Ευρώ 20 χρόνια μετά: Οφέλη - ζημίες και... μηνύματα της επόμενης ημέρας.


​​​Ένας παραλληλόγραμμος πορσελάνινος δίσκος με το οικόσημο της Santa Maria da Feira, της πόλης που συγκεντρώθηκαν στις 19/6/2000 οι ηγέτες της Ε.Ε. για να δρομολογήσουν την απόφαση ένταξης της Ελλάδας στο Ευρώ, παραμένει μέχρι σήμερα το μοναδικό αναμνηστικό εκείνης της ημέρας. 

Το πήραν πήραν μαζί τους, όσοι παραβρέθηκαν στην "είσοδο” της Ελλάδας στο κλαμπ των ισχυρών του νέου νομίσματος ECU/Euro, για την δημιουργία του οποίου είχαν αποφασίσει την 1/1/1999 οι ηγέτες ένδεκα χωρών της Ευρωπαϊκής Άνωσης. 

Το εγχείρημα για το ενιαίο νόμισμα στην Ευρώπη ήταν πρωτόγνωρο σε ιστορική κλίμακα και βάθος. 

Δεν ήταν όμως το πρώτο βήμα, αλλά η κάπως καθυστερημένη... είσοδος σε ένα νέο "κόσμο” που είχε αποκρυσταλλωθεί με το Σύμφωνο του Μάαστριχ το 1992. 

Τότε, τρία ολόκληρα χρόνια μετά την κατάρρευση του σταλινισμού στην πρώην ΕΣΣΔ, οι ισχυροί της Ευρώπης είχαν αποφασίσει μετά από μακρές ζυμώσεις, πολιτικές συμφωνίες, αλλά και συγκρούσεις, ότι είχε έρθει η ώρα να...ανακτήσουν όσα είχαν "χαθεί” το 1944-45, με την συμφωνία της Γιάλτας.

Όλοι γνώριζαν και το αποτύπωσαν με εμφανή πολιτικά και οικονομικά "κενά” στο Σύμφωνο του Μάαστριχ, ότι ένα τέτοιο εγχείρημα για να ξεπεράσει τις σκληρυμένες διαφωνίες των ισχυρών της μεταπολεμικής Ευρώπης στο εσωτερικό της, θα έπρεπε να ανοίξει το δρόμο του πάνω στο άρμα ενός νέου ενιαίου νομίσματος.

Ενός νομίσματος  που θα ενοποιούσε πρώτα την εσωτερική αγορά της Ε.Ε. και μετά θα επιχειρούσε να χτίσει την οικονομική και πολιτική της ενοποίηση.  Και έτσι ...εγένετο ECU και στην συνέχεια Euro.

Βέβαια η ανάκτηση του ζωτικού χώρου προς ανατολάς μέσω του Ευρώ, δεν είχε την τύχη που είχαν οραματισθεί οι δημιουργοί του στα πρώτα χρόνια. 

Όμως το νέο νόμισμα σε ελάχιστο χρόνο, μόλις 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του ανέδειξε την οικονομική ισχύ της Ευρώπης, κάνοντας το νέο νόμισμα το ισχυρότερο του πλανήτη, μετά το δολάριο. 

Σύμφωνα με τα τρέχοντα απολογιστικά στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι αλλαγές που έχει προκαλέσει η εμφάνιση του Ευρώ, έχουν οδηγήσει σε ενα νέο status quo διεθνώς, τέτοιο που το 36% των παγκόσμιων πληρωμών γίνεται πλέον σε ευρώ, ενώ το 20% των συναλλαγματικών αποθεματικών είναι ήδη σε ευρώ και να τείνει σε σταθερή αύξηση... 

Η EKT, που έχει την ευθύνη της νομισματικής πολιτικής για το Ευρώ, παρ' ότι θεσμικά δεν διαθέτει τις εξουσίες της Fed, εν τούτοις είναι πλέον η δεύτερη ισχυρότερη Κεντρική Τράπεζα στον πλανήτη. 

Στην Ευρώπη το 38% των πολιτών της σήμερα είναι σε τέτοια ηλικία που δεν έχει γνωρίσει και χρησιμοποιήσει άλλο νόμισμα, ως "εθνικό” νόμισμα, στις καθημερινές του συναλλαγές. 

Παρ' όλα αυτά το ενιαίο νόμισμα δεν κατάφερε να "ενοποιήσει” την Ευρωζώνη. Οι εσωτερικές ανισομέρειες παραμένουν τόσο ισχυρές που σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, οι ρήξεις απειλούν την συνοχή της κάθε φορά που διεθνείς οικονομικοί τριγμοί την διαπερνούν, όπως για παράδειγμα η τραπεζική κρίση το 2008, ή ακόμα και η πολιτική αναταραχή στις μέρες μας.

Οι διαφορές και οι ανισομέρειες φαίνεται να είναι "θεμελιωμένες” σε δομικά χαρακτηριστικά των οικονομιών που απαρτίζουν την Ευρωζώνη.  Στο πλέον θεμελιακό επίπεδο για παράδειγμα, εκείνο της παραγωγικότητας της εργασίας ακόμα και σήμερα η αποκλίσεις είναι απειλητικές. 

Στην Γερμανία, ή ακόμα και στο Βέλγιο, ένας εργαζόμενος παράγει το διπλάσιας αξίας όγκο προϊόντων ή υπηρεσιών από ότι ένας Έλληνας ή Πορτογάλος εργαζόμενος, με τις αντίστοιχες κατά συνέπεια επιπτώσεις για την οικονομία και το κατά κεφαλήν εισόδημα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η διπλάσια παραγωγικότητα γεωγραφικά μεταξύ Γερμανίας και Πορτογαλίας ή Ελλάδας δεν έχει να κάνει με τις ικανότητες ή ακόμα και με την γενική εκπαίδευση του εργαζόμενου, αλλά με τα μέσα και το επίπεδο οργάνωσης της παραγωγής. Αυτή η "απόκλιση” δεν έχει ξεπερασθεί παρά τα τεράστια ποσά που έχουν διοχετευθεί σε επιδοτήσεις κοινοτικών προγραμμάτων στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει. Η "απόκλιση” αυτή βέβαια δεν αφορά πλέον ακραίες οικονομικές περιπτώσεις όπως η Γερμανία και η Ελλάδα, αλλά συνολικά τις "βόρειες” και "νότιες” οικονομίες.

Το "νέο” χαρακτηριστικό που αποκτά αυτή η "απόκλιση”, όπως αυτό αποτυπώνεται στα ευρωπαϊκά οικονομικά και πολιτικά μεγέθη τα τελευταία χρόνια - ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008 – είναι ότι έχει αρχίσει να "μεταδίδεται” πλέον οριζόντια από την οικονομία στην πολιτική. Οι "μαύρες τρύπες” της αρχιτεκτονικής του Μάαστριχτ του 92΄, αναδεικνύουν πλέον τα δομικά "κενά” της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, που βαραίνουν εμφανώς πλέον πάνω στο ενιαίο νόμισμα, το Ευρώ.  
  
Η Ελλάδα μετά το ευρώ

Αν κάποιος – εκτός Ελλάδος – επιχειρήσει να κάνει ενα απολογισμό της "σχέσης” του Ευρώ με την Ελλάδα τα τελευταία 18 χρόνια, είναι βέβαιο ότι εύκολα θα καταφέρει να φτιάξει μία μακριά λίστα με τα "οφέλη”, αλλά και τις "ζημίες”.

Αν θελήσει όμως να τα βάλει στην ζυγαριά θα δυσκολευτεί να τα "ισορροπήσει” για να δει τι βαραίνει περισσότερο... 

Για αυτό άλλωστε οι περισσότεροι αναλυτές, είτε ξεφεύγουν από τον κόπο μιας αποτίμησης τοποθετώντας την Ελλάδα σε μία ειδική κατηγορία, "μια κατηγορία από μόνη της”, είτε αποδίδουν την κατάστασή της "στην πρόωρη ένταξή της στο Ευρώ”.

Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι η κυκλοφορία του ευρώ στην ελληνική οικονομία δεν έγινε στο "κενό”, αλλά σε μία κατάσταση με συγκεκριμένες ιδιοτυπίες και χαρακτηριστικά.

Η είσοδος του Ευρώ βρήκε πράγματι μια οικονομία σε μία συγκεκριμένη "κατάσταση”,  με ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα που "έβλεπε” την ένταξη στο Ευρώ σαν την ιστορική δυνατότητα "παράκαμψης” των δομικών αδυναμιών και χαρακτηριστικών της, στο πλαίσιο της νέας αρχιτεκτονικής της Ευρώπης στο μετά το 1989 οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. 

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η από κοινού απόφαση των ισχυρών της Ευρώπης και της οικονομικής και πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας, να δρομολογηθεί η ένταξή της στην Ευρωζώνη ήδη από το 1992, ήταν ενταγμένη στην συνολική στρατηγική του Μάαστριχτ και των  προς ανατολάς μετά το 1989 "προοπτικών”. Προοπτικών που δεν μπορούσαν να μη περιλαμβάνουν τα Βαλκάνια.

Ό,τι χρειάσθηκε να γίνει τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στην Αθήνα από τις κυβερνήσεις που μεσολάβησαν από το Μάαστριχτ μέχρι και τον Ιούνιο του 2000, για να "ταιριάξουν” οι αριθμοί με τις στρατηγικές έγιναν.

Άλλωστε μια προσεκτική ματιά στις διαδικασίες της τριετίας 1998-2000 στις οικονομίες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, είναι ενδεικτική της προτεραιότητας που οι ισχυροί της Ευρωζώνης τότε έδιναν στις πολιτικές προτεραιότητες πάνω στους αριθμούς της οικονομίας.

Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ακόμα και τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του Ευρώ (2002 – 2004) οι μεγαλύτερες παρατυπίες στους νομισματικούς και δημοσιονομικούς κανονισμούς εντοπίζονται στους προϋπολογισμούς της Γερμανίας και της Γαλλίας, αλλά τίποτα δεν εμπόδισε στο να τρέχουν οι διαδικασίες χωρίς προβλήματα...

Σε αυτό το περιβάλλον το νέο νόμισμα, με την ισχύ μιας γιγάντιας εσωτερικής αγοράς, επέτρεψε να εξαφανισθούν σε χρόνο μηδέν οι πληθωριστικές πιέσεις από την Ελλάδα και τις άλλες "φτωχές” χώρες της Ευρωζώνης. Επέτρεψε σε χρόνο μηδέν να αντικατασταθεί ο νομισματικός πληθωρισμός του 20% - 23% με μια χωρίς προηγούμενο φθηνή και χωρίς όρια χρηματοδότηση, τόσο στην ιδιωτική όσο και στην δημόσια οικονομία της οποίας το χρέος ενταγμένο στην Ευρωζώνη ήταν τόσο αξιόχρεο όσο και της Γερμανίας (!).

Μια χρηματοδότηση που εκτίναξε στα ύψη την επιχειρηματική επέκταση στο εξωτερικό και τα Βαλκάνια, μαζί με την εσωτερική δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση. 

Η χρηματοδότηση αυτή βέβαια παρ' ότι ήταν σε πρωτοφανή επίπεδα "φθηνή”, δεν μπορούσε παρά να τροφοδοτεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αυξάνοντας τις εισαγωγές και περιορίζοντας τις εξαγωγές και την εγχώρια παραγωγή. Και όσο η πλημμυρίδα των κεφαλαίων αυξανόταν, δείχνοντας να μην έχει τέλος για την οικονομία διεθνώς, ο "τζίτζικας” τραγουδούσε και το "μυρμήγκι” φαινόταν να μην έχει ρόλο ύπαρξης...

Χαρακτηριστικό είναι ότι σε ένα από τους επετειακούς τόμους που είχαν κυκλοφορήσει (στην δεκαετία του ευρώ), για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ο καθηγητής Τάσος Γιαννίτσης, υπογράμμιζε και προειδοποιούσε – με τον συνήθη "διακριτικό” του τρόπο – την σχεδόν μηδενική προσοχή στην επενδυτική δραστηριότητα, ειδικά στην έρευνα και την τεχνολογία, σε αντίστιξη με την κατακόρυφη άνοδο της καταναλωτικής δαπάνης (δημόσιας και ιδιωτικής) και την διαρκή αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. 

Τις ίδιες προειδοποιήσεις μπορούσε να τις δει από τότε κανείς και στις ετήσιες Εκθέσεις της ΤτΕ. Κανείς όμως δεν θεωρούσε ότι χρειαζόταν να τις προσέξει... 

Λίγο πριν κλείσει η πρώτη δεκαετία του ευρώ, οι ίδιες προειδοποιήσεις διατυπώνονταν και από το "εμβρυακό” ακόμα τότε επιτελείο αυτού που μετά γνωρίσαμε ως Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ). 

Η Ελλάδα, η κρίση και το ευρώ 

Ακόμα και μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το φθινόπωρο του 2008, το πολιτικό και οικονομικό σύστημα στην Ελλάδα λειτουργούσε στην λογική καθησυχαστικών διακηρύξεων του τύπου "η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη” ή λίγο αργότερα, "λεφτά υπάρχουν”...

Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι την πρώτη "χρυσή” δεκαετία της Ελλάδας στο ευρώ, η πλημμυρίδα κεφαλαίων επέτρεψε στα "τζιτζίκια” να κυριαρχήσουν και ανάγκασε τα "μυρμήγκια” να ...σωπάσουν.

Όταν όμως την πλημμυρίδα κεφαλαίων διαδέχθηκε το 2008 – 2009 η απαρχή της μεγάλης κεφαλαιακής άμπωτης, φάνηκε – όπως είχε χαρακτηριστικά δηλώσει ο Γουώρεν Μπάφετ - ποιος κολυμπούσε ...γυμνός. 

Η ελληνική οικονομία ήταν ένας από αυτούς που κολυμπούσαν στην κρίση γυμνοί από κάθε προστασία, έξω από εκείνη που μπορούσε να δώσει με δρακόντιους όρους και εκ των υστέρων η Ευρωζώνη και το Ευρώ.  

Μέρκελ και Σαρκοζί τον Οκτώβριο της χρονιάς που παιζόταν η τύχη της Ελλάδας φρόντισαν με τις δηλώσεις που έκαναν μετά τον "περίπατό” τους στην Ντοβίλ να υποδείξουν στις αγορές ότι δεν είναι όλα τα κρατικά ομόλογα αξιόχρεα στην Ευρωζώνη... Ήταν η χαριστική βολή για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα.

Ακολούθησε η πτώση, η άρον – άρον συγκρότηση του πρώτου διακρατικού δανείου των 52 δισ. ευρώ και η μνημονιακή οκταετία με τις αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις και τους σπασμούς χωρίς τέλος.

Σήμερα αν αγνοήσει κανείς όλα όσα μεσολάβησαν μέσα και έξω από την Ελλάδα σε αυτά τα 20 χρόνια και κοιτάξει μόνο τους αριθμούς, θα δει σε αυτή την χώρα: 

• το κατά κεφαλήν εισόδημα να έχει μειωθεί κατά περίπου 1000 ευρώ,
• την ανεργία να έχει χτυπήσει "βαθύ κόκκινο”,
• το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος να βρίσκονται σε πρωτοφανή επίπεδα, στο 170% και 137% του ΑΕΠ αντίστοιχα,
• την παραγωγική δραστηριότητα της οικονομίας να είναι "ισοπεδωμένη”, χωρίς εμφανείς πόρους αναχρηματοδότησης και σε κατάσταση παρατεταμένης αποεπένδυσης, 
• τους ξένους επενδυτές να φεύγουν και τους ντόπιους να μένουν στην άκρη περιμένοντας την εκάστοτε κυβέρνηση να "βελτιώσει το επενδυτικό περιβάλλον”.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι δημοσκοπήσεις δίνουν την Ελλάδα ως την μοναδική χώρα όπου πλειοψηφεί οριακά η "κακή γνώμη” για  το ευρώ.

Με προφανείς τις αιτίες, την τελευταία οκταετία η "φιλολογία” της εξόδου από το ευρώ αναδείχθηκε, από ορισμένους επώνυμους επενδυτές, μέχρι πολιτικούς, αλλά και οικονομολόγους σαν το μαγικό "μαντζούνι” για την έξοδο από την κρίση. 

Ακόμα και "Ηρακλειδείς” της στήριξης του Ευρώ, όπως ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, έσπρωξαν την Ελλάδα στα όρια της "εξόδου” επιβάλλοντας σαν αντάλλαγμα παραμονής "προκρούστιας” λογικής προσαρμογές με τρία αλλεπάλληλα μνημόνια.

Το μεγάλο ερώτημα όμως, 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του ευρώ και 18 μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, παραμένει ανοικτό, με ή χωρίς ευρώ: η δομή της οικονομίας παραμένει "γυμνή” και αποκομμένη από δύο εκ των τριών αναγκαίων στοιχείων για την επιβίωσή της, δημόσια–ιδιωτική χρηματοδότηση(επενδύσεις) και τεχνολογία (επενδύσεις).

Διαθέτει μόνο το τρίτο στοιχείο, την φθηνή εργασία. Αλλά αυτή όπως αποδεικνύουν οι αριθμοί δεν αρκεί για να προσελκύσει τα άλλα δύο...

Μια "κλεφτή” ματιά 

Αν κανείς επιμείνει να ρίξει μια "κλεφτή” ματιά στην επόμενη δεκαετία, αυτό που θα δει φαίνεται γνώριμο. Αλλά μέχρι στιγμής δεν φαίνεται ιδιαίτερα "καλό”. 

Η δομή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να φαίνεται "καθησυχαστική” στην βάση της συμφωνίας του Eurogroup του Ιούνη του 2018 (συγκρότηση αποθεματικού 24 δισ. ευρώ), αλλά δεν είναι έτσι. 

Το δημόσιο τεχνικά (με τα αποθεματικά του) θα μπορεί να καλύπτει τις πληρωμές του με το εξωτερικό για τα επόμενα 3 – 4 χρόνια.  Ο ιδιωτικός τομέας όμως ήταν, παραμένει και θα εξακολουθήσει – αν δεν αλλάξει κάτι στο μεταξύ – να είναι ισχυρά ελλειμματικός, οδηγώντας σε ασφυξία την οικονομική δραστηριότητα... 
Αυτό δεν είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα και δεν έχει να κάνει με το ευρώ.

Ιδιαίτερα καθώς μια νέα κεφαλαιακή άμπωτις έχει δρομολογηθεί ήδη από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες προκαλώντας πανικό στις αγορές για κάθε τι που συνδέεται με επενδυτικό κίνδυνο.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο "απολογισμός” των 20 χρόνων του ευρώ, δεν μοιάζει να αφορά το ευρώ, αλλά τα αναπάντητα ερωτήματα μιας οικονομίας που καρκινοβατεί πολύ πριν εμφανισθεί στον ορίζοντα το ευρώ.

του Γ. Αγγέλη

3/1/2019