και φυσικά η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση.
Ανάμεσα στις χώρες του «‘Σοσιαλιστικού’ φασισμού» είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του κατασταλτικού μηχανισμού της Βιρμανίας, νυν Μιανμάρ, έναντι οποιασδήποτε αμφισβήτησης του καθεστώτος με ακραία περίπτωση την εθνοκάθαρση που συμβαίνει τώρα και με ακραία εκδήλωση αντίστασης, παλαιότερα, τους αυτοπυρπολισμούς των μοναχών. Αν και οι κάτοικοι ζουν με τον φόβο και μιλούν ψιθυριστά για την ηγέτιδα της νόμιμης αντιπολίτευσης, όπως εξάλλου ψιθυριστά μιλούν στην Κίνα οι κάτοικοι του Πεκίνου για τα γεγονότα της Τιεν Αν Μεν, ωστόσο, υπάρχει συναίνεση από τον πληθυσμό ο οποίος έχει πιστέψει, στην Κίνα, στο νέο όραμα του «Σοσιαλισμού» που ακούει στο όνομα προσωπικός πλούτος. Η μεγαλύτερη παγκοσμίως αγορά για Φεράρι και Λαμποργκίνι είναι σήμερα στην Κίνα. Όχι, δεν κυκλοφορούν δισεκατομμύρια Φεράρι. Τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που δεν έχουν, απλώς αγνοούνται, πεθαίνουν, εργάζονται στις βιομηχανίες των δυτικών πολυεθνικών.
Και λες, καλά, τζάμπα χύθηκε τόσο αίμα στο Βιετνάμ; Η «Μεγάλη Πορεία», μήπως είναι fake news; Οι βομβαρδισμοί στην Καμπότζη, μήπως έγιναν μόνο από τον Coppola; Μήπως οι λαοί δεν πρέπει ν’ αντιστέκονται γιατί θα έρθει μια μέρα που θα παρακαλούν να κατακτηθούν;
Η θέση της Αφρικής είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Σχεδόν, όλες οι χώρες έχουν μια ιδιόρρυθμη μεν, τυπική δε κοινοβουλευτική δημοκρατία με προεξάρχουσες την Γκάνα (της οποίας τις κοινοβουλευτικές διεργασίες θα ζήλευαν πολλές Δυτικές χώρες), την Γκαμπόν, την Μοζαμβίκη, την Νότια Αφρική, την Ρουάντα πια, με ενδιάμεσες χώρες, αναφέρω παραδειγματικά, την Κένυα, την Σενεγάλη, την Ζάμπια, το Μαλάουι, την Τανζανία, το Καμερούν, την Μπουρκίνα Φάσο. Εξαιρέσεις αποτελούν η Ναμίμπια η οποία ουσιαστικά κυβερνάται από την Γερμανία παρότι η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον γηγενή πληθυσμό, το Μάλι από την Γαλλία, το Κονγκό κατά το ήμισυ από επίσημη κυβέρνηση και κατά το άλλο ήμισυ από ανταρτικές δυνάμεις που εξορμούν από Ουγκάντα και Ρουάντα. Ανάλογη είναι η περίπτωση του Νίγηρα και της Νιγηρίας. Ξεχωριστή, επίσης, είναι η περίπτωση της Αγκόλα η οποία με τυπική κοινοβουλευτική δημοκρατία και αύξηση κατά 16% τον χρόνο του Α.Ε.Π. έχει το μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας στην Αφρική μεταξύ πλουσίων και φτωχών, χωρίς διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις: και οι πιο φτωχοί κάτοικοι όταν μιλούν για την χώρα τους μιλούν σε πρώτο πληθυντικό και λένε «είμαστε πλούσιοι, έχουμε πετρέλαιο, έχουμε διαμάντια». Ο επισκέπτης στην Αφρική, επίσης θα εντυπωσιαστεί, σε μικρότερο βαθμό, από τους ουρανοξύστες σε πόλεις σαν το Νταρ ες Σαλάαμ ή το Μαπούτο εν σχέσει με τις παρακείμενες παράγκες και την ένδεια του τοπικού πληθυσμού.
Στην Αφρική επί πλέον έχει εφαρμοστεί το δόγμα της σαλαμοποίησης: Τσαντ, Νίγηρας, Νιγηρία, Μάλι, Σενεγάλη, Καμερούν και όχι μόνο αποτελούν τυπικές περιπτώσεις σαλαμοποίησης όπου η χώρα ουσιαστικά είναι διαιρεμένη στα δύο, συνήθως βορράς-νότος. Η σαλαμοποίηση εκμεταλλεύεται μια ήδη προϋπάρχουσα κατάσταση που οφείλεται στην ανεπάρκεια της κεντρικής εξουσίας μιας χώρας να φτάσει η πολιτεία στις παρυφές της χώρας και ταυτόχρονα σ’ ένα κυβερνητικό συγκεντρωτισμό που πηγάζει από καχυποψία. Πως να φτάσει η κεντρική διακυβέρνηση στις παρυφές όταν μέχρι πρότινος η διακυβέρνηση αφορούσε μόνο μια συγκεκριμένη φυλή και όταν για να πάει κανείς από τη μια φυλή στην άλλη έπρεπε να έχει μαζί του μάσκα-διαβατήριο για ν’ αναγνωρίζεται η καταγωγή του; Περιπτώσεις τέτοιες είναι η Νότια Σενεγάλη όπου για να πάρει κάποιος μια απλή βεβαίωση θα πρέπει να πάει στο Ντακάρ, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, και πως να πάει όταν δεν υπάρχει οικονομική δυνατότητα για πτήση και άρα θα πρέπει ν’ αφήσει τις αγροτικές δουλειές του γι’ αρκετές μέρες. Άλλη ανάλογη περίπτωση είναι το Τιμπουκτού όπου και πριν την επέμβαση των Γάλλων και διαχωρισμό της χώρας σε βορρά-νότο, οι κάτοικοι έλεγαν ότι δεν έχουν καμία σχέση με το Μπαμακό, την πρωτεύουσα. Ανάλογα στο Νίγηρα όπου δεν υπάρχουν καθόλου αεροδρόμια και για διασχίσει κανείς την απόσταση στην Σαχάρα, από το Αγκαντέζ στην πρωτεύουσα Νιαμέι, υπάρχουν μόνο αρχαία λεωφορεία με συχνές βλάβες και πολλές στάσεις για προσευχή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα σαλαμοποίησης αποτελεί το Σουδάν όπου μετά τον διαχωρισμό του σε Σουδάν και Νότιο Σουδάν, δηλαδή από τη στιγμή που οι Δυτικοί πήραν αυτό που ήθελαν, τις πηγές, έπαψε και η υστερία ότι το Σουδάν αποτελεί κίνδυνο για τη Δύση, θα θυμόσαστε τους προληπτικούς βομβαρδισμούς στο Χαρτούμ. Και, βέβαια η Σομαλία η οποία έχει διαμελιστεί στα τρία, χώρα χαώδης, μπορείς στο νότιο τμήμα να μπεις ακόμα και χωρίς διαβατήριο αλλά δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα βγεις αν έχεις την ατυχία να μένεις στο ξενοδοχείο που θα δεχθεί επίθεση. Σε αντίθεση με το βόρειο τμήμα αυτής της «έρημης χώρας», το οποίο είναι μεν ασφαλές αλλά δεν διαφέρει διόλου ως προς την πενία με το τμήμα του Μογκαντίσου και το ενδιάμεσο «πειρατικό».
Όσον αφορά την επιρροή των αποικιοκρατικών δυνάμεων στην Αφρική χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Τόγκο όπου στην επέτειο της ημέρας της ανεξαρτησίας του από τους Γάλλους παρελαύνει σε τιμητική θέση η «Λεγεώνα των ξένων», δηλαδή, ο μισθοφορικός στρατός που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι για να επιβάλλουν την άποψή τους σε αυτή την χώρα και όχι μόνο.
Να σημειωθεί ότι, για τον καλύτερο έλεγχο της Αφρικής, η ήπειρος αυτή σταδιακά περνά υπό την επιρροή της Αμερικής, αρχής επισήμως γενομένης με τα ταξίδια των Αμερικανών προέδρων, Clinton, Obama, τώρα Melania, οι οποίοι, συμβολικά, κατ’ αρχήν, πατούν πόδι στην ήπειρο αυτή. Ότι, δηλαδή, συνέβη και στο Βιετνάμ μετά το Ντιεν-Μπιεν-Φου όπου η Γαλλία παρέδωσε την αποικία της στην Αμερική ή στην Ελλάδα μετά τον 2ο πόλεμο όταν η Αγγλία παρέδωσε τη χώρα που διοικούσε ανεπίσημα από την εποχή του Μαυροκορδάτου, επίσης στην Αμερική. Παρεμπιπτόντως, το χρέος ή δάνειο πείτε το, που άρχισε την εποχή του Μαυροκορδάτου δεν θα πάψει ποτέ (τώρα πάμε για το 2060) γιατί είναι ο πιο φτηνός τρόπος ελέγχου μιας χώρας.
Η Αφρική πια είναι μοιρασμένη μεταξύ Αμερικής και Κίνας. Υπάρχουν πτήσεις όπως αυτή Μπράνζαβιλ-Πουέντ Νουάρ που είναι γεμάτες μόνο από κινέζους τεχνικούς. Αυτό που ανήκει πια στο λαό της Αφρικής είναι εποχιακές θέσεις εργασίας και κανένα γήπεδο ή δρόμος που τους κάνουν δώρο οι κινέζοι για τα πετρέλαια και τα άλλα ορυκτά που απομυζούν, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είναι σκληρότεροι εργοδότες και από τους πλέον, κάποτε, σκληρούς Βέλγους του βασιλιά Leopold B΄.
Ωστόσο και σ’ αυτές τις χώρες, εκτός των προαναφερμένων, οι λαοί παραμένουν υπάκουοι. Κάτι με το Βουντού, κάτι με το Ισλάμ -το οποίο εκδηλώνει παντού παρουσία με μεγαλοπρεπή ή φτωχικά τζαμιά, ακόμα και στο νότο της Αφρικανικής ηπείρου- κάτι με το «έτερον» που είναι ο κακός γείτονας ή ο κακός αποικιοκράτης Ευρωπαίος, κάτι με την αμείλικτη πάταξη της εγκληματικότητας, όπου είναι δυνατόν αυτό, όπως στην Μπουρκίνα Φάσο όπου ο κλέφτης εκτελείται με συνοπτικές διαδικασίες άνευ δίκης, στο παρακείμενο χωράφι (εν παρόδω, το όνομα της χώρας σημαίνει «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου»), κάτι με το όνειρο της Δύσης, της μετανάστευσης και του κινητού τηλεφώνου, οι άνθρωποι αυτοί έχουν δεχθεί να ζουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα, με μηδέν περίθαλψη -ας είναι καλά ο μάγος-, τρομακτική παιδική θνησιμότητα, όπως επίσης τρομακτική θνησιμότητα από aids, ιδιαίτερα σε χώρες σαν το Μαλάουι ή την Μποτσουάνα. Διασχίζοντας την έρημο Καλαχάρι μέσω της «Καλαχάρι τρανς γουέι» με προορισμό την Ναμίμπια είναι αναπόφευκτο να κάνεις σύγκριση μεταξύ της καλοπέρασης των ζώων και της κακοπέρασης των ανθρώπων. Πως ν’ απορείς μετά με τα ανταρτικά κινήματα με θρησκευτικό μανδύα που αναπτύσσονται σε κάποιες από αυτές τις χώρες;
Είναι χαρακτηριστική η άποψη που εξέφρασε σε μια συζήτηση μας ο αρχηγός μιας κοινότητας στις Κομόρες, ένα από τα πιο φτωχά κράτη στον πλανήτη: «είμαστε φτωχοί αλλά έχουμε την ησυχία μας». Μ’ άλλα λόγια, πεθαίνουμε από έλλειψη πόσιμου νερού αλλά δεν μας ενοχλεί κανείς. Ω! Το όνειρο κάθε Πλανητάρχη!
Δεν ξέρουν, βέβαια, ότι θα ενοχληθούν ακόμα και για το νερό, όπως συνέβη στην Βολιβία, αν μια πολυεθνική κρίνει ότι η πηγή είναι κερδοφόρα.
Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι, και η πλέον άψογη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στις χώρες της Αφρικής, ουσιαστικά, είναι ένας τρόπος εκπροσώπησης μιας χώρας στο εξωτερικό. Η πραγματική εξουσία ασκείται από την επιρροή των φυλών και τους τοπικούς φύλαρχους και βασιλιάδες οι οποίοι έχουν υπό την κυριαρχία τους εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς υπηκόους, έτοιμους ακόμα και να πολεμήσουν μεταξύ τους είτε όσον αφορά ενδοφυλετικές διενέξεις σε τοπικό επίπεδο είτε σε εθνικό επίπεδο όπως συνέβη στην Ρουάντα, στο Μπουρούντι, στη Λιβερία, στη Σιέρα Λεόνε και αλλού. Εξάλλου η χάραξη των συνόρων από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις ευνοεί τις ενδοσυγκρούσεις και την κατά συνέπεια δυνατότητα παρέμβασης όπως και την εθνικιστική χειραγώγηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι φυλές που κάποτε ήταν ενωμένες σήμερα χωρίζονται τεχνητά από επιβαλλόμενα σύνορα και τυπικά χρειάζονται διαβατήριο για να επισκεφτούν συγγενείς, κάτι ανάλογο, δηλαδή, με τα πρώην τείχη στην Ευρώπη κι αλλού. Ο χάρτης της Αφρικής μας δείχνει κάθετες γραμμές ως σύνορα που δεν προκύπτουν από καμιά έγνοια για την ιστορία και την κουλτούρα του τόπου: τα σύνορα πχ. βελγικού και γαλλικού Κονγκό χαράχτηκαν στη βάση του βεληνεκούς που έφτανε το κανόνι. Οι ενδοφυλετικές συγκρούσεις είναι, λοιπόν, στην ημερήσια διάταξη.
Ιδιαίτερα στη Λιβερία, οι ακρωτηριασμένοι είναι ένα είδος εθνικής περηφάνειας -όπως και οι λεπροί ένα είδος αποκάλυψης του θείου. Και είναι ιδιαίτερα συγκινητικοί οι άνθρωποι αυτοί, όταν ξεχνώντας το σημάδι του θεού που φέρουν πάνω τους έρχονται να σ’ αγκαλιάσουν και να δείξουν τη χαρά τους για την επίσκεψη σου.
Η επιρροή των φυλών έχει, όμως, ως συνέπεια την ιδιάζουσα περίπτωση που συναντάμε μόνο στην Αφρική, οι κοινωνίες αυτές να παραμένουν εκτός της παγκοσμιοποίησης, σαν να ασκούν ένα είδος ιδιάζουσας αντίστασης σε αυτό που τους περικυκλώνει, στον υπόλοιπο κόσμο δηλαδή, με βαριές όμως συνέπειες, ακόμα και ζωής.
Ακραίες περιπτώσεις αυτού του φαινομένου είναι κάποιες φυλές στη λεκάνη του Αμαζονίου -είναι αδύνατη ακόμα και η προσέγγιση στην όχθη σε περιοχές βόρεια της Λετίσια, κοντά στο χωριό που λέγεται Μακεδονία(!) με κατεύθυνση το Ικίτος, αλλά επίσης είναι αδύνατη η αποβίβαση από το ποταμόπλοιο στις όχθες μεταξύ Μανάους/Σανταρέμ -στην θάλασσα Άνταμαν, και στο ακραίο δυτικό άκρο της Παπούα Νέας Γουϊνέας στα σύνορα με την Ίριαν Τζάβα. Ίσως, γι’ αυτό οι Παπούα να έχουν το κουράγιο, παρότι, επίσημα, χριστιανοί, να βάζουν την εικόνα του Θεού-Κώνωπα πάνω από την εικόνα του Χριστού.
(Τις κοινωνίες αυτές θα τις παρομοίαζα με τον Σεβασμιότατο Πειραιώς, τον τελευταίο γνήσιο υπερασπιστή της-δικής του-αλήθειας με τον οποίο παρότι μας χωρίζει ιδεολογικά το χάος δεν μπορώ να μην του αναγνωρίσω το μεγαλείο της μαχόμενης, ανιδιοτελούς, φλεγόμενης και μη καιόμενης ψυχής του: ένας αυθεντικός τοποτηρητής της Παράδοσης και των αξιών που βοήθησαν την ανθρωπότητα να φτάσει στο σημείο ν’ αμφισβητήσει αυτές τις αξίες. Αυτός ο λόγος του, ο γεμάτος μίσος προς κάθε τι το έτερον, ο οποίος θυμίζει τον Πατέρα-Θεό της Παλαιάς Διαθήκης και όχι της Νέας, δεν είναι ουσιαστικά παρά ο φόβος και η αντίσταση στη διάλυση της ταυτότητας, -όπως αυτή η ταυτότητα υπήρξε επί αιώνες ο τρόπος επιβίωσης μέσα στην ιστορία-, σε τούτη την εποχή της παγκοσμιοποίησης όπου οι ταυτότητες, οι χώρες, οι λαοί συγχωνεύονται και εξαφανίζονται στο όνομα της προόδου, της κατανάλωσης. Ξεχνώντας ότι η ετερότητα είναι ο καθρέφτης της ταυτότητας. Ο Σεβασμιότατος είναι αυτός που είναι επειδή υπάρχει το έτερον το οποίο πολεμά. Υπενθυμίζω εν συντομία την χεγκελιανή διαλεκτική «Κυρίου-Δούλου» όπως και την απόδοση της θεατρικά από τον J. Genet όπου ο δικαστής παρακαλεί τον κλέφτη να παραμείνει κλέφτης ή λογοτεχνικά από τον A. France όπου ο Διάβολος αρνείται τη θέση του Θεού γιατί μετά θα κινδυνεύει από τον Θεό να την χάσει. Ο Σεβασμιότατος Πειραιώς ως ο πιο συντηρητικός εκφραστής της Παράδοσης -Παράδοση σημαίνει ζώσα, οριοθετημένη, αναλλοίωτη και περιχαρακωμένη ταυτότητα- και ταυτόχρονα ένας σαλός στους σύγχρονους καιρούς, δεν θ’ αντέξει στην λαίλαπα της εξέλιξης. Μα, είναι ο μόνος που πιστεύει και αντιστέκεται χωρίς να υπολογίζει το κόστος -γραφικός, τρελός, φασίστας, σκοταδιστής, πέστε τον όπως θέλετε- εν αντιθέσει με τον «προοδευτικό» κλήρο που προσπαθεί να προσαρμοστεί, να αρέσει, κερδίζοντας ναρκισσικές μονάδες, ακιζόμενος μπροστά στον τηλεοπτικό φακό και επιδεικνύοντας με το απαράδεκτο «ύφος χιλίων καρδιναλίων» την υπεροχή της «ταπεινότητας» του.
Εν παρόδω, γιατί αυτή η ένδοση τελευταία, αγαπητοί Άγιοι Πατέρες στην ψυχιατρική και την ψυχανάλυση; Άγιοι Πατέρες του «προοδευτικού» κλήρου, έχουμε ψυχιάτρους και ψυχαναλυτές -νέο ελληνικό υβρίδιο: ιερέας/ψυχαναλυτής- για να συμμετέχουν σε τηλεοπτικά πάνελ. Αντί να οχυρώνεστε πίσω από την Παράδοση και να επιδεικνύετε ταυτόχρονα τους ακαδημαϊκούς τίτλους σας ως παράσημα στο στήθος της «ταπεινότητας» σας, δίπλα στο Σταυρό και την εικόνα της Παναγίας ή να εντάσσετε τον λόγο άλλων όπως εκείνον της ψυχανάλυσης στον δικό σας λόγο -καλά ψυχίατρος, αλλά και ψυχαναλυτής; Πως γίνεται να συμβιβάζεται ο άθεος επινοητής της ψυχανάλυσης και η ερμηνεία του για το θρησκευτικό συναίσθημα με τον χριστιανικό λόγο; Μήπως, έχει δίκιο ο Lacan που λέει ότι η θρησκεία θα επιβιώσει γιατί νοηματοδοτεί, δηλαδή, οικειοποιείται τα πάντα; -δεν θα ήταν καλύτερα να προτείνετε ένα σύγχρονο δικό σας λόγο; Μήπως, στοχεύετε στην λεγόμενη υπαρξιακή-οντολογική-οντική αγωνία του ανθρώπου και νομίζετε ότι δίπλα στην ψυχανάλυση μόνο ο εκκλησιαστικός λόγος έχει κάτι να πει επ’ αυτού; Και στην περίπτωση αυτή μήπως είναι καλύτερα να στραφείτε και να εντάξετε την Daseinanalyse δίπλα στα Πατερικά κείμενα; Τον Binswanger και τον Boss, ίσως τον Kierkegaard και τον Marcel, δίπλα στον Άγιο Αυγουστίνο και τον Άγιο Κυπριανό; Αλλιώς, πως συμβιβάζονται τα ασυμβίβαστα- οι παύλειες επιστολές και ιδιαίτερα η Α’ προς Κορινθίους 7.1, 7.8, με τις επιστολές στον Fliess-; Γιατί δεν μας προτείνετε τον δικό σας σύγχρονο λόγο; Έχετε να μας πείτε κάτι για τον Ισαάκ τον Σύρο και την σύγχρονη εποχή; Προσαρμογή δεν σημαίνει ν’ αφήσετε τη θέση του εξορκιστή (βλέπετε ότι και το Βατικανό ακόμα διατηρεί τη θέση του επίσημου εξορκιστή) για τη θέση του ψυχαναλυτή. Προσαρμογή σημαίνει, στην ερώτηση για το πως κρίνετε τους διαφορετικούς σεξουαλικούς προσανατολισμούς ν’ απαντήσετε στοχαστικά -όπως κάποιος άλλος-: «Και ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω;».
Αν, όπως λέτε, η νεοελληνική ταυτότητα είναι συνυφασμένη με την Εκκλησία, οφείλετε κατ’ αρχήν να απαντήσετε σε αυτό: Που βρισκόμαστε σήμερα; Γιατί δεν οργανώνετε ένα συνέδριο με θεματική «Ελληνική Ταυτότητα, Ορθοδοξία, Παγκοσμιοποίηση»; Μήπως, Άγιοι Πατέρες νομίζετε ότι μιλάτε τη γλώσσα του εκσυγχρονισμού, ενώ, άθελά σας, μιλάτε τη γλώσσα της παγκοσμιοποίησης; Μήπως, νομίζετε ότι ο εκκλησιαστικός λόγος θα εντάξει προς όφελος του τον ψυχαναλυτικό λόγο στη φαρέτρα του; Μήπως, είδατε ότι η ψυχανάλυση μπορεί να προσφέρει στην κατανόηση και ανακούφιση του συμπτώματος και της ζωής και είπατε να βρούμε τρόπο να την εντάξουμε στο δικό μας λόγο; Προσοχή, η χοάνη της παγκοσμιοποίησης καταπίνει, «ανεπαισθήτως», ολόκληρους λαούς.
Ο Σεβασμιότατος Πειραιώς είναι το τελευταίο πέτρινο δάσος του οποίου θα εξαχνώνεται σταδιακά η φιγούρα με την έλευση του χρόνου. Ας τον ακούμε, ακόμα κι αν δεν τον λαμβάνουμε υπ’ όψη μας, έστω όπως ακούμε ένα παραληρηματικό λόγο. Είναι η περήφανη αγωνία μιας εποχής και ενός λόγου που τελειώνει χωρίς να συμβιβάζεται, χωρίς να παραδίνεται. Εξάλλου, ο λόγος του πατέρα οφείλει να οριοθετεί, τα παιδιά οφείλουν να τον υπερβαίνουν. Μας υπενθυμίζει τη θέση που οφείλουμε να μην βρισκόμαστε, την θέση του. Η Παράδοση, ωστόσο, παρότι μπορεί να είναι ένα απολιθωμένο αγκωνάρι του παρελθόντος μπορεί να είναι ζώσα και πάλλουσα. Με μια ευρεία έννοια της Παράδοσης είναι, άραγε, ξεπερασμένος ο Bach, είναι, άραγε, ξεπερασμένο το «Ω, γλυκύ μου έαρ», το «αγάπη δε ουκ έχον…» η αρχιτεκτονική της Αγίας Σοφίας ή ο Caravaggio;
10/12/18
Συνεχίζοντας για την Αφρική, θα έλεγα ότι μένει πίσω από την λεγόμενη πρόοδο γιατί αφενός της παίρνουν ότι θέλουν, σχεδόν χωρίς να την ρωτούν. Εξακολουθεί να υπάρχει μια ουσιαστική αποικιοκρατία η οποία άτυπα λειτουργεί μέσω της εκάστοτε τοπικής κυβέρνησης με αποτέλεσμα τα ίδια κέρδη για τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, όμως, με πολύ μικρότερα έξοδα αφού την εκτελεστική εξουσία ασκεί η τοπική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, η αποικιοκρατία διατηρεί την εικόνα της μεγάλης δημοκρατικής δύναμης η οποία χειραφετεί και συμπαρίσταται ανθρωπιστικά στις πρώην αποικίες της. Αφετέρου, γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει η νοοτροπία αυτών των πληθυσμών οι οποίοι ως προς τις έννοιες της «συγγένειας», «οικογένειας» «ομάδας», (π.χ. στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία-RCA- δεν υπάρχει ως προς την ανθρώπινη παρουσία ο αριθμός «ένα», η έννοια του ενός είναι αδιανόητη) «ιεραρχίας», «κοινωνικής συνοχής» που είναι το κατ’ αρχήν ζητούμενο σε μία κοινωνία και εξ αυτών οι έννοιες «χρόνος» και «θάνατος» «θεός» απέχουν έτη φωτός από τον υπόλοιπο πλανήτη. Έτσι δεν την πάτησε ο Che όταν πήγε ν’ απελευθερώσει το Κογκό και αναγκάστηκε να επιστρέψει άπραγος και θυμωμένος σημειώνοντας στο ημερολόγιο του: «Δεν μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει πειθαρχία. Κάνουν του κεφαλιού τους»; Δεν «κάνουν του κεφαλιού τους», φαίνεται να «κάνουν του κεφαλιού τους». Στην πραγματικότητα ακολουθούν ρυθμούς και έννοιες χρόνου τελείως έτερες για την δυτική αντίληψη ως προς το τι σημαίνει συγκροτημένη ομάδα και χρόνος. Αν και, η δυτική αντίληψη εισχωρεί απαρατήρητη και σταδιακά αλλοτριώνει την κοινωνία, την ιστορία, τους δεσμούς, τον κοινωνικό ιστό.
Αν διαβάσει κανείς τις διαγνώσεις στο βιβλίο εισαγωγών του ψυχιατρείου της Ουγκάντα θα δει ότι ακολουθούν κατά γράμμα το αμερικανικό σύστημα ταξινόμησης, το περίφημο (ή διαβόητο) DSM. Το ίδιο και στις Νήσους Σολομώντα, στην Μελανησία: η παραδοσιακή ψυχοπαθολογία εκτοπίζεται υπέρ της αυστραλιανής, δηλαδή, υπέρ της αμερικανικής άποψης για την ψυχική διαταραχή και μέσω αυτής της ασήμαντης κερκόπορτας (ποιος υπολογίζει τους τρελούς;) εισάγονται μοντέλα για την ζωή, την κανονικότητα, τον άλλο, την διαφορετικότητα, την κοινωνία, την καθοδηγούμενη επιθυμία. Γιατί, αυτό είναι το ζητούμενο: η κατάκτηση του κόσμου επιτυγχάνεται πια μέσω της κατάκτησης και χειραγώγησης της επιθυμίας.
Όποιος κατέχει την επιθυμία κατέχει τον κόσμο.
Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα στις χώρες του Ειρηνικού οι οποίες, εκτός των Νήσων Σολομώντα και της Παπούα Νέα Γουινέα (P.N.G.) (αν κι εκεί βλέπεις τραγικά την σταδιακή είσοδο της Αγοράς, δεν έχει, σχεδόν, καμία σχέση η χώρα που είχα γνωρίσει πριν 25 χρόνια με την σημερινή, μόνο το δυτικό τμήμα έχει μείνει, σχετικά, ανεπηρέαστο και κάποια χωριά στον ποταμό Σέπικ) έχουν ενδώσει πλήρως στον δυτικό τρόπο ζωής και στο κέρδος του τουρισμού.
Επίσης, δεν θα σταθώ στις χώρες της Ν. Αμερικής οι οποίες, είναι γνωστό, ακολουθούν κατά γράμμα τον παγκόσμιο δρόμο τάξης πραγμάτων και οικονομίας, κάποιες εντάσσονται στις παγκόσμιες δυνάμεις των G20, με εξαίρεση το Σουρινάμ και τη Γουϊάνα. Επίσης, εξαίρεση όσον αφορά αυτή την πλευρά του κόσμου αποτελεί η Αϊτή.
Στις αραβικές χώρες, το ξέρουμε, η «Άνοιξη» δεν ήρθε ποτέ, εκτός, ίσως, της Τυνησίας, όπου υπήρξε μια αποτελεσματικότερη κοινοβουλευτική διεργασία. Η «Χαμένη Άνοιξη» των Αράβων επέβαλε την προηγούμενη κατάσταση μέσω αλλαγής προσώπων τα οποία ικανοποιούν την ναρκισσική εικόνα του Άραβα τηλεοπτικού θεατή περί ανεξαρτησίας και φιλολαϊκής πολιτικής, παρότι τα νέα πρόσωπα είναι περισσότερο πειθήνια στη γραμμή της πολιτικής που επιβάλλουν τα παγκόσμια κέντρα διαχείρισης των πηγών και του πλούτου του πλανήτη. Σε χώρες, ωστόσο, σαν την Λιβύη και την Υεμένη η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη με μία σκανδαλώδη αδιαφορία για τον τοπικό πληθυσμό από τις ξένες δυνάμεις που έχουν επέμβει.
Όπως ο βασιλιάς είναι πάντα καλός στην Ταϊλάνδη και για οτιδήποτε άσχημο φταίει ο εκάστοτε πρωθυπουργός τον οποίο ο καλός βασιλιάς, αν χρειαστεί, διώχνει από τη θέση του για να παραμένει ο καλός βασιλιάς στη θέση του, μια αντίστοιχη κατάσταση επικρατεί στο Μαρόκο και σε άλλες αραβικές χώρες όπου το ρόλο του πρωθυπουργού παίζει συχνά ένας πρίγκηπας από την οικογένεια.
Κι εδώ, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το φαινόμενο αυτό, ουσιαστικά, δεν αφορά μόνο τις προαναφερθείσες χώρες. Διαδραματίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο με τους ίδιους όρους αλλά με άλλη μορφή. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις των όποιων χωρών δεν είναι παρά αναλώσιμοι διεκπεραιωτές του βασικού σχεδίου που διέπει την πορεία του κόσμου και το οποίο υπαγορεύεται από την πραγματική εξουσία η οποία όμως είναι άυλη (σαν το χρήμα) και αόρατη. Οι κυβερνήσεις μέχρι να διεκπεραιώσουν το τμήμα του παγκόσμιου σχεδίου της οικονομίας για το οποίο είναι εντεταλμένοι, όχι από την κοινωνία από την οποία έχουν εκλεγεί αλλά, από την άυλη εξουσία που ακούει συμβατικά στο όνομα «παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα», χαϊδευτικά Αγορά, μπορούν να εισπράξουν πάσα δυσαρέσκεια εκ μέρους της κοινωνίας που τους ψήφισε. Αλλά, αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Ή, μάλλον, αν έχει σημασία αυτή είναι θετική γιατί δείχνει, ακριβώς, ότι αφενός οι δημοκρατικές διαδικασίες ευδοκιμούν, αφετέρου η επερχόμενη αλλαγή θα επιτρέψει στο μέρος του παγκόσμιου σχεδίου να βγει από την στασιμότητα που το είχε ρίξει η ανικανότητα της προηγούμενης κυβέρνησης και να προχωρήσει. Σημασία έχει ότι το παγκόσμιο σχέδιο προχωρά και μάλιστα με απολύτως –ή σχεδόν- δημοκρατικές διαδικασίες των οποίων αποκορύφωμα είναι οι εκλογές και η δυνατότητα αλλαγής της εκάστοτε κυβέρνησης.
Όπως στις διαδηλώσεις ο κόσμος τα βάζει με την αστυνομία, έτσι και στις εκλογές οι ψηφοφόροι τα βάζουν με την εκάστοτε κυβέρνηση. Όπως η αστυνομία εκφράζει την εκτελεστική εξουσία μιας κοινωνίας, με τον ίδιο τρόπο οι κυβερνήσεις εκφράζουν την εκτελεστική εξουσία του παγκόσμιου συστήματος.
Η ίδια η εξουσία σήμερα είναι άνευ προσώπου (σαν την τέχνη που είναι χωρίς αντικείμενο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Σε μια διαδήλωση, αστυνομία και διαδηλωτές χτυπιούνται μεταξύ τους αλλά η εξουσία παραμένει ατσαλάκωτη έχοντας μάλιστα πετύχει, συνδυάζοντας κοινωνική αγανάκτηση και παραφυάδες του οιδιπόδειου, να θεωρούν οι διαδηλωτές την αστυνομία ως την εξουσία. Η ίδια η εξουσία δεν είναι πουθενά. Και όταν συναθροίζονται οι εκπρόσωποι της, G+κάτι, οι εκπρόσωποι συναθροίζονται, οι ρυθμιστές αυτοί που μετά θ’ απολογηθούν στην εξουσία.
Το άυλο και αόρατο παγκόσμιο σύστημα εξουσίας παραμένει εκτός αυτού του κόσμου. Είναι σχεδόν μεταφυσικό και ως εκ τούτου δίνει την εντύπωση του αθάνατου. Έχει γίνει ο Μεγάλος Άλλος στη θέση του Θεού, ο ρυθμιστής του βίου και της ευτυχίας των ανθρώπων. Στην κυριολεξία ο κόσμος εξελίσσεται «κατ’ οικονομία» Θεού, όπου ο Θεός είναι ταυτόσημος με την οικονομία. Και, ως εκ τούτου, απόλυτα νομιμοποιημένος να ρυθμίζει τους νόμους του οίκου Του που είναι όλος ο πλανήτης. «Πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» αίρει την έννοια του κέντρου του κόσμου όπου θα μπορούσε ο υπήκοος, με όποιον τρόπο, ν’ αναφερθεί. Το τελευταίο κέντρο, η Αμερική ως συνείδηση του κέντρου του κόσμου, όπως ήταν κάποτε η αρχαία Ρώμη, ή έτσι όπως αντιλαμβανόταν ο Husserl το 1935 την Ευρώπη έχει διασπαρεί πια στο Πεκίνο, το Βερολίνο, το Σάο Πάολο, τη Μόσχα, το Τόκιο… Νομίζω ότι, η τελευταία θυσιαστήρια τελετή προς το κέντρο του κόσμου που ήταν κάποτε η Αμερική, έγινε το Μάιο του 1974 με το κογιότ του Beuys και τον ενδεικτικό τίτλο «I like America and America likes me». Τόσο δε αγαπούσε την Αμερική ο Beuys που καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του δεν πάτησε το πόδι του στο έδαφος.
Αόρατο και άυλο το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, αλλά απόλυτα νομιμοποιημένο -εξάλλου, αυτό είναι ο νόμος- να ρυθμίζει το πορτοφόλι μας.
Η κατάσταση αυτή, το πέρασμα από τον θρησκευτικό Θεό στον Θεό της οικονομίας θυμίζει τον πίνακα του David με την στέψη του Ναπολέοντα όπου ο αυτοκράτορας δεν περιμένει τη στέψη του από τον καρδινάλιο αλλά του παίρνει το στέμμα από τα χέρια και το φοράει μόνος του.
Κάθε καθημερινή οικονομική συναλλαγή και η πιο ασήμαντη, π.χ. το να πληρώσουμε στο σούπερ μάρκετ, κι ας μην το σκεφτόμαστε εκείνη την ώρα, γίνεται στ’ Όνομα Του, στ’ Όνομα του «κατ’ οικονομία» Θεού. Φέρουμε πάνω μας πια τον Θεό ως οικονομία, ως χρήμα, είμαστε ενδεδυμένοι με τον Θεό, τον έχουμε στη τσέπη μας -ή μάλλον αυτός ως Αγορά μάς έχει στο τσεπάκι του- αλλοτριωμένοι από τον Θεό, ένθεοι σ’ έναν έρημο τόπο χωρίς τον Θεό, χωρίς τον άνθρωπο. Τα καταστήματα των τραπεζών έχουν γίνει οι εκκλησίες της ενορίας, τα χρηματιστήρια και τα υπουργεία οικονομικών είναι πια οι Μητροπόλεις και Πατριαρχεία το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. (Οι Αμερικανοί από πολύ νωρίς άρχισαν να πιστεύουν σ’ αυτόν τον Θεό, δοξολογώντας τον στο επίσημο νόμισμά τους). Πως να μην πιστεύει ο Greenspan και η Σχολή του Σικάγου στην αυτορρύθμιση της Αγοράς αφού η αυτορρύθμιση είναι ίδιον του Θεού; Και όπως ο Θεός στέλνει στην Γη τον Χριστό να ρυθμίσει τα του Νόμου του οίκου Του, όπου Νόμος είναι ο ίδιος ο Θεός, έτσι και η Αγορά στέλνει για τον αντίστοιχο λόγο τους τοποτηρητές-κυβερνήσεις της.
Και πως η καταπίεση και η φτώχια να μην μετονομαστούν σε «Θεοδικία» την οποία, τρέχα γύρευε να ερμηνεύσεις αθωώνοντας τον Θεό, σαν τον Leibnitz. Ο Quine δεν ορίζει το «είναι» ως μια «μεταβλητή του τρόπου με τον οποίο αναφέρω τα ονόματα στα πράγματα»; Και ο Rorty, ένας πρώιμος εισαγωγέας των fake news στην Ευρώπη, δεν αναρωτιέται «σε τι χρησιμεύει η αλήθεια;» όταν «η πραγματικότητα είναι ένα από τα ονόματα που με δουλοπρεπή τρόπο αποδίδεται στον Θεό, ένα απομεινάρι του Μεσαίωνα που δεν μπόρεσε να εξαλείψει ο Διαφωτισμός». Πραγματικά, μου φαίνεται ότι σε λίγο θα νοσταλγούμε το «‘είναι’ είναι αυτό που είναι» του Hegel ή το «χιονίζει εάν και μόνο εάν χιoνίζει» του Tarsky. Και ούτε λόγος για το «ναι ναι ου ου». (Ματθ. Ε.37)
Και μου φαίνεται απίστευτο να ήταν τόσο αφελείς αυτοί που σκότωσαν τον Moro και τον Schleyer ή που έκαναν παρόμοιες πράξεις σε άλλες χώρες αργότερα, να πιστεύουν ότι με δύο ανθρώπους της εκτελεστικής εξουσίας της Αγοράς λιγότερους, ότι θα επηρεαζόταν το σύστημα… Η αϋλότητα του συστήματος δεν σκοτώνεται με την ύλη της σφαίρας. Σαν, κατ’ αντιστοιχία, να λέγαμε ότι αν σκοτώνονταν δύο αστυνομικοί θα άλλαζε η Αγορά. Επί πλέον, αν η 10ετία του ‘60 και ίσως ‘70 σήκωνε παρόμοια κινήματα σαν αυτό της Κούβας ή των απελευθερωτικών από την αποικιοκρατία κινημάτων στην Αφρική, η εποχή αυτή, των ανταρτικών κινημάτων πόλεων, κινημάτων απελπισίας, ενοχής, παραληρήματος –όπου ο εκτελεστής αισθάνεται εντεταλμένος από τον Άλλο, τον κοινωνικό Άλλο ή κάποιον Θεό με τον οποίο επικοινωνεί μέσα στο κεφάλι του μόνον αυτός και δυο-τρεις άλλοι, αισθάνεται όργανο του Άλλου ή του Θεού- κινημάτων αίματος είτε επί του εαυτού είτε επί του άλλου, φαίνεται να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Π.χ. τα «κίτρινα γιλέκα» δεν θα προχωρήσουν πέραν μιας συμφωνίας.
Σήμερα, υπάρχει συναίνεση.
Συναίνεση στην απόλαυση του «Κυρίου» με την οποία ταυτίζεται φαντασιακά ο «Δούλος» θεωρώντας την προοπτικά δική του.
Αυτή η απόλαυση του «Κυρίου», παρότι κατά καιρούς ο «Κύριος» παίρνει μέτρα περιορισμού της, πχ. μέτρα για το κλίμα, τα πλαστικά κ.λπ. είναι ουσιαστικά χωρίς όριο. Σαν το «πράγμα», το κέρδος να έχει βρεθεί ανεξέλεγκτο εκτός συμβολικού πεδίου, εκτός κανόνων ακόμα κι εκείνων το καταπάτημα των οποίων απειλούν την ίδια του την ύπαρξη. Σαν ένα χταπόδι που περισφίγγει τον εαυτό του έως θανάτου. Ή σαν τον καρκίνο που σκοτώνει τον φέροντα οργανισμό. Σαν το «πράγμα»-κέρδος πια να μην μπορεί να κάνει αλλιώς: «πάθος όριον ουκ οίδε και τότε μόνον ίσταται όταν αποκτείνει τον φέροντα». Και ακριβώς, η εκτελεστική εξουσία σήμερα, δεν προστατεύει την συμβολική τάξη αλλά το «πράγμα», την ψύχωση. Η εκτελεστική εξουσία είναι τα ψυχοφάρμακα ενάντια στο συμβολικό πεδίο και όχι ενάντια στην ασθένεια, την ψύχωση.
Η συναίνεση είναι το αποτέλεσμα της μαγείας που έχει επιφέρει το σύστημα στο σύμπαν, κυρίως μέσω της εικόνας. Είναι χαρακτηριστικό το πως άλλαξε η ζωή των κατοίκων του Μπουτάν όταν έφτασε το 2001 η τηλεόραση στη χώρα τους: ενώ πριν κοιμόντουσαν λίγο μετά τη δύση στη συνέχεια άλλαξαν τον τρόπο ζωής τους για να ξενυχτούν περιμένοντας τις γλυκερές σειρές από το ένα και μοναδικό κανάλι που έπιαναν από την Ταϊλάνδη με συνέπειες στη ζωή τους για όλο το 24ωρο.
Δεν χρειάζεται πια καμία δικτατορία τύπου Franco ή Παπαδόπουλου για ν’ αναχαιτίσει ένα ριζοσπαστικό λαϊκό κίνημα γιατί απλούστατα ένα τέτοιο κίνημα δεν υπάρχει. Τα πάντα πια είναι μέρος του συστήματος, λειτουργούν ως σύστημα εις βάρος του όποιου εν δυνάμει ή εν υποθέσει κινήματος.
Γιατί, ακριβώς, συναίνεση σημαίνει αλλοτρίωση.
Δεν πρόκειται μόνο για μια οικονομική εξαθλίωση. Πρόκειται για μια ευτυχισμένη συμμετοχή στο «πάρτι των βρικολάκων», όπου θα έχουμε χαρίσει τη ζωή μας σ’ αυτό που μας αλλοτριώνει, αλλοτριωμένο αυτό το ίδιο από την αλλοτρίωση της παρακολούθησης των αριθμών.
Βρισκόμαστε σε μια Μετα-αλτουσεριανή εποχή όπου στο αλτουσεριανό «ε, εσύ» δεν θα στρέψει κανένας το κεφάλι αφού όλοι είναι μέρος του συστήματος. Έχετε προσέξει ότι -πού;- στα Εξάρχεια, όταν υπάρχει ποδόσφαιρο στην τηλεόραση οι θαμώνες που γεμίζουν τα καφέ που διαθέτουν τηλεόραση παραμερίζουν την πολιτική τους τοποθέτηση για να τοποθετηθούν μπροστά στην οθόνη;
Έτσι, εμείς τα βάζουμε με τους τοποτηρητές της εξουσίας, τον κ. Τσίπρα, αύριο με τον κ. Μητσοτάκη, το πολύ-πολύ με την κ. Merkel ή τον πρόεδρο Trump χρησιμοποιώντας ως όπλο μας τις εκλογές (άντε και καμιά απεργία τύπου ΓΣΕΕ, με το ρολόι στο χέρι) που πολύ ευγενικά παραχωρεί το σύστημα για την νομιμοποίηση, ακριβώς, του φαινομένου που ονομάσαμε « ‘Δημοκρατικό’ Φασισμό».
Και θα έλεγα στο σημείο αυτό ότι, το σύστημα επιθυμεί διακαώς τις εκλογές όχι μόνο για την νομιμοποίηση του στις συνειδήσεις των κοινωνιών αλλά, κυρίως, γιατί με την αλλαγή τοποτηρητή θα μπορέσει να προωθήσει την συνέχεια του παγκόσμιου σχεδίου.
Συνεχίζοντας με τις αραβικές χώρες, οι βασιλιάδες και εμίρηδες των χωρών αυτών, συχνά ταυτιζόμενοι με μια θρησκευτική αυθεντία, ασκούν με ελάχιστες αμφισβητήσεις, κι αυτές ελεγχόμενες, τον «‘Δημοκρατικό’ Φασισμό» προσαρμοσμένο στο τοπικό χρώμα. Υπάρχει πλήρης έλεγχος του πληθυσμού με μικρές παραχωρήσεις οι οποίες τον κάνουν ευτυχισμένο και δείχνουν την προοδευτικότητα του ηγέτη π.χ. άδεια οδήγησης στις γυναίκες, δελτίο ειδήσεων με γυναίκα παρουσιάστρια κ.λπ.
(Εξαίρεση στους βασιλιάδες, όπου γης, ήταν ο ευγενέστατος και σεμνότατος βασιλιάς των Νήσων Τόνγκα, o Tupu o 5oς, καταμεσής της Πολυνησίας, ο οποίος πηγαίνει και γυμνάζεται στο μοναδικό γυμναστήριο της πρωτεύουσας Νούκου-Αλόφα, με όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, με πολλά ευτράπελα και χιουμοριστικά στιγμιότυπα. Γνώριζε δε αρκετά από την Ελληνική Γραμματεία -σε όλα τα κράτη του Ειρηνικού διδάσκονται τα παιδιά τι σημαίνει η λέξη «Democracy».
Iraqi president Saddam Hussein greets Donald Rumsfeld, t
hen special envoy of US president Ronald Reagan, in Baghdad on December 20, 1983.
hen special envoy of US president Ronald Reagan, in Baghdad on December 20, 1983.
Αυτό που φοβούνται οι Άραβες ηγέτες δεν είναι οι λαοί τους, αλλά οι σύμμαχοι τους οι οποίοι μπορούν να στρέψουν τον λαό εναντίον τους ή να δημιουργήσουν σε βάρος τους αντιπερισπασμούς τύπου Ιράκ-Κουβέιτ. Ας θυμηθούμε, παραμονή της εισβολής η Αμερικανίδα πρέσβης συνομιλούσε με τον S. Hussein, ο οποίος κάθε άλλο παρά αντιαμερικανός ή αντιδυτικός ήταν -εξάλλου, τα όπλα του αμερικανικά ήταν- αλλά, πως αλλιώς θα εκκινούσε ο Πόλεμος του Κόλπου; Όπως εξίσου φιλοδυτικός ήταν και ο Gaddafi ο οποίος διατηρούσε άριστες σχέσεις με Ιταλία και έως σκανδαλώδεις με Γαλλία. Ότι, δηλαδή, είχε συμβεί παλιότερα με τον Bokassa της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας (RCA) και τον D’ Estaing, ή τον Noriega του Παναμά με την επίσημη αμερικανική ηγεσία.
Δεν ήταν όμως αυτοί που θα μπορούσαν να εφαρμόσουν το νέο δόγμα της παγκόσμιας πολιτικής ως προς μία αποτελεσματικότερη διαχείριση του κόσμου στο σύνολό του. Το παλιό μοντέλο το οποίο ίσχυε ουσιαστικά από την Γιάλτα, όσες βελτιώσεις και αν ακολούθησαν, δεν εξυπηρετούσε πια τη νέα μορφή του κόσμου μετά το 1989, όπου δεν υπήρχαν πια εμπόδια και σύνορα. Η γεωπολιτική στρατηγική μπορούσε να χαραχτεί χωρίς σύνορα. Όλος ο κόσμος ανήκει πια στη Δύση. Και οι δήθεν σύμμαχοι φαίνεται να ήταν έτοιμοι από καιρό να εκμεταλλευτούν τον τυχαίο φόνο του μικροπωλητή στην Τυνησία, αν δεν τον προκάλεσαν, -μήπως αυτό μας θυμίζει το Περλ Χάρμπορ ή τους «Δίδυμους Πύργους»;– και ν’ αρχίσει έτσι η «Αραβική Άνοιξη». Οι παλιοί πιστοί ηγέτες ήταν άχρηστοι όπως παλιότερα συνέβη με τον Σάχη της Περσίας ή τον Μarcos των Φιλιππίνων. Όπως συνέβη πρόσφατα στην Αίγυπτο με τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους», παραδοσιακοί εχθροί με την επίσημη εξουσία, στους οποίους δόθηκε περιστασιακά η κυβέρνηση για να υπάρξει ομαλή μετάβαση στη νέα κατάσταση και εν συνεχεία εκδιώχθηκαν άνευ προσχημάτων για να έλθει η σημερινή κυβέρνηση.
Όπως συνέβη παλιότερα με την περίπτωση του Νεπάλ όπου οι υπαγορεύουσες δυνάμεις δεν δίστασαν να συμμαχήσουν ένα διάστημα με τους μαοϊκούς αντάρτες για να τελειώσουν με την άχρηστη πια βασιλική οικογένεια, η οποία μ’ ένα «μυστήριο» τρόπο εκτελέστηκε από τον διάδοχο του θρόνου. Στη συνέχεια ανέλαβε ο θείος ο οποίος και άρχισε τυπικές διαπραγματεύσεις σε μια παρτίδα στημένη.
Αντίθετα στο Περού, ουδέποτε υπήρξε προσέγγιση με το «Φωτεινό Μονοπάτι» αφού ο Fujimori, σαν ο από μηχανής θεός, έπαιξε το ρόλο του «Exterminator» στην εντέλεια.
Να θυμόμαστε ως κανόνα ότι, όπου υπάρχουν βίαιες αλλαγές δεν θα αργήσουν να ακολουθήσουν γεωπολιτικές ανακατατάξεις και νέες συμφωνίες για την ανακατανομή του εντόπιου πλούτου (π.χ. Αίγυπτος-Ελλάδα- Κύπρος), προς όφελος, φυσικά, του παγκόσμιου σχεδίου.
Έχει σημασία να επισημάνουμε, ότι όλοι αυτοί οι ηγέτες στο όνομα της ελευθερίας κόπτονται, από τον Franko στον McCarthy, από τον Hitler στον Pinochet, από τον Stalin στους Κόκκινους Khmer, από τους Σταυροφόρους στην Αl Qaeda. Για την ελευθερία της Συρίας, για το καλό της είναι που την βομβαρδίζουν απαξάπαντες.
Για την ελευθερία αγωνιζόταν στην Ελλάδα ο “Δημοκρατικός Στρατός”, για την ελευθερία αγωνιζόταν και ο Εθνικός. Για την ελευθερία ο Ρίτσος που έβλεπε μόνο ξερονήσια στο Αιγαίο, για την ελευθερία και ο Ελύτης που δεν είδε πουθενά ξερονήσι στο Αιγαίο.
Στις Βρυξέλλες, ωστόσο, στο λόγο του για τις «ελεύθερες ανταλλαγές» -πόσο επίκαιρη η πόλη, πόσο επίκαιρο το θέμα, μόνο ο χρόνος αλλάζει- το 1847, ο Marx έλεγε: «Κύριοι, μην ξεγελιέστε από την αφηρημένη λέξη ελευθερία. Ελευθερία τίνος;».
Και ο Horkheimer σ’ ένα πρώιμο κείμενό του, το «Dämmerung» (Λυκόφως), στη δεκαετία του ’30, έλεγε: «όσο το παρόν σύστημα φέρει το όνομα ελευθερία τόσο περισσότερο ασαφείς είναι οι παραστάσεις σχετικά με την ελευθερία».
Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να επισημάνουμε είναι το εξής:
Καλλιεργείται έντονα, τελευταία, μια τάση προς μια, θα την ονόμαζα ψευδοφιλοσοφία αλλά με σοβαρό μανδύα, υπέρ απόψεων που συνάδουν είτε με την έννοια της ελευθερίας όπως την εννοούν οι πολιτικοί αρχηγοί της Δύσης και οι θεωρητικοί τους, βλέπε «Νέοι Φιλόσοφοι», οι οποίοι π.χ. τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ του βομβαρδισμού της Σερβίας, είτε υπέρ μίας τάσης για απαξίωση της πολιτικής γενικότερα, χρησιμοποιώντας, δήθεν, φιλοσοφικές αναφορές για ένα προσανατολισμό στον «Εσωτερισμό» και τις «New Age» απόψεις, διαιτητικές αντιλήψεις και διαφόρων τύπων θεραπείες… Επιστρατεύονται, λοιπόν, φιλόσοφοι και λόγοι οι οποίοι ενώ είναι άριστοι, ωστόσο τίθενται σε λάθος τόπο.
Έτσι, για τον Spinoza «ελευθερία είναι η συμφωνία με τον ίδιο μας τον εαυτό», για τον Μill «η ελευθερία είναι η κυριαρχία επί των συνηθειών και πειρασμών», για τον Locke «το θεμέλιο της ελευθερίας είναι το να μην θεωρούμε την φανταστική ευτυχία ως πραγματική», για τον Comte «ελευθερία είναι η υπερίσχυση των καλών κλίσεων», για τον Leibnitz «μόνο ο Θεός είναι ελεύθερος» και για τον Kierkegaard «μόνο η αγωνία είναι η πραγματικότητα της ελευθερίας».
Και βέβαια, όλα τούτα τα αποσπάσματα έχουν πράγματι λεχθεί, δεν έχουν επινοηθεί ως επιχειρήματα αποπροσανατολισμού. Έχουν ένα βαρύ φιλοσοφικό φορτίο πάνω τους και φιλοσοφικό ιδρώτα σε κάθε λέξη. Όμως, είναι επιχειρήματα αποπροσανατολισμού εφόσον έχουν σκοπό να στρέψουν το κοινωνικό υποκείμενο «εντός» του, καθιστώντας το απολιτικό υποκείμενο ή στην καλύτερη περίπτωση, να διάγει σε αυτό που ο Descartes στον «4ο Στοχασμό» αποκαλεί «ελευθερία της αδιαφορίας» ή ο Περικλής «μαλθακότητα».
Στο σημείο αυτό, ο «‘Δημοκρατικός Φασισμός’» βρίσκεται σε αμηχανία:
πώς να εμφυσήσει την πολιτική αδιαφορία, βάση της ατομικής επιδίωξης και αποφυγής κάθε συλλογικής διαδικασίας, με την επιδίωξη, ταυτόχρονα, της συμμετοχής των πολιτών στις δημοκρατικές διαδικασίες οι οποίες είναι ο μανδύας νομιμοποίησης του συστήματος;
Ωστόσο, είναι αλήθεια, ότι, ίσως, ποτέ άλλοτε ο Δυτικός κόσμος δεν έζησε σ’ ένα τόσο δημοκρατικό περιβάλλον με τόση ελευθερία, τόσο που ν’ αναρωτιέμαι καμιά φορά αν είχε δίκιο ο Leibnitz που έλεγε ότι «ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός». Υπάρχουν καθημερινές κατακτήσεις δικαιωμάτων ταυτότητας, σκέψης, διάθεσης του εαυτού, δημόσιας απόρριψης της θρησκείας από έγκυρα χείλη, βλέπε St. Hawking και Νανόπουλο. Το ότι ο Chomsky από την θέση καθηγητή δημόσιου πανεπιστημίου στην Αμερική μπορεί να ασκεί δημόσια κριτική στην επίσημη πολιτική της Αμερικής, ακόμα κι αν αυτό θεωρηθεί άλλοθι του συστήματος, είναι πολύ σημαντικό. Ο πρωθυπουργός μας επέδειξε την μέγιστη δημοκρατική, κοινωνική, ανθρωπιστική ευαισθησία, απαντώντας στην επιστολή της μητέρας του Ζακ, ακόμα κι αν το έκανε για να μας πει ότι δεν ξεχνά το όραμα του Ανθρωπισμού άρα και του Σοσιαλισμού από το οποίο προήλθε και το οποίο συνεχίζει να τον διέπει σε ότι αφορά το όραμα του για την κοινωνία. Βέβαια, δεν μπορώ να ξέρω το πως χτυπά στο αριστερό του μέρος η καρδία του, έχει όμως σημασία και το τι ποιεί η δεξιά του.
Ακόμα και το δικό μου κείμενο, ένα κείμενο «αντί», το ότι μπορεί να διαβαστεί στο «Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας», φαίνεται να είναι σημαντικό ως προς τα δικαιώματα που έλεγα πριν. Βέβαια, το πανεπιστήμιο είναι ιδιαίτερος χώρος, ολίγον περιχαρακωμένος, ολίγον εκτός. Ωστόσο, αμφιβάλλω αν το ίδιο κείμενο, θα μπορούσε να διαβαστεί την δεκαετία του ’60 και οπωσδήποτε όχι στη διάρκεια της «επταετίας».
Σκέφτομαι, μήπως, είμαι υπερβολικός στην άποψη μου για τον κόσμο; Μήπως, πράγματι «είναι ο καλύτερος δυνατός» και επί πλέον έχει τις προϋποθέσεις να γίνει ακόμα καλύτερος; Και, μήπως, πράγματι, δεν έχει γίνει καλύτερος από τον 2ο Πόλεμο και μετά; Υπάρχει, σήμερα, χωριό στην Ελλάδα που να είναι όπως ήταν την δεκαετία του ‘50; Που να μην πάσχει από αγγειοκαρδιακές διαταραχές λόγω υψηλής κατανάλωσης κόκκινου κρέατος, που οι άνθρωποι να μην έχουν κερδίσει δέκα χρόνια ζωής, που να μην τους μεταφέρει ένα ελικόπτερο αν αρρωστήσουν ή αν επίκειται τοκετός; Και, κυρίως, δεν φοβούνται, τουλάχιστον τόσο όσο φοβόντουσαν τον περιπτερά για το ποια εφημερίδα θα διαβάσουν. Όχι ότι είναι τέλεια, αλλά το «καλύτερον δυνατόν»; Μήπως, τελικά, αυτό που αποκαλούμε «σύστημα» σκέφτεται για το καλό μου, χωρίς εμένα αλλά για μένα; Μήπως, δεν πρέπει να ξέρω τις κινήσεις των «μεγάλων», εγώ, ένα ανώριμο παιδί, μήπως, από απροσεξία ή λάθος θυμό προκαλέσω ταλαντώσεις στον γεωπολιτικό περίγυρο οι οποίες τελικά θα αποβούν σε βάρος μου; Να αποδεχθώ ότι όλοι αυτοί οι «μεγάλοι» φροντίζουν για μένα; Αφού, ούτως ή άλλως η δική τους επιβίωση εξαρτάται από τη φροντίδα που μου παρέχουν. Είναι δυνατόν να μην καταναλώνει κανείς και το σύστημα να ευημερεί;
Μα, μήπως, εδώ πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον όρο ανεκτικότητα για να εννοήσουμε το όριο πέραν του οποίου θα υπάρξει επέμβαση; Υπάρχει, πράγματι, κάτι δυσδιάκριτο -επίτηδες;- στα όρια των εννοιών «ανεκτικό», «παραβατικό», «επιτρεπτό», «παράνομο», «τρομοκρατικό», «εγκληματικό» που επιτρέπει στο σύστημα να τα συγχέει προς όφελός του. Και, μήπως, αυτή η ανεκτικότητα είναι ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος, ένας μανδύας όπως και οι άλλες δημοκρατικές διαδικασίες για την λειτουργία του «‘Δημοκρατικού’ Φασισμού»; Δηλαδή, αυτός ο ολοκληρωτισμός για το οποίο μιλάει η H. Arendt και ο R. Aron έχει πια νόμιμη σφραγίδα και μάλιστα κατασκευασμένη από κείνους που μάχονται θεωρητικά τον ολοκληρωτισμό;
Ναι, ο Chomsky είναι ελεύθερος να μιλάει και να λέει ότι θέλει και δεν θα υποστεί τη μοίρα του Khashoggi. Αλλά, θα ήταν εξίσου ελεύθερος αν η φωνή του γινόταν κίνημα και κατέβαινε στους δρόμους, αν, ας πούμε, ως διαμαρτυρία καλούσε σε γενική απεργία διαρκείας; Είναι, άραγε δημοκρατική κατάκτηση η ύπαρξη συνδικάτων και εργατικών ομοσπονδιών, σαν τα δικά μας, τα οποία, μεσούντων των Μνημονίων και της εξαθλίωσης μισθών και συντάξεων, κατεβαίνουν σε απεργία με το ρολόι στο χέρι, μια- δυο φορές το χρόνο; Ή, σαν των γερμανικών τα οποία, όπως το «Συνδικάτο Μετάλλου», το μεγαλύτερο της Ευρώπης, έχουν συναινέσει στο παρελθόν σε περικοπή μισθών; Ή, μεσούσης της ρητορικής του κ. Macron περί εθνικισμού και ευρωσκεπτικισμού, τί έχει, άραγε, να μας πει ο εν λόγω πολιτικός για το πλήρες, το τονίζω το «πλήρες», φακέλωμα με απίστευτες λεπτομέρειες όλων των επιβατών για όλες τις πτήσεις από και προς κάθε προορισμό;
Απλώς, θέτω ερωτήματα για να επισημάνω αυτό το φαινομενικά παράδοξο: λιγότερες συλλογικές ελευθερίες, περισσότερα ατομικά δικαιώματα. Όπως θα έλεγε η Arendt, οι άνθρωποι σήμερα, «έχουν δικαίωμα στο δικαίωμα».
Και, ίσως, η μεγαλύτερη νίκη του «‘Δημοκρατικού’ Φασισμού» να είναι η ανάθεση, σε ανύποπτο χρόνο, στις δημοκρατικές διαδικασίες να υπονομεύσουν την συλλογικότητα, την ομαδικότητα, την έννοια του «μαζί» η οποία ακούγεται πια μόνο στις κούφιες προεκλογικές κορώνες. Ο «‘Δημοκρατικός’ Φασισμός» βρήκε έτοιμη μια διαλυμένη υποκειμενικότητα, ουσιαστικά, ότι υπήρξε ανθρωπολογικά ο Ευρωπαίος από τον Van Eyck στον Descartes και από τη Γαλλική Επανάσταση στις μέρες μας.
Ο «‘Δημοκρατικός’ Φασισμός» δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να οριοθετήσει την διάλυση της υποκειμενικότητας εντός μιας ώριμης ατομικότητας όπου η ταυτότητα είναι υποδειγμένη όπως και η επιθυμία.
Τα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη, απλώς, βρίσκουν το φρούτο ώριμο και το κόβουν. Εξάλλου, τι παρωχημένος όρος είναι αυτός, «ακροδεξιά κόμματα»; Δείτε πως έχουν αφήσει τη ρητορική τους, η Le Pen δεν δίστασε, θεατρικά, να αποκηρύξει τον πατέρα της, τα ανάλογα κόμματα στην υπόλοιπη Ευρώπη κερδίζουν την εξουσία με δημοκρατικές διαδικασίες, ο νέος Πρόεδρος της Βραζιλίας ορκίζεται πάνω απ’ όλα στην τιμιότητα και όχι στην εθνοκάθαρση των Ινδιάνων του Αμαζονίου το οποίο και θα επιδιώξει. Κατά βάθος, η πολιτική διαφορά με τον Morales, σάρκα από την σάρκα του ινδιάνικου πληθυσμού της Βολιβίας, είναι ελάχιστη. Αν ταξιδέψει κανείς στην Βολιβία βλέπει στους δρόμους συνθήματα του τύπου «Morales si» (Μοράλες: ναι). Κι ας μην έχει θίξει τίποτα από την προηγούμενη από αυτόν κατάσταση ειμή μόνον μια ανακατανομή μικρών και άγονων γαιών. Όμως, έχει καταφέρει την συγκατάβαση των Ινδιάνων στις συνθήκες της Παγκόσμιας Αγοράς με τρόπο ανάλογο του Kurz στην Αυστρία ή του Orbán στην Ουγγαρία. Μόνος χαζός της παρέας παρέμεινε ο Maduro στην Βενεζουέλα. Aν τύχει να βρεθείτε στην επέτειο της ημέρας της ανεξαρτησίας της Βολιβίας στην Σούκρε, την πόλη όπου άρχισε ο Bolivar την επανάσταση στην Λατινική Αμερική θα δείτε ότι, εκτός των στρατιωτικών τμημάτων και των σχολείων παρελαύνει όλη η πόλη: νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες, ο σύλλογος φιλόζωων, οι Ινδιάνοι, ο σύλλογος των ζογκλέρ και άλλοι πολλοί. Και αυτό είναι ένα κατόρθωμα του Morales παρότι στο βιοτικό επίπεδο, και ιδιαίτερα των συμπατριωτών του Ινδιάνων, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει.
Είναι πολύ μακριά η εποχή που με συνόδεψαν για ασφάλεια οι ιππείς αντάρτες του κομαντάντε Μarcos από το Σαν Κρίστομπαλ ντε λας Κάζας -όπου είχα βρεθεί για να μελετήσω τους σαμάνους του χωριού Σαν Χουάν Τσαμούλα οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει πια την παραδοσιακή μέθοδο της πρόκλησης ρεψίματος για να βγει το κακό πνεύμα από το σώμα και προκαλούσαν τεχνητά το ρέψιμο με κόκα κόλα(!)- στο αεροδρόμιο, πολύ μακριά η εποχή που έτρεχα ν’ αποφύγω τα CRS στο Καρτιέ Λατέν, πολύ μακριά η διαμαρτυρία της εφηβείας. Είναι φολκλόρ πια η εποχή των «Tupamaros», των «Sandinistas», του «Sendero Luminoso», ακόμα και του Lula. Ο Mao και ο Che επιζούν πια σε ονόματα μπαρ ή στα έργα του Warhol και το «Bella ciao» μεταλλάχθηκε σε ρέγκε. Ακόμα κι αν σε κάποιους αγαλλιάζει η επαναστατική συνείδηση με το σπάσιμο μιας βιτρίνας θεωρώντας το αντίσταση, μη ενσωμάτωση. Ίσως, γιατί δεν έχουν καταλάβει ότι πρόκειται πια για τέχνη, για performance.
Σαν οι λαοί να παρακαλούν για περισσότερη ανελευθερία, περισσότερη ταυτότητα, περισσότερη υπεροχή, περισσότερη οριοθέτηση και επιστροφή στις λεγόμενες παραδοσιακές αξίες. Τελευταία περίπτωση ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Μεξικού, Obrador. Δεν αρκεί πια ένας διασκεδαστής τύπου Berlusconi για να περνάει νομοσχέδια έχοντας στρέψει την προσοχή του κόσμου στο «μπούγκα-μπούγκα».
Σαν οι λαοί να έχουν αγωνιστεί τζάμπα για περισσότερη ελευθερία και δημοκρατία με τον ίδιο τζάμπα τρόπο που αγωνίστηκαν κάποτε, με ποταμούς αίματος ενάντια στον ιμπεριαλισμό, όπως π.χ. το Βιετνάμ. Σαν να διαπιστώνουν ότι για να έχουν κινητό θα πρέπει να έχουν λιγότερες ελευθερίες και το δέχονται.
Αυτός ο Νεοσυντηρητισμός, με την μορφή του άκρατου λαϊκισμού, είναι άραγε αποτέλεσμα του Μεταμοντερνισμού, μιας Μετα-Lyotar εποχής, τουλάχιστον για τον Δυτικό κόσμο;
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω την ετυμολογία της λέξης ελευθερία.
Δύσκολη στην ετυμολογία της, όπως δύσκολη και στη σημασία της, η φίλτατη ελευθερία.
Από το «ελεύσομαι» και το «ρίον», που έχει διατηρηθεί έως σήμερα (θυμηθείτε, Ρίο, Αντίρριο) το οποίο σημαίνει «στεριά», η λέξη σημαίνει «έλα στη στεριά από την θάλασσα, πάτησε ξηρά». Εξ ου και το ρητό με πρώιμη σπινοζική και λακανική σημασία: «παρά το ελεύθειν όπου ερά τις» (να πηγαίνει κάποιος εκεί που αγαπά-επιθυμεί).
Κατ’ αντιπαράθεση με το λατινικό «liber» που προέρχεται από το σανσκριτικό «zudh» και το οποίο στην εξέλιξη του ως «leudh»=αυξάνω, μας δίνει στα αρχαία γερμανικά το «Leute» (λαός) και το «liber». Έχει σημασία το ότι στα λατινικά η ελευθερία ως προερχόμενη από το «liber» -liberta, liberté, liberty- προσδιορίζει την απελευθέρωση, δηλαδή, έπεται μιας κατάστασης μη ελεύθερης ενώ, αντίθετα, στα ελληνικά προσδιορίζει αυτή τούτη τη φύση της ελευθερίας ως φύσης του ανθρώπου. Μεταφορικά, θα λέγαμε ότι το μεδούλι της ελληνικότητας είναι το μεδούλι της ελευθερίας και τούμπαλιν.
Και εξ αυτού να σκεφτούμε ότι, ο Ευρωπαίος πολίτης έχει στο ασυνείδητο του ως ελευθερία την προοπτική της ελευθερίας ως απελευθέρωσης από κάτι, αλλά, που όμως, αυτή τούτη η προοπτική και κατά συνέπεια η ελευθερία εκφράζονται ως ελευθερία εντός της προοπτικής, άνευ της οποίας δεν υπάρχει περίπτωση έλευσης της ελευθερίας. «Ευδαίμον το ελεύθερον», όπως έλεγε ο Περικλής στον «Επιτάφιο», αλλά ως προοπτική της ελευθερίας.
Ίσως, έτσι εννοούμε καλύτερα τον Camus όταν λέει ότι «οφείλουμε να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο» και την καντιανή «‘κατηγορική προσταγή’ ακόμα και σ’ ένα σύμπαν γυμνό από νόημα και υπερβατική αρχή». Ίσως, αυτό να είναι το υπερβατικό νόημα της φράσης του Μάη του ’68, ως συνέχειας της δυτικής φιλοσοφίας περί ελευθερίας: «ας είμαστε ρεαλιστές ας ζητάμε το αδύνατον». Το «ελεύθερον ήμαρ» να μετατίθεται διαρκώς. Η αριστοτελική, θωμαϊκή και χεγκελιανή άποψη για τον «Νόμο» (βλέπε, συνάμα, ιδιοκτησία, δούλος κ.λπ.), συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων πνευμάτων της Δύσης (Bacon, Locke, Hobbes…), να είναι ο ακραίος ορισμός για την ελευθερία.
Κατ’ αντιπαράθεση με το νεοελληνικό πνεύμα περί ελευθερίας το οποίο συνεπικουρούμενο από έναν ανατολικής προέλευσης φεουδαρχισμό μπορεί, εν τω βάθει, να θεωρεί ελευθερία την ανομία.
Έτσι, όταν ο Νεοέλληνας φωνάζει για ελευθερία να εννοεί απλώς «κάνω ότι μου γουστάρει», δηλαδή, «δεν θα εξελιχθώ ποτέ», σε αντίθεση με τον Ευρωπαίο ο οποίος, τουλάχιστον, έχει προοπτική ελευθερίας
Αγαπητοί φίλοι, αυτή τούτη τη στιγμή που μιλάμε συμβαίνουν τρομακτικά πράγματα στον κόσμο. Ολόκληροι λαοί εξοντώνονται, μετατοπίζονται, εξαγοράζονται μέσω της πολιτικής τους εξουσίας, δημοκρατικά εκλεγμένης ή εξανδραποδίζονται έως ότου υποκύψουν κι αυτοί στη γοητεία του «‘Δημοκρατικού’ Φασισμού».
Η εξαγορά συνειδήσεων στον Δυτικό κόσμο συμβαίνει στις ευρείες μάζες με αντάλλαγμα την καλοπέραση και αμεριμνησία που προσφέρει ένας Πατέρας κακός με τους εχθρούς, αυστηρός με τα παιδιά του τα οποία θα τιμωρήσει αν παρεκκλίνουν από το θέλημα του -δεν μας θυμίζει αυτό, άραγε, το πνεύμα που διέπει την Παλαιά Διαθήκη;- ένας Πατέρας ο οποίος αγρυπνά φροντίζοντας, τουλάχιστον στα αγαπημένα του δυτικά παιδιά, να μην τους λείψει το παραμικρό. Και μάλιστα μέσα σ’ ένα πλαίσιο ανοχής και συνεχούς διεύρυνσης των ατομικών αλλά σπάνια των συλλογικών δικαιωμάτων.
Με λίγα λόγια, ότι δεν μπόρεσε να κάνει με τα τανκς και τα γκλομπ η Δημοκρατία, το κάνει με το γάντι ο «‘Δημοκρατικός’ Φασισμός». Ο κόσμος σήμερα ελέγχεται ελέγχοντας την επιθυμία (και τον φόβο) του κόσμου.
Θα έλεγα ότι, βρισκόμαστε σε μια Μετα-βιοπολιτική κατάσταση όπου το υποκείμενο του λόγου και της επιθυμίας μετατρέπεται σε άτομο άνευ λόγου έχοντας ως επιθυμία, χωρίς πίεση, το αντίθετο: εκλιπαρώντας, το «ανήκειν» στο σύστημα.
Αλλά το χειρότερο είναι ότι, ενώ όλοι το γνωρίζουν, σαν τον πληθυσμό στην Γερμανία την δεκαετία ‘30-’40, ή σαν τον πληθυσμό στην Γαλλία την εποχή του Βισύ, ή σαν τους Έλληνες την εποχή των Μνημονίων που προτιμούσαν να πιστεύουν ότι τους ψεκάζουν, κανείς δεν θέλει να γνωρίζει ότι γνωρίζει, για να μην αντιμετωπίσουν το υπόλοιπο της μη εξαγορασμένης συνείδησης τους. Μήπως γι’ αυτό, άραγε, υπάρχει μια διάχυτη κοινωνική κατάθλιψη, γιατί οι άνθρωποι στο βάθος πενθούν που δέχθηκαν να εξαγοράσουν τα όνειρα τους με τίμημα την ασφάλεια και την λεγόμενη «επιτυχία»;
Και αυτό για το οποίο τόσος λόγος γίνεται τελευταία, την αυτοοργάνωση, την συλλογικότητα, τις μικρές ομάδες οι οποίες δρουν εντός μεν του συστήματος αλλά κατά του συστήματος, είναι άραγε μια άλλη πολιτική πρόταση ενάντια στην χρεωκοπία ή τον συμβιβασμό των επίσημων πολιτικών; Έχουμε να περιμένουμε κάτι από αυτές τις ενάντιες αυτοοργανώσεις ή είναι ένας τρόπος κατευνασμού των ενοχών και τροφοδοσίας ενός ναρκισσισμού που κάνει την επανάστασή του επειδή νομίζει ότι σκέφτεται διαφορετικά και αυτό του αρκεί; Μπορεί, άραγε, να αλλάξει το σύστημα εκ των ένδον κατ’ αυτόν τον τρόπο, -σκέφτομαι τον Foucault και την μικροϊστορία- αν όλοι κάποια στιγμή βρεθούμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά ή όλες τούτες οι «συλλογικότητες» είναι περίεργες αλλά ανώδυνες λέσχες διαβάσματος; Μήπως συναντούν το σύστημα από άλλο δρόμο αν το σύστημα σκέφτεται «άφησέ τους να σκέφτονται ότι θέλουν φτάνει να μην περνούν το όριο, να μην μας στοιχίζει πολιτικά και να έρχονται να ψηφίζουν».
Οι πολίτες σήμερα αρκούνται στις ειδήσεις των 8. Τις υπόλοιπες πολιτικές πληροφορίες τις παίρνουν από τα «ριάλιτι σόου» και τους διαγωνισμούς μαγειρικής.
Πόσο αυτό μου θυμίζει το τραγούδι του Reggiani, για την παραμονή της εισόδου των Γερμανών στο Παρίσι: «Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν για τίποτα. Γι’ αυτούς ήταν σαν να έβλεπαν σινεμά. Αλλά, οι λύκοι είχαν ήδη μπει στο Παρίσι».
Επί πλέον, ο «‘Δημοκρατικός’ Φασισμός» μας προσφέρει την πολυτέλεια της σκέψης, φτάνει η σκέψη να μην κατεβαίνει στο δρόμο, εναντίον του. Και φυσικά, όλος ο κόσμος είναι ελεύθερος. Κάνουν ότι θέλουν, ας πούμε σεξ, λένε ότι θέλουν, ας πούμε σαν τους «Νέους Φιλόσοφους», επιλέγουν όποια έμφυλη ταυτότητα θέλουν, καταναλώνουν ότι θέλουν, πάνε όπου θέλουν, ακόμα και στην άκρη του κόσμου -εδώ το συλλογικό επιτρέπεται-, και βεβαίως σκέφτονται ότι θέλουν, αφού αυτή, η σκέψη, ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε ολοκληρωτισμού θα είναι εκ των προτέρων εκχερσωμένη και προσαρμοσμένη στην δοτή ελευθερία της ασφάλειας. Μια αυτολογοκρισία που κανείς δεν θα την ζει ως τέτοια αφού καθένας θα είναι ελεύθερος να αυτολογοκρίνεται: ένας άγρυπνος εσωτερικός σεκιουριτάς θα ελέγχει και θα φροντίζει τον πολιτικό ύπνο της απάθειας. Ναι, βέβαια, είναι μια κοινωνία των δικαιωμάτων φτάνει να μην…
Για να το πω διαφορετικά: η σκέψη να μην απαιτεί την μετατροπή ή ακόμα χειρότερα την ανατροπή του κόσμου. Δηλαδή, να έχει αποκηρύξει την 11η θέση του Marx στον Feuerbach. Μα, θα αντιτείνουν κάποιοι, ο κόσμος δεν αλλάζει έστω κι έτσι, το σύστημα προσδοκώντας το κέρδος δεν αλλάζει τον κόσμο;
Θα υπάρξει, άραγε, κάποιος, τότε, που θ’ αναρωτηθεί: «Τι να την κάνω αυτή την ελευθερία;».
Είναι πικρό να αντιλαμβάνεσαι ότι μερικοί από τους παλαιότερους λαούς του κόσμου βιώνουν την ελευθερία σε ελεύθερη πτώση.
Η ανθρωπότητα θα προχωράει αλλά η ανθρωπινότητα είναι σε ώρα μηδέν. Όπως έλεγε ο Balibar: «ο άνθρωπος έχει πρόσβαση στα ανθρώπινα δικαιώματα επειδή είναι πολίτης. Και η πρόσβαση στα δικαιώματα του πολίτη είναι να είναι άνθρωπος». Ας θυμηθούμε, ακόμα μια φορά, τον Marx όταν έλεγε: «η ρίζα για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».
Κλείνω με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» (1043-1053): «Τα βάσανα μου δεν θα τελειώσουν παρά μονάχα όταν ο Δίας χάσει τη δύναμη του… Προλέγω πως αυτό που επιθυμώ θα γίνει». Και ανταπαντώντας στις απειλές του Ερμή: «Μάθε πως δεν θ’ αλλάξω ποτέ τα βάσανα μου με σκλαβιά. Προτιμώ να είμαι χίλιες φορές δεμένος σ’ αυτόν τον βράχο παρά να είμαι πιστός δούλος του Δία… Τίποτα δεν θα με κάνει να λυγίσω. Ας με χτυπήσουν όλα τα φλογισμένα βέλη της θύελλας, ας σκεπαστεί ο ουρανός μέσα σε βροντές κι ανεμοστρόβιλους, ας τραντάξει η θύελλα την γη κουνώντας την συθέμελα. Τα κύματα της θάλασσας ας καταπιούν τ’ άστρα τ’ ουρανού. Ας ρίξει ο Δίας το σώμα μου στα σκοτεινά σπλάχνα του Άδη. Ότι κι αν κάνει θα ζήσω».
Κι εγώ, μήπως τα γράφω όλα αυτά γιατί πενθώ; Πενθώ την πολιτική; Την πολιτική ως κάτι που δεν υπάρχει πια, την πολιτική ως όραμα.
Θρηνώ το όραμα; Τους αιώνες που τελείωσαν; Τα καλοκαίρια που έσβησαν, τους χειμώνες που έρχονται;
Ακούω τον Baudelaire ν’ απαγγέλλει «Τα άνθη του κακού»: «Adieu vive clarté de nos étés trop courts!» (Αντίο ζωηρή λάμψη των πολύ σύντομων καλοκαιριών μας).
Γεια σας, σύντομοι αιώνες της ανθρωπινότητας του ανθρώπου!..
Ζήτω η ασφάλεια! Ζήτω οι ειδήσεις των 8!
Ας χαμηλώσουν οι υψωμένες γροθιές (πολύ ντεμοντέ)… Ας τεντώσουμε το χέρι μπροστά… «Achtung! Εν-δυο, εν δυο… Ίσιες παλάμες, κλειστά δάχτυλα, ανόητοι!…». A, όχι πάλι Wagner, όχι πάλι Orff. Κάτι παγκοσμιοποιημένο, κάτι προς Elton John.
Η Ανθρωπινότητα, ο Ουμανισμός, ο Ορθός Λόγος, η Τέχνη, η Επανάσταση, η Πολιτική, το Όραμα ήταν αρρώστιες που, πάει πέρασαν…
Δίχως να με ρωτήσει κανείς αν θέλω να είμαι υγιής.
Κι αν θέλω να είμαι άρρωστος;
Δεν είπαμε ότι έχω δικαίωμα στη αυτοδιάθεση;
Κι αν καθένας μας θέλει να είναι άρρωστος;
Μήπως να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην αρρώστια; Ενάντια στην σφριγηλότητα και υγεία της νέας τάξης πραγμάτων;
Με παρηγορεί ο Heisenberg και οι έννοιες της κβαντικής φυσικής περί της «απροσδιοριστίας» και του «τυχαίου», μεταφρασμένου λακανικά στο ανυπότακτο «πράγμα», στην ντελεζιανή άποψη στο από που έχουμε να περιμένουμε την έκφραση του ανέκφραστου υπόλοιπου της επιθυμίας: ίσως από το λούμπεν προλεταριάτο, ίσως από το ψυχιατρείο.
Ίσως, το «συμβάν» να είναι ακόμα δυνατόν.
«Βρισκόμαστε στη μέση της νύχτας. Αλλά η βαθιά νύχτα είναι φορέας του φωτός» έλεγε ο Benjamin.
Καταμεσής του Μεσαίωνα δεν άρχισε ν’ ανθίζει η επιστήμη και η σκέψη, η σάτιρα, το γκροτέσκ, ο Rabelais;
Ο Genet δεν ανανέωσε το θέατρο μέσα από τη φυλακή;
Και ο Artaud από το ψυχιατρείο;
Ο Cervantes δεν έγραψε τον «Δον Κιχώτη» φυλακισμένος;
Ο Hôlderlin από το ψυχιατρείο δεν έβαλε τους στίχους του στο στόμα του Heidegger;
Ο O. Wilde από τη φυλακή του δεν έγραψε το «De profundis»;
O θείος Μαρκήσιος, από την Βαστίλη δεν έστειλε το σύνθημα: «Πολίτες, ακόμα μια προσπάθεια για επανάσταση»;
Και ο δρόμος, που πάντα «έχει τη δική του ιστορία» δεν «είπανε πως τη γράψανε παιδιά»;
14/12/18