Η Ελλάδα μετατρέπεται στο γηροκομείο της Ευρώπης...



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
(1) Ο πληθυσμός της Ελλάδας συνεχίζει να μειώνεται ραγδαία.
(2) Οι ένοχοι της δημογραφικής γενοκτονίας των Ελλήνων.


Handelsblatt: 
Η Ελλάδα μετατρέπεται στο γηροκομείο της Ευρώπης.

Μετανάστευση και λιγότερες γεννήσεις μετατρέπουν την Ελλάδα στο γηροκομείο της Ευρώπης αναφέρει σε δημοσίευμά της η Handelsblatt, σημειώνοντας με νόημα ότι αυτή η εξέλιξη έχει σημαντικές συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και εγείρει το ερώτημα αν θα μπορέσει να αποπληρώσει τα χρέη της.

Στο δημοσίευμά της η Handelsblatt αντλεί στοιχεία από έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) σύμφωνα με τα οποία οι νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη χώρα ενώ αυτοί που παραμένουν στην Ελλάδα κάνουν ολοένα και λιγότερα παιδιά.


«Η δημογραφική αυτή τάση έχει σημαντικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη της χειμαζόμενης από την κρίση χώρας και για το μέλλον των ήδη επιβαρυμένων συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, ενώ η μείωση του πληθυσμού εγείρει και το ερώτημα αν η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει τα χρέη της», σημειώνει ο αρθρογράφος της Handelsblatt,  Γκερντ Χέλερ.

Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, η οκταετής κρίση δεν έχει εξαλείψει μόνο το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της Ελλάδας, το ένα τρίτο του εισοδήματος και το 40% του πλούτου των Ελλήνων, αλλά για πρώτη φορά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο πληθυσμός έχει επίσης συρρικνωθεί.

«Από τις αρχές του 2010, περισσότεροι από 360.000 άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Οι περισσότεροι ήταν ακαδημαϊκοί και νέοι, μορφωμένοι επαγγελματίες που αναζητούσαν ένα καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό, εξαιτίας της υψηλής ανεργίας και της πτώσης των μισθών. Σύμφωνα με τον Ιατρικό Σύλλογο της Αθήνας, από το 2010, περίπου 18.000 γιατροί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Οι περισσότεροι πήγαν στη Βρετανία, τη Γερμανία και τις χώρες του Κόλπου. Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα χάνει όχι μόνο πολλά από τα καλύτερα ταλέντα της, αλλά και τις επόμενες γενιές. Η μετανάστευση είναι ένας από τους λόγους για τη μείωση του ποσοστού γεννήσεων. Η άλλη είναι η οικονομική αβεβαιότητα που οδήγησε πολλά ζευγάρια να παραιτηθούν από την προσπάθεια να κάνουν παιδιά», υπογραμμίζει η Handelsblatt.

Στη συνέχεια η γερμανική εφημερίδα αναφέρει ότι στην Ελλάδα, το 2008, πριν από την έξαρση της κρίσης, γεννήθηκαν περίπου 140.000 παιδιά, ενώ πέρυσι οι γεννήσεις περιοχρίστηκαν στις 80.000 γεννήσεις. Όσον αφορά τα ποσοστά γεννήσεων, στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (9,9 το 2017) με 8,2 νεογνά ανά 1000 κατοίκους. Μόνο η Ιταλία έχει ακόμα χειρότερο ποσοστό με 7,6 γεννήσεις ανά 1000 κατοίκους, καταλήγει η Handelsblatt.

 6 Ιανουαρίου 2019 


                  ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ                 



1.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας συνεχίζει να μειώνεται ραγδαία.

Μελέτη του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων Βύρωνα Κοτζαμάνη, προβλέπει ότι ο αριθμός των θανάτων αναμένεται να αυξηθεί τις δυο επόμενες δεκαετίες, οι γεννήσεις να μην υπερβαίνουν πλέον τις 85.500 και οι θάνατοι σε σχέση με τις γεννήσεις να είναι περισσότεροι κατά 36.000, χωρίς δυνατότητα αναστροφής του αρνητικού ισοζυγίου.

Η μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα που ξεκίνησε από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας συνεχίζεται απρόσκοπτα. Στη μείωση αυτή συμβάλει σημαντικά το ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων που είναι όλο και περισσότερο αρνητικό. Τίθεται έτσι ένα ερώτημα: οι θάνατοι που είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια θα συνεχίσουν να υπερτερούν και στο μέλλον, με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο να παραμένει αρνητικό;

Απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα δίνει η πρόσφατη μελέτη του Βύρωνα Κοτζαμάνη, ο οποίος μίλησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Οι θάνατοι καθ' όλη τη μεταπολεμική περίοδο αυξάνονται σχεδόν σταθερά παρόλο που την τελευταία 65ετία ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί κατά, σχεδόν, 15 χρόνια. Αντίφαση; αναρωτιέται ο καθηγητής, για να απαντήσει "προφανώς όχι", εξηγώντας στη συνέχεια:

 "Η αύξηση των θανάτων οφείλεται στην προοδευτική γήρανση του πληθυσμού μας, στην αύξηση δηλαδή του «βάρους» των 65 ετών και άνω (ακόμη δε περισσότερο στην αύξηση του «βάρους» των 85 και άνω). Οι μεν 65 και άνω σε απόλυτες τιμές πενταπλασιάστηκαν σχεδόν ανάμεσα στο 1951 και το 2018 (και το ποσοστό τους στον συνολικό πληθυσμό από 6,8% αυξήθηκε στο 22%), ενώ την ίδια περίοδο, ο αριθμός των 85 και άνω υπερ-δεκαπλασιάστηκε και το ειδικό τους βάρος στο εσωτερικό της ομάδας των 65 ετών και άνω από 5,8% το 1951 εγγίζει το 15% το 2018".

"Ταυτόχρονα", προσθέτει ο καθηγητής "όλοι ξέρουμε ότι η θνησιμότητα αυξάνεται σημαντικά μετά τα 65 έτη, ταχύτατα δε μετά τα 85 έτη. Έτσι, παρόλο που οι πιθανότητες ζωής μας αυξήθηκαν την τελευταία 65ετία, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των θανάτων που υπερδιπλασιάσθηκαν ανάμεσα στην πρώτη μεταπολεμική πενταετία και στην τελευταία αντίστοιχη (2013-2017).

Ο αριθμός των θανάτων αναμένεται όμως να αυξηθεί και τις δυο επόμενες δεκαετίες καθώς τα κέρδη στη μέση προσδοκώμενη ζωή θα επιβραδυνθούν και ταυτόχρονα τόσο το πλήθος όσο και το ποσοστό των άνω των 65 ετών θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι και το 2035 (αύξηση από 300 έως 500 χιλ και από το 21% στο 27-28% του συνολικού πληθυσμού αντίστοιχα)".

Η πορεία των γεννήσεων την ίδια περίοδο ήταν διαφορετική. Ειδικότερα, συνεχίζει ο καθηγητής, ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο αριθμός τους υπερέβαινε σταθερά τις 140.000, την επόμενη δεκαετία καταγράφεται μια σημαντική πτώση (102.000 το 1990). Η πτώση αυτή θα ανακοπεί στη συνέχεια (οι γεννήσεις θα σταθεροποιηθούν γύρω από τις 100.000 την δεκαετία του 1990), θα καταγραφεί δε ακόμη και μια μικρή αύξησή τους ανάμεσα στο 2001 και το 2008. Στη συνέχεια όμως οι πρότερες τάσεις αναστρέφονται και το 2017 οι γεννήσεις δεν υπερβαίνουν πλέον τις 85.500 με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο να είναι αρνητικό κατά 36.000.

Μπορούμε μήπως να ελπίζουμε ότι τις επόμενες δεκαετίες οι γεννήσεις θα ανακάμψουν σημαντικά και το φυσικά μας ισοζύγια να γίνουν πάλι θετικά, όπως ήταν μέχρι και το 2009;

Ο κ. Κοτζαμάνης εκτιμά ότι αυτό είναι αδύνατον και εξηγεί τους λόγους. Καταρχάς, λέει, ότι ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας τις δυο επόμενες δεκαετίες (των γυναικών δηλαδή αυτών που θα είναι σε ηλικία να τεκνοποιήσουν) αναμένεται να μειωθεί (κατά 300 χιλ. ανάμεσα στο 2018 και το 2035), ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες ότι θα αυξηθεί ο μέσος αριθμός παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι γυναίκες αυτές.

Αλλά ακόμη και αυτό αν γίνει, εάν δηλαδή οι γυναίκες που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και το 2000 αυξήσουν λίγο την γονιμότητά τους, φέρνοντας στον κόσμο κατά μέσο όρο από 1,5 παιδιά έως 1,7-1,8 παιδιά, ο μέσος ετήσιος αριθμός των γεννήσεων την περίοδο 2018-2035 δύσκολα θα ξεπεράσει τις 95.000.

Με δεδομένο, εξηγεί ότι οι θάνατοι την ίδια περίοδο θα ανέλθουν στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων στις 135.000 και στη δυσμενέστερη στις 140.000/έτος, ακόμη και αν υιοθετήσουμε το πλέον ευνοϊκό για τις γεννήσεις σενάριο τα φυσικά μας ισοζύγια μέχρι το 2035 δεν πρόκειται να αλλάξουν πρόσημο: θα παραμείνουν αρνητικά κατά 40.000-45.000 ανά έτος.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, ακόμη και στην περίπτωση που το μεταναστευτικό ισοζύγιο (έξοδοι-είσοδοι) την ίδια περίοδο παραμείνει μηδενικό -όσοι έξοδοι τόσοι και είσοδοι- το 2035, στην πλέον ευνοϊκή περίπτωση θα είμαστε 700 έως 800 χιλ. λιγότεροι σε σχέση με το 2018, και ασφαλώς λιγότεροι από 10 εκατομμύρια. Φυσικά, αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο των επόμενων ετών -μέχρι και το 2035- παραμείνει αρνητικό (όπως και για την περίοδο 2010-2017), ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί ακόμη περισσότερο, καταλήγει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Βύρωνας Κοτζαμάνης.

 6 Ιανουαρίου 2019 


2.
Οι ένοχοι της δημογραφικής γενοκτονίας των Ελλήνων.

Υπάρχουν τριών ειδών γενοκτονίες: η συστηματική εξόντωση γένους ή φυλής (πχ. οι κάτοικοι της Ναμίμπια επί γερμανικής αυτοκρατορίας), η αφομοίωση μιας φυλής από μία άλλη (πολιτισμική εξόντωση των Αβορίγινων στην Αυστραλία) και η δημογραφική, όταν ο πληθυσμός της χώρας γηράσκει, οι γεννήσεις είναι λιγότερες των θανάτων και ο συντελεστής εξαρτήσεως της γενεάς, κάτω των 16 και άνω των 65 ετών, υπερβαίνει τη μονάδα. Δηλαδή, σε κάθε εργαζόμενο αντιστοιχεί πλέον του ενός εξηρτημένο άτομο. Στην Ελλάδα σήμερα της θηριώδους ανεργίας, ο συντελεστής εξαρτήσεως είναι άνω του 2 και στη Γερμανία μόνον 0,86.

Συμφώνως προς μία μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), «υπάρχει κίνδυνος να μείνει ο μισός ελληνικός πληθυσμός σε 50 χρόνια». Δηλαδή το 2068 (Βλ.σχ.«Καθημερινή» και το συμπέρασμα ότι «βαίνουμε προς εξαφάνιση»). Το ΕΚΚΕ αποδίδει τα αίτια της υπογεννητικότητος στην υψηλότερη προσδόκιμη ζωή των νεοελλήνων, στη μείωση του παιδικού πληθυσμού, στην αύξηση της μεταναστεύσεως του γηγενούς πληθυσμού, στην επιδοματική πολιτική του κράτους και στην καθυστέρηση της μητρότητος. Η απόκτηση του πρώτου παιδιού από τη μέση Ελληνίδα μητέρα μετατοπίσθη, από την ηλικία των 24 ετών το 1990 στα 32 έτη το 2017.

Δηλαδή, κατά το ΕΚΚΕ εάν οι Έλληνες πεθαίναν ενωρίτερα, εάν στον παιδικό πληθυσμό προστίθεντο οι 300.000 εκτρώσεις ετησίως, εάν το κράτος ενίσχυε και τις εύπορες πολύτεκνες οικογένειες και οι μητέρες αράδιαζαν τα παιδιά μετά το δεύτερο και σε νεαρότερη ηλικία, το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας θα επιλύετο. Πολύ αμφιβάλλουμε.

Αν εφηρμόζετο μία τέτοια δημογραφική πολιτική, θα μετατίθετο το πρόβλημα για μια γενεά και θα επανήρχετο χειρότερο μετά την πλήρη προλεταριοποίηση του πληθυσμού, ιδίως υπό την πίεση της λαθρομεταναστεύσεως που παραλείπει να αναφέρει το ΕΚΚΕ.

Ποιος φταίει για την υπογεννητικότητα

Εν τούτοις, δεν είναι η αύξηση της προσδοκίμου ζωής των Ελλήνων που φταίει. Οι γιαγιάδες και παππούδες συντηρούν τη μέση ελληνική οικογένεια και ανατρέφουν τα εγγόνια, υπό συνθήκας υποαπασχολήσεως των γονέων κατά την τελευταία δεκαετία της «ευρωανεργίας». Η μέση Ελληνίδα επιθυμεί τουλάχιστον δύο παιδιά στη γόνιμη ηλικία, αρκεί να μην ζει ως τρωγλοδύτης στις αστυφιλικές πόλεις και να έχει πού να αφήσει τα παιδιά της–όχι σε παιδικούς σταθμούς «μερικής απασχόλησης». Στις ανεπτυγμένες οικονομικώς χώρες, όσο πιο μορφωμένη είναι η γυναίκα τόσο εντονότερο το ένστικτο της μητρότητος.

Κοντολογίς, για την υπογεννητικότητα ευθύνονται οι κοντόφθαλμοι πολιτικοί με την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε δύο ελληνικές πόλεις, η λανθασμένη ιεράρχηση των κοινωνικών δαπανών, η παρατεταμένη κρίση του ευρώ και όχι η Ελληνίδα μητέρα*. Εάν δεν υπήρχε η τι-μωρητική επιβολή τριών Μνημονίων των ευρωπαϊκών «θεσμών» (ΔΝΤ συν σπείρα 17 μισθάρνων οικονομιστών του παρανόμου Eurogroup) με την τεραστία ανεργία, την αδόκητο μετανάστευση 500.000 νέων Ελλήνων στην Εσπερία και το κλείσιμο 300.000 επιχειρήσεων, η ραγδαία μείωση του πληθυσμού θα απεφεύγετο.

Εάν οι κυβερνήσεις της Μεταπολιτεύσεως περιόριζαν τη φορομπηχτική τους μανία, την καρκινικής μορφής γραφειοκρατία και την απαράδεκτη αρνησιδικία, η εισαγωγή ιδιωτικού και ξένου κεφαλαίου στη χώρα θα είχε συνεπιφέρει κοινωνική ευημερία, όπως περίπου τις δύο προηγούμενες δεκαέτίες. Τότε οι γεννήσεις υπερέβαιναν τους θανάτους κατά 25.000 ετησίως και ο εγχώριος πληθυσμός ήταν σταθερός στα 10 εκατομμύρια περίπου, χωρίς λαθρομετανάστες, «Τρόικες» και ευρωπαϊκά ταμεία.

* Κωνσταντίνος Κόλμερ, Ευρωγενοκτονία, 
Εκδόσεις Λιβάνη, 2017, σελ.180.

Κωνσταντίνος Κόλμερ 

  Ο Κωνσταντίνος Κόλμερ εγεννήθη στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά και οικονομικά. Ειργάσθη ως δημοσιογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες και ανταποκριτής ξένου Τύπου επί 45ετία. Σήμερα είναι οικονομικός αναλυτής και συγγράφει ένα επίκαιρο βιβλίο πολιτικοοικονομικού περιεχομένου κάθε χρόνο. Το επόμενο θα είναι αφιερωμένο στον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδος στην περιοχή της νοτιανατολικής Μεσογείου.

https://slpress.gr/koinonia/
oi-enochoi-tis-dimografikis-genoktonias-ton-ellinon/

6 Ιανουαρίου 2019