Γιατί είναι αβάσιμα τα 5 επιχειρήματα του Μαξίμου για τις «Πρέσπες».

ΣXETIKA KEIMENA
(1) Πρέσπες: «Θολά» σημεία μέχρι το παρά ένα της κύρωσης.
(2) Τροποποίησαν τα Σκόπια το Προοίμιο;
(3α) Η γλώσσα ως τεκμήριο εθνικής ταυτότητας.
(3β) Όχι «σλαβική διάλεκτος», γλώσσα είναι! 
(άρθρο της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου με κάποια πρόσθετα στοιχεία). 
(4) Ο εθνικισμός των Σκοπίων και οι πρόθυμοι του ΣΥΡΙΖΑ. 
(5)  Πως φτάσαμε στον σημερινό χάρτη της Μακεδονίας.
(6) Οι «Πρέσπες» κατέδειξαν το αβυσσαλέο χάσμα λαού-κυβέρνησης.
(7) Οι «Πρέσπες» και οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» της Ιστορίας.
(8)Τα δύο πρόσωπα του εθνομηδενισμού.
(9) Γιατί λέμε «ναι» στη συμφωνία των Πρεσπών.
(10) Και τώρα ανυπακοή και αγώνας ανατροπής.
 (11) Οι «φασίστες», οι «εθνικιστές» και ο «μίτος» της Βαρδαρίας.
 (12)  Η Ελλάς υποχωρούσα.
 (13) Οι Πρέσπες πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς
Αισιοδοξία ή απαισιοδοξία για τον συμβιβασμό;
(14) Η ιστορία του Μακεδονικού ζητήματος και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στα Σκόπια.Μια αναδρομή στη γέννηση και στην εξέλιξη του Μακεδονικού.
(15) Πόλεμος δύο κόσμων με σκληρές εκφράσεις 
– Ψηφοφορία με «αόρατες» εγγυήσεις για το «Μακεδονικό».


Γιατί είναι αβάσιμα τα 5 επιχειρήματα του Μαξίμου 
για τις «Πρέσπες».

Μπορεί η προπαγάνδα του Μαξίμου να έχει πατήσει γκάζι εν όψει της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών και υπό τη βαριά σκιά της λαϊκής αντίδρασης, αλλά η πραγματικότητα είναι πεισματάρα για να υποκύψει σε σποτάκια, σε μισές αλήθειες και σε παραποιήσεις γεγονότων. Προφανώς, το Κοινοβούλιο θα κυρώσει τη Συμφωνία, αλλά το μόνο που θα αποδείξει αυτό είναι η διευρυνόμενη διάσταση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και του λαϊκού σώματος, η βούληση του οποίου αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και εκφράστηκε στο γιγαντιαίο συλλαλητήριο της 20ης Ιανουαρίου.

Το πρώτο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι «Η συμφωνία ανταποκρίνεται απόλυτα στην εθνική γραμμή για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για χρήση erga omnes, που διατηρεί η χώρα εδώ και 20 χρόνια». Εθνική γραμμή υπήρξε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε Πρόεδρο Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή αποφασίσθηκε η γραμμή «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα». Στη συνέχεια, η απόφαση αυτή παραβιάσθηκε στην πράξη από τις θέσεις που υιοθέτησε η Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις με την ΠΓΔΜ.

Μπορούμε πάλι να μιλήσουμε για εθνική γραμμή, χωρίς αυτή να προσλάβει ποτέ θεσμικό χαρακτήρα, το 2008, όταν η Ελλάδα δεν επέτρεψε την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Τότε ουσιαστικά υιοθετήθηκε η θέση «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό», χωρίς, όμως, να ξεκαθαρίζεται σαφώς εάν θα είναι και για εσωτερική χρήση. Ο όρος erga omnes είχε χρησιμοποιηθεί, αλλά συχνά με πονηρό τρόπο: για όλες τις διεθνείς χρήσεις!

Αναφορικά με την ταυτότητα, χωρίς να έχει γίνει ειδική συζήτηση, υπήρχε σαφής αντίθεση στο να ονομάζονται “Μακεδόνες” και η γλώσσα τους “μακεδονική”. Συμπερασματικά, με την τωρινή συμφωνία ο όρος για χρήση της σύνθετης κρατικής ονομασίας και στο εσωτερικό εκπληρώνεται, αν και με προβληματικό τρόπο. Παραβιάζεται, όμως, η εθνική γραμμή με την αποδοχή του ονόματος “Μακεδόνες” και “μακεδονική” γλώσσα.

Αναμφισβήτητα το erga omnes όσον αφορά την κρατική ονομασία αποτελεί ένα θετικό στοιχείο που δεν υπήρχε στις διαπραγματεύσεις Αθήνας-Σκοπίων πριν το 2008. Το κέρδος αυτό, ωστόσο, δεν προέκυψε από τη διπλωματική ικανότητα των Τσίπρα και Κοτζιά. Προέκυψε, επειδή η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και μελλοντικά στην ΕΕ προϋποθέτει συμφωνία με την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Ζάεφ δεν είχε το περιθώριο να αγνοήσει τις δυτικές πιέσεις. Είναι ακριβώς γι’ αυτό που το erga omnes μπορούσε να κερδηθεί, χωρίς να αποδεχθούμε τα ονόματα “Μακεδόνες” και “μακεδονική” γλώσσα.

Εκτός αυτού υπάρχει και ένα ζήτημα με την εφαρμογή του erga omnes. Η συμφωνία προβλέπει πως η αλλαγή των εγγράφων συνδέεται με την πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται από την Ελλάδα. Δηλαδή, εάν για διάφορους λόγους οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις δεν προχωρήσουν, η Βόρεια Μακεδονία θα έχει ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αλλά η αλλαγή των εγγράφων δεν θα ολοκληρωθεί.

«Τέλος στον αλυτρωτισμό»

Το δεύτερο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι «το όνομα “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” βάζει τέλος στον αλυτρωτισμό που ενείχε η ονομασία “Δημοκρατία της Μακεδονίας”, το οποίο αποτελούσε τη συνταγματική ονομασία της γείτονος και με το οποίο είχε ήδη αναγνωριστεί από περισσότερα από 140 κράτη σε διμερές επίπεδο, μεταξύ των οποίων τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα».

Ο αλυτρωτισμός θα ακυρωνόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό εάν ταυτοχρόνως με το κρατικό όνομα Βόρεια Μακεδονία για όλες τις χρήσεις, η συμφωνία προέβλεπε ότι οι πολίτες του γειτονικού κράτους θα ονομάζονταν Βορειομακεδόνες και η γλώσσα της πλειονοτικής εθνότητας σλαβομακεδονική. Όταν η Ελλάδα αποδέχεται το όνομα “Μακεδόνες” και “μακεδονική” αντί να ακυρώνει επικυρώνει τον φαντασιακό αλυτρωτισμό των Σλαβομακεδόνων.

Η “μακεδονική” ταυτότητα είναι όχημα του φαντασιακού αλυτρωτισμού, εξίσου αν όχι περισσότερο από την κρατική ονομασία. Είναι αληθές ότι εκατόν τόσα κράτη είχαν αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ σαν “Μακεδονία”. Το κρίσιμο και αποφασιστικής σημασίας, όμως, ήταν πως θα την αναγνωρίσει η Ελλάδα. Εάν δεν ίσχυε αυτό, τα Σκόπια δεν θα διαπραγματεύονταν με την Αθήνα και ούτε, βεβαίως, θα άλλαζαν το κρατικό όνομά τους.

Κοτζιάς και Μαξίμου δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους

Το τρίτο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι πέτυχε την απαλοιφή αλυτρωτικών αναφορών από το Σύνταγμα. Πράγματι, στο πλαίσιο της αναθεώρησης άλλαξαν κάποιες αλυτρωτικές αναφορές, αλλά παρέμειναν και στο τροποποιημένο Σύνταγμα αρκετές αναφορές στον “μακεδονικό λαό”, αλλά και στην κρατική ονομασία “Μακεδονία”, παραβιάζοντας το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Ο Κοτζιάς όχι μόνο αποδέχθηκε και νομιμοποίησε τη “μακεδονική” ταυτότητα, αλλά και σ’ αυτό το εθνικά επιζήμιο πλαίσιο δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Δεν φρόντισε στη Συμφωνία των Πρεσπών να αναφέρεται συγκεκριμένα ποια εδάφια του Συντάγματος θα άλλαζαν και με ποιες ακριβώς διατυπώσεις θα αντικαθίσταντο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Ζάεφ να έχει την ευχέρεια να επιβάλει διατυπώσεις που υπονομεύουν και τον εθνικά επιζήμιο συμβιβασμό. Είναι αξιοσημείωτο ότι για θέματα που ενδιέφεραν τα Σκόπια, ο Ντιμιτρόφ φρόντισε να συμπεριληφθούν στη Συμφωνία αναλυτικές αναφορές, ώστε η Αθήνα να μην έχει καμία δυνατότητα ερμηνείας.

Εκτός των ανωτέρω, το κρίσιμο είναι ότι με την αναγνώριση της ψευδεπίγραφης “μακεδονικής” ταυτότητας επικυρώνεται ο Μακεδονισμός. Ο Μακεδονισμός είναι το εθνικό ιδεολόγημα των Σλαβομακεδόνων, η φαντασίωση της “διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας”. Σύμφωνα με αυτό το ιδεολόγημα η Μακεδονία του Αιγαίου είναι υπό ελληνική κατοχή και η Μακεδονία του Πιρίν υπό βουλγαρική. Το τρίτο τμήμα της “μακεδονικής πατρίδας”, η Μακεδονία του Βαρδάρη κατάφερε να απελευθερωθεί και να γίνει ανεξάρτητο κράτος. Να γιατί ο Μακεδονισμός είναι ο πυρήνας του φαντασιακού αλυτρωτισμού.

«Παίρνουμε πίσω την ιστορία μας»

Το τέταρτο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι «η συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί τεράστια νίκη της Ελλάδας, δεδομένου ότι δεν περιλαμβανόταν στην εθνική γραμμή και ότι ουδέποτε στο παρελθόν έχει συμφωνήσει χώρα σε αλλαγή του Συντάγματός της βάσει διεθνούς συμφωνίας». Πρόκειται για ανακρίβεια. Υπενθυμίζω ότι με την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, η ΠΓΔΜ υποχρεώθηκε να αλλάξει το Σύνταγμά της και να απαλείψει κάποιες αλυτρωτικές αναφορές. Αναφορικά με την εθνική γραμμή προανέφερα ότι ποτέ δεν διατυπώθηκε αναλυτικά.

Το πέμπτο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι «με τη συμφωνία αυτή παίρνουμε πίσω την ιστορία μας, τα σύμβολα και την παράδοσή μας αφού στη συμφωνία η γειτονική χώρα αποδέχεται ρητά τον διαχωρισμό μεταξύ των Ελλήνων Μακεδόνων, του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού τους, τη γλώσσα τους και την περιοχή στην οποία διαβιούν από τη μία, και του λαού της εν λόγω χώρας με τη δική του ιστορία, γλωσσικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά από την άλλη».

Ο ρητός διαχωρισμός είναι αναμφισβήτητα θετικός και ακυρώνει την άκρως ενοχλητική προσπάθεια, ειδικά επί κυβέρνησης Γκρουέφσκι, για σφετερισμό της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς. Από την άλλη πλευρά, όταν τους χαρίζεις το όνομα “Μακεδόνες” και “μακεδονική” γλώσσα, τους επιτρέπεις να ψαρεύουν στα θολά νερά. Οι απλοί άνθρωποι στις τρίτες χώρες, που δεν διαθέτουν ιδιαίτερη ιστορική παιδεία πιθανότατα θα θεωρήσουν τους σύγχρονους “Μακεδόνες” απόγονους των αρχαίων.

Για να είμαστε δίκαιοι αυτό το πρόβλημα υπάρχει και όλα αυτά τα χρόνια που το γειτονικό κράτος είχε διεθνώς γίνει γνωστό σαν “Μακεδονία”. Εκτός αυτών, πέρα από τον σφετερισμό της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς, υπάρχει και η σύγχρονη γεωπολιτική πτυχή, η ουσία της οποίας είναι η ακύρωση του ιδεολογήματος περί Μακεδονισμού. Γι’ αυτό το κρίσιμο σε αυριανό άρθρο.


Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα είναι πολιτικός-διπλωματικός σχολιαστής στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN και διευθυντής του ιστότοπου SLpress.gr. Συγγραφέας 13 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.

 23 Ιανουαρίου 2019 


             ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ          



 1.
Πρέσπες: «Θολά» σημεία μέχρι το παρά ένα της κύρωσης.

Με ορισμένες «γκρίζες ζώνες» τεχνικού, κυρίως, χαρακτήρα αναμένεται να κυρωθεί η συμφωνία των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή τις επόμενες ώρες. Η αβεβαιότητα που δημιουργούν ορισμένες λεπτομέρειες οφείλεται, αφενός, στα προβλήματα που δημιουργούσε η αρχική διατύπωση για την ταυτόχρονη κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών και του πρωτοκόλλου εισδοχής της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ από τη Βουλή των Ελλήνων, αφετέρου, στις πολιτικές κινήσεις που έγιναν σε Αθήνα και Σκόπια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης στη γειτονική χώρα. Κατ’ αρχάς, όπως επισήμανε χθες ο ίδιος ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, η πλευρά της ΠΓΔΜ περιέλαβε «μια διαλυτική αίρεση που δεν αποκλειόταν από τη συμφωνία, η οποία πρακτικά λέει ότι εάν εμείς δεν συμφωνήσουμε μετά την κύρωση να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, αυτοί θα επανέλθουν στην κατάσταση ante». Η συγκεκριμένη πρόβλεψη ουσιαστικά ήταν η παραχώρηση του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ προς τους οκτώ βουλευτές του VMRO ώστε να ψηφίσουν τη συμφωνία των Πρεσπών. Η συγκεκριμένη τεχνική διάσταση της συμφωνίας των Πρεσπών συζητήθηκε στο ΝΑΤΟ, αφενός ανάμεσα στα κράτη-μέλη, αλλά και μεταξύ του αναπληρωτή γ.γ. Αλεχάνδρο Αλβαργκονθάλεθ, του Ελληνα μόνιμου αντιπροσώπου και του εντεταλμένου για τις επαφές με το ΝΑΤΟ από την ΠΓΔΜ.

Μια άλλη λεπτομέρεια η οποία δεν αλλάζει τη νομική ισχύ της συμφωνίας, αλλά συνιστά μια τεχνική ιδιαιτερότητα, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι ιδωμένη με μέτρο σύγκρισης την ελληνική εμπειρία, είναι πως οι παράγραφοι του συντάγματος της ΠΓΔΜ, το οποίο είναι συντεταγμένο κατά τα αμερικανικά πρότυπα, δεν αντικαθίστανται από τις τροπολογίες, αλλά αυτές προστίθενται στο τέλος. Στην ιστοσελίδα της Βουλής της ΠΓΔΜ είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνεται το σύνταγμα της γειτονικής χώρας. Στο τέλος του αρχικού συντάγματος της ΠΓΔΜ, όπως αυτό συντάχθηκε το 1991, ακολουθούν οι 32 προηγούμενες τροπολογίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε σειρά αναθεωρήσεων, με πλέον σημαντική εκείνη που προέκυψε από τη συμφωνία της Αχρίδας το 2001. Εκεί θα ενταχθούν και οι τέσσερις τροπολογίες (33 έως 36). Στην έντυπη μορφή του τελευταίου συντάγματος οι τροπολογίες τοποθετούνται μετά το τέλος κάθε αναθεωρημένου άρθρου.

Τα επόμενα βήματα

Τούτων δοθέντων, το επόμενο βήμα μετά την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή των Ελλήνων, θα είναι η τυπική υπογραφή του πρωτοκόλλου εισδοχής σε επίπεδο μόνιμων αντιπροσώπων και, έπειτα, η κύρωση και του συγκεκριμένου κειμένου από το Κοινοβούλιο. Αυτή η τελευταία πράξη θα ενεργοποιήσει, όπως αναφέρεται και στη ρηματική διακοίνωση που έστειλαν τα Σκόπια στην Αθήνα προ μιας εβδομάδος, τις διαδικασίες μετονομασίας της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Μόνο τότε η Αθήνα και δη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος αναμένεται να αποστείλουν το κυρωμένο πρωτόκολλο εισδοχής στην Ουάσιγκτον, καθώς οι ΗΠΑ συνιστούν τον θεματοφύλακα του ΝΑΤΟ, ώστε να κινηθεί η διαδικασία και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη.

Η διαδικασία ανάμεσα σε Αθήνα και Σκόπια δεν φαίνεται να εξετάζεται από χώρες που αντιδρούν στη συμφωνία των Πρεσπών, κυρίως, βέβαια, τη Μόσχα. Ρωσικές διπλωματικές πηγές ανέφεραν ότι δεν έχουν πρόβλημα με τη συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά θα πολεμήσουν την επέκταση του ΝΑΤΟ στην περιοχή με όλα τα εργαλεία που τους παρέχονται. Τονίζουν ότι στα Σκόπια η συμφωνία δεν έχει υπογραφεί από τον πρόεδρο της ΠΓΔΜ Γκιόργκι Ιβάνοφ, ενώ αφήνουν αιχμές για κενό ενημέρωσης από τον γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες καθώς, όπως λένε, θα έπρεπε να ενημερώνει τακτικά το Συμβούλιο Ασφαλείας (Σ.Α.). Οι ίδιες πηγές τονίζουν ότι θα θέσουν το θέμα στο Σ.Α., ζητώντας άμεσα ενημέρωση.

Από την πλευρά του ΟΗΕ, ο προσωπικός απεσταλμένος του γ.γ. του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς είπε (ΑΠΕ) ότι «εάν η συμφωνία των Πρεσπών δεν τεθεί σε ισχύ, οι συνέπειες της αποτυχίας θα ήταν βαθιές και για τις δύο πλευρές». Ο Αμερικανός διπλωμάτης απαντώντας σε ερώτηση περί του αν ο ΟΗΕ αναγνωρίζει «μακεδονική» γλώσσα, τόνισε ότι «το 1992, η ομάδα εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών για τα γεωγραφικά ονόματα (UNGEGN) άρχισε να ενημερώνει τους επίσημους καταλόγους των ονομασιών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών, που ξεκίνησε το 1986 και ο κατάλογος αυτός διατηρείται σε επικαιροποιημένη βάση και είναι προσβάσιμος από τον ιστότοπο για 194 χώρες. Το έργο αυτό αναλήφθηκε κατόπιν αιτήματος της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων. Στη σελίδα 94 του παρόντος εγγράφου υπάρχει η εγγραφή για την “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” και η καταχώριση υπό τον τίτλο “Γλώσσα” είναι “μακεδονική” (mk: Macedonian)».

ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΕΔΟΣ

http://www.kathimerini.gr/1006352/article/epikairothta/
politikh/prespes-8ola-shmeia-mexri-to-para-ena-ths-kyrwshs
24/1/2019


Από το συλλαλητήριο κατά της συμφωνίας των Πρεσπών, 
την περασμένη Κυριακή, στην πλατεία Συντάγματος.

2.
Τροποποίησαν τα Σκόπια το Προοίμιο;

Η τροποποίηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ προβλέπεται ρητώς στη συμφωνία των Πρεσπών. Στο άρθρο 1.12 ορίζεται ότι: «Το όνομα και οι ορολογίες όπως αναφέρονται στο Αρθρο 1 της παρούσας Συμφωνίας θα ενσωματωθούν στο Σύνταγμα του Δεύτερου Μέρους... Επιπροσθέτως, το Δεύτερο Μέρος θα προβεί στις κατάλληλες τροποποιήσεις του Προοιμίου, του Αρθρου 3 και του Αρθρου 49…». Οι συνταγματικές τροποποιήσεις είναι ο βασικός τρόπος να διαπιστώσουμε κατά πόσον η άλλη πλευρά προτίθεται πράγματι να αλλάξει σελίδα.

Η ρηματική διακοίνωση που έστειλε η ΠΓΔΜ την προηγούμενη εβδομάδα όμως έχει δημιουργήσει πολλά ερωτήματα ως προς τη συμμόρφωση των Σκοπίων με τη συμφωνία των Πρεσπών. Εχει ήδη αναφερθεί η περίεργη εξαίρεση του άρθρου 36 από την αλλαγή του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία». Η ελληνική κυβέρνηση το δικαιολογεί λέγοντας ότι γίνεται για ιστορικούς λόγους. Δεν αναφέρεται όμως κάτι τέτοιο στη ρηματική διακοίνωση της ΠΓΔΜ.

Επίσης μέσα από τη ρηματική διακοίνωση διαπιστώνεται η μονομερής τροποποίηση του χρόνου ενάρξεως ισχύος των συνταγματικών τροποποιήσεων από πλευράς ΠΓΔΜ. Ησαν υποχρεωμένοι να τις εφαρμόσουν πριν ξεκινήσουμε εμείς τη διαδικασία κυρώσεως. Αποφάσισαν ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί μετά την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών και του πρωτοκόλλου εντάξεως της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ από την ελληνική Βουλή. Προς το παρόν δεν υπάρχει ελληνική αντίδραση.

Το καινούργιο (και πιο σοβαρό) που προκύπτει από τη ρηματική διακοίνωση είναι το ακόλουθο: με την τροποποίηση 33 η ΠΓΔΜ αλλάζει τους όρους «Μακεδονία» και «Δημοκρατία της Μακεδονίας» με τους αντίστοιχους «Βόρεια Μακεδονία» και «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Στη σχετική τροποποίηση όμως δεν φαίνεται ότι περιλαμβάνεται και το Προοίμιο της Συντάγματος. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει εξαιρεθεί από την εφαρμογή του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία». Εάν είναι ακριβής η συγκεκριμένη υπόθεση, αυτό σημαίνει ότι στο Προοίμιο εξακολουθούν να αναφέρονται πέντε φορές ο όρος «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και δύο φορές ο όρος «Μακεδονία» κατά σαφέστατη παραβίαση της συμφωνίας των Πρεσπών.

Το πρόβλημα αυτό προκύπτει διότι η ελληνική πλευρά δεν έβαλε ως παράρτημα της συμφωνίας των Πρεσπών το ακριβές κείμενο των υποχρεωτικών αλλαγών του Συντάγματος το οποίο θα έπρεπε να ψηφίσει η κυβέρνηση Ζάεφ για να μη δημιουργούνται αυτά τα προβλήματα. Σε μία άλλη συμφωνία γνωστή ως «συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» το 1998 (υπό εντελώς διαφορετικές πολιτικές συνθήκες) η Βρετανία είχε περιλάβει το ακριβές κείμενο των συνταγματικών τροποποιήσεων στις οποίες υποχρεωνόταν να προβεί η Ιρλανδία, για να μη γίνονται λάθη... Στα Σκόπια φημολογείται ότι η διατήρηση των όρων «Μακεδονία», «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και «μακεδονικό κράτος» στο Προοίμιο και στο άρθρο 36 ήταν το αντάλλαγμα που έδωσε ο Ζάεφ στους 8 βουλευτές του ΒΜΡΟ για να αποκτήσει την πλειοψηφία των 2/3 που απαιτείτο για τις συνταγματικές αλλαγές.

Ετσι όπως αναπαράγεται το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ είναι αδύνατον να διαπιστωθεί με απόλυτη βεβαιότητα ποιο είναι το νέο κείμενο του Προοιμίου. Μόνον η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ μπορεί να διαλύσει τις σοβαρότατες υποψίες ότι παραμένουν οι όροι «Μακεδονία» και «Δημοκρατία της Μακεδονίας» αποστέλλοντας το κείμενο που θα ισχύει μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις. Αυτό όμως πρέπει να γίνει πριν από την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή.

  Αγγελος Μ. Συρίγος,
αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου 
και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

http://www.kathimerini.gr/1006398/article/epikairothta/politikh/
aggelos-syrigos-tropopoihsan-ta-skopia-to-prooimio
24/1/2019


 Γραπτές επιτύμβιες στήλες των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων 
από τη νεκρόπολη των Αιγών.

3α.
Η γλώσσα ως τεκμήριο εθνικής ταυτότητας. 

Στη διάρκεια του ελληνικού διαφωτισμού, η ιδέα της ελληνικής παλιγγενεσίας αναπτύχθηκε έχοντας ως βασικό πυρήνα προβληματισμού τα κριτήρια που συγκροτούν την ελληνικότητα και οριοθετούν την Ελλάδα ως χώρο. Το κριτήριο της γλώσσας θεωρήθηκε αναπόσπαστα συνδεδεμένο με αυτό της εθνολογικής καταγωγής. Η διαφοροποίηση των εθνοτήτων στο χώρο της Βαλκανικής, κυρίως στο γλωσσικό, προκύπτει αβίαστα. Βέβαια, υπήρχαν κάποιες περιοχές, το βασικό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η πολυγλωσσία.

Αλλά και πάλι, οι γλώσσες διαχωρίζονται σε διαλέκτους καθώς και σε τοπικά ιδιώματα, έτσι που κάθε γλώσσα διέθετε δικούς της συμπαγείς γεωγραφικούς πύρινες. Αυτό, ωστόσο, ήταν ευδιάκριτο για τις άλλες γλώσσες της Βαλκανικής, όπου γλώσσα και λαός είχαν το ίδιο όνομα. Με την ελληνική γλώσσα, τα πράγματα δυσκόλευαν λόγω του ότι η εξάπλωσή της υπερέβαινε κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία γινόταν ευρεία και αποκλειστική χρήση της. Σε αυτό συνέτειναν αρκετοί λόγοι, κυρίως κοινωνικοί, θρησκευτικοί και οικονομικοί. Όπου προέκυπταν γλωσσικές διαφορές, αυτές μετατρέπονταν σε εθνικές.

Το κριτήριο της γλώσσας υπήρξε αναπόσπαστα συνδεδεμένο με αυτό της εθνολογικής καταγωγής όπως και με τους εθνικούς αγώνες. 

Στην Βαλκανική, ο προβληματισμός για την καταγωγή των εθνών αποτελούσε ένα ζήτημα που απασχολούσε ιδιαιτέρα τους λαούς της, καθώς αυτό είναι ένα ιστορικό εργαλείο για την χειραφέτησή τους. 

Πράγμα που το βλέπουμε ήδη στο παρόν μας με το θέμα των Σκοπίων μετά την πρόσφατη συμφωνία των Πρεσπών στην οποία μια βασική παράμετρος είναι η λεγόμενη μακεδονική γλώσσα που κατά συνέπεια υποδηλώνει και μακεδονική εθνότητα. 

Όπως είδαμε, η γλώσσα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για την συγκρότηση εθνικής ταυτότητας και την σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης. Η γλώσσα, ωστόσο, που τα Σκόπια βάφτισαν ως Μακεδονική, δεν διαθέτει προϊστορία, σε πλήρη και εκκωφαντική αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς. Δεν διαθέτει παρελθόν και πρόκειται για ένα προϊόν τεχνικής «επεξεργασίας» και όχι φυσικής εξέλιξης. 

Η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα, τόσο λεξιλογικά, όσο γραμματικά και συντακτικά, είναι μία διάλεκτος της βουλγαρικής με επιμειξία πολλών σερβικών, τουρκικών, ελληνικών και αλβανικών στοιχείων. Ο καθηγητής Νικόλαος Ανδριώτης τονίζει ότι πρόκειται για σλαβικό ιδίωμα, το οποίο σχετίζεται με την βουλγαρική. Στην ουσία, η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα είναι ένα τοπικό ιδίωμα, ένα μείγμα των διαλέκτων που ομιλούσαν οι κάτοικοι των περιοχών Βέλες, Πρίλεπ, Κίτσεβο και Βιτωλίων (Μοναστήρι). Το ιδίωμα αυτών των περιοχών ήταν και το πιο οικείο στην πλειονότητα των κατοίκων της ψευδομακεδονίας. Τα μακεδονικά πρωτοεμφανίζονται ως «επίσημη» γλώσσα στις 2 Αυγούστου του 1944 από την τότε νεοϊδρυθείσα Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της «Μακεδονίας». 

Από την ημέρα αυτή, ορίστηκε μία ειδική επιτροπή, η οποία, στις 3 Μαΐου του 1945, κατέληξε στην οριστικοποίηση του αλφάβητου και τους κανόνες γραμματικής και ορθογραφίας της γλώσσας. Έτσι, η απόφαση για την δημιουργία και την καθιέρωση της λεγόμενης «μακεδονικής» γλώσσας έχει τον χαρακτήρα της πολιτικής απόφασης και όχι της φυσικής εξέλιξης και ανάγκης των κατοίκων. Την προώθηση της νέας «μακεδονικής» γλώσσας ανέλαβε πρώτη η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων, το έτος 1946.

 ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΜΠΡΟΥΝΤΖAΚΗΣ

http://www.topontiki.gr/article/305830/
i-glossa-os-tekmirio-ethnikis-taytotitas
21/1/2019

 
3β.
Όχι «σλαβική διάλεκτος», γλώσσα είναι! 
(άρθρο της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου με κάποια πρόσθετα στοιχεία).

Αναδημοσιεύω σήμερα ένα πολύ εμπεριστατωμένο άρθρο της σλαβολόγου Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Τμήμα Ρωσικής Γλώσσας και Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, που δημοσιεύτηκε την Κυριακή στην Αυγή. Στο τέλος του άρθρου, σχολιάζω σύντομα και προσθέτω αρκετά επιπλέον στοιχεία.

Στο λεγόμενο «Μακεδονικό» ζήτημα, που προσφάτως μετονομάστηκε σε «σκοπιανό», οι λέξεις είναι βόμβες. Μπορεί να ανατινάξουν ζωές και καριέρες στον αέρα. Εδώ και πάνω από μια εικοσαετία, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, πανεπιστημιακοί τελούν σε καθεστώς συνεχούς αυτολογοκρισίας για να μη «θίξουν» τις εθνικές ευαισθησίες μιας μερίδας επαγγελματιών πατριωτών που συμπαρασύρουν με τις ακραίες φωνές τους πολλούς Έλληνες πολίτες σε στάσεις και συμπεριφορές που τάχα δεν συνάδουν με τις λεγόμενες «εθνικές θέσεις». Όσοι υπαινιχτούν πως οι δικές μας (και όχι των άλλων) αλυτρωτικές κορόνες («Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική»!) κάθε άλλο παρά «εθνικές» είναι, μιας και το «εθνικό» καμία σχέση δεν έχει με το δυσάρεστο και επικίνδυνο «εθνικιστικό», καταδικάζονται στο πυρ το εξώτερον με την κατηγορία του «φιλο-σκοπιανού ανθέλληνα». Όλοι όσοι θέλουν να αναφερθούν στην καταδικασμένη σε ανωνυμία γείτονα χώρα, ψάχνουν εναγωνίως για όρους που να είναι συγχρόνως ουδέτεροι και «αντικειμενικοί» για να μην κατηγορηθούν. Συγχρόνως έχουν ξοδευτεί δεκάδες χιλιάδες ευρώ κρατικών κονδυλίων σε παράξενους εθνο-πατριωτικούς συλλόγους και διάφορα άλλα πατριωτικά κέντρα, καθώς και σε υπηρετούντες σε διάφορες υπηρεσίες, και έχουν χτιστεί καριέρες και καριέρες πάνω στο θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ.

Κάποια στιγμή θα καταγραφεί στην Ιστορία ποιο φαεινό μυαλό εισηγήθηκε αυτό το ανόητο ακρωνύμιο που τόσα χρόνια τώρα μας κάνει να σκοντάφτουμε στους ανέφικτους και όμως αναγκαίους επιθετικούς προσδιορισμούς («η πουγουδουμίτικη γλώσσα» ή οι «πουγουδουμίτες πολίτες» θα ήταν σκέτη ανοησία) με αποτέλεσμα να τους βαφτίσουμε όλους, μονομερώς, ανοήτως και προσβλητικώς «Σκοπιανούς»!

Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε πολύ ενδιαφέρουσες και αξιέπαινες εξελίξεις προς την κατεύθυνση μιας διεξόδου απ’ τις αγκυλώσεις αυτές που στοιχειώνουν τη σχέση μας με τους επί αιώνες γείτονές μας, προς μια λύση που θα μας κάνει όλους να ανασάνουμε. Την Τρίτη, 30.1, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών έκανε σχετικές δηλώσεις. Και σε αυτές, με απορία διαπιστώνει κανείς ότι οι αγκυλώσεις φτάνουν σε βαθμό ευτράπελου. Δεν γνωρίζω ποιο διπλωματικό πνεύμα εισηγήθηκε στον υπουργό να ονομάσει τη γλώσσα των ανώνυμων «σλαβική διάλεκτο»! Παραθέτω από τις δηλώσεις του: «για την ελληνική πλευρά έχει μεγάλη σημασία η σύνθετη λέξη της ονομασίας που θα συμφωνηθεί να είναι στη σλαβική διάλεκτο και να μένει αμετάφραστη».


«Διάλεκτος», όχι «γλώσσα» του είπαν να πει του υπουργού. Και βεβαίως, γενικώς και αορίστως, «σλαβική». Είχαν υπάρξει και παλιότερα δηλώσεις πολιτικών προσώπων πως οι γείτονες «δεν έχουν γλώσσα». Προς μεγάλη απογοήτευση όμως των εισηγητών της κατ’ εμέ ατυχούς -υποτιμητικής- δήλωσης του κύριου Κοτζιά, γλώσσα οι «Πουγουδουμίτες» είχαν και έχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια, και τη λένε (άκουσον, άκουσον! όλοι, πλην ημών) «μακεδονικά». Η ιστορία της, εν συντομία, έχει ως εξής:

– Η γλώσσα της ΠΓΔΜ (ή, άλλως, τα μακεδονικά) είναι η μητρική γλώσσα τουλάχιστον 1,3 εκατ. πολιτών (στοιχεία 1999) που κατοικούν στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η οποία διακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991. Ανήκει μαζί με τα βουλγαρικά στην ανατολική υποομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών και μαζί με τα αλβανικά, τα βουλγαρικά και τα ρουμάνικα στη βαλκανική γλωσσική οικογένεια.

Η ορθογραφία της που ανάγεται στο 1945 με επανεκδόσεις και διορθώσεις τα έτη 1970, 1979, 1986, έχει φωνητικό χαρακτήρα, με άλλα λόγια προσπαθεί να αποτυπώσει κάθε φώνημα με ένα μόνο γράμμα. Τα γράμματα Ѓѓ, Ѕѕ, Jj, Љљ, Њњ, Ќќ, Џџ δηλώνουν μια μελετημένη απόκλιση απ’ την πιο φυσική συγγενή γλώσσα των μακεδονικών, τα βουλγαρικά, με ταυτόχρονη προσέγγιση του σερβικού αλφαβήτου. Μεταγράφονται (με την ίδια σειρά) ως εξής: g’, dz, j, lj, nj, k’, dž και προφέρονται [g’], [dz], [lj], [nj], [k’] και [dž].

Ως επίσημη χρονολογία έναρξης της επίσημης, στανταρτοποιημένης, ύπαρξής της μπορεί να θεωρηθεί το 1944 και δη η ημερομηνία 2.8.1944, με την διακήρυξη της «Αντιφασιστικής Συνέλευσης» στη μονή Πρόχορ Πτσίνσκι για την κωδικοποίησης της γλώσσας των Μακεδόνων. Πολλοί τοποθετούν τις απαρχές της ιδέας της γλώσσας το 1903, με την έκδοση στη Σόφια του βιβλίου του μακεδονιστή Krste P. Misirkov με τίτλο «Za makedonskite raboti» – «Για τη μακεδονική υπόθεση».

Η κωδικοποίηση (στανταρτοποίηση) της γλώσσας βασίστηκε στις κεντρικές διαλέκτους της περιοχής της σημερινής ΠΓΔΜ. Ως κατευθυντήρια γραμμή χρησίμευσε σαφώς η αναγκαιότητα απομάκρυνσης της γλώσσας απ’ τα βουλγαρικά στοιχεία. Σε αυτή την προσπάθεια στάθηκε πολύτιμο το έργο του λογοτέχνη και φιλολόγου Blaže Koneski.

Στον τομέα της μορφολογίας (γραμματικής), η γλώσσα της ΠΓΔΜ (ή, άλλως, τα μακεδονικά) παρουσιάζει τις ακόλουθες ιδιαιτερότητες:

(α) Στα ονόματα έχουμε απώλεια της κλίσης (βαλκανικό φαινόμενο).

(β) Το άρθρο επιτάσσεται, και έχει τρεις τύπους -от, -он, -ов ανάλογα με την απόσταση του ομιλητή από το προσδιοριζόμενο αντικείμενο/υποκείμενο.

(γ) Οι προσωπικές αντωνυμίες έχουν και εγκλιτικούς τύπους: jас – мене/ми – мене/ми κ.λπ.

(δ) Το ρήμα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο. Διαφοροποιεί ανάμεσα στα 3 πρόσωπα, τους αριθμούς ανάμεσα σε διαθέσεις (ενεργητική – παθητική), εγκλίσεις (οριστική, υποτακτική, προστακτική, αφηγηματική), ρηματικές όψεις (συντελεσμένη-ασυντέλεστη), και χρόνους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος, παρακείμενος, υπερσυντέλικος, μέλλοντας εξακολουθητικός και στιγμιαίος, καθώς και συντελεσμένος μέλλοντας.

Κοινό με τα βουλγαρικά στοιχείο αποτελεί και η εξαφάνιση του απαρεμφάτου που αντικαταστάθηκε από δευτερεύουσες προτάσεις. Εκτός από τα παραπάνω υπάρχει γερούνδειο ενεστώτα σε -jќи και μετοχή παρακειμένου σε -л καθώς και παθητικής φωνής σε -т, -н.

Η σύνταξη θεωρείται αρκετά αυστηρή, μια και στις απλές προτάσεις απαιτεί την ακολουθία υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο, προκειμένου να γίνουν αντιληπτοί οι συσχετισμοί, αφού έχουν χαθεί οι πτώσεις. Η επανάληψη του έμμεσου αντικειμένου (φαινόμενο βαλκανικό) είναι υποχρεωτική, του άμεσου προαιρετική: Jа гледам учителот (Κοιτάω τον δάσκαλο) ή Го гледам учителот (Τον κοιτάω τον δάσκαλο) και Му благодарам на лекарот (Τον ευχαριστώ τον γιατρό).

Γλώσσα λοιπόν και όχι διάλεκτος. Και αν η χρήση του κακού επιθέτου «κάνει τζιζ» πολιτικά, κανείς δεν θα παρεξηγούσε τον Έλληνα ΥπΕξ εάν έλεγε «στη γλώσσα της ΠΓΔΜ». Ή ακόμα: «η λέξη να είναι σλαβική». Τόσο απλά. Ευχή: Ας αποφασίσουν πώς θα τους πουν (και ας φροντίσουν να υπάρχει και επιθετικός προσδιορισμός) για να μπορέσουμε κι εμείς να επικοινωνήσουμε χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη πάνω απ’ τα κεφάλια μας κι αυτοί να κάνουν δηλώσεις που δεν εκθέτουν κανέναν. Να ανταλλάξουμε ως επιστήμονες γνώσεις, να συνεργαστούμε, να επικοινωνήσουμε, να τα πουν και οι πολιτικοί “politically correct”.

Όπως εχουμε συζητήσει πολλές φορές, η απόφαση για το αν ένα ιδίωμα είναι αυτοτελής γλώσσα ή διάλεκτος άλλης γλώσσας είναι απόφαση πρώτιστα πολιτική και όχι γλωσσολογική. Το ευφυολόγημα (που αποδίδεται σε διάσημο γλωσσολόγο) ότι «Γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό» έχει πολύ βάθος τελικά -και ασφαλώς η γλώσσα που μιλιέται στη γειτονική χώρα είναι αυτοτελής γλώσσα και όχι διάλεκτος. Το να πεις ότι η σλαβομακεδονική ειναι διάλεκτος της βουλγαρικής είναι σαν να λες ότι η ολλανδική είναι διάλεκτος της γερμανικής. Καλά κάνει η Αλ. Ιωαννίδου και ψέγει τον ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιά για τη διατύπωση «σλαβική διάλεκτο», ιδίως αν θεωρήσουμε ότι ο Ν.Κ. εννοούσε όντως διάλεκτο. Επειδή όμως δεν ειναι γλωσσολόγος, και χωρίς καμιά διάθεση να κάνω τον δικηγόρο του, μπορεί ο Ν.Κ. να εννοούσε «σε αυτό το σλαβικό ιδίωμα».

Πολύ ενδιαφέροντα όμως είναι τα γλωσσικά που αναφέρει η Αλ. Ιωαννίδου, έστω κι αν, όπως είπα, την πρωτοκαθεδρία δεν την εχει το γλωσσικό κριτήριο. Κι επειδή εδώ λεξιλογούμε, συζήτησα το άρθρο με τον φίλο μας τον Σμερδαλέο, που έχει εγκύψει στο ζήτημα. Θα γράψω πιο κάτω μερικά πράγματα που άντλησα από τη συζήτηση αυτή. Αν κάπου τα κατάλαβα λάθος, ας με διορθώσει ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση, η πηγή είναι εκείνος.

* Όσα αναφέρει το άρθρο είναι ολόσωστα, με την επισήμανση ότι αφορούν την πρότυπη σλαβομακεδονική και την προτυπη βουλγαρική. Αν περάσουμε σε επιχωρικές ποικιλίες, τα πράγματα μπλέκουν κάπως. Για παράδειγμα, ενώ το τριπλό επιτασσόμενο οριστικό άρθρο (t,v,n) είναι ιδιαιτερότητα της πρότυπης Μακεδονικής που λείπει από την πρότυπη Βουλγαρική, οι ανατολικές σλαβομακεδονικες διάλεκτοι (π.χ. αυτή του Štip) δεν έχουν τριπλό άρθρο ενώ οι βουλγαρικές διάλεκτοι της Ροδόπης έχουν τριπλό οριστικό άρθρο, αλλά όχι ακριβώς ίδιο με την πρότυπο σλαβομακεδονική. Με καθαρά γλωσσολογικές παραμέτρους, η επιχωρική ποικιλία του Stip μάλλον είναι πιο κοντά στην πρότυπη βουλγαρική, παρά στην πρότυπη (σλαβο)Μακεδονική, όπως ακριβώς η Καϊκαβιανή «Κροατική» στην πραγματικότητα είναι πιο κοντά στη Σλοβενική, αλλά περιγράφεται ως «Κροατική» επειδή οι ομιλητές της κατά τον τελευταίο αιώνα έχουν αναπτύξει κροατική ταυτότητα.

* Δυο επιπλέον ιδιαιτερότητες της σλαβομακεδονικής που θα μπορούσαν να αναφερθούν, είναι: α) ο τονος πέφτει πάντοτε στην προπαραλήγουσα (Μεθόδιος > Μέτοντι) και β) Η δυτική σλαβομακεδονική (και συνεπώς και η πρότυπη που προέκυψε από αυτές τις διαλέκτους) είναι η μόνη σλαβική γλώσσα που έχει και παρακείμενο με βοηθητικό ρήμα το «έχω» (ima-perfect). Όλες οι άλλες σλαβικές γλώσσες έχουν τον τυπικό πρωτοσλαβικό παρακείμενο με βοηθητικό το «είμαι» (στην σλαβομακεδονική sum-perfect). Η δυτική σλαβομακεδονική έχει δύο, γιατί έχει δανειστεί τον «έχω»-παρακείμενο από την Βλαχική/Αρμανική.

* Υπάρχουν και αρκετές φωνολογικές διαφορές ανάμεσα στη σλαβομακεδονική και τη βουλγαρική. Θα αναφερω μόνο μία, που έχει και ελληνικό ενδιαφέρον:

 Η τροπή χ>v μεταξύ φωνηέντων (και μεταξύ ενήχου-φωνήεντος), π.χ. το παλαιοσλαβονικό orěχu = «καρύδι» (από εκεί και η Αράχοβα, τόπος με καρυδιές) έγινε μεν орех στα βουλγάρικα αλλά στα σλαβομακεδόνικα orev.

* Ως προς τη γέννηση της σλαβομακεδονικής γλώσσας.

Από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα αρχίζουν να εμφανίζονται λόγιοι που προβάλλουν τον διαφορετικό χαρακτήρα των διαλέκτων της περιοχής από την ανατολική βουλγαρική. Κάποιοι τονίζουν ότι γράφουν σε «δημώδη βουλγαρική» ή σε «απλή βουλγαρική» ή΄σε «κάτω βουλγαρική» ενώ το 1858 ο Παρτένι Ζογράφσκι χρησιμοποιεί τον όρο «μακεδονικό ιδίωμα» (makedonskoto narečje).

Η διαφοροποίηση απο τα βουλγάρικα έγινε στο πλαίσιο των συζητήσεων για την πρότυπη βουλγαρική. Με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και των εξαρχικών σχολείων, οι ανατολικοί Βούλγαροι βρήκαν το όχημα για να επιβάλουν το δικό τους ιδίωμα ως πρότυπο στους σλαβόφωνους της δυτικής Μακεδονίας και οι Σλαβομακεδόνες αρχίζουν να αντιδρούν σε αυτήν την απόπειρα γλωσσικής ηγεμονίας, με μια αυξανόμενη προσκόλληση προς τα δικά τους Μακεδονικα ιδιώματα, τα οποία αρχίζουν ολοένα και περισσότερο να αποκαλούν makedonski για να τα διαχωρίσουν από την επίσημη Βουλγαρική του νεοσύστατου Βουλγαρικού κράτους.

Χαρακτηριστικό είναι ένα γεγονός που κατέγραψε ο Σέρβος πρόξενος του Μοναστηριού. Σύμφωνα με τον πρόξενο, το ενοριακό σχολείο της Καστοριάς το 1892 πήρε την απόφαση να μην κάνει τα μαθήματα σε Ελληνική ή (Ανατολική) Βουλγαρική, αλλά να χρησιμοποιήσει την τοπική Μακεδονική, εμπλουτισμένη με λεξιλόγιο από την Εκκλησιαστική Παλαιοσλαβονική. Τελικά  επενέβη ο «Γραικός» μητροπολίτης που κινητοποίησε τις τοπικές Τουρκικές αρχές και το πρόγραμμα ακυρώθηκε. Οι δύο λύσεις που προτάθηκαν στο σχολείο ήταν ή η Ελληνική ή η (Ανατολική) Βουλγαρική, οπότε οι δάσκαλοι επέλεξαν την (Ανατολική) Βουλγαρική.

Επίσης χαρακτηριστικό για τις διαφορές μεταξύ των διαλέκτων είναι ένα άρθρο της βουλγαρικής εφημερίδας Carigradski vestnik, που έβγαινε στην Πόλη, στις 6 Oκτωβρίου 1851. Μιλώντας για το ιδίωμα κάποιου δυτικομακεδόνα λογίου γράφει: ο καθένας βλέπει ότι είναι τόσο διαφορετικό από τη γραπτή και την ομιλουμενη γλώσσα μας, που κάποιος που το διαβάζει για πρωτη φορά θα το βρει όχι απλώς ακατανόητο αλλά και εντελώς διαφορετικό … πιο εύκολα μπορεί να το μάθει ένας ξένος παρά ένας Βούλγαρος. Να μας συγχωρήσουν οι κάτοικοι των Σκοπίων και όσοι μιλάνε μια τέτοια γλώσσα, αφού δεν καταλαβαινουν τη γλώσσα μας και δεν μπορούν να τη μιλήσουν. (Παρατίθεται στο When Languages Collide: Perspectives on Language Conflict, Language Competition, and Language Coexistence, σελ. 262).

* Στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, αρχίζει να κατακτά έδαφος μεταξύ των σλαβολόγων η ιδέα ότι το σλαβομακεδονικό προφορικό ιδίωμα δεν είναι ούτε διάλεκτος της σερβικής ούτε της βουλγαρικής αλλά διακριτή σλαβική γλώσσα. Πρώτος που έκανε λόγο για μακεδονικό ιδίωμα ήταν ο Πέταρ Ντραγκάνοφ, βούλγαρος από τη Βεσσαραβία, ενώ το 1890 δημοσιεύτηκε η πρώτη διδακτορική διατριβή που υποστήριζε τον διακριτό χαρακτήρα της Σλαβομακεδονικής, από τον Εσθονό Leonhard Masing.

* Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Βρετανού φιλέλληνα Upward, το 1908. Περιοδεύοντας στα χωριά της Έδεσσας, στο χωριό Βλάδοβο (σήμερα Άγρας, διότι εκεί έχει θαφτεί ο καπετάν Άγρας) συζήτησε με έναν ντόπιο σλαβοφωνο με τη βοηθεια Έλληνα διερμηνέα. Όταν τον ρώτησε τι γλώσσα μιλάει, ο ντόπιος απάντησε «Μακεντόνσκι» αλλα ο διερμηνέας μετεφρασε «βουλγάρικα». Στη συνέχεια της συζήτησης, ο ντόπιος υποστηριξε ότι η γλώσσα του διαφέρει από τα βουλγάρικα -δεν αποκλείεται να ήταν σλαβοφωνος πατριαρχικός, επηρεασμένος από την ελληνική προπαγάνδα, που τότε τόνιζε ότι οι ντόπιοι σλαβοφωνοι είναι Μακεδόνες για να τους αποσπάσει από τη βουλγάρικη επιρροή.

* Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι προφανώς το 1944 έγινε τυποποίηση της σλαβομακεδονικής, αλλά αυτό δεν καθιστά «τεχνητή» τη γλώσσα -όχι λιγότερο από πάρα πολλές άλλες γλώσσες του κόσμου που έχουν περάσει από παρόμοια διαδικασία. Πάντως, ακόμα και πριν από την επίσημη κωδικοποίηση της γλώσσας το 1944, υπήρχαν λόγιοι που έγραψαν τα έργα τους σε μια γλωσσική ποικιλία που μοιάζει κάπως με την μετέπειτα κωδικοποιημένη πρότυπη σλαβομακεδονική. Δηλαδή, ότι η κωδικοποίηση του 1944 δεν έγινε ex nihilo με την επιβολή μιας εντελώς κατασκευασμένης γλώσσας (όπως συχνά ισχυρίζονται στην Ελλάδα και στην Βουλγαρία), αλλά ανεπίσημες προσπάθειες δημιουργίας μιας σλαβομακεδονικής κοινής από λόγιους της (Σερβοκρατούμενης τότε) Μακεδονίας του Βαρδάρη είχαν ήδη αρχίσει τουλάχιστον μια δεκαετία πριν (λ.χ. το έργο Pečalbari [= ξενιτεμένοι εργάτες] του Anton Panov, 1936 και τα ποιήματα του Kočo Racin) και αυτό φαίνεται και στη γραπτή γλώσσα των σλαβομακεδόνων παρτιζάνων κατά τη διάρκεια του πολέμου.

https://sarantakos.wordpress.com/2018/02/14/makedonski-2/?fbclid=IwAR0wTNOyX3E3LlWNC7C5RNbNe--S5fJnHPGssucmQLrPESKXAcftEipzUj4

Posted by sarant στο 14 Φεβρουαρίου, 2018


4.
Ο εθνικισμός των Σκοπίων και οι πρόθυμοι του ΣΥΡΙΖΑ. 

Η λεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών είναι στην πραγματικότητα μια συνθήκη συνθηκολόγησης που μια χώρα υπογράφει μόνο μετά από μια ολική πολεμική ήττα. Όντως, η κυβέρνηση της Ελλάδας, εκχωρώντας αμαχητί το σύνολο των απαιτήσεων που προέβαλε ο πιο ακραίος εθνικισμός της γείτονος έγινε οργανικός φορέας του. Παρέδωσε περισσότερα από όσα είχε αξιώσει ο Κίρο Γκλιγκόροφ.

Στο παρελθόν το ελληνικό κράτος γνώρισε πολλές ήττες οι οποίες ουσιαστικά οργανώθηκαν όλες στην Αθήνα. Η εθνική της ταυτότητα όμως, όσο και αν συρρικνωνόταν ο ελληνισμός, δεν ετέθη ποτέ υπό αμφισβήτηση. Με τη συνθηκολόγηση των Πρεσπών για πρώτη φορά εκχωρείται σε τρίτη χώρα ελληνική εθνική ταυτότητα. Διότι, η Μακεδονία δεν είναι πια μια απλή γεωγραφία, που μπορεί κανείς να την μοιράσει χωρίς πρόβλημα μεταξύ διαφόρων χωρών που κατοικούνται από τους λαούς τους.

Με το να αναγνωρίζεται εθνικό πρόσημο στη γεωγραφία της Μακεδονίας, το οποίο το μονοπωλεί μια μόνο εθνότητα, η οποία επιπλέον διεκδικεί τα ιμάτια του ελληνικού εθνικού κορμού, η εθνότητα αυτή μεταβάλλεται σε όχημα διαμοιρασμού του ελληνικού πολιτισμού, δηλαδή της εθνικής ταυτοτικής βάσης του ελληνισμού. Ο διαμοιρασμός αυτός δεν αφορά όπως νομίζεται μόνο την αρχαία ιστορία, αλλά το σύνολό της, αδιάπτωτα μέχρι τον 20ο αιώνα.

Το επιχείρημα της συνθηκολόγησης και του διαμοιρασμού του έθνους διατυπώθηκε στη Βουλή: «Δεν μας ενοχλεί», είπε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, «ο εθνικισμός των γειτόνων αλλά ο εθνικισμός των Ελλήνων». Πρέπει να κοντύνουμε λοιπόν το εθνικό μέγεθος των Ελλήνων για να μην ενοχλούν την «πολιτική ορθότητα» των εξωνημένων της ελλαδικής πολιτικής νομενκλατούρας.

Η ιδεολογία της συνθηκολόγησης

Το επιχείρημα αυτό, που εκφράσθηκε συγκεκριμένα από τη Συριζαία Αριστερά στην πράξη (να αναγνωρισθούν τα Σκόπια ως Μακεδονία ακόμη και χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, με επισκέψεις υποστήριξης στη γειτονική χώρα, κλπ), συνοδεύεται από την άποψη που διατύπωσε σε μια αποστροφή του λόγου του ο Τσιπραίος πρωθυπουργός, ότι δεν δικαιούται να στερήσει από τον «άλλον» το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού.

Ως ιδεολογικά προδιατεθειμένος να αποτελέσει το όχημα στην υπηρεσία του εθνικισμού των γειτόνων, και μετά βεβαιότητος ως αμαθής, συγχέει το καθόλα εύλογο αυτό δικαίωμα με το εγχείρημα των Σκοπιανών όχι να αυτοπροσδιορισθούν με βάση το δικό τους εθνοτικό /ταυτοτικό ιδίωμα (λχ ως Σλαβομακεδόνες), αλλά με γνώμονα την ταυτότητα του γείτονά του, δηλαδή με την υφαρπαγή της δικής του ταυτότητας.

Εν προκειμένω η υφαρπαγή αυτή αφορά ένα σημαίνον μέρος της ελληνικής εθνικής ταυτότητας που ενσαρκώνει ο ιστορικός βίος των Ελλήνων της Μακεδονίας από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας. Με άλλα λόγια, οι Σκοπιανοί δεν αρκούνται στο δικό τους εθνοτικό / πολιτισμικό ιδίωμα, ουδέ καν σε εκείνο το μέρος του που βιώθηκε επί μακεδονικού εδάφους, ώστε να αυτοπροσδιορισθούν έστω ως Σλαβομακεδόνες. Διεκδικούν το σύνολο του πολιτισμικού κεκτημένου που εμπραγματώθηκε επί του μακεδονικού εδάφους.

Το διεκδικούν με τρόπο άμεσο, ιδιοποιούμενοι το μέρος του ελληνικού πολιτισμού που παρήχθη από τον ελληνισμό της Μακεδονίας, από την αρχαιότητα έως σήμερα (και όχι μόνο στην εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου). Το διεκδικούν όμως και κατά τρόπο έμμεσο, πλην όμως απολύτως σαφή, με την οικειοποίηση του όλου της Μακεδονίας ως θεμελίου του εθνικού τους ιδιώματος.

Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι τι διεκδικούν αυτοί. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας αφενός εκχωρεί την αρχαία ελληνική μακεδονική ιστορία με την επισήμανση ότι οι Σκοπιανοί δεν πρέπει να επιδεικνύουν «λαιμαργία» και να την διεκδικούν ολόκληρη («να αποδεχθούν ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν είναι μόνο δικοί τους» sic). Και αφετέρου, δεν δείχνει ότι ενοχλείται από το γεγονός ότι η βυζαντινή και η νεότερη ελληνική ιστορία της Μακεδονίας η σκοπιανή πλευρά θεωρεί ότι της ανήκει εξ ολοκλήρου.

Η άρνηση της κοινωνίας

Οι πρόθυμοι θεράποντες του εθνικισμού των γειτόνων με πρώτους τους χρήσιμους ηλίθιους της Αριστεράς, προσποιούνται ότι αγνοούν πως η σύνολη εθνική ταυτότητα συντίθεται από πλήθος επιμέρους ταυτοτικές / πολιτισμικές συλλογικότητες, τις οποίες εάν αρνηθείς είναι σαν να ακρωτηριάζεις το όλον του εθνικού σώματος. Ο Μακεδόνας Έλληνας, όπως ο Ηπειρώτης, ο Πελοποννήσιος, ο Κρητικός Έλληνας ανήκει στο έθνος των Ελλήνων ως Μακεδόνας Έλληνας κλπ. Δεν είναι απλώς Έλληνας.

Συγχρόνως, οι χρήσιμοι αυτοί ηλίθιοι της Αριστεράς, εμποτισμένοι με τα ιδεολογήματα της άλλοτε ολιγαρχικής και εφεξής βαθιά αντιδραστικής νεωτερικότητας (του Διαφωτισμού), αρνούνται να προσλάβουν το έθνος ως κοινωνικό φαινόμενο, συμφυές με τις κοινωνίες που συγκροτούνται με όρους ελευθερίας (οι ανθρωποκεντρικές κοινωνίες). Εμφανίζοντάς το ως «επινόηση» του κράτους, το στοχοποιούν ως μείζονα εχθρό τους, και μαζί του τον φυσικό του φορέα, την κοινωνία.

Η στοχοποίηση αυτή του έθνους και της κοινωνίας, αποκτά πολιτικές διαστάσεις στο μέτρο που η εθνική συλλογικότητα λειτουργεί ως η μήτρα της πολιτισμικής/πολιτικής συνοχής μιας κοινωνίας και επομένως ως η βάση της αντίστασής της ενάντια σε εκείνους που αξιώνουν την ηγεμονία της, την δήωσή της, εντέλει την ιδίω δικαιώματι νομή του κράτους.

Το μένος

Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η άρχουσα σήμερα Αριστερά εκδηλώνει τόσο μένος και τόση απέχθεια απέναντι σε μια κοινωνία που διεκδικεί ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Η τσιπραία Αριστερά, όντας εθισμένη να διαχειρίζεται τον δημόσιο ως ιδιωτικό της χώρο, αλλεργιάζεται με την ιδέα ότι είναι δυνατόν η κοινωνία να μην συντάσσεται ως αγέλη πίσω από την ηγεσία της, δηλαδή τις αποφάσεις της.

Η κοινωνία ούτε δικαιούται ούτε είναι ικανή να έχει άποψη. Και στο ζύγι της αξιολόγησης η άποψη της κοινωνίας είναι εξ αντικειμένου αντιδραστική, οπισθοδρομική και επικίνδυνη. Την πρόοδο τη γνωρίζει εξ αποκαλύψεως και την εκφράζει αυθεντικά μόνο η κομματική νομενκλατούρα! Ακόμη και στα ζητήματα που αγγίζουν τον πυρήνα του αξιακού συστήματος της κοινωνίας, η τελευταία δεν δικαιούται να έχει άποψη. Μόνο να ακολουθεί τους καθοδηγητές της (όπως η εθνική της ταυτότητα, αξιοπρέπεια ή ελευθερία κλπ).

Τούτο εξηγεί την οργή της τσιπραίας Αριστεράς απέναντι σε μια κοινωνία που ορθώνει το ανάστημά της στην ιδεολογική της εθελοδουλεία και στην αναίδεια της να βαφτίζει ως αριστερή πολιτική την φτωχοποίησή της, τον φασιστικό τρόπο του φέρεσθαι και την αλαζονική προσέγγιση της άρνησης της κοινωνίας να λειτουργήσει συντεταγμένη στο μαντρί της κομματοκρατίας («ετερόκλητος όχλος» κ.α.) .

Το διακύβευμα της συνθηκολόγησης

Η συνθηκολόγηση των Πρεσπών, θα έχει επίσης ολέθριες συνέπειες στη σταθερότητα της περιοχής και ιδίως για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Διότι ως «έθνος των Μακεδόνων» που κατοικεί στο Βόρειο τμήμα της Μακεδονίας, δεν θα μπορεί κανείς να εμποδίσει τους Σκοπιανούς να εγείρουν διεκδικήσεις επί του συνόλου της Μακεδονίας, να ονειρεύονται την απελευθέρωση και των άλλων Μακεδόνων αδελφών.

Το ανασφαλές και μικρό του κράτους αυτού δεν ακυρώνει τους κινδύνους, όπως νομίζεται. Αντιθέτως, θα ενθαρρύνει όσους αντλούν συμφέρονται από την περιοχή να διατηρούν ή να επαναφέρουν το ζήτημα αυτό. Μακάρι δε να μην γίνει το διακύβευμα αυτό μέρος της υφέρπουσας αντίθεσης μεταξύ βορείων και νοτίων στην εσωτερική πολιτική ζωή της Ελλάδας.

Από τη συνθηκολόγηση των Πρεσπών αναδεικνύεται τέλος η ενδημική αντίθεση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που δημιουργεί το φύσει αναντίστοιχο προς την πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας. Μια αιρετή μοναρχία που ταυτοποιείται με το κράτος και τους κατόχους του, ενώ η κοινωνία διατηρείται εγκιβωτισμένη στην ιδιωτεία. Το σύστημα αυτό, καλεί να το λειτουργήσει ένα πολιτικό προσωπικό, το οποίο όπως μαρτυρεί η νεοελληνική ιστορία αποτελεί ξένο σώμα προς την κοινωνική συλλογικότητα.

Που επειδή η νομιμοποίησή του στα μάτια της κοινωνίας παραμένει μηδαμινή, έχει γαλουχηθεί με ιδεολογίες εθελοδουλείας, διαπλοκής και ιδιοποίησης του δημόσιου αγαθού. Που ακριβώς γι’αυτό αναζητεί νομιμοποίηση έξωθεν, για να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση της κοινωνίας. Την οποία κοινωνία σπεύδει να ενοχοποιήσει για τα δικά του πεπραγμένα.

Προς την οποία ωστόσο τρέφει μια υψηλή περιφρόνηση, την διαχειρίζεται ως «ετερόκλητο όχλο» δηλαδή ως αγέλη. Το νέο της Συριζαίας Αριστεράς είναι ότι θεωρεί πως κατέχει ως μύστης της αυθεντίας την απόλυτη αλήθεια και ως «Μέγας Ιεροεξεταστής» το δικαίωμα να ταξινομεί ό,τι αντιτείνει στις αποφάσεις της έξω από τη δημοκρατική έννομη τάξη, ως κατ’ελάχιστον ακροδεξιό.

Ο φασισμός είναι τρόπος

Η διαχείριση της λαϊκής αντίθεσης στη συνθηκολόγηση από τον πρωθυπουργό με την προβολή από αυτόν του δόγματος ότι το «έθνος είμαι εγώ», συνομολογεί ότι η ελληνική χώρα ζει την καθόλα εκφυλισμένη εκδοχή της αιρετής μοναρχίας με τον πολιτικό τρόπο του φασισμού. Πριν από λίγες εβδομάδες, συνεκτιμώντας τον πολιτικό τρόπο της τσιπραίας διακυβέρνησης είχα πει ότι ο φασισμός είναι πρώτα τρόπος και μετά σύστημα.

Ο τρόπος που διαχειρίσθηκε το προχθεσινό συλλαλητήριο (αλλά και τα προηγούμενα), αν αθροισθεί με άλλες πολιτικές, όπως στο πεδίο της επιλεκτικής εφαρμογής του νόμου, της εκκόλαψης του αυγού του φιδιού της ανομίας, της στοχευμένης φτωχοποίησης ευρέων κοινωνικών στρωμάτων και της μεταβολής τους σε (επιδοματούχους) διακονιάρηδες της ζωής, η μεταβολή της πολιτικής ευτέλειας σε πολιτική κανονικότητα κατά τη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων, οι σκοτεινές διαδρομές της με το παρακράτος του κράτους και των δυνάμεων του περιθωρίου, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα που λίγο απέχει από του να γίνει ο φασισμός από τρόπος σύστημα.

Η ανάγκη αλλαγής πολιτείας

Η συνθηκολόγηση στο μείζον Μακεδονικό Ζήτημα δεν αποκάλυψε απλώς το χαοτικό χάσμα που χωρίζει το ουσιώδες της άρχουσας πολιτικής τάξης από τη κοινωνία και το κοινό συμφέρον. Χάσμα που διασφαλίζει η λογική του πολιτεύματος που καθιερώνει το ίδιο το Σύνταγμα. Άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, τις συνέπειες του οποίου, η απλή εναλλαγή στην εξουσία δεν δύναται να θεραπεύσει.

Στον πυρήνα της, η κρίση που διέρχεται η ελληνική χώρα σήμερα, περισσότερο από ποτέ, δεν είναι ανατάξιμη, χωρίς μια αλλαγή πολιτείας. Μια αλλαγή, που θα υποχρεώνει θεσμικά την πολιτική τάξη να ακολουθεί εκ του σύνεγγυς την βούληση της κοινωνίας. Που θα μεταφέρει τη συνάντηση της κοινωνία με την πολιτική εντός της πολιτείας και όχι στους δρόμους και στις πλατείες. Που θα μεταβάλει εν ολίγοις το πολιτικό σύστημα, από αιρετή μοναρχία σε αντιπροσωπευτική πολιτεία.

Είναι πια καιρός η ελληνική κοινωνία να δραπετεύσει από τα ιδεολογικά δεσμά που ύφαναν από κοινού στο μυαλό της οι εντόπιοι και οι ξένοι κατακτητές της. Να αναλογισθεί τη σημασία της διερώτησης, αντί να διαδηλώνει στους δρόμους για να εμποδίσει την κυβέρνηση να βλάψει την ίδια και τη χώρα, να αξίωνε να συναινεί κατ’ελάχιστον για τις μείζονες αποφάσεις της.

Πιστεύει άραγε ότι το μίγμα της συμφωνίας για το Μακεδονικό Ζήτημα θα ήταν το ίδιο εάν έπρεπε να ερωτηθεί γι’αυτό; Διερωτώμαι με τη σειρά μου γιατί δεν βρίσκει εξ ορισμού εφιαλτικό να εμπιστεύεται τις τύχες της, τις τύχες της χώρας, σε ένα άτομο, παραιτούμενη συγχρόνως από το ελάχιστο δικαίωμα του ελέγχου, της ανάκλησης, της συναίνεσής της στην καθημερινή πολιτική διαδικασία, να λειτουργεί εντέλει ως εντολέας.

Εάν η συνθηκολόγηση την οποία υπέγραψε η τσιπραία διακυβέρνηση, δεν την οδηγήσει στη συνειδητοποίηση ότι το πρόβλημα της χώρας είναι θεμελιωδώς πολιτικό, θα συνεχίσει μετά βεβαιότητος να απορεί για τα κοινωνικά απόβλητα που θα καλούνται να ορίσουν το μέλλον της, κυρίως όμως για τις επερχόμενες σε τελική ανάλυση καταστροφές που θα συσσωρεύουν στη χώρα οι νομείς της.


Ο Γιώργος Κοντογιώργης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρώην πρύτανης. Γεννήθηκε στο Νυδρί Λευκάδας. Πτυχιούχος της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Μεταπτυχιακές σπουδές πολιτικής επιστήµης, κοινωνιολογίας και ιστορίας στο Παρίσι. Εκεί ανακηρύχθηκε το 1975 Docteur d’ Etat. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία και περισσότερα από 300 επιστηµονικά άρθρα. Έχει διδάξει σε πολλά γνωστά ξένα πανεπιστήμια. Το 1985 διατέλεσε επί δίµηνο Γενικός Διευθυντής της ΕΤ 1, το 1989 (από 1-7 έως 31-12) Πρόεδρος και Διευθύνων Σύµβουλος της ΕΡΤ και στις εκλογές του 1993 υπηρεσιακός υφυπουργός Τύπου.

 23 Ιανουαρίου 2019 


 5.
Πως φτάσαμε στον σημερινό χάρτη της Μακεδονίας.

Ο χάρτης που τείνει να καθιερωθεί σήμερα ως «χάρτης της γεωγραφικής Μακεδονίας» είναι προϊόν γεωστρατηγικών ζυμώσεων -συγκρούσεων και συμφερόντων- που έλαβαν χώρα τον 19ο και 20ο αιώνα στη Βαλκανική Χερσόνησο. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο μεγάλος παίχτης στο γεωπολιτικό παιχνίδι του πλανήτη μας, ήταν αδιαμφισβήτητα η Μεγάλη Βρετανία. Ήταν η χώρα του μη ανατέλλοντος ηλίου. Ο κύριος αντίπαλος παίχτης της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα ήταν η Ρωσία.

Η Ρωσική Αυτοκρατορία είχε σαν γεωστρατηγικό όραμα απ’ την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης ακόμη, τον Πανσλαβισμό. Δηλαδή ήθελε να ενώσει όλους τους Σλάβους της ανατολικής Ευρώπης, χρησιμοποιώντας σαν προπαγανδιστικά εργαλεία τη γλώσσα και την θρησκεία, και να κατέβει στα θερμά νερά της Μεσογείου. Αυτό το όνειρο εξακολουθεί να το έχει μέχρι και σήμερα. Μύχιος πόθος των Ρώσων ήταν πάντοτε να καθήσει Τσάρος στο θρόνο της Κων/πολης και η πρώην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να αντικατασταθεί απ’ τη Ρωσική.

Η Μεγάλη Βρεττανία λοιπόν, επιθυμούσε σ’ όλο το 18ο και 19ο αιώνα τη διατήρηση της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε να αποτελεί ανάχωμα στην Ρωσική κάθοδο προς τη Μεσόγειο. Έτσι εξηγείται και το ότι ποτέ δεν ήθελαν πραγματικά οι Άγγλοι την ευόδωση της ελληνικής επανάστασης του 1821.

Ταυτόχρονα απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1870 η Γερμανία του Βίσμαρκ άρχισε να εξελίσσεται στον σημαντικότερο ανταγωνιστή της Μεγάλης Βρεττανίας και της Ρωσίας. Ήθελε να καταστεί η πρώτη δύναμη στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Είχε νικήσει ήδη σε πόλεμο τη Γαλλία, είχε συνάψει συμμαχία με την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία και οι βλέψεις της ήταν η ζώνη επιρροής της να φτάσει μέχρι τα Βαλκάνια και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Τα φτωχά βαλκάνια

Έχοντας στο μυαλό μας τη Γεωστρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων εκείνης της εποχής, ας έρθουμε τώρα στα φτωχά και υποδουλωμένα στους Οθωμανούς Βαλκάνια. Με υποκίνηση της Ρωσίας οι σλαβικοί λαοί άρχισαν να δυσαρεστούνται με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ο πιο συνεργάσιμος λαός στο ρωσικό όραμα του Πανσλαβισμού -o καλύτερος δορυφόρος της Ρωσίας στα Βαλκάνια- ήταν οι Βούλγαροι, οι οποίοι γρήγορα οργάνωσαν έναν αξιόλογο στρατό μιας και είχαν επεκτατικές βλέψεις. Βούλγαροι επιστήμονες στέλνονταν για σπουδές στην Αγία Πετρούπολη και επέστρεφαν, ώστε να εξαπλώσουν τον σλαβικό εθνοφυλετισμό.

Έτσι, το εθνικό συναίσθημα των Βουλγάρων γρήγορα άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις και στρεφόταν, εκτός των Τούρκων, εναντίον του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Αποτέλεσμα όλων των εθνικιστικών ενεργειών των Βουλγάρων ήταν η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και η συνακόλουθη σύγκλιση της Πανορθόδοξης Συνόδου του 1872 η οποία κήρυξε ως σχισματική την Βουλγαρική Εξαρχία λόγω του καθαρά εθνοτικού χαρακτήρα της και της μη μνημόνευσης του Πατριάρχη.

Το 1878 μετά τη λήξη του 11ου Ρωσοτουρκικού πολέμου η νικήτρια Ρωσία έφτασε πολύ κοντά στην πραγμάτωση του ονείρου της. Η αγαπημένη και προστατευόμενή της χώρα, η Βουλγαρία αποκτάει αυτονομία με νότια σύνορα το Αιγαίο Πέλαγος. Όλη η δική μας Μακεδονία προσαρτάται στη Βουλγαρία. Άμεση ήταν όμως η αντίδραση της Αγγλίας, της Γαλλίας και κυρίως της Γερμανίας οι οποίες έβλεπαν τη ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια να γίνεται πολύ ενοχλητική. Οπότε τρεις μήνες μετά συρρίκνωσαν πάρα πολύ τα σύνορα της Βουλγαρίας, ώστε να περιορίζονται πλέον οι Βούλγαροι στην πραγματική τους ιστορική κοιτίδα βόρεια της γραμμής Μπουργκάς – Σόφια μέχρι και τον ποταμό Δούναβη.

Λίγα χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1882 κυκλοφόρησε ένας εθνολογικός χάρτης των Βαλκανίων από Γερμανό γεωγράφο κατά παραγγελία της Βουλγαρικής Εξαρχίας που έδειχνε ότι οι περισσότεροι κάτοικοι του σημερινού κράτους των Σκοπίων ήταν εθνολογικά Βουλγαροι. Λίγο αργότερα το 1885 εκτυπώνεται άλλος ένας χάρτης -γαλλικός αυτή τη φορά- βουλγαρικών όμως πάλι συμφερόντων, αφού αποτελεί ανατύπωση ενός βουλγάρικου χάρτη του 1843 που προβάλλει για πρώτη φορά στην Ευρώπη με αυθαίρετο τρόπο την γεωγραφική Μακεδονία.

Αυθαίρετοι χάρτες γερμανικής προέλευσης

Αυτό συνεχίστηκε όλη την υπόλοιπη δεκαετία με χάρτες βουλγαρικών, ρωσικών, και γερμανικών συμφερόντων. Να σημειωθεί δε ότι διοικητικό διαμέρισμα με όνομα Μακεδονία, υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα, στη Ρωμαϊκή Εποχή και στα Βυζαντινά χρόνια. Ουδέποτε υπήρξε όμως νομός ή περιφέρεια ή άλλη διοικητική διαίρεση με όνομα Μακεδονία επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (υπήρχε το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου κ.τ.λ. αλλά όχι Μακεδονία). Μακεδόνες θεωρούνταν μόνο όσοι ζούσαν αποκλειστικά στα εδάφη που περιλάμβαναν το σημερινό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας και μέχρι το Μοναστήρι και την Αχρίδα στο Βορρά. Επίσης, αξίζει να ειπωθεί ότι σε κανέναν από τους εθνολογικούς χάρτες του 19ου και 20ου αιώνα δεν υπάρχει η παραμικρή μνεία για έθνος Μακεδόνων.

Μετά απ’ αυτή την σύντομη ιστορική αναδρομή καθίσταται σαφές ότι οι αυθαίρετοι χάρτες που τυπώθηκαν απ’ τα μισά του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου αι. ήταν κυρίως βουλγαρικών, ρωσικών και γερμανικών συμφερόντων και δεν βασίζονταν σε κανένα απολύτως επιστημονικό και ιστορικό δεδομένο. Κοιτάξτε όμως σύμπτωση: Όλοι οι χάρτες όλως περιέργως ανέφεραν ως Μακεδονία την περιοχή που αποκόπηκε απ’ την Βουλγαρική επικράτεια με την Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 ενώ περιλαμβανόταν σ’ αυτήν με την προγενέστερη συνθήκη του Αγ.Στεφάνου. Τυχαίο; Mάλλον όχι.

Γι’ αυτό σήμερα χαίρεται η Διεθνής Κοινότητα με την υπογραφή της «Συμφωνίας των Πρεσπών». Η μεν Ρωσία συνεχίζει να βαδίζει στον γεωστρατηγικό δρόμο που είχε χαράξει η Μ.Αικατερίνη. Η Γερμανία συνεχίζει να βαδίζει στο δρόμο της σταδιακής κατάκτησης όλης της Ευρώπης και οι ΗΠΑ χαίρονται γιατί μπαίνοντας τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ θα έχουν ακόμη ένα σύμμαχο στα Βαλκάνια εις βάρος της Ρωσικής διείσδυσης στην περιοχή.

Από Βαρντάσκα Μακεδονία

Όσον αφορά την «ανακάλυψη» Έθνους Μακεδόνων, πρώτος άρχισε να μιλά ο Πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας Γιόσιπ Μπροζ Τίτο αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κροάτης ο ίδιος, μισούσε τους Σέρβους. Σκέφτηκε λοιπόν να περιορίσει την ισχύ τους ιδρύοντας τη Δημοκρατία της Μακεδονίας στο νότιο τμήμα της χώρας του. Μέχρι τότε η περιοχή αυτή ονομαζόταν Βαρντάσκα. Η σκέψη του όμως ήταν πιο πονηρή και δεν εξαντλούνταν στη μείωση της ισχύος των Σέρβων.

Ανέσυρε απ’ το συρτάρι τον βουλγαρικής προέλευσης χάρτη της «Γεωγραφικής Μακεδονίας» που διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και δεν τον θυμόταν κανείς πια, τον εξομοίωσε με εθνολογικό χάρτη και ξεκίνησε συστηματική προπαγάνδα μέσα στα σχολεία για ύπαρξη Μακεδονικού Έθνους που έχει αλύτρωτους αδερφούς στη Μακεδονία του Πιρίν και κυρίως του Αιγαίου με απώτερο σκοπό να κατέβει στο Αιγαίο. Βάσισε δηλαδή όλη την προπαγάνδα του στην επανάσταση του Ίλιντεν (1903) και την βουλγαρίζουσας VMRO.

Όσον αφορά τη σύνδεση των ψευτοΜακεδόνων Σκοπιανών με τους αρχαίους Έλληνες Μακεδόνες, αυτό το ξεκίνησε μόλις τα τελευταία 15 χρόνια ο Γκρούεφσκι. Τι έλεγε ο Γκρούεφσκι; Ότι οι κάτοικοι της αρχαίας Μακεδονίας μιλούσαν σλαβομακεδονικά και μόνο η αριστοκρατική ελίτ αρχαία ελληνικά. Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνουν οι ανιστόρητοι πολιτικοί που μας κυβερνούν ότι με τον αστερίσκο που υπάρχει στη συμφωνία αποποιούνται οι Σκοπιανοί τη σύνδεσή τους με την αρχαία Ελλάδα δεν κάνουν καμία υποχώρηση παρά μόνο αυτή της πολιτικής που ακολούθησε ο αντίπαλός τους, Γκρούεφσκ. Η δε γλώσσα μιας και αναφερθήκαμε σ’ αυτήν δεν αποτελεί καν ξεχωριστή γλώσσα. Σύμφωνα με τον κορυφαίο γλωσσολόγο Μπαμπινιώτη αποτελεί ένα βουλγαρικοσερβικό ιδίωμα.

Η ιστορική της προέλευση έχει να κάνει με το γεγονός της διαρκούς μετανάστευσης πολλών Σλάβων στο χώρο της Μακεδονίας επί Τουρκοκρατίας για να δουλέψουν ως εργάτες στους Έλληνες, τους Οθωμανούς και τους Εβραίους. Η μεγάλη εισροή Σλάβων στο χώρο της Μακεδονίας δημιούργησε την ανάγκη μιας νέας γλώσσας καθαρά για εμπορικούς σκοπούς. Έτσι δημιουργήθηκαν τα σλαβομακεδονικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της κεντρικής Ρούμελης (ή Ρωμυλίας), πλην των Μουσουλμάνων εξισλαμισθέντων και εποίκων του 1860, είχαν ελληνική – ρωμέικη συνείδηση και ήταν δίγλωσσοι γιατί αναγκάζονταν από το εμπόριο να χρησιμοποιούν αυτό το σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα.

Σήμερα ο λαός της ΠΓΔΜ απαρτίζεται από πολλές εθνότητες. Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη απογραφή (2002), ο συνολικός πληθυσμός της χώρας ήταν 2.022.547 κάτοικοι, των οποίων η εθνικότητα κατανέμεται ως εξής: 1.297.981 ή το 64% είναι Σλαβομακεδόνες, 509.083 ή 25,2% είναι Αλβανοί, 77.959 ή 3,9 % είναι Τούρκοι, 53.879 ή 2,7% είναι Ρομά, 35.939 ή 1,8% είναι Σέρβοι, 17.018 ή 0,8% είναι Βόσνιοι, 9.695 ή 0,5% είναι Βλάχοι και οι υπόλοιποι 20.993 δεν ανήκουν σε καμία από τις προηγούμενες κατηγορίες (Wikipedia).

Ποιοι είναι τελικά όμως οι Σκοπιανοί;

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάρτηση του έγκριτου ιστορικού Σαράντου Καργάκου: «οι αυτοαποκαλούμενοι ‘Μακεδόνες’ είναι κάποιοι απόγονοι κομμιτατζίδικων συμμοριών, που είχαν ασπασθεί το δόγμα ‘Μακεδονία στους Μακεδόνες’, οι πλείστοι άλλοτε βουλγαρόφρονες, κυρίως όμως οι απόγονοι αυτών που κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους εγκατέλειψαν τα ελληνικά εδάφη και εγκαταστάθηκαν στη λεγόμενη Νότιο Σερβία, αφού οι ακμάζοντες εκεί ελληνικοί πληθυσμοί (Μοναστήρι, Στρώμνιτσα κ.α.) σε μεγάλο ποσοστό πέρασαν στο ελληνικό έδαφος. Στους μετακινηθέντες προστέθηκαν και κάποια λείψανα του στρατού του Ζαχαριάδη, και κάποιοι που πήραν βουλγαρική υπηκοότητα από Βούλγαρο λοχαγό. Με βάση το υλικό αυτό ο Τίτο έφτιαξε τη δική του μακεδονική εθνότητα για την υπηρέτηση των δικών του επεκτατικών σκοπών».

Αυτή είναι εν συντομία η ιστορική προέλευση του χάρτη της Μακεδονίας που τείνει να καθιερωθεί σήμερα. Αν θα ρωτούσαμε όμως ποια τελικά είναι τα όρια της γεωγραφικής Μακεδονίας στην πραγματικότητα, η απάντηση είναι πως δεν είναι άλλα απ’ τα όρια της «Ιστορικής Μακεδονίας». Γιατί επί χιλιάδες χρόνια στο συλλογικό μας υποσυνείδητο η «Ιστορική Μακεδονία» ήταν η κοιτίδα της Μακεδονίας. Μπορεί ο Μέγας Αλέξανδρος να επέκτεινε τα όρια του κράτους του, αλλά στη συνείδηση των Ελλήνων η «Ιστορική Μακεδονία» ήταν η περιοχή απ’ την οποία εξόρμησαν οι μεγάλοι Μακεδόνες Βασιλείς για να κατακτήσουν όλο τον τότε γνωστό κόσμο.

Αυτό αποτελεί κοινό τόπο για όλους τους Έλληνες όλων των εποχών (Ελληνιστικά, Ρωμαϊκά, Βυζαντινά, Οθωμανικά, νεότερα χρόνια) και δε μπορούμε να επιτρέψουμε να μας επιβάλλουν άλλη άποψη για τη Μακεδονία μας, όσοι συμμετέχουν στα γεωπολιτικά παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων, και λειτουργούν εις βάρος της ιστορικής αλήθειας και των συμφερόντων του Ελληνικού Έθνους.

Έκτακτη Συνεργασία - Δημήτρης Κίτσος

*Ο Δημήτρης Κίτσος είναι νομικός

https://slpress.gr/ethnika/
pws-ftasame-ston-shmerino-xarth-ths-makedonias/
 25 Ιανουαρίου 2019




6.
Οι «Πρέσπες» κατέδειξαν το αβυσσαλέο χάσμα λαού-κυβέρνησης.

Από την πρώτη στιγμή, που έγινε γνωστό το περιεχόμενο της Συνθήκης των Πρεσπών, άνοιξε ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο λαό και την Κυβέρνηση. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, οι Έλληνες βροντοφώναξαν την αντίθεσή τους στο αντεθνικό περιεχόμενο της συμφωνίας, κάνοντας χρήση του μοναδικού μέσου που είχε αφεθεί στη διάθεσή τους: των συλλαλητηρίων. Αντιθέτως, η κυβέρνηση, με τα πολυάριθμα μέσα που έλεγχε, εμφάνιζε ως δεδομένη τη δήθεν εθνική ωφελιμότητα αυτής της συνθήκης.

Δεν θα επαναλάβω εδώ απόψεις μου, που έχουν καταγραφεί σε πολυάριθμα άρθρα μου, σχετικά με το ευρύτερο σκοπιανό πρόβλημα. Θα υπενθυμίσω, απλώς, ότι αυτές συμπίπτουν με τις αντίστοιχες του ελληνικού λαού και όχι με αυτές της κυβέρνησης. Και ούτε, συνεπώς, θα επιχειρήσω να αποδείξω την ορθότητα των σχετικών απόψεων του ελληνικού λαού, καθώς το πρόβλημά στο οποίο θα επικεντρωθώ στο σημερινό μου άρθρο, αφορά ειδικότερα στο χάσμα που χωρίζει λαό και Κυβέρνηση, στις επιπτώσεις αυτού του χάσματος και στην ανάγκη αντιμετώπισής του.

Η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει την ορθότητα της μειοψηφικής άποψής της, έναντι της συντριπτικά πλειοψηφικής του ελληνικού λαού, αναγκάστηκε να επιλέξει μεθόδους, που δεν είναι απλώς θλιβερές, αλλά είναι και βαθύτατα αντιδημοκρατικές, όπως:

  • Να στοχοποιεί συλλήβδην αυτούς που εναντιώνονται στη Συμφωνία των Πρεσπών σαν φασίστες, περιθωριακούς, καθυστερημένους κ.ά.
  • Να επιλέγει ασύμβατους, μεταξύ τους, συνδυασμούς τεχνητών μεθόδων, προκειμένου να «αποδείξει» ότι τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια, σε ολόκληρη την Ελλάδα, συγκέντρωναν ολίγες μόνο χιλιάδες διαδηλωτών!
  • Να μην αποτρέπει την Ελληνική Αστυνομία από του να χτυπά αλύπητα Έλληνες διαδηλωτές και από του να ρίχνει αδιακρίτως εναντίον τους χημικά, προκαλώντας έτσι επικίνδυνη βλάβη στην υγεία τους, με αναπότρεπτο φυσικά αποτέλεσμα τη διάλυση των συλλαλητηρίων.
  • Να προβάλλει ή και να υποθάλπει προσπάθειες επιβολής της λύσης, που περιλαμβάνεται στη Συμφωνία των Πρεσπών, από ξένες δυνάμεις, που έχουν εμφανή συμφέροντα ευόδωσής της. Ειδικότερα, από τη Γερμανία, η ευθύνη της οποίας, για την εξαθλίωση της χώρας μας, είναι τεράστια όσο και αναμφισβήτητη.

Αυτά και άλλα αποτελούν εκφάνσεις προσβολής, περιφρόνησης και εξευτελισμού του ελληνικού λαού, από την Κυβέρνηση που αυτός ο ίδιος ψήφισε. Και όχι μόνο των Ελλήνων, εντός της ελληνικής επικράτειας, αλλά και της ομογένειας απανταχού της Γης. Δεν είναι συνεπώς αδικαιολόγητη η οργή του ελληνικού λαού, εναντίον των μεθοδεύσεων της κυβέρνησής του.

Ρυπαροί απόηχοι

Το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση είναι, ανάμεσά και σε άλλα, η ανάγκη να αποδείξει ότι οι 153 βουλευτικές ψήφοι έχουν πολλαπλάσια βαρύτητα σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 70% του ελληνικού λαού. Βουλευτικές ψήφοι που εξασφαλίστηκαν όπως εξασφαλίστηκαν. Η επιχείρηση πέρασε από πολλές φάσεις, μυστικών συνεννοήσεων και συνευρέσεων, που φυσικά δεν ήταν δυνατόν να είναι διαφανείς. Από την πλευρά του, ο λαός επιμένει να διαδηλώνει, ελπίζοντας ότι θα αποτρέψει, έστω και την ύστατη στιγμή, την ψήφιση αυτής της εθνικά καταστρεπτικής συνθήκης.

Οι δυσκολίες, που έτσι χρειάζεται να υπερπηδηθούν είναι τεράστιες, καθώς το 70% των Ελλήνων, που αντιτίθενται στη συμφωνία (σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν και πολλές χιλιάδες ομογενών) οφείλουν να χαρακτηριστούν συλλήβδην περιορισμένων δυνατοτήτων, περίπου ειδικών αναγκών, έτσι που να εμφανίζονται ανίκανοι να διαμορφώσουν έγκυρη γνώμη για το τι συμφέρει και για το τι βλάπτει τη χώρα τους.

Παράλληλα, να γίνει δεκτό ότι οι 153 πρόθυμοι να ψηφίσουν αυτήν την απαράδεκτη συνθήκη, αναγνωρίζονται ως υπεράνθρωποι, με κρίση και μόρφωση πολύ υπεράνω του μέσου όρου. Συνεπώς, έχουν υποχρέωση να επιβάλλουν τη γνώμη τους στα «καθυστερημένα» εκατομμύρια των συμπατριωτών τους! Στο αγωνιώδες ερώτημα για του που κρύβεται πανικόβλητη η δημοκρατία, απάντηση προς το παρόν δεν υπάρχει, καθώς ο υπεύθυνος για την περιφρούρησή της αρνείται να παρέμβει, όπως θα όφειλε.

Χάσμα λαού-κυβέρνησης

Το εμφανώς εξαμβλωματικό αυτό σχήμα, που είναι φυσικά αδύνατον να γίνει αποδεκτό, εκτός του ότι αποτελεί σοβαρότατη δημοκρατική και συνταγματική εκτροπή, τροφοδοτεί από τη φύση του και όργιο φημών. Αυτές, όπως είναι αναμενόμενο, κινούνται στο χώρο των μεθοδεύσεων για να εξασφαλιστεί ο μαγικός αριθμός των 150 συν και έτσι να κυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών.

Παρότι, το όλο σκηνικό δικαιολογεί κακές σκέψεις, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αποδεχτεί ότι Έλληνες εθνοπατέρες θα δέχονταν ποτέ να ξεπουλήσουν την πατρίδα, τη Μακεδονία μας, έναντι καρέκλας ή οποιουδήποτε ανταλλάγματος υλικού ή άυλου. Ποτέ των ποτών. Γιατί, ελπίζω ότι αυτό που συνέβη στα Σκόπια δεν συνέβη και στην Αθήνα!

Ωστόσο, οι εντυπώσεις που έχουν έτσι δημιουργηθεί είναι αλγεινές, καθώς ακούστηκαν μέσα και έξω από το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή κατηγορίες και υπαινιγμοί για άθλιες συναλλαγές, που απαιτούν άμεση διαλεύκανση. Όμως, σε πείσμα της σοβαρότητας της κατάστασης, ουδεμία υπήρξε αντίδραση από την πλευρά εκείνων, που πιθανόν αφορούσαν οι κατηγορίες αυτές.

Ακόμη, ούτε επιλήφθηκε η αρμόδια κυβερνητική επιτροπή για να αποδείξει την αθωότητα τους και κυρίως, δεν επενέβη, αυτεπαγγέλτως, η Δικαιοσύνη, της οποίας η έρευνα θα εξυγίανε το τοπίο. Έτσι, οι φοβερές αυτές κατηγορίες επικρέμονται επάνω στους «πεφωτισμένους εθνοπατέρες» που εκστρατεύουν τώρα για «να σώσουν την Ελλάδα», ψηφίζοντας Πρέσπες!

Ο φόβος μπροστά στο δημοψήφισμα

Για θέματα εθνικά, και ιδίως της βαρύτητας των περιπτώσεων που αφορούν εκχώρηση ονόματος, γλώσσας και ιθαγένειας / εθνότητας, όπως σαφώς περιλαμβάνονται στη Συμφωνία των Πρεσπών, εξυπακούεται ότι επιβάλλουν τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Όμως, η Κυβέρνησή μας απέκλεισε το δημοψήφισμα, δεν το συζητά καν, σε αντίθεση με τους Σκοπιανούς, που έκριναν ότι όφειλαν να ρωτήσουν το δικό τους λαό, αν δέχεται τη συνθήκη των Πρεσπών.

Είναι σίγουρο ότι η πραγματικότητα, όπως έχει διαμορφωθεί, αποκλείει την προσφυγή σε δημοψήφισμα από την ελληνική Κυβέρνηση. Και τούτο για δύο βασικούς όσο και εμφανείς λόγους:

Πρώτον, επειδή είναι βέβαιο ότι το αποτέλεσμα ενός τέτοιου δημοψηφίσματος θα ήταν ένα τρανταχτό ΟΧΙ στη συνθήκη των Πρεσπών. Αλλά αυτό το ΟΧΙ η Κυβέρνηση αδυνατεί να το κάνει δεκτό. Και τούτο, επειδή από κοινού με τους «πεφωτισμένους βουλευτές», η Κυβέρνηση των Ελλήνων έχει, προφανώς, λόγους να δείχνει πεπεισμένη ότι ο λαός είναι καθυστερημένος και ανίκανος για κρίση! Συνεπώς, οφείλει να βοηθηθεί στις επιλογές του. Άλλωστε, και το 2015, η ίδια Κυβέρνηση «έσωσε» το λαό από την (δήθεν) εσφαλμένη ψήφο του ΟΧΙ στα μνημόνια, μεταλλάσσοντας την σαφέστατα εκφρασθείσα λαϊκή βούληση από ΟΧΙ σε ΝΑΙ.

Δεύτερον, όπως είναι γνωστό, η ΕΕ είναι κάθετα εναντίον των δημοψηφισμάτων στο χώρο της. Και αν, κάποια χώρα-μέλος της κατορθώσει να ξεφύγει και να προχωρήσει σε δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα σπάνια συμφωνεί με τα σχέδια της Ευρώπης. Γι’ αυτό, και από την επομένη ενός δημοψηφίσματος, επικεντρώνονται οι προσπάθειες στην προετοιμασία των κατάλληλων συνθηκών, που απαιτεί ένα επαναληπτικό δημοψήφισμα με το ίδιο ερώτημα, αλλά με την προοπτική διαμετρικά διαφορετικής απάντησης. Ευρωπαϊκή τακτική που δείχνει ότι δεν είναι μόνο η ελληνική Κυβέρνηση που κρίνει ανώριμο το λαό της για τη διαμόρφωση ορθών επιλογών, αλλά τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο φρονεί και η εκάστοτε ηγεσία της ΕΕ, για το σύνολο των λαών-μελών της.

Το μέλλον της Συμφωνίας

Εκτός απροόπτων εξελίξεων, η αντεθνική αυτή συνθήκη των Πρεσπών θα ψηφιστεί, με κατεπείγουσες διαδικασίες αφενός για να αποφευχθεί ο κίνδυνος τυχόν συνειδητοποίησης του τι ακριβώς πράττουν κάποιοι από τους πρόθυμους να ψηφίσουν την καταστρεπτική συμφωνία, αφετέρου για να μην παραταθεί η αγωνία της κυρίας Μέρκελ, ώστε να έχει ένα χαρούμενο Σαββατοκύριακο.

Από την πλευρά μου, ωστόσο, προσπαθώ να αντλήσω παρηγοριά από την πεποίθησή μου, που ήδη κοινοποίησα στο Facebook, ότι τώρα αρχίζει ένας νέος μακεδονικός αγώνας, που πρέπει οπωσδήποτε να κερδηθεί. Πράγματι, το νομικό πλαίσιο αυτής της συνθήκης ανοίγει αρκετά παράθυρα, μέσα από τα οποία θα δοθούν μάχες για την ακύρωσή της. Και, ακριβώς, επειδή η απώλεια της Μακεδονίας, που είναι βεβαία με βάση τις ελληνικές παραχωρήσεις, σημαίνει και το τέλος της Ελλάδας, οι μέλλουσες γενιές οφείλουν να γίνουν συνεχιστές των Μακεδονομάχων.

Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη

H Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη είναι η πρώτη Ελληνίδα πρύτανης, εκλεγμένη τρεις φορές στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Μετά τις σπουδές στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έγινε δεκτή στην αντίστοιχη Σχολή της Σορβόννης με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Εκεί έλαβε δύο διπλώματα ανωτέρων σπουδών στις οικονομικές επιστήμες, καθώς και το διδακτορικό της δίπλωμα με άριστα και έπαινο. Συμπλήρωσε τις οικονομικές της σπουδές στο London School of Economics, ενώ πραγματοποίησε έρευνες στο Πανεπιστήμιο του Berkeley και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. Η μελέτη της για την «περιφερειακή ανάπτυξη της Ελλάδας στο πλαίσιο της ΕΟΚ» απέσπασε το Α΄ Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1984. Το 2008 το γαλλικό κράτος, με διάταγμα του προέδρου Nicolas Sarcozy της απένειμε το παράσημο του ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής για την επιστημονική της συνεργασία με τη Γαλλία. Είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Δημήτρη & Μαρίας Δελιβάνη.

https://slpress.gr/politiki/oi-quot-prespes-quot-katedeixan
-to-avyssaleo-chasma-laoy-kyvernisis/
 24 Ιανουαρίου 2019



  7.
Οι «Πρέσπες» και οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» της Ιστορίας.

                             «Το όνομά μας είναι η ψυχή μας»
                          Ανδρέας Παπανδρέου

Λίγες ώρες πριν την κύρωση της καταστροφικής εθνικά Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή των Ελλήνων με μια ιδιότυπη «παρδαλού τύπου» κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σε πλήρη διάσταση με τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, τίθεται στον καθένα αμείλικτα το ερώτημα: Γιατί το ανεπαρκές και εξαρτημένο πολιτικό προσωπικό της Ελλάδος έφτασε στο σημείο να πυροβολεί τα πόδια της χώρας, ενώ περί του αντιθέτου κραυγάζει η πραγματικότητα, όντας η Συμφωνία αυτή εθνικά επιζήμια, τόσο για τα αμιγώς γεωπολιτικά συμφέροντα, όσο και για τις μεγάλες διαιρέσεις, που συντελούνται στο εσωτερικό;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εμπεριέχει δύο σκέλη που αλληλοσυμπληρώνονται: Αφενός, η σημερινή κυβέρνηση έχει αναλάβει εργολαβικά, έναντι κάθε τιμήματος, την κύρωση αυτής της Συμφωνίας, κατ’ επιταγήν των ΗΠΑ και της Γερμανίας, προκειμένου να εισέλθει το γειτονικό κράτος στο ΝΑΤΟ και να αποτελεί μελλοντικό γεωπολιτικό εργαλείο τους στην περιοχή. Αφετέρου, λόγω αυτής της υποτελούς στάσης, ως ψυχολογικό αντιστάθμισμα προβάλλεται το πρωτοφανές και καινοφανές βάπτισμα του «εθνικού ξεπουλήματος» σαν προοδευτικότητα, που έγκειται δήθεν στο χτύπημα του ελληνικού εθνικισμού και στην υποστήριξη των δικαιωμάτων των γειτονικών χωρών.

Αυτού του είδους η παραμορφωτική εθνικά αυτοκαταστροφική τάση εκφράστηκε από τις δηλώσεις του Σπύρου Δανέλλη, ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξή του ανέφερε ότι: «Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι το άγιο δισκοπότηρο των προοδευτικών δυνάμεων». Επίσης, από δηλώσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, ότι «δεν μας ενοχλεί ο εθνικισμός των γειτόνων, αλλά ο εθνικισμός των Ελλήνων».

Πρόκειται για το απόγειο της εθνομηδενιστικής αντίληψης. Σύμφωνα με αυτή, τα έθνη δεν έχουν ιστορική συνέχεια, αποτελώντας σύγχρονες κατασκευές και, εξ αυτού του λόγου, το καθένα μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται, κλέβοντας ακόμα και την ταυτότητα και την ιστορία γειτονικού κράτους όπως, εν προκειμένω, οι Σκοπιανοί, τη μακεδονική ταυτότητα και Ιστορία, που ταυτίζεται αμιγώς με την Ελλάδα.

Χαρακτηριστικές υπήρξαν, άλλωστε, επ’ αυτού, οι κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού ότι δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τον αυτοπροσδιορισμό των Σκοπιανών, ακόμα και αν, κατά παράνομο τρόπο, απαιτούν τη χρησιμοποίηση του ονόματος της Μακεδονίας. Στις δηλώσεις αυτές προσέθεσε ότι απλώς οι Σκοπιανοί δεν πρέπει να επιδεικνύουν «λαιμαργία» και να διεκδικούν ολόκληρη την αρχαία Ιστορία, με την έκφραση: «Να αποδεχθούν ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν είναι μόνο δικοί τους»!

«Χρήσιμοι ηλίθιοι της Ιστορίας»

Είναι γεγονός, ότι η παγκόσμια ιστορία των λαών βρίθει από περιπτώσεις των λεγόμενων «χρήσιμων ηλιθίων», οι οποίοι, ενώ φαντασιώνονται ότι ενεργούν προς το συμφέρον της χώρας τους, την ίδια στιγμή αποτελούν τον δούρειο ίππο για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων του αντιπάλου. Τέτοιες περιπτώσεις, δυστυχώς, συναντά κανείς πολλές φορές στην ιστορία του Ελληνισμού. Στη σύγχρονη περίοδό του οι συνεχείς εθνικοί διχασμοί και η έλλειψη ισχυρής κοινωνικής ηγέτιδος δύναμης, αποτέλεσαν το φυτώριο για να έχουμε από το 1922 τη συνεχή συρρίκνωση του ελληνικού έθνους (με την εξαίρεση των Δωδεκανήσων) και την αποδυνάμωση του νεοελληνικού κράτους.

Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, που για πρώτη φορά εκχωρείται οικειοθελώς από την ελληνική πλευρά, χωρίς πολεμική ήττα, εθνική ταυτότητα σε τρίτη χώρα, οι «χρήσιμοι ηλίθιοι της Ιστορίας» έχουν και τα χαρακτηριστικά των «γενίτσαρων». Και αυτό γιατί, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται εν μέσω της επιθετικότητας και του αναθεωρητισμού της σημερινής τουρκικής ηγεσίας, μην κερδίζοντας ουσιαστικά τίποτα, προχωρά στην αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων με το όνομα «Βόρεια Μακεδονία». Μάλιστα, χωρίς καν να διασφαλίζει τα αυτονόητα συνταγματικά και διεθνή παρεπόμενα, όπως ότι σε αυτό το κράτος κατοικούν «Βορειομακεδόνες», οι οποίοι ομιλούν τη «σλαβομακεδονική» γλώσσα.

Αντίθετα, αναγνωρίζοντας ότι οι κάτοικοι αυτού του κράτους είναι «Μακεδόνες», που ομιλούν τη «μακεδονική γλώσσα», όπως θα αναγράφεται σε διαβατήρια, ταυτότητες και ταξιδιωτικά έγγραφα -παρά τις περί αντιθέτου επικοινωνιακές κορώνες- επικυρώνεται με δραματικό τρόπο ο επικίνδυνος «μακεδονισμός». Πρόκειται για το ψευδές, αλλά υπαρκτό ιδεολόγημα, που διακινείται όλα αυτά τα χρόνια από διάφορες δυνάμεις εντός και εκτός Σκοπίων, περί δήθεν «διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας». Μια «διαμελισμένη μακεδονική πατρίδα» που αποτελείται από τη «Μακεδονία του Αιγαίου», που είναι υπό ελληνική κατοχή, τη «Μακεδονία του Πιρίν», υπό βουλγαρική κατοχή και τη «Μακεδονία του Βαρδάρη» (Σκόπια) που είναι το μόνο τμήμα που κατάφερε να ελευθερωθεί και να γίνει κράτος.

Συγκριτικό πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό

Η απόδοση του σκληρού τίτλου «χρήσιμοι ηλίθιοι της Ιστορίας» και «γενίτσαροι» στους σημερινούς κυβερνώντες και στην «ερμαφρόδιτη» κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαπράττει αυτό το ανοσιούργημα, οφείλεται στις έντονα αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο γι’ αυτήν. Καθημαγμένη από τον μνημονιακό οδοστρωτήρα βρίσκεται εν μέσω έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, όμως, οφείλεται και στις παρακάτω παραμέτρους:

Πρώτον, θα πρέπει να είναι κανείς τυφλός, ώστε να μην αντιλαμβάνεται, ότι η αναγνώριση από την Ελλάδα των Σκοπίων με το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», που κατοικείται από «Μακεδόνες», που ομιλούν τη «μακεδονική γλώσσα», αποτελεί τον πυρήνα του αλυτρωτισμού, ο οποίος πιθανότατα θα εμφανιστεί με απτό πρόσωπο στο μέλλον σε βάρος της χώρας μας.

Είναι προφανές ότι αυτό το κράτος, πλέον, με την ολοκλήρωση αυτής της Συμφωνίας, θα αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό, εν σχέσει με το ποιος έχει τα περισσότερα δικαιώματα στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της οποίας βρίσκεται εντός της Ελλάδος. Οι ισχυρισμοί των κυβερνώντων, ότι δήθεν με τη Συμφωνία αυτή δεν παραχωρείται εθνοτική ταυτότητα στους Σκοπιανούς είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις».

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τον όρο nationality εννοείται η υπηκοότητα. Στην πραγματικότητα, όμως, το «Μακεδόνες», σε συνδυασμό με τη «μακεδονική» γλώσσα δίνει τη δυνατότητα στους Σκοπιανούς να κατοχυρώσουν διεθνώς «μακεδονική» εθνική ταυτότητα. Είναι ενδεικτικό ότι στο αναθεωρημένο τους Σύνταγμα, το οποίο η ελληνική κυβέρνηση πήρε από site των Σκοπίων και το κατέθεσε στην ελληνική Βουλή(!) αναφέρεται σε πολλά σημεία ο όρος «μακεδονικός λαός».

Σφετερισμός δια της διολισθήσεως

Δεύτερον, τα Σκόπια, με τη Συμφωνία αυτή στον διεθνή χώρο, σταδιακά και με την πάροδο του χρόνου, θα ταυτιστούν απόλυτα με το όλον της Μακεδονίας ως αυτοτελή γεωπολιτική ταυτότητα. Κάτι τέτοιο θα περιλαμβάνει και την απορρόφηση και τον σταδιακό σφετερισμό της ιστορικής κληρονομιάς της αρχαίας Μακεδονίας. Η Ελλάδα μέχρι σήμερα αποδεχόταν ότι υπήρχε μία και μόνο ιστορική Μακεδονία και αυτή ήταν ελληνική, αναφερόμενη πρωτίστως στη «βαριά» ιστορική κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου).

Τώρα, αναγνωρίζοντας το κράτος των Σκοπίων ως «Βόρεια Μακεδονία» αποδέχεται εκ των πραγμάτων την ύπαρξη μιας μερικότερης «νότιας Μακεδονίας». Η τελευταία, όμως, εξαιτίας του γεγονότος, ότι είναι μια περιοχή εντός της Ελλάδος και όχι κράτος, όπως αυτό των Σκοπίων, μακροπρόθεσμα θα υπολείπεται και θα τείνει σε καθεστώς πλήρους απώλειας όλων των δικαιωμάτων της (ονοματολογικό, εμπορικά σήματα, ιστορία κλπ).

Γι’ αυτό, οι αναφορές στη Συμφωνία των Πρεσπών περί ξεχωριστής ιστορίας με την αρχαία Μακεδονία, μακεδονικής γλώσσας, που ανήκει σε σλαβικές διαλέκτους κλπ, είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τη μεγάλη εθνική ζημιά. Κι αυτό, επειδή για τη διεθνή κοινότητα θα υπάρχει μια κρατική οντότητα, αυτή της «Βόρειας Μακεδονίας», με τη «βούλα» μάλιστα της Ελλάδος.

Τρίτον, οι υποστηρικτές αυτής της Συμφωνίας, προσπαθούν να υποβαθμίσουν τους κινδύνους, με το επιχείρημα ότι το γειτονικό κράτος είναι μικρό και αδύναμο. Έχουν, όμως, κοντή ιστορική μνήμη. Και αυτό γιατί η διαμορφωθείσα κατάσταση είναι πληγή στα πλευρά της χώρας, που στο μέλλον μπορεί να ματώσει. Διότι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη φαρέτρα εκείνων των δυνάμεων, που επιδιώκουν να κοντύνουν τον ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία, λόγω των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, αποτελεί ήδη μήλον της έριδος ισχυρών γεωπολιτικών παικτών.

Εθνικιστής όποιος αντιτίθεται

Τέταρτον, η μεθόδευση της κάκιστης για τα εθνικά συμφέροντα Συμφωνίας, η εμμονή στην ψήφισή της έναντι οιουδήποτε τιμήματος συνοδεύεται από την προσπάθεια απόδοσης του χαρακτηρισμού του «ακραίου» και του «εθνικιστή» σε όποιον αντιτίθεται. Τυχαίνει, όμως, να αντιτίθεται τουλάχιστον το 70% του ελληνικού λαού. Αυτή η πρακτική έχει ήδη ενσταλάξει το δηλητήριο της διαίρεσης στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό, όμως, συνιστά «εγκληματική» πολιτική επιλογή έναντι των κινδύνων, που μας περιτριγυρίζουν και προϋποθέτουν την πλήρη ενότητα και ομοψυχία.

Απέναντι σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές για την πατρίδα, ο καθένας θα αναμετρηθεί με τις ιστορικές του ευθύνες: Οι στηρίζοντες τη Συμφωνία βουλευτές πρέπει να αναμετρηθούν με τη συνείδησή τους και όχι να υποκύψουν στην κομματική επιλογή ή στην προσωπική ωφελιμιστική λογική. Διαφορετικά η κρίση του λαού θα είναι αμείλικτη γι’ αυτούς τους βουλευτές και ο ιστορικός του μέλλοντος θα τους κατατάξει στην κατηγορία των «χρήσιμων ηλιθίων της Ιστορίας» και των «γενίτσαρων» του ελληνικού έθνους.

Οι βουλευτές της Αντιπολίτευσης, που δηλώνουν αντίθετοι στη Συμφωνία και προτίθενται να την καταψηφίσουν, εάν το εννοούν, ας προβούν σε πολιτική κίνηση μεγάλου συμβολισμού, παραιτούμενοι από τη βουλευτική τους ιδιότητα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει και μπορεί να αναπέμψει τη Συμφωνία, κατά την περίπτωση που κυρωθεί στη Βουλή και ακολούθως, να παραιτηθεί από το αξίωμά του, εάν είναι πράγματι αντίθετος, όπως αφήνει να εννοείται.

Τέλος, απαιτείται η άμεση ενεργοποίηση των Ελλήνων πολιτών, που οφείλουν να συγκροτήσουν ένα νέο δημοκρατικό πατριωτικό πολιτικό υποκείμενο, που θα προέλθει από τα σπλάχνα της κοινωνικής αντίδρασης και θα βρίσκεται σε αντίθεση με το υπάρχον ελλιποβαρές για τα συμφέροντα της χώρας πολιτικό προσωπικό. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση εν συνόλω αδυνατούν να υπερασπισθούν στοιχειωδώς τα εθνικά συμφέροντα, εν μέσω των σημερινών ισχυρών γεωπολιτικών ανισορροπιών και αντιθέσεων.


Γεώργιος Παπασίμος

Ο Γιώργος Παπασίμος γεννήθηκε στο Κεφαλόβρυσο Τρικάλων στις 21 Οκτωβρίου 1960 από αγροτική οικογένεια. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο. Ήταν στέλεχος του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1995. Έχει διατελέσει νομαρχιακός σύμβουλος στα Τρίκαλα. Σήμερα είναι μέλος της "Πρωτοβουλίας 14ης Μάη".

https://slpress.gr/ethnika/oi-quot-prespes-quot
-kai-oi-quot-chrisimoi-ilithioi-quot-tis-istorias/
 24 Ιανουαρίου 2019 



 8.
Τα δύο πρόσωπα του εθνομηδενισμού.

Όπως ακριβώς περίμενα, τα δύο προηγούμενα άρθρα μου στο SLpress, συγκέντρωσαν τα πυρά των καθ’ έξιν δουλοφρόνων, χαρακτηριζόμενα ως «βλακείες», «επικίνδυνες απόψεις» και διάφορα άλλα. Το ίδιο έχει συμβεί και με κάθε άλλο κείμενο, δικό μου ή άλλων, που επιχειρηματολογεί για ρεαλιστική δυνατότητα άσκησης εθνοκεντρικών στρατηγικών, για την αναγκαιότητα εθνικά ανεξάρτητης πολιτικής και για την απεξάρτηση από τα πάσης φύσεως «ανήκειν».

Τον τελευταίο καιρό μάλιστα οι απαξιωτικές κρίσεις και οι υβριστικοί χαρακτηρισμοί έχουν επικεντρωθεί στις απόψεις που αμφισβητούν τη σοφία να τοποθετήσεις μια γεωπολιτική πυρηνική βόμβα στα θεμέλια της χώρας. Δηλαδή, στις απόψεις που αμφισβητούν τη Συμφωνία των Πρεσπών, όχι μόνο από εθνικής σκοπιάς, αλλά και ως εργαλείο ενίσχυσης της θέσης της Ελλάδας στη δυτική αρχιτεκτονική.

Και όταν μιλάω για υβριστικούς χαρακτηρισμούς και απαξιωτικές κρίσεις δεν αναφέρομαι, φυσικά, στους συνήθεις ηλιθίους και τους πάσης φύσεως προβληματικούς, που αρνούνται να καταλάβουν ή δεν μπορούν να καταλάβουν τι διαβάζουν. Αυτούς που σχολιάζουν ανάλογα με τις εμμονές και τις ψυχοπαθολογίες τους. Ούτε στους συμπλεγματικούς που εκμεταλλεύονται την ασφάλεια του διαδικτύου για να τονώσουν το αδύναμο εγώ τους με υβριστικά σχόλια.

Αυτοί που με απασχολούν είναι όσοι προωθούν και επιβάλλουν μια μηδενιστική αντίληψη, η οποία συμπυκνώνεται στην ιδέα ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί». Δεν μπορεί να πει όχι στη Συμφωνία των Πρεσπών, γιατί «δεν είναι ανεξάρτητη». Και δεν είναι ανεξάρτητη, κατά την άποψή τους, γιατί δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη. Δεν μπορεί να λειτουργεί με βάση τις επιλογές και τα συμφέροντά της, δεν μπορεί, εν τέλει, να υπάρχει.

Αυτές οι απόψεις αποτελούν εκδήλωση μιας πολύ επικίνδυνης παθογένειας της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας άτυπος εθνομηδενισμός. Επίσημος και συγκεκαλυμμένος εθνομηδενισμός. Σε πολύ γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ελλάδα μαστίζεται από δύο είδη εθνομηδενισμού. Ο ένας είναι εμφανής, πιο ειλικρινής και πιο «επίσημος» θα λέγαμε.

Σε αυτόν υπάγονται οι αντιλήψεις ότι δεν υπάρχει αντικειμενική ιστορική πραγματικότητα παρά μόνον υποκειμενικές ιστορικές «αναγνώσεις». Ότι τα έθνη, αλλά και οι λαοί, αποτελούν «φαντασιακές κατασκευές». Ότι τα έθνη-κράτη είναι ξεπερασμένα. Ότι οι συλλογικές ταυτότητες δεν υφίστανται –και δεν πρέπει να υφίστανται– και το μόνο που υπάρχει είναι το άτομο και τα απεριόριστα δικαιώματά του.

Οι απόψεις αυτές αρνούνται την ίδια την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Συνακόλουθα, λοιπόν, κάθε αντίληψη περί εθνικής ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εθνοκεντρικής πολιτικής, καθίσταται εκτός νοήματος. Άρα και η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια εξαιρετική συμφωνία για τους ανθρώπους που πρεσβεύουν αυτές τις θεωρίες, αφού δεν δέχονται την ύπαρξη κάποιας αντικειμενικής ιστορίας, ούτε της εθνικής ταυτότητας.

Εκτός πραγματικότητας

Ωστόσο, εκτός από αυτή την εθνομηδενιστική λογική, υπάρχει και μια άλλη. Πιθανώς, πιο επικίνδυνη και σίγουρα πιο ύπουλη. Γιατί δεν έχει την ειλικρίνεια της πρώτης, δεν είναι εμφανής και γιατί ενδύεται τον μανδύα του «ρεαλισμού» και ενίοτε ακόμη και του καταγγελτικού «εθνικισμού» ή «πατριωτισμού».

Έτσι, κάθε προσπάθεια άρθρωσης πολιτικών προτάσεων που στοχεύουν στην εθνική ανεξαρτησία, την εθνοκεντρική στρατηγική, την αυτόνομη γεωπολιτική λειτουργία της χώρας και την άρνηση της παντοδυναμίας της Δύσης, αντιμετωπίζονται με χλευασμό, οργή και περιφρόνηση από τους εκφραστές αυτού του «ρεαλιστικού» εθνομηδενισμού, γιατί υποτίθεται ότι είναι «εκτός πραγματικότητας».

Και αυτό με βάση «επιχειρήματα» του τύπου: «η Ελλάδα είναι πολύ μικρή και αδύναμη», «κάπου πρέπει να ανήκουμε», «πρέπει να είμαστε με τους ισχυρούς» και όλα τα συναφή. Άρα και για τη Συμφωνία των Πρεσπών καλώς κάναμε και την υπογράψαμε, αφού έτσι μας ζητήθηκε από τους ισχυρούς πάτρωνές μας και δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς.

Εν συνεχεία, έχουμε έναν μηδενιστικά ηττοπαθή εθνομηδενισμό, ο οποίος συμπυκνώνεται στην αντίληψη ότι φυσικά και δεν θα μπορούσαμε να πούμε όχι στη Συμφωνία των Πρεσπών, αφού «είμαστε κατακτημένοι». Για να τεκμηριωθεί δε ότι αυτή ήταν μια αναπόφευκτη επιλογή, προβάλλονται οι αντιλήψεις περί μνημονίων, εποπτείας, υπαγωγής σε γεωπολιτικές δομές της Δύσης κλπ.

Βέβαια, είναι γεγονός ότι η Ελλάδα απέχει πολύ από το να είναι πλήρως ανεξάρτητο κράτος και όντως τα τελευταία χρόνια υπέστη ακρωτηριασμό της -έτσι και αλλιώς- αναιμικής εθνικής της κυριαρχίας. Όμως, έχει υποστεί αυτό ακριβώς. Ακρωτηριασμό και όχι πλήρη απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας, όπως υποστηρίζει αυτή η άποψη. Και το χαμένο αυτό κομμάτι πρέπει να το να ξανακερδίσει και όχι να «βολευτεί» με την απώλειά του. Και αυτό μπορεί να γίνει βήμα-βήμα.

Γεωπολιτική του τάφου

Όμως, για τους θιασώτες αυτού του καταγγελτικού εθνομηδενισμού, από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει χάσει την εθνική της κυριαρχία δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την ξανακερδίσει. Αυτή είναι μια λογική που θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «γεωπολιτική του τάφου». Δηλαδή, έχω αποδεχθεί τόσο πολύ την υποδούλωση και τον γεωπολιτικό μου θάνατο που δεν θέλω να ενοχλούμαι με επιχειρήματα ότι μπορεί να μην είναι και έτσι.

Ειδικά δε για τη Συμφωνία των Πρεσπών, φυσικά και η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να αντισταθεί στα όποια κελεύσματα του δυτικού παράγοντα. Και μάλιστα με τρόπο που θα ενίσχυε και την προσπάθειά της να επιτύχει ευρύτερη εθνική ανεξαρτησία και να χαράξει σταδιακά μια εθνοκεντρική στρατηγική.

Μια παραλλαγή της παραπάνω αντίληψης υποστηρίζει ότι θα μπορούσαμε, ίσως, να κερδίσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία και συνακόλουθα και την πολυτέλεια να λέμε όχι στους ισχυρούς για κρίσιμα εθνικά θέματα, όπως είναι το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων. Θα μπορούσαμε, αφού όμως θα έχουμε επιτύχει πλήρη οικονομική ανεξαρτησία, να έχουμε βγει από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ και μια σειρά από άλλα.

Αυτή η άποψη ουσιαστικά υποστηρίζει ότι μπορείς να αρχίσεις να λειτουργείς ως στοιχειωδώς εθνικά ανεξάρτητος, μόνον όταν θα έχεις γίνει πλήρως εθνικά ανεξάρτητος. Δηλαδή ή 100% ή 0. Και επειδή η απόλυτη ανεξαρτησία δεν θα έλθει από τη μία στιγμή στην άλλη, δεν ξεκινάς ποτέ να την διεκδικείς. Τόσο απλά.

«Προδοτικές ηγεσίες» και «ανάξιοι λαοί»

Μια ακόμη πιο επίμονη και δύσκολο να καταπολεμηθεί καταγγελτική εθνομηδενιστική αντίληψη είναι ότι «αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα γιατί οι ηγεσίες είναι προδοτικές». Βέβαια, οι ελληνικές ηγετικές ελίτ απέχουν πολύ από το να είναι εθνοκεντρικές, ενώ η πλειοψηφία των εκπροσώπων τους αντιμετωπίζουν με απέχθεια, ή και με τρόμο ακόμη, κάθε άποψη περί αυτόνομης γεωπολιτικής πορείας εκτός των κατευθυντήριων εντολών του δυτικού παράγοντα.

Όμως, όσοι προβάλλουν τον παράγοντα «προδοτικές ηγεσίες» ως το αξεπέραστο εμπόδιο για μια εθνοκεντρική πολιτική δεν τις αντιμετωπίζουν ως κάτι που πρέπει να αλλάξει ή να υπερκεραστεί. Τις αντιμετωπίζουν ως ένα μόνιμο, πάγιο και διαρκές στοιχείο της ελληνικής γεωπολιτικής ταυτότητας, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Και φυσικά, θεωρούν ότι δεν μπορεί να το αλλάξει ο λαός. Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει αναλλοίωτο και πανίσχυρο.

Όσο όμως και αν οι ελίτ εξουσίας είναι απομακρυσμένες από τα πλατιά λαϊκά στρώματα, εντούτοις ούτε πανίσχυρες είναι, ούτε και ο λαός τόσο ανίσχυρος, όπως προσπαθεί να μας πείσει αυτή η άποψη. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος της δουλοπρεπούς στάσης των πολιτικών ηγεσιών έναντι των κελευσμάτων του ξένου παράγοντα εδράζεται ακριβώς πάνω σε ηττοπαθείς, μοιρολατρικές, φαταλιστικές, αντιλήψεις που ταλανίζουν μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας.

Σύμφωνα με αυτές η Ελλάδα είναι έρμαιο αλλότριων δυνάμεων και ο λαός δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα για να αλλάξει αυτό το δεδομένο. Άρα, η μόνη επιλογή της χώρας εμφανίζεται να είναι η υποταγή. Οποιαδήποτε άλλη αντίληψη αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση, χλευασμό ή και οργή, γιατί ακριβώς απειλεί να μας βγάλει από τη γαλήνη του γεωπολιτικού τάφου.

Αυτές οι απόψεις, λοιπόν, ανεξαρτήτως με το ένδυμα που φέρουν και με το πώς αυτοαποκαλούνται είναι εθνομηδενιστικές. Και είναι εθνομηδενιστικές γιατί αρνούνται την εθνική λειτουργία. Όχι κατ’ επιλογήν, όπως κάνουν οι επισήμως εθνομηδενιστικές, αλλά υποτίθεται κατ’ ανάγκην. Άρα, καταλήγουν στο ίδιο σημείο.

Θέλουν και προωθούν μια υποδουλωμένη Ελλάδα, μια Ελλάδα που δεν μπορεί να πει όχι, μια Ελλάδα που δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα και αυτόφωτα, μια νεκρή γεωπολιτικά Ελλάδα. Όμως, η ηττοπάθεια, η δουλοπρέπεια και η αποδοχή της υποδούλωσης ως «ρεαλιστική» και «αναπόφευκτη» επιλογή ποτέ δεν βγήκαν σε καλό για κανέναν. Σήμερα, η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει τους ίδιους της τους φόβους αν θέλει να επιβιώσει.

Κώστας Γρίβας 

 Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

https://slpress.gr/idees/ta-dyo-prosopa-toy-ethnomidenismoy/
25 Ιανουαρίου 2019 


REDSTALLION VIA GETTY IMAGES

9.
Γιατί λέμε «ναι» στη συμφωνία των Πρεσπών.

Αποδεχόμαστε τη συμφωνία όχι, γιατί μας εκφράζει, αλλά γιατί θέλουμε να μπει ένα τέλος στην καπηλεία της ιστορίας και του πολιτισμού μας. 

Αν κοιτάξουμε γύρω μας τον τελευταίο καιρό, που έχει μπεί για τα καλά στη ζωή μας η συμφωνία των Πρεσπών, θα διαπιστώσουμε ότι ο μέσος πολίτης, που δεν ασχολείται με τη διεθνή πολιτική, είναι δύσκολο να σχηματίσει καθαρή άποψη, με βάση τις ανακοινώσεις των κομμάτων και να καταλάβει τι εξυπηρετεί η Συμφωνία και τι είναι εθνικά ωφέλιμο και τι όχι. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να κλείσει προσωρινά τα αυτιά του στις υστερικές εθνικιστικές κραυγές τόσο των βορείων γειτόνων μας, όσο και των ντόπιων ομοϊδεατών τους.

Ας ξαναθυμηθούμε τι έχουμε μπροστά μας σήμερα: Πρώτα –πρώτα έχουμε το δεδομένο της αναγνώρισης της ονομασίας των γειτόνων ως «Μακεδόνων» και της χώρας τους ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από περίπου 140 χώρες, μεταξύ των οποίων οι ισχυρότερες και πιο σημαντικές. Ακόμα και το συμβιβαστικό προσωρινό όνομα FYROM, που αναγνωρίσαμε και εμείς, έχει μέσα το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και παριστάνουμε τάχα πως δεν το βλέπουμε, κάνοντας λόγο υποκριτικά για «Σκόπια». Έχουμε ακόμα το πρόβλημα με την λεγόμενη «μακεδονική γλώσσα», που οι γείτονες ισχυρίζονται ότι την έχουν κατοχυρώσει από το 1977 στη διάσκεψη του ΟΗΕ, που έγινε στην Αθήνα. Ακόμα και εάν όντως στη διάσκεψη αυτή απλά έγινε κωδικοποίηση όρων από την κυριλλική γλώσσα, στη λατινική για λόγους διεθνοποίησης, ένα παραμένει δεδομένο: Όταν καθαρά αναφέρεται εκεί ο όρος «μακεδονική γλώσσα» ως μια από τις επίσημες γλώσσες της Γιουγκοσλαβίας και δεν αντιδράς, τότε ή είσαι επικίνδυνα αφελής ή πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό λάθος της εθνικής σου πολιτικής, που έρχεται να προστεθεί στα πολλά λάθη που άρχισαν από το 1949 με τον Τίτο.

Τι άλλο έχουμε; Έχουμε το δεδομένο ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας μας από το 2008 και δώθε, έχει συμβιβασθεί με μια λύση σύνθετης ονομασίας, που θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία» αρκεί να ισχύει παντού, στο εσωτερικό, στο εξωτερικό και στους διεθνείς οργανισμούς. Τέλος σ’ όλα τα προηγούμενα θα πρέπει να προσθέσουμε ως δεδομένο και τη σταδιακή αποδυνάμωση των ελληνικών θέσεων, γιατί οι εταίροι μας δεν έχουν άλλη υπομονή να ανέχονται παλινδρομήσεις ως προς την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής μας. Όλον αυτό τον καιρό ήμασταν «στα μαχαίρια» με τους γείτονες, γιατί δεν δέχονταν καμιά από τις προτάσεις μας για τη λύση της σύνθετης ονομασίας και επί πλέον παραχάραζαν την ιστορία μας και γέμιζαν με αγάλματα και μακεδονικά σύμβολα τα δημόσια κτίρια και τις πλατείες τους υπό την καθοδήγηση του εθνικιστικο-υστερικού Γκρουέφσκι. Ευτυχώς τον τελευταίο καιρό είχαμε κυβερνητική μεταβολή στα Σκόπια και οι δύο Πρωθυπουργοί Ελλάδας και FYROM διαπραγματεύτηκαν, υπό την πίεση διεθνών παραγόντων –ναι, δεν πρέπει να το ξεχνάμε– και κατέληξαν στη Συνθήκη των Πρεσπών. Τι λέει, όμως, αυτή η Συνθήκη; Ας προσπαθήσουμε να δούμε ψύχραιμα και λογικά τα βασικά της σημεία:

1. Πώς λύνεται το ονοματολογικό; Λύνεται με την καθιέρωση του όρου «Βόρεια Μακεδονία» να ισχύει παντού, ergaomnes, όπως συνηθίζεται να λέγεται στη διπλωματική γλώσσα (άρθρο 1 παρ. 3), όπως δηλαδή επιδιώκαμε όλα αυτά τα χρόνια «αναγκάζοντας» τους βόρειους γείτονες μας να εγκαταλείψουν ένα κεκτημένο τους στη διεθνή πολιτική σκηνή ακόμα και να υπαναχωρήσουν από ένα δικαίωμα που το έχουν όλοι οι Λαοί, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού.

2. Πώς λύνεται το πρόβλημα της γλώσσας; Αναγνωρίζεται μεν και από εμάς η ήδη αναγνωρισμένη «μακεδονική γλώσσα» από τον ΟΗΕ, ήδη από το 1977, αλλά με τη διευκρίνηση του άρθρου 7 παρ. 4 της Συμφωνίας, ότι δηλ. είναι νοτιοσλαβικής προέλευσης, πράγμα που είναι πάρα μα πάρα πολύ σημαντικό, γιατί έτσι χαρακτηρίζεται ως μη αυτοτελής γλώσσα, που δεν έχει καμιά σχέση με την αρχαία ελληνική γλώσσα και την αρχαία ελληνική ιστορία.

3. Πώς διασφαλίζεται ότι τα παραπάνω και άλλα, που έχουν σχέση με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις, θα τηρηθούν και δεν θα αλλάξουν με την επόμενη κυβέρνηση της FYROM; Η Συνθήκη τους αναγκάζει να προβούν (πράγμα που έχουν ήδη κάνει) στις απαιτούμενες συνταγματικές μεταβολές, ώστε να μην υπάρχει πλέον οιαδήποτε αναφορά σε εθνική μειονότητα εκτός επικράτειας και να εξαλειφθεί κάθε υπόνοια αλυτρωτισμού. Ίσως η ισχυρότερη εγγύηση της Συμφωνίας.

4. Ακόμα στο θέμα της ιθαγένειας, όπως αυτή θα αναγράφεται πλέον στα ταξιδιωτικά έγγραφα, δηλ. ως «Μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας», υπάρχει πλέον η νέα ρητή συνταγματική διάταξη ότι αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την εθνότητα του, δηλ δεν χαρακτηρίζει τον πολίτη ούτε ως «Μακεδόνα», ούτε ως Αλβανό, ούτε ως Σλάβο κλπ.(βλ. και άρθρο 1 παρ. 3, καθώς και άρθρο 7).

5. Αναγνωρίζεται το ισχυρό και απαραβίαστο των συνόρων και υποχρεώνονται τα δύο μέρη να μην υποστηρίζουν θέσεις άλλων κρατών που επιβουλεύονται την εθνική κυριαρχία τους (άρθρο 3). Έτσι περιορίζεται ο κίνδυνος από την τουρκική επιρροή και τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό. Αυτονόητη πρόοδος στη συνεργασία και ασφάλεια.

6. Δεν θα χρησιμοποιούνται πλέον μνημεία, σύμβολα κλπ. που αποτελούν συστατικό της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς του ελληνικού πολιτισμού (άρθρο 8). Για πολλούς από εμάς αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί περισσότερο απ’ όλα μας ενοχλούσε η καπηλεία, η διαστρέβλωση και η παραχάραξη της ιστορίας του ελληνικού και μακεδονικού πολιτισμού.

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Όλα τα ανωτέρω ικανοποιούν πλήρως τα «θέλω» μας και τις προσδοκίες μας; Ασφαλώς και όχι, είναι η απάντηση. Οι συνειρμοί που αναδύονται από την εκφορά των ως άνω λέξεων είναι αυτόματοι και ενοχλητικοί και αυτό θα αργήσουμε κάπως να το ξεπεράσουμε. Όλοι έχουμε τις ίδιες ευαισθησίες στο σημαντικό αυτό ζήτημα. Σε όλους μας θυμίζει τον Μακεδονικό Αγώνα, το βουλγάρικο επεκτατισμό, τις σφαγές και τις λεηλασίες–κι όμως ξεπεράσαμε τις διαφορές και σήμερα συμβιώνουμε ειρηνικά με τη Βουλγαρία. Όπως ξεπεράσαμε σε ένα βαθμό και τις αγεφύρωτες και ιστορικές διαφορές μας με την Τουρκία, χωρίς να απολέσουμε την ιστορική μας μνήμη. Όλους μάς έχει πληγώσει η παραχάραξη της ιστορίας από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της FYROM. Όλους μας έχουν ενοχλήσει η υπεξαίρεση συμβόλων, οι αλυτρωτισμοί, τα σχολικά τους εγχειρίδια, οι σημαίες με τα κλεμμένα σύμβολα, οι κακόγουστες φιέστες, τα τεράστια αγάλματα του Μ. Αλεξάνδρου, οι χάρτες με τη «μεγάλη Μακεδονία», η έπαρση του πρώην πρωθυπουργού της γειτονικής χώρας Γκρουέφσκι και της ηγετικής νομενκλατούρας.

Και έτσι το δίλλημα τίθεται σαφέστερο: Είναι προτιμότερο να έχουμε στα βόρεια σύνορα μας μία χώρα, που όχι μόνο μάς εχθρεύεται, αλλά καπηλεύεται την ιστορία και τον πολιτισμό μας, κάνοντας χρήση των συμβόλων του ή μία χώρα που θα χρησιμοποιεί ορισμένους γεωγραφικής προέλευσης όρους, αναγνωρίζοντας ξεκάθαρα ότι ο λαός, η γλώσσα και ο πολιτισμός της, ουδεμία σχέση έχει με τον δικό μας; Και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι όντως αυτή η παραχώρηση του σημαίνοντος μόνο και όχι του σημαινομένου των όρων «Μακεδονία» και των παραγωγών του, είναι επιβλαβής για τα εθνικά συμφέροντας μας, αλήθεια, μπορεί κανείς να μας εγγυηθεί ότι η διαιώνιση του προβλήματος δεν θα είναι εις βάρος μας (όπως πράγματι συμβαίνει), αλλά προς όφελος μας; Εάν αφήσουμε την κατάσταση να εξελίσσεται και να εξακολουθεί η γειτονική χώρα να αναγνωρίζεται ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και οι βόρειοι γείτονες μας να θεωρούνται ως απόγονοι του Μ. Αλέξανδρου, τότε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι στο μέλλον τα πράγματα θα είναι διαπραγματευτικά ευνοϊκότερα για εμάς; Ή μήπως τα τετελεσμένα εις βάρος μας θα ενισχυθούν και θα επεκταθούν, ιδίως όταν θα έχουμε απορρίψει την πρόταση του Πρωθυπουργού Ζάεφ για σύνθετη ονομασία;

Ας το διατυπώσουμε ευκρινώς: Αποδεχόμαστε τη συμφωνία όχι, γιατί μας εκφράζει, αλλά γιατί θέλουμε να μπει ένα τέλος στην καπηλεία της ιστορίας και του πολιτισμού μας από τους βόρειους γείτονες μας και γιατί όσο περνάει ο χρόνος, τόσο τα τετελεσμένα εις βάρος μας ενισχύονται.

Το συναισθηματικό κατακάθι, από το ιστορικό βάρος των ονομάτων, που μας αφήνει η συμφωνία των Πρεσπών, σε λίγα χρόνια θα έχει αποσβεσθεί, όταν θα βιώνουμε τα αναμφισβήτητα κέρδη από αυτήν. Η ιστορική εξέλιξη ευνοεί τα κράτη που ξεπερνούν τις εθνικές αγκυλώσεις και την μεμψιμοιρία και αναπτύσσονται σε κλίμα συνεννόησης και συνεργασίας με τους γείτονες και τον υπόλοιπο κόσμο.

Εν κατακλείδι, η συμφωνία δεν αποτελεί μια περιφανή, ίσως, διπλωματική μας νίκη, αλλά συνιστά έναν ορθολογικό και έντιμο συμβιβασμό, που κατά λογική ακολουθία συνεπάγεται ασφαλώς κάποιες υποχωρήσεις, ευτυχώς ανώδυνες σχετικά, αλλά που ταυτόχρονα διασφαλίζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και την ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά, που πρέπει να είναι και το ζητούμενο. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή και η ιστορική ευκαιρία ίσως μοναδική. Και ως γνωστόν, η ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρη στις ευκαιρίες που παρέχει…

Αναστάσιος Παυλόπουλος .
Δικηγόρος, Δρ. Νομικής Α.Π.Θ.

https://www.huffingtonpost.gr/entry/yiati-leme-nai-ste-semfonia-ton-prespon_gr_5c4707e1e4b0a8dbe174e93b?utm_hp_ref=gr-homepage
23/01/2019  




 10.
Και τώρα ανυπακοή και αγώνας ανατροπής.

Σήμερα, μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία κάνει νόμο του κράτους την παραχώρηση μακεδονικής ονομασίας, μακεδονικής γλώσσας και μακεδονικής ταυτότητας στους σλαβομακεδόνες των Σκοπίων. Ενάντια στην ιστορική αλήθεια, στα πιστεύω και στην επιθυμία της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών. Και το ερώτημα είναι: Πώς θα πολεμήσουν οι Έλληνες αυτήν την προδοτική παραχώρηση από σήμερα;

Η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και δύσκολη. Γιατί οι Έλληνες μέσα και έξω από τη χώρα, που προσβάλλονται βάναυσα από την απόφαση των προθύμων της Βουλής έχουν πλέον μόνοι στα χέρια τους αυτόν τον αγώνα. Μόνοι, γιατί τα κόμματα της Βουλής, μετά τη σημερινή ψηφοφορία, θα αποδεχτούν τα τετελεσμένα και δεν πρόκειται να δώσουν καμιά ουσιαστική μάχη για το Μακεδονικό ζήτημα. Αν δεν πιεστούν από τους πολίτες τους. Από τα ψηφαλάκια.

Έτσι, είναι οι Έλληνες πολίτες που κρατάνε στα χέρια τους της ισχύ αυτής της συμφωνίας. Επειδή καμιά συμφωνία δεν έχει πρακτική ισχύ αν αντιτίθεται σ αυτήν ο λαός. Μετατρέπεται αργά ή γρήγορα σε απλό κουρελόχαρτο.

Το λόγο πια τον έχουν η αποφασιστικότητα των πολιτών και η εναργή πάλη τους για το δίκιο τους. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει και τίποτε δεν πρόκειται να επιτευχθεί αν οι πολίτες αισθανθούν ότι έχασαν και ότι τα τετελεσμένα τους ξεπερνούν.

Η συμφωνία των Πρεσπών παράγει παγκόσμια αναβάθμιση της σλαβομακεδονίας και υποβάθμιση της ελληνικής Μακεδονίας. Σε επίπεδο ονοματολογικό, ιστορικό, πολιτιστικό, γεωγραφικό, διαπροσωπικό για τους κατοίκους της Μακεδονίας. Κι αυτό θα το ζήσουν στο πετσί τους έντονα και οι υπόλοιποι Έλληνες και οι Μακεδόνες τα χρόνια που έρχονται.

Οι λύσεις για τους Έλληνες είναι δύο ταυτόχρονες. 
Και ο πόλεμος διπλός. 

Η πρώτη λέγεται ΑΝΥΠΑΚΟΗ:

1. Να μην αποδεχτούν ποτέ στη συνείδησή τους, στην κουλτούρα τους, στα διδάγματα στα παιδιά τους, στην Παιδεία τους, στις σχέσεις τους με όσους σφετερίζονται τη Μακεδονία, αυτόν τον σφετερισμό, αυτή την παραχάραξη, αυτή τη συμφωνία. Γιατί οι μεγάλες ήττες γίνονται πρώτα μέσα μας.

2. Να μη σταματήσουν να αμφισβητούν τη συμφωνία και τις προβλέψεις της σε επίπεδο διοικητικό. Σε δήμους, κοινότητες, νομαρχιακά διαμερίσματα, περιφέρειες, δημόσιες υπηρεσίες, κρατικές και ιδιωτικές δομές. Όχι μόνο σαν στελέχη όλων αυτών των υπηρεσιών. Αλλά, και ως υπάλληλοι και εξυπηρετούμενοι πολίτες. Επειδή αμέσως μετά τη συμφωνία θα ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια οι εγκύκλιοι και οι αναπροσαρμογές σε νόμους, διατάγματα, προβλέψεις συμφωνίες, έγγραφα, διατυπώσεις.

Η δεύτερη πλευρά της μάχης λέγεται ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ:

1. Να πυκνώσουν τις τάξεις των οργανώσεων που επιμένουν να απαιτούν ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ. Επειδή η διαρκής απαίτηση και η συλλογή υπογραφών με στόχο το ένα εκατομμύριο (ήδη έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 500.000 εδώ και έξω από τη χώρα και συνεχίζεται η συλλογή) θα είναι ένα τεράστιο όπλο πίεσης στίς κυβερνήσεις, που το μόνο που υπολογίζουν είναι τα ψηφαλάκια.

2. Η συμφωνία, ακόμα και αν επικυρώνεται από τη Βουλή, μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή διαπιστωθεί ότι όροι της παραβιάζουν το πνεύμα της ή το γράμμα της, όπως η πρόβλεψη στο Μέρος 1, Άρθρο 1-γ, όπου στηρίζεται σε ψευδή επιχειρήματα για να αναγνωριστεί η μακεδονική γλώσσα! Το ίδιο ισχύει για κάθε πρόβλεψη και αλλαγή που έκαναν ή δεν έκαναν οι σκοπιανοί ανά πάσα στιγμή ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για να μπούν στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, στις οποίες η Ελλάδα έχει δικαίωμα βέτο.

3. Και επειδή το μοναδικό μέσο πίεσης των ελληνικών κυβερνήσεων είναι η λαϊκή πλειοψηφία- δηλαδή οι ψήφοι- οι πολίτες χρειάζεται να είναι παρόντες και ενεργοί, με οποιοδήποτε τρόπο μπορεί ο καθένας, σε εκδηλώσεις, ομιλίες, διαδηλώσεις, συναντήσεις, κινήσεις και κινήματα, πολιτικά, ιστορικά και πολιτιστικά, που κρατάνε την ιστορική αλήθεια ζωντανή και απαιτούν με την παρουσία τους τη ματαίωση στην πράξη και την ακύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών.

4. Οι ίδιοι οι Έλληνες μπορούν να απενεργοποιήσουν τη συμφωνία δρώντας με πρωτοβουλίες, σπέρνοντας τα επιχειρήματα κατά της συμφωνίας και τα ψεύδη πάνω στα οποία πατάει, σε όλη τη χώρα, αλλά και στους Έλληνες και τους ξένους πολίτες έξω από τη χώρα.

5. Οι ίδιοι οι Έλληνες χρειάζεται να αποκτήσουν επαφή και να συμπολεμήσουν με τις πολυπληθείς μακεδονικές οργανώσεις της διασποράς, που κρατάνε εδώ και χρόνια μόνες τους τον αγώνα κατά του σκοπιανού εθνικισμού της διασποράς. Αλλά, και με κάθε Έλληνα έξω από τη χώρα, που προσβάλλεται από την κατάπτυστη συμφωνία.

6. Ήδη, σύλλογοι και μεμονωμένες προσωπικότητες έχουν στραφεί νομικά κατά των προνοιών της συμφωνίας, η οποία παράγει καταστροφικά αποτελέσματα για το ελληνικό εμπόριο και τη βιοτεχνία της Βόρειας Ελλάδας. Επίσης, νομικά πρόσωπα και προσωπικότητες στοιχίζονται σε νομικές προσφυγές σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο κατά της συμφωνίας. Οι Έλληνες πολίτες χρειάζεται να στοιχηθούν όσο πιο μαζικά γίνεται σ αυτές τις πρωτοβουλίες για να διεκδικήσουν το δίκιο της πατρίδας τους.

Απέναντι βρίσκεται όλη η διεθνής που κυβερνάει τον κόσμο. Και η οποία στέλνει τους Νίμιτς και Μέρκελ να απειλούν με καταστροφές και τέρατα. Ακριβώς όπως έκαναν με το κατάπτυστο σχέδιο Αναν, που αποδείχτηκε χάρτινη τίγρης χάρη στην αποφασιστικότητα του Τάσσου Παπαδόπουλου. Εδώ σήμερα δεν υπάρχουν Τάσσοι Ππαδόπουλοι. Το αντίθετο μάλιστα. Υπάρχουν φανεροί και κρυφοί οσφυοκάμπτες. Φανεροί και κρυφοί φοβισμένοι ταγοί της εξουσίας. Για μια καρέκλα.

Ο ελληνικός λαός που διαφωνεί με τη συμφωνία έχει να δώσει δύο μάχες. Μία εντός του για να μη χάσει την πίστη του και την αλήθεια του. Και μια εκτός του. Για να υπερασπιστεί έμπρακτα αυτή την πίστη και την αλήθεια. Ο αγώνας δεν είναι ποτέ εύκολος. Και δεν είναι ποτέ προδιαγεγραμμένο το αποτέλεσμα. Αλλά, και ποτέ καμιά νίκη δεν ήρθε χωρίς αγώνα. Εκεί αποδεικνύει κανείς αν πράγματι και πόσο αγαπάει αυτό που υπερασπίζεται.

Γ Παπαδόπουλος- Τετράδης

https://www.liberal.gr/arthro/237823/apopsi/stili-alatos/
kai-tora-anupakoi-kai-agonas-anatropis.html
 25 Ιανουαρίου 2019 



 11.
Οι «φασίστες», οι «εθνικιστές» και ο «μίτος» της Βαρδαρίας.
Είναι εθνικιστικό το συλλαλητήριο για τη Μακεδονία;

Η επαναφορά στο προσκήνιο του λεγόμενου Μακεδονικού ζητήματος και ο «Μαύρος Κύκνος»(*) του ογκώδους συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία, μας υποχρεώνει να τοποθετηθούμε συνολικά για τα εν λόγω ζητήματα.

Και τα ζητήματα που ανοίγονται είναι πράγματι πολλά και ευρεία. Θεωρούμε, πως είναι μια καλή ευκαιρία ξεκαθαρίσματός τους από την πλευρά μας, καθώς η περίοδος που διανύουμε είναι κρίσιμης σημασίας για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.

Ξεκινώντας από το πρόσφατο συλλαλητήριο, ας πούμε ευθύς εξ αρχής πως το θεωρούμε περισσότερο εθνικού παρά εθνικιστικού χαρακτήρα και πως ως τέτοιο θα το προσεγγίσουμε. Πολύ περισσότερο, δε, όταν είναι φανερό, για όσους θέλουν να το δουν, πως πίσω από τον εθνικό χαρακτήρα υποκρύπτονται βαθιές  κοινωνικές διεργασίες που σχετίζονται άμεσα με τον οικονομικής υφής εξανδραποδισμό της τελευταίας δεκαετίας.

Έχοντας αναφέρει το παραπάνω, δεν αγνοούμε πως στο συλλαλητήριο συμμετείχαν – φυσικά – άπαντες οι εθνικιστές, αλλά δεν ήταν αυτοί που έδωσαν το «εσωτερικό χρώμα» της κινητοποίησης παρά μόνον, ίσως, το επίχρισμά της. Σε 300 – 400 χιλιάδες κόσμου (με μια μάλλον προσγειωμένη εκτίμηση) η παρουσία τους ήταν μειοψηφική και η ανάδειξή τους προήλθε κυρίως από την προσοχή που, βεβαίως, τους έδωσαν οι «αντίπαλοί» τους ως απόπειρα δικής τους άμυνας.

Για εμάς υπάρχει μια λεπτή αλλά υπαρκτή και πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ εθνισμού και εθνικισμού. Ο εθνισμός συνδέεται με την ύπαρξη και κυρίως τη συνειδητοποίηση πολιτιστικών συγγενειών, κυρίως γλωσσικών, συγγενειών «έθους» και αντιλήψεων για τη ζωή και τον θάνατο, βασικό ρόλο στις οποίες παίζουν και οι θρησκευτικές ή άλλες φιλοσοφικές αντιλήψεις. Συνδέεται, επίσης και με την αντίληψη μιας ιστορικής συνέχειας αυτών των χαρακτηριστικών, που μπορεί να είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό υπαρκτή. Αντίθετα, ο εθνικισμός συνδέεται, αναγκαία, με την ύπαρξη μιας κρατικής οντότητας, η οποία οργανώνει τον πυρήνα και την ιδεολογική συνοχή της στη βάση μιας κυρίαρχης εθνότητας– είτε υπαρκτής είτε υπό κατασκευή – σε έναν γεωγραφικό χώρο, προσδοκώντας στην μακροημέρευσή της μέσω της ταύτισης των συμφερόντων της εξουσίας με τα συμφέροντα των μελών της εθνότητας.

Ο εθνισμός, λοιπόν, δεν διαθέτει τα επιθετικά χαρακτηριστικά του εθνικισμού που επιθυμεί να ενσωματώσει δια της καταπίεσης ή του πολέμου άλλους πληθυσμούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί μια λογική ιστορική διεργασία η οποία μπορεί να συνδέεται ή να μην συνδέεται καθόλου με μια οργανωμένη δομή εξουσίας.

Οι συμμετέχοντες στο συλλαλητήριο δεν επέδειξαν στην πλειοψηφία τους τέτοιας μορφής επιθετικά χαρακτηριστικά προς τον πληθυσμό των Σκοπίων, επομένως ο χαρακτηρισμός τους συλλήβδην ως «εθνικιστών» είναι πλήρως ανεδαφικός.

Κάποιοι θα απέρριπταν τη διάκριση που κάνουμε, θεωρώντας πως δεν μπορεί να υφίσταται το ένα δίχως το άλλο, ο εθνικισμός δηλαδή δίχως τον εθνισμό και το αντίστροφο. Ο εθνισμός, όμως, είναι πανάρχαια υπόθεση. Έχει να κάνει με τα «νομιζόμενα» και «πρέπει» ενός τόπου με κυρίαρχο στοιχείο φυσικά τη γλώσσα, επειδή η γλώσσα αποτελεί θεμελιώδες εργαλείο της σκέψης και συγχρόνως τρόπο διαμόρφωσής της. Ο εθνικισμός, όμως, αφορά τη νεωτερική εποχή στα πλαίσια κυρίως της βιομηχανικής ανάπτυξης και συνδέεται με τη διαδικασία διάλυσης των παλιών αυτοκρατοριών και τη συγκρότηση της εξουσίας γύρω από το λεγόμενο εθνικό ιδεώδες. Προσοχή, το εθνικό ιδεώδες, όμως, εδώ νοείται ως μια ιδεολογικοποιημένη κατασκευή και όχι ως μια βιωμένη κατάσταση εθνισμού σε συνθήκες πραγματικής ζωής.

Εδώ είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως και ο εθνικισμός, όταν πρωτοεμφανίστηκε στο προσκήνιο, ήταν ένα επαναστατικό ρεύμα που πρέσβευε την απελευθέρωση από τη δεσποτική εξουσία είτε των αυτοκρατόρων είτε των αποικιοκρατών. Τον 19ο αιώνα έως τις αρχές του 20ου, σχεδόν όλες οι ανερχόμενες εξουσιαστικές συγκροτήσεις ήταν εθνικιστικές. Οπότε το ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι παιζόταν γύρω από το πλαίσιο της «αυτοδιάθεσης των λαών». Θέλουμε να πούμε πως εκείνη την εποχή ο εθνικισμός δεν είχε καθόλου «κακό» όνομα. Αυτό άρχισε να το αποκτά μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα τα τελευταία 40 περίπου χρόνια. Ο λόγος γι’ αυτό είναι απλός. Μεταπολεμικά άρχισε να συγκροτείται βήμα – βήμα η σύγχρονη Δυτική αυτοκρατορία (ΕΕ – ΝΑΤΟ). Η αυτοκρατορική δόμηση της εξουσίας που προϋποθέτουν οι νέοι σχηματισμοί είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική  προς τον εθνικισμό, εφ’ όσον αυτή  φιλοδοξεί να κυριαρχήσει σε ένα πλήθος διαφορετικών εθνοτήτων με έναν ενιαίο τρόπο δίχως τη «δυσκολία» προσαρμογής της στις επί μέρους πληθυσμιακές διαφοροποιήσεις. Επί πλέον, ήδη πριν τον πόλεμο, με την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσσία και την συγκρότηση της 3ης Διεθνούς, είχαμε τη γέννηση ενός άλλου αυτοκρατορικού επεκτατικού οράματος με όχημα την δήθεν «κοινωνική απελευθέρωση», το οποίο, ενώ ήταν εξ ίσου εχθρικό προς τον εθνικισμό, τον αντιμετώπιζε ωστόσο εργαλειακά κατά τόπους για την επίτευξη των δικών του σκοπών.

Κάπου εδώ θα συναντήσουμε αργότερα και την κατασκευή του Μακεδονικού ζητήματος ως μέρους της πολιτικής της Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) για τα Βαλκάνια, πολιτική που εφάρμοσε το ΚΚΕ σε μια προσπάθεια αναίρεσης των αποτελεσμάτων των Βαλκανικών πολέμων και ενοποίησης των Βαλκανίων υπό την εποπτεία των Σοβιετικών. Στις μέρες μας, η σύγκρουση αυτοκρατορίας και εθνο-κρατικών δομήσεων εντείνεται και τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο σε κοινωνικό επίπεδο, καθώς η Δυτική αυτοκρατορία ενσωματώνει και χρησιμοποιεί στοιχεία του πάλαι ποτέ επαναστατικού διεθνισμού, για να υποσκάψει τη βάση του εθνο-κράτους, θέλοντας πλέον να το απορροφήσει ολοκληρωτικά στις δομές της. Το κράτος δηλαδή πρέπει να ισχυροποιηθεί μεν εφ’ όσον θα κάνει τη δουλειά του αυτοκρατορικού ελεγκτή μιας γεωγραφικής επαρχίας, αλλά να χάσει τα εθνικά του χαρακτηριστικά, που δημιουργούν «περιττές» διαφοροποιήσεις στα πλαίσια της αυτοκρατορίας.

Τα λέμε όλα αυτά (εξ ανάγκης κι εν συντομία) για να ξεκαθαρίσουμε πως δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τον εθνισμό του οποιουδήποτε, αρκεί αυτό να εκφράζει μια βιωματική και όχι φαντασιακή συνθήκη και κυρίως να είναι ειλικρινής, δηλαδή να μην τροφοδοτείται από ιστορικά ψεύδη. Όχι κραυγαλέα ιστορικά ψεύδη τουλάχιστον, όπως συμβαίνει τώρα με την περίπτωση των Σλαύων των Σκοπίων, γιατί, δυστυχώς, το σύνολο της Ιστορικής αλήθειας και γενικότερα του παρελθόντος θεωρούμε πως δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε στην πληρότητά του. Ειλικρίνεια, επίσης, σημαίνει το να δεχόμαστε το σύνολο της αλήθειας (σε όση ιστορική αλήθεια έχουμε πρόσβαση) είτε μας βολεύει είτε όχι.

Στα πλαίσια που περιγράφηκαν, λοιπόν, ο διεθνισμός μεταπολεμικά άρχισε να κερδίζει έδαφος, είτε ήταν ο κομμουνιστικός διεθνισμός, είτε ο διεθνισμός από τον οποίον διεπόταν η εξελισσόμενη Ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση». Μετά το 1990, με την επικράτηση μιας τάσης των οραμάτων για παγκόσμια κυριαρχία, ο κομμουνιστικός διεθνισμός, σταδιακά (και ολοκληρωτικά στις μέρες μας) ενσωματώθηκε στον διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης. Δεν χρειάστηκε και πολύ προσπάθεια γι’ αυτό· άλλωστε και οι δύο, όπως είπαμε προηγουμένως, είχαν παρόμοιες λογικές με στόχευση την ουτοπία μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Στις μέρες μας είναι εύκολο το να καταφέρεται κάποιος εναντίον του εθνικισμού, γιατί πλέον έχει την ολόπλευρη ιδεολογική υποστήριξη της επικρατούσας τάσης της διεθνούς εξουσίας. Ο διεθνισμός, όμως, πλέον, έχει αποδειχθεί χειρότερος του εθνικισμού, γιατί έχει ευρύτερες φιλοδοξίες και έχει ισχυρότερη εμμονή στην κατασκευή πλαστών ταυτοτήτων. Κατασκεύασε επί 70 χρόνια την ανύπαρκτη ταυτότητα του Σοβιετικού πολίτη και σήμερα κατασκευάζει την εξ ίσου ανύπαρκτη ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη. Δεν είμαστε βέβαιοι για το ποιος από τους δύο θα αποδειχθεί ο χειρότερος υπήκοος, αλλά είμαστε σίγουροι πως και το σημερινό οικοδόμημα έχει ημερομηνία λήξεως όπως η οποιαδήποτε κατασκευή που δεν συμβαίνει με αβίαστο τρόπο. Πάντως, ο εντόπιος επαναστατικός διεθνισμός στην ουσία κλείνει το μάτι, ευνοώντας από το δικό του μετερίζι αυτήν την εξέλιξη.

Οι εθνικιστές, λοιπόν, βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο. Όχι όμως μόνον αυτοί. Το σύνολο των ανθρώπων που δεν έβλεπαν το λόγο για να απορρίψουν τον εθνισμό τους βρέθηκαν απολογούμενοι, βιώνοντας μια άνευ προηγουμένου επίθεση ανακατασκευής στη γλώσσα και την ιστορία τους. Ιστορία που μπορεί να την έμαθαν μερικώς στρεβλά υπό τα κελεύσματα είτε της πάλαι ποτέ «εθνικοφροσύνης» είτε αντίστοιχα της μεταπολεμικής «αριστεροσύνης», αλλά που στη γενικότητά της δεν ήταν ψεύτικη. Λέμε στη «γενικότητα», επειδή οι λεπτομέρειες έχουν τη σημασία τους. Επίθεση συγκεκαλυμμένη αρχικά και απροκάλυπτη στη συνέχεια. Θα λέγαμε πως τα τελευταία 20 χρόνια ο Ελλαδικός χώρος εισέρχεται και βιώνει τα τελικά στάδια της νεωτερικότητας και του μοντερνισμού της Δύσης και, όπως όλες οι τάσεις που τον επηρέασαν τα τελευταία 40 χρόνια, αυτό συνέβη πολύ γρήγορα, ασυνάρτητα και βίαια, αλλά πάντως μεθοδευμένα. Το αποτέλεσμα είναι πως σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία ψάχνει σταθερό έδαφος να πατήσει και δεν το βρίσκει πουθενά, κάτι που επιτείνεται φυσικά και από τον καθημερινό οικονομικό πόλεμο.

Κάποιοι, βεβαίως, θα βρουν – και βρίσκουν – αυτό το έδαφος με το να γίνουν περισσότερο υποτακτικοί ως υπήκοοι μέσα στη «θαλπωρή» μιας κομματικής στρούγκας. Κάποιοι άλλοι ακόμα βρίσκονται σε αναζήτηση, την ώρα που πολλοί έχουν ήδη ξεκινήσει την Οδύσσειά τους στο εξωτερικό, αφήνοντας πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Παρασκηνιακές πολιτικές δυνάμεις περιμένουν την ευκαιρία τους, καθώς το «άστρο» της «πρώτης φοράς αριστερά» δύει. Υπάρχει, ωστόσο, αυτήν τη στιγμή, μία ακαθόριστη μεν, ευδιάκριτη δε, τάση διάσπαρτων ανθρώπων που αναζητά μια περισσότερο βαθιά και ειλικρινή σχέση με την ιστορία και το «είναι» τόσο του εαυτού τους όσο και αυτού του τόπου με όλες του τις αντιφάσεις, με άγνωστη, προς το παρόν, κατάληξη. Αυτή η βαθύτερη ζύμωση είναι, κατ’ αρχήν, από εμάς καλοδεχούμενη.

Τα λέμε αυτά, γιατί πιστεύουμε πως όλα τα παραπάνω έπαιξαν το ρόλο τους στη μεγάλη παρουσία κόσμου στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Ας τα σκεφθούν όλα αυτά όσοι πιπιλάνε την καραμέλα του «εθνικιστή» και του «φασίστα», επειδή έτσι συμφέρει στην ιδεολογική τους τύφλωση και ας βάλουν (επί τέλους!) έναν καθρέφτη ενώπιων τους.

(*) Ο Nicholas Taleb στο βιβλίο του «Μαύρος Κύκνος» περιγράφει ως Μαύρο Κύκνο ένα απρόβλεπτο γεγονός το οποίο λόγω της φύσης του είναι έξω από κάθε δυνατότητα πρόβλεψης, αλλά οι συνέπειές του είναι καταλυτικές για την εξέλιξη των πραγμάτων. Εκεί, αναλύει γλαφυρά πως αυτό που πραγματικά έχει σημασία στην Ιστορία είναι αυτό που δεν μπορεί να προβλεφθεί.

Αναρχική συλλογικότητα ''Πυργῖται''
  anarchypress.wordpress.com
24/1/19

Σκίτσο του Η.ΜΑΚΡΗ
Σκίτσο του ΣΤΑΘΗ

12.
 Η Ελλάς υποχωρούσα.

Τα γεγονότα ανατρέχουν πίσω στο 2007. Ο Nicolas Sarkozy έχει μόλις εκλεγεί στη Γαλλία και, από 1ης Ιουλίου, η χώρα του ετοιμαζόταν να ασκήσει την προεδρία της Ε.Ε. Ο φιλόδοξος νέος Πρόεδρος ήθελε ν’ αρχίσει τη θητεία του με ένα επίσης φιλόδοξο σχέδιο, που μάλιστα συνιστούσε και προεκλογική του δέσμευση: την Ένωση της Μεσογείου. Η Angela Merkel, αρχικά, ήταν αρνητική στο σχέδιο του νέου Γάλλου Προέδρου, ο οποίος συμπεριφερόταν στα ευρωπαϊκά πράγματα ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Εν τέλει, όμως, όπως πάντοτε, ο γαλλογερμανικός άξονας τα βρήκε, ο Sarkozy κάπου υποχώρησε και η Merkel τού επέτρεψε να οργανώσει μια συνδιάσκεψη grandiose στο Παρίσι την παραμονή της επετείου της κατάληψης της Βαστίλης το 2008, απ’ όπου δεν έλειψε κανείς. Η «Ένωση για τη Μεσόγειο» ήταν γεγονός, σύμφωνα με την επιθυμία της Γαλλίας. Τα ακριβή ανταλλάγματα που προσέφερε αυτή στη Γερμανία φάνηκαν πολύ αργότερα και επιβεβαιώθηκαν πρόσφατα.

Πράγματι, στις 28.8.2014, έξι χρόνια μετά την ίδρυση της Ένωσης για τη Μεσόγειο, η Γερμανία υποδεχόταν στο Βερολίνο τους εκπροσώπους της Αλβανίας, της Βοσνίας Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, του Κοσσόβου, της FYROM, του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Σλοβενίας σε μια σύνοδο κορυφής για τα Δυτικά Βαλκάνια. Στη σύνοδο αυτή, η οικοδέσποινα Angela Merkel εγκαινίασε το λεγόμενο «Berlin Process». Στα συμπεράσματα της συνόδου, εξέφραζε τη βούληση της Γερμανικής Κυβέρνησης να στηρίξει την προοπτική ενσωμάτωσης των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε. και, για το σκοπό αυτό, ευχήθηκε τα τέσσερα επόμενα χρόνια να λυθούν όλες οι διμερείς και εσωτερικές διαφορές στην περιοχή, μεταξύ των οποίων ρητή αναφορά γινόταν στη διένεξη μεταξύ Σερβίας και Κοσσόβου, από τη μια μεριά, και στο ονοματολογικό μεταξύ Ελλάδος και FYROM, από την άλλη. Για το τελευταίο, μάλιστα, τονίζονταν τα εξής: «The participating States agreed that this dispute must urgently be resolved by a willingness to compromise on all sides». Ήταν Αύγουστος του 2014 και στην Ελλάδα Πρωθυπουργός ήταν ακόμη ο εθνικιστής Σαμαράς και στα Σκόπια ο αδιάλλακτος Γκρούεφσκι.

Τα συμπεράσματα της συνόδου του Βερολίνου όριζαν, επίσης, πως κάθε χρόνο θα έπρεπε να συγκαλείται μια σύνοδος κορυφής για να διαπιστώνει την πρόοδο που θα είχε στο μεταξύ σημειωθεί σε όλα τα προενταξιακά μέτωπα στην περιοχή. Η Αυστρία, διάδοχος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και γνώστης της περιοχής, προθυμοποιήθηκε να φιλοξενήσει την αμέσως επόμενη σύνοδο του 2015. Η τελευταία έγινε στο Λονδίνο, στις 10.7.2018, στην οποία μόνοι παρευρέθησαν, σε επίπεδο πρωθυπουργών, οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος και της Βουλγαρίας. Λιγότερο από ένα μήνα πριν, στις 17.6.2018, είχε υπογραφεί η Συμφωνία των Πρεσπών, που έλυνε το ένα από τα δυο ακανθώδη ζητήματα, στα οποία αναφερόταν η κυρία Merkel στα συμπεράσματα της Συνόδου του Βερολίνου το 2014.

Στις 10.1.2019, λίγο πριν την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τα Κοινοβούλια της FYROM και της Ελλάδος, η Angela Merkel επισκέφθηκε την Αθήνα για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της στον Έλληνα Πρωθυπουργό, επειδή έλυσε ένα ζήτημα που στεκόταν εμπόδιο στην έναρξη των διαπραγματεύσεων με τη FYROM για την ένταξή της στην Ε.Ε. Ήταν, φαίνεται, προσωπικό στοίχημα της κυρίας Merkel να βάλει το τραίνο των Δυτικών Βαλκανίων στις ράγες για την Ε.Ε. πριν αποχωρήσει από την Καγκελαρία. Και μάλιστα, εντός του χρονοδιαγράμματος που έθεσε η ίδια στη σύνοδο του Βερολίνου!

Η Ελλάδα ήταν μια ευάλωτη και εξαρτημένη από τους εταίρους της χώρα, τη στιγμή ακριβώς που κλήθηκε να επιλύσει το ονοματολογικό ζήτημα με τη FYROM. Το ισχυρό μέρος στις διαπραγματεύσεις δεν ήταν η Αθήνα στην προκειμένη περίπτωση, αλλά η πολύφερνη νύφη των Σκοπίων, που υπό τη νέα κυβέρνηση του μετριοπαθούς Ζόραν Ζάεφ, έπαιξε έξυπνα το ευρωπαϊκό χαρτί, αντί για το ρωσικό. Έτσι, μοιραία πιέστηκε η Ελλάδα να αναγνωρίσει το κράτος αυτό στο εξής με διπλή ονομασία, αφενός ως «Βόρειο Μακεδονία» για επίσημη χρήση, αφετέρου ως σκέτη «Μακεδονία» και σκέτο «Μακεδονικός, -ή, -ό» για κάθε χρήση (κακά τα ψέματα). «Βορειομακεδονικός, -ή -ό» δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνον «Μακεδονικός, -ή, -ό», και θα χρησιμοποιείται με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδος τώρα πια, κάτι που θα έχει συνέπειες και για την ίδια.

Από ’κει και πέρα, επιστρατεύθηκε η φαντασία των νομικών του Υπουργού των Εξωτερικών για να δικαιολογηθεί η άτακτη υποχώρηση από την εθνική γραμμή τριών περίπου δεκαετιών.

Πρώτον, το επίσημο κράτος και οι κρατικές δομές της γείτονος υποχρεούνται, λέει, να χρησιμοποιούν μόνον το «Βόρεια Μακεδονία», την ίδια στιγμή που το άρθρο 7 επιτρέπει την χρήση (γενικώς) και του όρου «Μακεδονία», όπως επίσης και, κατ’ εξοχήν, του όρου «Μακεδονικός -ή, -ό», ως το μόνο επιτρεπτό επίθετο για κάθε χρήση.

Ως γνωστόν, όμως, το κράτος έχει ενότητα. Η Ελλάδα είναι γνωστή στην οικουμένη ως Ελλάς, Grecia, Hellas, Greece, Hellenic Republic, και όλα αυτά μαζί και το καθένα ξεχωριστά σημαίνουν Ελλάδα. Έτσι και η FYROM θα ονομάζεται και «Βόρειος Μακεδονία» και «Μακεδονία», πολύ περισσότερο που κάθε τι δικό της θα λέγεται (μόνον) «Μακεδονικό» και σε καμιά περίπτωση «Βορειομακεδονικό». Δεν μπορούν ένα κράτος, αλλιώς να το αποκαλούν οι υπηρεσίες του κι αλλιώς οι πολίτες του ή οι τρίτοι, και να εννοούν ένα διαφορετικό κράτος κάθε φορά. Το ίδιο κράτος θα εννοούν, χρησιμοποιώντας ονομασίες που θα επιτρέπονται. Ονομασίες που ΤΙΣ επιτρέψαμε.

Θα πείτε, αυτό γινόταν ήδη. Ε, λοιπόν, ας γινόταν! Επειδή, όμως, ΕΜΑΣ πίεσαν κι όχι ΑΥΤΟΥΣ, φαίνεται πως, τελικά, δεν αρκούσε που όλοι αποκαλούσαν την FYROM «Μακεδονία» εκτός από εμάς. Διαφορετικά, δεν εξηγείται γιατί τόσο πολύ πιέσανε ΕΜΑΣ, τη στιγμή μάλιστα που, αν θέλανε να την βάλουν στο ΝΑΤΟ, θα μπορούσαν να το κάνουν και με το FYROM, μιας και το Δικαστήριο της Χάγης μάς είχε ήδη καταδικάσει γι’ αυτό.

Ενιαίο, συνεπώς, είναι ένα κράτος και η Συμφωνία των Πρεσπών κατοχυρώνει και τις δυο ονομασίες. Η FYROM θα δικαιούται, συνεπώς, να τις χρησιμοποιεί και τις δυο, και αυτό θα κάνει. Και με τη δική μας βούλα αυτή τη φορά. Και θα δείτε πως και τη Δημοκρατία τους θα την αποκαλούν «Μακεδονική» αντί για «Βόρειο» και δεν θα μπορούμε τίποτε να κάνουμε επ’ αυτού, γιατί στο μεταξύ θα έχουμε παραχωρήσει το επίθετο. Γιατί το κράτος, όπως προαναφέραμε, είναι μια ενιαία οντότητα, τελικά!

Δεύτερον, το άρθρο 7 παράγραφος 3 (και η ρηματική διακοίνωση που διάβασε ο Πρωθυπουργός στη Βουλή), έρχονται να μας καθησυχάσουν ότι δεν είναι αυτό που νομίζουμε. Όχι. Δεν είναι η δική μας Μακεδονία αυτή που αποκαλούν ως Μακεδονία οι βόρειοι γείτονές μας. Η δική μας Μακεδονία είναι αυτή του άρθρου 7 παράγραφος 2! Η δική τους Μακεδονία είναι μια εντελώς άλλη Μακεδονία και είναι (προσέξτε μην μπερδεύεστε!) αυτή του άρθρου 7 παράγραφος 3!

Τι γλώσσα μιλάς;
Μακεδονική!
Δηλαδή Ελληνικά;
Όχι, νοτιοσλαβικά!
Α, είπα κι εγώ…

Μπορούν, άραγε, να το κάνουν αυτό οι διεθνείς συνθήκες; Να βαφτίσουν το κρέας, ψάρι;

Mπορεί μερικές φορές οι διεθνείς συνθήκες να γράφουν ιστορία. Δεν μπορούν, όμως, να ξαναγράψουν την Ιστορία. Αυτή γράφτηκε από άλλους. Τι Αναφορά θα δώσουμε εμείς στον Γκρέκο, αναλογιστήκατε;

Η υποχώρηση της Ελλάδος, ωστόσο, δεν σταματάει εδώ. Διότι, θάλεγε κανείς (όπως και λέει) ότι, βρε αδελφέ, όλοι «Μακεδονία» την λένε, ας πάει και το παλιάμπελο, αφού επιμένουν τόσο οι εταίροι μας, ας πάρουμε τουλάχιστον το «Βόρεια» κι ευχαριστημένοι νάμαστε.

Δυστυχώς, δεν είν’ έτσι! Διότι, επιπλέον, ΕΜΕΙΣ θα κληθούμε να αλλάξουμε τις επωνυμίες μας, τελικά! ΕΜΕΙΣ, κι όχι αυτοί, θα κληθούμε να βάλουμε πρόθεμα (π.χ. ελληνομακεδονικό) στα προϊόντα μας, στις υπηρεσίες μας και σε ό,τι προέρχεται από την δική μας Μακεδονία προκειμένου να τα διακρίνουμε ως ελληνικά όταν η ονομασία τους προκαλεί σύγχυση ως προς την προέλευση. Αυτοί θα έχουν το «Μακεδονικός, -ή, -ό» για να δηλώνει την εθνικότητα (nationality) και την κρατική προέλευση (origin) σε ο,τιδήποτε «προέρχεται» από την «Βόρειο Μακεδονία», είτε είναι εταιρία ή επιχείρηση, είτε εμπόρευμα ή υπηρεσία.

Διότι αυτοί είναι κράτος. Η δική μας Μακεδονία δεν είναι κράτος. Όταν, λοιπόν, τα δικά μας επίθετα θα προκαλούν διεθνή σύγχυση ως προς την (κρατική) προέλευση του προσώπου ή του αντικειμένου του οποίου την προέλευση θα προσδιορίζουν κάθε φορά (προϊόν, υπηρεσία, εταιρία, επιχείρηση, κοκ.), τότε ΕΜΕΙΣ θα κληθούμε να ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ τα δικά μας επίθετα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τα μόνα «Μακεδονικά Ροδάκινα» που θα υπάρχουν, θα είναι αυτά που θα παράγονται στη «Βόρειο Μακεδονία». Αν ο όρος «Μακεδονικά Ροδάκινα» χρησιμοποιείται από τους Βεροιώτες παραγωγούς στις διεθνείς συναλλαγές τους, και η χρήση του προκαλεί σύγχυση ως προς την προέλευση των προϊόντων τους, θα υποχρεωθούν να τον αλλάξουν. Διότι, όταν η χρήση των δικών μας επιθετικών προσδιορισμών θα προκαλεί σύγχυση ως προς την προέλευση, ΕΜΕΙΣ θα υποχρεωθούμε να τους αλλάξουμε, κι όχι αυτοί.

Με λίγα λόγια, συνάδελφοι, εκεί που μας χρωστούσανε, μας πήραν και το βόδι!

Πείτε μας, τώρα, τι ακριβώς λύσαμε; Πείτε μας καλύτερα ότι υποχωρήσαμε!

Των Παναγιώτη Γκλαβίνη και Ιωάννη Στεφανίδη
Καθηγητών της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ

 https://www.liberal.gr/arthro/237447/
apopsi/arthra/i-ellas-upochorousa.html
22/1/2019
  
MARKO DJURICA / REUTERS

13.
Οι Πρέσπες πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς
Αισιοδοξία ή απαισιοδοξία για τον συμβιβασμό;

Χρειάστηκαν λοιπόν τρεις ολόκληρες δεκαετίες και πολλή φαιά ουσία από τους διαπραγματευτές του λεγόμενου «Μακεδονικού»για να μπει ένας γεωγραφικός επιθετικός προσδιορισμός μπροστά από τη λέξη Μακεδονία, ώστε το πολυεθνικό κράτος με την προσωρινή ονομασία FYROM να μετονομαστεί σε Βόρεια Μακεδονία συναινετικά, δηλαδή με τη σύμφωνη γνώμη του βορειομακεδονικού – και εδώ αρχίζουν κιόλας οι πρακτικές δυσκολίες της εφαρμογής στη γλωσσική πράξη αυτής της συμφωνίας – και του ελληνικού κοινοβουλίου. Ασφαλώς υπάρχουν και άλλες αλλαγές εκτός από το όνομα, όπως οι τροποποιήσεις στο βορειομακεδονικό σύνταγμα οι οποίες υποτίθεται ότι αποτελούν τροχοπέδη στον σλαβομακεδονικό αλυτρωτισμό, αλλά γι αυτές η διεθνής κοινότητα ούτε ενδιαφέρεται, ούτε μιλά. Οι πάντες «έξω» θεωρούν ότι το πρόβλημα ήταν το όνομα, ότι το εμπόδιο ήταν η ελληνική πλευρά που δεν δεχόταν το όνομα «Μακεδονία» λόγω εθνικιστικής ιδεοληψίας, ότι τώρα βρέθηκε η χρυσή τομή με την υποχώρηση των γειτόνων στο ονοματολογικό και ότι άνοιξε πλέον ο δρόμος για τη σταθερότητα στα Βαλκάνια.

Ποιος δεν θα ήθελε να είναι όντως έτσι τα πράγματα; Να φύγει από τη μέση ένα αγκάθι που δυσχεραίνει τη σχέση της Ελλάδας με τον βόρειο γείτονά της και που ανοίγει στον δεύτερο την προοπτική για την πλήρη ένταξή της στη Βορειοατλαντική Συμμαχία – ναι, αυτή συνεχίζει να υπάρχει, παρότι το αντίπαλο δέος, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, αναπαύεται στο χρονοντούλαπο της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας Ιστορίας.

Από την πλευρά της Ελλάδας η συμφωνία για την αλλαγή του ονόματος και του συντάγματος της οσονούπω Βόρειας Μακεδονίας δεν έχει ακόμη περατωθεί,αλλά κατά τα φαινόμενα έχει ήδη εξασφαλιστεί η απαιτούμενη οριακή πλειοψηφία στο ελληνικό κοινοβούλιο, εκτός απροόπτου. Σ’ αυτή περιλαμβάνονται όχι μόνον όσοι από την αρχή των διαπραγματεύσεων ζύγιζαν τα θετικά της συμφωνίας βαρύτερα από τα αρνητικά της, αλλά και πολιτικοί που την καταδίκαζαν με δριμύτητα ή διαφωνούσαν σε ηπιότερους τόνους. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, επομένως, κάποιοι έμειναν σταθεροί στις θέσεις τους, είτε υπέρ, είτε κατά – και κάποιοι άλλοι μετακινήθηκαν από την όχθη της άρνησης σε εκείνη της στήριξης, ακόμη και όταν ο πολιτικός φορέας στον οποίο ανήκαν στις δημόσιες τοποθετήσεις του διαφωνούσε με τη συμφωνία, και μάλιστα με δική τους εξουσιοδότηση.

Ο μέσος Έλληνας έχει μπερδευτεί αφάνταστα τόσο με τα επιχειρήματα της μιας πλευράς, όσο και με αυτά της άλλης, αλλά και από τις απότομες αλλαγές στη στάση πολιτικών φορέων και προσώπων, αδυνατώντας πλέον να κατανοήσει πού σταματά η «παράσταση», όπως θα έλεγε ο Erving Goffman, και πού αρχίζει η πραγματικότητα, με άλλα λόγια να διακρίνει ποιος εννοεί αυτά που λέει και ποιος άλλα λέει, άλλα εννοεί και άλλα πιστεύει. Θα ήταν ίσως χρήσιμο να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και χωρίς φόβο και πάθος να κάνουμε ορισμένες διαπιστώσεις, χωρίς να προδικάζουμε τις όποιες επιπτώσεις - θετικές ή αρνητικές- πρόκειται να έχει για την Ελλάδα η συμφωνία σε περίπτωση που κυρωθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο. Και αυτό διότι η ρητορική και τα «αφηγήματα» έχουν θολώσει πολύ την ουσία αυτής της υπόθεσης.

Από την πρώτη στιγμή που ετέθη το θέμα «επίλυση της διαφοράς με την ΦΥΡΟΜ» παρατηρούμε μέχρι τώρα τα εξής:

Το σύνολο των κρατών και των ηγεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αποτιμούν θετικά τη συμφωνία των Πρεσπών και την υποστηρίζουν ανοιχτά, πρωτοστατούντων της κ. Μέρκελ και του επιτρόπου διεύρυνσης κ. Χαν. Πέρα από τα οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών χωρών και των ευρωπαϊκών οργανισμών που επιβάλλουν τη θετική αξιολόγηση της όποιας προσπάθειας για συναινετική υπέρβαση της μακεδονικής διαμάχης, υπάρχει και ένα άλλο, εξίσου σημαντικό σημείο, που δεν αφορά τη βούληση των ηγεσιών των ευρωπαϊκών κρατών, αλλά τη σκέψη του μέσου πολίτη της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας κλπ.

Δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις μέχρι τώρα ελληνικές αντιρρήσεις στο όνομα της γειτονικής χώρας, στο εθνώνυμο, στο επίθετο για την εθνότητα και στο όνομα της γλώσσας. Έχω βιώσει από πρώτο χέρι σε πολλές συνεργασίες και συμμετοχές σε συνέδρια, σεμινάρια και ομάδες εργασίας σε ευρωπαϊκές χώρες για πολλές δεκαετίες τις δυσκολίες των μη-Ελλήνων συνομιλητών μου να δεχθούν την ελληνική στάση και τα αντίστοιχα επιχειρήματα και έχω νιώσει αρκετές φορές να είμαι ο «γραφικός» της παρέας. Δεν θεωρούσα, όμως, ότι είναι δικό μου πρόβλημα ότι οι άλλοι αγνοούσαν την ιστορία των Βαλκανίων, τις απόψεις της Κομιντέρν, του Ζαχαριάδη και του Τίτο, ούτε ένιωσα την ανάγκη να προσαρμοστώ στα «ευρωπαϊκά δεδομένα» γύρω από τη γλωσσική χρήση για τη συγκεκριμένη χώρα, απλά για να μην θεωρηθώ από τους συνομιλητές μου «γραφικός», πιστεύοντας ότι η τακτική της «προσαρμογής» για να μην ξεχωρίζεις δεν είναι πάντοτε η καλύτερη λύση.

Η αμερικανική πλευρά, η μεγάλη σύμμαχος με την οποία η ελληνική Αριστερά είχε και ένα τμήμα της συνεχίζει να έχει παλιούς λογαριασμούς εξ αιτίας της αποφασιστικής της συμβολής στην ήττα της «σοσιαλιστικής επανάστασης» τον Αύγουστο του 1949, είχε αξιολογήσει από την αρχή θετικά την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να δεχθεί μια συμβιβαστική λύση στο ζήτημα, ώστε έτσι να ανοίξει η πόρτα για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Το ότι οι επιδιώξεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο θέμα αυτό βρίσκονται σε αρμονία με την ιδεολογία της κυβερνητικής Αριστεράς γύρω από τις εθνότητες ως ιδεολογήματα, και ειδικά της μακεδονικής, δεν φαίνεται να ενοχλεί ούτε τις ΗΠΑ, ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε την κυβερνητική Αριστερά. Δεν είναι άλλωστε το μόνο ζήτημα στο οποίο παρατηρείται συγχρονισμός της κυβερνητικής Αριστεράς και της Δυτικής Συμμαχίας, προς μεγάλη απογοήτευση της παραδοσιακής και της έκπτωτης – μετά το καλοκαίρι του 2015 – εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Υπάρχουν στην παγκόσμια σκηνή και πιο χτυπητές παραδοξότητες εφαρμοσμένου Μαρξισμού, όπως η καπιταλιστική κομμουνιστική Αριστερά στην Κίνα και αλλού. Ο πραγματισμός είναι πλέον η κυρίαρχη ιδεολογία σε Ανατολή και Δύση, πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς, του υπαρκτού καπιταλισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ οι ετικέτες «Δεξιά» και «Αριστερά» για υπαρκτές καταστάσεις είναι σκιάχτρα από το παρελθόν που εργαλειοποιούνται κυρίως από την κυβερνητική Αριστερά για πρακτικούς λόγους.

Η συμπεριφορά των Ευρωπαίων εταίρων κατά τη διαπραγμάτευση μας δίδαξε πολλά, αλλά ένα είναι το πιο βασικό μάθημα: το γερμανικής έμπνευσης ευρωπαϊκό αφήγημα ότι ταμνημόνια και η λιτότητα – όχι εν γένει, αλλά τα συγκεκριμένα – ήταν μονόδρομος και ότι το περιεχόμενό τους είχε αυστηρά τεχνοκρατικό χαρακτήρα και, όπως παρουσιάστηκε στο γερμανικό κοινοβούλιο, ήταν για συστημικούς λόγους «alternativlos», δηλαδή χωρίς εναλλακτική, ήταν μύθος. Αφομοιώσαμε τώρα ότι τα μέτρα δεν ήταν ακριβώς «alternativlos», ότι αν η Ελλάδα συμπεριφερόταν σωστά σε άλλα ζητήματα, τότε υπήρχε και άλλος δρόμος. Μάθαμε, τέλος, ότι στο σύνθημα «pacta sunt servanda» δεν γίνονται εκπτώσεις μόνον από τη Γερμανία για τη Γαλλία, αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις και για την Ελλάδα. Καταλάβαμε με άλλα λόγια ότι ζούμε στην εποχή του γερμανικού πραγματισμού στην ωραία μας Ευρώπη.

Αν και παραδοσιακά η θέση ότι υφίσταται μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα υπήρξε το αφήγημα της Αριστεράς στην Ελλάδα, αποδεικνύεται τον τελευταίο χρόνο ότι το αφήγημα αυτό εκφράζει ένα πολύ ευρύτερο ιδεολογικό φάσμα. Πέρα από τον διχασμό για το ονοματολογικό, ο διχασμός για τη μακεδονική εθνότητα και τη μακεδονική γλώσσα διαπερνά ολόκληρη την ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και τη διανόηση πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, της παράδοσης και της προόδου. Όταν στην Ελλάδα ο συμβιβασμός με την (για λίγο καιρό ακόμη) ΦΥΡΟΜ καθίσταται εφικτός με τη συμβολή πολιτικών ενός χώρου (ΑΝΕΛ) που όλη σχεδόν η Ευρώπη στιγματίζει ως «ακροδεξιό», κάπου τα πράγματα στραβώνουν. Αν κάποιος χρειάζεται τη θητεία σε ένα «ακροδεξιό» κόμμα ώστε να βαπτιστεί στα νάματα της ευρωπαϊκής συστημικής σκέψης, τότε η Ευρώπη πρέπει να αναθεωρήσει τη ρητορική της περί Ακροδεξιάς.

Για πρώτη φορά μια ελληνική κυβέρνηση πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς επιχείρησε, και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο μάλλον κατάφερε, να αποστασιοποιηθεί από τη μέχρι τώρα ρότα στην υπόθεση της μακεδονικής διαμάχης, την επονομαζόμενη και «εθνική γραμμή», όντως με πολιτικό κόστος, επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων φαίνεται να διαφωνεί με τη συγκεκριμένη λύση και επειδή η κυβέρνηση δεν ζήτησε τη γνώμη της, γνωρίζοντας ότι αυτό μάλλον θα περιέπλεκε τα πράγματα. Υπάρχουν διάφορες απόψεις γύρω από τα πραγματικά κίνητρα της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στη συμφωνία και θα μπορούσε κανείς να δεχθεί καλόπιστα την άποψη ότι τα κίνητρα δεν υπήρξαν ιδιοτελή-κομματικά, αλλά ανιδιοτελή- εθνικά. Ακόμη και αν ισχύει το τελευταίο, η επιλογή ή η αδυναμία της κυβέρνησης να πετύχει μια ευρύτερη συναίνεση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις, τουλάχιστον τις ευρωσυστημικές, αποτελεί το μεγάλο μειονέκτημα αυτής της συμφωνίας, πέρα από τα υπόλοιπα που έχουν ήδη επισημανθεί από αρμοδιότερους, και μάλιστα από ανθρώπους που δεν έχουν αρνηθεί και θετικά σημεία.

Κανένας σήμερα δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα για την Ελλάδα αυτό που μπορεί να πει για τη Γερμανία, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ότι δηλαδή ότι οι επιπτώσεις της συμφωνίας των Πρεσπών θα είναι συνολικά θετικές. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο διχασμός που προκάλεσαν τόσο οι κυβερνητικοί χειρισμοί, όσο και η λύση στο Μακεδονικό θα ξεπεραστεί τόσο εύκολα. Ούτε είναι βέβαιο ότι ο ιστορικά γνωστός διχασμός Προσφύγων-Ντόπιων στην ελληνική Μακεδονία που είχε σβήσει μέσα στο χρόνο δεν υπάρχει κίνδυνος να ενεργοποιηθεί ξανά με την πίεση που με βεβαιότητα πρόκειται να ασκηθεί από τα ευρωπαϊκά όργανα αλλά και από τις οργανώσεις των «Μακεδόνων της διασποράς» προς την Ελλάδα να τηρήσει την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία αναφορικά με την “καταπιεζόμενη μακεδονική μειονότητα” μέσα στην ελληνική Μακεδονία. Το υποτιθέμενο πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομικής διείσδυσης στη γειτονική χώρα και της διατήρησης της ειρήνης στο Βορρά για να ασχοληθούμε απερίσπαστοι με την επιθετική Ανατολή, δεν έχει βάση. Στη μελλοντική Βόρεια Μακεδονία θα διεισδύσει οικονομικά αυτός που έχει αντίστοιχη διεισδυτική δύναμη, δηλαδή πλεονέκτημα στο εξαγωγικό εμπόριο, και όχι αυτός που απλά γειτονεύει με τη χώρα. Και η ειρήνη στον Βορρά μάλλον δεν κινδύνευε από το γεγονός ότι η Ελλάδα ονόμαζε τη χώρα αυτή Σκόπια αντί Βόρεια Μακεδονία.

Δεν θέλουμε να είμαστε απαισιόδοξοι και ευχόμαστε να δικαιωθεί ο μεγάλος κυβερνητικός εταίρος και όχι ο πρώην μικρός - στο μέγεθος αλλά και στο πολιτικό μπόϊ - στις προβλέψεις για τις επιπτώσεις από τη συμφωνία των Πρεσπών. Όταν όμως βλέπουμε να συμπίπτουν οι απόψεις της Κομιντέρν, του Ζαχαριάδη, του Τίτο, της Μέρκελ, του Τραμπ και του ΝΑΤΟ στο Μακεδονικό, δικαιούμαστε να είμαστε κάπως συγκρατημένοι στην αισιοδοξία μας. Γιατί στην πραγματικότητα το διακύβευμα στο οποίο πήρε θέση η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν ουσιαστικά ούτε το όνομα, ούτε η εθνότητα, ούτε η γλώσσα, αλλά το εξής ένα: έξω από το ΝΑΤΟ ή μέσα στο ΝΑΤΟ η ΦΥΡΟΜ; Κανείς δεν πρέπει να έχει την ψευδαίσθηση ότι η ετικέτα “Βόρεια Μακεδονία” δεν είναι φτιαγμένη μόνο για τα χαρτιά, ως όχημα εισόδου στο ΝΑΤΟ, και ότι δεν θα χρησιμοποιείται στα Σκόπια και στον υπόλοιπο κόσμο τόσο συχνά, όσο χρησιμοποιείται σήμερα το διεθνώς επίσημο όνομα “FYROM”. Πού θα βρει η ελληνική κυβέρνηση τόσους γλωσσικούς τροχονόμους να κόβουν κλήσεις σε όλον τον κόσμο για να τους υποχρεώσουν να προσαρμοστούν γλωσσικά στο συμφωνημένο “Βόρεια Μακεδονία”;

Αθανάσιος Γκότοβος 
τ. Καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

https://www.huffingtonpost.gr/entry/oi-prespes-peran-tes-dexias-kai-tes-aristeras_gr_5c3e6aa7e4b0bc885f74afdc?utm_hp_ref=gr-homepage&fbclid=IwAR3VgMXCXW-CrwUc2O7HkFixJ6WvRDB53Gk5RU4SrUo-TyuvgraKkHV3g_U
20/1/2019
  
ROBERT ATANASOVSKI VIA GETTY IMAGES

14.
Η ιστορία του Μακεδονικού ζητήματος και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στα Σκόπια.Μια αναδρομή στη γέννηση και στην εξέλιξη του Μακεδονικού.

Το Μακεδονικό δεν είναι ένα ζήτημα που προέκυψε ξαφνικά, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά είναι ένα διαρκές πρόβλημα εδώ και ενάμιση αιώνα. Απλά, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το έφερε στην επιφάνεια, αφού υπήρξε σφοδρή προσπάθεια οικειοποίησης του ονόματος, της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας μας, γεγονός που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη χώρα μας. Επειδή όμως το θέμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο, λόγω της επικείμενης κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή, θα ήταν πολύ εποικοδομητικό να επιχειρήσουμε μια ιστορική αναδρομή στη γέννηση και στην εξέλιξη του Μακεδονικού. Μια αναδρομή που θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε καλύτερα το μέγεθος του προβλήματος, τις θυσίες δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων για τη διατήρηση της ελληνικότητας της περιοχής, αλλά και την αδιαφορία της κυβέρνησης απέναντι σε ένα εθνικό ζήτημα ιδιαίτερης βαρύτητας.

Η γέννηση, λοιπόν, του ζητήματος σχετίζεται άμεσα με την εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων, η οποία συντελέστηκε κατά τη διάρκεια των Ρωσοτουρκικών πολέμων. Ιδιαίτερα, μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, ο σουλτάνος δίνει κάποια προνόμια στους υπόδουλους λαούς, με το Διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν (1856). Η Ρωσία, στο πλαίσιο της θεωρίας του Πανσλαβισμού που είχε αναπτύξει τα προηγούμενα χρόνια, εκμεταλλεύεται αυτά τα προνόμια προκειμένου να υποκινήσει την αφύπνιση των υπόδουλων σλαβικών λαών και, ιδιαίτερα, των Βουλγάρων. Έτσι, χρηματοδοτεί τις σπουδές νεαρών Βουλγάρων στην Αγία Πετρούπολη, οι οποίοι με την επιστροφή τους συμβάλλουν στην εξάπλωση του σλαβικού εθνοφυλετισμού.

Βέβαια, οι βλέψεις των Βουλγάρων δεν περιορίζονταν στην ίδρυση μιας μικρής χώρας στη Βαλκανική, στην οποίαν κατοικούσαν αμιγώς βουλγαρικοί πληθυσμοί, αλλά σε μια ευρύτερη εδαφική περιοχή, η οποία θα εκτεινόταν σε όλο τον χώρο της Θράκης και της Μακεδονίας και θα είχε έξοδο τόσο στη Μαύρη Θάλασσα όσο και στο Αιγαίο. Και το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η ανεξαρτητοποίηση της βουλγαρικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για τον σκοπό αυτό ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, που περιελάμβανε μητροπόλεις σε μεγάλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, με ελληνικούς πληθυσμούς. Η Εξαρχία αναγνωρίστηκε το 1870 με φιρμάνι του σουλτάνου, ύστερα από αφόρητες πιέσεις που άσκησε ο τσάρος της Ρωσίας, όχι όμως και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Με τη  ίδρυση της Εξαρχίας, ξεκίνησε μια προσπάθεια εκβουλγαρισμού του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας και της Θράκης, η οποία διευκολύνεται με την τρομοκρατία που ασκούσαν διάφορες ένοπλες βουλγαρικές συμμορίες, με την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων και την τοποθέτηση Βουλγάρων δασκάλων και εξαρχικών ιερέων. Μάλιστα, καθώς η εποχή εκείνη χαρακτηρίζεται από την έξαρση του εθνικισμού μεταξύ των λαών του Αίμου, η Ρωσία επεδίωκε να στραφεί το ενδιαφέρον της Ελλάδας στην απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, ενώ η Μακεδονία και η Θράκη να αποτελέσουν πεδίο διεκδίκησης των Σλάβων και ιδιαίτερα των Βουλγάρων.

Το 1877, η ταπεινωτική ήττα που υπέστη η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τους Ρώσους, οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την οποία οι Βούλγαροι προσέγγιζαν την υλοποίηση του οράματός τους. Η Συνθήκη δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία, αφού πέραν των άλλων περιοχών της Βαλκανικής, της εκχωρούσε την Ανατολική Ρωμυλία, τμήμα της Δυτικής Θράκης και το σύνολο, σχεδόν, της ελληνικής Μακεδονίας πλην της Θεσσαλονίκης και κάποιων περιοχών της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Ευτυχώς για την Ελλάδα, η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου δεν εφαρμόστηκε ποτέ, λόγω της αντίδρασης των Αγγλίας και της Αυστροουγγαρίας που θεωρούσαν τη Βουλγαρία ως δορυφόρο της Ρωσίας και αντικαταστάθηκε από τη Συνθήκη του Βερολίνου, που άφηνε τη Μακεδονία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τη νέα Συνθήκη όμως εκχωρήθηκε καθεστώς αυτονομίας στην Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη), την οποία οι Βούλγαροι ενσωμάτωσαν πραξικοπηματικά στο Πριγκιπάτο τους το 1885, ενώ προέβησαν σε εκτεταμένες εθνικές εκκαθαρίσεις.

Βέβαια, το όνειρο των Βουλγάρων ήταν η προσάρτηση της Μακεδονίας και γι’ αυτό οργάνωσαν ένοπλες ομάδες που τρομοκρατούσαν τους χωρικούς στη Μακεδονία, ενώ η προσπάθεια εκβουλγαρισμού των ορθόδοξων πληθυσμών συνεχιζόταν. Το 1893 ιδρύεται στην πόλη Ρέσνα της σημερινής ΠΓΔΜ η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), η οποία αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με το παραπλανητικό σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Στην πραγματικότητα η ΕΜΕΟ αποτελούσε τον Δούρειο Ίππο του βουλγαρικού εθνικισμού, ενώ τα μέλη της, οι κομιτατζήδες, οργανωμένοι σε ληστρικές συμμορίες τρομοκρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Το αποτέλεσμα της δράσης της ΕΜΕΟ ήταν οι εθνικοί ανταγωνισμοί να μετατραπούν σε ένοπλες συγκρούσεις και να επέμβει και ο Οθωμανικός στρατός. Στις 20 Ιουλίου 1903, ανήμερα του προφήτη Ηλία, εκδηλώνεται στο βιλαέτι του Μοναστηρίου η επανάσταση του Ίλιντεν, μια εξέγερση των σλαβόφωνων εναντίον των Οθωμανών, που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και στην προσάρτησή της στη Βουλγαρία. Οι επαναστάτες – αντάρτες σχημάτισαν την προσωρινή κυβέρνηση του Κρουσόβου, η οποία καταλύθηκε σε 10 ημέρες. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι η εξέγερση του Ίλιντεν γιορτάζεται τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην ΠΓΔΜ. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ποιες θα ήταν οι συνέπειες για τη χώρα μας, εάν είχαμε δεχτεί την πρόταση της κυβέρνησης των Σκοπίων για υιοθέτηση της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν». Μια πρόταση που έγινε αποδεκτή με τεράστια ικανοποίηση από τα ανιστόρητα και επικίνδυνα στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και αποσύρθηκε χάρη στη δυναμική αντίδραση της αντιπολίτευσης.

Οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίζονται τα επόμενα χρόνια και υπάρχουν πολλοί Έλληνες που θυσιάστηκαν για την απομάκρυνση του βουλγαρικού κινδύνου, με κορυφαίο τον Παύλο Μελά. Τέλος, με τους Βαλκανικούς πολέμους η Μακεδονία απελευθερώνεται από τον Οθωμανικό ζυγό και διανέμεται, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας. Βέβαια, παρά το καθεστώς που προέκυψε από τη Συνθήκη, το Μακεδονικό ζήτημα απασχόλησε τη Β΄ Διεθνή, η οποία υποστήριζε τη δημιουργία ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, αλλά και τη Γ΄ Διεθνή.

Με την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας από τους Γερμανούς και την κατάληψη της εξουσίας από τον Στρατάρχη Τίτο, το κομμουνιστικό καθεστώς προωθεί το αφήγημα σχετικά με την ύπαρξη διακριτής μακεδονικής εθνότητας, της οποίας ένα τμήμα βρίσκεται κάτω από τον ελληνικό ζυγό. Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Μπόρμπα», το επίσημο όργανο του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, με τίτλο «Η Μακεδονία του Αιγαίου». Με την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας το 1946, ο Τίτο ιδρύει τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια, η οποία αποκτά ισότιμο καθεστώς με τις υπόλοιπες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες.

Στο ερώτημα γιατί ο Τίτο έστρεψε τις προσπάθειές του στη δημιουργία ενός ξεχωριστού έθνους, οι επικρατέστερες απαντήσεις είναι οι παρακάτω:

  • Ο μεγάλος φόβος του ήταν ο σερβικός εθνικισμός, ο οποίος υπέσκαπτε τα θεμέλια της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. Αποσπώντας λοιπόν τη συγκεκριμένη περιοχή από τη Σερβία κατόρθωνε να την αποδυναμώσει.
  • Η αποτροπή μιας μελλοντικής βουλγαρικής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία. Το ομιλούμενο ιδίωμα είναι, σύμφωνα με πολλούς γλωσσολόγους, μια διάλεκτος της βουλγαρικής γλώσσας. Άλλωστε, η μεσαιωνική Βουλγαρία είχε ιστορικούς δεσμούς με τμήμα της συγκεκριμένης περιοχής. Έτσι, το κομμουνιστικό κόμμα καλλιέργησε την ιδέα της μακεδονικής εθνότητας, ενώ παράλληλα προέβη σε όσο το δυνατόν περισσότερες παρεμβάσεις στη γλώσσα, ώστε να μην φαίνεται η σχέση της με τη βουλγαρική.
  • Η δημιουργία μακεδονικού έθνους αποτελούσε τον Δούρειο Ίππο για μια μελλοντική ενσωμάτωση, τόσο της Ελληνικής Μακεδονίας όσο και της βουλγαρικής (Πιρίν). Στόχος και όραμα του Τίτο ήταν η ίδρυση μιας ενιαίας Μακεδονίας, υπό τη γιουγκοσλαβική κυριαρχία, η οποία θα είχε έξοδο στο Αιγαίο. Μάλιστα, αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που ο Τίτο ήταν από τους βασικότερους υποστηρικτές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.

Το 1991, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έφερε στην επιφάνεια πάλι το θέμα του Μακεδονικού, ένα θέμα ξεχασμένο για μισό σχεδόν αιώνα, το οποίο όμως αποτέλεσε μια σοβαρή διμερή διαφορά μεταξύ της χώρας μας και της ΠΓΔΜ. Μιας διαφοράς όμως για την οποία δεν είχε βρεθεί μέχρι σήμερα λύση. Και αίφνης, η κυβέρνηση βρίσκει μια λύση, η οποία όμως χαρίζει γλώσσα και εθνικότητα στην άλλη πλευρά, χωρίς να έχει γίνει κάποια εκτίμηση των μελλοντικών συνεπειών για τη χώρα μας. Και εδώ αρχίζουν τα βασανιστικά γιατί. Γνωρίζουμε τη σφοδρή επιθυμία των συμμάχων μας για ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Γνωρίζουμε, επίσης τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γειτονική χώρα, τα οποία εγκυμονούν τον κίνδυνο διάλυσής της. Όμως, όλα αυτά είναι προβλήματα της ΠΓΔΜ, για τα οποία θα έπρεπε να κάνουν υποχωρήσεις τα Σκόπια και όχι η Αθήνα. Άρα η υποχωρητικότητα της κυβέρνησης κάτι υποκρύπτει και αυτό είναι το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα που μας βασανίζε

Φώτης Καρύδας 
Δημοσιογράφος

https://www.huffingtonpost.gr/entry/e-istoria-toe-makedonikoe-zetematos-kai-e-stase-tes-ellenikes-keverneses-apenanti-sta-skopia_gr_5c439bbce4b027c3bbc252c7?utm_hp_ref=gr-homepage&fbclid=IwAR2f18XgE2iGZTQbAEqphNKlEJBe9yqrNgxyC6ePCdwtSUgbtelzBR7Rx4o

20/01/2019  


 15.
Πόλεμος δύο κόσμων με σκληρές εκφράσεις 
– Ψηφοφορία με «αόρατες» εγγυήσεις για το «Μακεδονικό».

Επιβεβαιώνονται όσοι πιστεύουν ότι δημιουργείται ένα σκληρό δίπολο, ένας παλαιού τύπου δικομματισμός που θα σαρώσει τα μικρά κόμματα και θα προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου σύγκρουση απολύτως ετερόκλητων δυνάμεων που δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε για τα βασικά. 

Σε μια μάχη χαρακωμάτων στην οποία οι αντίπαλοι πυροβολούν από το… ταμπούρι τους και προσπαθούν να επιβληθούν του αντιπάλου, εξελίχθηκε η μάχη στη Βουλή για τη συμφωνία των Πρεσπών. Η πρώτη φάση τουλάχιστον αφού σήμερα θα παιχτεί το τελευταίο επεισόδιο με την ψηφοφορία για την κύρωση της συμφωνίας.

Κι αν έμεινε κάτι από μια ακόμη πολιτική σύγκρουση σε υψηλούς τόνους είναι για ακόμη μια φορά ο βαθύς διχασμός στο πολιτικό σύστημα και κατ’ επέκταση στην οικονομία. Οταν ο πρωθυπουργός μιλά για ημέρα εθνικής υπερηφάνειας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης λέει ότι πρόκειται για εθνική ήττα, τότε αντιλαμβάνεται κανείς το χάσμα που επικρατεί.

Αν κρίνουμε δε από το επεισόδιο μεταξύ Θεοδωράκη και Ψαριανού (παρ’ ότι διαψεύστηκε υπήρξαν μάρτυρες) η προεκλογική περίοδος που έχει ξεκινήσει θα είναι «καυτή». Ακούστηκαν πολύ βαριές εκφράσεις οι οποίες και δίνουν το κλίμα που θα επικρατήσει από εδώ και στο εξής. Κι επιβεβαιώνουν όσους πιστεύουν ότι δημιουργείται ένα σκληρό δίπολο, ένας παλαιού τύπου δικομματισμός που θα σαρώσει τα μικρά κόμματα και θα προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου σύγκρουση απολύτως ετερόκλητων δυνάμεων που δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε για τα βασικά.

Ούτε περνά βεβαίως απαρατήρητο ότι έξω από τη Βουλή οι αστυνομικοί έπνιγαν τον κόσμο στα δακρυγόνα. Ούτε ότι η κυβέρνηση αγνοεί όλες τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι δεν θέλει ο κόσμος τη συμφωνία των Πρεσπών.

Ειρωνείες από Τσίπρα

Ο Αλέξης Τσίπρας κινήθηκε ακόμη μια φορά στο γνωστό μοτίβο της ειρωνείας στον αντίπαλο, της υπερφίαλης ομιλίας ενός ανθρώπου που δείχνει ότι τα ξέρει όλα και τα ερμηνεύει όλα όπως τον συμφέρει. Με ατάκες, ιστορικά μαθήματα για τη Μακεδονία και σφοδρή επίθεση στη Νέα Δημοκρατία και κυρίως σε Μητσοτάκη και Σαμαρά, ο πρωθυπουργός έκανε αυτό που ξέρει πολύ καλά. Δηλαδή να ξεφεύγει από την πραγματικότητα, να θολώνει τα νερά, να μην απαντά στα πραγματικά ερωτήματα που τίθενται γύρω από τη συμφωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσίπρας αποφάσισε να επιτεθεί σε όλο το πολιτικό φάσμα, ακόμη και στο ΚΚΕ γιατί πιστεύει ότι από εκεί μπορεί να πάρει ψήφους.

Παράλληλα, αποκάλυψε ότι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, πλην της Τζάκρη έχουν γίνει στόχος επιθέσεων και απειλών συνδέοντας αυθαίρετα τη ΝΔ με τους δράστες.

«Όλες αυτές τις μέρες στο Κοινοβούλιο και τον δημόσιο λόγο έχουμε γίνει μάρτυρες μιας ακραίας ρητορικής στοχοποίησης συγκεκριμένων προσώπων, πρακτικής κατατρομοκράτησης βουλευτών, έχουμε γίνει μάρτυρες ταγμάτων εφόδων στη Βουλή και εμπρησμών στα σπίτια του Καστόρη και της Τζάκρη», είπε.Πρόσθεσε ότι αυτή την ώρα στα σπίτια των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ Σκουφά και Καραγιαννίδη βρίσκονται ομάδες ακραίων τραμπούκων και παρακρατικών για να τρομοκρατήσουν βουλευτές.

«Δεν βρήκατε ούτε μια λέξη για να καταδικάσετε κ. Μητσοτάκη. Επιχειρήσατε αντίθετα να απευθυνθείτε με έναν λόγο στοχοποίησης αυτών που έχουν διαφορετική άποψη για ένα κρίσιμο εθνικό θέμα» πρόσθεσε.

Ο Αλ. Τσίπρας σημείωσε για τη Συμφωνία των Πρεσπών ότι βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από ένα ιστορικό γεγονός. «Μετά από σχεδόν 30 χρόνια αδράνειας και απανωτών εθνικών υποχωρήσεων και μετά από έναν ολόκληρο χρόνο εξαντλητικών διαπραγματεύσεων φτάνουμε στο τέλος μιας επίπονης διαδικασίας» τόνισε. Σημείωσε μάλιστα ότι αναμετράται με την ιστορική και την εθνική ευθύνη, με την ευθύνη που έχει ο καθένας από τους 300 που δεν εκβιάζονται, δεν τρομοκρατούνται και ομιλούν μονάχα με τη συνείδηση τους.

«Ακολουθώντας την προτροπή του εθνικού μας ποιητή, του Διονύσιου Σολωμού ότι «το έθνος μας πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθές», θα προσπαθήσω να παρουσιάσω την αλήθεια στους βουλευτές αλλά και στον ελληνικό λαό για ένα μείζον εθνικό πρόβλημα και για τα οφέλη της επίλυσής του. Με επιχειρήματα, με νηφαλιότητα, με ψυχραιμία. Χωρίς κραυγές, χωρίς συνθήματα, χωρίς να προσπαθώ να κινητοποιήσω το συναίσθημα, το θυμικό ή φοβικά αντανακλαστικά».

Αγρια επίθεση από Μητσοτάκη

Από την άλλη ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν πιο οξύς στις εκφράσεις του, μίλησε για μπλόκο της ένταξης της ΠΓΔΜ στην ΕΕ, έκανε λόγο για εθνική ήττα, για εξαγορά συνειδήσεων.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθυνόμενος στον Πρωθυπουργό είπε: «Με πήρατε τηλέφωνο ένα μεσημέρι και μου είπατε «πώς σου φαίνεται το όνομα «Μακεδονία του Ιλιντεν;» Και πήγε να μου πέσει το τηλέφωνο. Ή είστε ανιστόρητος ή είστε επικίνδυνα κυνικός ή και τα δύο».

Θέλω από το βήμα αυτό να στείλω, ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις. Εφόσον οι Έλληνες πολίτες με εμπιστευθούν ως πρωθυπουργό, αρνούμαι κατηγορηματικά να ερμηνεύσω τη συμφωνία με αυτόν τον τρόπο. Η διαδικασία ένταξης των Σκοπίων στην ΕΕ δεν σχετίζεται με τη συμφωνία των Πρεσπών. Η Ελλάδα θα διατηρήσει στο ακέραιο όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

«Με απλά λόγια, η Ελλάδα μπορεί ανά πασά στιγμή να βάλει βέτο στη διαδικασία ένταξης των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Και, αυτό το δικαίωμα της πατρίδας μας αρνούμαι να το απεμπολήσω κι ας το καταλάβουν όλοι από τώρα» είπε με έμφαση.

Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αναφέρει ούτε σε ένα σημείο της την λέξη «Μακεδονία» ή «Μακεδόνες» σε σχέση προς την Ελλάδα. Πουθενά δεν γράφει «Έλληνες Μακεδόνες» ή «ελληνική Μακεδονία». Ξέρετε πώς ορίζει την ελληνική Μακεδονία το κείμενο που υπέγραψαν Τσίπρας και Κοτζιάς; Ως η «βόρεια περιοχή… του Πρώτου Μέρους». Η περιοχή έχει όνομα κ. Τσίπρα. Λέγεται Μακεδονία και είναι κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού κορμού. Ταυτισμένη με την ίδια την ιστορική συνείδηση του έθνους μας. Ζουν εκεί, περήφανοι Έλληνες Μακεδόνες.

Λέτε ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που έλεγε όσα προανέφερα θα μιλούσε ποτέ για «Μακεδόνες», όπως έκανε ενώπιον σας ο κ. Ζάεφ και δεν ανοίξατε το στόμα σας… Ισχυρίζεστε ότι ο Κώστας Καραμανλής και η Ντόρα Μπακογιάννη θα δέχονταν ποτέ ένα κράτος ακόμη και «Βόρειας Μακεδονίας», με λαό όμως «μακεδονικό» και με γλώσσα «μακεδονική»;

Δεν ξέρουν τι ψηφίζουν

Αυτό που κυριαρχεί, πάντως, από χθες είναι ότι οι βουλευτές που θα κληθούν να ψηφίσουν επί της ουσίας δεν γνωρίζουν τίποτε. Και το κυριότερο ότι οι συνταγματικές αλλαγές της ΠΓΔΜ θα ισχύσουν μόνο μετά την κύρωση από το ελληνικό Κοινοβούλιο της Συμφωνίας των Πρεσπών και του Πρωτοκόλλου ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ. Και ο πρωθυπουργός επί της ουσίας δεν απάντησε γιατί έγιναν όλα αυτά, γιατί έκλεισε μια τέτοια συμφωνία που ακόμη κι αν έχει θετικά χάνονται στα τραγικά και βιαστικά λάθη που έκανε η κυβέρνηση.

Οι βουλευτές καλούνται το μεσημέρι να ψηφίσουν αν και υπάρχουν «αόρατες» συνταγματικές εγγυήσεις εκ μέρους των Σκοπίων. Κι αυτό είναι που προκαλεί εντάσεις με την αξιωματική αντιπολίτευση να δηλώνει ότι δεν μπορεί να συζητά η Βουλή των Ελλήνων για μια συμφωνία τέτοιας ιστορικής εμβέλειας δίχως να έχει στη διάθεσή της το τελικό, ενιαίο και κωδικοποιημένο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ με ενσωματωμένες τις τροποποιήσεις που επήλθαν και με την κυβέρνηση να εμμένει στο επιχείρημα ότι δεν προβλέπει κάτι τέτοιο η συνταγματική πρακτική των Σκοπίων, η μάχη κορυφώνεται απόψε αργά το βράδυ με ονομαστική φανερή ψηφοφορία.

Η αντιπολίτευση διατυπώνει ηχηρές ενστάσεις καθώς έχει ανατραπεί το πλαίσιο της Συμφωνίας με ευθύνη της σκοπιανής πλευράς, αφού οι συνταγματικές αλλαγές που ενέκρινε η Βουλή της ΠΓΔΜ τελούν υπό αίρεση μέχρι να ψηφιστούν από την ελληνική Βουλή όχι μόνο η Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και το Πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ, κάτι που παραδέχθηκε ουσιαστικά ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος δηλώνοντας: «Προέβλεψαν μια διαλυτική αίρεση, που ναι μεν δεν προβλεπόταν στις Πρέσπες, αλλά ούτε απαγορεύεται, κατά την οποία εάν εμείς δεν κυρώσουμε τη Συνθήκη ή εάν εμείς δεν τους εντάξουμε στο ΝΑΤΟ, τότε και αυτοί θα επαναφέρουν το Σύνταγμά τους στην προηγούμενη μορφή, πράγμα που απορρέει από τη βασική αρχή των συμβάσεων, του pacta sunt servanda, ότι και οι δύο πλευρές πρέπει να εφαρμόζουν αμοιβαία τις υποχρεώσεις τους».

Δεν ισχύει

Για την κυβέρνηση υπερισχύει αυτό που ο αναπληρωτής υπουργός παρουσίασε ως επίτευγμα της διαπραγμάτευσης Κοτζιά, ότι δηλαδή αυτό που προέβλεπε η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ότι θα ερχόταν προς κύρωση στην ελληνική Βουλή «μόνο όταν είχε ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση στο άλλο μέρος». «Αυτό έγινε», είπε, ωστόσο στα χέρια των βουλευτών δεν έφτασε ποτέ το νέο τροποποιημένο Σύνταγμα με ενσωματωμένες τις αλλαγές που θα ισχύσουν στο πλαίσιο της Συμφωνίας. Και αυτό διότι δεν έχει τεθεί σε ισχύ. Κάτι που αντιβαίνει στις πρόνοιες της Συμφωνίας. Ακόμα και η ρηματική διακοίνωση που διαβιβάστηκε στο ελληνικό ΥΠΕΞ φέρει ως τίτλο «Δημοκρατία της Μακεδονίας». «Πριν αλέκτορα φωνήσαι, τα Σκόπια παραβίασαν τη Συμφωνία των Πρεσπών» δήλωσε ο εισηγητής της ΝΔ Γιώργος Κουμουτσάκος.

Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος Νίκος Δένδιας έθεσε το θέμα από την αρχή της συνεδρίασης, τονίζοντας ότι η παραδοχή πως δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει κωδικοποιημένο κείμενο του Συντάγματος με τις τροποποιήσεις, βάσει της Συμφωνίας, «επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους μας: το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας παραμένει ως είχε και παράλληλα υφίσταται το ψήφισμα περί της τροποποίησής του, χωρίς να έχει ενσωματωθεί σε ενιαίο κείμενο, ώστε τα Σκόπια να επικαλούνται ό,τι θέλουν, όποτε θέλουν, κατά το δοκούν».

Σύμφωνα με τον σύμβουλο του προέδρου της ΝΔ Κυριάκου Μητσοτάκη, καθηγητή Γιώργο Γεραπετρίτη, η Βουλή καλείται να νομοθετήσει «εν κενώ» και να ψηφίσει ότι «δίνει λευκή επιταγή για το πώς έχει τροποποιηθεί αλλά και για το πώς θα ερμηνευθεί το Σύνταγμα της γείτονος». Ενώ και ο Ανδρέας Λοβέρδος εκ μέρους της ΔΗΣΥ τόνισε ότι οι προσθήκες που έγιναν στο Σύνταγμα και στη ρηματική διακοίνωση επιβαρύνουν τα θέματα, άλλαξαν μονομερώς και η κυβέρνηση συμφώνησε με αυτό σιωπηρά.

Είναι ενδεικτικό της «θολούρας» που επικρατεί το γεγονός ότι προχθες το βράδυ ο Κατρούγκαλος κατέθεσε στην Ολομέλεια το επίσημο κείμενο του Συντάγματος των Σκοπίων, το οποίο ζητήθηκε και στάλθηκε διά της διπλωματικής οδού, όπως έπρεπε εξαρχής να συμβεί και όχι μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της σκοπιανής πλευράς, στο οποίο βεβαίως δεν υπάρχουν ενσωματωμένες οι επίμαχες τροποποιήσεις. «Θα προστεθούν αφού κυρώσουμε τη Συμφωνία» τόνισε ο Κατρούγκαλος, δηλώνοντας, κατά τα λοιπά, ότι «η Συμφωνία καλύπτει στο 110% τις εθνικές θέσεις και είναι εθνικά επωφελής».

Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι ο Γιώργος Κατρούγκαλος παραδέχθηκε ότι το νέο Σύνταγμα των Σκοπίων θα τεθεί σε ισχύ μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και του πρωτοκόλλου ένταξης στο ΝΑΤΟ από την ελληνικό κοινοβούλιο. Ο ίδιος κατέθεσε μάλιστα στην Ολομέλεια το επίσημο κείμενο του Συντάγματος της γειτονικής χώρας όπου φαίνεται πως δεν έχουν προστεθεί οι αλλαγές για το νέο όνομα, την εξάλειψη των αλυτρωτισμών κ.α. αν και οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις αποτελούν ρητό όρο για την ψήφιση της Συμφωνίας από την χώρα μας.

Η ψηφοφορία

Αναφορικά με την ψηφοφορία του μεσημεριού, το Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται πως έχει εξασφαλίσει την κύρωση της Συμφωνίας.  «Ναι» έχουν πει οι Θανάσης Παπαχριστόπουλος, Σπύρος Δανέλλης, Σπύρος Λυκούδης, Γιώργος Μαυρωτάς, Θανάσης Θεοχαρόπουλος, Ελενα Κουντουρά ενώ η Κατερίνα Παπακώστα έδωσε μισό «ναι» στην ομιλία της και άφησε το υπόλοιπο για το φινάλε.

Επομένως υπάρχουν έξι σίγουροι και πιθανότατα η Παπακώστα επτά που προστίθενται στους 145 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.

 https://www.in.gr/2019/01/25/politics/kommata/polemos-dyo-kosmon-sklires-ekfraseis-psifoforia-aorates-eggyiseis-gia-makedoniko/
25 Ιανουαρίου 2019 




     ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ - ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ     

GREECE - FYROM

FYROM

ΕΛΛΑΔΑ - ΒΑΛΚΑΝΙΑ


-----------------------------------------
  Οι απόψεις, που δημοσιεύονται στα εκάστοτε- αποκλειστικά χάριν ενημέρωσης και προβληματισμού-αναρτώμενα άρθρα (ή κάθε είδους κείμενα) του ιστολογίου μου, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους αρθρογράφους που επώνυμα τις διατυπώνουν.  Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς των κειμένων, εικόνων κλπ και των ιστολογίων που αναφέρονται.  
  Οι ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger. Στο αρχικό  πρωτότυπο κείμενο  παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.  
-----------------------------------------------------