Δραπετεύοντας από την παρακμή.
Οι φιλόσοφοι και οι ποιητές μας είχαν προειδοποιήσει από καιρό: Μια κοινωνία εισέρχεται σε φάση κρίσης, όταν καταρρέει η ικανότητά της να θέτει ή να αναγνωρίζει σκοπούς που να εναρμονίζουν τις ατομικές βλέψεις με τις συλλογικές ανάγκες. Όταν καταρρέουν οι αντικειμενικοί δείκτες αποτίμησης και ιεράρχησης των ανθρώπινων έργων και λόγων, ακολουθεί μια κάποια αποδιοργάνωση της κοινωνικής, πολιτικής και ψυχολογικής τάξης. Η αποδιοργάνωση αυτή δεν αποτελεί απαραίτητα αρνητική εξέλιξη, καθώς της δίδεται η ευκαιρία, μέσα από ένα είδος ερωτοτροπίας με το μηδέν, να αναπτύξει εκείνες τις δυνάμεις που θα της επιτρέψουν να αναγεννηθεί.
Εάν αντίθετα αποτύχει, η κρίση μεταστοιχειώνεται σε παρακμή. Η κατάσταση της παρακμής δεν συνιστά εξέλιξη της κρίσης, αλλά ποιοτικό άλμα, κατά το οποίο μια κοινωνία στερείται των αναγκαίων μέσων, ώστε να επιλύσει τα βασικά υπαρξιακά της ζητούμενα. Με απλά λόγια, δεν μπορεί να απαντήσει στο γιατί η ζωή έχει περισσότερο νόημα από τον θάνατο. Στον αντίποδα όλων αυτών των απαισιόδοξων προειδοποιήσεων και σε πείσμα των φιλοσόφων και των ποιητών, ο «πολιτισμός» του θεάματος έρχεται να προσφέρει τον εφησυχασμό της ματαιοδοξίας: σημασία δεν έχει τι κάνεις, αλλά πόσο στιλ βάζεις σε αυτό που κάνεις.
Ο «πολιτισμός» του θεάματος συμβαδίζει με το αξίωμα της άπειρης δυνατότητας: όλοι είναι εξίσου ικανοί για όλα. Αν από το αξίωμα της ματαιοδοξίας προκύπτει ο αμοραλισμός, από την αρχή της άπειρης δυνατότητας ο ισοπεδωτισμός. Τα δυο αυτά στοιχεία είναι απαραίτητα, ώστε να είναι σε θέση μια ατομική ύπαρξη να μετατραπεί σε προϊόν της βιομηχανίας του θεάματος. Η ικανότητα προσαρμογής από την πλευρά των ατόμων σε μια τέτοια διαδικασία παρουσιάζεται κοινωνικά με τη μορφή της επιτυχίας.
Ο σκοπός εκλείπει
Αν κάποτε ο όρος επιτυχία ήταν συνυφασμένος με την αξιολόγηση της ποιότητας της προσφοράς έργου σε έναν κάποιο τομέα, στις μέρες μας συνδέεται με την προθυμία έκθεσης του εαυτού, στα διάφορα μέσα προβολής. Τα χρήματα και η κοινωνική αναγνώριση αποτελούσαν σε παλιότερες κοινωνίες, κάποιες από τις συνέπειες της επιτυχίας. Πλέον συνιστούν την ίδια την επιτυχία. Όταν οι συνέπειες ενός σκοπού μετατρέπονται στον ίδιο τον σκοπό, έχουμε βάσιμους λόγους να ισχυριστούμε πως ο σκοπός εκλείπει.
Η έκλειψη του σκοπού και η αδυναμία αναγνώρισης αυτής της απώλειας επισφραγίζει, όπως είδαμε πιο πριν, ότι οι σύγχρονες κοινωνίες τελούν όχι απλά σε κατάσταση κρίσεως, αλλά παρακμής. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οδεύουν με λαμπερό χαμόγελο προς τον μηδενισμό της ύπαρξής τους. Σημαίνει πως, όχι μόνο στερούνται των μέσων να αποφύγουν μια τέτοια πορεία, αλλά και ότι βρίσκουν σε αυτήν ένα νέο είδωλο για να λατρέψουν.
Όλη αυτή η εφιαλτική προοπτική διαγνώστηκε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο, σε ένα από τα κείμενα του Ρένου Αποστολίδη. Πρόκειται για μια σύντομη αλληγορική ιστορία που έχει τον τίτλο: «Ο δραπέτης του αετώματος». Ξαφνικά, μεταφερόμαστε σε μια πόλη, η οποία δείχνει να βυθίζεται καθημερινά όλο και περισσότερο στον βούρκο της αθλιότητας και της χυδαιότητας. Παρ’ όλα αυτά, τα βλέμματα όλων είναι προσηλωμένα, πέρα από την πραγματικότητα αυτή, σε ένα περίλαμπρο αέτωμα, το οποίο κοσμούν υπέροχες μορφές και παραστάσεις. Όλα μοιάζουν τέλεια σε αυτό. Τίποτε δεν φαίνεται να χαλάει την εξωτερική του αρμονία.
Αλήθεια και φαινομενικότητα
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως το αέτωμα γίνεται το σύμβολο κάθε μορφής επίπλαστης ωραιοποίησης της ζωής, αποπροσανατολισμού της σκέψης και καταστολής της κριτικής δύναμης. Μέσα σε αυτόν τον διχασμό αλήθειας και φαινομενικότητας, δείχνει να αναλίσκεται η ζωή σε αυτή την πόλη. Ώσπου μια μορφή από αυτές που κοσμούν το αέτωμα, αποφασίζει κάποια νύχτα να θραύσει την επίπλαστη αρμονία του αετώματος και να δραπετεύσει. Η δραπέτευση αυτή προκαλεί το πρώτο ρήγμα στο αέτωμα, ένα ρήγμα που αντανακλάται στο βλέμμα αυτών που το κοιτούσαν αποχαυνωμένοι.
Ο κίνδυνος κατάρρευσης για το σύστημα που αντιπροσωπεύει το αέτωμα είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός. Γι΄ αυτό και επιδίδεται με όλες του τις δυνάμεις, στο να κατασκευάσει πριν την αυγή, στην κενή πλέον θέση, ένα ομοίωμα του δραπέτη. Ένα ομοίωμα που θα σβήνει τα ίχνη αυτής της παραφωνίας. Με αυτόν περίπου τον τρόπο κλείνει η αφήγηση.
Στο ερώτημα εάν ο συγγραφέας εκφράζει μια απαισιόδοξη στάση, θα πρέπει να απαντήσουμε αρνητικά. Η λογοτεχνία, σε αντίθεση με τον επιστημονικό ή τον πεζό λόγο της καθημερινότητας είναι σε θέση να μιλήσει αλληγορικά. Ακόμη και οι σιωπές της συνιστούν ένα πλούσιο υλικό νοημάτων που οφείλουμε να αποκωδικοποιήσουμε. Το κείμενο αυτό μας καλεί να γίνουμε συνεργοί στο «έγκλημα» της δραπέτευσης, στη θραύση των θαυμαστών μορφών που ωραιοποιούν την ασχήμια και την παρακμή του κόσμου μας και του ίδιου μας του ματαιόδοξου εαυτού. Ο δραπέτης του αετώματος μάς δείχνει τον δρόμο.
Ο Σωτήρης Αμάραντος γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1984. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορική έρευνα και τη διδακτική. Είναι διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Συνεργάζεται από το 2017 με τις “Εκδόσεις Πατάκη” στη σύνταξη Λεξικού Νεοελληνικής Γλώσσας. Επιμελητής του βιβλίου του Γιώργου Κοντογιώργη “Γνώση και Μέθοδος”.
15 Ιανουαρίου 2019