Παγκοσμιοποίηση: περισσότερα κέρδη, λιγότερες επενδύσεις, μικρότεροι μισθοί.
Η εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι ξεκάθαρα η εποχή των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Eίναι ουσιαστικά η επέκταση των δραστηριοτήτων των μεγάλων επιχειρήσεων σχεδόν σε πλανητικά όρια. Η παγκοσμιοποίηση συνέβαλε στη διόγκωση της πόλωσης τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό του συνόλου σχεδόν των χωρών του πλανήτη. Στο εσωτερικό της κάθε χώρας, η πόλωση δημιουργείται κυρίως λόγω των αποκλίσεων μεταξύ των υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων.
Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τις οικονομίες κλίμακας, την τεχνολογική τους υπεροχή και τη γνώση της διεθνούς αγοράς. Μέσω της διεθνοποίησης, επιτυγχάνεται η μείωση του κόστους, η εκμετάλλευση των συνεργιών που σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους, αλλά και ο έλεγχος της πελατείας.
Η συνεχής προσπάθεια των πολυεθνικών επιχειρήσεων να διεισδύσουν στις παγκόσμιες αγορές, μέσω των διαφόρων επενδυτικών δραστηριοτήτων, σε συνδυασμό με τη μείωση των εμποδίων στην κυκλοφορία των αγαθών, των υπηρεσιών και του χρήματος, οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία σε μια ενιαία αγορά χρήματος και κεφαλαίων. Oι εξελίξεις επηρεάζουν την οικονομία της κάθε χώρας.
Φαίνεται ότι η σημερινή κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας με τη δράση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, έχει φτάσει στα όρια των «επιτρεπόμενων» ανισορροπιών, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην κοινωνική κρίση του πλανήτη. Ειδικότερα η παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών κεφαλαίων οδηγεί στην αύξηση της απόδοσης των επενδύσεων, με μια παράλληλη συμπίεση των μισθών αλλά και του επιπέδου των ίδιων των επενδύσεων.
Νέες μορφές οικονομικής εξουσίας
Οι μεγάλες πολυεθνικές έχουν οργανώσει νέες μορφές οικονομικής εξουσίας, αποσυνδέοντας τον πλούτο από την παραγωγικότητα και το χρήμα από την πραγματική οικονομία. Εξάλλου, οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης συρρικνώνουν τις δημόσιες δαπάνες, μέσω της μείωσης της φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών και των υψηλών εισοδημάτων.
Τα κράτη όχι μόνο δεν μπορούν να παρέμβουν, προκειμένου να περιορίσουν την ισχύ των πολυεθνικών επιχειρήσεων, αλλά συγχρόνως υιοθετούν πολιτικές που επιδεινώνουν την οικονομική τους κατάσταση. Στην περίπτωση που ορισμένες κυβερνήσεις είναι αναγκασμένες να αντισταθμίσουν τη μείωση των φορολογικών εσόδων με την αύξηση του δημοσίου χρέους, έχουμε τη λεγόμενη «φορολογική κρίση των κρατών». Αυτή, σε συνδυασμό με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, μειώνει τις θέσεις εργασίας του δημοσίου τομέα και επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και την αποδιοργάνωση των εργασιακών σχέσεων.
Οι μεγάλες πολυεθνικές εκμεταλλεύτηκαν τις εκάστοτε οικονομικές συγκυρίες, επενδύοντας τα κεφάλαιά τους σε χώρες που τους παρείχαν τους πλέον ευνοϊκούς όρους ανάπτυξης. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και της πληροφορικής, οι νέες μορφές οργάνωσης και παραγωγής, η ραγδαία ανάπτυξη των χρηματαγορών κάθε άλλο παρά συνέβαλαν στην οικονομική ανάκαμψη και στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των χωρών αυτών. Αντίθετα, η ανεξέλεγκτη μετακίνηση του κεφαλαίου δημιούργησε μια κοινωνία άνιση και «βάρβαρη».
Βάσει μελετών
Μπορούμε τώρα να προβούμε σε έναν σχετικό απολογισμό όλων αυτών των εξελίξεων, με τη βοήθεια συγκεκριμένων εμπειρικών μελετών. Πρόσφατη μελέτη από το ΔΝΤ δείχνει πως τα τελευταία χρόνια οι μεγάλες πολυεθνικές όχι μόνο μειώνουν το μερίδιο των κερδών τους που προορίζονται για τους εργαζόμενους, αλλά μειώνουν και το αντίστοιχο μερίδιο που προορίζεται για επενδύσεις.
Οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις αυξάνουν τα κέρδη τους, καταβάλλοντας όλο και λιγότερο προσπάθεια. Μειώνουν τον υπάρχοντα ισχνό ανταγωνισμό, κυρίως μέσω των εξαγορών και συγχωνεύσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι το κυρίαρχο αρτικόλεξο-σύμβολο της εποχής μας, το WWW (WorldWide Web) παραφράζεται πλέον σε Wild Wild West του καπιταλισμού.
Η αυξανόμενη οικονομική δύναμη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων –από τις φαρμακευτικές μέχρι της υψηλής τεχνολογίας– έχουν συγκεντρώσει τεράστια οικονομική δύναμη, μέσω της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στα χέρια λίγων επιχειρήσεων. Μάλιστα, στις αναπτυγμένες οικονομίες, η συνεχώς αυξάνουσα δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων συνοδεύεται από χαμηλότερες επενδύσεις παρά την παρατηρούμενη αύξηση των εταιρικών κερδών.
Δύο εξελίξεις
Επίσης, συνοδεύεται από ασθενή παραγωγικότητα (σαφέστατα συναρτώμενη με το χαμηλό ύψος των επενδύσεων) και από αυξανόμενους ρυθμούς μείωσης του μεριδίου του εισοδήματος που πηγαίνει στους εργαζόμενους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η γραφική παράσταση που ακολουθεί αναδεικνύει με σαφήνεια δύο συγκεκριμένες εξελίξεις.
Πρώτη εξέλιξη είναι ότι τα markups (ο λόγος μεταξύ τιμής/οριακό κόστος μ=P/MC) στις αναπτυγμένες οικονομίες έχει αυξηθεί σημαντικά από τη δεκαετία του 1980, περίπου 43% κατά μέσο όρο. Αυτή η τάση παρουσιάζει αυξητικό ρυθμό την προηγούμενη δεκαετία (δηλαδή την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης). Σχεδόν η μισή από την υπολογισθείσα αύξηση (19,3%) πραγματοποιήθηκε αυτή τη δεκαετία.
Δεύτερη εξέλιξη είναι ότι στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες η παρατηρούμενη αύξηση των markups ήταν μικρότερη, περίπου 5% κατά μέσο όρο από τη δεκαετία του 1990. Εξάλλου, σύμφωνα με τη μελέτη, στις αναπτυγμένες οικονομίες τις αυξήσεις των markups οδηγούν οι επιχειρήσεις superstar, ενώ οι αυξήσεις των υπολοίπων επιχειρήσεων είναι περισσότερο περιορισμένες. Τα παραπάνω παρατηρούνται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και όχι μόνο στους κλάδους της πληροφορικής και των επικοινωνιών που θεωρούνται οι περισσότερο τεχνολογικά πρωτοπόροι.
Λίγο μερίδιο ΑΕΠ στους εργαζόμενους
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η συσχέτιση μεταξύ του βαθμού αύξησης της συγκέντρωσης-δύναμης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και του επιπέδου των επενδύσεων που οι ίδιες πραγματοποιούν. Σύμφωνα με τη μελέτη, τα πρώτα χρόνια αύξησης των markups συνοδεύτηκαν με αντίστοιχη αύξηση των επενδύσεων. Αυτή η σχέση, όμως, έγινε αρνητική με τη συνεχιζόμενη αύξηση της δύναμης των πολυεθνικών. Παράλληλα, διαπιστώνεται έλλειμμα στην εφαρμογή καινοτομιών στην παραγωγή.
Ένα ακόμη στοιχείο που απορρέει από τη μελέτη είναι ότι τα τελευταία 15 χρόνια, το μερίδιο του ΑΕΠ που πηγαίνει στους εργαζόμενους (στις ΗΠΑ) μειώθηκε από 65% σε 58%. Δηλαδή κάθε χρόνο, στα 100 δολάρια ΑΕΠ, οι επιχειρηματίες κερδίζουν μισό δολάριο σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.
Εμποτισμένο από την ιδεοληπτική έμμονη ιδέα της μετανάστευσης (τονίζω την ιδεοληπτική σύλληψη της ιδέας για να την αντιπαραθέσω με την πραγματικότητα του υπαρκτού προβλήματος της μεγαλύτερης σε μέγεθος μετανάστευσης στην ιστορία του πλανήτη), το 99% των κατοίκων της Δύσης που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, δεν αντιλαμβάνονται ότι τις τελευταίες δεκαετίες το μεγάλο κεφάλαιο έχει βάλει βαθιά το χέρι του στις τσέπες τους. Μάλιστα τα τελευταία 5-6 χρόνια το μεγάλο κεφάλαιο έχει γίνει πιο αρπακτικό, μεγεθύνοντας τις ανισότητες και δημιουργώντας τεράστια εμπόδια στη μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο Κώστας Μελάς διδάσκει oικονομικά στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Είναι συγγραφέας των κάτωθι βιβλίων: Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού (με Γιάννη Παπαμιχαήλ, 2017), Αργεντινή- Ελλάδα (2015), 5 Οικουμενικοί Έλληνες Στοχαστές (συλλογικό 2014), Η Ατελέσφορη Επιστήμη (2013), Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία (2013), Μετά τον Ερντογάν τι; (με Σταύρος Λυγερό, 2013), Οι Σύγχρονες Κρίσεις του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (2011), Η Σαστισμένη Ευρώπη (2009), Πλανόγραμμα (2009), Νεοσυντηρητικοί (2007), Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις (με Γιάννη Πολλάλη 2005), Ζητήματα Θεωριών Παραγωγής (2005), Περιδιαβαίνοντας σε ζητήματα της Μακροοικονομικής Θεωρίας, Αγορά Συναλλάγματος και Ιδιωτικοποίηση του Κινδύνου (2003), Εισαγωγή στην Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική (2002 και 2009), Αρχές Νομισματικής Θεωρίας και Πολιτικής (με Κώστα Καρφάκη και Θεοφάνη Μπένο 2000), Διεθνής Τραπεζική στην Αλλαγή του Αιώνα (με Φιλομήλα Χρηστίδου, 1999), Παγκοσμιοποίηση (1999).
31 Ιανουαρίου 2019