Οι δυο πληγές του κράτους και της οικονομίας.
Χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση του κράτους, από την υφιστάμενη πολυνομία και ευθυνοφοβία ως την ακραία ποινικοποίηση των οικονομικών αδικημάτων.
Δύο είναι τα μεγαλύτερα δεινά που βασανίζουν και απομυζούν κάθε ικμάδα της ελληνικής οικονομίας και του κράτους: η γραφειοκρατία και η διαφθορά. Απίστευτη γραφειοκρατία και εκτεταμένη διαφθορά. Το ένα εξαρτάται από το άλλο και τρέφεται από το ίδιο. Δύο δεινά που αυτο-αναπαράγονται και διαιωνίζονται, χωρίς απ’ ό,τι φαίνεται προοπτική άμεσης εξάλειψής τους.
Το πρώτο, η γραφειοκρατία. Θέριεψε από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Πολυνομία και κακονομία, νόμοι φλύαροι, αφόρητα περιπτωσιολογικοί, ανεφάρμοστοι και κυρίως μη εφαρμόσιμοι.
Η Διοίκηση, αμήχανη και παραζαλισμένη από τον νομοθετικό κυκεώνα, πλημμελώς εκπαιδευμένη, ήταν και είναι ανίκανη να παρακολουθήσει και να κατανοήσει την αποσπασματική και διάσπαρτη νομοθεσία.
Χρονοτριβεί και περιορίζεται στα ελάχιστα, εφαρμόζοντας ανόρεκτα κατά γράμμα και μηχανικά τον νόμο. Αποφεύγει να πάρει πρωτοβουλίες και να αναλάβει ευθύνες. Η ευθυνοφοβία, το κύριο χαρακτηριστικό της.
Η οκτάχρονη κρίση όχι μόνο δεν λειτούργησε ως χρυσή ευκαιρία, ώστε να δημιουργηθεί επιτέλους μια Διοίκηση ευέλικτη, παραγωγική και αποτελεσματική -όπως επεδίωκαν η τρόικα και κυρίως η Task Force for Greece. Αντίθετα, μάλιστα, διόγκωσε τη γραφειοκρατία και δεν στάθηκε δυνατόν να δαμαστεί η διοικητική διαφθορά.
Αυτό ήταν, μεταξύ των άλλων, μοιραία παρενέργεια του νομοθετικού πληθωρισμού που δημιουργήθηκε από την ψήφιση των εκτελεστικών των Μνημονίων νόμων. Νόμοι βιαστικοί, προχειρογραμμένοι, κακότεχνοι και περιστασιακοί, γεμάτοι αντιφάσεις, που αριθμούν ο καθένας τους χιλιάδες σελίδες.
Συνεδρίαση της ολομέλειας στη Βουλή των Ελλήνων. Η λογική που διέπει την αντεγκληματική πολιτική του κράτους είναι εκείνη της ακραίας και εκτεταμένης ποινικοποίησης των αθέμιτων συμπεριφορών και όχι η θέσπιση διαδικασιών προληπτικής ή διαμεσολαβητικής αντιμετώπισης των εγκλημάτων, ιδίως των οικονομικών. Το αποτέλεσμα είναι συχνά να καλλιεργείται κλίμα φοβίας και αποποίησης ανάληψης διευθυντικών ευθυνών από στελέχη του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα.
Πολυνομία που δημιουργεί αβεβαιότητα δικαίου για τους πολίτες και τους επιχειρηματίες. Κυβέρνηση ασυντόνιστη, κράτος χωρίς συνέχεια, ούτε συνέπεια.
Στον τομέα της διαφθοράς, αντίθετα, τα πράγματα δεν είναι μεν τόσο απογοητευτικά, αλλά δεν είναι και ρόδινα. Έγιναν αρκετά βήματα, δημιουργήθηκαν θεσμοί και διαδικασίες, ιδίως με τον «μνημονιακό» νόμο 4254/2014, που έφεραν -είναι αλήθεια- αποτελέσματα, κυρίως στα δημοσιονομικά του κράτους, ενώ εξορθολόγισαν συστηματικά τις ποινικές διατάξεις για την αντιμετώπιση της διαφθοράς.
Μόνο που και στον τομέα αυτό λείπει μια μακρόχρονη, σταθερή και αποτελεσματική πολιτική πάταξης της διαφθοράς. Κατά πρώτον, η λογική που διέπει, δεκαετίες τώρα, την αντεγκληματική πολιτική του κράτους και στον τομέα αυτό είναι εκείνη της ακραίας και εκτεταμένης ποινικοποίησης των αθέμιτων συμπεριφορών.
Έτσι, ο Έλληνας νομοθέτης φαίνεται να προτιμά τη θέσπιση αυστηρών ποινών από τη θέσπιση διαδικασιών προληπτικής ή διαμεσολαβητικής αντιμετώπισης των εγκλημάτων, ιδίως των οικονομικών.
Κατά δεύτερον, η νομολογία των Δικαστηρίων μας, συχνά κυμαινόμενη εξαιτίας σκοπιμοτήτων, αλλά και της πίεσης μιας κακώς εννοούμενης «δημοσιότητας», αδυνατεί κάποιες φορές να παράσχει τα εχέγγυα σωστής και δίκαιης εφαρμογής του νόμου.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι συχνά να καλλιεργείται κλίμα φοβίας και αποποίησης ανάληψης διευθυντικών ευθυνών από στελέχη του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, από τον φόβο μήπως βρεθούν κατηγορούμενοι για διάπραξη οικονομικών εγκλημάτων.
Η μόνη, σχετικά άμεση και απλή, λύση που διαγράφεται είναι η αλλαγή της αντεγκληματικής πολιτικής στον τομέα αυτό. Λελογισμένη και συστηματική αποποινικοποίηση της ποινικής διαδικασίας και πολλών οικονομικών και άλλων αδικημάτων, με την πρόβλεψη άλλου είδους κυρώσεων ή και ελαφρύτερων ποινών. Η επανεξέταση της έκτασης του αξιόποινου λ.χ. του αδικήματος της απιστίας κατά του Δημοσίου είναι ίσως αναγκαία.
Γι’ αυτό, όμως, απαιτείται κουράγιο, αποφασιστικότητα και φαντασία από την πολιτική εξουσία.
Αλλά και σε νομοθετικό επίπεδο θα πρέπει να γίνει κάποτε μια σοβαρή κουβέντα σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την αναγκαιότητα διπλών διαδικασιών σε διοικητικό και ποινικό επίπεδο. Το μεγαλύτερο μέρος από τις φορολογικές, τελωνειακές, χρηματιστηριακές κοινωνικοασφαλιστικές παραβάσεις, δηλαδή οικονομικά εγκλήματα που συχνά εσφαλμένα εντάσσονται στη νεφελώδη έννοια της «διαφθοράς», θα αντιμετωπιζόταν επιτυχέστερα σε μια ενιαία διαδικασία, στο πλαίσιο ενός διοικητικού - ποινικού δικαίου, προσανατολισμένου στην επιβολή και είσπραξη προστίμων από νομικά πρόσωπα. Θα ήταν τότε αχρείαστη η δια της ποινικής διαδικασίας παρατηρούμενη ιδιότυπη ποινική ομηρεία των φυσικών προσώπων, προκειμένου να εξοφληθούν οφειλές των εταιρειών που αυτά διοικούν ή και κάποτε διοικούσαν.
Το ερώτημα που προκύπτει από τα προηγούμενα είναι αν τελικά η Ελλάδα μπορεί, μετά από οκτώ χρόνια κρίσης, να βγει από αυτόν τον κυκεώνα της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς. Η προσπάθεια μιας εκτεταμένης και συστηματικής μεταρρύθμισης του Δημοσίου, που είχε ξεκινήσει τον δεύτερο χρόνο της κρίσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη-μέλη, την γνωστή ως Task Force for Greece, με σκοπό την παροχή τεχνογνωσίας και τεχνικής βοήθειας στη Δημόσια Διοίκηση, έμεινε στη μέση, ανολοκλήρωτη. Τελικά ματαιώθηκε.
Βασικός λόγος της ματαίωσης, η αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να συνειδητοποιήσουν την επιτακτική ανάγκη ριζικής αναδιάρθρωσης του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Και επειδή δεν το συνειδητοποίησαν ούτε το επιδίωξαν οι ίδιες, δεν στάθηκε δυνατόν να μεταδοθεί και στους δημοσίους υπαλλήλους η συνείδηση ότι, για να πετύχει μια μεταρρύθμιση, χρειάζεται η πολιτική εξουσία και η Διοίκηση να νιώσουν ότι είναι δική τους, να την κάνουν κτήμα τους, να την οικειοποιηθούν. Οwnership. Τόσο απλά.
Η Ελλάδα θα παραμείνει άραγε μια χώρα που δεν επιδέχεται μεταρρύθμιση; Θα μείνει εσαεί απροσάρμοστη στις απαιτήσεις των καιρών; Τίποτε δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Η ιστορία μάς επιφυλάσσει άλλωστε και εκπλήξεις που δεν μπορούμε να προβλέψουμε ούτε να προγραμματίσουμε.
Αντώνης Μανιτάκης,
πρώην Υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης (2012-13 και 2015),
Ομότιμος Καθηγητής Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κοσμήτορας Νομικής, Πανεπιστήμιο «Νεάπολις» Πάφος, PhD, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών (ULB).
18 Δεκεμβρίου 2018