Μην υποτιμάτε τον γαλλογερμανικό άξονα


H συνθήκη που υπέγραψαν Μέρκελ, Μακρόν θα διαμορφώσει την ευρωπαϊκή ατζέντα. Οι φιλοδοξίες για κοινή αμυντική πολιτική και η σύγκριση με τις πρώτες προσπάθειες νομισματικής ενοποίησης.

Το Άαχεν είναι κοντά στην ολλανδική πόλη του Μάαστριχ, η οποία έδωσε το όνομά της στην πιο σημαντική ίσως ευρωπαϊκή συνθήκη της σύγχρονης εποχής.

Η Συνθήκη του Άαχεν, η οποία υπογράφηκε την περασμένη εβδομάδα από τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ανήκει σε διαφορετική κατηγορία. Αλλά θα κάνατε μεγάλο λάθος αν υποτιμούσατε τη σημασία της. Η συμφωνία αυτή θα θέσει μια ατζέντα, ακριβώς όπως το έκανε η γαλλογερμανική Συνθήκη των Ηλυσίων το 1963. Και η ατζέντα έχει σημασία στον ευρωπαϊκό διάλογο.

Αν θέλει κανείς να κάνει μια σύγκριση, μπορεί να σκεφτεί το σχέδιο Βέρνερ. Τον Δεκέμβριο του 1969, στo λυκόφως του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς, οι ηγέτες της Ε.Ε. πραγματοποίησαν μια σύνοδο στη Χάγη για να ορίσουν ομάδα εργασίας η οποία θα μελετούσε το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας νομισματικής ένωσης. Επικεφαλής ήταν ο Πιερ Βέρνερ, πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου την εποχή εκείνη. Οι οικονομολόγοι είχαν δίκιο τότε που απέρριψαν τη συζήτηση μιας μελλοντικής νομισματικής ένωσης ως όνειρο θερινής νυκτός, όπως οι ειδικοί σε θέματα άμυνας έχουν δίκιο που απορρίπτουν τη συζήτηση για έναν ευρωπαϊκό στρατό.

Η έκθεση Βέρνερ ήταν ένας μη ρεαλιστικός οδικός χάρτης για το ενιαίο νόμισμα. Εντούτοις κατάφερε να βάλει στο τραπέζι αυτή την εξαιρετικά σημαντική ατζέντα. Πέρασαν 30 χρόνια μέχρι την εισαγωγή του ευρώ. Αλλά χωρίς αυτό το πρώτο αποτυχημένο βήμα, δεν θα συνέβαινε ποτέ.

Ένας από τους πολλούς λόγους που το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρεί από την Ε.Ε. είναι η επίμονη τάση υποτίμησης αντίστοιχων συμβολικών κινήσεων. Ένας άλλος είναι η εδραιωμένη πεποίθηση ότι η χρυσή εποχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει παρέλθει. Η αρνητική στάση του βρετανικού Τύπου απέναντι στη Συνθήκη του Άαχεν ακολουθεί την ίδια παράδοση.

Το να βρίσκεται κανείς σε άρνηση όσον αφορά την ενοποίηση δεν συμβαδίζει με τις εξελίξεις. Έχω επικρίνει συχνά τον τρόπο που χειρίστηκε η γερμανική κυβέρνηση την κρίση της ευρωζώνης. Αλλά δεν αμφέβαλα ποτέ για τη δέσμευση της Γερμανίας στη νομισματική ενοποίηση. Η Συνθήκη του Άαχεν δεν προσφέρει συγκεκριμένες λύσεις, αλλά τουλάχιστον υπογραμμίζει τη δέσμευση αυτή. Η Γερμανία και η Γαλλία λένε ουσιαστικά ότι θα κάνουν «whatever it takes». Όπως ο Άγιος Αυγουστίνος πριν από αυτές, απλά δεν θέλουν να το κάνουν ακόμα.

Ισως, όμως, να μην είναι σε θέση να περιμένουν πολύ ακόμα. Η Ε.Ε. πρέπει να κάνει κάποιες καθοριστικές επιλογές στο μέλλον της δυσλειτουργικής νομισματικής της ένωσης. Τη δεκαετία που προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης, πολλά από τα προβλήματα στην πραγματική οικονομία και στον χρηματοοικονομικό τομέα έμειναν άλυτα.

Η λεγόμενη τραπεζική ένωση απέτυχε να εκπληρώσει την κύρια αποστολή της και να σπάσει τον θανάσιμο εναγκαλισμό ανάμεσα στις τράπεζες και τα κράτη. Η Ιταλία συνεχίζει να διασώζει τις τράπεζές της. Αναμένω ότι θα το κάνει πολύ σύντομα και η Γερμανία.

Οι τελευταίες οικονομικές μετρήσεις δείχνουν ότι η κάμψη θα είναι πιο βαθιά από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Αν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια δεν ανεβαίνουν πάνω από το -0,4% στην κορυφή του οικονομικού κύκλου, τότε ξέρεις πως η πραγματική οικονομία είναι πολύ άρρωστη. Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνει ότι οι πιστωτικές συνθήκες αρχίζουν να γίνονται πιο σφιχτές στην Ιταλία, ενώ η Ολλανδία υποφέρει από μια χρηματοπιστωτική «φούσκα». Με άλλα λόγια, εισερχόμαστε σε μια περίοδο στην οποία οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα ξαναμπούν στην ατζέντα.

Στη συζήτηση για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, μπορεί να βρισκόμαστε στο σημείο στο οποίο ήμασταν το 1969 όσον αφορά τη νομισματική ενοποίηση. Το εξωτερικό γεγονός το οποίο παρακίνησε το Βερολίνο και το Παρίσι να επανεξετάσουν τη στάση ήταν οι επανειλημμένες απειλές του Ντόναλντ Τραμπ ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν από το ΝΑΤΟ. Ακόμα και στο εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο που συμβεί κάτι τέτοιο, η Γερμανία και η Γαλλία δεν θα είναι σε θέση να δημιουργήσουν έναν κοινό στρατό.

Η Γερμανία, συγκεκριμένα, δεν είναι πολιτικά έτοιμη. Δαπανάει μόνο το 1,2% του ΑΕΠ της στην άμυνα, έναντι 2% που δαπανάει η Γαλλία. Το γερμανικό σύνταγμα ορίζει ότι οποιαδήποτε απόφαση για την ανάπτυξη στρατευμάτων πρέπει να έχει την έγκριση της Bundestag. Oι δύο χώρες έχουν ριζικά αντίθετες στάσεις όσον αφορά τη στρατιωτική εμπλοκή.

Η Συνθήκη του Άαχεν δεν θα αλλάξει τις πολιτικές αντιλήψεις της Γερμανίας όσον αφορά την άμυνα. Αλλά δεν θα το θεωρούσα απίθανο να γίνει με τον καιρό πιο αποδεκτό για μια γερμανική κυβέρνηση να αυξήσει το όριο για τις αμυντικές δαπάνες, εφόσον αυτό εντάσσεται σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Μετά την έκθεση Βέρνερ ακολούθησαν μια σειρά από χαλαρές νομισματικές συμφωνίες, τις οποίες διαδέχτηκε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο δρόμος προς έναν κοινό στρατό δεν είναι στρωμένος μόνο με καλές προθέσεις αλλά και με πολλά μικρά βήματα, όπως η θέσπιση κοινών εργαλείων για αμυντικές προμήθειες.

Στον πρόλογο της Συνθήκης του Άαχεν, η Γαλλία και η Γερμανία υπόσχονται να οδηγήσουν «τις διμερείς τους σχέσεις σε ένα νέο επίπεδο».

Μια ημέρα, ενώ θα έχουμε το βλέμμα στραμμένο αλλού, αυτό ακριβώς είναι που θα συμβεί.


 30 Ιανουαρίου 2019 


             ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ            





 Αποευρωπαϊκοποίηση της ΕΕ
 το νέο σχέδιο Μακρόν-Μέρκελ!

Στην πρόσφατη συνάντησή τους στις 22 Ιανουαρίου 2019 στο Άαχεν, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν και η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ υπέγραψαν μία «νέα συνθήκη για τη συνεργασία και τη γαλλογερμανική ολοκλήρωση, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης μεταξύ των δύο χωρών και της προσέγγισης των δύο κοινωνιών». Πιο συγκεκριμένα, η νέα αυτή συνθήκη, μεταξύ των άλλων, περιλαμβάνει:

Πρώτον, την υιοθέτηση μίας αμοιβαίας αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, εκφράζοντας την αλληλεγγύη των δύο χωρών απέναντι σε απειλές.

Δεύτερον, τη δημιουργία ενός γαλλογερμανικού Κοινοβουλίου με εκατό μέλη, με στόχο την κοινή προσέγγιση μεταξύ των νομοθεσιών και των κανονισμών των δύο χωρών.

Τρίτον, τη δημιουργία μίας ψηφιακής πλατφόρμας που θα εκφέρει μία γαλλογερμανική φωνή στο παγκόσμιο οπτικοακουστικό τοπίο.

Τέταρτον, τη σύσταση ενός Ταμείου και μίας διασυνοριακής επιτροπής ενισχυμένης συνεργασίας στις συνοριακές περιοχές.

Πέμπτον, τη σύσταση ενός συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων προώθησης του διαλόγου αναφορικά με τις οικονομικές πολιτικές των δύο χωρών, ενίσχυσης του συντονισμού στην ΕΕ και τον ΟΗΕ.

Έκτον, την κοινή δέσμευση των δύο χωρών για τη «θωράκιση» της διεθνούς ασφάλειας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η νέα αυτή συνθήκη θεωρήθηκε από τους δύο πολιτικούς αρχηγούς των χωρών τους, ως μία νέα πνοή στο ευρωπαϊκό σχέδιο, που κατά την άποψή τους, δοκιμάζεται από την άνοδο του εθνικισμού στην ΕΕ. Όμως, κρίνεται «φτωχή σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις» ενίσχυσης του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος και αναβάθμισης της οικονομικής και κοινωνικής δημοκρατίας από Ευρωπαίους αναλυτές.

Οι δεσμεύσεις αυτές, λένει, είναι ικανές να αποτρέψουν την εμβάθυνση των εισοδηματικών και των κοινωνικών ανισοτήτων που προκαλούν τις συνθήκες διεύρυνσης του εθνικισμού και τη «θωράκιση» της ευρωπαϊκής οικονομίας από την ενδεχόμενη νέα κρίση που θα απειλήσει την ΕΕ.

Κάτι τέτοιο ισχύει γιατί η νέα αυτή συνθήκη, ουσιαστικά, επιδιώκει «την προώθηση της σύγκλισης μεταξύ των δύο χωρών σε επίπεδο διευθυντηρίου και την προσέγγιση των δύο κοινωνιών», με παράγωγο και όχι κυρίαρχο στόχο την ανάληψη της ευθύνης για την οικοδόμηση μίας κυρίαρχης, ενωμένης, κοινωνικής και δημοκρατικής Ευρώπης.

Ευρωπαϊκό σχέδιο Μακρόν

Πράγματι, η κριτική αυτή αξιολόγηση της νέας συνθήκης μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας στο Άαχεν, βασίζεται και στο ευρωπαϊκό σχέδιο που εξήγγειλε ο Εμανουέλ Μακρόν, κατά την περιοδεία του σε χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης.

Στο ταξίδι του (Σεπτέμβριος 2017) στην Ελλάδα υποστήριξε ότι «η επανιδρυμένη Ευρώπη θα επέλθει δημοκρατικά με τη δημιουργία ‘πολλών σχημάτων’, με την ώθηση προς τα εμπρός μίας ‘πρωτοπορίας’ χωρών οι οποίες θα επιθυμούν να προχωρήσουν πιο μακριά στην εμβάθυνσή της και στη σύγκλιση των οικονομιών και της πολιτικής τους, στον οικονομικό, φορολογικό, κοινωνικό, αμυντικό, κλιματολογικό, ενεργειακό τομέα κλπ. »

Ωστόσο, ο Γάλλος πρόεδρος παραβλέπει ότι η ΕΕ ως αγορά και ως άθροισμα κρατών-μελών, που δεσπόζει η εθνική και όχι η ευρωπαϊκή κυριαρχία, απορρίπτεται από τους πολίτες της, οι οποίοι αναδεικνύουν, με τους πιο δημοκρατικούς και κοινωνικούς τρόπους, τον κίνδυνο της αποευρωπαϊκοποίησης και της διάλυσής της.

Στις συνθήκες αυτές, η Γερμανίδα καγκελάριος στο Άαχεν υπογράμμισε ότι «προχωρήσαμε σε αυτή την πρωτοβουλία γιατί ζούμε σε μία ιδιαίτερη ιστορική περίοδο που χρειαζόμαστε αποφασιστικές, ξεκάθαρες και προωθητικές απαντήσεις». Παράλληλα, ο Γάλλος πρόεδρος υπογράμμισε ότι «τη στιγμή που η Ευρώπη απειλείται από την ενίσχυση του εθνικισμού και βιώνει την οδύνη του Brexit, η Γερμανία και η Γαλλία οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να δείξουν τον δρόμο προς τα εμπρός».

Πώς επιτυγχάνεται η ευρωπαϊκοποιήση

Όμως, η ευρωπαϊκοποίηση της Ευρώπης, ανεξάρτητα από τις προθέσεις, τις εξαγγελίες και τις διμερείς συμφωνίες συνεργασίας των Ευρωπαίων πολιτικών ηγετών, δεν επιτυγχάνεται με τη δημιουργία «ζωνών επιρροής» και την εφαρμογή πολιτικών απαξίωσης της κοινωνικής της συνείδησης.

Ταυτόχρονα, όμως, δεν εξασφαλίζεται ούτε με τον μετασχηματισμό των χωρών που πλήττονται από κρίση δανεισμού που μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους ή των αδύναμων χωρών σε υπεργολαβικά εργαστήρια μίας «πρωτοπορίας» χωρών. Ούτε επίσης εξασφαλίζεται με την συρρίκνωση των δημοκρατικών λειτουργιών, των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων της ΕΕ, προσδοκώντας στην αντιμετώπιση της ανόδου του εθνικισμού στην Ευρώπη.

Αντίθετα, πριν και πάνω απ’ όλα η ευρωπαϊκοποίηση της ΕΕ και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της ανόδου του εθνικισμού στη γηραιά ήπειρο επιτυγχάνεται με τη θεσμοποίηση της ενδοευρωπαϊκής ισομέρειας. Παράλληλα, συντελείται και με την εισαγωγή της ΕΕ σε έναν νέο κύκλο εγκατάλειψης της λιτότητας, της αποκαθήλωσης των εργασιακών, μισθολογικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, της ανεργίας, της φτωχοποίησης του πληθυσμού κλπ.

Με αυτόν τον τρόπο, η πολιτική, δημοκρατική, παραγωγική, κοινωνική και τεχνολογική ανασυγκρότηση και ολοκλήρωση της ΕΕ θα αποτρέψει την αποευρωπαϊκοποίησή της και την άνοδο του εθνικισμού, σε βαθμό που μία τέτοια προοπτική θα καταστεί, μεταξύ των άλλων, πιο οικονομική από τη διάλυση ή την αποσύνθεσή της.

Σάββας Ρομπόλης-Βασίλης Μπέτσης

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου. Γεννήθηκε και ζει στην Καισαριανή. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο αγοριών. Τελείωσε το 7ο Νυχτερινό Γυμνάσιο–Λύκειο Παγκρατίου. Είναι πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (D.E.S.) του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris I). Διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών (Thèse d’ Etat) του Πανεπιστημίου των Παρισίων (Paris IX). Γνωρίζει Γαλλικά και Αγγλικά. Είναι συγγραφέας βιβλίων, άρθρων και επιστημονικών εργασιών σχετικών με τα ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Ο Βασίλης Μπέτσης είναι πτυχιούχος του Τμήματος Στατιστικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ), κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στα Χρηματοοικονομικά και Αναλογιστικά Μαθηματικά (M.Sc.) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως σύμβουλος αναλογιστής και είναι υποψήφιος Διδάκτορας του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.

https://slpress.gr/oikonomia/
apoeyropaikopoiisi-tis-ee-to-neo-schedio-makron-merkel/
 1 Φεβρουαρίου 2019