Η αρπαγή των ελληνικών ιδιοκτησιών οδηγεί σε ξεριζωμό.
Πολλά και σύνθετα είναι προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία. Αφορούν τη δημογραφική αποψίλωση, το εκπαιδευτικό, τη θρησκευτική και πολιτιστική κληρονομιά, την πολιτική εκπροσώπηση κ.α. Αυτό, όμως, που προβάλλει ως το πλέον επίκαιρο και ζωτικής σημασίας είναι το ιδιοκτησιακό, για την ακρίβεια η αρπαγή από το αλβανικό κράτος ελληνικών περιουσιών.
Οι πολιτικές πάσης φύσεως αμφισβήτησης μεγάλων δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων ατομικής, εκκλησιαστικής και κοινοτικής ιδιοκτησίας είναι ένα γενικό και χρόνιο φαινόμενο που αφορά όλες τις περιοχές όπου διαβιεί ο Ελληνισμός. Στη Χειμάρρα και την ευρύτερη παράκτια περιοχή του Ιονίου, από το όρια του δήμου των Αγίων Σαράντα μέχρι τα Ακροκεραύνια Όρη, όμως, επιχειρείται η ολική αλλοίωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος εις βάρος των ντόπιων κατοίκων και νόμιμων ιδιοκτητών, ως επί το πλείστον ελληνικής εθνικότητας.
Παράλληλα με την απάρνηση της ελληνικής εθνικότητας και την παντελή έλλειψη σεβασμού των στοιχειωδών μειονοτικών δικαιωμάτων των κατοίκων της περιοχής, η μη αναγνώριση και η παντοιοτρόπως παρεμπόδιση εγγραφής των περιουσιών τους στο υποθηκοφυλακείο, υπήρξε το έτερο βασικό γνώρισμα του τρόπου αντιμετώπισης των Χειμαρριωτών από τις αλβανικές κυβερνήσεις σ’ όλο το διάστημα μετά το 1991.
Με την άνοδο του Έντι Ράμα στην εξουσία (2013), όμως, οι πολιτικές αυτές αποκτούν στρατηγικό χαρακτήρα και προωθούνται με σειρά στοχευμένων νομοθετικών πρωτοβουλιών και διοικητικών πράξεων. Τον Ιούλιο του 2014 υπερψηφίστηκε από το αλβανικό Κοινοβούλιο η νέα διοικητική διαίρεση της χώρας, εμπνεύσεως Ράμα. Στον νέο δήμο Χειμάρρας, εκτός της φυσιολογικής από κάθε άποψη συνένωσης με την επαρχία Λουκόβου, προστέθηκε και η επαρχία Βράνιστας κατά παράβαση σχεδόν όλων των κριτηρίων του σχετικού νόμου, ακόμη και του κριτηρίου της λειτουργικής γεωγραφικής συνέχειας. Απώτερος στόχος η αλλοίωση των εθνοτικών συσχετισμών εις βάρος του ελληνικού στοιχείου.
Στις δημοτικές εκλογές του Ιουνίου 2015 οργίασαν τα φαινόμενα λαθροχειριών εις βάρος του συνδυασμού ΟΜΟΝΟΙΑ-ΚΕΑΔ. Έτσι, η δημοτική αρχή ουσιαστικά διορίστηκε από την κυβέρνηση παρά εξελέγη. Επρόκειτο για κίνηση μείζονος σημασίας, λόγω του ρόλου που η νέα δημοτική αρχή έπαιξε στην περαιτέρω υλοποίηση των δόλιων σχεδίων του Ράμα.
Υφαρπαγή παραλιακών φιλέτων
Στα τέλη του Αυγούστου 2015, η αλβανική κυβέρνηση προέβη σε μία άνευ προηγουμένου κίνηση στα χρονικά της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Κατεδάφισε τον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου στο χωριό Δρυμάδες, προπύργιο της ορθοδόξου πίστεως. Επεδίωξε με τη συγκεκριμένη επιλογή να διαμηνύσει προς τους πάντες πως τίποτα δεν θα μπορέσει να σταθεί εμπόδιο στην προώθηση των σχεδίων της στην περιοχή.
Ακολούθησαν ποικίλα σχέδια στο όνομα της «αστικής ανάπλασης» σε διάφορα χωριά του δήμου καθώς και το «γενικό σχέδιο ανάπτυξής» του. Ενώ τα πρώτα προέβλεπαν την επιλεκτική κατεδάφιση αρκετών ελληνικών σπιτιών, ακόμη και αιωνόβιων, το δεύτερο στόχευε στην υφαρπαγή παραλιακών φιλέτων. Μετά την προσφυγή των κατοίκων στη Δικαιοσύνη και την κινητοποίηση της ΟΜΟΝΟΙΑΣ (οργάνωση της ελληνικής μειονότητας) και του ΚΕΑΔ (Κόμμα Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) στους διεθνείς οργανισμούς τα σχέδια αυτά τελούν προς το παρόν σε καθεστώς ασφαλιστικών μέτρων.
Ο Ράμα όμως επανήλθε δριμύτερος. Με την υπ’ αριθμόν 708 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2018, μεταβιβάζει στο κράτος συνολικά παράκτιες εκτάσεις 13.500 στρεμμάτων, οι οποίες ανήκουν στην πλειονότητά τους σε ιδιώτες και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Απλά και πρακτικά, απαλλοτριώνει κάθε εν δυνάμει αξιοποιήσιμη τουριστικά σπιθαμή γης στον δήμο Χειμάρρας, χωρίς αποζημίωση. Κανονική αρπαγή.
Με την απόφαση αυτή το ποτήρι ξεχειλίζει. Ενδεχόμενη υλοποίησή της θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την επιβίωση των Χειμαρριωτών στις πατρογονικές τους εστίες. Είναι επιβεβλημένη η συστράτευση των πάντων: των κατοίκων, των πολιτικών τους εκπροσώπων, των ενώσεων Χειμαρριωτών ανά τον κόσμο και κυρίως στις ΗΠΑ, του ελληνικού κράτους και μέσω αυτού της ΕΕ, στον αγώνα για την αποτροπή της υλοποίησης της απόφασης αυτής. Είναι ένας αγώνας ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της ελληνικής μειονότητας. Εάν χαθεί δεν θα υπάρξει αύριο.
Ο Βαγγέλης Ντούλες γεννήθηκε το 1968 στην Καλογοραντζή Αργυροκάστρου. Πτυχιούχος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Τιράνων. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος, μεταφραστής και συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Το έτος 1999-2000 παρακολούθησε με υποτροφία του Kokalis Foundation το New leadership program στο Kennedy School του Πανεπιστημίου Harvard. Επιστρέφοντας εργάσθηκε ως λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου. Το 1997 εξελέγη αντιπρόεδρος και το 1998 πρόεδρος της Δημοκρατικής Ένωσης της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας “Ομόνοια”. Το 2002 εξελέγη πρόεδρος του Κόμματος Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ), θέση την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Από το 2011 εκλέγεται βουλευτής στο Αλβανικό Κοινοβούλιο. Έχει διατελέσει πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αντιπρόεδρος του Αλβανικού Κοινοβουλίου (παραιτήθηκε το 2015). Επίσης, έχει διατελέσει μέλος Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας.
5 Ιανουαρίου 2019