Συγκρίνοντας δύο μουσεία.
Η σύγκριση Βεργίνας και Επανομής αναδεικνύει με αδρές αλλά ουσιαστικές γραμμές το θεμελιώδες περίγραμμα του πολιτικού προγράμματος που έχει ανάγκη η χώρα και που μπορεί να συμπυκνωθεί σε δύο βασικές προτάσεις: βελτίωση του δημοσίου τομέα, άρση των περιορισμών για την ανάπτυξη του ιδιωτικού. Αντί να επιμένουμε στις αντιθέσεις μεταξύ των δύο, πρέπει να υπογραμμίζουμε το γεγονός πως οι δύο αυτοί τομείς μπορούν και πρέπει να συμπληρώνονται.
Πριν από κάμποσους μήνες βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ δύο εντελώς διαφορετικά μουσεία. Το πρώτο είναι το Μουσείο των Αιγών, γνωστό και ως μουσείο της Βεργίνας. Χρόνια ήθελα να πάω χωρίς όμως να τα καταφέρνω και όλοι μου επαναλάμβαναν τι χάνω. Οταν τελικά τα κατάφερα, κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσαν. Πρόκειται για συγκλονιστική εμπειρία, που δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Δεν είναι μόνο τα εκθέματα, αλλά και ο χώρος. Το μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1993, μιμείται τον τεχνητό λόφο, την «Τούμπα», μέσα στον οποίο βρίσκονταν θαμμένοι οι τέσσερις τάφοι και το μικρό ιερό που αποκάλυψαν οι ανασκαφές το 1977. Ουσιαστικά κατεβαίνεις στο εσωτερικό της Τούμπας, όπου ανακαλύπτεις τους τάφους εκεί όπου βρέθηκαν. Ο φωτισμός και η «σκηνοθεσία» του χώρου είναι συγκλονιστικά.
Το δεύτερο μουσείο που επισκέφθηκα είναι πολύ λιγότερο γνωστό. Πρόκειται για το Μουσείο Οίνου Γεροβασιλείου στην Επανομή, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη. Εγκαινιάστηκε το 2008 και όπως λέει το όνομά του, εμπεριέχει μια συλλογή εργαλείων αμπελουργίας, οινοποίησης, εμφιάλωσης και βαρελοποιίας που προέρχονται από όλο τον κόσμο και πηγαίνουν πίσω στον χρόνο, ώς την κλασική αρχαιότητα. Προέρχονται από την ιδιωτική συλλογή του πρωτοπόρου οινοποιού Βαγγέλη Γεροβασιλείου, ο οποίος ίδρυσε και διευθύνει το ομώνυμο οινοποιείο. Το βασικό μέρος της συλλογής του μουσείου αποτελείται από ανοιχτήρια κρασιού. Δεν θα μπορούσα να πιστέψω ποτέ πως το ανοιχτήρι, ένα ταπεινό εργαλείο που συνήθως προσπερνάμε χωρίς να του δώσουμε σημασία, έχει τόσο μεγάλο ιστορικό εύρος και ποικιλία. Παρατηρώντας τα εκατοντάδες ανοιχτήρια στο αισθητικά άψογο αυτό μουσείο, προσεγγίζει κανείς την ανθρώπινη ιστορία από νέα σκοπιά. Κι εκεί εντυπωσιάστηκα.
Τι αποκομίζει κανείς από τη σύγκριση αυτή; Το μουσείο της Βεργίνας είναι μεγάλο, δημόσιο, παγκόσμιας εμβέλειας και με μοναδικό περιεχόμενο. Το μουσείο Γεροβασιλείου είναι ιδιωτικό, μικρό και αφορά πολύ ιδιαίτερο αντικείμενο. Και τα δύο όμως είναι εντυπωσιακά, το καθένα με τον τρόπο του.
Η Βεργίνα αποδεικνύει πόσο επιτυχημένο μπορεί να είναι το Δημόσιο αν το θελήσει. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα λειτουργούν στην εντέλεια. Κάθε άλλο. Οι (ντόπιοι φαντάζομαι) υπάλληλοι έμοιαζαν βαριεστημένοι και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη δουλειά τους. Τα εκπαιδευτικά βίντεο ήταν πρωτόγονα, όπως και οι συσκευές προβολής τους, ενώ το πωλητήριο ήταν κλειστό. Ο χώρος γύρω από το μουσείο είναι γεμάτος κακόγουστα μαγαζιά. Γενικότερα, η διαχείριση της λειτουργίας των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων παραμένει βαθύτατα προβληματική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αμαρτωλούς οργανισμούς όπως το ΤΑΠ (Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων), που λειτουργούν προς όφελος των συνδικαλιστών και των εργαζομένων και όχι της κοινωνίας. Με λίγα λόγια, μολονότι το Δημόσιο έχει αρκετά επιτεύγματα να επιδείξει, δείχνει να μην μπορεί να ξεφύγει από τον κακό του εαυτό.
Αντίθετα, οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες δεν έχουν (και δεν χρειάζεται να έχουν) τις βλέψεις και το μέγεθος των δραστηριοτήτων του Δημοσίου. Μπορούν να ειδικεύονται σε συγκεκριμένο αντικείμενο και να το κάνουν με εξαιρετικό τρόπο. Αυτό ισχύει τόσο για το Μουσείο Οίνου όσο και για δεκάδες άλλα ιδιωτικά μουσεία (όπως, π.χ., αυτά του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Πειραιώς). Αυτό όμως που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην Επανομή σε σύγκριση με τη Βεργίνα, ήταν ο ενθουσιασμός και ο επαγγελματισμός του προσωπικού και η ταύτισή του με το μουσείο.
Η σύγκριση Βεργίνας και Επανομής αναδεικνύει με αδρές αλλά ουσιαστικές γραμμές το θεμελιώδες περίγραμμα του πολιτικού προγράμματος που έχει ανάγκη η χώρα και που μπορεί να συμπυκνωθεί σε δύο βασικές προτάσεις: βελτίωση του δημοσίου τομέα, άρση των περιορισμών για την ανάπτυξη του ιδιωτικού. Αντί να επιμένουμε στις αντιθέσεις μεταξύ των δύο, πρέπει να υπογραμμίζουμε το γεγονός πως οι δύο αυτοί τομείς μπορούν και πρέπει να συμπληρώνονται.
Στάθης Ν. Καλύβας,
καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
13/1/2019
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ